Skip to main content

«Ἀρεστὴ γὰρ ἢν Κυρίω ἡ ψυχὴ αὐτῆς» (Σοφία Σολωμόντος δ, 14) - Γερόντισσα Φωτεινή

Ἡ μακαριστὴ Γερόντισσα Φωτεινή, ἡ Καθηγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), κατὰ κόσμον Ντέμου Χαρούλα, γεννήθηκε στὶς 17 Ἰανουαρίου τοῦ σωτηρίου ἔτους 1954, ἡμέρα Κυριακὴ στὸ ὀρεινὸ χωριὸ Καστανέα Κονίτσης.

«Αρεστή γαρ ην Κυρίω η ψυχή αυτής» (Σοφ. Σολ. δ , 14) - Γερόντισσα Φωτεινή

Οἱ γονεῖς της Ἀπόστολος καὶ Ἀγγελικὴ ἦταν ἄνθρωποι πολὺ φτωχοὶ καὶ ἁπλοί. Μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν τίμια ἐργασία τους κατόρθωσαν νὰ ἀναθρέψουν τὰ δυό τους παιδιά. Ὁ πατέρας της ἦταν βοσκὸς καὶ ἡ μητέρα της ἀναγκαζόταν νὰ κάνη ὅλες τὶς δουλειὲς στὸ χωριὸ γιὰ νὰ μπορέση νὰ ἐξοικονομήση τὰ ἀπαραίτητα. Τίναζε τὶς καρυδιὲς ὅλου τοῦ χωριοῦ, ἔκοβε τὰ τριφύλλια, κουβαλοῦσε τὰ οἰκοδομικὰ ὑλικά.

Μὲ πόνο διηγεῖτο ἡ Γερόντισσα ὅτι ἡ μητέρα της πολλὲς φορὲς ἔφτασε νὰ σκάβη τοὺς τάφους τῶν κεκοιμημένων συγχωριανῶν ἡ νὰ πλένη τὰ ὀστᾶ, ὅταν γινόταν ἡ ἐκταφή. Ἐπειδὴ ὅλη τὴν ἡμέρα ἀπουσίαζε ἀπὸ τὸ σπίτι ἔμαθε στὴν θυγατέρα της, ἐνῷ ἦταν μικρὴ στὴν ἡλικία, νὰ κάνη ὅλες τὶς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ. Νὰ μαγειρεύη, νὰ ζυμώνη, νὰ ταΐζη καὶ νὰ ἀρμέγη τὶς κατσίκες, νὰ κουβαλάη νερό. Ἄναβε τὸ τζάκι, χτυποῦσε μὲ τὶς ὧρες τὸ γάλα γιὰ νὰ γίνη τὸ βούτυρο. Ποῦ νὰ βρεθῇ χρόνος γιὰ διάβασμα καὶ γιὰ παιχνίδι! Σὲ ὅλες τὶς τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε ἠλεκτρικὸ ρεῦμα στὸ χωριό, διάβαζε μὲ τὴν λάμπα πετρελαίου ἤ μὲ τὸ κερί.

Ὁμολογοῦν συγχωριανοί της, πολλοὶ συμμαθητὲς καὶ συμμαθήτριες, ποὺ τὴν ἐπισκέπτονταν στὸ Μοναστῆρι, ὅτι ἦταν μιὰ ἁγνὴ χωριατοπούλα, πάντα χαρούμενη καὶ μὲ φωτεινὸ πρόσωπο, καμμιὰ μιζέρια καὶ πάντα εὐχαριστημένη ἀπὸ τὴν ζωή. Χαιρόσουν νὰ κάνης παρέα μαζί της, ἔλεγαν. Ἦταν ἀγαπητὴ σὲ ὅλους.

Ὅταν ἦρθε στὸ Μοναστῆρι ἡ μητέρα της, μετὰ ἀπὸ τὴν κουρά της καὶ ὅταν τὴν πρωτοεῖδε ὡς μοναχή, ἀποκάλυψε στὶς μοναχὲς τὸ ὄνειρο ποὺ εἶχε δὴ ὅταν ἦταν ἔγκυος σ' αὐτὴν στὸν 8ο μῆνα. «Εἶδα μιὰ εἰκόνα τῆς Παναγίας μὲ τὸ καντήλι νὰ βγαίνη ἀπὸ τὸν Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου καὶ νὰ κατευθύνεται πρὸς τὸν Ναὸ τῆς Παναγίας ἀπέναντι. Ὅταν πῆγα νὰ τὴν πιάσω στὰ χέρια μου αὐτὴ ἔφευγε καὶ πῆγε καὶ στάθηκε στὸ τέμπλο τῆς ἐκκλησίας. Ἄκουσα τότε μιὰ φωνή: "Δὲν εἶναι γιὰ σένα"». Βλέποντάς την μοναχὴ μὲ σιγουριὰ πλέον ἐξηγοῦσε πὼς τὸ ὄνειρο ποὺ εἶχε δὴ φανέρωνε τὴν ἀφιέρωση τῆς θυγατέρας της στὸν Θεὸ καὶ ἰδιαίτερα στὴν Ἱερὰ Μονὴ τῆς Παναγίας.

Ὅταν ἦταν σὲ ἡλικία 9 ἐτῶν ἄκουσε ὅτι ἡ φίλη τῆς δασκάλας της (πρόκειται γιὰ τὴν μοναχὴ Θέκλα ποὺ ἀσκεῖται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Μετσόβου) θὰ γινόταν μοναχή. Ἀργότερα ἔλεγε: «Ἀπορῶ μὲ τὸν ἑαυτό μου. Ἤμουν μικρὴ στὴν ἡλικία ὅταν πρωτοάκουσα γιὰ τὸν Μοναχισμό. Κι ὅμως ἀγάπησα τόσο πολὺ κάτι πρὶν καλά-καλὰ τὸ γνωρίσω».

Ἐκτιμοῦσε πολὺ τοὺς γονεῖς της. Δὲν εἶχε ποτὲ αἴσθημα κατωτερότητας ἡ κάποιο κόμπλεξ ἐπειδὴ καταγόταν ἀπὸ φτωχικὴ οἰκογένεια. Τὸ ἀντίθετο μάλιστα συνέβαινε. Καυχόταν γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ τοὺς γονεῖς ποὺ εἶχε. Τοὺς θαύμαζε γιὰ τὴν ὑπομονή τους στὶς δυσκολίες τῆς ζωῆς καὶ τοὺς τιμοῦσε ἰδιαίτερα. Μὲ πολλὴ συγκίνηση μιλοῦσε γιὰ τοὺς λίγους κατοίκους ποὺ ἀπέμειναν στὸ χωριὸ καὶ γιὰ τοὺς δικούς της λέγοντας «οἱ ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθήμενοι».

«Αρεστή γαρ ην Κυρίω η ψυχή αυτής» (Σοφ. Σολ. δ, 14) - Γερόντισσα Φωτεινή

Ἀπέδιδε μεγάλη εὐγνωμοσύνη στὴν μητέρα της ὄχι μόνο γιὰ τοὺς κόπους καὶ τὶς στερήσεις ποὺ κατέβαλε γιὰ νὰ τὴν σπουδάση, ἀλλὰ καὶ γιατί, ζῶντας στὸ σπίτι μ ἕναν δύστροπο στὸν χαρακτῆρα παπποῦ, ποὺ ἐξ αἰτίας του δημιουργοῦνταν φασαρίες στὴν οἰκογένεια, τῆς ἐνέπνευσε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη σὲ αὐτόν. Ἔτσι ἀπὸ παιδὶ ἔμαθε νὰ ἀγαπάη αὐτοὺς ποὺ τὴν πικραίνουν καὶ τὴν ταπεινώνουν. Ἐπίσης μὲ καμάρι ἔλεγε ὅτι ὁ πατέρας της εἶναι βοσκός. Θαύμαζε τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς του, τὴν ἁπλότητα καὶ τὸ ἀνεπιτήδευτο τοῦ χαρακτῆρα του. Πολλὲς φορές, τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν καθαρότητα τῶν Ποιμένων ποὺ προσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος, δὲν παρέλειπε νὰ συμπληρώνη ὅτι καὶ αὐτὴ κατάγεται ἀπὸ ποιμενικὴ οἰκογένεια. «Τὰ χρήματα ποὺ μοῦ ἔστελναν οἱ γονεῖς μου, ὅταν ἤμουν φοιτήτρια στὴν Θεσσαλονίκη, αἰσθανόμουν», ἔλεγε, «ὅτι ἔσταζαν αἷμα καὶ ἱδρῶτα. Γι αὐτὸ δὲν τὰ ξόδευα ἄσκοπα. Λαχταροῦσα κάποτε νὰ πάρω ἕνα γλυκὸ καὶ δὲν εἶχα τὴν δυνατότητα». Μάλιστα, ἔλεγε ὅτι ὁ Καθηγητής της, στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἀείμνηστος Δημήτριος Τσάμης βλέποντας τὶς οἰκονομικὲς δυσκολίες ποὺ εἶχε καὶ θέλοντας νὰ τὴν βοηθήση τὴν κάλεσε στὸ σπίτι του καὶ τῆς πρότεινε νὰ παραδίδη μαθήματα στὰ παιδιά του.

Ἂν καὶ σπούδασε μὲ πολλὲς στερήσεις, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε γι’ αὐτό. Ἦταν πάντα ὀλιγαρκὴς σὲ ὅλες τὶς προσωπικές της ἀνάγκες. Δὲν φοβόταν τὴν στέρηση ἀγαθῶν καὶ δὲν ἐπιζητοῦσε τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα. Τὸ μόνο ποὺ τὴν ἐνδιέφερε ἦταν ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἦταν πάντα πρόθυμη νὰ βοηθήση.

Ὅταν ἀποφοίτησε ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο συνέχισε τὶς σπουδές της στὸ Γυμνάσιο τῆς Πωγωνιανῆς. Ἔμενε τότε στὸ Μαθητικὸ Οἰκοτροφεῖο τῆς Πρόνοιας μὲ δύσκολες συνθῆκες διαβίωσης. Μιὰ παιδικὴ τῆς φίλη διηγεῖται: «Ἡ δύναμις τοῦ Οἰκοτροφείου ἦταν 240 κορίτσια. Στὸν θάλαμο εἴμασταν 40 σὲ 20 διώροφα κρεββάτια. Δὲν γνωριζόμασταν ὅλες μεταξύ μας. Τὴν Χαρὰ ὅμως ὅλες τὴν γνώριζαν καλά, ἤθελαν νὰ κάνουν παρέα μαζί της, τὴν ἀγαποῦσαν καὶ τὴν ἐκτιμοῦσαν πολύ. Θυμᾶμαι τὴν χαρά της, ὅταν ἑτοιμαζόταν νὰ κοινωνήση, καὶ ἀποροῦσα. Γιὰ νὰ μὴ πληρώνη στὸ Οἰκοτροφεῖο τὴν μικρὴ οἰκονομικὴ συνδρομὴ γιὰ τὴν διαμονή της, γιατί δὲν ἤθελε νὰ ἐπιβαρύνη τοὺς γονεῖς της, ποὺ ἦσαν φτωχοί, κατέβαλε ἰδιαίτερες προσπάθειες καὶ διάβαζε πολὺ ὥστε νὰ διατηρῇ τὴν ὑποτροφία καὶ νὰ διαμένη δωρεάν. Ὑπῆρχαν φορὲς ποὺ δὲν χορταίναμε τὸ φαγητὸ καὶ ἀγοράζαμε ἀπὸ τὸ παντοπωλεῖο κονσέρβες καὶ τὶς μοιραζόμασταν».

Στὴν ἡλικία αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸ κατηχητικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης. Σὲ ἐπιστολή της μιὰ φίλη της ποὺ ἔζησαν μαζὶ στὸ Οἰκοτροφεῖο, ἡ κ. Ἀγγελικὴ Μόκα, μεταξὺ τῶν πολλῶν σημειώνει τὰ ἑξῆς: «Ἡ Γερόντισσα ἦταν στὴν Δ Γυμνασίου καὶ ἐγὼ στὴν Α. Μᾶς μάζευε, ὅταν τὸ ἐπέτρεπαν οἱ συνθῆκες, κυρίως τὰ Σαββατοκύριακα καὶ ἀργίες καὶ μᾶς ἔκανε κύκλο Ἁγίας Γραφῆς. Τῆς ἄρεσε, θυμᾶμαι, ἀφοῦ πρῶτα ἔπαιρνε ἄδεια ἀπὸ τὴν Διευθύντρια τοῦ Οἰκοτροφείου, νὰ μᾶς πηγαίνη μὲ δική της εὐθύνη νὰ ἀνάβουμε τὰ καντηλάκια στὰ ἐξωκκλήσια, κυρίως ὅταν ξημέρωνε Κυριακὴ ἡ κάποια γιορτή. Ἡ Γερόντισσα μὲ ἔμαθε ὅτι γιορτάζω τῶν Ταξιαρχῶν καὶ μέχρι σήμερα τὸ θυμᾶμαι. Ἦταν ἄνθρωπος μὲ πολλὰ χαρίσματα. Ἡ πειθαρχία της, ἡ ὑπομονή της, ἡ ἀντοχή, ἡ ἐργατικότητα καὶ κυρίως ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Βοηθοῦσε ὅλες τὶς κοπέλες στὸ Οἰκοτροφεῖο, ὅπου ἡ καθεμιὰ τὴν καλοῦσε, ἀκόμη καὶ στὰ μαθήματα. Θυμᾶμαι, ὅταν κάποια κοπέλα δὲν τὰ κατάφερνε τόσο καλὰ στὸ διάβασμα, ἐκείνη δὲν σκεφτόταν τὸν ἑαυτό της γιὰ τὴν ἄλλη μέρα νὰ πάη διαβασμένη, καθόταν ἀργὰ τὴν νύχτα καὶ τὴν βοηθοῦσε νὰ καταλάβη τὸ μάθημα καὶ ἔπειτα αὐτὴ θὰ πήγαινε νὰ κοιμηθῇ, γιὰ νὰ ξυπνήση πάλι τὸ πρωΐ πρώτη καὶ νὰ ἔχη τὴν ἔγνοια ἂν ὅλες ἑτοιμαστήκαμε γιὰ νὰ φύγουμε γιὰ τὸ σχολεῖο. Θυμᾶμαι τὸ ἐνδιαφέρον της καὶ τὶς συμβουλές της καὶ σήμερα μπορῶ νὰ πῶ ὅτι οὔτε ἡ μητέρα μου δὲν θὰ μὲ φρόντιζε ἔτσι μὲ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, ποὺ δὲν σὲ χαϊδεύει, ἀλλὰ σὲ μαθαίνει νὰ στηρίζεσαι στὰ πόδια σου. Δὲν θὰ ξεχάσω τὴν ὑπευθυνότητα καὶ τὴν ὡριμότητα ποὺ εἶχε ὡς ἄνθρωπος. Γιὰ τὴν ἡλικία της ἦταν φοβερὰ ὑπεύθυνος ἄνθρωπος καὶ πονοῦσε αὐτὴ γιὰ τὰ λάθη τῶν ἄλλων. Ἦταν ἄνθρωπος μὲ ἰσχυρὴ θέληση καὶ θάρρος, γιατί τίποτε δὲν τὴν τρόμαζε στὴν ζωή της. Ἡ δυνατή της πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεὸ φαινόταν στὸν τρόπο ζωῆς της».

Ἀγαποῦσε καὶ τιμοῦσε τοὺς Κατηχητές, τὶς Κατηχήτριές της, τοὺς δασκάλους καὶ τοὺς Καθηγητές της στὸ Γυμνάσιο καὶ ἔλεγε «τοὺς χρωστάω εὐγνωμοσύνη μεγάλη γιατί μοῦ ἄλλαξαν τὴν ζωή». Ἰδιαίτερα σεβόταν τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης κυρὸ Σεβαστιανό. Ἔλεγε: «Μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ γνωρίσουμε καλὰ ράσα» ἐννοῶντας τὸν Μητροπολίτη τοῦ τόπου καὶ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Ἐδέσσης Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κυρὸ Καλλίνικο τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε πολύ. Ἔλεγε ὅτι διάβαζε πολὺ ἐκεῖνα τὰ χρόνια καὶ ἦταν ἄριστη μαθήτρια στὸ Γυμνάσιο, ἀλλὰ ἀργότερα -ἔλεγε συγκεκριμένα- ὅταν γνώρισα τὸν Χριστό, μειώθηκε ἡ ἐπίδοσή μου στὰ μαθήματα γιατί εἶχα θέσει ἄλλες προτεραιότητες καὶ προτιμήσεις.

Ὡς φοιτήτρια στὴν Θεολογικὴ Σχολή, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐκπαιδευτικὸς μετέπειτα, βοήθησε πολλὰ νέα παιδιὰ μὲ τὸν λόγο της, τὸν ἐνθουσιασμό της καὶ τὸ παράδειγμά της. Εἶχε πολλὲς φίλες καὶ συνδεόταν προσωπικὰ μὲ τὴν κάθε μιὰ ξεχωριστά. Διατηροῦσε ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Καθηγητές της ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο, τὸ Γυμνάσιο καὶ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο, μὲ τοὺς Κατηχητὲς καὶ τὶς Κατηχήτριές της καὶ μὲ πολλοὺς μαθητές της. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτούς την ἐπισκέπτονταν στὸ Μοναστήρι καὶ ἐξέφραζαν μὲ ποικίλους τρόπους τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν χαρά τους ὅταν τὴν ἔβλεπαν. Ἰδιαίτερα τὴν ἐπισκέπτονταν ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ ἔζησε καὶ ἐργάσθηκε ὡς ἐκπαιδευτικός. Ἀπὸ τὰ Γιάννενα, τὴν Θεσσαλονίκη, τὸ Μέτσοβο, τὴν Ἔδεσσα. Διαβεβαίωναν δὲ τὶς μοναχὲς ὅτι τὴν ἐκτιμοῦσαν γιὰ τὴν ἁπλότητά της καὶ τὸ αὐθόρμητο τοῦ χαρακτῆρα της. Πραγματικά, ἡ Γερόντισσα Φωτεινὴ δὲν τὰ πήγαινε καλὰ μὲ τὸν καθωσπρεπισμὸ καὶ τὴν ψεύτικη εὐγένεια. Δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ κολακέψη ἄνθρωπο. Ἦταν πάντα ἀληθινή. Ἔλεγε: «Δὲν μπορῶ νὰ ἀγαπῶ ἕναν ἄνθρωπο καὶ νὰ ξέρω ὅτι ζῆ στὴν ἁμαρτία. Δὲν τὸ ἀντέχω. Θὰ κάνω τὰ ἀδύνατα δυνατά». «Νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό. Αὐτὸς καὶ ἐγώ. Κανεὶς ἄλλος μεταξύ μας». «Γιὰ δύο λόγους ἤθελα νὰ γίνω μοναχή: γιὰ νὰ ζῶ πιὸ πολὺ μὲ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπῶ. Δὲν θὰ μποροῦσα ἀλλιῶς νὰ τοὺς βοηθήσω παρὰ μόνο μὲ τὴν προσευχή». Σὲ ἀγαπητό της πρόσωπο ἔλεγε: «Δὲν θέλω νὰ φοβᾶσαι ὅταν θὰ πεθάνης» ἤ «Πρόσεχε πὼς ζῇς. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ διανοηθῶ ὅτι ἐσὺ δὲν θὰ σωθῇς». Στοὺς "ἀντιδραστικοὺς" μὲ τὴν Ἐκκλησία ἔλεγε τὴν χαρακτηριστικὴ φράση: «Αὐτὸν θὰ τὸν "ἐκδικηθῶ" μὲ τὴν ἀγάπη». Καὶ πράγματι αὐτὴ ἡ "ἐκδίκηση" πάντα εἶχε θετικὸ ἀποτέλεσμα. Ὅποιος ἦταν τυχερὸς ἀπὸ τὴν γνωριμία της ἔμπαινε στὴν καρδιά της γιὰ πάντα, μέχρι καὶ τὴν αἰωνιότητα, ὅπως ἔλεγε.

Ὡς Ἡγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, 1987-2007, σεβόταν ὑπερβολικὰ τοὺς θεσμούς. Ἐκτιμοῦσε βαθύτατα τὸν οἰκεῖο Ποιμενάρχη μας, τὸν Μητροπολίτη Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κ. Ἱερώνυμο. Ἔλεγε: «Πρέπει νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ γι’ αὐτὸ τὸ δῶρο». Αἰσθανόταν σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια στὸ πρόσωπό Του. Ἐπίσης τιμοῦσε ὅλους τοὺς ἱερεῖς ποὺ ἐπισκέπτονταν τὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ ἐξέφραζε τὴν εὐγνωμοσύνη της στοὺς ἱερεῖς ποὺ ἐργάζονται στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ ἐξυπηρετοῦν τὸ Μοναστῆρι.

Μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση καὶ ἐνθουσιασμὸ μιλοῦσε πάντοτε γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ μάλιστα γιὰ τοὺς ἐνορῖτες Ἀκραιφνίου καὶ Κοκκίνου. Οἱ ἱερεῖς τῶν δύο Ἐνοριῶν καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ ἀρχὲς τοῦ τόπου συνεργάσθηκαν ἄριστα μαζί της. Τῆς ἔκανε ἐντύπωση μεγάλη καὶ τὴν συγκινοῦσε βαθύτατα ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων γιὰ τὸ Μοναστήρι ποὺ ἐκφραζόταν μὲ πολλοὺς τρόπους.

Ἤθελε τὸ Μοναστῆρι νὰ δέχεται μὲ χαρὰ ὅλους τοὺς προσκυνητές. Ἀκούραστη πάντα ἄκουγε τὰ προβλήματά τους καὶ συμμετεῖχε στὸν πόνο τους. Τὰ τελευταῖα χρόνια ἐπισκέπτονταν τὸ Μοναστῆρι πολλοὶ προσκυνητὲς μὲ λεωφορεῖα εἴτε ἀπὸ Ἐνορίες μὲ ἱερεῖς, εἴτε ἀπὸ τουριστικὰ Γραφεῖα. Ὅσο ἀπασχολημένη καὶ ἂν ἦταν θὰ κατέβαινε στὸ ἀρχονταρίκι γιὰ νὰ χαιρετήση καὶ νὰ ἀπευθύνη λόγο ποὺ ἀνέπαυε καὶ παρηγοροῦσε τοὺς προσκυνητές. Μερικοί, βλέποντας τὴν ἁπλότητα ποὺ διέκρινε τὴν Γερόντισσα στὴν φιλοξενία καὶ τὴν ἀγάπη της στὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔπασχε, γίνονταν ἀπαιτητικοὶ μὲ τὶς συχνὲς ἐπισκέψεις τους στὴν Μονή. Παρουσίαζαν γιὰ ἀλήθεια τὶς πιὸ ἀπίθανες ἱστορίες ποὺ πάντα ἦταν δακρύβρεχτες. Ἔτσι συνήθισαν νὰ ἔρχονται διάφοροι "ζητιάνοι", ἐπαγγελματίες, γιὰ ἐλεημοσύνη ποὺ ἔπρεπε ὅμως νὰ φύγουν ὅλοι μὲ γεμᾶτα τὰ χέρια ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ἕνα περιστατικό.

«Μιὰ μέρα ἦρθε κάποιος τσιγγάνος μὲ τὴν μάνα του. Ὁδηγοῦσε ἕνα πολυτελέστατο αὐτοκίνητο, τελευταίας τεχνολογίας, σὲ μεταλλικὸ ἀσημὶ χρῶμα. Ἐπειδὴ ἐκείνη τὴν περίοδο ἡ Νομαρχία φρόντιζε τὸν δρόμο γιὰ τὸ Μοναστῆρι, νομίσαμε πὼς ἦρθε ὁ Νομάρχης. Ὅταν καταλάβαμε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεως μερικὲς ἀδελφὲς ποὺ βρέθηκαν ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐκεῖ δυσανασχέτησαν. Ἡ Γερόντισσα τοὺς ἑτοίμασε μόνη της τὸν δίσκο μὲ τὸν καφέ, τοὺς ἔδωσε τρόφιμα καὶ τοὺς πλήρωσε τὴν βενζίνη ποὺ ἔκαψαν γιὰ νὰ ἔρθουν στὸ Μοναστῆρι».

Ὁ λόγος τοῦ Πνευματικοῦ Πατέρα τῆς Μονῆς, τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου, ποὺ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κ. Ἱερωνύμου, ἔχει τὴν πνευματικὴ ἐπίβλεψη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἦταν γι αὐτήν νόμος. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτό της μιὰ ἁπλὴ μοναχή, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες. Σὲ πολλὰ πνευματικὰ θέματα, ἂν καὶ γνώριζε καλὰ τί ἔπρεπε νὰ πῇ, ἀπέφευγε νὰ ἀπαντήση ἡ ἴδια καὶ ἔλεγε στὶς μοναχές: «Περιμένετε, ρωτῆστε τὸν Δεσπότη ὅταν ἔρθη». Ἡ ὑπακοή της καὶ ἡ ἀφοσίωσή της στὸν Πνευματικό της Πατέρα ἦταν ὑποδειγματική. Ὅταν ἔλεγε κανεὶς ἐπαινετικὰ λόγια γιὰ τὸ Μοναστῆρι ἡ γιὰ τὴν ἴδια ἔλεγε: «Τὸ Μοναστῆρι τὸ φροντίζει ἡ Παναγία πρῶτα καὶ ἔπειτα ἂς εἶναι καλὰ τὰ δύο γιῶτα (Ἱερώνυμος-Ἱερόθεος)».

Σεβόταν τὴν κάθε μοναχὴ καὶ τὴν θεωροῦσε πρόσωπο καὶ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε: «Ἡ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς ἀδελφὲς ξέρει γιατί ἔγινε μοναχὴ καὶ τί ζητάει». Συχνὰ τόνιζε πὼς «σημασία ἔχει μὲ ποιά κίνητρα κάνω κάτι καὶ μὲ τί λογισμό». Ἔλεγε ὅτι: «Ἡ ἀγάπη στὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἀληθινή, ὅταν δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἀγάπη στὸν ἀδελφό». Δὲν μποροῦσε νὰ δεχθῇ τὴν περιφρόνηση στὸν ἀδελφό. «Τί νὰ τὰ κάνω ἐγὼ τὰ χαρίσματα, ὅταν δὲν σεβόμαστε τὸν ἀδελφό, "τὸν κρυπτὸ τῆς καρδίας ἄνθρωπο, ὅ ἐστιν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελές"!». «Καλὸ καὶ τὸ διακόνημα, ἀλλὰ ὅσο τέλεια καὶ νὰ τὸ κάνω δὲν φτάνει. Τί γίνεται μὲ τὴν μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν αὐτομεμψία;». «Ἐμεῖς οἱ Μοναχὲς πρέπει νὰ ζοῦμε ἀγκαλιὰ μὲ τὸν Σταυρὸ ἀφοῦ Τὸν ἀγαποῦμε. Εὐτυχῶς ὑπάρχει ἡ αἰωνιότητα. Ἀλλιῶς θὰ εἴμασταν πεθαμένοι. Ὅλα ἐδῶ στὴν γῆ εἶναι ἀτμός». «Νὰ μάθουμε νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας. Τί λόγο θὰ δώσουμε στὸν Θεό! Νὰ ἔχουμε τὸ μέλι καὶ νὰ μὴ τὸ δοκιμάζουμε, τί κρῖμα, ἐνῷ εἴμαστε πλούσιες, νὰ πεθάνουμε φτωχὲς "γύφτες", νὰ μὴ προλάβουμε νὰ ζήσουμε αὐτὸ ποὺ ἐρωτευθήκαμε! Διαβάσαμε, ἀκούσαμε, καὶ εἴδαμε τόσα πολλά! Θὰ εἴμαστε ἀναπολόγητες "ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆ φοβερά"». Στενοχωριόταν τὸν τελευταῖο καιρὸ ποὺ ἔβλεπε τὶς μοναχὲς νὰ τὴν φροντίζουν ἰδιαίτερα, λόγῳ τῆς ἀσθενείας της, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔλεγε: «Συγχωρέστε μὲ ποὺ σᾶς κουράζω. Μ' ἐχετε βασίλισσα!».

Ἀγαποῦσε πολὺ τὶς Ἀκολουθίες στὸν Ναό. Ἔλεγε ὅτι μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ βρισκόμαστε σὲ πλεονεκτικὴ θέση. Ἐνῷ ὁ κόσμος βγαίνει πρωΐ-πρωΐ γιὰ τὶς δουλειές του, ἐμεῖς ὑμνοῦμε καὶ δοξάζουμε τὸν Θεό! Τῆς ἄρεσε νὰ διαβάζη τὸ Ψαλτῆρι. Πολλὲς φορές, ἂν διέκρινε ὅτι κάποια ἀδελφὴ ἦταν κουρασμένη τὴν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, ζητοῦσε νὰ διαβάση τὸ Ψαλτῆρι γιὰ νὰ τὴν ξεκουράση. Διάβαζε καὶ ἔψαλλε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ παρακινοῦσε καὶ ἐμᾶς. Εἶχε μεγάλη ἀδυναμία στὸ βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς καὶ παρακολουθοῦσε ἰδιαίτερα τοὺς Κανόνες καὶ τὸ Μηναῖο, μάλιστα ὅταν ἔβλεπε νὰ γράφη "Ἰωάννου Μοναχοῦ" ἦταν ἀδύνατο νὰ κρύψη τὸν ἐνθουσιασμό της, γιατί ἀγαποῦσε πολὺ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό. Ὁ Ἀναστάσιμος ὄρθρος τῆς Κυριακῆς μὲ τοὺς Ἀναβαθμούς, τὰ Ἐξαποστειλάρια, τὰ Ἑωθινὰ καὶ στὴν συνέχεια ἡ θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς ἦταν γι’ αὐτὴν ἕνα πανηγύρι.

Ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέμα τῆς ἀσθενείας της, μετὰ τὴν διάγνωση τῆς μαγνητικῆς ἐξέτασης εἶπε: «Δὲν εἶναι τυχαία αὐτὴ ἡ ἀσθένεια. Ὁ Θεὸς τὴν ἐπέτρεψε. Ἔχει τοὺς λόγους Του. Προσευχηθεῖτε νὰ τὴν ἀντιμετωπίσω σωστά. Ταλαιπωρῶ τόσους ἀνθρώπους. Τόσοι ἐνδιαφέρονται καὶ προσεύχονται γιὰ μένα! Σὰν μοναχές, ὅπου καὶ ἂν πᾶμε, ὅλοι μας σέβονται καὶ μᾶς ἐξυπηρετοῦν. Πόσο ταλαιπωρεῖται ὅμως ὁ κόσμος!».

Ἀντιμετώπισε τὴν ἀσθένεια μὲ πίστη στὸν Θεὸ καὶ δοξολογία. Ὁ θάνατός της ἦταν μία κοίμηση. Εἶχε πλήρη συναίσθηση μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Ἔφυγε προσευχομένη ἐν μέσῳ προσευχομένων ἀδελφῶν καὶ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Πνευματικοῦ της Πατέρα, τὴν στιγμὴ ποὺ στὸ Μοναστῆρι της προσεύχονταν θερμὰ ὅλες οἱ ἀδελφές.

Πολλὲς φορὲς ἡ Γερόντισσα μιλοῦσε γιὰ τὸν θάνατο καὶ γιὰ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου ποὺ πρέπει νὰ καλλιεργῇ ὁ Μοναχός. «Ὅλη τὴν ζωή μας πρέπει νὰ τὴν θεωροῦμε σὰν προετοιμασία γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ὅταν ὁ Θεὸς θὰ πῇ τὸ STOP νὰ μὴ φοβόμαστε».

Κάθε χρόνο τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα ἐπανελάμβανε προτάσεις ἀπὸ τὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἔλεγε συγκεκριμένα: «Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον• ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Ἔψαλλε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της καὶ τῆς φωνῆς της τὸν Ἀναστάσιμο Κανόνα τοῦ Πάσχα.

Τὸ Μέγα Σάββατο αὐτὴν τὴν χρονιὰ λειτούργησε στὸ Μοναστῆρι ὁ Μητροπολίτης κ. Ἱερώνυμος. Τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Σεβασμιώτατος ἔψαλλε τὸ "Ἀνάστα ὁ Θεός..." καὶ πετοῦσε στὸν Ναὸ τὶς δάφνες, ἡ Γερόντισσα, κατὰ κοινὴ ὁμολογία, ζοῦσε τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως καί, ὅταν ὁ Σεβασμιώτατος μπῆκε μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα, πῆρε στὰ χέρια της τὸ πανέρι καὶ μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ σκόρπισε ἡ ἴδια τὶς ὑπόλοιπες δάφνες ποὺ εἶχαν ἀπομείνει. Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν θέση της εἶπε: «Τί μεγαλεῖο ζοῦμε μέσα στὴν Ὀρθοδοξία! Εἶναι τιμὴ γιὰ μᾶς νὰ εἴμαστε παιδιὰ Θεοῦ ζῶντος». Ὅταν, μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τὴν συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Σεβασμιώτατο, τῆς προτάθηκε νὰ ἀναπαυθῇ λίγο, γιατί ἦταν ταλαιπωρημένη καὶ ἀπὸ τὴν xημειοθεραπεία καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία, εἶπε: «Δὲν αἰσθάνομαι καθόλου κουρασμένη. Ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὴν Θεία Λειτουργία, δὲν μ’ ἀφήνει σὲ ἡσυχία, "ἵνα ὦσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν"». Ὅσοι τὴν ἔζησαν ἐκεῖνες τὶς ὧρες, αἰσθάνονταν ὅτι εἶχαν κοντά τους μία μάρτυρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνον "ἐξ ἀκοῆς" ἀλλὰ καὶ "ἀπὸ θέας", μιὰ μαθήτρια καὶ εὐαγγελίστρια Χριστοῦ.

Παρακαλοῦμε τὸν Κύριο, ποὺ γνωρίζει πιὸ καλὰ ἀπὸ τὸν καθένα ὅλη της τὴν ζωή, Τὸν ἔχοντα ζωῆς καὶ θανάτου τὴν ἐξουσία, νὰ τὴν συναριθμήση "ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῶν πρωτοτόκων" καὶ "ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων". Νὰ τῆς χαρίση τὴν ἀνώδυνη καὶ ἀτελεύτητη ζωὴ ὅπου λάμπει τὸ φαιδρὸ καὶ ἀνέσπερο Φῶς.-

Μ.Γ.

+ Γερόντισσα Φωτεινή

+ Γερόντισσα Φωτεινή

Τὴν Δευτέρα καὶ τὴν Τρίτη, 10 καὶ 11 Δεκεμβρίου 2007, τὸ ὀροπέδιο τοῦ Πτώου ὅρους, κοντὰ στὴν Θήβα, ὅπου βρίσκεται ἡ Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), πλημμύρισε ἀπὸ χιλιάδες κόσμου ποὺ ἔσπευσε νὰ ἀποχαιρετήση στὴν τελευταία ἐπὶ τῆς γῆς κατοικία της τὴν Γερόντισσα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἀείμνηστη Φωτεινὴ Μοναχὴ (κατὰ κόσμον Χαρούλα Ντέμου), ποὺ κοιμήθηκε σὲ ἡλικία 53 ἐτῶν, ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τοῦ καρκίνου. Οἱ κάτοικοι τῶν κοντινῶν χωριῶν, Ἀκραιφνίου καὶ Κοκκίνου, Ἱερεῖς καὶ λαϊκοὶ ἀπὸ τὴν Λεβαδειά, τὴν Θήβα, τὴν Ἀθήνα, τὴν Ναύπακτο, τὴν Ἔδεσσα, τὰ Ἰωάννινα, τὴν Θεσσαλονίκη κ.α., μοναχὲς ἀπὸ πολλὰ Μοναστήρια τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Κύπρου, ἔσπευσαν νὰ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμὸ στὴν ἀξιαγάπητη καὶ ἀξιοσέβαστη Γερόντισσα, ποὺ ἐπὶ εἴκοσι ἔτη, ὡς Ἡγουμένη τῆς Μονῆς, βοηθοῦσε πνευματικὰ ἀκατάπαυστα ὅσους προσέρχονταν σὲ αὐτήν, πάντα μὲ τὸ χαμόγελο, πάντα ἀκούραστη καὶ δυναμική, πάντα χαρούμενη καὶ φωτεινή.

Τὴν ἔκλαψαν οἱ Μοναχὲς τῆς Μονῆς, οἱ ἑκατοντάδες καὶ χιλιάδες γυναῖκες ποὺ στηρίζονταν ἀπὸ τὴν παρουσία καὶ τὸν λόγο της, οἰκογενειάρχες, φοιτήτριες καὶ φοιτητές, συνεργάτες καὶ ἁπλοὶ προσκυνητές, ποὺ ὠφελήθηκαν πολὺ ἀπὸ τὴν συναναστροφή της. Τὴν ἔκλαψαν ἰδιαιτέρως καὶ οἱ Ἱερεῖς ἀπὸ διάφορα μέρη ποὺ λειτουργοῦσαν κατὰ καιροὺς στὸ Μοναστῆρι καὶ δέχονταν τὸν βαθύτατο πηγαῖο σεβασμό, ποὺ ἔτρεφε ἡ ἀείμνηστη πρὸς τὸ σχῆμα τους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπέραντη ἀδελφικὴ καὶ μητρική της ἀγάπη καὶ φροντίδα. Τὶς δύο ἡμέρες ποὺ ἔμεινε τὸ σκήνωμά της στὸ καθολικὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς δὲν σταμάτησαν τὰ δάκρυα ἀπὸ ὅλα τὰ μάτια νὰ τρέχουν, οὔτε ἀκόμη καὶ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀρχιερατικῆς θείας Λειτουργίας ποὺ τελέσθηκε ἀπὸ τὸν  Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεο τὸ πρωΐ τῆς Τρίτης. Τὸ προηγούμενο βράδυ ὁ Σεβασμιώτατος εἶχε τελέσει τὴν ἀκολουθία εἰς κεκοιμημένην μοναχή, καὶ εἶχε ἐκφωνήσει παρακλητικὸ λόγο γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου καὶ γιὰ τὸ πρόσωπο τῆς ἀείμνηστης Γερόντισσας.

Τὴν ἐξόδιο Ἀκολουθία ἐτέλεσαν τὴν Τρίτη τὸ ἀπόγευμα οἱ Μητροπολῖτες Θηβῶν κ. Ἱερώνυμος, Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος καὶ ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Ἀνδίδων κ. Χριστοφόρος, πλαισιούμενοι ἀπὸ δεκάδες Ἱερεῖς, λίγοι ἐκ τῶν ὁποίων μπόρεσαν νὰ λάβουν μέρος. Τὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς ἦταν κατάμεστο κυρίως ἀπὸ μοναχὲς καὶ ἱερεῖς, ἀλλὰ καὶ τὸ προαύλιο ἦταν γεμᾶτο ἀπὸ προσευχόμενο κάσμο ποὺ στεκόταν ὑπομονετικὰ μὲ εὐλάβεια μέσα στὸ κρύο.

Ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἱερώνυμος, ἀναφερόμενος στὴν ἀείμνηστη εἶπε τὰ ἑξῆς: «Θὰ ἤθελα νὰ πῶ ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ. Ἕνα μεγάλο εὐχαριστῶ στὸν Κύριο καὶ Θεό μας, ὁ Ὁποῖος μέσα στὴν οἰκονομία Του εὐλόγησε, ὥστε ἐπὶ 20 περίπου χρόνια νὰ ἔχουμε μαζί μας καὶ στὴν οἰκογένειά μας, τὴν Τοπικὴ Ἐκκλησία, τὴν Γερόντισσα Φωτεινὴ μοναχή. Ἐπίσης ἕνα πολὺ μεγάλο εὐχαριστῶ στὴν ἴδια τήν Γερόντισσα, τὴν Φωτεινή, τὴν Μοναχή μας, γιὰ τὸ πέρασμά της ἀπὸ αὐτὸν τὸν χῶρο, γιὰ ὅσα μᾶς ἐδίδαξε, γιὰ ὅσα μᾶς ἐνέπνευσε, γιὰ ὅ,τι ἔκανε γιὰ ὅλους μας, γιὰ τὸν καθένα μας καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν ἁγιασμένο τόπο».

Ἐπίσης μίλησε ὁ Δήμαρχος τοῦ Δήμου τῆς περιοχῆς, ποὺ μὲ φανερὴ συγκίνηση ἀναφέρθηκε στὸ πρόσωπο τῆς ἀείμνηστης Γερόντισσας καὶ τὴν προσφορά της στὸν τόπο. Τὴν χαρακτήρισε «δραστήριο πνευματικὸ ἄνθρωπο», «πόλο ἕλξης ἀνθρώπων», «ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ» ποὺ κέρδιζε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν λόγο της καὶ τὸ χαμόγελό της. Ἐξέφρασε τὴν ἀγάπη καὶ τὶς εὐχαριστίες ὅλων τῶν κατοίκων πρὸς τὴν κεκοιμημένη καὶ τὸν πόνο τους γιὰ τὸν ἀποχωρισμό της, λέγοντας ὅτι τὸ κενὸ ποὺ ἀφήνει εἶναι μεγάλο.

Ἡ ἀείμνηστη εἶχε καρῇ μοναχὴ καὶ εἶχε ἀναλάβει τὴν ἠγουμενία τῆς Μονῆς τὸν Ἰούλιο τοῦ 1987, ἀμέσως μόλις εἶχε μετοικήσει ἐκεῖ ἡ νέα Ἀδελφότητα, καὶ συνέδεσε τὸ ὄνομά της καὶ τὴν παρουσία τῆς μὲ τὰ 20 αὐτὰ δύσκολα χρόνια τῆς στερέωσης τῆς Ἀδελφότητος, τῆς ἀνοικοδόμησης τῆς Μονῆς καὶ τῆς ἀδιάλειπτης ἐκδοτικῆς ἐργασίας γιὰ τὴν ἔκδοση τῶν βιβλίων τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου.

Ἄλλοι καταλληλότεροι θὰ σκιαγραφήσουν τὴν προσωπικότητά της, ἀλλὰ νομίζουμε ὅτι μερικὰ ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικά της γνωρίσματα ἦταν ἡ ἀγάπη, ἡ «τρέλλα» ὅπως ἔλεγε, γιὰ τοὺς Πνευματικούς της, τοὺς Γεροντάδες, καὶ τὸ ράσο γενικότερα, ἡ ἀπέραντη ἀφοσίωσή της στὴν ὑπακοὴ καὶ τὸ ἀδιάπτωτο τῆς ἀγαπητικῆς μέριμνάς της γιὰ ὅλους. Θὰ περάση πολὺς καιρὸς γιὰ νὰ ξεχασθῇ ἡ φωτεινὴ παρουσία της μέσα στὸν εὐλογημένο χῶρο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ νὰ ξεθωριάση ἡ ἁγνὴ μορφή της ἀπὸ τὶς καρδιὲς ὅσων τὴν πλησίασαν καὶ τὴν ἀγάπησαν. Παρηγορούμαστε μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ βεβαιότητα ὅτι ἡ ἀείμνηστη Γερόντισσα προστέθηκε στοὺς ἁγιασμένους πνευματικοὺς Πατέρες ποὺ γνώρισε καὶ τόσο σεβάστηκε καὶ ἀγάπησε.

Ὁ Θεὸς ἂς ἀναπαύση τὴν ἀείμνηστη Γερόντισσα Φωτεινὴ σὲ τόπο φωτεινό.

Υ.Γ.: Σὲ ἑπόμενο φύλλο τῆς Ε.Π. θὰ γίνη ἀναφορὰ στὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο της.

Α.Κ.

Γερόντισσα Φωτεινὴ (Ντέμου). Πέντε χρόνια ἀπὸ τὴν κοίμησή της

Τὴν 10η Δεκεμβρίου συμπληρώνεται μιὰ πενταετία ἀπὸ τὴν κοίμηση τῆς μακαριστῆς Γερόντισσας Φωτεινῆς (κατὰ κόσμον Χαρούλας Ντέμου) Ἡγουμένης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θηβῶν καὶ Λεβαδείας, τῆς Μονῆς ποὺ ἐπιμελεῖται τὴν ἔκδοση τῶν βιβλίων τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἱεροθέου.

Γερόντισσα Μακρίνα, Γερόντισσα Φωτεινὴ

Ἀντὶ ἄλλου μνημοσύνου ἡ Ἐφημερίδα μας δημοσιεύει κατωτέρω δύο κεφάλαια ἀπὸ τὶς ἀναμνήσεις τῶν Μοναχῶν τῆς Μονῆς, οἱ ὁποῖες ἐκδόθηκαν σὲ εἰδικὸ ἀφιερωματικὸ τευχίδιο.

Γίνεται δὲ γνωστὸν στοὺς ἀναγνῶστες μας ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος κ. Ἰερόθεος συνέγραψε βιβλίο γιὰ τὴν Γερόντισσα Φωτεινή, τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ ἐκδοθῇ προσεχῶς.

Ἡ διακονία της στοὺς προσκυνητές

Γράφουν οἱ Μοναχὲς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας)

Μὲ πολλὴ χαρὰ δεχόταν ὅλους τοὺς προσκυνητές. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τὴν ἐπισκέπτονταν στὸ Μοναστήρι ἐξέφραζαν μὲ ποικίλους τρόπους τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν χαρά τους, ὅταν τὴν ἔβλεπαν. Ἰδιαίτερα τὴν ἐπισκέπτονταν ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ ἔζησε καὶ ἐργάσθηκε ὡς ἐκπαιδευτικός. Ἀπὸ τὰ Γιάννενα, τὴν Θεσσαλονίκη, τὸ Μέτσοβο, τὴν Ἔδεσσα. Διαβεβαίωναν στὶς μοναχὲς ὅτι τὴν ἐκτιμοῦσαν γιὰ τὴν ἁπλότητά της καὶ τὸ αὐθόρμητο τοῦ χαρακτῆρα της. Πραγματικά, ἡ Γερόντισσα Φωτεινή, ἀπὸ τὴν μικρή της ἡλικία καὶ ἕως τὸ τέλος τῆς ζωῆς της, δὲν τὰ πήγαινε καλὰ μὲ τὸν καθωσπρεπισμὸ καὶ τὴν ψεύτικη εὐγένεια. Δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ κολακέψη ἄνθρωπο. Δὲν μποροῦσε νὰ ὑποκριθῇ. Εἶχε ἁπλὴ καὶ ἀνεπιτήδευτη συμπεριφορά. Μιλοῦσε δίχως εὐσεβισμούς, ἀλλὰ πηγαῖα καὶ αὐθόρμητα. Εἶχε εὐθύτητα καὶ μεγάλη ἀμεσότητα μὲ τὸν συνομιλητή της. Ἦταν ξεκάθαρη καὶ εἰλικρινής. Ἦταν πάντα ἀληθινή.

Ἔλεγε:

«Δὲν μπορῶ νὰ ἀγαπῶ ἕναν ἄνθρωπο καὶ νὰ ξέρω ὅτι ζῆ στὴν ἁμαρτία. Δὲν τὸ ἀντέχω. Θὰ κάνω τὰ ἀδύνατα δυνατά».

«Νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό. Αὐτὸς καὶ ἐγώ. Κανεὶς ἄλλος μεταξύ μας».

«Γιὰ δύο λόγους ἤθελα νὰ γίνω μοναχή: γιὰ νὰ ζῶ πιὸ πολὺ μὲ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπῶ. Δὲν θὰ μποροῦσα διαφορετικὰ νὰ τοὺς βοηθήσω παρὰ μόνο μὲ τὴν προσευχή».

Σὲ ἀγαπητό της πρόσωπο ἔλεγε: «Δὲν θέλω νὰ φοβᾶσαι, ὅταν θὰ πεθάνης, γι’ αὐτὸ πρόσεχε πῶς ζής. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ διανοηθῶ ὅτι ἐσὺ δὲν θὰ σωθῇς».
Στοὺς «ἀντιδραστικοὺς» μὲ τὴν Ἐκκλησία ἔλεγε τὴν χαρακτηριστικὴ φράση: «Αὐτὸν θὰ τὸν «ἐκδικηθῶ» μὲ τὴν ἀγάπη». Καί, πράγματι, αὐτὴ ἡ «ἐκδίκηση» πάντα εἶχε θετικὸ ἀποτέλεσμα. Ἄνθρωποι πονεμένοι, ἀπελπισμένοι, προβληματισμένοι καὶ τραυματισμένοι ἀπὸ ἀστοχίες, δοκιμασίες καὶ ἁμαρτίες, συζητῶντας μαζί της εὕρισκαν ἐλπίδα. Τοὺς ἔβλεπε μὲ ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ σεβασμὸ καὶ τοὺς μετέδιδε αἰσιοδοξία, παρηγοριὰ καὶ μιὰ αἴσθηση χαρᾶς. Πολλοὶ τῆς ἔδιναν ὑπόσχεση ὅτι θὰ ἀλλάξουν τρόπο ζωῆς. Ἀκούραστη πάντα ἄκουγε τὰ προβλήματά τους καὶ συμμετεῖχε στὸν πόνο τους. Τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὴν ζωὴ μέσα στὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴν ὑπέρβαση τῶν προβλημάτων καὶ τοῦ θανάτου.

Ἔλεγε ὅτι πρέπει νὰ προσγειωθοῦμε γιατί στὴν ζωὴ ποτὲ δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε ὅ,τι ἐπιθυμοῦμε.

Ἡ Γερόντισσα Φωτεινὴ ἀπάντησε σὲ ἐπιστολὴ ποὺ τῆς ἔστειλε φίλη της ἀπὸ τὸ ἐξωτερικὸ καὶ τῆς ζητοῦσε συμβουλὴ καὶ βοήθεια σὲ μιὰ δυσκολία ποὺ περνοῦσε:

«...Εὐχαριστῶ γιὰ τὴν ἐμπιστοσύνη ποὺ μοῦ δείχνεις. Μὴ στενοχωριέσαι. Πολλὲς φορές, ὅταν εἴμαστε καλὰ ψυχολογικά, λύνονται καλύτερα τὰ προβλήματα καὶ ὁ Θεὸς ἐνεργεῖ διαφορετικὰ σὲ μιὰ χαρούμενη καὶ ἐλπιδοφόρα καρδιά. Νὰ δοξάζης τὸν Ἅγιο Θεό, ποὺ ἔχεις τὴν ὑγεία σου σωματικὴ καὶ διανοητική. Βλέπεις καθημερινὰ τί φοβερὰ πράγματα συμβαίνουν παντοῦ. Χίλιες δόξες ποὺ ἔχουμε σωστὰ τὰ μυαλά μας καὶ μποροῦμε νὰ λέμε ἕνα «Κύριε, ἐλέησον» καὶ νὰ ἐλπίζουμε στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι ἡ ζωή! Ἔχει ὁ Θεός. Νὰ ἀφήνουμε ἁπλὰ τὴν ζωή μας στὴν πρόνοιά Του καὶ Ἐκεῖνος ἔχει τὸν τρόπο νὰ μᾶς καθοδηγῇ καὶ νὰ μᾶς σώζη. Μὴ περιμένεις ἀπὸ τὸν ἑαυτό σου τέλεια πράγματα καὶ βασανίζεσαι. Τὸ ὀρθόδοξο εἶναι νὰ κάνουμε καὶ λάθη καὶ νὰ ζητᾶμε συγγνώμη. Μὴ περιμένουμε τὰ πράγματα ὅπως θὰ τὰ θέλαμε ἐμεῖς. Ὄχι, ὁ Θεὸς ἔχει ἄλλη λογική. Ἐκεῖ ποὺ ἐμεῖς βλέπουμε κατάρα μπορεῖ αὐτὸ νὰ εἶναι εὐλογία καὶ τὸ ἀντίθετο.

Εὔχομαι ὁ Θεὸς καὶ ἡ Παναγία μας νὰ σὲ φωτίζη ὥστε νὰ δέχεσαι τὶς ἐνέργειες τῶν ἄλλων σὰν εὐλογία, ἔστω καὶ ἂν τὶς βλέπης ἀρνητικές. Ἡ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ εἶναι πόνος, δυσκολία καὶ ὑπομονή. Ἴσως μόνο ἔτσι ὡριμάζουμε καὶ γινόμαστε ἄξιοι τοῦ Χριστοῦ. Τὸν ἴδιο δρόμο βάδισε καὶ Ἐκεῖνος κι ἅς ἦταν Θεάνθρωπος! Χαίρομαι γιατί σκέπτεσαι καὶ προβληματίζεσαι σὰν Ρωμηά, δηλαδὴ ὀρθόδοξη. Ὁ Θεός, εἶμαι σίγουρη, ὅτι θὰ σὲ βοηθήση ὅπως δέχεται ἡ ψυχή σου κι ὅπως ξέρει Ἐκεῖνος».

Τὰ τελευταῖα χρόνια ἐπισκέπτονταν τὸ Μοναστήρι πολλοὶ προσκυνητὲς μὲ λεωφορεῖα, εἴτε ἀπὸ Ἐνορίες μὲ Ἱερεῖς, εἴτε ἀπὸ τουριστικὰ Γραφεῖα. Ὅσο ἀπασχολημένη καὶ ἂν ἦταν θὰ κατέβαινε στὸ ἀρχονταρίκι γιὰ νὰ χαιρετήση καὶ νὰ ἀπευθύνη λόγο ποὺ ἀνέπαυε καὶ παρηγοροῦσε τοὺς προσκυνητές. Μερικοί, βλέποντας τὴν ἁπλότητα ποὺ διέκρινε τὴν Γερόντισσα στὴν φιλοξενία, καὶ τὴν ἀγάπη της στὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔπασχε, γίνονταν ἀπαιτητικοὶ μὲ τὶς συχνὲς ἐπισκέψεις τους στὴν Μονή. Παρουσίαζαν γιὰ ἀλήθεια τὶς πιὸ ἀπίθανες ἱστορίες ποὺ πάντα ἦταν δακρύβρεχτες. Ἔτσι, συνήθιζαν νὰ ἔρχωνται διάφοροι «ζητιάνοι», ἐπαγγελματίες, γιὰ ἐλεημοσύνη ποὺ ἔπρεπε ὅμως νὰ φύγουν ὅλοι μὲ γεμᾶτα τὰ χέρια ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ἕνα περιστατικό:

Μιὰ μέρα ἦρθε κάποιος τσιγγάνος μὲ τὴν μάνα του. Ὁδηγοῦσε ἕνα πολυτελέστατο αὐτοκίνητο, τελευταίας τεχνολογίας, σὲ μεταλλικὸ ἀσημὶ χρῶμα. Ἐπειδὴ ἐκείνη τὴν περίοδο ἡ Νομαρχία φρόντιζε τὸν δρόμο γιὰ τὸ Μοναστήρι, νομίσαμε πῶς ἦρθε ὁ Νομάρχης. Ὅταν καταλάβαμε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεως μερικὲς ἀδελφὲς ποὺ βρέθηκαν ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐκεῖ δυσανασχέτησαν. Ἡ Γερόντισσα τοὺς ἑτοίμασε μόνη της τὸν δίσκο μὲ τὸν καφέ, τοὺς ἔδωσε τρόφιμα καὶ τοὺς πλήρωσε τὴν βενζίνη ποὺ χρειάσθηκε γιὰ νὰ ἔρθουν στὸ Μοναστήρι.

Ἡ ἀντιμετώπιση τῆς ἀσθένειάς της

Μετὰ τὴν διάγνωση τῆς μαγνητικῆς ἐξέτασης εἶπε: «Δὲν εἶναι τυχαία αὐτὴ ἡ ἀσθένεια. Ὁ Θεὸς τὴν ἐπέτρεψε. Ἔχει τοὺς λόγους Του. Προσευχηθεῖτε νὰ τὴν ἀντιμετωπίσω σωστά. Ταλαιπωρῶ τόσους ἀνθρώπους. Τόσοι ἐνδιαφέρονται καὶ προσεύχονται γιὰ μένα! Σὰν μοναχές, ὅπου καὶ ἂν πᾶμε, ὅλοι μᾶς σέβονται καὶ μᾶς ἐξυπηρετοῦν. Πόσο ταλαιπωρεῖται ὅμως ὁ κόσμος!».

Ἀντιμετώπισε τὴν ἀσθένεια μὲ πίστη στὸν Θεὸ καὶ δοξολογία. Ὁ θάνατός της ἦταν μία κοίμηση. Εἶχε πλήρη συναίσθηση μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Ἔφυγε προσευχομένη ἐν μέσῳ προσευχομένων ἀδελφῶν καὶ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Πνευματικοῦ της Πατέρα, τὴν στιγμὴ ποὺ στὸ Μοναστήρι της προσεύχονταν θερμὰ ὅλες οἱ ἀδελφές. Πολλὲς φορὲς ἡ Γερόντισσα μιλοῦσε γιὰ τὸν θάνατο καὶ γιὰ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου ποὺ πρέπει νὰ καλλιεργῇ ὁ Μοναχός. Ἔλεγε: «Ὅλη τὴν ζωή μας πρέπει νὰ τὴν θεωροῦμε σὰν προετοιμασία γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ὅταν ὁ Θεὸς θὰ πῆ τὸ STOP νὰ μὴ φοβόμαστε».

Κάθε χρόνο τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα ἐπανελάμβανε προτάσεις ἀπὸ τὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἔλεγε συγκεκριμένα: «Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Ἔψαλλε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της καὶ τῆς φωνῆς της τὸν Ἀναστάσιμο Κανόνα τοῦ Πάσχα.

Γερόντισσα Φωτεινή, Ἀθηνῶν κ. Ιερώνυμος.

Τὸ Μέγα Σάββατο αὐτὴν τὴν χρονιὰ λειτούργησε στὸ Μοναστήρι ὁ Μητροπολίτης κ. Ἱερώνυμος. Τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Σεβασμιώτατος ἔψαλλε τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεός...» καὶ πετοῦσε στὸν Ναὸ τὶς δάφνες, ἡ Γερόντισσα, κατὰ κοινὴ ὁμολογία, ζοῦσε τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως καί, ὅταν ὁ Σεβασμιώτατος μπῆκε μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα, πῆρε στὰ χέρια της τὸ πανέρι καὶ μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ σκόρπισε ἡ ἴδια τὶς ὑπόλοιπες δάφνες ποὺ εἶχαν ἀπομείνει.

Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν θέση της εἶπε: «Τί μεγαλεῖο ζοῦμε μέσα στὴν Ὀρθοδοξία! Εἶναι τιμὴ γιὰ μᾶς νὰ εἴμαστε παιδιὰ Θεοῦ ζῶντος». Ὅταν, μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τὴν συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Σεβασμιώτατο, τῆς προτάθηκε νὰ ἀναπαυθῇ λίγο, γιατί ἦταν ταλαιπωρημένη καὶ ἀπὸ τὴν xημειοθεραπεία καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία, εἶπε: «Δὲν αἰσθάνομαι καθόλου κουρασμένη. Ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὴν Θεία Λειτουργία, δὲν μ’ ἀφήνει σὲ ἡσυχία, «ἵνα ὦσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν"». Ὅσοι τὴν ἔζησαν ἐκεῖνες τὶς ὧρες, αἰσθάνονταν ὅτι εἶχαν κοντά τους μία μάρτυρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνον «ἐξ ἀκοῆς» ἀλλὰ καὶ «ἀπὸ θέας», μιὰ μαθήτρια καὶ εὐαγγελίστρια Χριστοῦ.

Παρακαλοῦμε τὸν Κύριο, ποὺ γνωρίζει πιὸ καλὰ ἀπὸ τὸν καθένα ὅλη τῆς τὴν ζωή, Τὸν ἔχοντα ζωῆς καὶ θανάτου τὴν ἐξουσία, νὰ τὴν συναριθμήση «ἐν τῇ Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων» καὶ «ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων». Νὰ τῆς χαρίση τὴν ἀνώδυνη καὶ ἀτελεύτητη ζωή, ὅπου λάμπει τὸ φαιδρὸ καὶ ἀνέσπερο Φῶς.

Ἡ Γερόντισσα Φωτεινή

Νέο βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου

Προλογικόν σημείωμα

Ἡ Γερόντισσα ΦωτεινήΤό παρόν βιβλίο ἀναφέρεται στήν προσωπικότητα, τήν ζωή καί τό ἔργο τῆς Γερόντισσας Φωτεινῆς, τῆς Ἡγουμένης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου Θεοτόκου (Πελαγίας) τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θηβῶν καί Λεβαδείας τῆς ὁποίας ὑπῆρξα πνευματικός πατέρας. Πέρασαν μερικά χρόνια ἀπό τήν κοίμησή της, ἀλλά ἡ μνήμη της στήν Ἱερά Μονή καί στίς καρδιές ὅσων τήν γνώρισαν καί τήν ἀγάπησαν εἶναι διαρκής.

Τό βιβλίο διαιρεῖται σέ ἕξι ἑνότητες πού συνδέονται μέ τήν ζωή της, ἤτοι τά τῆς παιδικῆς ἡλικίας, τῆς μαθήτριας Γυμνασίου (ἑξαταξίου), τῆς φοιτήτριας, τῆς καθηγήτριας, τῆς Ἡγουμένης καί σέ ἐκεῖνα πού ἔχουν σχέση μέ τήν ἀσθένεια καί τήν κοίμησή της. Τό ὑλικό πού χρησιμοποιήθηκε προέρχεται ἀπό τίς μνῆμες μας, ἀπό τίς ἐπιστολές της καί ἀπό τό σημειωματάριο πού συνήθιζε νά κρατᾶ καί ἀπό διάφορες σημειώσεις της.

Μετά τήν κοίμησή της τακτοποιήσαμε τό κελλί της, ὅπου ὑπῆρχε τό προσωπικό της ἀρχεῖο. Μεταξύ τῶν ἄλλων βρῆκα καί δύο σημειωματάρια ἀπό τήν φοιτητική καί μετέπειτα ζωή της καί διάφορες σημειώσεις πού τίς ἔγραφε γιά νά θυμᾶται κάποιες συμβουλές πού τῆς ἔδινα ὡς πνευματικός πατέρας ἤ κάτι ἄλλο πού τήν ἐντυπωσίαζε.

Ἄνοιξα, λοιπόν, τά σημειωματάρια καί τά διάβασα μέ προσοχή. Παρατήρησα ὅτι ἦταν κείμενα προσευχητικά• ἦταν προσευχή. Ὅλα ὅσα συνέβαιναν στήν ζωή της, τά ἀνέφερε στόν Θεό, τά ἔκανε προσευχή. Ἔτσι, ἔβλεπα τήν καρδιά της πού παλλόταν ἀπό ἀγάπη στόν Θεό καί τήν ἁγνή ἐσωτερική διάθεσή της, δηλαδή αὐτά πού γνώριζα πολύ καλά, γιατί στίς κατ’ ἰδίαν συζητήσεις μας καί τήν ἐξομολόγησή της ἦταν πάρα πολύ εἰλικρινής καί ἐκδίπλωνε τόν ἐσωτερικό της κόσμο, μέχρι βαθυτάτης λεπτομερείας. Ὡς ἄνθρωπος καί ὡς μοναχή δέν ἦταν ὑποκρίτρια.

Πῆρα τό θάρρος, μετά ἀπό πολλή περίσκεψη, νά παρουσιάσω ἐδῶ τήν πνευματική πορεία τῆς Γερόντισσας Φωτεινῆς χρησιμοποιώντας μεταξύ τῶν ἄλλων καί ἀποσπάσματα ἀπό τό σημειωματάριό της –πού οὐσιαστικά πρόκειται γιά σκέψεις καί προσευχές της– πράγμα τό ὁποῖο δέν θά τό ἔκανα σέ ἄλλη περίπτωση. Ἡ πνευματική, ὅμως, πορεία αὐτῆς τῆς Γερόντισσας εἶχε τέτοια καθαρότητα, ἁγνότητα καί σταθερό προσανατολισμό πρός τόν Θεό ἀπό τά παιδικά της ἤδη χρόνια, πού πιστεύω ὅτι μπορεῖ νά ἀποτελέση παράδειγμα εἰλικρινοῦς ἀγώνα καί ἀφοσίωσης στόν Θεό, γιά πολλούς ἀνθρώπους πού ἔχουν τίς ἴδιες ἀναζητήσεις.

Οἱ ἀναγνῶστες θά καταλάβουν ὅτι σέ κάθε γενιά ὁ Θεός ἔχει τούς ἐκλεκτούς Του, ὅτι πάντοτε ὑπάρχουν ἄνθρωποι πού ἀφιερώνουν σέ Αὐτόν ὁλόκληρο τόν ἑαυτό τους, τήν ψυχή τους καί τό σῶμα τους καί τό κάνουν αὐτό μυστικά.

Παρακολουθοῦσα τήν Γερόντισσα Φωτεινή πολλά χρόνια καί διαπίστωνα ὅτι ἦταν μιά σπάνια γυναίκα καί μοναχή, πού εἶχε πολλά χαρίσματα, ἀφοῦ ἀφιέρωσε ὁλόκληρη τήν ζωή της στόν Χριστό καί διακατεχόταν ἀπό μιά πύρινη ἀγάπη γι’ Αὐτόν, ἔκανε τελεία κατά Χριστόν ὑπακοή στόν πνευματικό της πατέρα, ποθοῦσε τήν αἰώνια ἐν Χριστῷ ζωή, ἀλλά ἔκρυβε ἐπιμελῶς αὐτόν τόν πόθο πού ἔβραζε κυριολεκτικά στήν καρδιά της ἀπό τά βλέμματα καί τήν προσοχή τῶν ἄλλων. Ὅσοι τήν γνώριζαν καί ἐπικοινωνοῦσαν μαζί της τήν ἀγαποῦσαν, ἀλλά ἐλάχιστοι –σχεδόν κανείς– δέν μπόρεσε νά καταλάβη ὁλόκληρο τό βάθος τοῦ ἐσωτερικοῦ της κόσμου.

Πιστεύω ὅτι ἀπολαμβάνει τήν οὐράνια χαρά καί τό ἄκτιστο Φῶς στήν οὐράνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία ποθοῦσε καί προσδοκοῦσε.

Ἡ Ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί τήν ἀγάπη τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Θηβῶν, Λεβαδείας καί Αὐλίδος καί ἀγαπητοῦ ἐν Χριστῷ ἀδελφοῦ κ. Γεωργίου, συνεχίζει τήν πορεία της μέ τήν Γερόντισσα Σιλουανή, ἰσάξια διάδοχο τῆς μακαριστῆς Φωτεινῆς, πράγμα τό ὁποῖο μέ χαροποιεῖ καί δοξάζω τόν Θεό γι’ αὐτήν τήν δωρεά, ἐπειδή ἀκολουθεῖ τήν παράδοση τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ.

Εύχαριστῶ θερμότατα τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο γιά τόν εὔστοχο πρόλογό του, ἀφοῦ ἄλλωστε αὐτός ὡς Μητροπολίτης Θηβῶν καί Λεβαδείας δέχθηκε ὅλη τήν Ἀδελφότητα, ἔκειρε μεγαλόσχημη μοναχή τήν Φωτεινή, τήν ἐνθρόνισε Ἡγουμένη καί τήν βοήθησε στό ἔργο της, καθώς ἐπίσης εὐχαριστῶ θερμότατα τόν Μητροπόλίτη Θηβῶν, Λεβαδείας καί Αὐλίδος κ. Γεώργιο γιά τήν δική του «μαρτυρία» γιά τήν Γερόντισσα Φωτεινή καί τήν ἀγάπη του στήν Ἱερά Μονή Γενεθλίου Θεοτόκου (Πελαγίας) καί τήν Ἀδελφότητά της.

Ἔγραφα στήν Ναύπακτο,
στό Μητροπολιτικό Οἴκημα
τήν Κυριακή τῶν Ἁγίων Πάντων,
τήν 10η Ἰουνίου 2012.

†Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Υ. Γ.: Τό βιβλίο αὐτό ὁλοκληρώθηκε τό 2012, πέντε χρόνια μετά τήν κοίμηση τῆς Γερόντισσας Φωτεινῆς καί δημοσιεύεται τώρα, τό ἔτος 2024.

 

Περιεχόμενα

Πρόλογος Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδας κ. Ἱερωνύμου
Χαιρετισμός Μητροπολίτου Θηβῶν, Λεβαδείας καί Αὐλίδος κ. Γεωργίου
Προλογικόν σημείωμα Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου
Εἰσαγωγή

Α΄ Γέννηση καί ἐκπαίδευση

1. Τά πρῶτα χρόνια
2. Τά γυμνασιακά χρόνια

Β΄ Σπουδή στήν θεολογική ἐπιστήμη καί τήν κατήχηση-ἱεραποστολή

1. Ἀναμνήσεις ἀπό τήν φοιτητική της ζωή
2. Τό φοιτητικό σημειωματάριό της

Εἰσαγωγικά σχόλια
α) Θεολογία
β) Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ
γ) Θεία Λειτουργία
δ) Ἀγάπη στούς ἁγίους
ε) Προσευχή
στ) Ἀγάπη στούς ἀνθρώπους
ζ) Ἀφιέρωση στόν Χριστό
Ἀποσπάσματα ἀπό τό φοιτητικό σημειωματάριό της

3. Ἕνα ἰδιόχειρο κείμενό της
4. Μιά ἐπιστολή

 

Γ΄ Καθηγήτρια στήν Μέση Ἐκπαίδευση

1. Μέτσοβο
2. Τσεπέλοβο
3. Ἔδεσσα
4. Στοιχεῖα ἀπό τό ἔργο της ὡς καθηγήτριας καί κατηχήτριας

α) Ἐπιστολές της
β) Ὁμιλίες της
γ) Ἀναμνήσεις φίλων, μαθητῶν καί καθηγητῶν

 

Δ΄ Γερόντισσα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς

1. Ἡ κουρά καί ἡ ἐνθρόνισή της
2. Ἡ ζωή της στήν Ἱερά Μονή
3. Ἡ κτιριακή ἀνασυγκρότηση τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
4. Ἡ διακονία στούς προσκυνητές τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
5. Οἱ Ἐπιστολές της
6. Ἀποσπάσματα ἀπό τό σημειωματάριό της
7. Ψήγματα τῆς καρδίας της

α) Ἡ ἀγάπη της στόν Θεό καί τήν Παναγία
β) Ἡ ἀγάπη πρός τούς ἄλλους
γ) Ἡ ἐσωτερική καθαρότητά της
δ) Ἡ μεγάλη αὐτομεμψία της
ε) Σταγόνες πνευματικῆς ζωῆς

8. Ἐπικοινωνία της μέ τόν π. Ἐφραίμ Φιλοθεΐτη
9. Ὁμιλίες της γιά τόν μοναχισμό
10. Ἀναμνήσεις τῶν προσκυνητῶν

 

Ε΄ Ἡ ἀσθένεια καί ἡ κοίμησή της

1. Ἡ ἀσθένειά της
2. Ἡ ὁσιακή κοίμησή της
3. Ἡ ἐξόδιος ἀκολουθία
4. Ἀναμνήσεις ἀπό τήν ἀσθένεια καί τήν κοίμησή της
5. Ὅσα ἔγραψαν γι’ αὐτήν καί τό ἔργο της

α) Δημοσίευμα
β) Ἐπιστολές - ἀπαντήσεις
γ) Γενικές ἀναμνήσεις

Ἐπίλογος

Φωτογραφικό ὑλικό

Τριετές μνημόσυνο Γερόντισσας Φωτεινῆς

Γερόντισσα Φωτεινή.

Τὸ Σάββατο 11 Δεκεμβρίου, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου – Πελαγίας Θηβῶν τελέσθηκε τὸ τριετὲς μνημόσυνο τῆς μακαριστῆς Γερόντισσας Φωτεινῆς, ἡ ὁποία συνέδεσε τὴν παρουσία τῆς μὲ τὰ πρῶτα εἴκοσι χρόνια τῆς νέας ἀδελφότητος στὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ μὲ τοὺς κόπους τῆς ἀνακαίνισής της, παράλληλα μὲ τὴν ἀδιάκοπη ἐκδοτικὴ προσπάθεια γιὰ τὴν κυκλοφορία τῶν βιβλίων τοῦ Σεβασμιωτάτου.

Λόγῳ τῆς κακοκαιρίας πολλοὶ δὲν μπόρεσαν νὰ ἀνέλθουν στὴν Ἱερὰ Μονὴ γιὰ τὸ μνημόσυνο, τὸ ὁποῖο ἐτέλεσε, μετὰ τὴν ἀρχιερατικὴ θεία Λειτουργία, ὁ Μητροπολίτης μας κ. Ἰερόθεος.

Στὸ σύντομο κήρυγμά του ὁ Σεβασμιώτατος, μὲ ἀφορμὴ τὴν διάκριση χρόνου καὶ αἰωνίου καὶ τὴν ὁρμὴ ποῦ ἔχει ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸ αἰώνιο, ἀναφέρθηκε στὴν προσωπικότητα τῆς ἀειμνήστου, ποῦ χαρακτηριζόταν ἀπὸ τὴν ὁρμὴ αὐτὴ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους ποῦ ζοὺν στὸ αἰώνιο.

Στὴν Γερόντισσα Φωτεινὴ ἀφιερώνεται ἀπὸ τὸν Σεβασμιώτατο ὁ δεύτερο τόμος τῆς «Ἐμπειρικῆς Δογματικῆς» μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Στὴν μακαριστὴ Γερόντισσα Φωτεινὴ μαθήτρια τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη ποὺ ἔζησε καὶ κοιμήθηκε μὲ ἔμπνευση καὶ ἀπολαμβάνει κατὰ τὴν καρδία της στὴν οὐράνια Λειτουργία».