Skip to main content

Ἡ μυστική πορεία τοῦ Χριστιανοῦ, διά τῆς ἐρήμου, στήν Ἀνάσταση καί τήν Πεντηκοστή

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, στήν ὁποία εἰσήλθαμε, εἶναι μιά περίοδος ἔντονης πνευματικῆς ζωῆς, μέ νηστεία, προσευχή, μετάνοια, ἐγκράτεια καί ὅλα τά μέσα τά ὁποῖα ἔχει ἠ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Αὐτή ἡ ἔντονη πνευματική καί ἐσωτερική ζωή διασώζεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας στίς ἱερές Ἀκολουθίες πού γίνεται αὐτή τήν περίοδο καί στά τροπάρια τά ὁποῖα ψάλλονται. Ὅταν διαβάση κανείς προσεκτικά τό βιβλίο Τριώδιο καί συμμετάσχει βιωματικά στήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας, θά διαπιστώση ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ Ἐκκλησία μας θέλει νά μᾶς δώση τήν αἴσθηση ποιός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ Χριστιανοῦ καί ποιό εἶναι τό περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὅλοι οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας ἀγάπησαν ἰδιαίτερα αὐτήν τήν περίοδο, πού ὁδηγεῖ στό Πάσχα, καί τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου, γιατί μέσα σέ αὐτήν τήν περίοδο διακρίνουν τήν ἐσωτερική ἀναπνοή τῆς Ἐκκλησίας μας.

Μέ ἀφορμή τήν εἴσοδό μας σέ αὐτήν τήν περίοδο, θά ἤθελα νά κάνω ἕνα σχεδιάγραμμα τῆς πορείας τοῦ Χριστιανοῦ ἀπό τήν Αἴγυπτο τῶν παθῶν στήν ἔρημο τῆς ἀπαθείας καί τήν εἴσοδο στήν γῆ τῆς Ἐπαγγελίας. Αὐτή τήν πορεία τήν συναντᾶμε στά ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ αὐτόν τόν τρόπο δείχνουν καί τόν σκοπό τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τό νόημα τῆς ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Στήν πραγματικότητα εἶναι πορεία ἀπό τήν ἔναρξη τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς μέχρι τό Πάσχα καί τήν Πεντηκοστή, σέ περίοδο πραγματικῆς ἐρημίας. 

Ὡς βάση θά ἔχω τήν βιογραφία καί τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, ὅπως τήν παρουσίασε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος. Μέ τόν τρόπον αὐτό θά δοῦμε ἀφ' ἑνός μέν πῶς ἕνας ἅγιος ἑρμηνεύει ἕναν ἄλλον ἅγιο καί πῶς μέσα ἀπό αὐτήν τήν τήν ἑρμηνεία μποροῦμε νά καταλάβουμε τήν ἐσωτερική μυστική ζωή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Καί αὐτό εἶναι ἀπαραίτητο, γιατί δυστυχῶς στίς ἡμέρες μας τά γεγονότα πού περνᾶμε μέ τήν ὑγιειονομική καί τήν θεολογική κρίση μᾶς ἀποπροσανατολίζουν καί δέν μᾶς ἀφήνουν νά αἰσθανθοῦμε αὐτήν τήν ὁρμή τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.

Εἶναι γνωστόν τό πρῶτο βιβλίο πού ἔγραψε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶναι τό βιβλίο μέ τόν τίτλο «ὁ Γέρων Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης» πού ἀργό­τερα, μετά τήν ἁγιο­κατάταξη τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ, κυκλο­φόρησε μέ τόν τίτλο «Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης».

Τό βιβλίο αὐτό εἶναι ἕνας μεγάλος πνευματικός θησαυρός, ἕνας ἀκένω­τος πνευματικός πλοῦτος, μιά ζωντανή παρουσίαση τῆς ζωῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στήν ἀπόλυτη μορφή της, μιά ζωντανή «Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν», ὅπως βιώθηκε ἀπό δύο ἁγίους, τόν ἅγιο Σιλουανό, καί τόν ἅγιο Σωφρόνιο. Παρουσιάζει στόν τέλειο βαθμό καί μέ αὐθεντικό τρόπο τήν πορεία τῆς πνευματικῆς ζωῆς αὐτῶν πού ἐπιθυμοῦν τήν συνάντησή τους μέ τόν Χριστό.

Θά καταγραφοῦν δέκα βασικά σημεῖα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὅπως φαίνεται στό πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου μέ τίς θεολογικές διασαφήσεις τοῦ ἁγίου Σωφρονίου. Τά σημεῖα αὐτά πρέπει νά κατανοηθοῦν μέσα στήν προοπτική ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μέσα στήν  Ἐκ­κλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν ἕνωσή του μέ τόν Χριστό, ἐν Πνεύματι Ἁγίω, μέ τά Μυστήρια καί τήν κατά Χριστόν ἄσκηση.    

Οἱ φράσεις ἐντός εἰσαγωγικῶν εἶναι λόγοι τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.

1. «Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί τά ἔσχατα δυνατά ὅρια στό κτιστό ὄν»

Ἐάν κάθε ἀνθρώπινος λόγος ἔχει δύναμη καί ἐνέργεια, πολύ περισσό­τερο αὐτό ἰσχύει γιά τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, πού ἔχει θεία ἐνέργεια. Ὁ Θεός μέ τόν λόγο Του δημιούργησε τόν κόσμο καί ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι μέσα σέ ὅλη τήν κτίση, εἶναι ἡ οὐσιοποιός, ζωοποιός καί ἡ προνοητική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί ὁ λόγος Του εἶχε μεγάλη ἐνέργεια μέ τήν ὁποία ὁμιλοῦσε, θεράπευε καί ἀνέσταινε νεκρούς. Ὁ λόγος Του «περιβάλλεται μέ τήν ταπεινή, ἀντιλη­πτή στίς αἰσθήσεις, μορφή τοῦ ἀνθρώπινου κτιστοῦ λόγου, πού μπορεῖ νά δια­τυπωθεῖ ἀκόμη καί γραπτῶς». Παρά ταῦτα ὁ λόγος αὐτός «στό βάθος του, στήν βάση του, εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ Μεγάλου Πανδημιουργοῦ Θεοῦ καί μπο­ροῦμε νά ποῦμε γι’ αὐτόν ὅ,τι λέγεται στή Γραφή γιά τόν Θεό, δηλαδή εἶναι "πῦρ καταναλίσκον" καί ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά τόν προσεγγίζει μέ μεγάλη "αἰδώ καί εὐλάβεια" (Ἑβρ. ιβ΄, 29 καί 28)».

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔχει μέσα του ἕνα μυστήριο. «Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόσο ἐγγύς, τόσο καταληπτός καί φυσικός, τόσο βαθιά οἰκεῖος στήν ἀνθρώπινη καρδιά, συγχρόνως ὅμως ὑπερβαίνει ἀναμφίβολα ἀπείρως τίς δυνατότητες τοῦ κτιστοῦ ὄντος». Ὅταν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ γίνεται δεκτός ἀπό τόν ἄνθρωπο, τότε τόν ὁδηγεῖ «στήν αἰώνια ζωή ἀπό ἕνα δρόμο πού θά συναντήσει πολλά ἀσυνήθιστα πράγματα, ἄγνωστα σέ ὅσους δέν ἀκολουθοῦν τόν Χριστό».

Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ὡς ἐνέργεια εἶναι φῶς καί τό φῶς αὐτό «φθάνει ὡς τά ἔσχατα ὅρια τῆς σκοτεινῆς ἀβύσσου καί ἀποκαλύπτει τή φύση πολλῶν φα­σμάτων τῆς ἀληθείας, πού παρα­σύρουν τόν ἄνθρωπο μέσα στό σκοτάδι». Ἔτσι, «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι φωτιά, πού δοκιμάζει τό καθετί πού ὑπάρχει στόν ἄνθρωπο καί γενικότερα στόν κόσμο».

Ἐπίσης, «ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι πνεῦμα καί ζωή αἰώνια, πλήρωμα τῆς ἀγάπης καί εὐφροσύνη αἰώνια. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄκτιστο Θεῖο Φῶς» καί «ὅταν γίνει δεκτός στή ζωή ἀπεργάζεται τόν ἄνθρωπο θεό».

Αὐτό πρέπει νά τονίζεται στήν ἀρχή τῆς πορείας τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γιατί ὅλα γίνονται μέ τήν θεολογική συνέρ­γεια, ὅτι δηλαδή ὁ Θεός εἶναι ὁ ἐνεργῶν καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ συνεργῶν. Ὅπως ὁ κόσμος καί ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ διά τοῦ λόγου Του, ἔτσι καί ἡ ἀναδημιουργία τοῦ κόσμου καί ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου  γίνεται μέ τήν ἐνέργεια τοῦ θείου λόγου.

2. «Ἡ ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ»

Ὁ λογισμός εἶναι ἡ ἀρχική πρόταση ἡ ὁποία ἐξελίσσεται σέ ἁμαρτία καί πάθος, γι’ αὐτό ὁ ἀσκητής δίνει μεγάλη σημασία στό νά μή ἐξελιχθῆ ὁ λογι­σμός.

Ἡ πρώτη μορφή τοῦ λογισμοῦ εἶναι αὐτή πού προσεγγίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό ἔξω «καί εἶναι ἀσαφής, ἀόριστη», εἶναι μιά εἰκόνα καί ὅταν δέν ἐξελιχθῆ καί δέν συνδεθῆ μέ τήν θέληση τοῦ ἀνθρώπου αὐτό δέν λογίζεται ὡς ἁμαρτία. Οἱ εἰκόνες αὐτές ἔχουν ἄλλοτε «ἐποπτικό» καί ἄλλοτε «νοητικό» καί πολλές φορές «μικτό» χαρακτῆρα. Οἱ εἰκόνες πού ἑλκύουν μιά σκέψη καί ἔχουν αὐτό τό «μικτό» χαρακτῆρα (εἰκόνες καί νόημα) χαρακτηρίζονται στήν ἀσκητική φρασεολογία ὡς «λογισμός».

Ἡ ἐνέργεια τοῦ λογισμοῦ, ὅταν ὑπάρχη προδιάθεση στό πάθος, «προ­καλεῖ ἕνα αἴσθημα ἡδονῆς», ἀνάλογα μέ τό πάθος, καί στό σημεῖο αὐτό ἀρχίζει ὁ πειρασμός. Αὐτή εἶναι «ἡ πρό­τα­ση» τῆς ἁμαρτίας, καί ἡ στιγμή αὐτή τῆς ἐμφάνισης τῆς ἡδονῆς «παρότι μαρ­τυρεῖ γιά τήν ἀτέλεια τοῦ ἀνθρώπου, δέν λογίζεται ὡς ἁμαρτία». Ἐδῶ πρέπει νά δοθῆ σημασία ἡ ἐμπλοκή τῆς ἡδονῆς μέ τόν λογισμό πού βρίσκεται ἀκόμη στό στάδιο τῆς «πρότασης» τῆς ἁμαρτίας.

Στήν συνέχεια αὐτή «ἡ προτεινόμενη ἐμπαθής ἡδονή προσελκύει τήν προσοχή τοῦ νοῦ». Ὅταν ἑνωθῆ ὁ νοῦς μέ τόν ἐμπαθῆ λογισμό, τότε ἀνα­πτύσσεται περαιτέρω, γιατί παρατη­ρεῖται ἡ «συμπάθεια», ἀκολουθεῖ ὁ «συνδυασμός», πού εἶναι δυνατόν νά ἐξελιχθῆ στήν «ἐνεργητική συγκα­τάθεση». Ἔπειτα, ὅταν αὐξηθῆ ἡ ἡδονή, τότε μπορεῖ νά κυριαρχήση «στό νοῦ καί τή θέληση τοῦ ἀνθρώπου καί αὐτό λέγεται "αἰχμαλωσία"». Ἀμέσως μετά ὅλες οἱ δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου πού αἰχμα­λω­τί­σθηκαν προχωροῦν στήν πραγματοποίηση τῆς ἁμαρ­τίας. Ἄν οἱ αἰχμαλωσίες αὐτές ἐπανα­λαμ­βά­νονται, τότε «ὁδηγοῦν στήν "ἕξη" τοῦ πάθους».

Παρατηρεῖ κανείς ἐδῶ τίς λεπτές ἀναλύσεις πού γίνονται στήν ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ σέ συνδυασμό μέ τίς εἰκόνες, τήν φαντασία, τήν ἡδονή, τόν νοῦ, τήν συμπάθεια, τήν συγκατάθεση, οἱ ὁποῖες ἀναλύσεις δείχ­νουν ἕναν ἔμπειρο ἄνθρωπο σέ αὐτόν τόν ἐσωτερικό λεπτό ἀγώνα, ἕναν μεγάλο ἀσκητή θεολόγο.

Ἐπειδή αὐτή εἶναι ἡ ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ πού γίνεται ἁμαρτία καί πάθος, γι’ αὐτό ὁ ἀσκητής πρέπει νά τόν ἀντι­με­τωπίση σέ ὅποιο στάδιο καταλάβη αὐτήν τήν ἐξελικτική του πορεία. Γιά νά ἀποφευχθῆ ἡ ἁμαρτία «εἶναι ἀνάγκη νά ἐγκα­τοικήση ὁ νοῦς μέ προσευχή μέσα στήν καρδιά». Πρέπει ὁ ἀσκητής νά κλείνη «τίς εἰσόδους τῆς καρδίας, τοποθετώντας ἐκεῖ ὡς φρουρό τό νοῦ πού ἀπαλλάχθηκε ἀπό φαντασίες καί διαλογισμούς καί εἶναι ὁπλι­σμένος μέ τήν προσευχή καί τό ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Αὐτή εἶναι «ἡ οὐσία τῆς νοερᾶς νήψεως, πού ἔχει ὡς σκοπό τόν ἀγώνα γιά τήν ἀπάθεια».

Ἡ ἀνάλυση αὐτή δέν δείχνει μόνον τήν γνώση τῆς ἐξελίξεως τοῦ λογι­σμοῦ, ἀλλά καί τήν γνώση τῆς ἀντιμετωπίσεώς του.

3.  «Ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς ὁ ἀγώνας κατά τῶν παθῶν»

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται κάτω «ἀπό δαιμονική ἐπή­ρεια», τότε «ὑφίσταται ἧττα στήν καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ ἐλευθερία του, καί ἔτσι στερεῖται τή θεία ζωή. Μιά τέτοια κατάσταση ὀνο­μάζεται "πάθος" καί γίνεται δοῦλος τῆς ἁμαρτίας». Ἡ στέρηση τῆς θείας ζωῆς εἶναι αὐτό πού χαρακτηρίζεται πάθος, πού στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ παρά φύση κίνηση τῶν ἐνερ­γειῶν τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, τά πάθη δέν ἑρμηνεύονται ἐξωτερικά καί ἠθικιστικά, ἀλλά θεολογικά, εἶναι ὅταν ὁ ἀσκητής ἠττᾶται στήν κίνησή του πρός τό καθ’ ὁμοίωση, δηλαδή στήν θέωση, καί αὐτό σημαίνει ὅτι στερεῖται τήν μετοχή στήν θεία ζωή.

«Τά πάθη διαθέτουν κάποια ἑλκτική δύναμη». Ἀλλά τό νά ριζωθῆ καί νά στερρεωθῆ μιά ἐμπαθής εἰκόνα καί ἕνας λογισμός στήν ψυχή, «δέν μπορεῖ νά συμβεῖ χωρίς τήν συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου γι’ αὐτό». Ὅλα τά θέματα καί στήν πάρα φύση κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου καί στήν ὑπέρ φύση κατάστασή του προϋποθέτουν τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου, στήν πρώτη περίπτωση συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἐπίδραση τοῦ δια­βόλου καί τοῦ λογισμοῦ, στήν δεύτερη περίπτωση συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι, «ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ὁ ἀγώνας κατά τῶν παθῶν». Στόν ἀγώνα αὐτόν παρατηροῦνται δύο στάδια∙ τό πρῶτο στάδιο βρίσκεται στήν ἀποφυγή τῆς ἡδονῆς ἡ ὁποία ὅταν ἀνα­πτύσσεται αἰχμαλωτίζει τόν νοῦ, καί τό δεύτερο στάδιο εἶναι «ὅταν τό ἀνικανοποίητο πάθος ἀρχίζη νά τυραννᾶ τόν ἄνθρωπο μέ τίς πιό περίεργες ἀσθένειες». Τό πρῶτο θά ἦταν εὔκολο νά ἀντιμετωπιστῆ, ἀλλά τό δεύτερο εἶναι τό πιό δύσκολο, ἐπειδή χρειάζεται «μεγάλη ὑπομονή καί ἐπιμονή», «γιατί τό εὐεργετικό ἀποτέλεσμα τῆς ἀντιστάσεως στά πάθη δέν ἔρχεται σύντομα».

Ἐκτός ἀπό τά πάθη, πού εἶναι ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ καί βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, ὑπάρχουν καί τά λεγόμενα «ἀδιάβλητα πάθη», δηλαδή οἱ διάφορες ἀνάγκες, ὅπως εἶναι «ἡ διατροφή, ὁ ὕπνος κτλ. πού χωρίς τήν ἱκανοποίησή τους γίνεται ἀδύνατη ἡ συνέχιση τῆς ζωῆς». «Γιά ὁρισμένα χρονικά διαστήματα ὁ ἀσκη­τής καταφρονεῖ τίς ἀνάγκες αὐτές». Ὅταν, ὅμως, ἀπειλεῖται ἀπό διάφορες ἀσθένειες, «τότε ὁ ἀσκητής ὁρισμένες στιγμές ἀντιστέ­κεται μέχρι θανάτου μέ τήν ἀπόφασή του νά μήν ὑποχωρήσει», καί συνήθως ὁ θάνατος δέν ἔρχεται, γιατί ὁ Θεός τόν διαφυλάσση. Σέ αὐτές τίς περιπτώσεις ἀπαιτεῖται μεγάλη ἀνδρεία, πού εἶναι «μιά ἀποφασιστικότητα μέχρι θανάτου», ἡ ὁποία «ὁμοιάζει μέ πύρινη φλόγα», τήν ὁποία ὁ ἀσκητής κρατᾶ μέσα στήν ψυχή του «χωρίς νά δείχνει ὁλόκληρη τή δύναμή της».

Ὁ ἀσκητής ἀπαλλάσσεται ἀπό τά πάθη ὅταν ὁ νοῦς του μέ τήν εὐχή κατεβαίνη στήν «βαθεία καρδία» καί μέ τήν καθαρότητα παρίσταται «ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ», δέχεται τό Θεῖο Φῶς, «ζεῖ τήν αἰώνια ζωή», ὑπερβαίνει τόν φόβο τοῦ θανάτου, γνωρίζει «ἐν Θεῷ τήν πρωτόκτιστη ὡραιότητα τοῦ ἀνθρώπου», «καί βλέπει τήν ἀμορφία καί ἀδοξία πού βασιλεύει στόν κόσμο» καί «ἔτσι θρηνεῖ καί ὀδύρεται», ὁπότε ἀνα­πτύσσεται, μέ φυσικό τρόπο, ἡ μετάνοια ὡς χάρισμα.

Ἡ ὅλη ἀνάπτυξη πού γίνεται στό βιβλίο αὐτό γιά τά πάθη προϋποθέτει μιά μεγάλη πνευματική πείρα τοῦ συγγραφέα στήν γνώση τῶν ἐσωτερικῶν διεργασιῶν, ὄχι μόνον τῶν παθῶν, ἀλλά καί τῆς θεραπείας τους. Πρόκειται γιά μιά πνευματική χειρουρ­γική ἐργασία ὑψηλῆς γνώσεως.

4. «Ἀγώνας ἐναντίον τῆς φαντασίας»

Ὁ ἀσκητής στόν ἀγώνα του γιά τήν καθαρότητα τοῦ ἐσω­τερικοῦ του κόσμου καί τήν διαφύλαξή της καλεῖται νά ἀγωνισθῆ ἐναντίον τῆς φαντασίας, ἡ ὁποία εἶναι μιά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, πού ὅμως ὅταν λειτουργῆ παρά φύση καί δέχεται ἐπι­δράσεις ἀπό τόν ἔξω κόσμο καί ἀπό τόν διάβολο παραμορ­φώνει τήν ἐσωτε­ρική κατάσταση τοῦ ἀσκητοῦ.

«Ὁ κόσμος τῆς ἀνθρωπίνης φαντασίας εἶναι κόσμος τῶν "φαντα­σμάτων" τῆς ἀλήθειας, κοινός στούς ἀνθρώπους καί τούς πεπτωκότας ἀγγέλους καί γι’ αὐτό ἡ φαντασία γίνεται πολλές φορές ἀγωγός δαιμονικῆς ἐνεργείας». Ἔτσι μέσα ἀπό τήν φαντασία ἐνεργοῦν οἱ δαίμονες καί παραμορφώνουν τήν ἐσωτερική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἀσκητής ἀγωνίζεται ἐναντίον ὅλων τῶν εἰδῶν τῆς φαντα­σίας πού τόν ἀποσποῦν ἀπό τόν Θεό. Κυρίως, παρατη­ροῦνται τέσσερα εἴδη φαντασίας.

Τό πρῶτο εἶδος «συνδέεται μέ τήν ἐνέργεια τῶν χονδρῶν σαρκικῶν παθῶν». «Κάθε πάθος ἔχει τή μορφή του» καί «ἡ ἐνέργεια τῆς ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας» πού συνδέεται μέ τό πάθος, «ἀποκτᾶ δύναμη στόν ἄνθρωπο ὅταν ἡ ἐμπαθής εἰκόνα γίνεται ἐσωτερικά δεκτή καί προσελκύει τό νοῦ μέ τό μέρος της». Ὅμως, «ἄν ὁ νοῦς δέν δεχθεῖ αὐτή τήν εἰκόνα, τό πάθος δέν μπορεῖ νά ἀναπτύξει τήν ἐνέργειά του». Ὁ ἀρχάριος μοναχός θεραπεύεται ἀπό αὐτήν τήν φαντασία μέ τήν νήψη, τήν μετάνοια, τήν ἐξομολόγηση καί τήν καθοδήγηση ἀπό κατάλληλο πνευμα­τικό ὁδηγό.

Τό δεύτερο εἶδος τῆς φαντασίας  «ὀνομάζεται συνήθως ὀνει­ρο­πόληση-ρεμβασμός». Σέ αὐτήν τήν κατάσταση «ὁ ἄνθρωπος βγαίνει ἀπό τήν ἀντικειμενική κατάσταση τῶν πραγμάτων στόν κόσμο καί ζεῖ στήν σφαίρα τῆς φαντασίας». Σέ αὐτό τό εἶδος τῆς φαντασίας συγκα­ταλέγεται καί ἡ μέθοδος τοῦ χρι­στιανικοῦ «διαλογισμοῦ», ὅταν ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ μέσα του διάφορες «ἐποπτικές εἰκόνες ἀπό τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ἤ ἄλλες ἱερές παραστάσεις». Αὐτή εἶναι μιά «φαντασιώδη προ­σευχή» ἀπό τήν ὁποία ἀγωνίζεται νά ἀπαλλαγῆ ὁ ἡσυχαστής, γιατί διαφο­ρετικά «φθάνει σέ παραισθήσεις καί ψυχικές ἀσθένειες ἤ στήν καλύτερη περίπτωση παραμένει στήν πλάνη περνώντας τή ζωή του σέ φανταστικό κόσμο». «Συνήθως στήν ἐργασία αὐτή καταφεύγουν οἱ ἀρχάριοι ἤ ἄπειροι ἀσκητές». Ἡ ἡσυχαστική ζωή μέ τήν νοερά προσευχή καί τήν βαθύτατη μετάνοια ἀποκλείει κάθε εἰκόνα καί ρεμβασμό, ὅταν νοῦς καί καρδιά ἑνώνονται μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.     

Τό τρίτο εἶδος τῆς φαντασίας, δηλαδή «τῆς ἐκδηλώσεως τῆς δυνάμεως τῆς φαντασίας», εἶναι ὅταν «ὁ ἄνθρωπος χρησιμοποιεῖ τήν ἱκανότητα τῆς μνήμης καί τῆς παραστάσεως καί ἔτσι μπορεῖ νά σκέπτεται, γιά νά βρεῖ τή λύση κάποιου προβλήματος». Αὐτό τό εἶδος τῆς φαντασίας «ἔχει μεγίστη σημασία γιά τόν πολιτισμό καί εἶναι ἀπαραίτητο στοιχεῖο στή δομή τῆς ζωῆς». Ὅμως, ὁ ἀσκητής πού θέλει νά ζήση μέ τήν καθαρά προσευχή ἀγωνίζεται καί ἐναντίον αὐτῆς καί ἐπιδιώκει νά δώση ὅλη τήν σκέψη του στόν Θεό καί «συγκεντρώνεται πλήρως στόν Θεό».

Τό τέταρτο εἶδος τῆς φαντασίας «εἶναι οἱ ἀπόπειρες τοῦ λογικοῦ νά διεισδύσει στά μυστήρια τοῦ εἶναι καί νά συλλάβει τό Θεῖο κόσμο». Στήν κατάσταση αὐτή ρέπουν ὅσοι προσπαθοῦν νά θεολογοῦν μέ τήν λογική καί τήν φαντασία τους, ὅπως τό κάνει καί ἡ φιλοσοφία, γι’ αὐτό καί πολλοί θεολόγοι κατέληξαν σέ αἵρεση. Πρόκειται γι’ αὐτό πού πολλοί ὀνομάζουν «θεολογική δημιουργία». Ὅμως, ὁ ἀσκητής πού ἀσχολεῖται μέ τήν ἐπιστήμη τῆς νοερᾶς ἡσυχίας καί τῆς καθαρᾶς προσευχῆς ἀγωνίζεται καί ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ εἴδους τῆς φαντασίας, γιατί «ξεκινᾶ ἀπό τήν πίστη ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε ἐμᾶς καί ὄχι ἐμεῖς τόν Θεό», «γι’ αὐτό ἀποσπᾶται ἀπό κάθε θεολογική ἤ φιλοσοφική δημιουργία καί στρέφεται πρός τόν Θεό μέ μιά "ἀνείδεη" προσευχή».

Ἡ  ὅλη ἀνάλυση αὐτοῦ τοῦ πολυποίκιλου ἀγῶνος ἐναντίον τῆς φαντα­σίας δείχνει ἕναν πνευματικό ἰατρό πού κάνει λεπτές διαγνώσεις τοῦ ἐσωτε­ρικοῦ κόσμου καί δίνει καί τήν ὀρθή θερα­πεία. 

5. «Νοερά ἡσυχία καί καθαρά προσευχή»

Νοερά ἡσυχία εἶναι ἡ νήψη, ἡ προσοχή γιά νά μή δεχθῆ ὁ ἀσκητής κάποιο λογισμό καί κάποια φαντασία, καί καθαρά προσευχή εἶναι ἡ προσευχή πού γίνεται ἀπό τόν καθαρό νοῦ, χωρίς νά ὑπάρχη σέ αὐτόν κάποιος λογισμός. Ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ τῆς νοερᾶς ἡσυχίας καί τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, ἀφοῦ ἡ νοερά ἡσυχία εἶναι προϋπόθεση τῆς καθαρᾶς προσευχῆς καί ἀντιστρόφως.

Ἡ ἐξέλιξη τῆς προσευχῆς «συμπίπτει μέ τά στάδια τῆς φυσικῆς ἀναπτύξεως τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος» πού ἀκολουθεῖ τρεῖς κινήσεις. Ἡ πρώτη κίνησή του εἶναι «ἡ πρός τά ἔξω κίνη­ση», γιατί θέλει νά παρατηρήση τόν κόσμο πού τόν περιβάλλει καί τόν ἐντυπωσιάζει καί αὐτό γίνεται μέ τήν χρησιμοποίηση τῶν αἰσθήσεων. Ἡ δεύτερη κίνησή του εἶναι «ἡ ἐπιστροφή στόν ἑαυτό του», ὅταν σκέπτεται γύρω ἀπό αὐτά τά ὁποῖα εἶδε μέ τίς αἰσθή­σεις του καί τά ἐπεξεργάζεται λογικά. Ἡ τρίτη κίνησή του εἶναι ἡ κίνηση «πρός τόν Θεό μέ τόν ἔσω ἄνθρωπο», δηλαδή δοξάζει τόν Θεό «ἐκ καρδίας» γιά ὅλη τήν δημιουργία.

Κατά τόν ἴδιο τρόπο ἡ  προσευχή ἀκολουθεῖ αὐτές τίς τρεῖς κινήσεις τοῦ νοῦ καί γι’ αὐτό ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι προσευχῆς.  Ὁ πρῶτος τρόπος προ­σευχῆς χαρακτηρίζεται ἀπό τήν «φαντα­σία», ὁ δεύτερος ἀπό τήν «νόη­ση» καί ὁ τρίτος «ἀπό τήν κατάδυση στήν "θεωρία"». Ἡ ἀνάλυση τῶν τριῶν αὐτῶν τρόπων προσευχῆς δείχνει τήν μεγάλη ἀξία τῆς καθαρῆς ἤ νοερᾶς προσευχῆς.  

Τό πρῶτο εἶδος τῆς προσευχῆς, ὅταν ὁ νοῦς ἐξέρχεται ἀπό τήν καρδιά καί διαχέεται στόν περιβάλλοντα κόσμο καί βεβαίως συνδέεται μέ τήν φαντασία, «κρατᾶ τόν ἄνθρωπο σέ διαρκῆ παρα­πλάνηση, στόν κόσμο τῆς φαντασιοκοπίας, τῆς ὀνειρο­πό­λησης» καί «τῆς ποιητικῆς δημιουργίας». Σέ αὐτήν τήν κατά­σταση τό θεῖο καί κάθε πνευματικό «παίρνει διάφορες φαντα­στικές μορ­φές» καί ἔπειτα «ἡ πραγματική ζωή λίγο-πολύ γεμίζει μέ στοιχεῖα ἀπό τή σφαίρα τῆς φαντασίας».

Κατά τόν δεύτερο τρόπο τῆς προσευχῆς, ἐπειδή «οἱ ἐσωτερικές εἴ­σο­δοι τῆς καρδίας καί τοῦ νοῦ εἶναι ἀνοικτές» «μποροῦν εὔκολα νά διεισδύσουν κάθε εἴδους ξένα στοιχεῖα». Ἔτσι, ὁ ἄνθρωπος «ζεῖ συνεχῶς ἔκθετος στίς παντός εἴδους ἐξωτερικές ἐπιδράσεις». Στήν κατάσταση αὐτήν, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχη ἀποκτήσει καί ὁρι­σμέ­­νες θεολογικές γνώσεις, ἱκανοποιεῖται καί «παρασύρεται βα­θμη­δόν πρός τή διανοητική θεολογία». Τό χαρακτηριστικό γνώ­ρισμα αὐτοῦ τοῦ τρόπου τῆς προσευχῆς εἶναι ὅτι ἡ προσοχή συγκεντρώνεται στόν ἐγκέφαλο καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται «σέ φιλοσοφικές θεωρίες», οἱ ὁποῖες εἰσάγουν τόν νοῦ του «στή σφαίρα τῶν ἀφηρημένων ἐννοιῶν καί τῆς φαντασίας».

Ὁ τρίτος τρόπος τῆς προσευχῆς πού εἶναι «ἡ ἕνωση τοῦ νοῦ μέ τήν καρδιά» ποθεῖται ἀπό τόν ἀσκητή καί αὐτή ἡ προσευχή «δίνεται ἄνωθεν» ἀπό τόν Θεό. Αὐτήν τήν ἕνωση νοῦ καί καρδίας τήν  αἰσθάνεται ὁ ἀσκητής «ὅταν προσεύχεται προσεκτικῶς "ἐκ καρδίας"». Ἔνδειξη ὅτι ὁ νοῦς ἑνώθηκε μέ τήν καρδιά εἶναι τά δάκρυα τῆς κατανύξεως κατά τήν προσευχή, καί τότε ὁ νοῦς βρῆκε τόν τρόπο τῆς καρδιᾶς πού εἶναι «τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς ἀναβάσεως πρός τόν Θεό». Τότε διακόπτεται ἡ ἐνέργεια τῆς φαντασίας. Ὁ νοῦς ἀπαλλάσσεται ἀπό κάθε εἰκόνα πού βρίσκεται σέ αὐτόν καί «γίνεται ὅλος ἀκοή καί ὅραση καί βλέπει καί ἀκούει κάθε λογισμό πού πλησιάζει ἀπό ἔξω, προτοῦ αὐτός μπεῖ στήν καρδιά». Ἔτσι ἀπαλλάσσεται ἀπό κάθε πάθος. 

Εἶναι ὄντως μεγάλη πνευματική ἐπιστήμη ἡ προσευχή καί ἀκόμη μεγαλύτερη πνευματική ἐπιστήμη εἶναι ἡ γνώση τῶν διαφόρων τρόπων τῆς προσευχῆς, ἰδιαιτέρως ὅταν ἡ προσευχή γίνε­ται μέ ἀνίδεο καί ἀνείδεο τρόπο, δηλαδή χωρίς κάποια ἰδέα καί χωρίς κάποιο εἶδος, καί αὐτή ἡ προσευχή γίνεται ὅταν ὁ νοῦς ἑνώνεται μέ τήν καρδιά μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

6. «Τό ἄκτιστο Φῶς καί οἱ τρόποι θεωρίας του»

Τό ἄκτιστο Φῶς εἶναι ἡ «θεία ἐνέργεια» «εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια τῆς Θεό­τητας».

Τό ἄκτιστο Φῶς εἶναι «τελείως διαφορετικό ἀπό τό φυσικό φῶς», εἶναι ἡ θέα τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν θεόπτη μέσα στό Φῶς, καί στήν κατάστααη αὐτή «ἐπικρατεῖ προπαντός ἡ αἴσθηση τοῦ ζῶντος Θεοῦ πού ἀπορροφᾶ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο». Δέν εἶναι αἴσθηση λογική, ἀλλά «αἴσθηση νοερή», «αἴσθηση μέ δύναμη ἐξου­σια­στική, πού ἀρπάζει τόν ἄνθρωπο σέ ἄλλον κόσμο, ὅμως τόσο γαλήνια, πού αὐτός δέν ἀντιλαμβάνεται τή στιγμή πού τοῦ συνέβη αὐτό καί δέν γνωρίζει ἄν ὁ ἴδιος βρίσκεται στό σῶμα ἤ ἐκτός τοῦ σώματος». Τότε ἀποκτᾶ «συνείδηση τοῦ ἑαυτοῦ του», ἀλλά «συγχρόνως λησμονεῖ τόν ἑαυτό του καί τόν κόσμο πλημμυ­ρισμένος ἀπό τή γλυκύτητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Βλέπει μέ τό πνεῦμα του τόν Ἀόρατο, Τόν ἀναπνέει καί βρίσκεται ὅλος ἐν Αὐτῷ».

Ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ γίνεται «ἔσωθεν» διά τῆς θεώσεως, γιατί τότε «ὁ ἄνθρωπος μένει στό φῶς καί ἐξομοιώνεται μέ τό φῶς πού βλέπει», «δέν βλέπει καί δέν αἰσθάνεται οὔτε τήν δική του ὑλικότητα οὔτε τήν ὑλικότητα τοῦ κόσμου». Ὁ Θεόπτης «δέν γνωρίζει οὔτε χῶρο οὔτε χρόνο οὔτε γέννηση οὔτε θάνατο οὔτε φῦλο οὔτε ἡλικία οὔτε κοινωνική ἤ ἱεραρχική θέση οὔτε ἄλλες συνθῆκες καί σχέσεις αὐτοῦ τοῦ κόσμου». «Τό Θεῖο Φῶς θεωρεῖται ἀνεξάρτητα ἀπό συνθῆκες, καί στό σκοτάδι τῆς νύχτας καί στό φῶς τῆς ἡμέρας». Μερικές φορές ἡ ὅραση τοῦ θείου Φωτός γίνεται μέ τέτοιο τρόπο «ὥστε νά διατηρεῖται ἡ ἀντίληψη καί τοῦ σώματος καί τοῦ γύρω κόσμου». Τότε ὁ ἄνθρωπος «μπορεῖ νά μένει μέ τά μάτια ἀνοικτά καί συγχρόνως νά βλέπει δύο φῶτα, καί τό φυσικό καί τό Θεῖο Φῶς».

Τό φυσικό φῶς τοῦ ἡλίου ἤ τοῦ ἡλεκτρισμοῦ «προκαλεῖ τή γνωστή διέγερση τοῦ ὀπτικοῦ νεύρου, πού στήν συνέχεια μετα­βαίνει στήν ψυχολογική διαδικασία τῆς ὁράσεως», ἐνῶ «τό Θεῖο Φῶς εἶναι διαφορετικό κατά τή φύση του, εἶναι φῶς νοερό, φῶς πνευματικό, φῶς ἀγάπης, φῶς ζωῆς».

Ὁ χαρακτηρισμός τοῦ φωτός μπορεῖ νά δοθῆ καί σέ ἄλλες καταστάσεις, ὅπως, γιά παράδειγμα, «καί ἡ πίστη φῶς εἶναι, ἀλλά ἀνεπαρκές. Καί ἡ ἐλπίδα φῶς, ἀλλά ἀκόμη ἀτελές. Καί ἡ ἀγάπη φῶς, ἀλλά πλέον τέλειο». «Τό ἄκτιστο φῶς φέρει μέσα του τήν αἰώνια ζωή καί τήν πνοή τῆς Θείας ἀγάπης, μᾶλλον τό ἴδιο εἶναι καί ἡ αἰώνια ζωή καί ἡ Θεία ἀγάπη».

Ὑπάρχει καί ὁ λεγόμενος «γνόφος τῆς ἀπεκδύσεως» «ὅταν ἡ ψυχή τοῦ ἀσκητή βυθίζεται ἐσωτερικά», ὅταν «μέ τήν χρήση εἰδικῶν μεθόδων ἀπεκδύεται ἀπό κάθε παράσταση καί φαντασία τῶν ὁρατῶν πραγμάτων καί τῶν λοιπῶν συλλογισμῶν καί ἐν­νοιῶν, ὅταν "καθηλώνει" τό νοῦ καί τήν φαντασία». Σέ αὐτόν τόν «γνόφο τῆς ἀπεκδύσεως δέν βρίσκεται ἀκόμη ὁ Θεός. Ὁ Θεός ἐμφανίζεται ἐν τῷ Φωτί καί ὡς Φῶς καί εἰσάγει τόν ἄνθρωπο στό ἄδυτο Φῶς τῆς Θείας ὑπάρξεως» καί τότε καί τό σῶμα του ἀποκτᾶ χάρη μάρτυρος.

Ἡ διάκριση μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου Φωτός, εἶναι τό χα­­ρα­κτηριστικό γνώρισμα τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας, πού γίνεται ἀπό ἐκεῖνον πού ἀπέκτησε πείρα τῆς θεωρίας τοῦ ἀκτίστου Φω­τός.

7. «Πνευματικές δοκιμασίες»

Ὅταν ὁ ἀσκητής δῆ τόν Θεό μέσα στό Φῶς, τότε βιώνει τό προ­σωπικό του Πάσχα, καί τήν προσωπική του Πεντηκοστή. Ἐπειδή, ὅμως, δέν μπορεῖ νά παραμείνη μόνιμα σέ αὐτήν τήν κατά­­σταση, δέχεται μιά «πνευματική δοκιμασία» ἀπό τήν λεγό­μενη «ἄρση τῆς Χάριτος», πράγμα πού τοῦ προκαλεῖ ἰδιαίτερο πόνο. Αὐτή ἡ ἄρση τῆς θείας Χάριτος «διαρκεῖ πολλά χρόνια». Τότε «ὁ Θεός μπορεῖ νά φανεῖ στήν ψυχή ἀνίλεως».

Τότε ὁ ἄνθρωπος «σάν τό πιό ἀνυπεράσπιστο ὄν αἰωρεῖται ἐπάνω ἀπό τή φοβερή ἄβυσσο καί ἐπικαλεῖται τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά κανένας στε­ναγμός δέν εἰσακούεται. Ὁ Θεός φαίνεται σάν νά μήν ἐνδιαφέρεται καθόλου γιά τό πάθος του». Ὁ ἄνθρωπος «βυθίζεται στήν σκιά τοῦ θανάτου ὄχι φανταστικά, ἀλλά πραγματικά καί ὑποφέρει φρικτά, γιατί δέν βρίσκει κοντά του τόν Θεό, τόν Ὁποῖο ἐπικαλεῖται ἡμέρα καί νύχτα».

Σέ αὐτήν τήν ἐγκατάλειψη τοῦ ἀσκητοῦ ἀπό τόν Θεό «ἡ ψυχή κατεβαίνει στόν ἅδη, ὄχι ὅπως ἐκεῖνοι πού δέν γνώρισαν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅσοι δέν ἔχουν μέσα τους τό φῶς τῆς ἀληθινῆς Θεογνωσίας καί συνεπῶς εἶναι τυφλοί. Ὄχι. Ἡ ψυχή κατεβαίνει ἐκεῖ ἱκανή νά κατανοήσει τό βαθύ σκοτάδι πού ἀντικρύζει».

Αὐτή ἡ κατάσταση γεννᾶ στόν ἄνθρωπο μεγάλη μετάνοια «ἀπευθύνεται πρός τόν Θεό μέ μεγάλο θρῆνο, μέ ὅλη τήν δύναμή του, μέ ὅλο τό εἶναι του καί ἔτσι μαθαίνει τήν προσευχή πού τόν ἀποσπᾶ ἀπό τόν κόσμο αὐτόν σέ ἕναν ἄλλο κόσμο, ὅπου ἀκούει ρήματα ἄρρητα γιά ἀνθρώπινη γλώσσα».

Αὐτές οἱ δοκιμασίες εἶναι ἄλλης καταστάσεως ἀπό τίς συνη­θισμένες δοκιμασίες πού αἰσθάνεται κανείς στόν ἀγώνα του ἐναν­τίον τῶν παθῶν, τῶν λογισμῶν καί τῆς φαντασίας. Εἶναι δοκιμα­σίες ἀπό τήν ἄρση τῆς θείας Χάριτος. «Καί ὅταν ἡ ψυχή περάσει ἀπό ὅλες αὐτές τίς βαρεῖς δοκιμασίες, διαβλέπει μέσα της ὅτι δέν ὑπάρχει στό κόσμο τόπος, πόνος, χαρά, δύναμη ἤ κτίσμα, πού θά μποροῦν νά τήν χωρίσουν ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Καί τό σκοτάδι ἀδυνατεῖ πιά νά καταβροχθίσει τό φῶς τῆς νέας ζωῆς πού ἔχει μέσα της».

Ὁ Θεός ἐπανέρχεται καί δίνει στόν ἄνθρωπο τήν αἴσθηση τῆς αἰωνίου ζωῆς. Ἔτσι, τήν πρώτη ὅραση τοῦ Θεοῦ ἀκολουθεῖ ἡ ἄρση τῆς Χάριτος καί στήν συνέχεια ἐπανέρχεται ὁ Θεός καί δίνει στόν ἄνθρωπο τήν ἀδιατάρακτη αἴσθηση τῆς παρουσίας Του.  

Στόν ἅγιο Σιλουανό σέ τέτοιες καταστάσεις ἄρσεως τῆς θείας Χάριτος, τοῦ ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Θεό τό: «Κράτα τόν νοῦ σου στόν ἅδη καί μή ἀπελπίζεσαι». Κατά τόν ἅγιο Σωφρόνιο ἐκείνη τήν νύκτα πού τοῦ ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Θεό αὐτή ἡ ἀλήθεια, στήν πραγματικότητα τοῦ ἀποκαλύφθηκε «τό μυστήριο τῆς πτώσεως καί τῆς λυτρώσεως καί ὅλη ἡ πνευματική πορεία τοῦ ἀνθρώπου».

Ὁ ἅγιος Σιλουανός στήν περίοδο τῆς ἄρσεως τῆς θείας Χά­ριτος γνώρισε τόν ἅδη, τό βαθύ σκοτάδι του, «γνώρισε πραγ­ματικά τήν κατάσταση τῶν βασάνων τοῦ ἅδη», ἀλλά συγχρόνως τοῦ ἀποκαλύφθηκε τό νά μήν ἀπελπίζεται. Ἔτσι, ἔκτοτε κρατοῦσε τόν νοῦ του στόν ἅδη, ἔχοντας ἐλπίδα στόν Θεό καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ἐκδίωκε κάθε πειρασμική κατά­σταση.

Μέ τόν τρόπο αὐτόν «μποροῦσε μέ μιά ὁρισμένη κίνηση τοῦ πνεύματός του» νά ἐπαναφέρη μέσα του «τό πραγματικό βίωμα τῶν κολάσεων τοῦ ἅδη», «ἄλλοτε σέ μεγαλύτερο καί ἄλλο­τε σέ μικρότερο βαθμό». «Καί ὅταν τό πῦρ τῶν κολάσεων τοῦ ἅδη προκαλοῦσε τήν ἐπιδιωκόμενη ἐνέργεια, δηλαδή φόνευε τόν ἐμπαθῆ λογισμό, τότε ἀντέτασσε στήν παμφάγο ἐνέργειά του τή σωτήρια ἐνέργεια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία ἐπίσης γνώρισε καί ἔφερε μέσα του». «Λίγοι μόνο μποροῦν νά ἀκολουθοῦν τόν τρόπο αὐτόν τῆς ἀσκήσεως».

Ἡ περιγραφή τῶν πνευματικῶν δοκιμασιῶν τοῦ Θεόπτου ἀσκητή μετά τήν ὅραση τοῦ ἀκτίστου Φωτός δείχνει ἕναν θεο­λόγο μεγάλου μεγέθους πού εἶναι δύσκολο νά βρεθοῦν μέτρα προσμετρήσεως τῆς πνευματικῆς αὐτῆς ἐμπει­ρίας καί τῆς ὁρά­σεως τοῦ Φωτός καί τῆς βιώσεως τοῦ ἅδου. 

8. « Ἡ Χάρη καί ἡ δογματική συνείδηση»

Ὁ ἀσκητής μετά ἀπό μεγάλο ἀγώνα κατά τῶν παθῶν, ἀλλά καί ἀπό τίς ἐλεύσεις καί τίς ἀποκρύψεις τῆς θείας Χάριτος ἀποκτᾶ τήν λεγόμενη «δογματική συνείδηση». Ὅπως εἶναι κατανοητό ἀπό τά προηγούμενα ἡ «δογματική συνείδηση» δέν εἶναι μιά διανοητική γνώση τῶν δογμάτων τῆς πίστεως, ἀλλά μιά ἐσω­τερική πνευματική ἐμπει­ρία, πού προσφέρει ὁ Θεός στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ὀρθόδοξος μοναχός αἰσθάνεται ὅτι ἡ θεία Χάρη ἀπό πλευρᾶς θεολογικῆς εἶναι «ἡ ἀγαθή δωρεά ἤ χάρισμα τῆς Θείας ἀγαθότητος», εἶναι «ἡ ἄκτιστη ὑπερκόσμια ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ὡς ἄκτιστη εἶναι "Θεότητα"». «Ὅταν ἡ Θεό­τητα εὐδοκήσει νά συνενωθεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη ὕπαρξη, τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται μέσα του τήν παρουσία τῆς Θείας δυνά­μεως, πού τόν μεταμορφώνει, τόν κάνει θεοειδῆ ὄχι μόνον δυνά­μει, "κατ’ εἰκόνα", ἀλλά καί ἐνεργείᾳ, "καθ’ ὁμοίωσιν"».

Ἡ ἀφομοίωση τῆς θείας Χάριτος, ὕστερα ἀπό πολλές ἐπι­σκέψεις καί ὁράσεις της, προσφέρει μιά «μορφή πνευματικῆς γνώσεως» καί αὐτό χαρακτηρίζεται ὡς «δογματική συνείδηση». Αὐτή ἡ «δογματική συνείδηση» «εἶναι καταστάλαγμα μακροχρόνιας πείρας τῆς Χάριτος καί ὄχι μιά διανοητική ἐργα­σία», εἶναι ἡ πνευματική γνώση πού συνδέεται μέ τήν «γνήσια ἐν τῷ Θεῷ ζωή» πού εἶναι δυνατή μόνο «ὅταν ἐνοικήσει ὁ Θεός μέσα μας».

Ἔτσι, καταλαβαίνουμε γιά τό ποιά εἶναι ἡ οὐσιώδης διαφορά μετα­ξύ στοχαστοῦ καί θεολόγου, μεταξύ φιλοσοφοῦντος αἱρε­τι­κοῦ καί ἐμπειρικοῦ θεολόγου Πατρός, μεταξύ «στοχαστικῆς ἀνα­λογίας» καί ἡσυχαστικῆς χαρι­σματικῆς θεολογίας, ἀλλά κατα­λα­βαίνουμε καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο θεολόγησαν καί θεο­λογοῦν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας στίς Οἰκουμενικές Συνό­δους. Χαρακτηριστικό γνώρισμα τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ἡ «δογμα­τική συνείδηση».

9. «Ἡ διορατικότητα καί τά εἴδη της»

Ὁ ἀσκητής στήν πορεία τῆς πνευματικῆς του ζωῆς ἀποκτᾶ τό χάρισμα τῆς διορατικότητας πού ἔρχεται ἀπό τόν ἀγώνα του ἐναντίον τῶν λογισμῶν, τῆς φαντασίας καί τῶν παθῶν, ἀπό τήν ἐπήρεια τῶν δαιμόνων, ἀλλά καί ἀπό τήν ἔλευση τῆς θείας Χάριτος. Ἔτσι, «ὁ ἀσκητής συναντᾶται μέ τρία εἴδη διορατικό­τητας».

Τό πρῶτο εἶδος «εἶναι ἡ φυσική σέ ὁρισμένους ἀνθρώπους διαίσθηση, πού ἐκλεπτύνεται μέ τήν ἀσκητική ζωή». Αὐτό  μπο­ρεῖ νά φανῆ ὠφέλιμο γιά τόν  εὐσεβῆ καί ταπεινό ἄνθρωπο, ἀλλά βλάπτει τόν ὑπερήφανο καί ἐμπαθῆ ἄνθρωπο, γιατί τοῦ δίνει ἀφορμές γιά νά ἀναπτυχθοῦν τά πάθη. Τό δεύτερο εἶδος διορα­τικότητας «προέρχεται ἀπό δαιμονική ἐνέργεια» καί εἶναι ἐπι­κίνδυνο γιά ὅσους τό δέχονται, «γιατί ἀργά ἤ γρήγορα ὁδηγεῖ στήν ἀλγεινή διατάραξη ὅλων τῶν ψυχικῶν καί πνευματικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου, παραμορφώνοντας φοβερά ἀκόμη καί τήν ἐξωτερική του ὄψη». Τό τρίτο εἶδος διορατικότητας εἶναι «δωρεά τῆς χάριτος» πού δέν δίνεται στόν ὑπερήφανο, ἀλλά αὐτό «συνδέεται μέ πολύ μεγάλη εὐθύνη καί εἶναι πηγή πολλῶν πνευ­ματικῶν θλίψεων γιά ὅποιον τό ἀξιώθηκε».

Καί τά τρία αὐτά εἴδη διορατικότητας «εἶναι αἰτία βασάνων» καί προκαλοῦν πόνο γιά διαφορετική αἰτία τό καθένα ἀπό αὐτά. Στό πρῶτο, δηλαδή «στή φυσική διαίσθηση» «ὁ πόνος ἐμφα­νίζεται ὡς ἀποτέλεσμα τῆς μεγάλης λεπτότητας καί εὐαι­σθησίας τοῦ νευροψυχικοῦ συστήματος». Στό δεύτερο, «ὁ πόνος εἶναι συνακόλουθο τοῦ ἐν γένει καταστρεπτικοῦ χαρα­κτῆρα τῶν δαι­μονικῶν ἐνεργειῶν», πού φανερώνεται ὅταν περάσει πολύς χρόνος. Στό τρίτο, πού εἶναι «ἡ χαρισματική πνευματική διορατικότητα» εἶναι ἕνα δῶρο τοῦ Θεοῦ μέ τό ὁποῖο ἀποκα­λύπτονται τά βάθη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, «δέν ἔχει καθόλου ψυχοπαθολικό χαρακτῆρα» καί «ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ εἶναι γεμάτη ἀγάπη καί βλέπει ὡς ἐπί τό πλεῖστον τήν ἀμορφία καί τήν ἀδοξία τοῦ ἀνθρώπου καί πονᾶ καί θλίβεται γι’ αὐτόν. Εἶναι πά­θος ἀγάπης». Ὅσοι ἔχουν αὐτό τό χάρισμα «δέν ἐπιδιώκουν ποτέ νά τό διατηρήσουν». 

Αὐτό δείχνει τήν μεγάλη δωρεά τῆς ὑπάρξεως πνευματικῶν Πατέρων, ὑψηλῶν πνευματικῶν προδιαγραφῶν, ὅπως τούς καταρ­τίζει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖοι καθοδηγοῦν ἁπλανῶς τά πνευματικά τους παιδιά μέσα ἀπό ποικίλες πονηρές καταστάσεις  στήν θέωση καί «τήν ἄνω λαμπροφορία».        

10. «Ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς γιά ὅλο τόν κόσμο» καί «ἡ ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς».

Συνέπεια καί συνέχεια ὅλων τῶν ἀνωτέρω ὁ ἀσκητής πού πέρασε ἀπό αὐτές τίς καταστάσεις προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο. Βιώνοντας τήν «χριστοειδῆ ἀγάπη», μετέχοντας τῆς αἰωνιότητος στήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἀλλά καί περνώ­ντας μέσα ἀπό τίς δοκιμασίες, καί μάλιστα τόν χαρισματικό πόνο τοῦ ἅδου, κατά φυσική συνέπεια ἀρχίζει νά προσεύχεται γιά ὅλον τόν κόσμο, κατά τό πρότυπο τοῦ Χριστοῦ.

Συνήθως «ἡ προσευχή γιά ὅλο τόν κόσμο, γιά ὅλο τόν Ἀδάμ, ὁδηγεῖ πολλές φορές στήν ἀπομάκρυνση ἀπό τήν εἰδική ὑπηρεσία πρός τούς ἀνθρώπους», γιατί ὁ ἄνθρωπος σέ αὐτήν τήν κατάσταση δέν μπορεῖ νά συμβιβάση τήν προσευχή αὐτή μέ τήν ποιμαντική δράση στόν κόσμο, ὁπότε ἀποσύρεται στήν ἔρημο καί προσεύχεται μέρα καί νύκτα στόν Θεό γιά τούς ἀνθρώπους, ζῶν­τες καί κεκοιμημένους, γιά ὅλο τόν Ἀδάμ. Τό «νά προσεύχεσαι γιά τούς ἀνθρώπους σημαίνει νά χύνεις αἷμα». 

Μιά τέτοια προσευχή τόν ὁδηγεῖ καί στήν ἀγάπη γιά τούς ἐχθρούς, γιατί αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι «τό κριτήριο τῆς γνήσιας κοινωνίας μέ τόν Θεό, τό γνώ­ρισμα τῆς ἐνεργείας τῆς χάριτος». Ἔτσι, ὁ ἡσυχαστής συμμετέχει στό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀνα­στάσεως τοῦ Χριστοῦ.

Αὐτό δείχνει «τήν ὁδό τῆς Ἐκκλησίας». Ὁ ἅγιος Σιλουανός ἔλεγε ὅτι «στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μᾶς δόθηκε ἡ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ἐπίγνωση τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ καί (Αὐτή)  εἶναι ἰσχυρή μέ τήν ἅγια σκέψη καί τήν ὑπομονή της». Καί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἐπισημαίνει ὅτι «τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ πού γνωρίζει ἡ Ἐκκλησία ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ» πού θέλει «νά σωθοῦν οἱ πάντες». «Καί ἡ ὁδός πού πορεύεται ἡ Ἐκκλησία, γιά νά πετύχει τόν ἅγιο σκοπό Της, εἶναι ἡ ὑπομονή, δηλαδή ἡ θυσία».

Ἡ Ἐκκλησία κηρύσσει αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ «καί καλεῖ ὅλους στό πλήρωμα τῆς θείας ζωῆς, ἀλλά οἱ ἄνθρωποι δέν ἐννοοῦν τήν κλήση αὐτή καί τήν ἀπορρίπτουν». Ἔτσι, «ἡ Ἐκκλη­σία στέκεται στή μέση ὅλων τῶν ἐχθρικῶν δυνάμεων». Ἡ ὀργή πού ἔχουν οἱ ἄνθρωποι μέσα τους «ξεσπᾶ ἐναντίον της». «Καί ἡ Ἐκκλησία πού πραγματοποιεῖ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ ἐπί τῆς γῆς, δηλαδή τῆς σωτηρίας ὅλου τοῦ κόσμου, δέχεται συνειδητά ἐπάνω της τό βάρος τῆς γενικῆς ὀργῆς, ὅπως καί ὁ Χριστός σήκωσε ἐπάνω Του τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου». Ἔτσι, «καί ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἀναπόφευκτα θά διωχθεῖ καί θά ὑποστῆ τό μαρτύριο». Αὐτό θά γίνη καί μέ τά πραγματικά παιδιά τῆς Ἐκκλησίας πού εἶναι οἱ ἅγιοι.

Πρέπει νά περάση κανείς ὅλες τίς προηγούμενες χαρισμα­τικές βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, γιά νά ἀποκτήση αὐτήν τήν καθαρή καί χαρισματική ἀγάπη γιά ὅλο τόν κόσμο καί πρός τούς ἐχθρούς, πράγμα πού δείχνει τό ἀποκορύφωμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς ἑνός μεγάλου ἐμπειρικοῦ θεολόγου καί Πατρός τῆς Ἐκκλη­σίας. 

Τά δέκα αὐτά σημεῖα πού ἀνεφέρθησαν προηγουμένως, καί γιά τήν ἀνάλυσή τους χρησιμοποιήθηκαν τά ἴδια τά λόγια τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, δείχνουν τήν πορεία τοῦ ἀληθινοῦ ἀσκητοῦ καί ἡσυχαστοῦ, ἀλλά καί τοῦ ἀληθινοῦ Χριστιανοῦ μέ μετριώτερη μορφή καί ἀνάλογη προσαρμογή πρός τήν σωτηρία του. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐνέργεια  εἰσέρχεται μέσα του καί ἀρχίζει νά ἐνεργῆ τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, ἐνεργοποιεῖται τό κατ’ εἰκόνα πού εἶναι μέσα του καί στήν συνέχεια ἀνεβαίνει τίς βαθμίδες τοῦ πνευματικοῦ οὐρανίου θυσιαστηρίου.

Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τήν ἐνέργεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ πού ἀπο­καλύπτεται στήν καρδιά, ὁ ἀσκητής καί ὁ Χριστιανός ἀνέρχεται τίς βαθμίδες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἤτοι: μέ τήν νήψη σταματᾶ τήν ἐξέλιξη τοῦ λογισμοῦ· ἀγω­νίζεται ἐναντίον τῶν παθῶν, καί ἐναντίον τῆς φαντασίας· ἀσκεῖ τήν νοερά ἡσυχία καί τήν καθαρά προσευχή· ἄν ὁ Θεός θελήση ἀνέρχεται στήν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός· περνᾶ μέσα ἀπό τίς δοκιμασίες τῆς μειώσεως αὐτῆς τῆς μεγάλης θεοπτικῆς Χάριτος· ἀποκτᾶ τήν δογματική συνείδηση· μέ τό χάρισμα τῆς διορατι­κότητας ξεχωρίζει τό κτιστό ἀπό τό ἄκτιστο, τό θεϊκό ἀπό τό δαιμονικό· καί στό τέλος προσεύχεται γιά ὅλο τόν κόσμο καί ἀγαπᾶ καί αὐτούς τούς ἐχθρούς του.

Αὐτή εἶναι «ἡ ὁδός τῆς Ἐκκλησίας», ἡ ὁδός τῆς ἁγιότητος, αὐτές εἶναι οἱ βαθμίδες πού ἀνεβαίνουν οἱ ἅγιοι. Καί βεβαίως αὐτές τίς βαθμίδες ἀνῆλθε προηγουμένως ὁ ἅγιος Σιλουανός καί στήν συνέχεια ὁ ἅγιος Σωφρόνιος. Ἔτσι, ὅσα ἀναφέρθησαν προη­γουμένως εἶναι ἀφ’ ἑνός μέν μιά θεολογική ἀνάλυση τῶν γραπτῶν τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, ἀφ’ ἑτέρου δέ καί μιά αὐτο­βιογραφία τοῦ ἰδίου τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.

Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔτσι ἔζησαν τήν Ἁγία καί Μεγάλη Σαρακοστή, αὐτήν τήν ἔνδοξη πορεία πρός τόν Σταυρό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί στήν συνέχεια πρός τήν Πεντηκοστή.

Ἀκολουθία ὁσίου Σωφρονίου τοῦ Ἁγιορείτου (Ἑσπερινός Ὄρθρος Παράκληση Χαιρετισμοί) ὑπό ἀνωνύμου μοναχοῦ Ἁγιορείτου

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ

ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ

ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ

ΤΟΥ

ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ

ΚΑΙ

ΘΕΟΛΟΓΟΥ

νγί ρει, βιθ ΄

 

Ἡ ἀκολουθία σὲ pdf

Ἀκολουθία ὁσίου Σωφρονίου 

 

ΕΝ Τῼ ΜΕΓΑΛῼ ΕΣΠΕΡΙΝῼ

Μετὰ τὸν Προοιμιακόν, στιχολογοῦμεν τὴν α´ στάσιν τοῦ Α´ καθίσματος τοῦ Ψαλτηρίου.

Εἰς τὸ Κύριε ἐκέκραξα ἱστῶμεν στίχους ϛ´ καὶ ψάλλομεν στιχηρά προσόμοια:

 

Ἦχος α´. το παραδόξου θαύματος.

Πάτερ Παντοκράτορ Δέσποτα, διασῴζεις λαούς, ὥσπερ Μόνος ἔγνωκας, καὶ νῦν ρωσικῇ τῇ γῇ, ἐσχάτως δέδωκας, Ἁγίων σου τὴν πληθύν, πεπληθυσμένην ὡς πάλαι ηὐδόκησας, ἐν χώραις πολλαῖς ἀνθεῖν, φυταλιά καὶ δενδρῶν σου τοῦ Πνεύματος, ἀγαθῶν σου τέκνων Σῶτερ, ὥσπερ νῦν Σωφρόνιον·οὗ ἐσχάτως πρεσβείας, ὥσπερ ἔσχατοι αἰτούμεθα.

Γέρον ἀθλητά Σωφρόνιε, ἐκ Βορρᾶ πρὸς Δυσμάς, κατελθών ἐν Πνεύματι, εἰς Ἄθω περιπολεῖς, δίκην ἱέρακος, καὶ εἶτα γαλακτικήν, γῆν ἐγεώργεις καθώσπερ Ἀπόστολος, καὶ τέλος βρεττανικήν, νῆσον Χριστοῦ διδαχαῖς κατεφώτιζες· πάσῃ δ’ οἰκουμένῃ σπόρους ἐσπαρκὼς θεόπνευστε, τοῦ Σωτῆρος Οὗ δέου, καὶ ἡμᾶς πτωχούς σωθήσεσθαι.

Μάκαρ ἱερὲ Σωφρόνιε, τῷ ἀπλέτῳ Φωτί, τοῦ Χριστοῦ κατηύγασαι, ἐκ βρέφους ἀλλὰ πληγαῖς, δολίου τέτρωσαι· Σωτήρ δὲ ὡς Ἰατρός, ἰᾶται τάχει τὸ τραῦμα σου Πνεύματι, ἱστῶν σε πνευματικόν, πεφωτισμένον καὶ πάνοπλον Ἄνωθεν· καὶ ἐλευθεροῖς ὡς ἄρχων, ἐξ ὀδόντων δράκοντος, τῶν ἀνθρώπων τὰ πλήθη, ἅπερ εὔχου τοῦ σωθήσεσθαι.

 

Ἕτερα· Ἦχος δ´. ξψίστου κληθείς.

ρχου παμμάκαρ Σωφρόνιε φωτίζειν, πάντας Θείῳ Πνεύματι, τοὺς δεομένους σου, καὶ καθορῶντας τὸν βίον σου, ἐκμελετῶντας, σοφάς σου βίβλους καὶ λόγους Ὅσιε, θείως πεπολίτευσαι, καὶ μεμαρτύρηκας, Χριστομιμήτως τὰ δόγματα Ὀρθοδοξίας, χώραις Εὐρώπης καὶ Ἄθω τέλεον· μοναχικῇ σου κραταιότητι, καὶ ποιμένος ἀγρύπνου τῇ σύριγγι, διωκούσῃ τοὺς λύκους, ἐξ ὧν ρύου ἡμᾶς κράζομεν.

Πάτερ Σωφρόνιε τίμιε ἐπόπτα, ὥσπερ οἱ Ἀπόστολοι τοῦ περιλάμποντος, θείου Φωτός τὸν Θεάνθρωπον, ἐν Θαβωρείῳ, ᾯ κατηυγάσθης πολλάκις Πνεύματι, μέτοχος γενόμενος Ἄνωθεν Χάριτος, καθαρτικῆς πρῶτον ὕστερον, τῆς φωτιζούσης, ἁγιαζούσης ἀεὶ ἐς ἄπειρον, Πατρὶ καὶ Λόγῳ σὺν τῷ Πνεύματι, Μοναρχίᾳ Μιᾷ Κυριότητι, ᾟ ἐπεύχου σωθῆναι, καὶ ἡμᾶς τοὺς σε γεραίροντας.

Εὔχου Σωτῆρι Σωφρόνιε δρομαίως, πάντως σοι προσέπεσθαι καὶ σὲ μιμήσασθαι, ἀσκητικῇ πολιτείᾳ σου, φιλαδελφίᾳ, ὑποταγῇ δέ Χριστομιμήτῳ σου, θρήνοις μετανοίας σου, καὶ καρτερίᾳ σου, δαιμονικαῖς ἐπιθέσεσιν, ἐλπίδι θείᾳ, νήψει ἁγίᾳ εὐχαῖς ἀλήκτοις σου, ἐν Κοινοβίοις καὶ μονώσεσι, καὶ ἐν κόσμῳ ἀγρίῳ κακοῦντι σε, πολυτρόπως ἀλλ’ εὔχου, τῷ Χριστῷ ἡμᾶς σωθήσεσθαι.

 

Δόξα... Ἦχος δ´.

Οὐκ ἀφῆκας ἡμᾶς Σῶτερ ὀρφανούς, ἀλλ’ ἡμῶν προνοῶν, Ἁγίων σου στρατιὰς ἀποστέλλεις ἐσχάτως, ὡς καὶ Σωφρόνιον δοῦλον σου ὡς σκεῦος σου ἐκλογῆς ἡμῖν σωτήριον· εὐχαριστοῦντες σοι πάλιν καὶ νῦν αὐτῷ βοῶμεν· συμπαθέστατε Σωφρόνιε, ἐξάγαγε ἡμᾶς εὐχαῖς σου σκότους καὶ πλάνης δαιμονίων καυχωμένων ἀναιδῶς καὶ δεῖξον ἡμῖν ὁδοὺς Σωτῆρος πολλαπλᾶς, συντριβῆς ψυχῆς καὶ πένθους χαρωποῦ, ἐν αἷς ἐβάδισας πόθῳ πυρίνῳ πρὸς Χριστὸν καὶ οὐκ ἐστράφης εἰς τοὐπίσω, ἀλλὰ πανοπλίᾳ θείᾳ, ἄτρωτος μείνας ἐν πολέμοις μυστικοῖς καὶ εὐχαῖς πυρίναις λεγεῶνας ᾅδου καταφλέξας, εὐκόλως δίδως ἡμῖν τύπους καὶ ὑπογραμμοὺς σωτηρίας ἐν Πνεύματι σὺν πᾶσιν Ἁγίοις· ὧν πολιτείαν ἐζήλωσας, νηστείαις βιῶν ἀπαρακλήτοις ἐν Μοναῖς καὶ ἐρημίαις Ἄθω καὶ κλήσει θείᾳ ὑπείκων διὰ Σιλουανοῦ διδασκάλου σου Ὁσίου, κοινοβιάρχης γενόμενος ἑσπερίᾳ γῇ καὶ νήσῳ βρεττανικῇ, ὡς Φῶς Χριστοῦ καὶ Πνεύματος Ἁγίου ἐλευθερίας κοινωνὸς πέφηνας καὶ οἰκουμένῃ πάσῃ διέλαμψας· πρέσβευε ὅθεν Χριστῷ ἡμᾶς στοιχεῖν σοι σὺν πᾶσιν Ἁγίοις καὶ μὴ ἔξω κλεισθῆναι Βασιλείας Θεοῦ εἰς τοὺς αἰῶνας.

Καὶ νῦν... Θεοτοκίον ὁμόηχον.

διὰ σὲ Θεοπάτωρ προφήτης Δαυΐδ, μελῳδικῶς περὶ σοῦ προανεφώνησε, τῷ μεγαλεῖά σοι ποιήσαντι. Παρέστη ἡ Βασίλισσα ἐκ δεξιῶν σου. Σὲ γὰρ μητέρα πρόξενον ζωῆς ἀνέδειξεν, ὁ ἀπάτωρ ἐκ σοῦ ἐνανθρωπῆσαι εὐδοκήσας Θεός, ἵνα τὴν ἑαυτοῦ ἀναπλάσῃ εἰκόνα, φθαρεῖσαν τοῖς πάθεσι, καὶ τὸ πλανηθὲν ὀρειάλωτον εὑρών, πρόβατον τοῖς ὤμοις ἀναλαβών, τῷ Πατρὶ προσαγάγῃ, καὶ τῷ ἰδίῳ θελήματι, ταῖς οὐρανίαις συνάψῃ Δυνάμεσι, καὶ σώσῃ Θεοτόκε τὸν κόσμον, Χριστὸς ὁ ἔχων, τὸ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος.

Εἴσοδος. Φῶς ἱλαρὸν.

Προκείμενον τῆς ἡμέρας καὶ τὰ Ἀναγνώσματα.

Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. γ´, 1-9)

Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν, καὶ ἡ ἀφ’ ἡμῶν πορεία σύντριμμα, οἱ δὲ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ. Καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης. Καὶ ὀλίγα παιδευθέντες, μεγάλα εὐεργετηθήσονται, ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτούς, καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ. Ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτούς, καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς. Καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀναλάμψουσι, καὶ ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται. Κρινοῦσιν ἔθνη, καὶ κρατήσουσι λαῶν, καὶ βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος εἰς τούς αἰῶνας. Οἱ πεποιθότες ἐπ’ αὐτὸν συνήσουσιν ἀλήθειαν, καὶ οἱ πιστοὶ ἐν ἀγάπῃ προσμενοῦσιν αὐτῷ, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.

Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ. ε´, 15-23 & στ´, 1-3)

Δίκαιοι εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθὸς αὐτῶν, καὶ ἡ φροντὶς αὐτῶν παρὰ Ὑψίστῳ. Διὰ τοῦτο λήψονται τὸ βασίλειον τῆς εὐπρεπείας, καὶ τὸ διάδημα τοῦ κάλλους ἐκ χειρὸς Κυρίου, ὅτι τῇ δεξιᾷ αὐτοῦ σκεπάσει αὐτούς, καὶ τῷ βραχίονι ὑπερασπιεῖ αὐτῶν. Λήψεται πανοπλίαν, τὸν ζῆλον αὐτοῦ, καὶ ὁπλοποιήσει τὴν κτίσιν εἰς ἄμυναν ἐχθρῶν. Ἐνδύσεται θώρακα, δικαιοσύνην, καὶ περιθήσεται κόρυθα, κρίσιν ἀνυπόκριτον. Λήψεται ἀσπίδα ἀκαταμάχητον, ὁσιότητα, ὀξυνεῖ δὲ ἀπότομον ὀργὴν εἰς ῥομφαίαν, συνεκπολεμήσει αὐτῷ ὁ κόσμος ἐπὶ τοὺς παράφρονας. Πορεύσονται εὔστοχοι βολίδες ἀστραπῶν, καὶ ὡς ἀπὸ εὐκύκλου τόξου τῶν νεφῶν, ἐπὶ σκοπὸν ἁλοῦνται, καὶ ἐκ πετροβόλου θυμοῦ πλήρεις ῥιφήσονται χάλαζαι. Ἀγανακτήσει κατ’ αὐτῶν ὕδωρ θαλάσσης, ποταμοὶ δὲ συγκλύσουσιν ἀποτόμως. Ἀντιστήσεται αὐτοῖς πνεῦμα δυνάμεως καὶ λαῖλαψ ἐκλικμήσει αὐτούς, καὶ ἐρημώσει πᾶσαν τὴν γῆν ἀνομία, καὶ ἡ κακοπραγία περιτρέψει θρόνους δυναστῶν. Ἀκούσατε οὖν βασιλεῖς καὶ σύνετε, μάθετε δικασταὶ περάτων γῆς. Ἐνωτίσασθε οἱ κρατοῦντες πλήθους, καὶ γεγαυρωμένοι ἐπὶ ὄχλοις ἐθνῶν. Ὅτι ἐδόθη παρὰ Κυρίου ἡ κράτησις ὑμῖν, καὶ ἡ δυναστεία παρὰ Ὑψίστου.

Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα (Κεφ.δ´,7-15)

Δίκαιος, ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται. Γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δὲ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος Θεῷ γενόμενος, ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν, μετετέθη. Ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ, ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ· βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά, καὶ ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς· ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ, διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐπὶ διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.

 

ΕΙΣ ΤΗΝ ΛΙΤΗΝ

Στιχηρὰ ἰδιόμελα.

Ἦχος α´.

Θαρσείτω τοίνυν λαὸς τοῦ Θεοῦ καὶ γὰρ Αὐτὸς πολεμήσει καὶ ἀναλώσει τῷ Πνεύματι Αὐτοῦ ἐχθροὺς παντοίους˙ ἰδοὺ γὰρ δέδωκεν ἡμῖν Ἁγίων δήμους ἐσχάτοις, καλὸν ποιμένα, διδάσκαλον φιλοσόφους ὑπερβάντα, μετανοίας ὁδηγόν, καὶ ἐλαφροῦ φορτίου ἀσκήσεως τύπον Χριστομιμήτου, Ὀρθοδοξίας ἐκφάντορα, ἐλλαμπόμενον Φωτὶ ἀκτίστῳ καὶ δαιμόνων παραφρόνων καταγελῶντα καὶ κατασκώπτοντα ἀτάκτους πονηροὺς κολάσεσι τετηρημένους ἀλγεινῶς˙ κεφαλὰς ἀνακύψατε τέκνα πάμπολλα Θεοῦ, ὅτι ἐγγίζει ἀπολύτρωσις ἡμῶν καὶ Σωφρονίῳ σὺν Ἁγίοις ἀκολουθοῦντες, Χριστὸν εὑρήσωμεν σῴζοντα ἡμᾶς τοὺς εὐφροσύνως μέλποντας σώφρονα Σωφρόνιον ἀκάματον καὶ μὴ κεκμηκότα ὁδίτην Βασιλείᾳ Θεοῦ˙ εὐδοκοῦντα ἐν ἀσθενείαις σώματος καὶ πόνοις πνεύματος, μοναχὸν τέλειον ἐν Ἄθω καὶ προεστῶτα Μοναχῶν θεοδίδακτον ἐν γῇ βρεττανικῇ σὺν κόσμῷ τῶν Δυσμῶν, ἐν οἷς ἀνατέταλκε Φῶς θεογνωσίας πᾶσι τοῖς λαοῖς˙ διὸ καὶ χαίροντες ἀναβοῶμεν˙ Σωφρόνιε, εὔχου ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Ἦχος β´.

Εἴ τις ἐν Χριστῷ καινὴ κτίσις ἀείποτέ ἐστι καὶ εἴ τις ἔγνωκε Σωφρονίου παλαίσματα ἔνθεα, ἀλγηδόνας μυρίας, δαιμόνων τρώσεις, εὐχὰς ἀδιαλείπτους καὶ πανσόφους βίβλους καὶ διδαχὰς Χριστῷ συντέτακται προθύμως καὶ Φωτὶ προστρέχει ἀρρήτῳ, ταπεινώσεως θείας κουφιζούσης ὀδύνας˙ ἧς εὑρὼν ἀτραποὺς ταχείας Παραδείσου βοᾷ˙ Σωφρόνιε ἁγιώτατε μέμνησο ἡμῶν Χριστῷ καὶ κράτυνον ἡμᾶς ἑορτάζοντὰς σου πανίερον μνήμην, δίδους ἡμῖν σοφίας σου σταλαγμοὺς καὶ δακρύων σου κρουνούς, πνεῦμα σου ἀμεριμνίας ἐν Χριστῷ, εἴπερ ὡς ἄοπλος καὶ ἄπολις ἔζης, ἄοικος, πολίτευμα σχὼν ἐν οὐρανοῖς, Σιλουανῷ πατρὶ σου στοιχῶν Ὁσίῳ καὶ ἀγογγύστως συμβαδίζων τούτῳ ὡς ὑπήκοος εὐγνώμων˙ μεθ’ οὗ εὔχου Χριστῷ ἐλεῆσαι ἡμᾶς δεόμεθα.

Ἦχος γ´.

μαρτίας νεότητος καὶ ἀγνοίας ἡμῶν μὴ μνησθῇς Σῶτερ, ἀλλ’ ἴασαι τάχει ἡμᾶς ὥσπερ Σωφρόνιον δοῦλον σου ἐρρύσω ἐξ Ἀσίας σκότους καὶ ἀχλύος δαιμονίων δυσωδῶν˙ δέχου πρεσβείας αὐτοῦ, ᾧ μετ’ εὐλαβείας προσπίπτομεν ὡς Μάρτυρι καὶ Ἀθλοφόρῳ παντοίως ἀλγοῦντι καὶ ἀσκητῇ θεοδρόμῳ, θεοδμήτῳ, θεοδιδάκτῳ ὑπὸ σοῦ γεγονότι˙ ἐνορῶντες δὲ τοῦτον καὶ Σιλουανὸν καρτερὸν ὁμοῦ ἐν Ἄθῳ, ὡς νήπια ἡμεῖς, πάντες βοῶμεν˙ θεοφόροι Πατέρες ἑλκύσατε ἡμᾶς, Φωτὶ Χριστοῦ πληροῦντες ἡμᾶς Πνεύματος καὶ δρόμοις μετανοίας ἰθύνατε ἡμᾶς ὡς στῆλαι φωτοειδεῖς καὶ παγκόσμιοι πυρσοί, ὡς νῆες ἀσφαλεῖς τηρήσατε ἡμᾶς κυμάτων καὶ κλυδώνων ᾅδου, ἵνα μεθ’ ὑμῶν σεσωσμένοι Χριστῷ ὀφθῶμεν τῷ κραταιώσαντι ὑμᾶς καὶ σύμπαντα κρατοῦντι νῦν καὶ εἰς αἰῶνας μὴ λελυμένους.

Ἦχος δ´.

Πάτερ Σωφρόνιε, παράλαβε Σιλουανὸν Ὁσιώτατον καὶ πάντας Ἁγίους ἐν τόποις διαλάμψασιν, ἐν οἷς καὶ σὺ ἐνθέως ἐδοξάσθης, Ἀθωνίτας πρῶτον πάντας, γαλατικῆς γῆς τιμιωτάτους ὁμοῦ καὶ Βρεττανίας νήσου παμπληθεῖς σὺν Ρωσίας γῆς σου μυριάδας αὐγαζούσας Ἐκκλησίαν Χριστοῦ˙ στῆτε οὖν Θεότητι Τριαδικῇ Ζωαρχικῇ, αἰτοῦντες ἡμᾶς σωθῆναι καὶ θεολόγοις γλώτταις διδάξατε ἡμᾶς Ἀγάπην, Σοφίαν, Δύναμιν Θεοῦ˙ ὥστε θεολογίας ὑμῶν ἁπτόμενοι, πολιτείᾳ ὑμῶν στοιχήσωμεν καὶ μετανοίας χάριτος ἀξιωθείημεν ὡς τέκνα εὐγνώμονα πολυπαθούντων ὑμῶν Πατέρων˙ Ὧν πάνσοφε Σωφρόνιε μέσον ἕστηκας, παιδαγωγῶν ἡμᾶς καὶ διορθῶν μελισταγέσι σου λόγοις καὶ γραφαῖς, βίβλοις σου φωτειναῖς παγκοσμίῳ σου σοφίᾳ καὶ χρηστότητι Χριστοειδεῖ˙ ἀλλ’ εὔχου Σωτῆρι ὑπομένειν ἡμᾶς τοὺς καύσωνας ἡμέρας, παγετοὺς δὲ τῆς νυκτὸς καὶ οἰκονομικῆς Θεοῦ ἐγκαταλείψεως παιδείαν, ἵνα σεσωσμένοι συνοικήσωμεν πολλοὶ σὺν σοὶ ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.

Ἦχος βαρύς.

γγιζούσης κρίσεως ἐσχάτης Χριστοῦ Σωφρόνιε καὶ Παρουσίας Δευτέρας Αὐτοῦ, ἑτοίμαζε ἡμᾶς εὐχαῖς σου γρηγοροῦντας, νήφοντας, μεταγνόντας καὶ αἴροντας ἐλαφρὸν φορτίον τῶν δικαιωμάτων Θεοῦ, ἅπερ πάσης ἀδικίας χωρίζουσιν ἡμᾶς˙ ὥσπερ σὺ ἀφανῶς ἔζης καὶ ἐπόνεις φερεπόνως, παρῴθει ἡμᾶς μιμεῖσθαί σε ἀσκήσει, καὶ μὴ ἐκακκεῖν ἐν προσευχαῖς καὶ δὸς ἡμῖν γευθῆναι Πνεύματι ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος˙ Οὗπερ στέρησιν φοβεῖσθαι ἐντύπωσον ἡμῖν καὶ αἴτει Αὐτῷ σωθῆναι ἡμᾶς.

Δόξα... Ἦχος πλ.α´.

Χριστοῦ ἐργάτα καὶ θεράπον Σωφρόνιε ἀγαθὲ ἄντλησον ἡμῖν ἐκ φρεάτων Θεοῦ Σοφίας νάματα καταψύχοντα τοὺς διψῶντας θεογνωσίας ὁδοὺς καὶ ἀγῶνας καὶ μὴ μεριμνᾶν βοήθει ἡμῖν πῶς, ἤ τί φάγωμεν καὶ περιβαλλώμεθα˙ ἀλλ’ ἔχειν ψυχῆς ἔνδον λόγους πατρὸς σου Ἁγίου Σιλουανοῦ, ὡς ἐν ᾅδῃ τιμωρίας καὶ φλογῶν καταμέμφεσθαι ἑαυτοὺς, διψᾶν δὲ καὶ πεινᾶν δικαιοσύνην ἐλέους Θεοῦ, ἀγαπᾶν τελείως καὶ ὑπὲρ πάντων εὔχεσθαι, κἂν ἐχθρῶν ὄντων καὶ ἡμᾶς ἐπηρεαζόντων κακῶς˙ δίδαξον ἡμᾶς ὁρᾶν ἀκτίστου θείου Φωτὸς κάλλος ἀεὶ καὶ μὴ κάμνειν, μηδὲ δειλιᾶν ἐν πόνοις καὶ πειρασμοῖς, ἀλλὰ βίβλοις σου τρυφᾶν σὺν Γραφαῖς θεοπνεύστοις Ἁγίων ἑνοποιούσαις ἡμᾶς ἐν Ἐκκλησίᾳ Χριστοῦ καὶ χωριζούσαις ἡμᾶς δαιμόνων βασανιστῶν˙ ἐξ ὧν ρύου ἡμᾶς εὐχαῖς σου Χριστῷ, καὶ Σιλουανοῦ πατρὸς σου ταπεινώσει κράτυνον ἡμᾶς, τῇ δὲ φιλοσοφίᾳ σου κραταίωσον ἡμᾶς, ὥστε πατεῖν δαιμόνων κεφαλὰς καὶ κόπτειν δεσμὰ ἁμαρτιῶν, ἵνα ἐλευθερίᾳ Χριστοῦ καὶ Πνεύματος ζήσωμεν εἰς αἰῶνας ξύμπαντας.

 

Καὶ νῦν... Θεοτοκίον ὁμόηχον.

Σκέπεις Θεοχαρίτωτε Μητροπάρθενε Μαριὰμ Ὄρος σου Ἄθω καὶ ἁγιάζεις τέκνα σου εὐγνώμονα παντί˙ σκέπεις οἰκουμένην πᾶσαν ἔνθα ποίμνη τοῦ Υἱοῦ σου κἂν μικρή, ἔχει σε καταφυγή˙ σκέπε καὶ ἡμᾶς γεραίροντάς σε συνεχῶς καὶ αἰτουμένους σου εὐχὰς καὶ δακρυρρόως μεταγνόντας σοι Μητρί˙ ἔχε θαυμαστοὺς συνευχέτας σοι Υἱῷ σου καὶ Θεῷ ὑπὲρ ἡμῶν, Σιλουανὸν καρτερὸν καὶ Σωφρόνιον φιλοσοφίᾳ ἀληθεῖ καὶ θεολογίᾳ Φωτὸς ἀρρήτου ὑπακούοντα σοι ἐντελῶς˙ ὅθεν μὴ ἀπώσῃ ἡμᾶς ἐσχάτους καὶ σῷζε ὡς νήπια κλαυθμῷ σοι ὁλοψύχως δεόμενα καὶ πεποιθότα σοι στερρῶς, ἀνοίγουσα ἡμῖν μετανοίας θύρας καὶ πύλας Βασιλείας τῆς ἀτελευτήτου.

 

ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΤΙΧΟΝ

Προσόμοια. Ἦχος πλ.α´. Χαίροις ἀσκητικῶν.

Χαίροις τῆς σωφροσύνης κανών, καθολικῆς καὶ φερωνύμως Σωφρόνιε, ἀφρόνων τὴν ἀφροσύνην, παντοειδῶς καταργῶν, ἐν Φωτὶ ἀκτίστῳ Θείου Πνεύματος, Χριστοῦ Εὐαγγέλια, δωρεὰν πλήρη Χάριτος, πᾶσι κηρύττων διὰ ἔργων καὶ λόγων σου, τελειούμενος, ἐν πολλαῖς ἀσθενείαις σου. Φῶς Μοναχοῖς ἐξήστραψας, δεικνύων ἀπέραντον, τοῦ Παραδείσου τὴν χώραν, καὶ ἀρχιφώτου Θεότητος, τὸ ἄφθαστον κάλλος, ᾟ καὶ εὔχου ἐλεῆσαι, ἡμᾶς τιμῶντας σε.

Στίχος:Τὸ στόμα μου λαλήσει σοφίαν καὶ ἡ μελέτη τῆς καρδίας μου σύνεσιν.

Χαίροις ὦ ἀγαθὲ ὁδηγέ, πρὸς Βασιλείας, αἰωνίου τὸν θρίαμβον Σωφρόνιε τοῦ Σωτῆρος, σὺν τοῖς πολλοῖς ἐκλεκτοῖς, τῶν Ἁγίων Πάντων ὧν ἐζήλωσας, κλαυθμὸν καὶ μετάνοιαν, ἐργασίαν πολύτροπον, κακοπαθείας, ἀεννάους καὶ κάματον, ἀδιάλειπτον, ἐν Μοναῖς καὶ μονώσεσι, τέλος δὲ τὴν ἐνοίκησιν, Χριστοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος, σὺν προσευχαῖς συνεχέσι, τῇ κραταιᾷ Θείᾳ Χάριτι˙ Ἣν εὔχου δοθῆναι, καὶ ἡμῖν τοῖς ἐπαιτοῦσι, τὸ θεῖον ἔλεος.

Στίχος:Στόμα δικαίου ἀποστάζει σοφίαν, χείλη δὲ ἀνδρὸς ἐπίστανται χάριτας.

Χαίροις Ἀθωνικὴ χρυσαυγή, καὶ παγκοσμίου Ἐκκλησίας ὁ πάμφωτος, θεόπεμπτος λύχνος φαίνων, Ἀνατολῇ καὶ Βορρᾷ, καὶ τῷ Νότῳ Δύσει Θείῳ Πνεύματι, ἐν Ἄθῳ κατήρτισαι, ἐν Εὐρώπῃ ἐξέλαμψας, καὶ τῷ Σωτῆρι, μαθητεύων συνήνωσας, τὴν πολύεθνον, Ἐκκλησίαν Σωφρόνιε, δείξας σημεῖον σύνδεσμον ,ψυχῶν καθαρότητα, καὶ προσευχὴν κυκλουμένην, ἔνδον καρδίας τῷ Πνεύματι, σαρκὸς δὲ τοὺς κόπους˙ ἀλλὰ δέου τοῦ Σωτῆρος, ἡμᾶς σωθήσεσθαι.

 

Δόξα... Ἦχος πλ.δ´.

τε κέκληκέ σε Χριστὸς Σωφρόνιε, ἀκολουθεῖν Αὐτῷ νηπίῳ σε ὄντι καὶ Φῶς ἀπαστράπτον Θεότητος δεικνύοντί σοι, πάντες ἠγνόουν σε˙ ἀλλ’ ἐν γῇ ρωσικῇ, θελήσει σου καλῇ, ὑπείκων κλήσει προσέτρεχες Θεῷ˙ καὶ πρὸς ὀλίγον συμποδισθείς, ἀνέστης καὶ τέχναις ζωγράφων ἐθέλχθῃς ἕως οὗ Σταυρὸν ὁρῶν Σωτῆρος καὶ ἔγερσιν, πένθους ἐχόμενος, ἀσκήσει συνεχόμενος, Ἄθω τερπόμενος, δάκρυσι νηχόμενος, δαίμοσι προσπαλαίων ὤφθης Θεοῦ οἶκος, κρημνίζων δαιμόνων οἴκους Σοφίᾳ θεϊκῇ˙ Ποίων γὰρ Ὁσίων ζωὴν οὐκ ἐμιμήθης καὶ ποιμένων Χριστοῦ ἐπιστημόνων ὡσαύτως; ἀφήρπαζες ψυχὰς ἐκ δαιμόνων, ὁ πρώην ὑπ’ αὐτῶν μικρὸν συγκλεισθείς˙ὑμνοῦμέν σε ἐν πάσῃ γῇ βρεττανικῇ, δαιμόνων καταγελῶντα καὶ Χριστῷ προσάγοντα σεσωσμένων τὸν ἐσμόν˙ ὡς δὲ τέκνον Σιλουανοῦ μάκαρος συνεύχεσθε Χριστῷ, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Καὶ νῦν... Θεοτοκίον ὁμόηχον.

νύμφευτε Παρθένε,ἡ τὸν Θεὸν ἀφράστως συλλαβοῦσα σαρκί, Μήτηρ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, σῶν οἰκετῶν παρακλήσεις δέχου Πανάμωμε, ἡ πᾶσι χορηγοῦσα καθαρισμὸν τῶν πταισμάτων, νῦν τὰς ἡμῶν ἱκεσίας προσδεχομένη, δυσώπει σωθῆναι πάντας ἡμᾶς.

 

Νῦν ἀπολύεις. Τὸ τρισάγιον κλπ.

Ἀπολυτίκια

 

Ἦχος α´. Τοὺς τρεῖς Μεγίστους Φωστῆρας.

Φιλοσοφίᾳ ἁγίᾳ τῆς Ἐκκλησίας Σωφρόνιε, καὶ τῇ πολιτείᾳ Σωτῆρος, Ἁγίων Πάντων συνείχεσο˙ ἀνατολῶν ἐμβιβασθεὶς πρὸς τὴν Δύσιν, θείᾳ νεύσει δίδως, Μοναχισμοῦ χρηστότητα θεοΰφαντον˙ ταῖς λάμψεσιν ἀστράπτων Θείου Παρακλήτου διέλυσας, ψηλαφητὸν σκότος ᾅδου, παντὶ ἐν κόσμῳ εὐχόμενος˙ νοῦν κεκρατηκὼς ἐν τῷ ᾅδῃ φαιδρῶς, καὶ Χριστοῦ ἀλήκτως ἐχόμενος, πατρὶ Σιλουανῷ σου, ὁμοῦ ἡμᾶς σωθῆναι εὔχεσθε.

Ἕτερον˙Ἦχος γ´. Τὴν ὡραιότητα.

θω ἡγίασαι, μάκαρ Σωφρόνιε, γῇ ἀσιάτιδι, Φῶς καὶ ἐξέχεας, καὶ τὴν Εὐρώπην πολλαχῶς, λαμπρύνεις καὶ μεγαλύνεις˙ σὺν μικρῷ ποιμνίῳ σου, πάντας λύκους ἐπάταξας, Σέλας τὸ Τρισήλιον, τοῦ Θεοῦ πᾶσιν ἔφανας, καὶ δὸς τῆς μετανοίας τοὺς θρήνους, ἡμῖν Χριστῷ ἀνάγων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Δόξα... Ἄλλο˙

Ἦχος πλ.α´. Τὸν Συνάναρχον Λόγον.

Καρτερώτατε πάτερ σοφὲ Σωφρόνιε, τῶν φιλοσόφων τὸ φάος καὶ θεολόγων κρηπίς, Μοναχῶν ὑφηγητὰ καὶ τῆς ἀσκήσεως˙ ἀλλοτριοῖς γὰρ σκοτασμῶν, δαιμονίων καὶ Χριστῷ εὐκόλως ἡμᾶς προσάγεις˙ ᾯ εὔχου ἡμᾶς στοιχεῖν σοι, Σιλουανῷ ὁμοῦ σου γέροντι.

 

Καὶ νῦν... Θεοτοκίον ὅμοιον.

Χαῖρε πύλη Κυρίου ἡ ἀδιόδευτος˙ χαῖρε, τεῖχος καὶ σκέπη τῶν προστρεχόντων εἰς σέ˙ χαῖρε ἀχείμαστε λιμήν καὶ ἀπειρόγαμε, ἡ τεκοῦσα ἐν σαρκί τὸν Ποιητήν σου καὶ Θεόν, πρεσβεύουσα μὴ ἐλλείπῃς, ὑπὲρ τῶν ἀνυμνούντων, καὶ προσκυνούντων τὸν τόκον σου.

 

Ἀπόλυσις.

 

 

ΕΝ Τῼ ΟΡΘΡῼ

Ἑξάψαλμος. Θεὸς Κύριος κλπ. ὡς εἰς τὸν Ἑσπερινόν· Κατόπιν τὰ Καθίσματα τοῦ Ψαλτηρίου.

Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν. Κάθισμα.

 

Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.

Σωφρόνιε λαμπάς, τοῦ Χριστοῦ ἐν Ἑώᾳ, καὶ Δύσει χαρωπὴ καὶ φωταύγεια Ἄθω, Μονῇ Παντελεήμονος, ἀθλοφόρου ἡγίασαι, καὶ ἀπόκρημνα, ἐρημητήρια ἔχεις, ὡς δακρύων σου, τῶν πενθηρῶν ἀποδείξεις· ἡμᾶς δ’ εὔχου σώζεσθαι.

 

Δόξα... Καὶ νῦν... Θεοτοκίον ὅμοιον.

Μητρόθεε κρατεῖς, Σωφρονίου λαμπάδα, ἀγλάϊσμα Φωτός, δίδως τούτῳ εὐκόλως, καὶ τοῦτον παμφαέστατον, Δύσει ἄγεις μονάζοντα, σὺν τῷ γέροντι, Σιλουανῷ σου τεκνίοις, Ἄθω Ὄρους σου, ἡμᾶς Παρθένε δὲ ἄγε, Υἱῷ σου ὡς παῖδάς σου.

 

Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν. Κάθισμα.

Ἦχος δ΄. Κατεπλάγη Ἰωσήφ.

ζωγράφεις τεχνικῶς, ἀλλ’ ἐνεπνεύσθης θεϊκῶς, ἠλλοτρίωσαι σαφῶς, ἐκ τῶν ματαίων κοσμικῶν, καὶ δαιμονίων ἀπάτης τῆς φερομένης, Ἀσίας Ἰνδιῶν, καὶ διεχώρισας, τὸ Φῶς Χριστοῦ ὁρῶν, ἐκτρίβων κλέπτοντας, πολλοὺς καὶ πλάνους δολίους, Χριστοῦ τῷ πόθῳ ἐχόμενος· ᾯ εὔχου σώζειν ἡμᾶς ἐσχάτους, ὦ Σωφρόνιε ἄριστε.

 

Δόξα... Kαὶ νῦν... Θεοτοκίον ὅμοιον.

Παντάνασσα ἡμᾶς, κύκλου δυνάμει σοῦ Υἱοῦ, καὶ ὀδύνας τοῦ Σταυροῦ, ἡμῖν μιμνήσκεσθαι συχνῶς, τάχει βοήθει καὶ Πάθη τὰ σωτήρια, ἀεὶ δ’ ἐκμελετᾶν, ὥσπερ Σωφρόνιος, ὁμοῦ Σιλουανός, καὶ καταμέμφεσθαι, μόνης ραθύμου γνώμης τῆς ἔνδον, ἐξ ἑαυτῶν προϊούσης τε· ἀλλ΄ ἔρχου σῷζε καὶ μὴ ἐάσῃς, καὶ ἡμᾶς κολασθῆναι.

 

Μετὰ τὸν Πολυέλεον. Κάθισμα.

Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Μετενόεις φερέπονε ἀληθῶς, ἐλειτούργεις ἀξίως καὶ συνεχῶς, Σωφρόνιε Ἄθωνι, ἱερεῦ τελειότατε, δαιμόνων πάντα λύων, σαθρὰ μηχανήματα, καὶ τὰς νηστείας ἔχων, ὡς ἔδεσμα ἥδιστον, καὶ τὰς ἀγρυπνίας, ἐν συνθήκαις ἀγρίαις, κρατῶν νοῦν εἰς τάρταρα, τὰ τοῦ ᾅδου ἐχόμενος, τοῦ Χριστοῦ καὶ δεόμενος· ὅθεν καὶ ποιμένα καλόν, σὲ δεικνύει πάντας προστατεύοντα, Θεὸς ᾯ εὔχου σωθῆναι, τοὺς πιστῶς τιμῶντάς σε.

 

Δόξα... Kαὶ νῦν... Θεοτοκίον ὅμοιον.

ς θεράπων Υἱοῦ σου ὑπηρετεῖ, Ἐκκλησίαν Ἁγίων πανευλαβῶς, ὁ μύστης σου Δέσποινα καὶ σοφίας ἀνάπλεως, ἐν γαλλικῇ τῇ χώρᾳ διδάσκων ἐν Πνεύματι, βρεττανικῇ δὲ νήσῳ, δομήσας σκηνώματα, τὰ τῶν Μοναζόντων καθαρᾷ διανοίᾳ, πυρίπνους εὐχόμενος, λειτουργῶν καὶ κρατούμενος, θεωρίᾳ τοῦ Πνεύματος, μένων τῷ ἀκτίστῳ Φωτί, καὶ πληθύνων ποίμνια Ὀρθόδοξα, μεθ’ οὗ εὔχου Παρθένε, ἡμᾶς διασῴζεσθαι.

 

Οἱ Ἀναβαθμοί· τὸ α΄ ἀντίφωνον τοῦ δ΄ ἤχου...

Προκείμενον· Tὸ στόμα μου λαλήσει σοφίαν καὶ ἡ μελέτη τῆς καρδίας μου σύνεσιν. (δίς)

Στίχος·Οἱ ἱερεῖς σου Κύριε ἐνδύσονται δικαιοσύνην καὶ οἱ Ὅσιοί σου ἀγαλλιάσει ἀγαλλιάσονται.

Καὶ πάλιν· Τὸ στόμα μου λαλήσει σοφίαν καὶ ἡ μελέτη τῆς καρδίας μου σύνεσιν.

 

Πᾶσα πνοή... Εὐαγγέλιον Ὁσιακόν, ὁ Ν΄ Ψαλμός

Δόξα...

Ταῖς τοῦ σοῦ Ὁσίου πρεσβείαις Ἐλεῆμον ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καὶ νῦν...

Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχος·Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.

 

Ἰδιόμελον· Ἦχος πλ. β΄.

Φῶς ἄκτιστον, Ἐνέργειαν καὶ Δόξαν καὶ Ἔλλαμψιν Θεοῦ ἔδειξας Σωφρόνιε, ὥσπερ πολλοὶ τῶν Ἁγίων, ὧν πολίτευμα ἔσχηκας καὶ ἀπόλιδας Μοναχοὺς ἐμόρφωσας δωρεὰν καὶ πᾶσι λαοῖς θύρας μετανοίας εὐκόλους ἠνέῳξας, ἐξάγων πολλοὺς φυλακῶν σκοτεινῶν δαιμονίων παθῶν καὶ πικρῶν ἀνομιῶν· ἔρχου ἡμῖν πάτερ μετὰ Σιλουανοῦ πατρός σου θαυμαστοῦ καὶ μετὰ Ἁγίων πολλῶν Ἀνατολῶν καὶ Δυσμῶν νουθετῶν ἡμᾶς πενθεῖν, κακοπαθεῖν καὶ πάσχειν ὑπὲρ Χριστοῦ καὶ δαίμονας ἐκτρίβειν πολλαχῶς καὶ μὴ δειλιᾶν Χριστῷ συσταυροῦσθαι καὶ Ἀναστάσεως Χάριν προσδοκᾶν, Χριστῷ ἡμᾶς συνεχομένους καὶ Ἁγίοις Πᾶσι φιλιουμένους, μεθ’ ὧν εὔχου ᾅδου λυτρωθῆναι καὶ πολίτας οὐρανῶν γενηθῆναι ἡμᾶς εἰς τοὺς αἰῶνας.

 

Εἶτα οἱ Κανόνες:

α΄) Τῆς Θεοτόκου, εἴτε τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου, Σαββάτου ε΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, εἴτε τῆς Παρακλητικῆς τοῦ δ΄ ἤχου, εἴτε τῶν Θεοτοκαρίων δ΄ ἤχου, εἴτε τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου, ὅνπερ ἐποίησεν εἰς τὴν ἀκολουθίαν Ὁσίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου.

β΄) Ὁ προτιθέμενος ἐφεξῆς τοῦ Ὁσίου γέροντος Σωφρονίου.

 

ᾨδὴ α΄. Ἦχος δ΄. Ὁ Εἱρμός.

»Ἀνοίξω τὸ στόμα μου, καὶ πληρωθήσεται Πνεύματος, καὶ λόγον ἐρεύξομαι, τῇ Βασιλίδι Μητρί, καὶ ὀφθήσομαι, φαιδρῶς πανηγυρίζων, καὶ ᾄσω γηθόμενος, ταύτης τὰ θαύματα.

Τροπάρια

Τριὰς Πανακήρατε, μόνη Θεότης ἀξίωσον, ἡμᾶς τὸν Σωφρόνιον, ὕμνοις τιμήσασθαι, ὥσπερ γνήσιον, εὐγνώμονά σου δοῦλον, ἡμῶν δὲ ἐκφάντορα, τῶν μυστηρίων σου.

Σωφρόνιε πέφυκας, ἐν ρωσικῇ χώρᾳ δόκιμος, Χριστῷ στοιχειούμενος, καὶ ὁδηγούμενος, φόβῳ ἄνωθεν, εἰς θείαν Βασιλείαν, ἥν εὔχου δωρήσασθαι, Κύριος τέκνοις σου.

Εὐλάβειαν ἔφθασας, καὶ τὴν ἁγνότητα πρώτιστε, εὐχόμενος πάντοτε, ὅμως προσέκοψας, ἀσιάτιδι, παγίδι ὀκνηρίας, Σωφρόνιε λύτρωσαι, ταύτης τὴν ποίμνην σου.

Θεὸς σε ἐφώτισε, καὶ ἐκ βοθύνων ἀνήγαγε, καὶ Φῶς χαροπάροχον, εἶδες Σωφρόνιε, τοῦ Σωτῆρος σου, ἑλκύον μετανοίᾳ· ἀλλ’ εὔχου τοῦ πένθους σου, ἔχεσθαι τέκνα σου.

Θεοτοκίον

σχάτους ἡγίασε, πολυαρίθμους καὶ ἔσωσεν, Υἱός σου Πανύμνητε, καὶ Ἀειπάρθενε, ὅμως λάβε νῦν, Σωφρόνιον ἱκέτην, δακρύων τὸν ἔμπλεων, πρέσβυν τῶν δούλων σου.

 

ᾨδὴ γ΄. Ὁ Εἱρμός.

»Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους Θεοτόκε, ὡς ζῶσα καὶ ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον· καὶ ἐν τῇ θείᾳ δόξῃ σου, στεφάνων δόξης ἀξίωσον.

Τροπάρια

Φυγὼν ὦ Σωφρόνιε ταχέως, τῶν βρόχων σατὰν τοῦ δολεροῦ, τῆς πλάνης κατεγέλασας, Ἀλήθειαν κεκράτηκας, Χριστὸν Ζωὴν καὶ Δύναμιν, ἐν ᾯ ἡμῶν πάντων μέμνησο.

Τὰς τέχνας φιλῶν καὶ παραστάσεις, σχεδίων ὁρῶν ἐπιμελῶς, ζωγράφων τύπους ἔσχηκας, ἀλλ’ ὅμως πάλιν ἔφυγες, Χριστοῦ μολών τοῖς ἴχνεσιν, ἅπερ ἡμῖν νῦν ἐγχάραττε.

Φωτὶ θειωτάτῳ κατελλάμφθης, ὡς μύστης Σωτῆρος καὶ ποθῶν, Αὐτοῦ θεῖα σκηνώματα, τῷ Ἄθῳ προσεπέλασας, καὶ τῇ Μονῇ τοῦ μάρτυρος, Παντελεήμονος πέπηγας.

πήκοος ὤφθης τῷ Σωτῆρι, ἐντὸς συνοδίας Μοναχῶν, καὶ ἔσχατος γεγένησαι, σκληρῶς δὲ προσεπάλαισας, καταβαλεῖν τοὺς δαίμονας, καὶ πονηρά τούτων ἔνεδρα.

Θεοτοκίον

Ηὐλόγεις ἀπείρως Θεομῆτορ, Σωφρόνιον μέσον Μοναχῶν, πολλῶν καὶ σὺν τῷ γέροντι, σεπτῷ αὐτοῦ ὡς τέκνα σου, Σιλουανῷ ἀλλ’ ἔπιδε, ἡμῖν ἀθλίοις Πανάμωμε.

 

Κάθισμα, Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον.

Πειρασμῶν τῶν ἀγρίων τὰς προσβολάς, ὑπομένων Σωφρόνιε καρτερῶς, δαιμόνων τὰ πλήγματα, ταῖς νυξὶ καθυπέμεινας, καὶ ἐν ἡμέραις κόπους, οὕς ἔτλης φερέπονε, ἐργασιῶν ποικίλων Μονῆς τίς ἂν ἔγνωκεν; ὅθεν ἀναβάσεις Θείῳ Πνεύματι ἔσχες, καρδίᾳ καὶ οἴκησιν, τοῦ Θεοῦ τὴν παμπόθητον, ἐν ψυχῇ σου ἀλλ’ αἴτησαι· πάντας Μοναχοὺς συστοιχεῖν, καὶ ἐν κόσμῳ πάντας τοῖς ἀγῶσί σου, καὶ μετὰ πόθου προστρέχειν, Χριστῷ διασώζοντι.

Δόξα... Καὶ νῦν... Θεοτοκίον ὅμοιον.

Συγγραμμάτων αἱ βίβλοι ὦ Μαριάμ, Θεομῆτορ ὑπάρχουσι πολλαπλαῖ, καλοῦ Σωφρονίου σου, καὶ εὐγνώμονος δούλου σου, Σιλουανῷ στοιχοῦντι, καὶ σοὶ Ἀπειρόγαμε, καὶ δαιμονίων κλῶντι, γαυρίαμα πάντοθεν· ὅθεν τοὺς ἐν Ἄθῳ Μοναχούς καὶ παντοίους, ἐν κόσμῳ στοιχήσαντας, τούτοις σῷζε Πανάμωμε, καὶ σὲ πόθῳ γεραίροντας, ἵνα τὸν Σταυρὸν τοῦ Υἱοῦ, καὶ Θεοῦ σου αἴρωμεν προσμένοντες, Ἀναστάσεως δόξαν, Αὐτοῦ ἀκατάλυτον.

 

ᾨδὴ δ΄. Ὁ Εἱρμός.

»Ὁ καθήμενος ἐν δόξῃ, ἐπὶ θρόνου Θεότητος, ἐν νεφέλῃ κούφῃ, ἦλθεν Ἰησοῦς ὁ ὑπέρθεος, τῇ ἀκηράτῳ παλάμῃ, καὶ διέσωσε, τοὺς κραυγάζοντας· δόξα Χριστὲ τῇ δυνάμει σου.

Τροπάρια

Χρόνους πλείστους Κοινοβίῳ, ἐκαρτέρεις Σωφρόνιε, καὶ πρὸς ἐρημίας, πάντοτε ὑπείκων ἐχώρησας, πολεμιστὰ δαιμονίων βράχοις Ἄθωνος, καὶ τῆς νήψεως, μύστα Χριστῷ Ὁσιώτατε.

Βραχοὺς εἴασας θαλάσσῃ, παραλίους Σωφρόνιε, εὗρες νέον τόπον, ἐρημητηρίου καὶ σπήλαιον, ἔγγιστα ἄλλης Μονῆς Παύλου ἀδάμαντος, μεθ’ οὗ πρέσβευε, πένθος Χριστῷ δοῦναι τέκνοις σου.

Κλῆσις θεία καὶ ἀνθρώπων, εὐλαβῶν σοι ἐγένετο, τῇ ἱερωσύνῃ, καὶ πνευματικῇ τῇ πατρότητι· πάλιν δ’ ὑπείκεις σωφρόνως ὦ Σωφρόνιε, καὶ ἐν Ἄθωνι, πλείστους ὡδήγεις ἐν Πνεύματι.

Τὰ Κοινόβια τοῦ Ἄθω, εὐγνωμόνως Σωφρόνιε, σὲ Χριστοῦ τὸν μύστην, ἔσχον καὶ διδάσκαλον Πνεύματι, ποδηγετοῦντα πολλοὺς πρὸς Παράδεισον, εἰρηνεύοντα, χαριτοβρύτως τὰ πνεύματα.

Θεοτοκίον

Κλῆρον ἔσχες Παναγία, Θεονύμφευτε Ὄρος σου, Ἄθω ἀλλὰ πάντας, τοὺς πειραζομένους διάσῳζε, προσοχθισμάτων κακίας ἀπογνώσεως· δράμε Δέσποινα, ἕλκε ἡμᾶς ᾅδου κράζομεν.

 

ᾨδὴ ε΄. Ὁ Εἱρμός.

»Ἐξέστη τὰ σύμπαντα, ἐπὶ τῇ θείᾳ δόξῃ σου, σὺ γὰρ ἀπειρόγαμε Παρθένε, ἔσχες ἐν μήτρᾳ, τὸν ἐπὶ πάντων Θεόν, καὶ τέτοκας ἄχρονον Υἱόν, πᾶσι τοῖς ὑμνοῦσί σε, σωτηρίαν βραβεύοντα.

Τροπάρια

Καὶ πάλιν σε κέκληκε, Χριστὸς ὥσπερ ὑπήκοον, μάκαρ ὦ Σωφρόνιε ποιμαίνειν, πρόβατα τούτου Εὐρώπῃ μένοντα, γῇ γαλατικῇ καὶ τῷ λιμῷ, Πνεύματος τηκόμενα, ἅπερ ἔθρεψας λόγοις σου.

Εὐρώπῃ διέλαμπον, τῷ πάλαι πλεῖστοι Ἅγιοι, οὕς καὶ παρεκίνεις τοῦ μιμεῖσθαι, τέκνα σου πάντα, πιστὰ Σωφρόνιε, ἅμα σὺν Ὁσίᾳ θαυμαστῇ, κλήσει Γενεβιέβῃ τε, ἧς καὶ μνήμην τετίμηκας.

Φωτὸς θείου ἔμπλεως, διέβης καὶ τὴν θάλατταν, καὶ ἀπεβιβάσθης Βρεττανίᾳ, μένων ἀπαύστως πτωχὸς τῷ πνεύματι, πένθους χαρωποῦ καὶ προσευχῶν, οἶκος τιμαλφέστατος, καὶ ξενίζεις τοὺς πάσχοντας.

ς ἥλιος ηὔγασας, τὴν νῆσον καὶ κατηύφρανας, δήμους Βρεττανίας Ὀρθοδόξοις, λόγοις καὶ ἔργοις σοφὲ Σωφρόνιε, μνήμην ἐγκαινίζων παλαιῶν, ἐπιλελησμένων τε, τῶν Ἁγίων τῆς Δύσεως.

Θεοτοκίον

Προείρηκε Δέσποινα, Υἱός σου καὶ Θεάνθρωπος, τί ἐρεῖτε Κύριε ματαίως; καὶ οὐ ποιεῖτε, ἅπερ ἐντέλλομαι· ὅμως κἂν ἐν τέλει καὶ ἡμᾶς, σῶσον Παναμώμητε, μετανοίᾳ καὶ δάκρυσιν.

 

ᾨδὴ ϛ΄. Ὁ Εἱρμός.

»Τὴν θείαν ταύτην καὶ πάντιμον, τελοῦντες ἑορτὴν οἱ θεόφρονες, τῆς Θεομήτορος, δεῦτε τὰς χεῖρας κροτήσωμεν, τὸν ἐξ αὐτῆς τεχθέντα Θεὸν δοξάζοντες.

Τροπάρια

Μονὴν ἐγείρεις Σωφρόνιε, ἐν γῇ βρεττανικῇ καὶ σκηνώματα, θεῖα Ὀρθόδοξα, ὅμως τὴν πίστιν σου ἔδειξας, ἐκ τῶν σεπτῶν σου ἔργων, Χριστομιμήτων σου.

Συνάγεις ποίμνην Ὀρθόδοξον, στοιχεῖς ταῖς παραδόσεσιν Ἄθωνος, Θείῳ ἐν Πνεύματι, ζῶν κἂν ἐν μέσῳ αἱρέσεων, πολυπληθῶν ἀνθρώπων, καὶ περιστάσεων.

ς λύχνος τέθεισαι ἄνωθεν, λυχνίᾳ Ὀρθοδόξῳ Σωφρόνιε, πόλις δ’ ἐπ’ ὄρους τε οὐκ ἀπεκρύβης φωτίζοντος, σὲ τοῦ Χριστοῦ ἀλείπτως, ὡς μύστην τέλειον.

Πτωχείᾳ πάσῃ κεκόσμηται, Μονή σου τοῦ Προδρόμου Σωφρόνιε, οὗ καὶ ἐφείπεσο, ὅμως πλουτῶν Θείῳ Πνεύματι, προαιρουμένους πάντας πλουτίζεις Χάριτι.

Θεοτοκίον

Σταυρῷ Υἱοῦ σου παρέστηκας, Μητρόθεε θρηνοῦσα ὠλόλυζες, βλέπουσα ἄδικον, τούτου σφαγὴν καὶ ἑκούσιον, ἀλλὰ ἡμᾶς τῷ πένθει σῶσον καὶ θλίψεσιν.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ΄. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Θεολόγος πέφηνας, θείου Φωτὸς καὶ ἀκτίστου, πλήρης ὤν τῆς Χάριτος, ἄνωθεν Πνεύματος μόνου, πρέσβευε, φιλοσοφίας σου ἐχομένους, τρόποις δέ, Χριστομιμήτοις σου ἑπομένους· ὦ Σωφρόνιε σωθῆναι, ἐλέει πάντως, τοῦ Παντοκράτορος.

 

Ὁ Οἶκος.

Τὶς ἐκδιηγήσεται Σωφρονίου ἄθλους τοῦ ἐσχάτως διαλάμψαντος Πνεύματι, καὶ βιώσαντος Χάριτι Παύλου Ἀποστόλου ρήματα· Χριστῷ συνεσταύρωμαι, ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός, εἴπερ τὸ ζῆν Χριστῷ μόνῳ, ἔστι ζωὴ καὶ τὸ ἀποθανεῖν κέρδος, καὶ ἡμῖν ἐχαρίσθη πάσχειν ὑπὲρ Χριστοῦ· οὐ μόνον τὸ εἰς Χριστὸν πιστεύειν· διὸ τιμᾶν Σωφρόνιον χρέος καὶ ὄφλημα Χριστιανῶν ἐστίν, ὁπηνίκα βίον τούτου πᾶς ὁρᾷ, βίβλους τούτου πᾶς οἶδε, λόγους ἤκουσε τούτου Ὀρθόδοξος πληθὺς Ἑώας καὶ Δυσμῶν, Νότου καὶ Βορρᾶ, Ἄθω καὶ ἐσμὸς ἐθνῶν ἁπάντων καὶ λαῶν· μετανοίας κῆρυξ γέγονε, ζωγράφων ἑλκυστὴρ πρὸς θείαν βιοτήν, Μοναχῶν φωταγωγός, ἱερέων καὶ ποιμένων ὁδηγός, φιλοσόφων θεολόγων ἑνοποιὸς πρὸς Χριστοῦ Σοφίαν καὶ Βασιλείαν· τῆς δὲ ταπεινώσεως Σωτῆρος ἄκρας κενωτικῆς μέχρις ᾅδου ἦν μιμητής, ὁμοῦ Σιλουανῷ αὐτοῦ γυμναστῇ καὶ Ἄθω Ὁσίοις, Εὐρώπης πάλαι Ἁγίοις καὶ ρωσικῆς γῆς πολλοῖς καταργοῦσιν Ἀσίας σκότη καὶ ἄγουσι Σιὼν Ἄνω ἀσφαλῶς· πρὸς οὕς πάντες εἴπωμεν· Σωφρόνιε πάτερ πρέσβευε σὺν τοῖς Ἁγίοις πᾶσιν, ἡμᾶς σωθῆναι, ἐλέει πάντως τοῦ Παντοκράτορος.

 

Συναξάριον.

Τῇ 11ῃ τοῦ μηνὸς Ἰουλίου, μνήμην ἑορτάζομεν καὶ ἐπιτελοῦμεν τοῦ Ὁσίου Γέροντος Σωφρονίου (Σαχάρωφ)ἐκ Ρωσίας, ἐν Ἄθῳ διαλάμψαντος καὶ ἐν Εὐρώπῃ, γαλλικῇ γῇ, βρεττανικῇ νήσῳ τέλος, ἔνθα καὶ Μονὴν Τιμίου Προδρόμου ἐδομήσατο, καὶ ἕως ἡμῶν, ἐν χρόνοις ἐσχάτοις ὑπάρχουσαν, Ὀρθοδοξίας ἐχομένης ἐν παντί. 1896-1993.

 

Στίχοι.

Σωφρόνιε μάκαρ Φωτὶ τῷ Ἀπλέτῳ·

ζῶν τοῦ Σωτῆρος ἡμᾶς ζώωσον πάντας.

Πνεύματι Θείῳ εὐχαῖς σου μετανοίας,

ὁδοὺς δίδαξον τοὺς ἀεί σε τιμῶντας·

δὸς δὲ πτωχείᾳ πνεύματος ἕπεσθαί σοι·

ἀκολουθεῖν σοι ἅμα ὡς ἠκολούθεις·

Χριστῷ ἁγίοις καὶ μόνῃ Θεοτόκῳ,

πρὸς Παραδείσου πατρίδα Σιὼν Ἄνω·

κατάργει πάσας δ’ ἀναστροφὰς ματαίας,

ἡμᾶς στοιχειῶν φόβῳ θείας Σοφίας

καὶ δὸς φιλοσοφεῖν, ἀγαπᾶν Σωτῆρα,

ὡς ἐνετείλατο ἡμῖν Εὐεργέτης·

Οὗτος ὁ Ὤν καὶ Ἦν καὶ ὁ Ἐρχόμενος·

Ἄχρονος, Προαιώνιος, Ἀπέραντος,

Ἀκατάληπτος, Οὗ γνώρισμα Οὐσίας,

τὸ ὑπὲρ παντὸς κεῖσθαι τοῦ γνωρίσματος

κτίσει Αὐτοῦ, ἐκ μὴ ὄντων παραχθείσῃ,

Αὐτοῦ τῇ Δυνάμει Ἀπείρῳ καὶ Οὔσῃ.

Καὶ τὰ ἐπίλοιπα τοῦ Συναξαριστοῦ.

 

ᾨδὴ ζ΄. Ὁ Εἱρμός.

»Οὐκ ἐλάτρευσαν τῇ κτίσει οἱ θεόφρονες, παρὰ τὸν Κτίσαντα, ἀλλὰ πυρὸς ἀπειλήν, ἀνδρείως πατήσαντες, χαίροντες ἔψαλλον· Ὑπερύμνητε, ὁ τῶν Πατέρων Κύριος, καὶ Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Τροπάρια

Σωφρονέστατε, Σωφρόνιε ὑπήνεγκας, τὰς ἀσθενείας σου, πολυπληθεῖς καὶ πικράς, καὶ ἔχαιρες πάντοτε, τῇ προσδοκίᾳ σου, προσευχόμενος, Χριστῷ ἀλήκτως δοῦναι σοι, σὺν Ἁγίοις Βασιλείαν.

Κατεπάλαισας, βελίαρ σὺν τοῖς δαίμοσι, καὶ κατεγέλασας, μωρῶν στιφῶν δυστυχῶν, προστρέχων ἑκάστοτε Πνεύματος Χάριτι, προσευχόμενος, ἀδιαλείπτως Ὅσιε, ὑπὲρ πάντων τοῦ σωθῆναι.

περήφανα, Ἀσίας τὰ θρησκεύματα, καὶ προσοχθίσματα, καὶ βδελυρὰ ἀπῳθεῖς, ἀρνούμενα πάντοθεν, Κύριον Ἅγιον, Τρισυπόστατον, Ζωαρχικὸν συνέχοντα, τῇ δρακὶ τὴν κτίσιν πᾶσαν.

ξουδένωσας, ὑπόκρισιν θρησκεύματος, τοῦ διαλύοντος τὰς σωτηρίους ὁδούς, Χριστοῦ ταπεινώσως, ᾯ καὶ προσκόπτουσιν, ἀφρονέστατοι, ἀδυναμίᾳ χρώμενοι, τῶν δαιμόνων καὶ ἀνοίᾳ.

Θεοτοκίον

Θεονύμφευτε, Υἱός σου ἐνετείλατο, τῆς ταπεινώσεως, ἡμᾶς ὁδεύειν ὁδοῖς, ἐχθροὺς ἀγαπήσασθαι, καὶ τοῦ ἀπέχεσθαι, ἀσελγείας τε, ἀλλὰ ἡμᾶς ὁδήγησον, ἀτραποῖς σου θεαρέστοις.

 

ᾨδὴ η΄. Ὁ Εἱρμός.

»Παῖδας εὐαγεῖς ἐν τῇ καμίνῳ, ὁ τόκος τῆς Θεοτόκου διεσώσατο, τότε μὲν τυπούμενος, νῦν δὲ ἐνεργούμενος, τὴν οἰκουμένην ἅπασαν, ἀγείρει ψάλλουσαν. Τὸν Κύριον ὑμνεῖτε τὰ ἔργα, καὶ ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Τροπάρια

Μείζονα ἀγάπην τοῦ Σωτῆρος, οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἐναπέδειξεν, ὥσπερ διεκήρυξας, πᾶσι καὶ ἐβίωσας αὐταπαρνήσει ἕτοιμος, παθεῖν κακώσασθαι, τῷ σώματι, καὶ ἔνδοθεν κλαίειν, καὶ ὑπὲρ ἁπάντων, προσεύχεσθαι σωθῆναι.

Κάθοδον τοῦ νοῦ αὐτομεμψίᾳ, τῷ ᾅδῃ καὶ τῇ ἐλπίδι τοῦ Παντάνακτος, ἔσχες ἔργον ἄριστον, τοῦτο δὲ παρέδωκας, Σιλουανοῦ ἐχόμενος, πατρός σου πάντοτε, Σωφρόνιε, καὶ πάντων Ἁγίων, ὧν εὐχαῖς προστίθει, δεήσεις ὑπὲρ κόσμου.

Φῶτα ἀσθενῆ καὶ κλοπιμαῖα, δαιμόνων καὶ εὐκολώτατα κατέσβεσας, λάμψεσι τοῦ ἄνωθεν, Πνεύματος τῆς Χάριτος, καὶ ἀγωγαῖς ἀσκήσεως κλαυθμοῦ συντρίβοντος, σκληρότητα, καρδίας ἀπόνου, καὶ ἀναισθητούσης, οἰκτρῶς καὶ παναθλίως.

Δάκρυα ἐκχέειν δῶρον πέλει, Χριστοῦ τοῦ ἐν ταπεινώσει ἐπεμβαίνοντος, δόντος Χάριν ἄφθονον, ἔλεον ἀνείκαστον, ὡς ἐν ταῖς βίβλοις γέγραφας, σοφὲ Σωφρόνιε, ὡς ἔμπλεως, Φωτὸς τοῦ ἀκτίστου, οὗ μετέχειν εὔχου, ἡμᾶς εἰς τοὺς αἰῶνας.

Θεοτοκίον

Γῆν βρεττανικὴν τοῖς χρυσαυγέσι, Θεόνυμφε λόγοις κατελάμπρυνε, Δέσποινα Σωφρόνιος, τῇ ἐπιστασίᾳ σου, καὶκραταιᾷ δυνάμει σου, ἀλλὰ ἱκάνωσον, τὸ ποίμνιον αὐτοῦ καὶ Προδρόμου, μετὰ σοῦ προστάτου, σωθῆναι εἰς αἰῶνας.

 

ᾨδὴ θ΄. Ὁ Εἱρμός.

»Ἅπας γηγενής, σκιρτάτω τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος, πανηγυριζέτω δέ, ἀΰλων Νόων φύσις γεραίρουσα, τὰ ἱερὰ θαυμάσια τῆς Θεομήτορος, καὶ βοάτω· Χαίροις παμμακάριστε, Θεοτόκε Ἁγνὴ Ἀειπάρθενε.

Τροπάρια

Χαίρει οὐρανός, μυριάδων συστήματα, τὰ ὑπερκόσμια, βλέποντα ἀγῶνας σου, ἐν Ἄθῳ Ὄρει, Εὐρώπῃ ἅμα τε, καὶ ἐπιστήμην μείζονα τὴν ἁγιάζουσαν, τοὺς ἀνθρώπους, νῆψιν ἀδιάλειπτον, προσευχὴν καὶ τοὺς κόπους τοῦ σώματος.

Πᾶσι φαεινός, ὁ βίος Σωφρόνιε, τῆς μετανοίας σου, καὶ ἡ δημοσίευσις, μωρῶν τοῦ βούδα παγίδων βίβλων τε, ἀπατηλῶν καὶ γέλωτος ἀξίων Ὕπερθεν, φωταυγείᾳ Πνεύματος πατάσσοντος, καὶ ἐκτρίβοντος δαίμονας τάχιον.

Γέγονας σαλός, Χριστῷ ὁμοιούμενος πάτερ Σωφρόνιε, ἄκρᾳ ταπεινώσει σου, ἀκάκῳ ἤθει, πλείστῃ ἀγάπῃ σου, ὥστε διδάξαι ἅπαντας τὸν ἐλαφρότατον, τοῦ Σωτῆρος, φόρτον δικαιώματα, δικαιοῦντα ἡμᾶς εὐκολώτατα.

Κάθαρσιν ψυχῆς, ἀπέδειξας εὔκολον, μάκαρ Σωφρόνιε, καὶ τῆς ματαιότητος, πολλοὺς τοὺς πόνους κόπους ἐπόμπευσας, ἄνω ὁδοὺς καὶ Σταύρωσιν, Χριστοῦ καὶ Ἔγερσιν, παραβάλλων, πρὸς τὰ καταχθόνια, κοπιῶντα ἀθλίως δαιμόνια.

Θεοτοκίον

ψωσον ἡμᾶς, Μαρία Παντάνασσα, πρὸς τὰ οὐράνια, Κλίμακι ἀνέρχεσθαι, ἀσκήσει βίᾳ βαθμοὺς καθάρσεως, καὶ φωτισμοῦ Θεώσεως καὶ μὴ στραφήσεσθαι, ἐν ματαίοις, δὸς καὶ συναγάλλεσθαι, μεθ’ Ἁγίων αἰῶνας εἰς ξύμπαντας.

 

Ἐξαποστειλάρια

Ἦχος β΄. Γυναῖκες ἀκουτίσθητε.

Σωφρόνιε τετέλεκας, τοὺς δρόμους τῆς ἀσκήσεως, καὶ παραδόσεως εἴχου, πνευματικῆς ἐσωτέρας, μὴ καταργῶν καὶ τοὺς τύπους, τῆς Ἐκκλησίας Σωτῆρος· πολλὰ δὲ ἔθνη φώτισον, ἔχεσθαι Θείου Πνεύματος, ἐν πένθει καὶ ταπεινώσει, καὶ μετανοίας τοῖς τρόποις.

 

Ἕτερον· Τοῖς Μαθηταῖς συνέλθωμεν.

Σιλουανὸν ὑπέδειξας, σὺν πολλοῖς τοῖς Ἁγίοις, ἐν μέσῳ ζῶντας θλίψεων, ἀπτοήτους ἀσείστους, ὥσπερ Σωφρόνιε ἔζης, σκληροτάτοις ἐν τρόποις, μετανοῶν ἑκάστοτε, μὴ στρεφόμενος κάτω, ἀλλὰ Φωτός, μέθεξιν ἀκτίστου ἔχων ἐν κτίσει, καίπερ ἀκτήμων γέγονας, νῦν πλουτεῖς αἰωνίως.

Θεοτοκίον ὅμοιον.

Μαρία δύο τέκνα σου, ἐν Ἁγίῳ σου Ὄρει, μητροπρεπῶς ἡγίασας, σὺν ἀπείροις χορείαις, σοὶ ἑπομέναις Ἁγίων, μιμητῶν τοῦ Υἱοῦ σου, Σιλουανὸν Σωφρόνιον, ἐν καιροῖς τοῖς ἐσχάτοις, πρωταρχικῶς, δοῦσα μετανοίας Χάριν μεγίστην, ὥστε ἡμεῖς στομούμενοι, μεταγνῶμεν ἀξίως.

 

ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΝΟΥΣ

Πᾶσα πνοή…ἐν οἷς ἱστῶμεν στίχους ϛ´ καὶ ψάλλομεν στιχηρὰ προσόμοια.

Ἦχος α´. Τῶν οὐρανίων ταγμάτων.

Χαίροις Σωφρόνιε πάτερ, λαμπροφορούμενος, Χριστοῦ ἐν Βασιλείᾳ, μετοχαῖς τοῦ ἀκτίστου, ἄνω ἀκηράτου θείου Φωτός, νικηφόρως τερπόμενος, ἀπαλλαγεὶς τῶν τοῦ ᾅδου βασανισμῶν˙ ἀλλ’ ἡμῶν ἁπάντων μέμνησο.

Χαίροις Σωφρόνιε δόξα, τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ, καὶ τῶν ἐν Ἄθῳ κλέος, Μοναχῶν καὶ τοῦ κόσμου, κήρυγμα πυρίνοις σου λόγοις σεπτόν, καὶ ἐγχάραγμα βίβλων σου, τὸ διαλῦον ἀτάκτους ὀρδὰς σατᾶν, καὶ τὸ χάραγμα ἀντίθεον.

Χαίροις Σωφρόνιε μάκαρ, ἑνοποιὲ ἀσκητά, πολλῶν τῶν ἐριζόντων, ἐθνικῶς μαχομένων, σύντριμμα ἀνθρώπων ἰᾶσαι σοφῶς, τὰς στροφὰς ἀπαρνούμενος, τῆς ἐμπλοκῆς ψευδωνύμου ἀπατηλῆς, δαιμονίων κάτω στάσεως.

 

Ἕτερα γ´˙ Ἦχος πλ.δ´. Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος.

Βίβλοι σου σοφαὶ Σωφρόνιε, συνεκτικαὶ ἀγαθῶν, τοῦ Θεοῦ πλείστων πέλουσι, καὶ περιλαμβάνουσιν, ἐν σμικρῷ θεῖα ρήματα, τῶν θεοπνεύστων, Γραφῶν ἐν βάθεσι, Πνεύματι Θείῳ, ᾯπερ μεμύησαι˙ ὅθεν ἐξαίτησαι, σὺν πατρὶ σεπτῷ Σιλουανῷ, τοὺς ὑμᾶς γεραίροντας, Χριστῷ σωθήσεσθαι.

νωσας, ἐθνῶν συστήματα, Ἀνατολῶν καὶ Δυσμῶν, τοῦ Βορρᾶ καὶ τὰ Νότια, τίμιε Σωφρόνιε, Ἐκκλησίᾳ τῷ Πνεύματι, ἑνοποιοῦντι καὶ καταυγάζοντι, Φωτὶ ἀκτίστῳ, πλήθη ἐχόμενα, τῆς πολιτείας σου, σὺν πατρί καλῷ Σιλουανῷ, καὶ Ἁγίων Τάξεων, κύκλῳ Παντάνακτος.

Νήσους Βρεττανῶν τετίμηκας, καὶ παλαιοὺς Ἀσκητάς, Ἱεράρχας καὶ Μάρτυρας, Ὅσιε Σωφρόνιε, τοὺς ἐκεῖ διαλάμψαντας, καὶ τῷ Προδρόμῳ πρώτῳ ὑπήγεσο, καὶ Ἰωάννῃ, ἐν Μονυδρίοις σου˙ ὥστε τετράνωται, Ἐκκλησίας Ἅγιον Σῶμα Χριστοῦ πάντοθεν ᾯ αἴτησαι, ἡμᾶς σωθήσεσθαι.

 

Δόξα... Ἦχος πλ.α´.

Βίον συνεσταυρωμένον Χριστῷ καὶ Ἀναστάσεως Χάριν ἔσχες Σωφρόνιε φυγὼν δαιμόνων ραθύμων βάρος καὶ τύφον ἐκλύοντα Ἀσίας τοὺς λαούς˙ πολλοὺς καμάτους σου φερέπονε Χριστὸς ἰδὼν καὶ ταπεινώσεώς σου βάθη ἕως ᾅδου σκοτεινοῦ ἐδόξασέ σε ἐν τῷ ἀκτίστῳ Φωτὶ περιλάμπων σε καὶ Θεολογίας γνώσεως πεπληρωκὼς σε˙ φιλοσόφου δὲ βίου σου, ὁδοὺς ἡμῖν ἐγνώρισε τὰς ἀγούσας ἀπλανῶς ἀπὸ γῆς εἰς οὐρανούς˙ εὐγνώμων φανεὶς Σιλουανῷ πατρὶ σου ἐν Ἄθῳ, δέου Σωτῆρος σὺν αὐτῷ ὑπὲρ ἡμῶν καὶ πολλαχῶν Ὀρθοδόξων τετραπεράτου κόσμου, συνάγων ἔθνη Ἑώας καὶ Δυσμῶν αἱρέσεων μακρὰν, εἰς πίστεως ἑνότητα καὶ Πνεύματος Ἁγίου κοινωνίαν˙ Οὗ εὔχου μετέχειν ἡμᾶς καὶ μὴ χωρισθῆναι Αὐτοῦ εἰς τοὺς αἰῶνας.

 

Καὶ νῦν... Θεοτοκίον ὁμόηχον.

Μακαρίζομέν σε Θεοτόκε Παρθένε, καὶ δοξάζομέν σε οἱ πιστοὶ κατὰ χρέος, τὴν πόλιν τὴν ἄσειστον, τὸ τεῖχος τὸ ἄρρηκτον, τὴν ἀρραγῆ προστασίαν, καὶ καταφυγὴν τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Δοξολογία μεγάλη καὶ Ἀπόλυσις.

 

ΕΙΣ ΤΗΝ ΘΕΙΑΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΝ

 

Τὰ Τυπικὰ καὶ οἱ Μακαρισμοὶ. Ψάλλεται ἡ γ´ καὶ ϛ´ ᾠδή ἐκ τοῦ

Κανόνος τοῦ Ὁσίου. Ἀπόστολον καὶ Εὐαγγέλιον ζήτει τὰ τῶν Ὁσί-

ων (βλέπε τῇ ε΄ Δεκεμβρίου). Κοινωνικόν. Εἰς μνημόσυνον.

 

Μεγαλυνάρια.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε ἱκανῶν, πάντας μετανοίᾳ, ταπεινώσει καὶ προσευχαῖς, βίῳ θεαρέστῳ, ἀκόπως καὶ προστρέχειν, Χριστῷ, καὶ ἀκωλύτως, Αὐτῷ συνέχεσθαι.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε τηλαυγής, φάρος Ὀρθοδόξων, ναυσιπλόων ὠκεανοῖς, θλίψεων δεικνύων, ἐν πλοίῳ Ἐκκλησίας, ταχεῖαν πλεῦσιν πέρας, πρὸς τὸ Ἀπέραντον.

 

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ

εἰς τὸν Ὅσιον ΣΩΦΡΟΝΙΟΝ (Σαχάρωφ),

τὸν Θεολόγον καὶ Ἡσυχαστήν.

Εὐλογήσαντος τοῦ ἱερέως λέγομεν τὸν ρμβ΄ Ψαλμόν.

Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου. Καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου. Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος, καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι. Ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου. Μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ’ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωῒ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδὸν ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρὸς σὲ κατέφυγον· δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου. Τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ· ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με. Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου, καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου. Καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σού εἰμι.

Ἦχος δ´.

Θεὸς Κύριος, καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Στίχ. α΄. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, καὶ ἐπικαλεῖσθε τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ.

Στίχ. β΄. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με, καὶ τῷ ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.

Στίχ. γ΄. Παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.

Ἦχος δ´. Ὁ Ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τῷ Σωφρονίῳ διδασκάλῳ Ὁσίῳ, καὶ θεολόγῳ φιλοσόφῳ τιμίῳ, καὶ Μοναχῶν δεικνύοντι εὐκόλους ἀτραπούς, πάντες προσαιτήσωμεν, ἱκεσίας Σωτῆρι, ἵνα τάχει εὕρωμεν, τῶν παθῶν θεραπείαν, καὶ μὴ δολίοις δαιμόνων κρημνοῖς, καταρριφθῶμεν, Χριστῷ δ’ ἀναστρέψωμεν.

Δόξα... Καὶ νῦν... Θεοτοκίον ὅμοιον.

Οὐ σιωπήσομέν ποτε, Θεοτόκε, τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι· εἰμὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τὶς ἡμᾶς ἐρρύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; Τὶς δὲ διεφύλαξεν ἕως νῦν ἐλευθέρους; Οὐκ ἀποστῶμεν, Δέσποινα, ἐκ σοῦ· σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

Ὁ Ν΄ ψαλμός.

Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου, καὶ ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ γινώσκω, καὶ ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός. Σοὶ μόνῳ ἥμαρτον, καὶ τὸ πονηρὸν ἐνώπιόν σου ἐποίησα, ὅπως ἂν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις σου, καὶ νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί σε. Ἰδοὺ γὰρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην, καὶ ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γὰρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καὶ τὰ κρύφια τῆς σοφίας σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ, καὶ καθαρισθήσομαι· πλυνεῖς με, καὶ ὑπὲρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καὶ εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τὸ πρόσωπόν σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου, καὶ πάσας τὰς ἀνομίας μου ἐξάλειψον.  Καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, καὶ πνεῦμα εὐθὲς  ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀπορρίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου σου, καὶ τὸ Πνεῦμά σου τὸ ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τὴν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου σου, καὶ πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τὰς ὁδούς σου, καὶ ἀσεβεῖς ἐπὶ σὲ ἐπιστρέψουσι. Ῥῦσαί με ἐξ αἱμάτων, ὁ Θεός, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσά μου τὴν δικαιοσύνην σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις, καὶ τὸ στόμα μου ἀναγγελεῖ τὴν αἴνεσίν σου. Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ σου τὴν Σιών, καὶ οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καὶ ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους.

Καὶ εὐθὺς ὁ Κανὼν τοῦ Ὁσίου.

ᾨδὴ α΄. Ἦχος πλ. δ΄. Ὁ Εἱρμός.

»Ἁρματηλάτην Φαραὼ ἐβύθισε, τερατουργοῦσα ποτέ, Μωσαϊκὴ ῥάβδος, σταυροτύπως πλήξασα, καὶ διελοῦσα θάλασσαν, Ἰσραὴλ δὲ φυγάδα, πεζὸν ὁδίτην διέσωσεν, ἆσμα τῷ Θεῷ ἀναμέλποντα.

Τροπάρια

Εὐαγγελίου ταῖς ὁδοῖς πεπόρευσαι, ἀπὸ παιδὸς καὶ φωτός, μαρμαρύσσοντός σε, θείου ἤρξω γνώσεσθαι, μυστήρια Παντάνακτος, Οὗ Σωφρόνιε δέου, ἡμᾶς ὡς τέκνα προσδέχεσθαι, καὶ μετανοοῦντας εἰσδέχεσθαι.

Τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔνδοθεν, ἀναπτυχθεὶς μαθητής, μέσον γῆς Ρωσίας, εὗρες ἀκατάλυτον, εὐλάβειαν ἀνάγουσαν, πρὸς Χριστὸν Ὅν δυσώπει, ἡμᾶς συνάπτειν τοῖς ἔξωθεν, φρόνημα τοῦ Πνεύματος ἔνδοθεν.

Ζωγραφικὴν τὴν τεχνικὴν μετήρχεσο, ἀλλὰ δολίου σατάν, πρὸς ὀλίγον πάγαις, πόδας σου προσέκοψας, ἀλλ’ ὅμως θείᾳ Χάριτι, ἐκφυγὼν ἐκδιδάσκεις, ἡμᾶς πενθεῖν ὦ Σωφρόνιε, κλαίειν τῷ Χριστῷ καὶ συνέχεσθαι.

Θεοτοκίον

Τίς ἱκανὸς τὰς σωτηρίους Πάναγνε, ὁδοὺς ἀπείρους εὑρεῖν, τοῦ Υἱοῦ σου τάχει, καὶ τὴν σὴν βοήθειαν, ἡμῖν παρασκευάσουζαν, τοῦ βαδίζειν εὐκόλως, τοὺς ἀσφαλεῖς δρόμους πάντοθεν, οἷς ἡμᾶς προσβαίνειν εὐόδωσον.

ᾨδὴ γ΄. Ὁ Εἱρμός.

»Οὐρανίας ἁψῖδος, ὀροφουργὲ Κύριε, καὶ τῆς Ἐκκλησίας Δομῆτορ, σὺ με στερέωσον, ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ σῇ, τῶν ἐφετῶν ἡ ἀκρότης, τῶν πιστῶν τὸ στήριγμα, μόνε φιλάνθρωπε.

Τροπάρια

κ Ρωσίας εἰς Δύσιν, Γαλατικὴν ἔφθασες, βλέπων τὰς βασάνους πολέμων, πάντοθεν κύκλῳ σου, τρέχεις δὲ Ἄθωνι, ἀλλὰ ἡμᾶς τρέχειν Ἄνω, εὔχου ὦ Σωφρόνιε, τῷ Παντοκράτορι.

Τῇ Μονῇ Ἀθλοφόρου, καὶ ἰατροῦ ἕστηκας, τοῦ Παντελεήμονος μάκαρ, καὶ περιβέβλησαι, ὅπλα ἀσκήσεως, μοναχικὰ ἀλλὰ εὔχου, καὶ ἡμᾶς μετέρχεσθαι, ὅπλα τοῦ Πνεύματος.

πηκόων ζηλώσας, τὸ καρτερὸν ἔσχατος, Ὅσιε Μονῇ κοινοβίου, πέφανας ἔνδοθεν, καὶ προσευχόμενος, νῦν δὲ ἡμῖν τοῦ Σωτῆρος, ὥσπερ σὺ πολίτευμα, δὸς στοιχειώσασθαι.

Θεοτοκίον

ξηγόρασε πάντας, ἐν τῷ Αὐτοῦ Αἵματι, πάθει ὁ Υἱός σου Παρθένε, αἴρων τὰ πταίσματα, καὶ ἀδικούμενος, ὑπὲρ ἡμῶν ἵνα στῶμεν, δίκαιοι ἀλλ’ ἔλεος, δὸς ἡμῖν Πάναγνε.

Σωφρόνιζε, ἐσκοτισμένους καὶ ἄφρονας ἐν ταῖς ζάλαις, πειρασμῶν τῶν κυκλοτερῶν, Σωφρόνιε βίβλοις σου, λιταῖς σου Χριστῷ σε ἐκλιπαροῦμεν.

πίβλεψον, ἐν εὐμενείᾳ, Πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.

Αἴτησις ὑπὸ τοῦ ἱερέως καὶ εὐθὺς τὸ Κάθισμα.

Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Μονῇ Ρωσικῇ, ἐν Ἄθῷ κεχαρίτωσαι, ἰδῶν τὸν σεπτόν, θαυμάσιον καὶ γέροντα, ὁδηγόν σου πάτερ Σιλουανὸν Σωφρόνιε Πνεύματι, τελειωθέντα ὅθεν σὺν αὐτῷ, προσδέου, Χριστῷ ἡμᾶς σωθήσεθαι.

ᾨδὴ δ΄. Ὁ Εἱρμός.

»Σύ μου ἰσχύς, Κύριε, σύ μου καὶ δύναμις, σὺ Θεός μου, σύ μου ἀγαλλίαμα, ὁ πατρικοὺς κόλπους μὴ λιπών, καὶ τὴν ἡμετέραν, πτωχείαν ἐπισκεψάμενος· διὸ σὺν τῷ Προφήτῃ Ἀββακούμ σοι κραυγάζω· τῇ δυνάμει σου δόξα φιλάνθρωπε.

Τροπάρια

Κραταιωθείς, ὑπακοῇ ὦ Σωφρόνιε, ἐργασίαις, πόνοις καὶ ἀσκήσεσιν, ἐν πειρασμοῖς, ἦσθα νικητής, βίον δὲ προείλου, ἐρημικὸν θείῳ Πνεύματι· Οὗ Χάριν εὔχου δοῦναι, καὶ ἡμῖν χαμερπέσιν, ὁ Χριστὸς καὶ ἀθλίως στενάζουσιν.

ς Μοναχός, ἐπιπροσθέτως κεκόσμησαι, ἱερέων, Χάριτι καὶ ὕστερον, ποιμαντικῇ ἀποστολικῇ, ὅθεν καθωδήγεις, ἐξωμολόγεις μονάζοντας, πολλοὺς καὶ νῦν ὁδήγει, καὶ ἡμᾶς δακρυρρόους, πενθικοὺς εἰς χαρᾶς εὐαγγέλια.

Καίπερ σκληρῶς, ἀγωνισθεὶς ὦ Σωφρόνιε, ὡς ἐχέφρων, βάρους ἀνεκούφιζες, τοὺς Μοναχούς, πλείστων πειρασμῶν· Πνεύματος ὑπείκων, τοῖς μυστικοῖς προσλαλήμασιν·

Οὗ Φῶς εὐχαῖς σου δίδου, καὶ ὑμῖν τρυχομένοις, σπαραγμοῖς τοῖς κατ’ ἄμφω ἀλγύνουσιν.

Θεοτοκίον

συχαστῶν, πολεμικὸν τὸ πολίτευμα, ὑπερβαῖνον, μάχας πάσας Δέσποινα, συμβοηθεῖς, ἅμα σὺν Υἱῷ, σῷ παντοδυνάμῳ, καὶ κραταιοῦντι Σωφρόνιον, μεθ’ οὗ ἡμῖν βοήθει, καταπλήττειν ἐκτρίβειν, ἐκγελᾶν δαιμονίων ὠμότητα.

ᾨδὴ ε΄. Ὁ Εἱρμός.

»Ἵνα τί με ἀπώσω, ἀπὸ τοῦ προσώπου σου τὸ φῶς τὸ ἄδυτον, καὶ ἐκάλυψέ με, τὸ ἀλλότριον σκότος τὸν δείλαιον· ἀλλ’ ἐπίστρεψόν με, καὶ πρὸς τὸ φῶς τῶν ἐντολῶν σου, τάς ὁδούς μου κατεύθυνον δέομαι.

Τροπάρια

Γαλατίᾳ διέβης, μένων Ὀρθοδόξοις σοφαῖς παραδόσεσι, ποίμνην τοῦ Σωτῆρος, νηφαλίως ποιμαίνων Σωφρόνιε, ὅμως ταραχώδη, καὶ τὰ μαινόμενα πελάγη, τῶν ἡμῶν λογισμῶν καταπράϋνον.

Βρεττανίᾳ εἰσπλέεις, ἔνθα παλαιὰ τῶν Ἁγίων συστήματα, ἔλλαμπον Σωτῆρι, καὶ ἐπύρσευον κόσμον ἐν Πνεύματι, εἴσοδον βοήθει, ἡμῖν Σωφρόνιε εἰς πόλον, τοῦ Θεοῦ καὶ Ἁγίων σκηνώμασιν.

Μοναχοὺς ὡς ἡ ὄρνις, ἤγαγες ταχέως, πτερύγων σου κάτωθεν, Πνεύματος Ἁγίου, καὶ Μονὴν ξένῃ γῇ ἐγκαθίδρυσας, τοῦ Προδρόμου μείζω, τῶν Μοναχῶν καθηγεμόνος, μεθ’ οὗ εὔχου ἡμᾶς τοῦ σωθήσεσθαι.

Θεοτοκίον

Καθιδρύματα πλεῖστα, καὶ Μοναὶ πολλάκις πυρὶ παρεδόθησαν, καὶ Ναοὶ ὡσαύτως, ἐκρημνίσθησαν Δέσποινα Πάναγνε, ὅμως δὸς οἰκῆσαι, ἡμῖν Υἱός σου καὶ σὺ Μῆτερ, ἐν τῷ νῦν καὶ τῷ μέλλοντι κράζομεν.

ᾨδὴ ϛ΄. Ὁ Εἱρμός.

»Τὴν δέησιν ἐκχεῶ πρὸς Κύριον, καὶ αὐτῷ ἀπαγγελῶ μου τάς θλίψεις, ὅτι κακῶν ἡ ψυχή μου ἐπλήσθη, καὶ ἡ ζωή μου τῷ ᾍδῃ προσήγγισε, καὶ δέομαι ὡς Ἰωνᾶς· Ἐκ φθορᾶς, ὁ Θεός με ἀνάγαγε».

Τροπάρια

Διέλαμψας, Μοναχῶν πολιτείᾳ, ἐν Μεγάλῃ Βρεττανίᾳ μεγάλως, ταπεινωθεὶς ὦ Σωφρόνιε βάθει, ἕως τοῦ ᾅδου κευθμώνων ἐν Πνεύματι· ἀλλ’ εὔχου κράτει τοῦ κρατεῖν , καὶ ἡμᾶς νοῦν τῷ ᾅδῃ εὐέλπιδα. Ἀπόφθεγμα, τοῦ σοφοῦ ὁδηγοῦ σου, τὸ ἐκφράζον βιοτὴν τῶν Ἁγίων, Σιλουανοῦ ὦ Σωφρόνιε ἔσχες, ἐν προσευχαῖς τῷ χαράγματι Πνεύματος, καρδίᾳ ἔνδον καὶ ἡμᾶς, τοῦτο χάραξον πίστει καὶ δάκρυσιν.

Κεκράτηκας, ἀκρατήτους κινήσεις, τοῦ νοὸς ἐν προσευχαῖς καὶ τῇ νήψει· κράτει Χριστοῦ κατελθόντος εἰς ᾅδου, νικητικῶς τῇ ἐλπίδι ἐχόμενος· Χριστῷ δ’ ἐλπίζειν καὶ ἡμᾶς, κραταιῶς ταῖς εὐχαῖς σου κραταίωσον.

Θεοτοκίον

Συνέχεται πᾶσα κτίσις Υἱοῦ σου, ταῖς χερσὶν ὦ Μαριὰμ Παναγία, καὶ ἡ πνοὴ πάντων ὄντων ὡσαύτως, ἀλλὰ ἡμᾶς ἐκ τοῦ φόβου καθήλωσον, Αὐτοῦ καὶ σῶσον τὰς ψυχάς, ἀπωθοῦσα δαιμόνων τὰ φόβητρα. 

Σωφρόνιζε, ἐσκοτισμένους καὶ ἄφρονας ἐν ταῖς ζάλαις, πειρασμῶν τῶν κυκλοτερῶν, Σωφρόνιε βίβλοις σου, λιταῖς σου Χριστῷ σε ἐκλιπαροῦμεν.

χραντε, ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα, δυσώπησον, ὡς ἔχουσα μητρικὴν παρρησίαν.

Αἴτησις ὑπὸ τοῦ ἱερέως καὶ εὐθὺς τὸ Κοντάκιον.

Ἦχος β΄. Προστασία τῶν Χριστιανῶν.

Σωφροσύνη καθολικὴ ἐπωνόμασται, ἀρετῶν Θεοῦ ἡ παμπληθὺς ὦ Σωφρόνιε· ὧν μετέσχες μετανοῶν κλαυθμῷ σου γοερῷ, καὶ τοῦ Πνεύματος ἀκολουθῶν, μαρμαρυγὰς καὶ ἀστραπάς, φωτεινὸς ἐναπέφανας· τρόπους δὲ μετανοίας, καὶ δῶρα τῆς σωφροσύνης, ἐν τῷ Φωτὶ Χριστοῦ ἡμῖν, δὸς ὡς πρέσβυς τῶν τιμώντων σε.

Προκείμενον.

Οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε, ἐνδύσονται δικαιοσύνην, καὶ οἱ ὅσιοί σου ἀγαλλιάσει ἀγαλλιάσονται. (δίς)

Στίχ.Μακάριος ἀνὴρ ὁ φοβούμενος τὸν Κύριον, ἐν ταῖς ἐντολαῖς Αὐτοῦ θελήσει σφόδρα.

Οἱ ἱερεῖς σου, Κύριε, ἐνδύσονται δικαιοσύνην, καὶ οἱ ὅσιοί σου ἀγαλλιάσει ἀγαλλιάσονται.

 

Εὐαγγέλιον. (Μρκ. δ΄ 21- ε΄ 41)

Ἔλεγεν ὁ Ἰησοῦς τοῖς μαθηταῖς Αὐτοῦ· μήτι ἔρχεται ὁ λύχνος ἵνα ὑπὸ τὸν μόδιον τεθῇ ἢ ὑπὸ τὴν κλίνην; οὐχ ἵνα ἐπὶ τὴν λυχνίαν ἐπιτεθῇ; οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ ἐὰν μὴ φανερωθῇ, οὐδὲ ἐγένετο ἀπόκρυφον ἀλλ’ ἵνα ἔλθῃ εἰς φανερόν. εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω. Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· βλέπετε τί ἀκούετε. ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, μετρηθήσεται ὑμῖν, καὶ προστεθήσεται ὑμῖν τοῖς ἀκούουσιν. ὃς γὰρ ἂν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ· καὶ ὃς οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. Καὶ ἔλεγεν· οὕτως ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἂν ἄνθρωπος βάλῃ τὸν σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ καθεύδῃ καὶ ἐγείρηται νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ ὁ σπόρος βλαστάνῃ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός. αὐτομάτη γὰρ ἡ γῆ καρποφορεῖ, πρῶτον χόρτον, εἶτα στάχυν, εἶτα πλήρη σῖτον ἐν τῷ στάχυϊ. ὅταν δὲ παραδῷ ὁ καρπός, εὐθέως ἀποστέλλει τὸ δρέπανον, ὅτι παρέστηκεν ὁ θερισμός. Καὶ ἔλεγε· πῶς ὁμοιώσωμεν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; ἢ ἐν τίνι παραβολῇ παραβάλωμεν αὐτήν; ὡς κόκκον σινάπεως, ὃς ὅταν σπαρῇ ἐπὶ τῆς γῆς, μικρότερος πάντων τῶν σπερμάτων ἐστὶ τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ ὅταν σπαρῇ, ἀναβαίνει καὶ γίνεται μείζων πάντων τῶν λαχάνων, καὶ ποιεῖ κλάδους μεγάλους, ὥστε δύνασθαι ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνοῦν. Καὶ τοιαύταις παραβολαῖς πολλαῖς ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον, καθὼς ἠδύναντο ἀκούειν, χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον· κατ’ ἰδίαν δὲ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐπέλυε πάντα. Καὶ λέγει αὐτοῖς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὀψίας γενομένης· διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν. καὶ ἀφέντες τὸν ὄχλον παραλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς ἦν ἐν τῷ πλοίῳ· καὶ ἄλλα δὲ πλοῖα ἦν μετ’ αὐτοῦ. καὶ γίνεται λαῖλαψ ἀνέμου μεγάλη, τὰ δὲ κύματα ἐπέβαλλεν εἰς τὸ πλοῖον, ὥστε ἤδη αὐτὸ βυθίζεσθαι. καὶ ἦν αὐτὸς ἐπὶ τῇ πρύμνῃ ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον καθεύδων· καὶ διεγείρουσιν αὐτὸν καὶ λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἀπολλύμεθα; καὶ διεγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ καὶ εἶπε τῇ θαλάσσῃ· σιώπα, πεφίμωσο. καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί δειλοί ἐστε οὕτω; πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν; καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους· τίς ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ; Καὶ ἦλθον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν. καὶ ἐξελθόντας αὐτοῦ ἐκ τοῦ πλοίου εὐθέως ἀπήντησεν αὐτῷ ἐκ τῶν μνημείων ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ, ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι, καὶ οὔτε ἁλύσεσιν οὐδεὶς ἠδύνατο αὐτὸν δῆσαι, διὰ τὸ αὐτὸν πολλάκις πέδαις καὶ ἁλύσεσι δεδέσθαι, καὶ διεσπάσθη ὑπ’ αὐτοῦ τὰς ἁλύσεις καὶ τὰς πέδας συντετρῖφθαι, καὶ οὐδεὶς ἴσχυεν αὐτὸν δαμάσαι· καὶ διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τοῖς μνήμασι καὶ  ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις. ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ μακρόθεν ἔδραμε καὶ προσεκύνησεν αὐτόν, καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ λέγει· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; ὁρκίζω σε τὸν Θεόν, μή με βασανίσῃς. ἔλεγε γὰρ αὐτῷ· ἔξελθε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐκ τοῦ ἀνθρώπου. καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· τί ὄνομά σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων·  λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν. καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ ἵνα μὴ ἀποστείλῃ αὐτοὺς ἔξω τῆς χώρας. ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη πρὸς τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν πάντες οἱ δαίμονες λέγοντες· πέμψον ἡμᾶς εἰς τοὺς χοίρους, ἵνα εἰς αὐτοὺς εἰσέλθωμεν. καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς εὐθέως ὁ Ἰησοῦς. καὶ ἐξελθόντα τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους· καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν δὲ ὡς δισχίλιοι· καὶ ἐπνίγοντο ἐν τῇ θαλάσσῃ. καὶ οἱ βόσκοντες τοὺς χοίρους ἔφυγον καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς· καὶ ἐξῆλθον ἰδεῖν τί ἐστι τὸ γεγονός. καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ θεωροῦσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον καὶ ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα, τὸν ἐσχηκότα τὸν λεγεῶνα, καὶ ἐφοβήθησαν. καὶ διηγήσαντο αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐγένετο τῷ δαιμονιζομένῳ καὶ περὶ τῶν χοίρων. καὶ ἤρξαντο παρακαλεῖν αὐτὸν ἀπελθεῖν ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. καὶ ἐμβαίνοντος αὐτοῦ εἰς τὸ πλοῖον παρεκάλει αὐτὸν ὁ δαιμονισθεὶς ἵνα μετ’ αὐτοῦ ᾖ. καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἀλλὰ λέγει αὐτῷ· ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου πρὸς τοὺς σοὺς καὶ ἀνάγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποίηκε καὶ ἠλέησέ σε. καὶ ἀπῆλθε καὶ ἤρξατο κηρύσσειν ἐν τῇ Δεκαπόλει ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ πάντες ἐθαύμαζον. Καὶ διαπεράσαντος τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ πλοίῳ πάλιν εἰς τὸ πέραν συνήχθη ὄχλος πολὺς ἐπ’ αὐτόν, καὶ ἦν παρὰ τὴν θάλασσαν.

Δόξα...

Ταῖς τοῦ σοῦ Ὁσίου πρεσβείαις Ἐλεῆμον ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Καὶ νῦν...

Ταῖς τῆς Θεοτόκου πρεσβείαις Ἐλεῆμον, ἐξάλειψον τὰ πλήθη τῶν ἐμῶν ἐγκλημάτων.

Στίχ.Ἐλέησόν με ὁ Θεὸς κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου.

Ἦχος πλ. β΄. Ὃλην ἀποθέμενοι.

Μίαν Κυριότητα, τριαδικῇ Ὑποστάσει, καὶ τὴν ἀνθρωπότητα, εἰκόνα τοῦ Κτίσαντος, καὶ ὁμοίωσιν, δείκνυς Σωφρόνιε, καὶ ὑποστάσεων, τῶν πολλῶν ἀνθρώπων πρόσωπα, πάντῃ ἐλεύθερα, χωρὶς τῶν ἀθλίων προλήψεων, πλάνης τῆς Ἀσιάτιδος, καὶ δολιωτάτης ἥν ἔγνωκας· νέος ἡλικίᾳ, ἀλλὰ καὶ νῦν βοήθει τοῖς λαοῖς, μετανοεῖν ταπεινώσασθαι, καὶ Χριστῷ σωθήσεσθαι.

Ἕτερον. Οὐδεὶς προστρέχων ἐπὶ σοί.

Πυρσὸς Χριστοῦ φωτολαμπής, πνευματοφόρος ἐν ἐσχάτοις Σωφρόνιε, ὑπάρχων εὔχου βιβασθῆναι, καὶ ἡμᾶς τοὺς ἀχρείους, θαλαττεύοντας κύμασι, Χριστοῦ λιμένι Ἀσφαλίζοντι.

Ἄλλο. Μεταβολὴ τῶν θλιβομένων.

ψοποιῷ τῇ ταπεινώσει, χαροποιῷ καὶ θρηνῳδοῦντι ὑπάρχοντι, μακαρίῳ τῷ πένθει, δὸς στοιχεῖν ἡμᾶς γοργῶς, πρὸ ψυχῶν ἐξόδου ἐκδημίας, καὶ φωτὶ Χριστοῦ μεθέξει θείᾳ, Χριστῷ προσυπαντᾶν εὔχου ἀεί.

Ὁ ἱερεύς· Σῶσον, ὁ Θεός, τὸν λαόν σου...

ᾨδὴ ζ΄. Ὁ Εἱρμός.

»Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας, καταντήσαντες Παῖδες, ἐν Βαβυλῶνί ποτε, τῇ πίστει τῆς Τριάδος, τὴν φλόγα τῆς

καμίνου, κατεπάτησαν ψάλλοντες· Ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ».

Τροπάρια

Φιλοσόφως διδάσκεις, ἀμπεχόνην ἐνδύεσθαι θείου Πνεύματος, τὴν Χάριν φωτοφόρον, Σωφρόνιε ταχέως, ἀλλ’ ἡμῖν δὸς ἀπώσασθαι, τὸν σκοτασμόν, τῶν παθῶν εἱρκτὴν ἀσφυκτιῶσαν.

Φιλοσόφως ἠγάπας, τὴν Σοφίαν συνέχουσαν Κόσμον σύμπαντα, Σταυρῷ προσηλωθεῖσαν, Ἧς καὶ δέου λυτρώσασθαι, ἡμᾶς φρικώδους βυθοῦ, ταρτάρων αἰωνίων.

Φιλοσόφους γενέσθαι, ταχινῶς καὶ εὐκόλως ἡμᾶς Σωφρόνιε, προσίεσθαι δὲ χάριν, ἐν θλίψει κεκρυμμένην, αἰφνιδίως ἱκάνωσον, ὥσπερ καὶ σὺ θλιβεροῖς, ὑπέμενες ἀρρήτως.

Θεοτοκίον

Δωρεὰν ἡ Σοφία, θεονύμφευτε Μῆτερ ἡμῖν παρέχεται·εὐγνώμονας γενέσθαι, ἱκάνωσον σοὺς δούλους, καὶ μὴ τρόπους μετέρχεσθαι, τῶν θεοκτόνων μωρῶν, Υἱοῦ σου ἀχαρίστους.

ᾨδὴ η΄. Ὁ Εἱρμός.

»Ἑπταπλασίως κάμινον, τῶν Χαλδαίων ὁ τύραννος, τοῖς θεοσεβέσιν, ἐμμανῶς ἐξέκαυσε, δυνάμει δὲ κρείττονι, περισωθέντας τούτους ἰδών, τὸν δημιουργὸν καὶ λυτρωτήν ἀνεβόα, οἱ Παῖδες εὐλογεῖτε, ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε, λαὸς ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας».

Τροπάρια

Μακαρισμοὺς Σωφρόνιε, τοῦ Σωτῆρος προσδέχεσθαι, εὔχου ἡμᾶς πάντας, τὴν πτωχείαν πνεύματι, καὶ πένθους τὸ δάκρυον, χαροποιὸν καὶ καθαῖρον ψυχάς, τὰς ρερυπωμένας δωρεὰν ἀστραπτούσας, ποιοῦν τῷ ἀκηράτῳ καὶ φωτὶ τοῦ Σωτῆρος· Οὗ δέου τοῦ μετέχειν, ἡμᾶς εἰς τοὺς αἰῶνας.

Τῆς ἀψευδοῦς πραότητος, ταπεινώσεως δ’ εἴχεσο, καὶ δικαίων πείνης, δίψης θείας Χάριτος, καρδία σου πέπλησται θείῳ ἐλέει δὲ ταῦτα λαοῖς, ἔχεες ἀφθόνως, ὦ Σωφρόνιε εὔχου· ἡμᾶς ταλαιπωρίαις τῶν παθῶν τρυχομένους, ἐσχάτως ἀνανήφειν, Χριστῷ ἐν ᾯ σωθῆναι.

ν καθαρᾷ καρδίᾳ σου, ἁγνοτάτῳ δὲ σώματι, πνεῦμα Θεῖον οἶκον, ἔδειμε Σωφρόνιε, εἰρήνην ἐβράβευσε, καὶ πολεμίων δαιμόνων στρατιάς, κέκοφεν οἰκτρῶς, ὥστε ἐξέτριψε τέλος· ἀλλ’ εὔχου τῷ Σωτῆρι, δι’ Αὐτοῦ θείου φόβου, ἡμᾶς κατασυντρίβειν, σατὰν καὶ κατατρίβειν.

Θεοτοκίον

Τῶν προφητῶν Πανάμωμε, νόες πάντων ἑώρων σε, Πνεύματι Μητέρα, τοῦ Θεοῦ γεννήτριαν, καὶ θεῖοι Ἀπόστολοι, μετὰ Χριστὸν ἐπεποίθεισάν σοι, καὶ χοροὶ Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων τε πλήθη· Σωφρόνιος δὲ πλεῖον, μετὰ Γέροντος τούτου, σεπτοῦ Σιλουανοῦ σοι, ἡμῶν σε Σκέπην στῶσιν.

ᾨδὴ θ΄. Ὁ Εἱρμός.

»Ἐξέστη ἐπὶ τούτῳ ὁ οὐρανός, καὶ τῆς γῆς κατεπλάγη τὰ πέρατα, ὅτι Θεός, ὤφθη τοῖς ἀνθρώποις σωματικῶς, καὶ ἡ γαστήρ σου γέγονεν, εὐρυχωροτέρα τῶν οὐρανῶν· διό σε Θεοτόκε, Ἀγγέλων καὶ ἀνθρώπων, ταξιαρχίαι μεγαλύνουσι».

Τροπάρια

Σωφρόνιε τῶν Ρώσων συναγωγή, καὶ Ἑλλήνων ὑπάρχεις ἐν Ἄθωνι μοναστικῷ, καὶ τῆς Γαλατίας καὶ Βρεττανῶν, πολλοὺς Ἁγίους ἔδειξας, πάλαι διαλάμψαντας ἐν Χριστῷ· αὐτοῖς κατηκολούθεις, μηδόλως ἐνδοιάζων, ὥσπερ καὶ νῦν ἡμᾶς συνάγαγε.

πόστολοι ἐσπάρησαν πανταχοῦ, τῇ κελεύσει Σωτῆρος καὶ Πνεύματος μαρμαρυγαῖς, ἴχνεσι δὲ τούτων ποίμνη Χριστοῦ, βεβάδικε καὶ ἔφθακε, Χάριτι τῇ θείᾳ ἕως ἡμῶν· καὶ νῦν πανορθοδόξως, συγκάλει ταπεινοῦσθαι, μετανοεῖν λαοὺς Σωφρόνιε.

ρνήσασθαι κελεύει Χριστὸς Σωτήρ, ἑαυτοὺς ἀλαζόνας στοιχοῦντας ταῖς δαιμονικαῖς, μύσους πονηρίας ταῖς προτροπαῖς, φρονίμους δὲ γενήσεσθαι, ὥσπερ ὄφεις κρύπτοντες κεφαλάς· Σωφρόνιε τὴν νῆψιν, εὐχὰς ἐν ἐγρηγορσει, ἡμᾶς κρατεῖν Χριστὸν δυσώπησον.

Θεοτοκίον

Σωφρόνιος Μονάζοντας προσκαλεῖ, Θεομῆτορ ἐξ Ἄθω καὶ πάντοθεν τοῦ συστοιχεῖν, σοὶ τῇ παντανάσσῃ Σιλουανῷ, Πατρὶ ὁμοῦ καὶ ἄγεσθαι, πάλαι θεοφόρων ταῖς διδαχαῖς· ἀλλ’ ἔρχου Παναγία, ἀπείροις σὺν Ὁσίοις, Χριστῷ αὐτοῖς ἡμᾶς συνάγουσα.

Καὶ εὐθὺς τὰ Μεγαλυνάρια.

ξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον, τὴν ἀειμακάριστον καὶ παναμώμητον, καὶ Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν. Τὴν τιμιωτέραν τῶν Χερουβείμ, καὶ ἐνδοξοτέραν ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ, τὴν ἀδιαφθόρως Θεὸν Λόγον τεκοῦσαν, τὴν ὄντως Θεοτόκον, σὲ μεγαλύνομεν.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε φαεινέ, λάμψεσι τοῦ θείου, ἀνεσπέρου καὶ ἱλαροῦ, πλήρης ἐνυπάρχων, φωτὸς ἐν ἐνεργείαις, ἀκτίστου καὶ ἀπλέτου, θείᾳ τῇ Χάριτι.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε ἐκλεκτέ, γῆς Ρωσίδος ποίμνης, καὶ τοῦ Ἄθω ὁ Μοναχός, τέλειος ὑπάρχων, πολλῇ ἀκτημοσύνῃ, σεπτῇ ὑπακοῇ τε, καὶ τῇ ἁγνότητι.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε ἰσχυρέ, ἤθει μετανοίας, καὶ τοῦ πένθους χαροποιοῦ, κἄν ἐτρώθης δόλῳ, βελίαρ πρὸς ὀλίγον, κατέτρωσας μυριάκις, δαίμονας τρώσαντας.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε φωτεινέ, δείξας γῇ ἁπάσῃ, τὰς ἀπάτας τῶν πονηρῶν, κακεντρεχεστάτων, ἑώας βδελυγμάτων, οἰκτρῶν προσοχθισμάτων, ψευδοθρησκεύματος.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε ἐν σπουδῇ, κλίμακι προσβαίνων, Ἰωάννου τῶν ἀρετῶν, θείου Σιναΐτου, οὗ βάθους ἐπιστήμης, ἐν Πνεύματι ἐγνώκεις, ρήμασι πράξεσιν.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε ἱερεῦ, τοῦ Θεοῦ ὑψίστου, εὐλαβέστατε ἐν παντί, καὶ κεκοσμημένε, τοῦ Πνεύματος δυνάμει, δεσμεῖν καὶ λύειν πταίστας, μετανοήσαντας.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε Μοναχέ, τέλειε ἐν μέσῳ, Κοινοβίου τοῦ Ρωσικοῦ, καὶ ἐν ἐρημίαις, καὶ βράχοις Ὄρους Ἄθω, πολλὰς τὰς ἀναβάσεις, θέμενος Πνεύματι.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε ὁδηγέ, πλείστων ἐν τῷ Ἄθῳ, Μοναζόντων καὶ ἀλλαχοῦ, Πνεύματος ὁ πλήρης, διδάσκαλος καὶ τύπος, Ἁγίων ὑπηκόων, μόνου Παντάνακτος.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε καρτερέ, ἐν βασάνοις πλείσταις, δαιμονίων τῶν μυσαρῶν, πλήγματα καὶ τύψεις, αὐτῶν καθυπομένων, νυκτὶ καὶ μή γογγύζων, ὡς Χριστομίμητος.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε κραταιέ, σὺν κραταιωτάτῳ καὶ σπουδαίῳ Σιλουανῷ, σχόντες ταπεινώσει, βαθείᾳ ἕως ᾅδου τὸν νοῦν, καὶ τῷ Σωτῆρι, πλεῖον ἐλπίζοντες.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε ἀρωγέ, τῶν μετανοούντων, καὶ ἀπείρων ἁμαρτωλῶν, ὥσπερ ἐπεφάνης, Χριστῷ καὶ τοῖς σοῖς βίβλοις, Ποιμένι Σταυρωθέντι, τούτου ἀκόλουθος.

Χαίροις τὴν Εὐρώπην ποδηγετῶν, μέσον ἀντιξόων, ἀνωμάλων τῶν συνθηκῶν, δύο παγκοσμίων, πολέμων τῶν ἀφρόνων, Σωφρόνιε σωφρόνως, ζῶν γράφων Πνεύματι.

Χαίροις Βρεττανίας καὶ Γαλατῶν, χώρας φῶς ὑπάρχων καὶ ποιμνίου μικροῦ ποιμήν, τῆς Ὀρθοδοξίας Χριστοῦ καὶ Ἐκκλησίας, δεικνύων μεγαλεῖα, θεῖα πανίσχυρα.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε διδαχαῖς, θείαις σου ἐμπρέπων καὶ τοῖς ρήμασι καὶ Γραφαῖς, βίβλοις θεοπνεύστοις, μεσταῖς φιλοσοφίας, σεπτῆς θεολογίας καὶ παραδόσεως.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε ἀπλανῶς, πάντας ἐκδιδάσκων, τοῦ συνδέεσθαι ἐν Χριστῷ, Πνεύματι Ἁγίῳ, ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας, πιστῆς Ὀρθοδοξίας, ἔξω αἱρέσεων.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε ποταμέ, θείων νοημάτων, ἐκ τοῦ Πνεύματος θεϊκοῦ, κύκλῳ περιστρέφων, Γραφῶν Ἁγίους λόγους, Χριστοῦ δὲ καὶ Ἁγίων, σχὼν τὸ πολίτευμα.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε πεποιθώς, ζωαρχικοτάτῃ, τῇ Τριάδι μοναδικῇ, βασιλικωτάτῃ, Θεότητι ὑπείκων, πολλῇ ἐν εὐλαβείᾳ, καὶ συνεχόμενος.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε τοῖς χοροῖς, πάντων τῶν Ἁγίων, ὥσπερ ἔσχατος πεποιθώς, ὅμως ἐν τῇ Δύσει, καὶ χώραις ἑσπερίας, ἐνίοτε σαλίζων, ὤφθης τῷ Πνεύματι.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε τῷ σοφῷ, Παύλῳ Ἀποστόλῳ, προσεπόμενος θαυμαστῶς, ὥσπερ Ἰουδαίῳ φανέντι Ἰουδαίοις, καὶ σὺ ὥσπερ ἐν Δύσει, ζῆν ἐδεικνύεσο.

Χαίροις ὁ ἐχόμενος τυπικῶν, τῆς Ὀρθοδοξίας, Βρεττανίᾳ τῇ ξένῃ γῇ, ὅμως ἐν Μονῇ σου, Τιμίου τοῦ Προδρόμου, τὸ φρόνημα Σωτῆρος, ἔσχες τῇ ποίμνῃ σου.

Χαίροις ὁ δεχόμενος πάσης γῆς, τούς σοι ἐρχομένους, καὶ διψῶντας τὸ ὕδωρ ζῶν, Πνεύματος παρέχων ἀφθόνως τοῦτο σπλάγχνα, Σωφρόνιε Σωτῆρος, δείξας καὶ ἔλεος.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε Βρεττανῶν, πάλαι τῶν Ἁγίων, Γαλατίας τε παλαιᾶς, κ αὶ τῶν τῆς Ρωσίας, καὶ Ἄθω τῶν μυρίων, ἐχόμενος σωφρόνως, ποίμνη Σωτῆρος σου.

Χαίροις τῶν ἐσχάτων θεῖε γραφεῦ, Πνεύματος Ἁγίου, φωτοπάροχε γραμματεῦ, πλεῖον καταργήσας, βλασφήμους τὰς αἱρέσεις, καὶ σχίσματα θρησκείας, ψεύδους καλύμματα.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε τὰς βουλάς, δείξας τοῦ Σωτῆρος, ἐλευθέρους ζωοποιούς, πάντων συντηρούσας, θελήσεις προαιρέσεις, καὶ πρόσωπα ἀνθρώπων, σχούσας ἀκέραια.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε ἐλαφρά, κρίματα Σωτῆρος, δικαιώματα τὰ σοφά, καὶ τὰς μαρτυρίας, Αὐτοῦ Ἀληθεστάτας, βιώσας καὶ διδάξας, πάντας τοὺς θέλοντας.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε τῶν κακῶν, βάρος καὶ τὸ πνῖγος, τὰς ἁλύσεις καὶ σκοτασμόν, ἄγχος καὶ μανίαν, εὐκόλως ἰατρεύων, Χριστοῦ τῇ πολιτείᾳ, λόγοις διδάγμασιν.

Χαίροις ἐμφανίζων τὸν ἰατρόν, μόνον κυβερνήτην, πάντων ἕτοιμον βοηθόν, σὺν τῇ Θεοτόκῳ, καὶ πᾶσι τοῖς Ἁγίοις, τὰ φάρμακα διδοῦσι, πᾶσι καὶ ἔλεος.

Χαίροις παντοδύναμον τὸν Θεόν, δείξας ἀντιστρόφως, πλανωμένοις φθοροποιοῖς, ὧν κοιλία πέλει, θεότης ἀσωτία, κρυφίαι καλυφθεῖσαι, ψεύδους θρησκεύμασιν.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε ἀγαπῶν, τὸν Χριστὸν τελείως, καὶ Ἁγίους ὡς ἀδελφούς, καὶ Μητροπρεπέσι, τιμαῖς τὴν Θεοτόκον, γεραίρων Ἐκκλησίᾳ, μόνῃ Παντάνακτος.

Χαίροις ὦ Σωφρόνιε καταργῶν, ἔξω Ἐκκλησίας, τρόπους λόγους καὶ βιοτήν, φίλαυτον δολίαν, κατάγουσαν εἰς ᾃδην, χωρὶς Χριστοῦ Σωτῆρος, μέγα τὸ Ἔλεος.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες, μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

Εἶτα τὸ Τρισάγιον καὶ εὐθὺς τὰ Ἀπολυτίκια.

Ἦχος α´. Τοὺς τρεῖς Μεγίστους Φωστῆρας.

ν τοῖς ἐσχάτοις ἐφάνης καὶ χαλεποῖς ὦ Σωφρόνιε, ὡς καὶ εὐδοκοῦντος Σωτῆρος, καροῖς ἡμῶν ἀναδείξαντος, μετανοούντων θεῖον φῶς έπιστρέφων σκοτασμῶν ἐκ πλάνης προσοχθισμάτων μύσους, τοῦ ᾅδου πάντοθεν ἐσὲ κατεωγότα κλοιοὺς ἀνδρικώτατα Πνεύματι, καὶ τοῦ Χριστοῦ πολιτείαν, ἐλευθέραν τὸν κηρύσσοντα· ἔνδον Ἐκκλησίας τῆς μόνης Χριστοῦ, Μοναχοῖς φιλοσόφοις στοιχήσαντι, μεθ’ ὧν Σιλουανῷ τε, δέου Χριστοῦ ἡμᾶς σωθήσεσθαι.

Ἕτερον˙Ἦχος γ´. Θείας πίστεως.

Μέσον ἤστραψας Ὀρθοδοξίας, ἔθνη ἅπαντα ἑνοποιήσας, Ἐκκλησίᾳ τοῦ Χριστοῦ ὦ Σωφρόνιε, Ἄθω μονάζεις ὁσίως καὶ πέρατα, γῆς ἐκδιδάσκεις Ἑώας καὶ Δύσεως· αἴτει Κύριον ὁμοῦ σὺν σεπτῷ σου Γέροντι, ἡμᾶς Σιλουανῷ λαμπρῷ σωθήσεσθαι.

Δόξα...Ἄλλο˙Ἦχος πλ.δ´. Ταῖς τῶν δακρύων σου ροαῖς.

Τῇ σωφροσύνῃ ἐκ παιδός, συνεχόμενος Πνεύματι κατηγλάϊσται, καὶ Ρωσικὴν τὴν γῆν ἀφείς, ἐν Μοναχοῖς τοῦ Ἄθω συγκατηρίθμησαι, Ἑώας καὶ Δυσμῶν, φιλοσοφίᾳ πλήθη ἐδίδαξας, Χριστοειδεῖ Ἐκκλησίας Σωφρόνιε˙ φαίνων μετανοίᾳ Χριστῷ, ᾯ νῦν ἡμᾶς προσάγαγε.

Καὶ νῦν... Θεοτοκίον Ἦχος πλ.β´.

Τῆς εὐσπλαγχνίας τὴν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς σέ, μὴ ἀστοχήσωμεν, ρυσθείημεν διὰ σοῦ τῶν περιστάσεων· σὺ γὰρ εἶ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν χριστιανῶν.

Ἐκτενὴς ὑπὸ τοῦ ἱερέως καὶ Ἀπόλυσις, ἄνευ τοῦ Δι’ εὐχῶν

καὶ εὐθὺς τὰ Τροπάρια.

Ἦχος β´. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου σε νεκρόν.

ρχου ὦ Σωφρόνιε ἡμῖν, γῆς ἐκ τῶν περάτων κηρύσσων, ἑνοποιόν κραταιόν, Πνεῦμα φαεινότατον, ἐν τῷ ἀκτίστῳ Φωτί, οὗ μετέχειν κραταίωσον, ἡμᾶς ἐν ἀσκήσει, νήψει καὶ κακώσεσι, καρτερικῶς προσδοκᾶν, καὶ δακρυρροοῦντας ἐν πένθει, δὸς ἡμῖν μὴ στρέφειν ὀπίσω, ἔνθα ἁμαρτάδων ᾅδης ἤνοικται.

ρχου ὦ Σωφρόνιε ἡμῖν, τοῖς ἀπεγνωκόσιν ἐν θλίψει, καὶ πειρασμοῖς ἀλγεινοῖς, πόνοις νόσοις πάντοθεν, πολλαῖς συγχύσεσι νῦν, δαιμονίων σκοτώσεσι, κλεινόντων τὴν θύραν, Ἄνω τῶν Δυνάμεων καὶ εὐσπλαγχίας Χριστοῦ˙ ἥν Αὐτῷ προσδέου ἀνοίγειν, καὶ ἡμῖν ἀθλίως βιοῦσι, πταίσμασι πολλοῖς δεσμοῖς καὶ πάθεσιν.

ρχου ὦ Σωφρόνιε λαοῖς, Δύσεως Ἑώας φωτίζων, σοφοῖς διδάγμασι, βίβλων τῶν πανσόφων σου, συνδεδεμένων Γραφαῖς, θεοπνεύστοις καὶ κήρυξι, κλεινοῖς Ἀποστόλοις, Μάρτυσι Ὁσίοις τε, Μονῶν πολλῶν ἐν παντί, κόσμῳ καὶ τοῦ Ἄθω δεικνύων, καὶ Μονῆς Προδρόμου ταμεῖον, σοῦ Βρεττανικαῖς ταῖς νήσοις λάμποντι.

Κράτει τὸν ἀκράτητον ἡμῶν, νοῦν ἐν προσευχαῖς καὶ τῷ ᾅδῃ, ταπεινούμενοις Χριστῷ, δάκρυσι Σωφρόνιε, καὶ ταῖς νηστείαις σαρκός, κόποις θείας ἀσκήσεως, Χριστοῦ Θεανθρώπου, Ὅς ποιμὴν ὁ πρώτιστος ὑπογραμμὸς ἦν παντί, καὶ παραβολαῖς ὡς ἀμπέλου, τούτου πολιτείαν μιμεῖσθαι, πᾶσι δὸς λαοῖς σαρκὶ καὶ πνεύματι.

Λέγων ὦ Σωφρόνιε ἀρχὴν, ὑποστατικὴν διευρύνεις τὸν νοῦν ἡμῶν ἐν Χριστῷ, Παύλου λόγους σήμερον, ἀνακυκλῶν καὶ ἀρχήν, ὑποστάσεως λέγοντος, τὴν πίστιν Σωτῆρι, Ὧ ἡμεῖς ὑπέστημεν καὶ οὐσιώθημεν, νῦν Θείῳ τῷ Βαπτίσματι λόγοις, καὶ Χριστοειδέσι τοῖς ἔργοις, οἷς ἡμῖν Χριστῷ στοιχεῖν βοήθησον.

Πρόσωπον ὑπόστασιν ἀρχήν, ὕπαρξιν δοθεῖσαν ἰδίως, ὑπὸ Θεοῦ τοῖς βροτοῖς, φύσει ἐν ὁμοίᾳ τε, πανανθρωπίνῃ σαρκί, καὶ ψυχὴν εἰκονίζουσαν, Τριάδα Ἁγίαν, Νοῦν καὶ Λόγον Πνεῦμα δὲ, κατὰ εἰκόνα Αὐτῶν, μόνου τοῦ Θεοῦ ὡς εἰρήκεις, ἅμα καθ’ ὁμοίωσιν εὔχου, καὶ ἡμᾶς Σωφρόνιε σωθήσεσθαι.

Ἦχος πλ.δ´.

Δέσποινα, πρόσδεξαι τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Ἦχος β´.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.

Δι’ εὐχῶν...

***

 

ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

ἤτοι

Οἶκοι εἰκοσατέσσαρεις

Εἰς τὸν νεοφανῆ ὅσιον Γέροντα Σωφρόνιον ἐκ Ρωσίας καταγόμενον ἐν Ἄθῳ ἀσκήσαντα καὶ διαλαμψαντα ἐν παντὶ καὶ ὡς πνευματικὸν καθοδηγητὴν ὁμοίως δὲ καὶ ἐν Εὐρώπῃ καὶ μεγάλῃBρεττανίᾳ ὁδοὺς θεογνωσίας παραδώσαντα ἐν Πνεύματι ἁγίῳ Μονὴν δὲ ἱερὰν τοῦ τίμιου Προδρόμου καὶ Βαπτιστοῦ Ἰωάννου ἱδρύσαντα ἕως νῦν οὖσαν.

Κοντάκιον, ἦχος πλ.δ´. Τῇ Ὑπερμάχῳ.

κραταιώθης, ὦ Σωφρόνιε, τῷ Πνεύματι, ἀπὸ παιδὸς, καὶ τὰς ὁδοὺς Χριστοῦ ἐζήλωσας, τῆς Ἀσίας ἐκγελάσας οἰκτρὰς ἀπάτας, τοῖς τοῦ Ἄθω μοναχοῖς σεπτοῖς ὡμοίωσαι, καὶ Ἑώαν καὶ Δυσμὰς Φωτὶ κατηύγασας, φιλοσόφοις σου, θείοις λόγοις καὶ βίβλοις σου. 

 

πασιν ἀνεδείχθης ὁδηγὸς φωτοφόρος, Σωφρόνιε Χριστῷ σοι οἰκοῦντι˙ (ἐκ γ´) καὶ νῦν ἐν οὐρανοῖς κατοικῶν σὺν Ἁγίοις πᾶσι δυσωπῶν Κύριον, μὴ παύση ὑπὲρ πάντων τοῦ σωθῆναι ἐκζητῶν βοώντων˙

Χαῖρε, ἐσχάτοις τοῖς χρόνοις λάμπων˙ Χαῖρε, τελείων βιώσας βίον.

Χαῖρε, Ρωσικῇ γῇ φυεὶς, ὦ Σωφρόνιε˙ Χαῖρε, ὀρθοδόξων ποιμνίων συνόμιλε.

Χαῖρε, Φῶς ὁρῶν τὸ Ἄκτιστον παιδιόθεν πολλαχῶς˙Χαῖρε, ζήσας ἄβυσσον σκότους ἀλλοτρίαν καὶ φρικτῶς.

Χαῖρε, νόθους θρησκείας ἐκφυγὼν ὡς στρουθίον˙ Χαῖρε, πᾶσι διδάσκων Ὀρθοδόξων ταμεῖον.

Χαῖρε, Φωτὶ Χριστοῦ κυβερνώμενος˙ Χαῖρε, σκιῶν σατὰν μακρυνόμενος.

Χαῖρε, μάκαρ Σωφρόνιε.

 

Βαίνων Ὀρθοδοξίᾳ, καὶ ζητῶν σωτηρίαν, Χριστῷ Ἀληθινῷ ἐπιστρέφεις ὁλοκλήρως δώσας σου ψυχήν, μετανοίας ἀγωγαῖς σκληραῖς πάντοθεν˙ Ρωσίαν καὶ Γαλλίαν ἀφεὶς, τρέχεις γοργῶς Ἄθω, κράζων˙

Ἀλληλούϊα.

 

Γνῶσιν θείαν ποθήσας φιλοσόφως ἐζήτεις, Αὐτὴν ἐν ζωγραφίαις καὶ τέχναις, μοναχῶν δὲ ζωὴν εὑρών, θείας τῆς Σοφίας χορηγόν, ἔχαιρες καὶ κοινοβίῳ μάρτυρος Ἁγίου ἔστης, ὅθεν σοι βοῶμεν˙

Χαῖρε, τῇ μάνδρᾳ Χριστοῦ προστρέχων˙ Χαῖρε, φυγὼν ἐκ ματαίων ἔργων.

Χαῖρε, ὑπηκόων ζηλώσας τὸ φρόνημα˙ Χαῖρε, τοῦ Χριστοῦ μετελθὼν τὸ πολίτευμα.

Χαῖρε, τοῦ Παντελεήμονος μονῇ ἐν Ἄθῳ ἐπιβάς˙ Χαῖρε, μάρτυρος Ἁγίου ἀκολουθῶν διατριβάς.

Χαῖρε, Σιλουανὸν γέροντα σχὼν ὡς ἐπόπτην˙ Χαῖρε, μοναχισμὸν βλέπων παθῶν ὑπερόπτην,

Χαῖρε, δακρύων πένθους ἐχόμενος˙ Χαῖρε, εὐχαῖς καὶ νήψει πυρούμενος.

Χαῖρε, πικρίαν δαιμόνων μὴ δείσας˙ Χαῖρε, Χριστῷ πεποιθὼς ἀριστεύσας.

Χαῖρε, Σωφρόνιε φερέπονε.

 

Δέδοταί σοι ἡ Χάρις, πολλαχῶς μοναζόντων, καὶ εἶτα ἱερέων ὡσαύτως, ὦ Σωφρόνιε ἅμα πατρὸς ὁδηγοῦ, ποιμένος μοναχῶν Ἄθωνος, ἀφέσεως πταισμάτων δ᾽ ἐξουσία˙ Χριστῷ δὲ κραυγάζεις˙

Ἀλληλούϊα.

 

τρεχες τοῦ ποιμαίνειν μοναχοὺς συμβουλεύειν, Σωφρόνιε ἐν Ἄθῳ προθύμως, ποθῶν δ᾽ ἔρημον τόπον, εὑρεῖν, ἀποκρήμνοις Ἄθω κατοικεῖς ἄσκησιν αἱρούμενος καὶ δάκρυον˙ διὸ ἡμεῖς σοι προσφωνοῦμεν˙

Χαῖρε, σοφῶν καὶ Ἁγίων φίλος˙ Χαῖρε, ἐχθρὸς δαιμονίων ἄκρος.

Χαῖρε, ὑπουργὲ Χριστωνύμου πληρώματος˙ Χαῖρε, μοναχῶν ἰατρὸς ὁ πανάριστος.

Χαῖρε, νήφων φιλοσόφως ἀδιαλείπτοις προσευχαῖς˙ Χαῖρε, νοῦν Χριστοῦ πλουτήσας θεολογίαις ἱεραῖς.

Χαῖρε, ἐν ἀσθενείαις καὶ ὀδύναις ὑπάρχων˙ Χαῖρε, νόσους πολλὰς κακὰς Χριστῷ ὑπομένων.

Χαῖρε, πραΰς ὑπάρχων καὶ εὔχαρις˙ Χαῖρε, δαιμόνων πλήττων τὸ ἄχαρι.

Χαῖρε, ἐν μέσῳ πολέμων βιώσας˙ Χαῖρε, στρεβλοὺς πάντας δαίμονας τρώσας.

Χαῖρε, κραταιὲ Σωφρόνιε.

 

Ζήλῳ Πνεύματος θείου, συσχεθεὶς εὐγνωμόνως, Σωφρόνιε ὑπείκεις μονῇ σου, καὶ πεμφθεὶς πρὸς χώραν Γαλλικήν, πνευματέμφορος ὑπηρετεῖς ποίμνιον Χριστοῦ, καὶ ψυχὰς σώζεις σοφῶς, Πνεύματι Ἁγίῳ μέλπων˙

Ἀλληλούϊα.

 

κεις ἐν Βρεττανίᾳ, ὦ Σωφρόνιε οἶκον ὀρθόδοξον Χριστοῦ ἑτοιμάζων, καί μονὴν Βαπτιστοῦ ἱδρύεις Ἰωάννου, ξένος οἱονεὶ ἄγνωστος ἀλλοδαπὸς ἐν μέσῶ ἀλλοθρήσκων, ὅθεν σοι ἐροῦμεν˙

Χαῖρε, βιῶν Ὀρθοδόξων πίστιν˙ Χαῖρε, δι᾽ ἔργων δεικνὺς ἀρίστην.

Χαῖρε, Βρεττανίας ὡσεὶ ἰσαπόστολος˙ Χαῖρε, Ἑσπερίας το Φῶς θείου Πνεύματος.

Χαῖρε, ὅρους μοναζόντων μυστικῶς ἀποπληρῶν˙ Χαῖρε τύπους ἀλλοθρήσκων τεχνηέντως διαδραμών.

Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας παραδόσεσι μένων˙ Χαῖρε, ἐρεσχελίας ἀλλοθρήσκων ἐκφεύγων.

Χαῖρε, κρουνὸς τοῦ Πνεύματος ὕδατος˙ Χαῖρε, πυρσὸς καὶ φάρος ἀκοίμητος.

Χαῖρε, τοὺς λόγους ἐμφαίνων τοῖς ἔργοις˙ Χαῖρε, τὰ ἔργα συνδέων τοῖς λόγοις.

Χαῖρε, Σωφρόνιε φιλόσοφε.

 

Θεολόγῳ σου γλώττῃ, θεολόγους ἐκφράζεις, τοὺς πάλαι Ἀποστόλους Σωτῆρος˙ θείου Πνεύματος ὥσπερ αὐτοί, κραταιῶς ἐχόμενοι Χριστοῦ, ἔθνεσιν ἐκήρυσσον μετάνοιαν ὡς σύ, μεθ᾽ ὧν Χριστῷ βοᾶτε˙

Ἀλληλούϊα.

 

σην Χάριν παρέχων, ταπεινοῖς μεταγνοῦσι, πενθοῦσιν ὁ Χριστὸς καὶ ἐσχάτους ὡς πρώτους τιμᾷ, ἐπεὶ αἴρει πάντων τὰ δεινὰ πταίσματα, Σωφρόνιε λέγεις πᾶσιν, ὥστε πάλιν σοι ἐροῦμεν˙ 

Χαῖρε, Χριστοῦ μιμητὰ ἐν πᾶσι˙ Χαῖρε, Ἁγίων βιῶν τὴν πίστιν.

Χαῖρε, θεολόγων τὸ Πνεῦμα δεχόμενος˙ Χαῖρε, ταπεινώσει ἁγίᾳ φραττόμενος.

Χαῖρε, θεῖε λειτουργὲ ἁγνείας ἐχόμενος ψυχῆς˙ Χαῖρε,ὄχλων πειρασμῶν ἐν ἀποτομίᾳ βιαστής.

Χαῖρε, ὡς παθοκτόνος ἀσκητὴς διακρίσει˙ Χαῖρε, σοφῶς διέπων τῶν σωμάτων τὴν φύσιν.

Χαῖρε, χρηστῷ ζυγῷ Χριστοῦ κράτιστος˙ Χαῖρε, κλοιοῦ δαιμόνων ὁ ἔχθιστος.

Χαῖρε, νοῶν τὰς τοῦ ᾅδου βασάνους˙ Χαῖρε, εὐχαῖς καὶ ἐλπίσιν ὑψίνους.

Χαῖρε, καρτερώτατε Σωφρόνιε.

 

Κέκτησαι νοῦν Ὁσίων, νοῦν Χριστοῦ, καθὼς Παῦλος Ἀπόστολος, πνευματοκινήτως φερεπόνως ζῶν, ἐν τῷ Σταυρῷ, Ἀναστάσει πάλιν τοῦ Χριστοῦ, Χάριτι, καὶ οὕτως ἐκδιδάσκεις τέκνα πάντα, τοῦ ποιεῖν, συνᾴδειν˙

Ἀλληλούϊα.

 

Λύπην διαχωρίζεις κοσμικὴν τοῦ θανάτου, τῆς λύπης χαρωπῆς ἁγνοῦ πένθους, τὰς αἰτίας αὐτῶν εἰρηκώς˙ πρώτην φίλαυτον, πικρὰν νεκράν, ἄθεον˙ δευτέραν δὲ ἐλπίδος χαρᾶς μεστῆς, ὅθεν βοῶμεν˙

Χαῖρε, Σωφρόνιε παρακλῆτορ˙ Χαῖρε, Χριστοῦ μαθητὰ καὶ ρῆτορ.

Χαῖρε, γραμματεῦ Χριστοῦ θείῳ ἐν Πνεύματι˙ Χαῖρε, συγγραφεῦ σοφῶν βίβλων ἐν ἔθνεσι.

Χαῖρε, τοῦ Σιλουανοῦ βίον μυστικῶς παραδιδούς˙ Χαῖρε, δείξας τοὺς ἀγῶνας σκληροὺς Ὁσίου ἀφανοῦς.

Χαῖρε, Ἄθω Ὁσίων παραδοὺς πολιτείαν˙ Χαῖρε, πᾶσιν Ἁγίοις πλατυνθεὶς συστοιχίᾳ.

Χαῖρε, κρημνῶν πτωμάτων ἀνάστασις˙ Χαῖρε, ψυχῶν ταχεῖα ἀνάνηψις.

Χαῖρε, ψυχαῖς δοὺς ἐλευθερίαν˙ Χαῖρε, δεικνὺς τοῦ Χρστοῦ εὐσπλαγχνίαν.

Χαῖρε, θεοδίδακτε Σωφρόνιε.

Μέμηνε δαιμονίων, λεγεὼν καθορῶσα, μετάνοιαν τοῦ πρῴην σου τέκνου, βρεττανοῦ καλοῦ, Ἄθω πιστοῦ, ἱερέως ὅ μως ἀ σθενοῦς π νεύματι, π ρὸς ὃ ν Σ ιλουανῷ ὁ μοῦ, ἐγγέγραφας σωθῆναι, μέλπων˙

Ἀλληλούϊα.

 

Nίκην Πνεύματος δείκνυς, νουθετῶν ἐπιστρέφειν Χριστῷ, ἀπολωλὸς σου τὸ τέκνον˙ κἂν ἀπῴθει σε, πλεῖον βοᾷς, καὶ γραφαῖς ἐκτείνεις πίστιν ὀρθόδοξον, ἔξω ἀπάτης, ἔχουσαν Χριστόν, διὸ ἡμεῖς φωνοῦμεν˙

Χαῖρε, βιβλίον τῆς μετανοίας˙ Χαῖρε, σχολεῖον τῆς σωτηρίας.

Χαῖρε, διαστέλλων πλανῶν τὰ καλύμματα˙ Χαῖρε, διαγγέλων τὰ θεῖα ἀκήρατα.

Χαῖρε, νέος Βρεττανίας φωτιστὴς μέσον σκοτασμοῦ˙ Χαῖρε, φῶς ἐν σκοτομήνῃ λαῶν τοῦ κόσμου γεηροῦ.

Χαῖρε, ἡσυχασταῖς καὶ ἀσκηταῖς παραβάλλων˙ Χαῖρε, ἐν κοινωνίᾳ τῶν ἐθνῶν ἡσυχάζων.

Χαῖρε, κρημνῶν αἱρέσεων ἄνοδος˙ Χαῖρε, στρεβλῶν σχισμάτων ἐπάνοδος.

Χαῖρε, κρυπτῶς μυστικῶς ἀναβαίνων˙ Χαῖρε, Φωτὸς θείου λάμψεις ἐκφαίνων.

Χαῖρε, ἀοίδιμε Σωφρόνιε.

 

Ξύμπας κόσμος γινώσκει, θεοπνεύστους σου βίβλους, αἷς νῦν, κατανοοῦμεν εὐκόλως, σοφὰς ρήσεις, τὰς τῶν παλαιῶν Γραφῶν, ὁμοῦ καὶ ἀγῶνας παλαιῶν ἔγνωμεν, Ἁγίων συνδεθέντων σοι, ἐν ἔργοις λόγοις, συνυμνούντων˙

Ἀλληλούϊα.

 

λοι οἱ πρὸ σοῦ μάκαρ, ἐν τῷ κόσμῳ φανέντες, Φωτὶ ἱλαροτάτῳ ἀκτίστῳ, μυστικῶς ὄντες μέλη Χριστοῦ, περιχώρησιν πνευματικὴν ἔχοντες, ἀλλήλοις, Ἐκκλησίαν φανεροῦσιν, ἥν τιμᾷς ἀκούων˙ 

Χαῖρε, εὐχῆς νοερᾶς ἐργάτα˙ Χαῖρε, Χριστοῦ καὶ Ἁγίων μύστα.

Χαῖρε, καταργῶν πολιτεύματα ἄθεα˙ Χαῖρε, τῶν Ἁγίων ἱστῶν ἔργα ἄριστα.

Χαῖρε, ἔνδοθεν ἐγρήγορσιν παραδοὺς τὴν συνεχῆ˙, Χαῖρε ἔξωθεν ταπείνωσιν συγκρατῶν Χριστοτερπῆ.

Χαῖρε, τ ὴν ἀ κηδίαν κ ραταιῶς ἀ πορρίψας˙ Χαῖρε, τὴν ἀθυμίαν πάντῃ ἐξουθενώσας.

Χαῖρε, ἡμῶν διδάσκαλος ἄριστος˙ Χαῖρε, πτωχῶν δυστήνων ὑπέρμαχος.

Χαῖρε, ταχὺς βοηθὸς σωτηρίας˙ Χαῖρε, εὐκόλων ὁδῶν συνοδία.

Χαῖρε, κλεινότατε Σωφρόνιε.

 

Πίπτει φόβος, δειλία κενοδόξων καὶ ψεύδους, πρὸ τῆς σῆς ταπεινώσεως κράτους, καὶ λαβύρινθοι πλάνης στρεβλοὶ, καταργοῦνται, ὅτε ἀκουστὰ γίνονται, σοφὰ καὶ θεοδίδακτα κηρύγματά σου, Χριστῷ δόντα αἴνους˙

Ἀλληλούϊα.

 

Ρήτρας τοὺς Ἀποστόλους, ἀγραμμάτους ζηλώσας, Σωφρόνιε Προφήτας Ὁσίους, ὧν εἰς κόπους, τῶν πάλαι πολλοὺς εἰσελθών, ὡς ἔφη ὁ Σωτήρ, Πνεύματι Ἁγίῳ συνεχόμενος προσείπεσο, διὸ ἐροῦμεν˙

Χαῖρε, πορείᾳ στενῇ βαδίζων˙ Χαῖρε, ἐν πλάτει Χριστοῦ ὁδεύων.

Χαῖρε, μαρτυρίων Μαρτύρων ἐχόμενος˙ Χαῖρε, μυστικῶς ὑπομένων ὡς Ἅγιος.

Χαῖρε, Σάββα τοῦ Ὁσίου παραζηλῶν τὴν βιοτήν˙ Χαῖρε, πάλαι Παχωμίου κρατῶν ἐν πλήθει τὴν ἰσχύν.

Χαῖρε, τῷ Εὐθυμίῳ μειζοτάτῳ στοιχήσας˙ Χαῖρε, Θεοδοσίῳ λαμπροτάτῳ ὑπείξας.

Χαῖρε, Ὁσίων Ἄθω ἀκόλουθος˙ Χαῖρε, Σινᾶ φωστήρων συνέκδημος.

Χαῖρε, πυρσὲ δαδουχὲ Μοναζόντων˙ Χαῖρε, ὡς ναῦς ἀσκητῶν τῶν πλεόντων.

Χαῖρε, Ὁσιώτατε Σωφρόνιε.

 

Σίτου πλήρεις αἱ χῶραι, Μοναχῶν κοσμικῶν τε, ποθούντων Χριστομίμητον βίον, ὧν σπορὰ καὶ δρᾶγμα θερισμοῦ, ἐν Χριστῷ ὑπάρχεις, γενεαῖς σήμερον παντοίαις, Ὀρθοδόξων εὐλαβῶν σπουδῇ σὺν σοὶ αἰνούντων˙

Ἀλληλούϊα.

 

Τρέχεις ὡς εἶς, Πατέρων Θεοφόρων Σωτῆρι, Σεργίου ρωσικῆς γῆς ὡς γόνος, παραπλήσιος αὐτοῦ ψυχῇ καρτερᾷ, ἑκατὸν καὶ Μονῶν κτίτορος, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ Δύσει, στοιχῶν πλείστοις, ὥστε ἡμᾶς σοι λέγειν˙

Χαῖρε, ὁ κύκλος τῶν Μοναζόντων˙ Χαῖρε, τὸ μέσον μετανοούντων.

Χαῖρε, βρεττανῶν ἀσκητῶν συνακόλουθος˙ Χαῖρε, Ὀρθοδόξων Εὐρώπης συνέκδημος.

Χαῖρε, Ὁσίου Κολούμβα Μοναῖς ἑκατὸν συστοιχῶν˙Χαῖρε, Ὁσίου Κουθβέρτου πολλαῖς ἀρεταῖς περιών.

Χαῖρε, Ἁγίου Νίοτ Κορνουάλης συμμύστης˙ Χαῖρε, Ἀϊδανοῦ ἀρετῶν ὁ ἰχνηλάτης.

Χαῖρε, Νεκτὰν Ὁσίῳ ἑπόμενος˙ Χαῖρε, σοφοῦ τοῦ Βέδα ὁμότροπος.

Χαῖρε, στοιχῶν Νινιὰν πανολβίῳ˙ Χαῖρε, ὁμοῦ Δανιὴλ Οὐαλίῳ.

Χαῖρε, εὐλαβέστατε Σωφρόνιε.

 

ψους θείου οὐ πίπτεις, ταπεινώσεως Χάριν ὡς ἔχων, καὶ ἀγάπῃ ἀπτώτῳ συνεχόμενος˙ ὡς οὖν ποδηγὸς καὶ ποιμήν, ἐχθραίνειν δαιμονίοις πᾶσιν, ἡμῖν βοήθει Πνεύματι Σωφρόνιε, σπουδῇ δὲ Χριστῷ ψάλλειν˙ (ἔχει καὶ ἐναλλακτικὴ πρόταση τό:σπουδῇ δὲ καὶ συμψάλλειν)˙

Ἀλληλούϊα.

 

Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι, καὶ μετέχουσι τούτου οἱ Δῆμοι τῶν Ἁγίων Ἁπάντων, οἷς νῦν ὅμοιος ἦσθα ψυχῇ, σωφρονῶν Σωφρόνιε, αὐγαῖς Πνεύματος, Ὅ νῦν πληροῦν ἱκέτευε, ἡμᾶς ὥστε γεραίρειν οὕτω˙

Χαῖρε ,Φωτός διακρίνων εἴδη˙ Χαῖρε, δεικνὺς φωτισμοῦ τὰ τέλη.

Χαῖρε, ψευδομένων σκιὰς ἀπωσάμενος˙ Χαῖρε, βιοτῆς τοὺς σκοποὺς ἐνδειξάμενος.

Χαῖρε, πλάνης τὴν συσκότισιν ἐκκαλύπτων συνεχῶς˙ Χαῖρε, δρόμους φωτοφόρους Χριστοῦ ἀνοίγων εὐκρινῶς.

Χαῖρε, ἀνατολῆς Ἀσίας καίων τὰς πλάνας˙ Χαῖρε, Δύσει Εὐρώπῃ ἐγκαινίζων τὰς ρύμας.

Χαῖρε, τιμῶν Ἄθω Ἀθανάσιον˙ Χαῖρε, καὶ Πέτρου νήψει κρατούμενος.

Χαῖρε, Μαρτίνου Τουρώνης συμμύστα˙ Χαῖρε, κλεινοῦ Βενεδείκτου δεῖκτα.

Χαῖρε, διδάσκαλε Σωφρόνιε.

 

Χαίρων Ἄνω ἐν πόλῳ, καὶ ἡμᾶς μὴ παρίδης Σωφρόνιε, ἀλλ᾽ εὔχου σωθῆναι, ὑμνητάς σου πτωχούς, ἀσθενεῖς, καὶ τῆς θεαρέστου σου ζωῆς κήρυκας, καὶ βίβλοις σου στοιχοῦσιν, ἐχομέναις Γραφῶν Θείων Αἴνων.

Ἀλληλούϊα.

 

Ψῦχος ἦλθεν ἐν κόσμῳ, ἀντιχρίστων μανίας, Σωφρόνιε δ᾽ ἡμῖν ζέσιν δίδου, Χριστῷ στοιχεῖν ἡμῖν βοηθῶν, καὶ Ἁγίοις Πᾶσιν ἐν παντὶ πάντοτε, ἐν τρόποις λόγοις, Μόνης Ἐκκλησίας διδαχαῖς καὶ λέγειν˙

Χαῖρε, Μονῆς Βαπτιστοῦ ὁ κτίτωρ˙ Χαῖρε, ἡμῶν ψυχῶν ὁ ἰθύντωρ.

Χαῖρε, ἀετὲ χρυσοπτέρυγε Πνεύματι˙ Χαῖρε, λεοντώδης φανεὶς Θεία Χάριτι.

Χαῖρε, βοῦς ἀροτριώσας ψυχὰς πολλῶν Χριστιανῶν˙ Χαῖρε, θείᾳ βουκολίᾳ ἡμᾶς λυτρῶν ἐκ τῶν κακῶν.

Χαῖρε, τῶν Γαλατῶν Ἁγίων Δύσεως φίλε˙ Χαῖρε, τῶν Βρεττανῶν Ὁσίων τρόφιμε θεῖε.

Χαῖρε, Σιλουανοῦ τέκνον ἄριστον˙ Χαῖρε, ἡμῶν πατὴρ καὶ πανάριστος.

Χαῖρε, Φωτὸς Χριστοκῆρυξ καὶ δείκτης˙ Χαῖρε, σκοτίας καὶ λύπης ὁ ρύστης.

Χαῖρε, Θεορρῆμον Σωφρόνιε.

 

Ὦ Σωφρόνιε πάτερ, φιλοσόφως βιώσας καὶ ἔργα εὐλαβείᾳ συζεύξας˙ (ἐκ γ´) θεολόγε Φωτός Θεϊκοῦ, καὶ ἐργάτα πένθους χαρωποῦ, νήψεως εὐχῶν ἀλείπτων τέλειε διδάσκαλε, Ἀγγέλοις ᾄδεις˙

Ἀλληλούϊα.

 

Καὶ αὖθις τὸ Κοντάκιον.

Ἦχος πλ.δ´. Τῇ Ὑπερμάχῳ.

κραταιώθης, ὦ Σωφρόνιε, τῷ Πνεύματι, ἀπὸ παιδὸς, καὶ  τὰς ὁδοὺς Χριστοῦ ἐζήλωσας, τῆς Ἀσίας δ᾽ ἐκγελάσας οἰκτρὰς ἀπάτας, τοῖς τοῦ Ἄθω μοναχοῖς σεπτοῖς ὡμοίωσαι,καὶ Ἑώαν καὶ Δυσμὰς Φωτὶ κατηύγασας, φιλοσόφοις σου, θείοις λόγοις καὶ βίβλοις σου.__

Γράμμα Ναυπάκτου Ἱεροθέου γιά τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου καί τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος τόν Αὔγουστο τοῦ 2004, ἀφοῦ προηγουμένως εἶχε ἀποστείλει Γράμμα στόν Παναγιώτατο Οἰκουμενικό Πατριάρχη γιά τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ Ἁγίου Παϊσίου, ἔστειλε νέο Γράμμα γιά τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου καί τοῦ Ἁγίου Σωφρονίου. Δημοσιεύεται κατωτέρω γιά πρώτη φορά ὁλόκληρο τό Γράμμα αὐτό τοῦ Μητροπολίτου γιά τούς ἁγίους Πορφύριο καί Σωφρόνιο.

 Ἱερά Μητρόπολις Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου  Ἐν Ναυπάκτῳ τῇ 16ῃ Αὐγούστου 2004

Αρ. Πρωτ.: 467

τῷ Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­πῳ Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως, Νέ­ας Ρώ­μης

καί Οἰ­κου­με­νι­κῷ Πα­τρι­άρ­χῃ

Κυ­ρί­ῳ Κυ­ρί­ῳ Βαρ­θο­λο­μαί­ῳ

εἰς Βα­σι­λεύ­ου­σαν

Πα­να­γι­ώ­τα­τε Πά­τερ καί Δέ­σπο­τα,

Μέ τήν πρό­τρι­τα ἀ­πο­στα­λεῖ­σαν τῇ Ὑ­με­τέ­ρᾳ θει­ο­τά­τῃ Πα­να­γι­ό­τη­τι ἐ­μήν ἐ­πι­στο­λήν ἐ­ζή­τουν βα­θυ­σε­βά­στως τήν συ­γκα­τα­ρί­θμη­σιν ἐν ταῖς δέλ­τοις τῶν ἁ­γί­ων ἀν­δρῶν τοῦ ἐν ὁ­σι­ό­τη­τι βι­ώ­σα­ντος καί κοι­μη­θέ­ντος πα­τρός ἡ­μῶν Πα­ϊ­σί­ου τοῦ ἁ­γι­ο­ρεί­του.

Τα­νῦν, παρρησιαζόμενος μέν, προ­σβλέ­πων δέ πρός τήν με­γά­λην μα­κρο­θυ­μί­αν τῆς Ὑ­με­τέ­ρας θει­ο­τά­της Πα­να­γι­ό­τη­τος καί μι­μού­με­νος τό ἐ­παι­νε­θέν ὑ­πό τοῦ Κυ­ρί­ου θρά­σος τῆς χή­ρας τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου (Λουκ΄ ι­η΄, 1 καί ἑ­ξῆς), οὐ δι’ ἐ­μέ, ἀλ­λά δι­ά τούς φι­λοῦ­ντας τόν Θε­όν, ὑ­πο­βάλ­λω νέαν αἴτησιν πε­ρί ἑτέρων δύ­ο ἐ­ρα­στῶν τοῦ πνεύ­μα­τος καί τῆς ἐ­νυ­πο­στά­του σο­φί­ας τοῦ Θε­οῦ, ἤ­τοι τοῦ Λό­γου τοῦ Θε­οῦ.

Ὁ σο­φός Σο­λο­μών δι­α­τρα­νοῖ: «Ταύ­την(τήν σο­φί­αν) ἐ­φί­λη­σα καί ἐ­ξε­ζή­τη­σα ἐκ νε­ό­τη­τός μου καί ἐ­ζή­τη­σα νύμ­φην ἀ­γα­γέ­σθαι ἐ­μαυ­τῷ καί ἐ­ρα­στής ἐ­γε­νό­μην τοῦ κάλ­λους αὐ­τῆς. εὐ­γέ­νει­αν δο­ξά­ζει συμ­βί­ω­σιν Θε­οῦ ἔ­χου­σα, καί ὁ πά­ντων δε­σπό­της ἠ­γά­πη­σεν αὐ­τήν· μύ­στις γάρ τῆς τοῦ Θε­οῦ ἐ­πι­στή­μης καί αἱ­ρε­τίς τῶν ἔρ­γων αὐ­τοῦ» (Σοφ. Σολ. η΄, 2-4). Αὕ­τη ἡ ἐ­νυ­πό­στα­τος σο­φί­α τοῦ Θε­οῦ, ὁ τοῦ Θε­οῦ Υἱ­ός καί Λό­γος ἐ­στίν, ὁ ἀ­πο­κα­λυ­φθείς ἀ­σάρ­κως ἐν τοῖς Προ­φή­ταις καί ἀ­πο­κα­λυ­πτό­με­νος ἐν σαρ­κί ἐν τοῖς Ἀ­πο­στό­λοις καί ἁ­γί­οις ἐν ταῖς ἐ­σχά­ταις ἡ­μέ­ραις.

 Καί οἱ τοῦ Θε­οῦ φί­λοι δι­ά μέ­σου τῶν αἰ­ώ­νων ἐ­ρα­σταί τῆς σο­φί­ας ταύ­της ἐ­γέ­νο­ντο καί ἐ­φί­λη­σαν αὐ­τήν καί ἐ­ζή­τουν ψυ­χῇ τε καί καρ­δί­ᾳ «τήν τῶν σῶν (Θε­οῦ) θρό­νων πά­ρε­δρον σο­φί­αν» (Σοφ. Σο­λ. θ΄, 4), εἰ καί ἄν­θρω­ποι ἀ­σθε­νεῖς καί ὀ­λι­γο­χρό­νι­οι καί ἐ­λάσ­σο­νες ἐν συ­νέ­σει κρί­σε­ως καί νό­μων (ἔνθ. ἀ­νωτ. στ.΄ 5) ἦ­σαν, ἀλ­λά, ἐ­μπε­πλη­σμέ­νοι Πνεύ­μα­τος Ἁ­γί­ου, ἐ­πό­θουν τόν μό­νον Πο­θη­τόν καί ἀ­νε­ζή­τουν τό ἀ­κρό­τα­τον τῶν ἐ­φε­τῶν.

Ἡ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θε­ο­λο­γί­α ταυ­τι­ζο­μέ­νη με­τά τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ ἀ­κτί­στου Φω­τός καί τῆς γνώ­σε­ως τῆς προ­ερ­χο­μέ­νης ἐξ αὐτῆς ἀ­λη­θής σο­φί­α ἐ­στίν. Ἡ δέ θε­ο­λο­γί­α, ὡς γνῶ­σις ἐ­μπει­ρι­κή, ὡς «ἡ ἄ­γνοι­α ἡ ὑ­περ­τέ­ρα τῆς γνώ­σε­ως», ὡς γνῶ­σις ἥ­τις ἐ­στίν «τύ­πος τοῦ μέλ­λο­ντος ἐν τῇ ἀ­δο­λε­σχί­ᾳ μό­νῃ τῆς δι­α­νοί­ας τρυ­φῶ­σα ἐν τοῖς μυ­στη­ρί­οις τῶν μελ­λό­ντων», ἵ­να κα­τά τόν ἅ­γι­ον Ἰ­σα­άκ τόν Σύ­ρον εἴ­πω, καρ­πός ἐ­στιν τῆς κα­τά Θε­όν ἡ­συ­χί­ας. Οὕ­τως ἡ ἡ­συ­χί­α προ­ϋ­πό­θε­σίς ἐ­στιν τῆς οὕ­τω­σί κα­λου­μέ­νης ὀρ­θο­δό­ξου ἐ­μπει­ρι­κῆς θε­ο­λο­γί­ας.

Ἡ ἡ­συ­χί­α κα­τά μέν τόν τῆς Και­σα­ρεί­ας Μέ­γα Φω­στῆ­ρα «ἀρ­χή κα­θάρ­σε­ως τῇ ψυ­χῇ» ἐ­στιν, κα­τά δέ τόν τῆς Κλί­μα­κος ἅ­γι­ον «λο­γι­σμῶν ἐ­πι­στή­μη καί ἀ­σύ­λη­τος ἔν­νοι­ά ἐ­στιν». Κα­τά τόν ἅ­γι­ον Σι­να­ΐ­την Γρη­γό­ρι­ον «ἀρ­χή τῆς ἡ­συ­χί­ας ἡ σχο­λή» ἐ­στιν καί ἐκ ταύ­της «ἡ φω­τι­στι­κή δύ­να­μις καί θε­ω­ρί­α· καί τέ­λος ἡ ἔκ­στα­σις καί ἡ ἁρ­πα­γή τοῦ νο­ός πρός Θε­όν» ἐ­στιν. Κα­τά δέ τόν ἅ­γι­ον τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης Ποι­μέ­να Γρη­γό­ρι­ον τόν Πα­λα­μᾶν, ἡ ἡ­συ­χί­α «ἡ λή­θη τῶν κά­τω, ἡ μύ­στις τῶν ἄ­νω, ἡ τῶν νο­η­μά­των ἐ­πί τό κρεῖτ­τον ἀ­πό­θε­σίς ἐ­στιν».

Ταύ­την τήν κα­τά Θε­όν ἡ­συ­χί­αν ἠ­γά­πη­σαν σφό­δρα οἱ πο­θοῦ­ντες τά θεῖ­α, οἱ πει­νῶ­ντες καί δι­ψῶ­ντες τά ἐ­που­ρά­νι­α. Ταύ­την τήν σο­φί­αν ἐ­δί­ψη­σαν οἱ ἐ­ρα­σταί αὐ­τῆς ὡς ἔ­λα­φοι πο­ρευ­ό­με­ναι με­τά σπου­δῆς ἐ­πί τάς πη­γάς τῶν ὑ­δά­των κα­τά τόν προ­φη­τά­να­κτα Δαυ­ΐδ: «ὅν τρό­πον ἐ­πι­πο­θεῖ ἡ ἔ­λα­φος ἐ­πί τάς πη­γάς τῶν ὑ­δά­των, οὕ­τως ἐ­πι­πο­θεῖ ἡ ψυ­χή μου πρός σέ, ὁ Θε­ός. Ἐ­δί­ψη­σεν ἡ ψυ­χή μου πρός τόν Θε­όν, τόν ἰ­σχυ­ρόν, τόν ζῶ­ντα· πό­τε ἥ­ξω καί ὀ­φθή­σο­μαι τῷ προ­σώ­πῳ τοῦ Θε­οῦ;». (Ψαλμ. μα΄,2-3).

Ἡ  ἔκ­πει­νος καί ἔκ­δι­ψος αὕτη κα­τά­στα­σις ἐ­πι­φέ­ρει ἔ­ρω­τα ἀ­φό­ρη­τον, τόν θεῖ­ον, λέ­γω, ἔ­ρω­τα. Αὕ­τη ἡ θεί­α ἀ­γά­πη ὁ κε­κρυμ­μέ­νος ἐν ἡ­μῖν σπιν­θήρ τοῦ θεί­ου πό­θου ἐ­στίν, ὅς «φυ­σι­κῶς ἐν ἡ­μῖν ἐ­νυ­πάρ­χει» καί ὅ­τε ἐλ­λεί­πει οὗ­τος «πά­ντων κα­κῶν ἐ­στιν ἀ­φο­ρη­τό­τα­τον», κα­τά τόν Μέ­γαν Βα­σί­λει­ον.

 Καί κα­τά τόν τρί­τον τῆς θε­ο­λο­γί­ας ἐ­πώ­νυ­μον, Συ­με­ών τόν νέ­ον Θε­ο­λό­γον, «ἡ­συ­χί­α ἐ­στί νο­ός κα­τά­στα­σις ἀ­νε­νό­χλη­τος, γα­λή­νη ἐ­λευ­θέ­ρας καί ἀ­γαλ­λι­ω­μέ­νης ψυ­χῆς, καρ­δί­ας ἀ­τά­ρα­χος καί ἀ­κύ­μα­ντος βά­σις, θε­ω­ρί­α φω­τός, ἁρ­πα­γή νο­ός, ὁ­μι­λί­α κα­θα­ρά πρός Θε­όν, ἀ­κοί­μη­τος ὀ­φθαλ­μός, προ­σευ­χή νο­ε­ρά, ἕ­νω­σις με­τά Θε­οῦ καί συ­νά­φει­α καί τέ­λος θέ­ω­σις καί ἄ­πο­νος ἀ­νά­παυ­σις ἐν με­γά­λοις πό­νοις ἀ­σκή­σε­ως».

Ὁ τῆς Και­σα­ρεί­ας Φω­στήρ ᾐσθάνετο ἐν τῇ ζω­ῇ αὐ­τοῦ το­σοῦ­τον ἀ­φό­ρη­τον πό­θον καί ἑ­ώ­ρα­κεν τοι­οῦ­τον θαυ­μά­σι­ον κάλ­λος, ὥ­στε ἐ­ρω­τᾶ: «τί οὖν κάλ­λους θεί­ου θαυ­μα­σι­ώ­τε­ρον;...ποῖ­ος πό­θος ψυ­χῆς οὕ­τω δρι­μύς καί ἀ­φό­ρη­τος ὡς ὁ ἀ­πό Θε­οῦ ἐγ­γι­νό­με­νος τῇ ἀ­πό κα­κί­ας κε­κα­θαρ­μέ­νῃ ψυ­χῇ καί ἀ­πό ἀ­λη­θι­νῆς δι­α­θέ­σε­ως λε­γού­σῃ τε­τρω­μέ­νῃ ἀ­γά­πης ἐ­γώ εἰ­μι;».

Ὁ καρ­πός τῆς ἡ­συ­χί­ας ταύ­της, τῆς τόν πό­θον τοῦ θεί­ου ἔ­ρω­τος Χά­ρι­τι Θε­οῦ ἀναφλεγούσης, ὁ­δη­γεῖ τόν θε­ού­με­νον, οὐ­χί εἰς τό ποι­εῖν τήν θέ­ω­σιν, ὅ­περ ἄτοπον τοῖς ἀνθρώποις ἐπεί τοῦ Θε­οῦ τοῦτό ἐ­στιν, ἀλ­λ’ εἰς τό πά­σχειν τήν θέ­ω­σιν, εἰς τό ὁ­ρᾶν τό τοῦ Θε­οῦ ἄ­κτι­στον Φῶς, τό ἀ­θέ­α­τον μέν τοῖς ἔ­χου­σιν τυ­φλόν τόν τε νοῦν καί τήν καρ­δί­αν, θεατόν δέ τοῖς θεουμένοις, ὅ­σον ἔξε­στιν αὐτοῖς, δι­ό ὁ Μέ­γας Φω­στήρ τῆς Και­σα­ρεί­ας καί αὖ­θις ἀ­πο­φαί­νε­ται: «Ἄρ­ρη­τοι πα­ντε­λῶς καί ἀ­νεκ­δι­ή­γη­τοι τοῦ θεί­ου κάλ­λους αἱ ἀ­στρα­παί· οὐ πα­ρί­στη­σι λό­γος, οὐ δέ­χε­ται ἀ­κο­ή... Τοῦ­το τό κάλ­λος σαρ­κί­νοις μέν ὀ­φθαλ­μοῖς ἀ­θε­ώ­ρη­τον, ψυ­χῇ δέ μό­νῃ καί δι­α­νοί­ᾳ κα­τα­λη­πτόν, εἴ­που τι­νά πε­ρι­έ­λαμ­ψε τῶν ἁ­γί­ων, καί ἀ­φό­ρη­τον τοῦ πό­θου τό κέ­ντρον αὐ­τοῖς, ἐ­γκα­τέ­λι­πεν...».

Συ­με­ών δέ ὁ Νέ­ος Θε­ο­λό­γος ἐ­ρα­στής γε­νό­με­νος τῆς σο­φί­ας ταύ­της ἔ­φη:

«Σέ γάρ ὁ­ρῶν τι­τρώ­σκο­μαι τά ἐ­ντός τῆς καρ­δί­ας
καί βλέ­πειν οὐκ ἰ­σχύ­ω σε καί μή βλέ­πων οὐ φέ­ρω·
ἀ­πρό­σι­τον τό κάλ­λος σου, ἀ­μί­μη­τον τό εἶ­δος,
ἀ­σύ­γκρι­τος ἡ δό­ξα σου, καί τίς πο­τέ σε εἶ­δεν
ἤ τίς ἰ­δεῖν σε δυ­νη­θῇ ὅ­λον, σέ, τόν Θε­όν μου;...
Ὅ­μως ὡς ἥ­λι­ον ὁ­ρῶ καί ὡς ἄ­στρον σε βλέ­πω,
καί ἐν τῷ κόλ­πῳ φέ­ρω σε, κα­θά­περ μαρ­γα­ρί­την,
καί ὡς λα­μπά­δα βλέ­πω σε σκεύ­ους ἡμ­μέ­νην ἔν­δον».

Ἐ­ντεῦ­θεν ἡ ὀρ­θό­δο­ξος ἐξ ἐμπειρίας θε­ο­λο­γί­α, οὐ­χί ἡ στο­χα­στι­κή ἀ­να­λο­γί­α, ἥ­τις τοῖς λο­γι­κοῖς μό­νοις ἐ­νυ­πάρ­χει, καί ἥτις «οὐκ ἔ­στιν αὕ­τη ἡ σο­φί­α ἄ­νω­θεν κα­τερ­χο­μέ­νη, ἀλ­λ’ ἐ­πί­γει­ος, ψυ­χι­κή, δαι­μο­νι­ώ­δης» (Ἰ­ακ. γ΄,15)· ἐ­ντεῦ­θεν οἱ πο­τα­μοί τοῦ Πνεύ­μα­τος οἱ ἐκ τῆς ἠλ­λοι­ω­μέ­νης καρ­δί­ας τῶν θε­ου­μέ­νων ἐκ­πο­ρευ­ό­με­νοι· ἐ­ντεῦ­θεν ἡ ἀ­κραι­φνής τῶν θεί­ων Γρα­φῶν ἑρ­μη­νεί­α· ἐ­ντεῦ­θεν ἡ ἀ­πλα­νής τῶν πι­στῶν κα­θο­δή­γη­σις· ἐ­ντεῦ­θεν τά χα­ρί­σμα­τα τῶν ἰ­α­μά­των· ἐ­ντεῦ­θεν οἱ ἅ­γι­οι πά­σχο­ντες «τά θεῖ­α μή δι­α­νο­ού­με­νοι», ὡς ὁ ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Πα­λα­μᾶς ἔ­φη· Ἐ­ντεῦ­θεν «τό ἔ­σχα­τον ὀ­ρε­κτόν, τοῦ­τό ἐ­στιν ἡ τῆς θε­ο­λο­γί­ας Χά­ρις», ὡς ὁ ἅ­γι­ος Δι­ά­δο­χος ὁ Φω­τι­κῆς φη­σι.

Τῷ ὄ­ντι, «τέ­λος ἁ­γνεί­ας, θε­ο­λο­γί­ας ὑ­πό­θε­σις», κα­τά τόν τῆς Κλί­μα­κος ἅ­γι­ον καί «ἔ­στι γάρ καί ἡ πε­ρί Θε­οῦ καί τῶν κα­τ’ αὐ­τόν δο­γμά­των γνῶ­σις, θε­ω­ρί­α, ὅ θε­ο­λο­γί­αν ὀ­νο­μά­ζο­μεν», κα­τά τόν ἅ­γι­ον Γρη­γό­ρι­ον, τόν τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης ποι­μέ­να καί θε­ο­λό­γον.

Συ­νε­λό­ντι εἰ­πεῖν, οἱ ἐ­ρα­σταί τῆς τοῦ Θε­οῦ σο­φί­ας ἠ­γά­πη­σαν καί ἀ­γα­πῶ­σιν τήν κα­τά Θε­όν σο­φί­αν, ἥ­τις δι­ά τοῦ θεί­ου ἔ­ρω­τος ἀ­να­βι­βά­ζει τού­τους εἰς ὕ­ψος θε­ω­ρί­ας ἐξ οὗ καί ἡ τῆς θε­ο­λο­γί­ας Χά­ρις καί ἐ­νέρ­γει­α πα­ρα­γί­γνε­ται τοῖς ἀ­ξί­οις, καί ἡ ἐ­πι­στα­σί­α τῶν ἀν­θρω­πί­νων ψυ­χῶν κα­τορ­θοῦ­ται, τῇ τοῦ Πνεύ­μα­τος δυ­νά­μει, δι­ά τοῖς ἐν τῇ Ἐκ­κλη­σί­ᾳ μυ­στη­ρί­οις.

Πα­να­γι­ώ­τα­τε Πά­τερ καί Δέ­σπο­τα,

Πολ­λοί ἐ­ρα­σταί τοῦ πνεύ­μα­τος καί ἀ­κρι­βεῖς θε­ο­λό­γοι ἀ­νε­δεί­χθη­σαν ἐν μέ­σῳ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐν οἷς καί δύ­ο ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ἀθλήσαντες ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι, ἀμ­φό­τε­ροι ἐν ὁ­σι­ό­τη­τι βι­ώ­σα­ντες καί κοι­μη­θέ­ντες, ἤ­τοι ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος π. Πορ­φύ­ρι­ος ὁ Καυ­σοκαλυβίτης καί ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος π. Σω­φρό­νι­ος ὁ Ἡσυχαστής, πι­στά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τέ­κνα, τόν Θε­όν ἔ­χο­ντα ἐν τοῖς στέρ­νοις αὐ­τῶν καί με­γα­λύ­να­ντα τό Ὄ­νο­μα τοῦ Με­γά­λου Θε­οῦ καί Σω­τῆ­ρος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ, ζῶ­ντα ἐν μέ­σῳ πολ­λῶν βλα­σφη­μού­ντων τό Ὄ­νο­μα τοῦ Θε­οῦ ἐν τοῖς ἔ­θνε­σιν. Οὗ­τοι κα­θω­δή­γη­σαν πλῆ­θος πι­στῶν τοῖς προ­φο­ρι­κοῖς τε καί γρα­πτοῖς ἐν­θέ­οις λό­γοις αὐτῶν, ἐν τῇ θε­ο­μι­μή­τῳ ἀ­να­στρο­φῇ καί χρι­στο­μι­μή­τῳ ἀ­γά­πῃ αὐ­τῶν. Οἰκεῖοι ἐγένοντο καί φίλοι Θε­οῦ καί ἐ­ποί­η­σαν πολ­λούς φί­λους Αὐτοῦ.

Ὁ ἀείμνηστος ἱ­ε­ρο­μό­να­χος πα­τήρ ἡ­μῶν Πορ­φύ­ρι­ος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ἡ ὄ­ντως πορ­φύ­ρα τοῦ Πνεύ­μα­τος, ἐκ νε­α­ρᾶς ἡ­λι­κί­ας ἐ­πο­ρεύ­θη ἐν Ἁ­γί­ῳ Ὄ­ρει, ἁ­γι­ο­ρεί­της πα­ρα­μεί­νας ἐν ὅ­λῃ τῇ ζω­ῇ αὐ­τοῦ, ἐ­φαρ­μό­σας τό τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Θε­ο­λό­γου λέ­γο­ντος πε­ρί τοῦ Μ. Βα­σι­λεί­ου «φυ­γάς ἐν­θέν­δε πρός Πό­ντον με­τα­χω­ρεῖ, καί τοῖς ἐ­κεῖ­σε φρο­ντι­στη­ρί­οις ἐ­πι­στα­τεῖ. Αὐ­τός δέ κα­θι­στᾷ τι μνή­μης ἄ­ξι­ον, καί τήν ἔ­ρη­μον ἀ­σπά­ζε­ται με­τά Ἠ­λί­ου καί Ἰ­ω­άν­νου, τῶν πά­νυ φι­λο­σό­φων». Φλεγόμενος ὑ­πό θεί­ου ἔ­ρω­τος ἐ­πο­ρεύ­θη ἐν τοῖς φρο­ντι­στη­ρί­οις τῆς κα­τά Θε­όν φι­λο­σο­φί­ας ἐν Καυ­σο­κα­λυ­βί­οις πο­θῶν τόν τῆς ἀ­σκή­σε­ως βί­ον καί τήν μέ­θε­ξιν τοῦ ἐ­ρα­σμί­ου κάλ­λους Χρι­στοῦ τοῦ Θε­οῦ ἡ­μῶν. Ἐβίωσεν τήν ἄκραν ἡ­συ­χί­αν ἀ­γα­πή­σας τήν ὑ­πα­κο­ήν καί τήν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς καρ­δί­ας, ἐ­γε­ώρ­γη­σεν τό γλυ­κύ­τα­τον μέ­λι τῆς ἡ­συ­χί­ας ἐν τῷ πνευ­μα­τι­κῷ τού­τῳ με­λισ­σῶ­νι. Ἔ­ζη­σεν τό ὑ­πό τοῦ ὁ­σί­ου Πέ­τρου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ λε­χθέν «φεῦ­γε, σι­ώ­πα, ἡ­σύ­χα­ζε, αὗ­ται γάρ εἰ­σιν αἱ ρί­ζαι τῆς ἀ­να­μαρ­τη­σί­ας», δι­ό­περ καί ἐ­πέ­τυ­χεν τοῦ πο­θου­μέ­νου.

Ἐκ τοῦ μέ­λι­τος τῆς ἡ­συ­χί­ας ἐ­δό­θη­σαν αὐ­τῷ ὑ­πό τοῦ Πα­να­γί­ου καί Τε­λε­ταρ­χι­κοῦ Πνεύ­μα­τος μεί­ζο­να χα­ρί­σμα­τα, ὡς ἡ ἱ­ε­ρά ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ προ­σευ­χή καί ὁ ἀ­κα­τά­παυ­στος θεῖ­ος ἔ­ρως, ἐ­νί­ο­τε ὡς πῦρ κα­τα­καῖ­ον τά πά­θη τῆς γη­ΐ­νης σαρ­κός καί ἐ­νί­ο­τε ὡς φῶς γλυ­καῖ­νον τό νο­ε­ρόν τῆς καρ­δί­ας.

Ἐ­δό­θη αὐ­τῷ τό πρῶ­τον ἡ «πε­πυ­ρω­μέ­νη καί γνη­σί­α προ­σευ­χή», κα­τά τόν λό­γον τοῦ Χρυ­σορ­ρή­μο­νος πα­τρός ἡ­μῶν Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου, «ἡ πυ­κνή καί ἔ­μπο­νος προ­σευ­χή», κα­τά τόν Νεῖ­λον τόν ἀ­σκη­τήν, ἡ «συ­νου­σί­α καί ἕ­νω­σις ἀν­θρώ­που καί Θε­οῦ», κα­τά τόν τῆς Κλί­μα­κος ἅ­γι­ον. Ἡ ἀ­δι­ά­λει­πτος καί μο­νο­λό­γι­στος εὐ­χή «ἡ­νώ­θη τῇ πνο­ῇ» τοῦ μα­κα­ρί­ου τού­του ἀν­δρός καί ἐ­νηρ­γεῖ­το αὐ­το­κι­νή­τως, ἀ­κρι­βέ­στε­ρον ἑ­τε­ρο­κι­νή­τως, ἤ­γουν ὑ­πό τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἐν νυ­κτί τε καί ἡ­μέ­ρᾳ, ἐν δι­α­κο­νί­ᾳ καί ἀ­κο­λου­θί­ᾳ, ἐν ὕ­πνῳ καί ἐν ἐ­γρη­γόρ­σει. Ἡ ἐν αὐ­τῷ ἐ­νερ­γου­μέ­νη χά­ρις ἥ­νω­σεν νοῦν καί καρ­δί­αν καί οὕ­τως ὁ μα­κά­ρι­ος ἀ­νήρ ἐ­γνώ­ρι­σεν προ­πτω­τι­κάς κα­τα­στά­σεις, τήν τοῦ Ἀ­δάμ ζω­ήν πρό τοῦ ἐν­δυ­θῆ­ναι αὐ­τόν τούς δερ­μα­τί­νους χι­τῶ­νας τῆς φθο­ρᾶς καί τῆς θνη­τό­τη­τος.

Ἐ­πεί ἡ πο­ρεί­α πρός Θε­όν ἀ­τέ­λε­στός ἐ­στιν, κα­τά τόν λό­γον τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου Νύσ­σης καί «ἐ­πί δέ τῆς ἀ­ρε­τῆς ἕ­ναν ὅ­ρον ἐ­μά­θο­μεν, τό μή ἔ­χειν αὐ­τήν ὅ­ρον», καί «ἡ τε­λει­ό­της ὅ­ροις οὐ δι­α­λαμ­βά­νε­ται, τῆς δέ ἀ­ρε­τῆς εἷς ὅ­ρος ἐ­στι, τό ἀ­ό­ρι­στον», ἐ­δό­θη­σαν αὐ­τῷ ποι­κί­λα πνευ­μα­τι­κά χα­ρί­σμα­τα, ὡς τό δι­ο­ρα­τι­κόν, τό ὁ­ρᾶν, δῆ­λόν ὅ­τι, τόν ἐν ταῖς ψυχαῖς κρυπτόν ἄνθρωπον καί τήν ἐ­νέρ­γει­αν τῆς Χά­ρι­τος τοῦ Θε­οῦ. Ἔ­λα­βεν ἔ­τι πλέ­ον καί τό προ­ο­ρα­τι­κόν χά­ρι­σμα τοῦ γι­νώ­σκειν τά μέλ­λο­ντα τοῖς ἀν­θρώ­ποις συμ­βαί­νειν, γε­νό­με­νος οὕ­τως ἀ­πλα­νής καί δι­α­κρι­τι­κός πα­τήρ τοῖς ἐν ποι­κί­λοις βα­σά­νοις καί πει­ρα­σμοῖς πε­ρι­πί­πτου­σιν ἀν­θρώ­ποις.

Ὁ πρός τόν Θε­όν ἔ­ρως ἀ­κα­τά­παυ­στος ἦν ἐν τῇ καρ­δί­ᾳ αὐ­τοῦ. Ἐ­πεί ὁ θεῖ­ος ἔ­ρως ἐκ­στα­τι­κός ἐ­στιν «οὐκ ἐ­ᾷ ἑ­αυ­τόν εἶ­ναι τούς ἐ­ρα­στάς, ἀλ­λά τῶν ἐ­ρω­μέ­νων» κα­τά τόν λό­γον τοῦ ἀγ­γε­λό­νο­ος Δι­ο­νυ­σί­ου Ἀ­ρε­ο­πα­γί­του, ὑ­πεν­θυ­μί­ζο­ντος τόν λό­γον τοῦ θεί­ου Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου «ζῶ δέ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῇ δέ ἐν ἐ­μοί Χρι­στός» (Γαλ. β΄, 2) καί ἑρ­μη­νεύ­ο­ντος αὖθις τοῦ Ἀ­ρε­ο­πα­γί­του ὅ­τι ὁ θεῖ­ος Ἀ­πό­στο­λος ἔ­ζη «ὡς ἀ­λη­θής ἐ­ρα­στής καί ἐ­ξε­στη­κώς τῷ Θε­ῷ καί οὐ τήν ἑ­αυ­τοῦ ζω­ήν, ἀλ­λά τήν τοῦ ἐ­ρα­στοῦ ζω­ήν ὡς σφό­δρα ἀ­γα­πη­τήν».

Ἔ­μα­θεν ὁ ἱ­ε­ρός Πα­τήρ Πορ­φύ­ρι­ος ἐν τοῖς φρο­ντι­στη­ρί­οις τῆς ἐ­ρή­μου τῶν Καυ­σο­κα­λυ­βί­ων, ἔγ­γι­στα τοῖς πε­πει­ρα­μέ­νοις κα­θη­γη­ταῖς τῆς ἐ­ρή­μου, τήν φι­λέ­ρη­μον καί ἡ­συ­χα­στι­κήν, τήν ἄλ­λως λε­γο­μέ­νην νη­πτι­κήν ζω­ήν, ἐκ τῆς ὑ­πα­κο­ῆς καί τῆς ἀ­κο­ρέ­στου νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς, τήν δι­δα­χθεῖ­σαν αὐ­τῷ ὑ­πό τοῦ Θε­οῦ καί ἐ­ντυ­πω­θεῖ­σαν ταῖς κα­θα­ραῖς πλα­ξίν τῆς καρδίας αὐ­τοῦ δι­ά τῶν ἐμπείρων εἰς τάς ὁράσεις ἐρ­γα­τῶν τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς, ὡς τοῦ Γε­ρο-Δη­μᾶ καί τῆς κε­λα­η­δού­σης ἀ­η­δό­νος. Τοῦτο, τό κληθέν ὑπό τοῦ πατρός «ἀ­η­δο­νά­κι», ἐ­δί­δα­ξεν αὐ­τόν τήν ἀ­ξί­αν τῆς ἡ­συ­χί­ας καί τό κα­τά μό­νας ἀ­νυ­μνεῖν τόν Θε­όν, καί δή τήν λε­γο­μέ­νην νο­ε­ράν ἡ­συ­χί­αν ὡς ἐρασμίαν ζω­ήν ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νην ὅ­λως τῷ Θε­ῷ.

Ἐκ τῆς χα­ρι­σμα­τι­κῆς ταύ­της κα­τα­στά­σε­ως ὁ ἱ­ε­ρός οὗ­τος Πα­τήρ ἔμπλεος ἦν τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ἥτις ἐστίν τό βάθρον τῆς ἐν πνεύ­μα­τι ζω­ῆς, ἀλ­λά καί πλή­ρης τῆς τοῦ πνεύ­μα­τος ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Οὗτος, ὡς ἔφη, ἐξ ἰδίας πείρας ἐγίγνω­σκε ὅ­τι «ἡ θρη­σκεί­α μας εἶ­ναι ἀ­γά­πη, εἶ­ναι ἔ­ρω­τας, εἶ­ναι ἐν­θου­σι­α­σμός, εἶ­ναι τρέλ­λα, εἶ­ναι λα­χτά­ρα τοῦ θεί­ου», πνευ­μα­τι­κός οἶ­νός ἐ­στιν καί δή ὅ­τι «ὁ πνευ­μα­τι­κός οἶ­νος εἶ­ναι ἄ­κρα­τος, ἀ­νό­θευ­τος, πο­λύ δυ­να­τός καί ὅ­ταν τόν πί­νεις, σέ με­θά­ει». Με­λε­τῶν δέ τις τούς ἐκ­δο­θέ­ντας λό­γους αὐτοῦ δι­α­πι­στοῖ ὅ­τι ὁ μα­κά­ρι­ος καί εὐ­λο­γη­μέ­νος οὗ­τος ἀ­νήρ ζῶν ἐν τῇ ἐλευθερίᾳ καί εὐ­ρυ­χω­ρί­ᾳ τοῦ Πνεύ­μα­τος, ἀ­νέ­βη εἰς ὕ­ψος πνευ­μα­τι­κόν, ὅ­θεν καί ὁ­ρᾶ τά πά­ντα ἐν εὐ­ρυ­χω­ρί­ᾳ καί ἐν τῇ κατά Χριστόν ἐ­λευ­θε­ρί­ᾳ.

Ἡ τοῦ Θε­οῦ ἐ­νέρ­γει­α, τοὐ­τέ­στιν τό τέ­λει­ον θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, τό κα­θαῖ­ρον τό πα­θη­τι­κόν καί νο­ε­ρόν τῆς ψυ­χῆς καί ἀ­νυ­ψοῦν τόν νοῦν εἰς θε­ω­ρί­αν Θε­οῦ, ἐ­ντός αὐ­τοῦ εἰργάζετο, κα­τά τόν ἅ­γι­ον Γρη­γό­ρι­ον Νύσ­σης, τόν εἰ­πό­ντα: «Ἔ­στιν οὖν θέ­λη­μα τέ­λει­ον τοῦ Θε­οῦ τό κα­θᾶ­ραι δι­ά τῆς χά­ρι­τος τήν ψυ­χήν πα­ντός μο­λυ­σμοῦ, τῶν τοῦ σώ­μα­τος ἡ­δο­νῶν ὑ­ψη­λο­τέ­ραν ποι­ή­σα­ντα, καί προ­σά­γειν αὐ­τήν κα­θα­ράν τῷ Θε­ῷ, πο­θοῦ­σαν καί δυ­να­μέ­νην ἰ­δεῖν τό νο­η­τόν ἐ­κεῖ­νο καί ἄ­φρα­στον φῶς». Τῆς ἱ­ε­ρᾶς ταύ­της ἀ­νό­δου πρός Θε­όν ἠ­ξι­ώ­θη ὁ μα­κά­ρι­ος ἱ­ε­ρο­μό­να­χος π. Πορ­φύ­ρι­ος.

Ὁ­δη­γη­θείς δέ ὑ­πό τῆς τοῦ Θε­οῦ Χά­ρι­τος ἐ­ξῆλ­θεν τοῦ Ὄ­ρους καί ἤ­σκη­σεν ποι­μα­ντι­κήν δι­α­κο­νί­αν ἐν μέ­σαις Ἀ­θή­ναις, ζῶν ἐν ταυ­τῷ, ἐν τῷ κατ΄ ἐ­πί­φα­σιν κλει­νῷ ἄ­στει, ὡς ἀ­σκη­τής ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ τοῦ Ὄ­ρους. Ἠρ­γά­σθη πνευ­μα­τι­κῶς ἐν τῇ Πο­λυ­κλι­νι­κῇ Ἀ­θη­νῶν ἐν μέ­σῳ πό­νου καί στε­να­γμῶν, ἀλλά καί ἐνδιέτριψεν ἐ­πί πολ­λά ἔ­τη ἐν τῇ Πλα­τεί­ᾳ Ὁ­μο­νοί­ας, ἐν μέ­σῳ τοῦ ἀνθρωπίνου πό­νου, τήν ἀ­λη­θῆ ἀ­να­χώ­ρη­σιν ἐκ τοῦ κό­σμου βιών, ὡς ἔ­φη ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος «κό­σμου ἀ­να­χώ­ρη­σις οὐ τό ἔ­ξω αὐ­τοῦ γε­νέ­σθαι σω­μα­τι­κῶς, ἀλ­λά τῆς πρός τό σῶ­μα συ­μπα­θεί­ας τήν ψυ­χήν ἀ­πορ­ρῆ­σαι, καί γε­νέ­σθαι ἄ­πο­λιν, ἄ­οι­κον, ἀ­νί­δε­ον, ἀ­φι­λέ­ται­ρον, ἀ­κτή­μο­να, ἄ­βι­ον, ἀ­πρά­γμο­να, ἀ­συ­νάλ­λα­κτον, ἀ­μα­θῆ τῶν ἀν­θρω­πί­ων δι­δα­γμά­των· ἕ­τοι­μον ὑ­πο­δέ­ξα­σθαι τῇ καρ­δί­ᾳ τάς ἐκ τῆς θεί­ας δι­δα­σκα­λί­ας ἐγ­γι­νο­μέ­νας δι­α­τυ­πώ­σεις». Καί ὡς ἐ­ρη­μί­της ἐν Ἀ­θή­ναις ἐ­ποί­μα­νεν τούς ἀ­πο­στα­λέ­ντας αὐ­τῷ Χρι­στι­α­νούς με­τά σο­φί­ας καί συ­νέ­σε­ως οὐ τῆς τυ­χού­σης, ἰδίᾳ με­τά τῆς κα­θα­ρᾶς ἀ­γα­πώ­σης καρ­δί­ας αὐ­τοῦ, ἥν προ­σέ­φε­ρεν καί ἐ­ξέ­χε­εν ἀ­φει­δῶς εἰς ἐγ­γά­μους τε καί ἀ­γά­μους, εἰς πόρ­νας τε καί σώ­φρο­νας, εἰς νέ­ους τε καί γέ­ρο­ντας, εἰς ἅ­πα­ντας ἀ­δι­α­κρί­τως τούς ἀν­θρώ­πους, πο­θῶν, εἰ δυ­να­τόν ἐ­στιν, κατατμηθῆναι καί καταμερισθῆναι τήν καρ­δί­αν καί δο­θῆ­ναι αὐ­τοῖς.

Οὗτος ὁ φιλόθεος ἐ­ρῶν ἀ­κο­ρέ­στως τόν Χρι­στόν, πε­ρί οὗ ἀ­ε­νά­ως ὡ­μί­λει, ἐθεώρει τούς πά­ντας, δι­καί­ους τε καί ἁ­μαρ­τω­λούς ὡς κα­τ’ εἰ­κό­να Θε­οῦ κτι­σθέ­ντας, ὡς Αὐ­τόν τόν Χρι­στόν, κα­τά τό πα­τε­ρι­κόν ἀ­πό­φθε­γμα: «εἶ­δες τόν ἀ­δελ­φόν σου, εἶ­δες τόν Θε­όν σου». Ἐβεβαιώθη καί ἐν αὐ­τῷ ὁ λό­γος τοῦ ὁ­σί­ου πα­τρός ἡ­μῶν Συ­με­ών τοῦ νέ­ου Θε­ο­λό­γου, τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ταύτης ἀ­η­δό­νος: «Πά­ντας τούς πι­στούς ὡς ἕ­να βλέ­πειν ὀ­φεί­λο­μεν οἱ πι­στοί καί ἐ­φ’ ἑ­νί ἑ­κά­στῳ αὐ­τῶν εἶ­ναι λο­γί­ζε­σθαι τόν Χρι­στόν καί οὕ­τως τῇ πρός αὐ­τόν ἀ­γά­πῃ δι­ά­κει­σθαι, ὡς ἑ­τοί­μους εἶ­ναι ὑ­πέρ αὐ­τοῦ τι­θέ­ναι τάς ἰ­δί­ας ψυ­χάς». Πά­ντες, οἱ ἐγ­γύς καί οἱ μα­κράν, ἠ­γα­πή­θη­σαν καί κα­θω­δη­γή­θη­σαν ἀ­πλα­νῶς ὑ­πό τοῦ ἱ­ε­ροῦ τού­του πα­τρός, οὐ μό­νον ἄν­θρω­ποι πα­ντοί­ας πνευ­μα­τι­κῆς ἡλικίας, εὑρίσκοντες εὐ­λο­γη­μέ­νην κα­τα­φυγήν ἐν τῇ εὐ­ρυ­χώ­ρῳ αὐ­τοῦ καρ­δί­ᾳ, ἀλ­λά καί τά ἄ­γρι­α ζῶ­α ἠ­γά­πη­σαν καί ἠ­γα­πή­θη­σαν ὑ­π’ αὐ­τοῦ ὑ­πεί­κο­ντα αὐ­τῷ.

Οἱ τοῦ μα­κα­ρί­ου τού­του πα­τρός πε­ρί Ἐκ­κλη­σί­ας ἐκδο­θέ­ντες λό­γοι πε­ρί θεί­ου ἔ­ρω­τος, πε­ρί προ­σευ­χῆς, πε­ρί πνευ­μα­τι­κοῦ ἀ­γῶ­νος, πε­ρί τοῦ μο­να­χι­κοῦ πο­λι­τεύ­μα­τος, πε­ρί τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῆς με­τα­νοί­ας, πε­ρί τῆς ἀ­γά­πης εἰς τόν πλη­σί­ον, πε­ρί τῆς θεί­ας προ­νοί­ας, πε­ρί τῆς ἀ­γω­γῆς τῶν παι­δι­ῶν, πε­ρί λο­γι­σμῶν καρ­δί­ας, πε­ρί τῆς κτί­σε­ως, πε­ρί ἀ­σθε­νεί­ας, πε­ρί τοῦ δι­ο­ρα­τι­κοῦ χα­ρί­σμα­τος, καρ­ποί τῆς ζώ­σης θε­ο­λο­γί­ας εἰ­σίν τῆς ἀ­πορ­ρε­ού­σης ἐκ τῆς νο­ε­ρᾶς ἡ­συ­χί­ας καί τῆς καρ­δι­α­κῆς προ­σευ­χῆς.

Τό δέ τέ­λος τοῦ ὁ­σί­ου τού­του καί εὐ­λο­γη­μέ­νου ἀν­δρός μα­κά­ρι­ον ἦν, ἐ­φά­μιλ­λον τῶν ὁ­σί­ων ἀν­δρῶν καί ὅ­μοι­ον πρός τήν ἔ­ναρ­ξιν τῆς ἀ­σκη­τι­κῆς αὐ­τοῦ ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ ζω­ῆς, μί­μη­σις ἀ­λη­θῶς τῆς πα­νε­ρή­μου κε­λα­η­δού­σης ἀ­η­δό­νος, «τοῦ ἀ­η­δο­νι­οῦ του». Ζῶν γοῦν ἀ­δι­α­λεί­πτως εἴ­τε ἐν Ἀ­θή­ναις εἴ­τε ἐν Ἀτ­τι­κῇ, ὡς ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους, ἐ­πε­πό­θη­σεν ἡ ψυ­χή αὐ­τοῦ ἵ­να κοι­μη­θῇ ἐν τῷ «πε­ρι­βο­λαί­ῳ τῆς Θε­ο­τό­κου», ἐν τοῖς φρο­ντι­στη­ρί­οις τοῦ Ἄ­θω­νος, μα­κράν τῶν ἀν­θρώ­πων τῶν ἀ­γα­πώ­ντων αὐ­τόν σφό­δρα, δι­δά­σκων οὕ­τω τό κοι­μᾶ­σθαι ἐν Κυ­ρί­ῳ καί οὐ τό τε­λευ­τᾶν, ἀλ­λά τό τε­λει­οῦ­σθαι ἐν Κυ­ρί­ῳ, μα­κράν τῶν βλεμ­μά­των καί τῶν ἐ­παί­νων τῶν ἀν­θρώ­πων ἐν βα­θυ­τά­τῃ τα­πει­νώ­σει, γνω­ρί­ζων κάλ­λι­ον πα­ντός ἑ­τέ­ρου ὅ­τι «πᾶν δώ­ρη­μα τέ­λει­ον ἄ­νω­θέν ἐ­στι, ἐκ τοῦ Πα­τρός τῶν Φώ­των», ἐ­πεί «τοῦ Θε­οῦ μή ἐ­νερ­γοῦ­ντος ἐν ἡ­μῖν πᾶν τό πα­ρ’ ἡ­μῶν γε­νό­με­νον ἁ­μαρ­τί­α» ἐ­στίν, ὡς ἔ­φη ὁ τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος, καί κα­τά τόν λό­γον τοῦ Κυ­ρί­ου Ἰ­η­σοῦ εἰ­ρη­κό­τος «χω­ρίς ἐ­μοῦ οὐ δύ­να­σθε ποι­εῖν οὐ­δέν» (Ἰ­ω. ι­ε΄, 5).

Ὁ ἀείμνηστος ἱ­ε­ρο­μό­να­χος πα­τήρ ἡ­μῶν Σω­φρό­νι­ος ὁ Ἡσυχαστής καί οὗ­τος σω­φρό­νως πο­λι­τευ­σά­με­νος καί σω­φρο­νί­σας πολ­λούς ἔ­ζη­σεν ἐν Ἁ­γί­ῳ Ὄ­ρει, καί­τοι ἐκ τῆς Τσα­ρι­κῆς Ρω­σί­ας κατήγαγεν τό γένος αὐτοῦ, καί ἀ­νε­δεί­χθη ἐν Χρι­στῷ γί­γας τοῦ πνεύ­μα­τος ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἡ­μῶν ἐν ἀ­σκή­σει καί ἡ­συ­χί­ᾳ, ἐν βα­θυ­τά­τῃ με­τα­νοί­ᾳ καί ἀ­κο­ρέ­στῳ προ­σευ­χῇ καί ἐν ὕ­ψει ὀρ­θο­δό­ξου θε­ο­λο­γί­ας, βι­ώ­σας ἀ­λη­θῶς ἐν πνεύ­μα­τι τήν ὁ­δόν τοῦ Κυ­ρί­ου, ἤ­τοι τό μυ­στή­ρι­ον τῆς ἀ­κε­νώ­του κε­νώ­σε­ως Αὐ­τοῦ μέ­χρι κα­τα­βά­σε­ως εἰς ἅ­δην, τήν Ἀ­νά­στα­σιν καί τήν θείαν Αὐ­τοῦ Ἀ­νά­λη­ψιν.

Ἀναζητῶν κατ΄ ἀρ­χήν τόν Θεόν ἐν τῇ ἀπροσώπῳ θεωρίᾳ τῶν Ἀνατολικῶν θρησκειῶν, ἐπεδόθη εἰς ἀκράτητον μετάνοιαν διά τό ὀλίσθημα τοῦτο καί οὕτω ἠ­ξι­ώ­θη θεί­ας καί σπα­νί­ας ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἐν προ­σώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἤ­τοι ἀ­πε­κα­λύ­φθη ἐν τῇ ἀ­πεί­ρῳ ἀ­γά­πῃ Αὐ­τοῦ ὁ νο­η­τός ἥ­λι­ος τῆς δι­και­ο­σύ­νης καί ἔ­μα­θεν ἀν­θ’ ὧν ἔ­πα­θεν τήν ἀ­γά­πην Αὐ­τοῦ καί τήν ὑ­πο­στα­τι­κήν Αὐ­τοῦ ὕ­παρ­ξιν. Δι­ό καί ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ἐ­πε­δό­θη εἰς ἀ­κρά­τη­τον με­τά­νοι­αν τήν τά πά­ντα συ­ντρί­βου­σαν καί αὐ­τά ταῦ­τα τά ὀ­στέ­α αὐ­τοῦ ὡς καί εἰς ἀ­τε­λεύ­τη­τον καί ἀ­κό­ρε­στον ὁρ­μήν πρός τόν δυ­νά­με­νον σῶ­σαι ἐκ θα­νά­του, τοὐ­τέ­στιν τόν Χρι­στόν. Αὕ­τη ἡ με­τά­νοι­α οὐκ ἦν ἐξ ἀνθρώπων, ἀλλ' ἐκ τοῦ Πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος καί τῆς προ­σω­πι­κῆς ὁ­ρά­σε­ως καί γνώ­σε­ως τοῦ Τρι­α­δι­κοῦ Θε­οῦ ἐν Προ­σώ­πῳ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ. Ἔ­φη γάρ ὁ τῆς Νύσ­σης Πρό­ε­δρος ἅ­γι­ος Γρη­γό­ρι­ος: «ἡ τῷ Θε­ῷ συ­να­πτο­μέ­νη ψυ­χή ἀ­κο­ρέ­στως ἔ­χει τῆς ἀ­πο­λαύ­σε­ως, ὅ­σῳ δα­ψι­λέ­στε­ρον ἐμ­φο­ρεῖ­ται τοῦ κάλ­λους, το­σού­τῳ σφο­δρό­τε­ρον τοῖς πό­θοις ἀ­κμά­ζου­σα». Ἐ­ντεῦ­θεν καί ἡ ἀ­κρά­τη­τος τῆς με­τα­νοί­ας ὁρ­μή ὡς διηνεκοῦς ἀ­να­γεν­νή­σε­ως τοῦ πε­πτω­κό­τος ἀν­θρώ­που.

Οὕτως ὁ μακάριος βι­ώ­σας «ἐν αἰ­σθή­σει καί πλη­ρο­φο­ρί­ᾳ» τήν μνή­μην τοῦ θα­νά­του ὡς χα­ρι­σμα­τι­κήν κα­τά­στα­σιν καί ἀ­να­ζη­τῶν τόν ἀ­κό­ρε­στον κο­ρε­σμόν τοῦ θεί­ου ἐ­λέ­ους ἀ­νε­χώ­ρη­σεν εἰς Ἅ­γι­ον Ὄ­ρος, ἐγκαταλείψας τάς ἐν Πα­ρι­σί­οις δι­α­τρι­βάς αὐ­τοῦ, τήν τε τέ­χνην καί τάς θε­ο­λο­γι­κάς σπου­δάς, ἵ­να σπου­δά­σῃ ἐν τοῖς φρο­ντι­στη­ρί­οις τοῦ Ἄ­θω τά μυ­στή­ρι­α τοῦ Πνεύ­μα­τος. Ἠ­σκή­θη τό πρῶ­τον ἐν τῇ ἱ­ε­ρᾷ Μο­νῇ τοῦ ἁ­γί­ου Πα­ντε­λε­ή­μο­νος γνω­ρί­σας τήν κα­τά Θε­όν σο­φί­αν τοῦ ἁ­γί­ου πα­τρός Σι­λου­α­νοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, τήν συγ­γε­νεύ­ου­σαν με­τά τῆς ἰ­δί­ας αὐ­τοῦ πεί­ρας, καί εἶ­τα ἀ­νή­χθη εἰς τήν ἔ­ρη­μον, οὐ­χί ἵνα πει­ρα­σθῇ ὑ­πό τοῦ δι­α­βό­λου, ἀλ­λ' ἵνα ζήσῃ ἐν ἀ­δι­α­λεί­πτῳ με­τα­νοί­ᾳ, ἀ­κο­ρέ­στῳ ἔ­ρω­τι καί ἀ­πο­λύ­τῳ ἡ­συ­χί­ᾳ τά τοῦ Πνεύ­μα­τος μυ­στή­ρι­α τά χα­ρι­σθέ­ντα αὐ­τῷ ὑ­πό τοῦ Θε­οῦ κα­τά τήν ἄ­κραν Αὐ­τοῦ φι­λαν­θρω­πί­αν, ἐν τῇ θνη­τῇ αὐ­τοῦ σαρ­κί.

Τά ἐν Ἁγίῳ Ὄρει κλη­θέ­ντα «φρι­κτά Κα­ρού­λι­α» ἐ­δέ­χθη­σαν τόν ἀ­θλη­τήν τοῦ Χρι­στοῦ, τόν ἐ­γνω­κό­τα τόν Κύ­ρι­ον τῆς δό­ξης, τόν δι­α­κρί­να­ντα τήν με­τα­ξύ ἀ­κτί­στου καί κτι­στοῦ δι­α­φο­ράν καί ἀ­να­ζη­τοῦ­ντα τήν ἀ­κό­ρε­στον καί ἀ­τέ­λε­στον τε­λει­ό­τη­τα, δι­ό ἄν καί «φρι­κτά» ταῦ­τα ἔ­φρι­ξαν ἐκ τοῦ κό­που καί τοῦ μό­χθου τοῦ ἱ­ε­ροῦ τού­του ἀν­δρός, ἐκ τῆς ἐ­μπό­νου νυ­χθη­μέ­ρου ἀ­δι­α­λεί­πτου προ­σευ­χῆς, ἐκ τοῦ κλαυ­θμοῦ καί ὀ­δυρ­μοῦ τοῦ ἐκ­πο­ρευ­ο­μέ­νου ἐ­ξ ὅ­λης τῆς ὑ­πάρ­ξε­ως αὐ­τοῦ, ἐκ τῆς ἐν Πνεύ­μα­τι με­τα­νοί­ας ἕ­ως τοῦ «αὐ­το­μί­σους», εὐ­χο­μέ­νου αὐ­τοῦ με­τά τοῦ Ψαλ­μω­δοῦ: «ἐ­γεν­νή­θη τά δά­κρυ­ά μου ἐ­μοί ἄρ­τος ἡ­μέ­ρας καί νυ­κτός ἐν τῷ λέ­γε­σθαί μοι κα­θ’ ἑ­κά­στην ἡ­μέ­ραν· Ποῦ ἐ­στιν ὁ Θε­ός σου;» (Ψαλμ. μα΄, 4), ἐ­πεί «ρη­το­ρι­κώ­τε­ρον ρη­τό­ρων δα­κρύ­ων ρεῖ­θρον» κα­τά τό ἀ­σκη­τι­κόν λό­γι­ον, τό γρα­φό­με­νον ἐ­πί τοῦ σχή­μα­τος δίκην τά­φου τῶν μο­να­χῶν.

 Ἐ­φηρ­μό­σθη καί ἐν αὐ­τῷ τό γε­νό­με­νον ὑ­πό τοῦ ἡ­συ­χα­στοῦ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Σαβ­βα­ΐ­του: «ἡ­σύ­χα­σεν δέ αὐ­τό­θι ἐν σπη­λαί­ῳ χρό­νους ἕξ (πλεί­ο­νας τού­του ὁ μα­κά­ρι­ος Γέ­ρων Σω­φρό­νι­ος) πά­σης ἀν­θρω­πί­νης συ­να­να­στρο­φῆς ἀ­φι­στῶν ἑ­αυ­τόν, ὁ­μι­λεῖν τῷ Θε­ῷ ἐ­πι­πο­θῶν ἐν ἡ­συ­χί­ᾳ καί τό τῆς δι­α­νοί­ας ὀ­πτι­κόν τῇ μα­κρᾷ φι­λο­σο­φί­ᾳ ἐκ­κα­θᾶ­ραι πρός τό ἀ­να­κε­κα­λυμ­μέ­νῳ προ­σώ­πῳ τήν δό­ξαν Κυ­ρί­ου κα­το­πτρί­ζε­σθαι, πᾶ­σαν σπου­δήν ποι­ού­με­νος ἀ­πό δό­ξης εἰς δό­ξαν προ­κό­πτειν τῇ τῶν κρειτ­τό­νων ἐ­πι­θυ­μί­ᾳ».

Ἐν τῷ ἁ­γι­ω­νύ­μῳ Ὄ­ρει καί ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ αὐ­τοῦ πεῖραν ἔλαβεν τῆς ἀ­κρατήτου ἐ­νεργείας τῆς κα­τά Θε­όν καί δι­ά Θε­όν με­τα­νοί­ας τῆς ἀ­να­φλε­χθείσης ἐκ τῆς ὁ­ρά­σε­ως τοῦ ζῶντος Θε­οῦ εἰ­δώς τήν ἀ­νέκ­φρα­στον φι­λαν­θρω­πί­αν καί τό ἄ­πει­ρον ἔ­λε­ος Αὐ­τοῦ. Ἡ με­τά­νοι­α τοῦ μα­κα­ρί­ου τού­του Γέ­ρο­ντος, ἔ­χου­σα θείαν καί οὐκ ἀν­θρω­πί­νην ὑ­πό­στα­σιν καί μορ­φήν, ὑπομιμνήσκει τόν λό­γον τοῦ ὁ­σί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Σι­να­ΐ­του εἰ­ρη­κό­τος: «με­τα­νο­ῶν ἐ­στι δη­μι­ουρ­γός οἰ­κεί­ων κο­λά­σε­ων». Οὕτω καί ὁ φιλόθεος Γέρων ἐ­βί­ω­σεν ἐν Χά­ρι­τι τάς φλό­γας τῆς Κο­λά­σε­ως, δη­μι­ουρ­γός ὤν, ἐν Χά­ρι­τι, τῶν οἰ­κεί­ων κο­λά­σε­ων. Ἀ­νυ­πέρ­βλη­τος ἦν οὗ­τος ἐν τῇ πο­ρεί­ᾳ τῆς βα­θυ­τά­της με­τα­νοί­ας δυ­νά­με­νος ἐ­πα­να­λαμ­βά­νειν με­τά τοῦ Ψαλ­μω­δοῦ: «Πε­ρι­έ­σχον με ὠ­δῖ­νες θα­νά­του... Ὠ­δῖ­νες ᾅ­δου πε­ρι­ε­κύ­κλω­σάν με» (Ψαλμ. ι­ζ’, 5-6) καί: «ἡ ζω­ή μου τῷ ᾅ­δη ἤγ­γι­σε. Προ­σε­λο­γί­σθην με­τά τῶν κα­τα­βαι­νό­ντων εἰς λάκ­κον, ἐ­γε­νή­θην ὡ­σεί ἄν­θρω­πος ἀ­βο­ή­θη­τος ἐν νε­κροῖς ἐ­λεύ­θε­ρος» (Ψαλμ. πζ΄, 4-5).

Ἡ ψυχή συντριβομένη καί λεπτυνομένη ὑπό ἀληθοῦς μετανοίας ὡς ζύμη καί ἄλευρος «ἑνοῦται δέ πως καί, ἵν' οὕτως εἴπω, συμφύρεται Θεῷ δι' ὕδατος πέν­θους ἀψευδοῦς· ἐξ οὗ καί ἐ­ξά­ψα­σα πῦρ Κυ­ρί­ου ἀρ­το­ποι­εῖ­ται καί στε­ρε­οῦ­ται ἡ μα­κα­ρί­α τα­πεί­νω­σις ἡ ἄ­ζυ­μος καί ἄ­τυ­φος». Ἐ­ντεῦ­θεν ὁ λό­γος τοῦ Γέ­ρο­ντος προ­ερ­χό­με­νος ἐκ πρά­ξε­ως ἀ­λη­θοῦς καί με­τα­νοί­ας ἀ­κρι­βοῦς, ἄρ­τος στε­ρε­ός εἰς βρῶ­σιν τοῖς θέ­λου­σιν ἀ­πο­λαῦ­σαι τόν ἄρ­τον τόν ἐκ τοῦ οὐ­ρα­νοῦ κα­τα­βά­ντα, ἤ­γουν τόν Χρι­στόν.

Ἐκ τῶν τούτου τοῦ ἀ­οι­δί­μου με­γά­λου Γέ­ρο­ντος ἐκδοθέντων συγ­γραμ­μάτων δυ­νά­με­θα δι­α­κρί­νειν ἐν ἐ­σό­πτρῳ καί ἐν αἰ­νί­γμα­τι, τόν θε­ο­φι­λῆ ἀ­γῶ­να τοῦ φι­λο­τί­μου τού­του ἡ­συ­χα­στοῦ μο­να­χοῦ, τοῦ ὑ­περ­βά­ντος τό ἀνθρώπινον μέτρον οὐ μό­νον τοῦ θνη­τοῦ σώ­μα­τος, ἀλ­λά καί αὐ­τῆς ταύ­της τῆς ἀν­θρω­πί­νης πε­πε­ρα­σμέ­νης ὑ­πάρ­ξε­ως, οὐκ ἐ­πι­θυ­μῶν τό «ἀ­να­χω­ρῆ­σαι μό­νον ἀ­πό κα­κί­ας ἁ­πά­σης, ἀλ­λά καί ἀρ­ρε­νω­πῶς ἀ­μάλ­θα­κτον εἶ­ναι», κα­τά τόν λό­γον τοῦ θεί­ου Δι­ο­νυ­σί­ου Ἀ­ρε­ο­πα­γί­του, δι­ό­περ ἀ­πέ­κτη­σεν πεῖ­ραν οὐ μι­κράν. Ἐπανελήφθη καί ἐν αὐτῷ, κα­τ’ ἀ­να­λο­γί­αν, τό ὑ­πό τοῦ Ἀ­πο­στό­λου Παύ­λου λε­γό­με­νον πε­ρί τοῦ Χρι­στοῦ, εἶχον γάρ ἀμ­φό­τε­ροι τήν αὐτήν πεῖ­ραν ὁ μέν ἐν τῇ τῆς Ἀ­ρα­βί­ας ἐ­ρή­μῳ ὁ δέ ἐν τῇ τῶν Κα­ρου­λί­ων: «ὅς (ὁ Χρι­στός) ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις τῆς σαρ­κός αὐ­τοῦ δε­ή­σεις τε καί ἱ­κε­τη­ρί­ας πρός τόν δυ­νά­με­νον σώ­ζειν αὐ­τόν ἐκ θα­νά­του ἐκ κραυ­γῆς ἰ­σχυ­ρᾶς καί δα­κρύ­ων προ­σε­νέ­γκας, καί εἰ­σα­κου­σθείς ὑ­πό τῆς εὐ­λα­βεί­ας...» (Ἑ­βρ. ε΄, 7). Καί ὁ μα­κά­ρι­ος Γέ­ρων προ­σή­νε­γκε δέ­η­σιν καί ἱ­κε­σί­αν ἰ­σχυ­ράν ἐν τῇ ἐ­ρή­μῳ τῶν φρι­κτῶν Κα­ρου­λί­ων με­τά δα­κρύ­ων πολ­λῶν καί πέν­θους ἀ­κο­ρέ­στου, δι­ό καί εἰ­ση­κού­σθη ὑ­πό τοῦ Θε­οῦ καί ἐ­δό­θη­σαν αὐ­τῷ χα­ρί­σμα­τα πλεῖ­στα, ἰ­δί­ᾳ τό τῆς θε­ο­λο­γί­ας χά­ρι­σμα, τό μέ­γι­στον τῶν χα­ρι­σμά­των.

Ἀ­λη­θῶς ἡ ἐν Χρι­στῷ ζω­ή οὐκ ἔ­στι ζω­ή ἠ­θι­κή τε καί θρη­σκευ­τι­κή, ἀλ­λά κοι­νω­νί­α καί ἑ­νό­της με­τά τοῦ Χρι­στοῦ καί δι' Αὐτοῦ μετά τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί, ὅ­περ ἐ­γέ­νε­το ἐν τῷ Χρι­στῷ, ἀ­να­λο­γι­κῶς γί­νε­ται καί ἐν τοῖς φί­λοις τοῦ Χρι­στοῦ τοῖς συ­νοῦ­σι με­τ’ Αὐ­τοῦ. Ὁ τῶν Ἐ­θνῶν Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος φη­σί: «Ζῶ δέ οὐ­κέ­τι ἐ­γώ, ζῇ δέν ἐν ἐ­μοί Χρι­στός» (Γαλ. β΄, 2). Ταύ­την τήν ζω­ήν ἔ­ζων οἱ φί­λοι τοῦ Χρι­στοῦ, ὡς ὁ θεῖ­ος Γρη­γό­ρι­ος ὁ Θε­ο­λό­γος ἔ­φη: «ὥ­σπερ ἐν τῷ Ἀ­δάμ ἀ­πε­θά­νο­μεν, οὕ­τως ἐν τῷ Χρι­στῷ ζή­σω­μεν, Χρι­στῷ καί συγ­γεν­νώ­με­νοι, καί συ­σταυ­ρού­με­νοι, καί συν­θα­πτό­με­νοι, καί συ­να­νι­στά­με­νοι. Δεῖ γάρ με πα­θεῖν τήν κα­λήν ἀ­ντι­στρο­φήν· καί ὥ­σπερ ἐκ τῶν χρη­στο­τέ­ρων, ἦλ­θε τά λυ­πη­ρά, οὕ­τως ἐκ τῶν λυ­πη­ρῶν, ἐ­πα­νελ­θεῖν τά χρη­στό­τε­ρα». Οἱ ἑ­νω­θέ­ντες τῷ Χρι­στῷ γεν­νῶ­νται μετ΄ Αὐ­τοῦ, συ­σταυ­ροῦ­νται μετ΄ Αὐ­τοῦ, κα­τέρ­χο­νται ἐν τῷ ᾅ­δῃ σύν Αὐ­τῷ καί συ­να­νί­στα­νται με­τ’ Αὐ­τοῦ, γε­νό­με­νοι τοῖς πι­στοῖς ἐν Χρι­στῷ πρό­ξε­νοι σω­τη­ρί­ας καί τύ­ποι ζω­ῆς ἀ­κα­τα­λύ­του.

Τῷ ἐν Χρι­στῷ ζῶ­ντι «οὐ­δέν τῶν ἀν­θρω­πί­νων τε καί ὑ­λι­κῶν πα­θη­μά­των ἐν αὐ­τῷ ζῇ, οὔ­τε ἡ­δο­νή,οὔ­τε λύ­πη, οὔ­τε θυ­μός, οὔ­τε φό­βος, οὔ­τε δει­λί­α, οὔ­τε πτό­η­σις, οὔ­τε τῦ­φος, οὔ­τε θρά­σος, οὐ μνη­σι­κα­κί­α, οὐ φθό­νος, οὐκ ἀ­μυ­ντι­κή τις δι­ά­θε­σις, οὐ φι­λο­χρη­μα­τί­α, οὔ­τε ἄλ­λο τι τῶν τήν ψυ­χήν δι­ά τι­νος σχέ­σε­ως κη­λι­δού­ντων», κα­τά τόν ἅ­γι­ον Γρη­γό­ρι­ον Νύσ­σης. Ὁ ἐ­ρῶν τόν Θε­όν καί ἐ­ρώ­με­νος ὑ­π’ Αὐ­τοῦ, ἐ­πεί ὁ Θε­ός καί ἔ­ρως καί ἐ­ρα­στόν ἐ­στι ὡς κι­νού­με­νος καί ἐν ταὐ­τῷ κι­νῶν πρός Ἑ­αυ­τόν τά τοῦ ἔ­ρω­τος δε­κτι­κά, κα­τά τόν θεῖ­ον Δι­ο­νύ­σι­ον τόν Ἀ­ρε­ο­πα­γί­την καί τόν ἅ­γι­ον Μά­ξι­μον τόν Ὁ­μο­λο­γη­τήν, ἐ­φί­ε­ται ἀ­κα­τα­λή­κτως πρός τό ἀ­κρό­τα­τον τῶν ἐ­φε­τῶν, δι­ό­τι ὁ Θε­ός «κι­νεῖ καί κι­νεῖ­ται ὡς δι­ψῶν τό δι­ψᾶ­σθαι καί ἐ­ρῶν τό ἐ­ρᾶ­σθαι καί ἀ­γα­πῶν τό ἀ­γα­πᾶ­σθαι», Θε­ός γάρ ἐ­στιν τῶν ἐ­φε­τῶν ἡ ἀ­κρό­της καί πά­σχει τήν κα­λήν ἀλ­λοί­ω­σιν ἐν τῷ ἁρ­πα­γῆ­ναι τόν νοῦν αὐ­τοῦ ἐν τῇ Βα­σι­λεί­ᾳ τῶν Οὐ­ρα­νῶν, εἰ­ρη­κό­τος τοῦ ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ: «ἁρ­πα­γῆ­ναι τόν νοῦν ὑ­πό τοῦ θεί­ου καί ἀ­πεί­ρου φω­τός καί μή­τε ἑ­αυ­τοῦ, μή­τε τι­νός ἄλ­λου τῶν ὄ­ντων τό σύ­νο­λον ἐ­παι­σθά­νε­σθαι, εἰ­μή μό­νον τοῦ δι­ά τῆς ἀ­γά­πης ἐν αὐ­τῷ τήν τοι­αύ­την ἔλ­λαμ­ψιν ἐ­νερ­γοῦ­ντος».

Τήν ὁ­δόν ταύ­την τήν ἀ­πλα­νῆ καί βε­βαί­αν, ἀλ­λά καί λί­αν δυ­σχε­ρῆ τοῖς ἀ­μυ­ή­τοις καί ἀ­σθε­νέ­σι, ἠ­κο­λού­θη­σεν ὁ μα­κά­ρι­ος Σω­φρό­νι­ος ταῖς εὐ­χαῖς τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ αὐ­τοῦ πα­τρός ἁ­γί­ου Σι­λου­α­νοῦ, μεθ' οὗ τήν αὐτήν πνευ­μα­τι­κήν πεῖ­ραν καί ἀ­πο­κά­λυ­ψιν ἔ­σχεν. Ἡ­νώ­θη με­τά τοῦ Χρι­στοῦ, ἐβίωσεν τήν προ­σευ­χήν ὑ­πέρ τοῦ σύ­μπα­ντος κό­σμου ἐν τῇ Γεθ­ση­μα­νῇ, ἐ­σταυ­ρώ­θη με­τ’ Αὐ­τοῦ, ἠ­κο­λού­θη­σεν Αὐτόν ἐν τῷ ᾍδη, ὑ­πο­στάς τήν μα­κα­ρί­αν καί εὐ­λο­γη­τήν κέ­νω­σιν καί γευσάμενος τάς φλό­γας τῆς κο­λά­σε­ως ἐν τῇ θνη­τῇ αὐ­τοῦ σαρ­κί, οὐ­χί ὡς κτι­στόν γε­γο­νός, ἀλ­λ’ ὡς θε­ο­λο­γι­κόν καί πνευ­μα­τι­κόν τοι­οῦ­τον, ἑ­ώ­ρα­κεν τό Φῶς τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως καί τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, ἐ­γνώ­ρι­σεν τήν θεί­αν τοῦ Χρι­στοῦ Ἀ­νά­λη­ψιν.

Ὀ ἀγ­γε­λό­νους ἅ­γι­ος Δι­ο­νύ­σι­ος ὁ Ἀ­ρε­ο­πα­γί­της ἔ­φη: «Πε­πεί­σμε­θα δέ εἶ­ναι τόν θε­αρ­χι­κώ­τα­τον Ἰ­η­σοῦν ὑ­πε­ρου­σί­ως εὐ­ώ­δη, νο­η­ταῖς δι­α­δό­σε­σι τό νο­ε­ρόν ἡ­μῶν ἀ­πο­πλη­ροῦ­ντα θεί­ας ἡ­δο­νῆς». Δι­ό­περ καί «ὁ με­θυ­σθείς τῇ ἀ­γά­πῃ τοῦ Θε­οῦ ἐν τῷ κό­σμῳ τού­τῳ (ὅς ἐ­στιν οἶ­κος κλαυ­θμοῦ), τῶν πό­νων καί τῶν λυ­πῶν ἑ­αυ­τοῦ ἁ­πα­σῶν, καί γί­νε­ται ἀ­ναί­σθη­τος ἐ­ξ ὅ­λων τῶν πα­θῶν τῆς ἁ­μαρ­τί­ας, δι­ά τήν μέ­θην αὐ­τοῦ», κα­τά τόν ἅ­γι­ον Ἰ­σα­άκ τόν Σύ­ρον. Ὑ­πό τοι­αύ­της πνευ­μα­τι­κῆς καί νη­φα­λί­ου μέ­θης ἐ­με­θύ­σθη καί ὁ μα­κά­ρι­ος Γέ­ρων Σω­φρό­νι­ος ἐν Ἁ­γί­ῳ Ὄ­ρει, γε­νό­με­νος κα­τά­σκο­πος τῆς ἀ­κτί­στου Πο­λι­τεί­ας τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως, τῆς μελ­λού­σης καί οὐ με­νού­σης Πό­λε­ως, τῆς Βα­σι­λεί­ας τοῦ Θε­οῦ, με­τα­φέ­ρων τόν ἐν πνευ­μα­τι­κῇ καί νη­φα­λί­ῳ μέ­θῃ τε­λοῦ­ντα ἑ­αυ­τόν ἐν Εὐ­ρώ­πῃ, ἐν Πα­ρι­σί­οις, εἶ­τα δέ ἐν Ἡ­νω­μέ­νῳ Βα­σι­λεί­ῳ ζῶν ἀ­δι­α­λεί­πτως ἐν πνευ­μα­τι­κῇ μέ­θῃ τήν βα­σι­λεί­αν τῶν Οὐ­ρα­νῶν.

Ἑ­ω­ρα­κώς τόν Θε­όν ἐν τῷ ἀ­κτί­στῳ Αὐ­τοῦ Φω­τί ἐ­πα­νε­λή­φθη καί ἐν αὐ­τῷ τό λε­γό­με­νον ὑ­πό τοῦ τά θεῖ­α καί ἐ­που­ρά­νι­α δι­α­σα­φοῦ­ντος ἁ­γί­ου Συ­με­ών τοῦ νέ­ου θε­ο­λό­γου:

«Ὁ ἔν­δον αὐ­τοῦ τό φῶς τοῦ πα­να­γί­ου Πνεύ­μα­τος ἔ­χων, μή φέ­ρων τοῦ­το ὁ­ρᾷν, εἰς γῆν πρη­νής πί­πτει, κρά­ζει τε καί βο­ᾷ ἐν ἐκ­πλή­ξει καί φό­βῳ πολ­λῷ ὡς ὑ­πέρ φύ­σιν, ὑ­πέρ λό­γον, ὑ­πέρ ἔν­νοι­αν πρᾶ­γμα ἰ­δών καί πα­θών· καί γί­νε­ται ὅ­μοι­ος ἀν­θρώ­πῳ, πο­θέν ἀ­να­φθέ­ντι τά σπλά­χνα ὑ­πό πυ­ρός, ὑ­φ’ οὗ φλε­γό­με­νος καί τῆς φλο­γός τόν ἐ­μπρη­σμόν μή δυ­νά­με­νος φέ­ρειν, ὑ­πάρ­χει ὥ­σπερ ἐ­ξε­στη­κώς· καί μη­δέ ἑ­αυ­τοῦ γε­νέ­σθαι ὅ­λως ἰ­σχύ­ων, τοῖς δά­κρυ­σι δέ κα­τα­ντλού­με­νος ἀ­ε­νά­ως καί ὑ­πό τού­των κα­τα­ψυ­χό­με­νος, τό πῦρ ἐ­ξά­πτει τοῦ πό­θου σφο­δρό­τε­ρον. Ἐ­ντεῦ­θεν δέ τά δά­κρυ­α προ­χέ­ει πλει­ό­νως καί τῇ τού­των ἐκ­χύ­σει πλυ­νό­με­νος λα­μπρό­τε­ρον ἀ­πα­στρά­πτει· ὅ­τε ὅ­λως ἐκ­πυ­ρω­θείς ὡς φῶς γέ­νη­ται, τό­τε πλη­ροῦ­ται τό φά­σκον· «Θε­ός θε­οῖς ἑ­νού­με­νός τε καί γνω­ρι­ζό­με­νος», καί το­σοῦ­τον ἴ­σως ὅ­σον ἤ­δη τοῖς συ­να­φθεῖ­σιν ἡ­νώ­θη καί τοῖς ἐ­γνω­κό­σιν ἀ­πε­κα­λύ­φθη».

Τά συγγράμματα τοῦ μα­κα­ρί­ου τού­του πα­τρός, ἰ­δί­ᾳ τό ἐκ­δο­θέν βι­βλί­ον «Ὀ­ψό­με­θα τόν Θε­όν κα­θώς ἐ­στι», με­τα­φρα­σθέ­ντα εἰς πλεί­στας ὅ­σας γλώσ­σας καί προ­ξε­νοῦ­ντα πνευ­μα­τι­κάς ἀλ­λοι­ώ­σεις καί με­τα­στρο­φάς πρός τήν Ὀρ­θό­δο­ξον Ἐκ­κλη­σί­αν, δει­κνύ­ου­σιν τοῦ λό­γου τό ἀ­λη­θές, ὅ­τι ἐ­γνώ­ρι­σεν οὗ­τος τήν με­γί­στην γνῶ­σιν τῶν μυ­στη­ρί­ων τοῦ Πνεύ­μα­τος τῆς ἐν Χρι­στῷ ζω­ῇς κα­τά σπά­νι­ον καί ἴδιον τρό­πον. Οὗ­τος ὁ ἀοίδιμος ἔχων καί χω­ρη­τι­κό­τητα νο­ός καί λό­γον ὡς καί ποι­κί­λα τῆς διανοίας χα­ρί­σμα­τα, ἐ­γέ­νε­το ἐν ταῖς ἡ­μέ­ραις ἡ­μῶν ἀ­κρι­βής δι­δά­σκα­λος τῆς νο­ε­ρᾶς, ἡ­συ­χα­στι­κῆς καί θε­ο­ποι­οῦ ταύ­της ἐρ­γα­σί­ας καί ζω­ῆς ἐκ τῆς πεί­ρας τῆς προ­σγε­νο­μέ­νης ἐκ τῶν ἐ­λεύ­σε­ων καί ἀ­πο­κρύ­ψε­ων τῆς τοῦ Θε­οῦ Χά­ρι­τος. Ἀ­νε­δεί­χθη γοῦν ἀ­λη­θής δι­δά­σκα­λος καί θε­ο­λό­γος τῆς κε­νω­τι­κῆς ζω­ῆς τοῦ Χρι­στοῦ, τῆς ὁ­δοῦ τῆς τη­ρή­σε­ως τῶν ἐ­ντο­λῶν Αὐ­τοῦ, τοῦ μυ­στη­ρί­ου τῶν ὁ­δῶν τῆς σω­τη­ρί­ας, τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ πέν­θους, τοῦ Φω­τός τοῦ Θε­οῦ καί τῆς δι­α­κρί­σε­ως αὐ­τοῦ ἀ­πό πα­ντός ἑ­τέ­ρου φω­τός ἐκ τοῦ διαβόλου προερχομένου, τῆς Ὑ­πο­στά­σε­ως τοῦ Θε­οῦ καί πολ­λῶν ἑ­τέ­ρων με­γί­στων δι­δα­σκα­λι­ῶν τῆς ἀ­λη­θοῦς καί ἐξ ἐμπειρίας θε­ο­λο­γί­ας τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ ἀ­ξι­ό­λο­γος, ἀ­πο­κε­κα­λυμ­μέ­νη καί θε­ό­πε­μπτος δι­δα­σκα­λί­α αὐ­τοῦ ἡ κεφαλαιώσασα τήν σύνολον δι­δα­σκα­λίαν τῶν ἐν ἀ­σκή­σει καί θε­ο­πτί­ᾳ λαμ­ψά­ντων Πα­τέ­ρων, ἀ­νε­λύ­θη κα­τά τρό­πον αὐ­θε­ντι­κόν ὑ­πό τοῦ ἐκ τῶν ἐγ­γυ­τέ­ρων πνευ­μα­τι­κῶν αὐ­τοῦ τέ­κνων, τοῦ Ἀρ­χιμανδρίτου Ζα­χα­ρί­α Ζάχα­ρου, ἀ­δελ­φοῦ τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μο­νῆς Τι­μί­ου Προ­δρό­μου Ἔσ­σεξ Ἀγ­γλί­ας, ἐν τῇ δι­δα­κτο­ρι­κῇ δι­α­τρι­βῇ αὐτοῦ τῇ ἐ­γκρι­θεί­σῃ ὑ­πό τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς τοῦ Ἀ­ρι­στο­τε­λεί­ου Πα­νε­πι­στη­μί­ου Θεσ­σα­λο­νί­κης καί τύποις ἐκδοθείσῃ ὑ­πό τόν τίτ­λον «Ἀ­να­φο­ρά στή θε­ο­λο­γί­α τοῦ Γέ­ρο­ντος Σω­φρο­νί­ου».

Ἡ τοῦ ὁ­σί­ου τού­του Πα­τρός κοί­μη­σις ὑ­πῆρ­ξεν ὄ­ντως ὁ­σι­α­κή ἐν Κυ­ρί­ῳ τελεί­ωσις ἐν βα­θυ­τά­τῳ γή­ρα­τι, αἰτήσαντος καί λα­βό­ντος τάς εὐ­χάς τῆς Ὑ­με­τέ­ρας Πα­να­γι­ό­τη­τος, δι' ἐπιστολῆς ἐκφραζούσης τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κόν καί ὀρ­θό­δο­ξον αὐ­τοῦ φρό­νη­μα καί ἀ­πο­νέ­μο­ντος τόν βα­θύ­τα­τον αὐ­τοῦ σε­βα­σμόν εἰς τό πρό­σω­πον τοῦ Ἐ­πι­σκό­που του, τῆς Ὑ­με­τέ­ρας ἤ­γουν Πα­να­γι­ό­τη­τος, ἥ­τις εὐ­ηρ­γέ­τη­σεν τοῦ­τον πολ­λά­κις, ἀλ­λά καί ἐ­κεῖ­νος δι­ά τῆς εὐ­γνώ­μο­νος αὐ­τοῦ καρ­δί­ας ἀ­ντα­πέ­δι­δε τόν βα­θύ­τα­τον σε­βα­σμόν καί τήν πρός Αὐ­τήν ἀ­γά­πην.

Πα­να­γι­ώ­τα­τε Πά­τερ καί Δέ­σπο­τα,

Ἔ­γνω­κα, ὅ­σον ἔ­νε­στιν ἐμοί, εἰ καί ἀ­να­ξί­ως, προ­σω­πι­κῶς τούς ἱ­ε­ρούς τού­τους καί μα­κα­ρί­ους ἱ­ε­ρο­μο­νά­χους, ἤγουν τόν π. Πορφύριον τόν Καυσοκαλυβίτην καί τόν π. Σωφρόνιον τόν Ἡσυχαστήν, ἀμφοτέρους Ἁγιορείτας, τούς ἐ­νερ­γου­μέ­νους ὑ­πό τοῦ Πα­να­γί­ου καί Ζω­αρ­χι­κοῦ Πνεύ­μα­τος, ὄ­ντας τί­μι­α μέ­λη τοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, καί μαρ­τυ­ρῶ πε­ρί τού­των. Πολ­λοί γοῦν εἰ­σιν οἱ μαρ­τυ­ροῦ­ντες, ὑ­πέρ­τε­ροι ἐ­μοῦ, πε­ρί τοῦ βί­ου καί τοῦ λό­γου, οὐ μήν ἀλ­λά καί τῶν θαυ­μά­των τῶν μα­κα­ρί­ων τού­των ἀν­δρῶν, τοῦ­θ’ ὅ­περ δει­κνύ­ει ὅ­τι ἡ ἁ­γι­ό­της τού­των μαρ­τυ­ρου­μέ­νη ἐ­στί πολ­λαῖς μαρ­τυ­ρί­αις, γρα­πταῖς τε καί προ­φο­ρι­καῖς. Ἀλ­λά καί ἡ Ὑ­με­τέ­ρα Θει­ο­τά­τη Πα­να­γι­ό­της κέ­κτη­ται ἀ­λη­θῆ καί προ­σω­πι­κήν μαρ­τυ­ρί­αν πε­ρί τού­των, δι­ό­περ καί οὐκ ἔ­στι χρεί­α τῆς ἐ­μῆς μαρ­τυ­ρί­ας.

Μέ­λισ­σαι πνευ­μα­τι­καί εἰ­σιν οἱ ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι οὗ­τοι, τό μέ­λι τῆς ἡ­συ­χί­ας γε­ωρ­γή­σα­ντες ἐν τῷ πνευ­μα­τι­κῷ με­λισ­σῶ­νι τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους τοῦ ὄ­ντος καί ζῶ­ντος ὑ­πό τήν πε­πνυ­μέ­νην ποι­μα­ντι­κήν εὐ­θύ­νην τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Θρό­νου. Μυ­ρί­πνο­α ἄν­θη τοῦ Πα­ρα­δεί­σου εἰ­σί καλ­λι­ερ­γη­θέ­ντα ἐν τῷ πε­ρι­βο­λαί­ῳ τῆς Θε­ο­τό­κου. Ἀ­στέ­ρες πο­λύ­φω­τοι τοῦ νο­η­τοῦ στε­ρε­ώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἰ­σί. Στρου­θί­α μο­νά­ζο­ντα ἐ­πί δώ­μα­τος καί νυ­κτι­κό­ρα­κες ἐν οἰ­κο­πέ­δῳ εἰ­σίν (Ψαλμ. ρα΄, 7 καί 8), ἄ­δο­ντες τά με­γα­λεῖ­α τοῦ Θε­οῦ καί εἶ­τα ἐ­ρη­μι­κά πτη­νά ἐν ταῖς πό­λε­σιν κη­ρύτ­το­ντα τάς δω­ρε­άς τοῦ Θε­οῦ καί τήν ἀ­νεί­κα­στον Αὐ­τοῦ φι­λαν­θρω­πί­αν. Ἀ­ε­τοί τοῦ πνεύ­μα­τός εἰ­σιν ἀ­να­βά­ντες ἐν τῷ ὕ­ψει τοῦ ὄ­ρους τῆς θε­ο­λο­γί­ας, ἕ­κα­στος τού­των ἐν ἀ­να­λό­γοις χα­ρί­σμα­σιν, κα­θώς τό Πνεῦ­μα τό Ἅ­γι­ον ἐ­δί­δου καί ἀ­πο­στεί­λα­ντες ἡμῖν, τοῖς ἐν τῷ δυ­σω­νύ­μῳ κό­σμῳ κα­τοι­κοῦ­σιν, τάς πη­γάς τάς σω­τη­ρί­ους.

Τι­μη­θῆ­ναι δέ προ­σή­κει καί τού­τους τούς μα­κα­ρί­ους καί εὐ­λο­γη­μέ­νους ἱ­ε­ρο­μο­νά­χους καί συ­γκα­τα­ρι­θμη­θῆ­ναι τού­τους τῷ κα­τα­λό­γῳ τῶν ἁ­γί­ων πα­ρά τῆς φι­λο­στόρ­γου Μη­τρός Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς φι­λού­σης τά τέ­κνα αὐ­τῆς, τά ζῶ­ντα ἐν πί­στει καί εὐ­λα­βεί­ᾳ, ἐν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῷ φρο­νή­μα­τι και τα­πει­νώ­σει ἐν Αὐτῇ καί δι­δά­ξα­ντα καί ὠ­φε­λή­σα­ντα ποι­κι­λο­τρό­πως τούς κα­τοι­κοῦ­ντας εἰς ἅ­πα­σαν τήν γῆν καί ἀ­να­ζη­τοῦ­ντας τόν ἀ­λη­θι­νόν Θε­όν.

Ἡ τι­μή ἡ γε­νη­θη­σο­μέ­νη καί τοῖς ἱ­ε­ροῖς τού­τοις ἀν­δρά­σι, τι­μή ἔ­σται τῇ ὀρ­θο­δό­ξῳ ἐ­μπει­ρι­κῇ θε­ο­λο­γί­ᾳ καί τῇ ταύ­τῃ συν­δε­δε­μέ­νῃ ὀρ­θο­δό­ξῳ ἡ­συ­χί­ᾳ, κα­θ' ὅ­τι «καί κά­θαρ­σίς ἐ­στι καί φω­τι­σμός καί τε­λεί­ω­σις ἡ τῆς θε­αρ­χι­κῆς ἐ­πι­στή­μης με­τά­λη­ψις» κατά τόν θεῖον Διονύσιον Ἀρεοπαγίτην. Δει­χθή­σε­ται οὕ­τω πε­ρι­τρά­νως ὅ­τι ἡ ἡ­συ­χί­α πέ­ραν τῆς ἁ­πλῆς ἠ­θι­κῆς ζω­ῆς ἐστί καί ἡ θε­ο­λο­γί­α πά­νυ ἀ­νω­τέ­ρα καί ὑ­περ­τέ­ρα ἐ­στίν τῆς στο­χα­στι­κῆς ἀ­να­λο­γί­ας, ὡς καί ὅ­τι οὐ νο­εῖ­ται θε­ο­λο­γί­α ἄ­νευ τῆς ἱ­ε­ρᾶς ἡ­συ­χί­ας. Ἡ ἐνδιατριβή δέ τῶν ἀν­θρώ­πων ἐν ταῖς ἡμέραις ἡ­μῶν με­τά τῆς ἐν­νοί­ας τοῦ προ­σώ­που, οὐ­χί φι­λο­σο­φι­κῶς, ἀλ­λά ἐ­μπει­ρι­κῶς καί θε­ο­λο­γι­κῶς, ἡ ἀ­να­ζή­τη­σις τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ, ἡ ἐ­πί­λυ­σις τῶν οἰ­κο­λο­γι­κῶν λεγομένων προ­βλη­μά­των με­τά τῆς συνδιαλλαγῆς ἡ­μῶν με­τά τοῦ Θε­οῦ καί τῆς ἀ­λό­γου φύ­σε­ως, εὑ­ρή­σου­σι τῷ ὄ­ντι τά πρό­σω­πα τά ἁρμόδια πρός πνευ­μα­τι­κήν πο­δη­γε­σί­αν. Οὗ­τοι ὄ­ντως ἀ­πε­δεί­χθη­σαν κα­θα­ρά κά­το­πτρα τοῦ Θε­οῦ διαχέοντα ἐν ὅ­λη τῇ ἀ­λό­γῳ κτί­σει τήν δό­ξαν Αὐτοῦ.

Ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος π. Πορ­φύ­ρι­ος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ ἀρ­ξά­με­νος τόν ἡσύχιον αὐτοῦ βίον ἐν Ἁ­γί­ῳ Ὄ­ρει καί κοι­μη­θείς ἐν εἰ­ρή­νῃ ἐκεῖσε, καί ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος π. Σω­φρό­νι­ος ὁ Ἡσυχαστής, ὁ ἀρ­ξά­με­νος τόν μοναχικόν αὐτοῦ βίον ὡ­σαύ­τως ἐν Ἁ­γί­ῳ Ὄ­ρει καί κοι­μη­θείς ἐν εἰ­ρή­νῃ ἐν τῇ Σταυ­ρο­πη­γι­α­κῇ καί Πα­τρι­αρ­χι­κῇ Μο­νῇ τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Βα­πτι­στοῦ ἐν Ἀγ­γλί­ᾳ, ἀ­πέ­βα­λον ἐν Χά­ρι­τι τούς δερ­μα­τί­νους χι­τῶ­νας, οὕς ἐ­νε­δύ­θη με­τά τήν πτῶ­σιν ὁ Ἀ­δάμ, ἔ­ζη­σαν ἐν τῇ θνη­τῇ αὐ­τῶν ζω­ῇ τήν προ­πτω­τι­κήν κα­τά­στα­σιν καί πεῖ­ραν ἔ­λα­βον τῆς ἐν ἐσχάτοις καιροῖς κα­τα­στά­σε­ως τῶν δι­καί­ων ἐν τῇ Βα­σι­λεί­ᾳ τοῦ Θε­οῦ, δι­ό καί ἡ­μῖν, τοῖς ζῶ­σι ἐν τοῖς αἰ­γεί­οις δέρ­μα­σιν, ἐν τῇ κοι­λά­δι τοῦ κλαυ­θμῶ­νος, ἀ­πο­βή­σο­νται, ἐ­άν καί ἡ φι­λό­στορ­γος Μή­τηρ καί Με­γά­λη τοῦ Χρι­στοῦ Ἐκ­κλη­σί­α ἀ­πο­δε­χθῆ τό τα­πει­νόν τοῦ­το αἴ­τη­μα, ἱ­κέ­ται καί πρέ­σβεις πρός τόν Θε­όν, ἵ­να βα­δί­σω­μεν εὐ­χε­ρῶς τήν τρί­βον τῆς ζω­ῆς ταύ­της καί δυ­νη­θῶ­μεν οὕ­τω, ταῖς πρε­σβεί­αις τῶν ὁ­σί­ων τού­των Πα­τέ­ρων, τῶν ἀ­ε­τῶν τοῦ Πνεύ­μα­τος, προ­σεύ­ξα­σθαι τῷ Θε­ῷ ὁ­μοῦ με­τά τοῦ ἐν ἁ­γί­οις Πα­τρός ἡ­μῶν Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ:

«Ἐκ νυ­κτός ἔρ­γων, ἐ­σκο­τι­σμέ­νης πλά­νης·
ἱ­λα­σμόν ἡ­μῖν, Χρι­στέ, τοῖς ἐ­γρη­γό­ρως,
νῦν σοι τε­λοῦ­σιν ὕ­μνον, ὡς εὐ­ερ­γέ­τῃ.
ἔλ­θοις πο­ρί­ζων εὐ­χε­ρῆ τε τήν τρί­βον,
κα­θ’ ἥν ἀ­να­τρέ­χο­ντες, εὕ­ροι­μεν κλέ­ος».

Ταῦ­τα ἀ­να­φέ­ρων τῇ Ὑ­με­τέ­ρᾳ Θει­ο­τά­τῃ Πα­να­γι­ό­τη­τι καί συναποστέλλων Αὐτῇ ὡς ἀσφαλῆ καί ἀδιάψευστα τεκμήρια τρία βιβλία: «Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκα­λυβίτου: Βίος καί Λόγοι», «Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ): Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι» καί «Ἀρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου): Ἀναφορά στή θεολο­γία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου», ἐ­ξαι­τού­με­νος δέ τάς Πα­τρι­αρ­χι­κάς Αὐ­τῆς εὐ­χάς, δι­α­τε­λῶ

μετά βαθυτάτου σεβασμοῦ

Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Θεολογικὰ γράμματα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Κυκλοφόρησε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονὴ Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας ἕνα νέο βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἄρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ) μὲ τίτλο Γράμματα στὴ Ρωσία, ποὺ μετέφρασε ἀπὸ τὴν ρωσικὴ γλῶσσα ὁ Ἀρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου.

Πρόκειται γιὰ ἐπιστολὲς ποὺ ἀπέστειλε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος σὲ μέλη τοῦ στενοῦ οἰκογενειακοῦ του περιβάλλοντος -στὰ ἀδέλφια του καὶ τοὺς συγγενεῖς του-, ἐνῷ στὴν ἀρχὴ παρουσιάζεται μιὰ ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία ποὺ ἔκανε στοὺς στενοὺς συγγενεῖς του, ὅταν τοὺς συνάντησε κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὴν Ρωσία, τὸ 1975, καὶ ἐκεῖνοι ἐνδιαφέρθηκαν νὰ μάθουν γιὰ τὴν ζωὴ ποὺ πέρασε τόσα χρόνια, ἀπὸ τότε ποὺ τοὺς ἀποχωρίσθηκε.

Πάντοτε ἔδινα ἰδιαίτερη προσοχὴ στὶς προσωπικὲς ἐπιστολὲς ἑνὸς ἀνθρώπου, γιατί σὲ αὐτὲς ὑπάρχει ἀτόφιος ὁ ἑαυτός του, ἀφοῦ συνήθως οἱ ἐπιστολὲς γράφονται μέσα στὰ πλαίσια τῆς προσωπικῆς ἐπικοινωνίας καὶ ὄχι μὲ βάση τὶς ἐπιστημονικὲς γνώσεις καὶ τὶς διανοητικὲς ἐνασχολήσεις τοῦ συγγραφέα. Ὁπότε, οἱ ἐπιστολὲς ἔχουν μιὰ ἀμεσότητα καὶ ζωντάνια καὶ ἀποκαλύπτουν τὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἐσωτερικὸ βάθος τοῦ ἀποστολέα.

Μέχρι τώρα εἶχαν δημοσιευθῇ οἱ ἐπιστολὲς τοῦ Γέροντα στὸν Μπάλφουρ, οἱ περισσότερες ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἐγράφησαν καὶ ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὅρος, τότε ποὺ ἀσκεῖτο στὴν μοναχικὴ καὶ ἐρημικὴ ζωή. Μὲ τὴν δημοσίευση, ὅμως, τῶν ἐπιστολῶν πρὸς τὰ ἀδέλφια του, ποὺ γράφηκαν στὴν Γαλλία καὶ τὴν Ἀγγλία, μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νὰ γνωρίσουμε τὸν Γέροντα Σωφρόνιο κατὰ τὰ μετέπειτα χρόνια μέχρι τὰ βαθειά του γηρατειά, ὅταν προετοιμαζόταν ὁ ἴδιος γιὰ τὸν θάνατο καὶ ταυτόχρονα προετοίμαζε καὶ ἄλλους γι' αὐτὴν τὴν ὥρα.

Θεωρῶ ὅτι τὸ περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν ἀποτελεῖ ἕναν πνευματικὸ θησαυρὸ καὶ μιὰ μεγάλη προσφορὰ στὴν Ἐκκλησία ποὺ ἀναδεικνύει τέτοιους ἐμπνευσμένους ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ γενικὰ στὴν ἀνθρωπότητα. Μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ αὐτὴ οἱ ἐπιστολὲς ξεπερνοῦν τὴν στενή του οἰκογένεια καὶ ἐπεκτείνονται σὲ ὅλη τὴν οἰκογένεια τοῦ Ἀδάμ.

Στὰ ἑπόμενα θὰ ἐντοπίσω τὰ πιὸ σημαντικὰ σημεῖα ποὺ διέκρινα, διαβάζοντας τὸ βιβλίο αὐτό.

1. Αὐτοβιογραφικὰ στοιχεῖα

Εἶναι γνωστὸν ὅτι οἱ ἐπιστολὲς ποὺ ἀποστέλλονται σὲ γνωστὰ πρόσωπα καὶ δὲν προορίζονται γιὰ δημοσίευση ἀπὸ τὸν ἀποστολέα γράφονται μὲ ἐλευθερία καὶ ἔχουν πολλὰ προσωπικὰ στοιχεῖα. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ σὲ αὐτὲς τὶς ἐπιστολὲς αὐτὰ τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Ἀπὸ αὐτὲς μαθαίνουμε γιὰ τὶς πνευματικές του ἀναζητήσεις, τὴν ζωή του στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους, τὸν τρόπο ζωῆς του στὸ Παρίσι, τὶς προσπάθειές του νὰ ἀνοικοδομήση τὴν Ἱερὰ Μονὴ στὸ Ἔσσεξ Ἀγγλίας, τὸν τρόπο διαβίωσής του, τὶς ταξιδιωτικές του ἐντυπώσεις ἀπὸ διάφορα μέρη, ὅπως τὴν Ἁγία Γῆ τῆς Παλαιστίνης, τὴν Ἑλβετία, τὴν Ἰταλία, τὴν Ἱσπανία, τὸ Βέλγιο κλπ.

Βέβαια, ὁ ἴδιος γράφει στὴν ἀδελφή του Μαρία: «Παραπονιέσαι ὅτι γράφω λίγα γιὰ τὸν ἑαυτό μου, γιὰ τὴν ὑγεία μου... Δὲν συνήθισα νὰ γράφω γιὰ τὸν ἑαυτό μου. Ὅταν τὸ κάνω αὐτό, τότε νὰ γνωρίζεις ὅτι αὐτὸ συμβαίνει ἐξαιρετικὰ σπάνια. Ἀλλὰ βέβαια δὲν ταιριάζει σὲ μένα αὐτό, ὅπως λένε, νὰ γράφω γιὰ τὸν ἑαυτό μου». Ὅμως, ἀπὸ τὶς ἐξαιρετικὰ αὐτὲς λίγες περιπτώσεις βγαίνει μεγάλος πλοῦτος καὶ καταλαβαίνουμε τὴν πνευματική του ζωὴ καὶ τὶς εὐλογημένες ἐμπειρίες του.

Τὰ βασικότερα αὐτοβιογραφικά του στοιχεῖα παρουσιάζονται στὸ πρῶτο κείμενο ποὺ ἐπιγράφει «Συνομιλία μὲ τὴν οἰκογένεια», καὶ ὅπως προαναφέρθηκε εἶναι μιὰ ἀπομαγνητοφωνημένη διήγηση καὶ συνομιλία ποὺ εἶχε μὲ τὰ πρόσωπα τοῦ συγγενικοῦ του περιβάλλοντος, ὅταν τοὺς ἐπισκέφθηκε στὴν Μόσχα τὸ 1975, σὲ ἡλικία 80 περίπου ἐτῶν. Ἕναν χρόνο μετὰ ἀπὸ αὐτὴν τὴν συνομιλία γνώρισα κι ἐγὼ προσωπικὰ τὸν Γέροντα.

Ὡς ὥριμος πνευματικὰ καὶ ὡς πεπειραμένος ἀπὸ τὶς ἐπισκέψεις τοῦ Θεοῦ «παπποῦς», ὁ Γέροντας μιλάει γιὰ τὰ παιδικά του χρόνια, γιὰ τοὺς γονεῖς του, τὴν παραμάνα του, τὴν ζωὴ τοῦ κατὰ τὴν νεότητά του στὴν Μόσχα, τὴν διαμονή του στὸ Παρίσι, τὴν μετάβασή του στὸ Ἅγιον Ὅρος, τὴν «διαμάχη» τοῦ μὲ τὸν Θεό, τὴν συνάντησή του μὲ τὸν ἅγιο Σιλουανό, τὴν ζωή του στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους (τὰ φρικτὰ Καρούλια), τὰ βιβλία ποὺ ἔχει γράψει στὰ ὁποῖα ἀποτυπώνει τὴν πνευματική του πεῖρα κλπ. Διαπίστωσε ὅτι οἱ συγγενεῖς τοῦ ἤθελαν νὰ μάθουν περισσότερα γιὰ τὴν ζωή του, ἀλλὰ ἐπίσης ἤθελε καὶ νὰ τοὺς βοηθήση πνευματικά.

Ἡ εὐγνωμοσύνη του στὴν μητέρα του καὶ τὴν παραμάνα του ποὺ τὸν μεγάλωσαν καὶ τοῦ μετέδωσαν ἐμπειρίες ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ προσευχῆς ἐντυπωσιάζουν τὸν ἀναγνώστη.

Ἐπειδὴ διηγεῖται κυρίως τὴν ἐσωτερικὴ καὶ ὄχι τὴν ἐξωτερικὴ ζωή του ὑπογραμμίζει τὰ τρία βασικὰ ἐρωτήματα ποὺ τὸν ἀπασχόλησαν κατὰ καιροὺς καὶ συνιστοῦσαν αὐτὸ ποὺ ὀνομάζει «διαμάχη» μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὰ ὁποῖα ἐκθέτει μὲ χαρακτηριστικὸ τρόπο. Τὸ πρῶτο ἐρώτημα εἶναι: «Πὼς εἶναι δυνατὸ νὰ ζήσεις ἀναμάρτητα σὲ αὐτὸ τὸν κόσμο. Γιατί ὅλες μας οἱ πράξεις εἶναι τόσο ἀσήμαντες σὲ σχέση μὲ ὅσα ἀπαιτεῖ ἀπὸ μᾶς τὸ πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ αὐτὸ φαίνεται ἁπλῶς ἀδύνατο, οὐτοπικό». Τὸ δεύτερο ἐρώτημα ἦταν «τὸ πρόβλημα τῆς δημιουργίας• ποιά δημιουργία παρουσιάζεται ὡς ἡ ὑψηλότερη στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου;». Τὸ τρίτο ἐρώτημα ἦταν «τί βρίσκεται στὴν ἀρχὴ ὅλης τῆς ὑπάρξεως;».

Βεβαίως, ὅταν ὁ Θεὸς ἀποκαλύφθηκε στὸν Γέροντα, τότε ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή του γέμισε ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν ὑπῆρχε χῶρος γιὰ ἐρωτήματα καὶ προβληματισμούς.

2. Ἀγάπη καὶ τρυφερότητα τοῦ Γέροντα στοὺς συγγενεῖς του

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὅπως φαίνεται διάχυτα σὲ ὅλες τὶς ἐπιστολές του καὶ σὲ ἄλλα κείμενά του, ἦταν ἄνθρωπος ποὺ προσευχόταν γιὰ ὅλο τὸν κόσμο καὶ ἔτσι, κατὰ τὴν πνευματική του ζωή, ἦταν οἰκουμενικός. Ἀγκάλιαζε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ μοιραζόταν τὰ πάντα μὲ αὐτούς, τὸ ψωμί του, τὸν χρόνο του, ἀλλὰ καὶ τὴν ἴδιά του τὴν ἐμπειρία. Αὐτὸ κυρίως τὸ ἔκανε σὲ αὐτοὺς ποὺ προσήγγιζαν λίγο τὴν δική του ζωή, τοὺς ὁποίους ἀγαποῦσε ὑπερβολικὰ καὶ θυσίαζε τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ τοὺς βοηθήση.

Ὅμως, παράλληλα δὲν ἀγνοοῦσε καὶ τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς του, ποὺ ἀγαποῦσε πολύ, ὅπως ὁ ἴδιος λέγει: «ὑπάρχει κάτι στὸ αἷμα, στὴ συγγένεια, ποὺ κάνει τὴ συνάντησή μας νὰ πραγματοποιεῖται μὲ ἐμπιστοσύνη ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή». Μιὰ τέτοια συνάντηση γίνεται μὲ ἀμοιβαία ἐλευθερία καὶ ἀγάπη.

Οἱ ἐπιστολὲς ἀποστέλλονται στὶς δύο ἀδελφές του, Μαρία καὶ Ἀλεξάνδρα, ξεχωριστὰ ἡ καὶ στὶς δύο μαζί, ἡ καὶ στὰ τρία ἀδέλφια του, δηλαδὴ στὶς δύο προαναφερθεῖσες καὶ τὸν Νικόλαο, ὅπως καὶ στοὺς «ἀγαπητοὺς καλοὺς καὶ προσφιλεῖς συγγενεῖς».

Οἱ περισσότερες ἐπιστολὲς ἐστάλησαν στὴν ἀδελφὴ τοῦ Μαρία ποὺ ἦταν κατὰ ἑπτὰ χρόνια μικρότερή του, καὶ ὁρισμένες ἀπὸ αὐτὲς στὴν Ἀλεξάνδρα ποὺ ἦταν τρία χρόνια μεγαλύτερή του. Οἱ ἐπιστολές του ἔχουν κάποια διαφορὰ μεταξύ τους, γιατί ἡ Μαρία εἶχε πολλὲς πνευματικὲς ἀναζητήσεις καὶ σὲ ἕναν βαθμὸ μιὰ πεῖρα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Τῆς ἄρεσε νὰ τὴν εἰσάγη ὁ Γέροντας «στὴν προοπτικὴ τῆς κοσμοθεωρίας» του, γι’ αὐτὸ τὸν ρωτοῦσε γιὰ διάφορα θέματα ποὺ τὴν ἀπασχολοῦσαν.

Ἡ Ἀλεξάνδρα δὲν εἶχε τὰ ἴδια ἐνδιαφέροντα, ἀλλὰ τὴν ἀπασχολοῦσε ἡ δικαιοσύνη καὶ ἀγωνιζόταν γι’ αὐτήν. Εἶναι ἑπόμενο τὸ περιεχόμενο τῶν ἀπαντητικῶν ἐπιστολῶν τοῦ Γέροντα νὰ ἔχη μιὰ διαφορά. Ἔτσι οἱ ἐπιστολὲς πρὸς τὴν Μαρία εἶναι θεολογικὲς καὶ πνευματικές, ἐνῷ οἱ ἐπιστολὲς πρὸς τὴν Ἀλεξάνδρα κινοῦνται στὸ δικό της ἐπίπεδο μὲ σημαντικὴ προσπάθεια νὰ τὴν ἀνεβάση ὑψηλότερα. Αὐτὸ δείχνει καὶ τὴν ἰδιαίτερη ἀρετὴ τῆς διακρίσεως, ποὺ χαρακτηρίζει τὸν Γέροντα Σωφρόνιο.

Πάντως καὶ στὶς δύο ἀδελφὲς τοῦ ἐκδηλώνει τὴν ἀγάπη του καὶ εἶναι συγκρατημένα εὐαίσθητος καὶ τρυφερός. Τὴν Μαρία τὴν ἀποκαλεῖ πολλὲς φορὲς «ἀγαπητή, Μαρία, εἰρήνη σ’ ἐσένα, ἀγαπητή μου»• «ἀγαπητή μου, εὐγενικὴ Μαρία»• «ἀγαπητή, καλή μου Μαρία»• «θαυμαστὴ καὶ φιλτάτη μου Μαρία»• «Ω, Μαρία, θαυμαστή, καλή, πολύτιμη!»• «Μαρία, θαυμαστή, πολύτιμη, ἀλησμόνητη». Ἀποστέλλει τὴν εὐλογία, τὴν εἰρήνη κλπ. Σὲ μιὰ ἐπιστολὴ γράφει: «Ἀγαπητή μου Μαρία εἰρήνη σ’ ἐσένα. Χίλιες φορὲς εἰρήνη σ’ ἐσένα».

Ἀλλὰ καὶ ἡ κατακλεῖδα τῶν ἐπιστολῶν του πρὸς αὐτὴν διακρίνεται ἀπὸ τὴν ἴδια τρυφερότητα καὶ εὐγένεια. Καταλήγει: «Ἀφοσιωμένος μὲ ἀγάπη, ὁ δικός σου Σωφρόνιος»• «ὁ Σωφρόνιος ποὺ σὲ ἀγαπᾶ»• «ὁ δικός σου Γερο-Σωφρόνιος»• «Σὲ ἀγαπῶ, Μαρία μου»• «ὁ δικός σου Σωφρόνιος»• «ὅπως πάντοτε καὶ γιὰ πάντα μὲ ἀγάπη, ὁ δικός σου Σωφρόνιος».

Τὴν ἀδελφὴ τοῦ Ἀλεξάνδρα ἀποκαλεῖ «ἀγαπητή μου», «καλή μου» • «Ἀλεξάνδρα, ἀγαπητή μου, πολὺ ἀγαπητή μου». Καὶ καταλήγει: «ὁ δικός σου Σωφρόνιος».

Καὶ τὸ περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν εἶναι σημαντικὸ καὶ δείχνει τὴν ἰδιαίτερη ἀγάπη καὶ τρυφερότητα ποὺ ἐκδηλώνει ἀπέναντί τους. Τὴν ἀδελφή του Μαρία προσπαθεῖ νὰ τὴν καθοδηγήση στὴν πνευματικὴ ζωή, μερικὲς φορὲς τὴν διορθώνει, γιατί «ἔχει μεγάλο χρέος ἀπέναντί» της. Ἄλλες φορὲς εἶναι ἕτοιμος νὰ δώση μερικὲς τρυφερὲς ἐπεξηγήσεις γιὰ νὰ μὴ στενοχωρηθῇ. Σὲ ἕνα γράμμα του τῆς γράφει: «Σὲ παρακαλῶ, νὰ μὴν μοῦ ἀρνηθεῖς νὰ σὲ ἀγαπῶ στὸ μέλλον, ὅπως ἐσὺ μὲ ἀγαποῦσες, νὰ συνομιλῶ μαζί σου, ὅπως ἐσὺ συνομιλοῦσες μὲ μένα (γραπτῶς), νὰ μὲ ἐμπιστεύεσαι, ὅπως μὲ ἐμπιστευόσουν νωρίτερα». Σὲ ἄλλο γράμμα γράφει: «Γνωρίζεις ὅτι σὲ θυμᾶμαι ἀκατάπαυστα, ἰδιαίτερα τὰ μεσάνυκτα καὶ ἀκόμη ἀργότερα». Ἀλλοῦ γράφει: «Ἔχεις θαυμάσια καρδιά, ὡστόσο ὅμως καὶ σὺ ἀκόμη πρέπει νὰ ἐργάζεσαι ἐπάνω στὸν ἑαυτό σου, γιὰ νὰ τὸν κάνεις ἀκόμη πιὸ ἄνετο μὲ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σὲ ἀγαποῦν. Νὰ γίνεις τέτοια, ποὺ νὰ μὴ προκαλοῦνται οὔτε προστριβὲς οὔτε λάθη οὔτε παρεξηγήσεις μαζί σου». Εἶναι εὐγενικὸς μαζί της καὶ γι' αὐτὸ γράφει: «Καὶ μὴν φοβᾶσαι, δὲν θὰ σὲ ἀνησυχήσω ἄλλο μὲ τίποτε ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ σοῦ θυμίσει τὴν πληγή σου».

Στὴν ἀδελφή του Ἀλεξάνδρα, καίτοι λυπᾶται ἐπειδὴ δὲν βρίσκεται στὸ ἴδιο ἐπίπεδο μὲ τὴν Μαρία, παρὰ ταῦτα τῆς γράφει μὲ ὡραῖο τρόπο καὶ μὲ μεγάλη εὐγένεια, χωρὶς νὰ τὴν προσβάλλη γιὰ τὸν τρόπο ποὺ ζοῦσε• τὴν καθοδηγεῖ διακριτικά, μέσα ἀπὸ τὴν φιλοσοφία ποὺ ἦταν γνωστὴ σὲ αὐτὴν• γράφει γιὰ τὴν ἀπόγνωση ποὺ πέρασε καὶ στὸ τέλος ἔχει μιὰ καλὴ αἴσθηση γιὰ τὴν μετὰ θάνατο ζωή της.

3. Ἡσυχαστικὸς τρόπος ζωῆς

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν ἕνας ἀληθινὸς ἡσυχαστὴς ποὺ ζοῦσε καὶ ἀνέπνεε τὸν ἀέρα τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, ὅπως τὴν περιγράφουν οἱ ἡσυχαστές-νηπτικοὶ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ φαίνεται σὲ ὅλα τὰ κείμενά του ποὺ εἶδαν το φῶς τῆς δημοσιότητας. Αὐτὸ ἔζησε καὶ κατὰ τὴν διαμονή του γιὰ ἑπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ἀλλὰ καὶ τὴν μετέπειτα ζωή του στὸ Παρίσι καὶ τὴν Ἀγγλία. Ζοῦσε παντοῦ καὶ πάντοτε ὡς ἕνας ἡσυχαστὴς μοναχὸς τῶν πρώτων αἰώνων τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτὴ ἡ βίωση τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας, κυρίως τότε ποὺ ἔγινε μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἦταν κατ’ ἐξοχὴν χριστοκεντρική, ἀναφερόταν καὶ συνδεόταν μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ δὲν τὴν ζοῦσε ἁπλῶς ὡς μιὰ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὶς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων. Τὴν διαφορὰ μεταξὺ τῆς χριστιανικῆς καὶ βουδιστικὴς διδασκαλίας τὴν εἶχε βιώσει στὴν ζωή του.

Ἀναφέρεται ἐπανειλημμένως στὴν ἐρημικὴ ζωή, στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὅπως σὲ «σπήλαιο μὲ ἀπόκρημνες πλευρές, σχεδὸν κατακόρυφους βράχους, πάνω στοὺς ὁποίους, κατὰ τὶς θυελλώδεις ἡμέρες καὶ νύκτες τὰ κύματα τῆς θάλασσας, καὶ τὰ κτυπήματά τους τὰ αἰσθανόμουν ἐνῷ ἤμουν ξαπλωμένος στὴ σκληρὴ κλίνη μου». Ἡ ζωή του στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους ἦταν μέσα στὴν φτώχεια ἀπὸ ὑλικὰ ἀγαθά, ἀλλὰ μέσα στὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος ποὺ δύσκολα μπορεῖ κανεὶς ἀλλοῦ νὰ βρῇ.

Στὴν ἔρημο πέρασε «ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια». Καί, ὅταν ἀναφέρεται στὴν ἔρημο, δὲν ἐννοεῖ τὴν «γεωγραφικὴ ἔννοια τῆς ἐρήμου», ἀλλὰ τὴν «ἀσκητική», ποὺ εἶναι ἡ ἀπόλυτη μοναχικὴ ζωὴ γιὰ μιὰ «ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ὅπου δὲν ἀκοῦς κανέναν καὶ οἱ ἄλλοι δὲν ἀκοῦν ἐσένα». Ἐκεῖ ἀποκτᾶ κανεὶς τὸ μεγάλο προνόμιο τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, ὅταν δὲν ἐξουσιάζη κανέναν καὶ κανένας δὲν τὸν ἐξουσιάζη.

Αὐτὴ ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς γεωγραφικῆς καὶ ἀσκητικῆς βιώσεως τῆς ἐρήμου τὸν ἀκολούθησε παντοῦ κατὰ τὰ μετέπειτα χρόνια του. Γιὰ τὸ σπίτι ποὺ ζοῦσε στὴν Γαλλία γράφει ὅτι εἶναι ἕνας χῶρος ἥσυχος, «ποὺ ἀκόμη καὶ σὲ σύγκριση μὲ τὴν ἔρημό μου στὸν Ἄθωνα, ἐδῶ ἐντρυφῶ περισσότερο στὴν ἠρεμία τῆς φύσεως καὶ τῆς ἡσυχίας, ἰδιαίτερα κατὰ τὴ νύκτα». Στὴν Ἀγγλία ζοῦσε πολὺ ἐρημικὴ ζωή, «τὴν ἐρημιά» του, ὅπως ἔγραφε, «ἀποκομμένος ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μου μὲ τὸν ἐξωτερικὸ κόσμο». Ἀλλοῦ γράφει γιὰ τὸν πρῶτο καιρὸ ποὺ πῆγε στὴν Ἀγγλία, πρὶν τὸν ἀνακαλύψουν οἱ ἄνθρωποι: «Ζῶ οἰκειοθελῶς ἀποκομμένος ἀπ' ὅλο τὸν σάλο τοῦ κόσμου• δὲν πληροφοροῦμαι γιὰ ὁποιαδήποτε γεγονότα. Δὲν ἔχω οὔτε τηλέφωνο οὔτε ραδιόφωνο καὶ βεβαίως οὔτε τηλεόραση». Καὶ ἀλλοῦ: «Ζῶ μόνος σὲ ἕνα ἀπομονωμένο σπιτάκι». Τόσο στὴν Γαλλία ὅσο καὶ στὴν Ἀγγλία ζοῦσε σὲ ἕναν «πολυετῆ ἐγκλεισμὸ (ἡμιεγκλεισμό)». Γράφει ἀλλοῦ: «Μπορῶ νὰ μὴν βγῶ γιὰ χρόνια πουθενά, χωρὶς αὐτὸ νὰ μὲ ζημιώσει». Ζοῦσε διαρκῶς στὸ «περιθώριο» τῆς ἄγριας ζωῆς τῆς κοινωνίας. Αὐτὴ ἡ ἐρημικὴ ζωὴ τὸν ἔκανε νὰ αἰσθάνεται ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο, ἐνῷ ζοῦσε μέσα στὸν κόσμο. «Δὲν συνήθισα, δὲν ἀφομοίωσα σχεδὸν τίποτε ἀπὸ τὴ συνήθη ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Αἰσθάνομαι ἄβολος σὲ ὅλα, ἄπειρος σὲ ὅλα τὰ ἔργα μου».

Ἡ ἐρημικὴ ζωὴ εἶναι ζωὴ ἀφιερώσεως τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεὸ καὶ ἐμπνεύσεώς του ἀπὸ τὰ αἰώνια ἀγαθά, εἶναι μιὰ ἀδιάλειπτη προσευχή. Στὸν Ἄθωνα ζοῦσε μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πνευματικὸ κλίμα, γι’ αὐτὸ γράφει: «Μερικὲς φορές μου ἦταν λυπηρὸ νὰ κοιμᾶμαι, γιατί ἔτσι ἔχανα χρόνο. Καὶ μερικὲς φορὲς ὁ ὕπνος μου δὲν διέκοπτε καθόλου οὔτε τὴ σκέψη οὔτε τὴν προσευχή». Ὅταν δὲ ἐξερχόταν ἀπὸ τὸν αὐτοεγκλεισμό του, γιὰ διάφορες ποιμαντικὲς ἀνάγκες, ἀντιλαμβανόταν ὅτι πουθενὰ δὲν ὑπῆρχε ἤρεμο μέρος, ἀφοῦ «ὁ γενικὸς ρυθμὸς τῆς ζωῆς εἶναι ἀφύσικα γρήγορος» καὶ οἱ ἄνθρωποι ἔχαναν «τὴν ἱκανότητα γιὰ ἤρεμη ἀνάπαυση, ἁπλὴ φιλία, ἀνιδιοτελῆ ἐπικοινωνία μεταξύ τους». Καὶ μιλοῦσε γιὰ τὴν φρίκη τῆς ἐπικαιρότητας: «Ω, τί ἐφιάλτης ἡ ἐπικαιρότητά μας».

Τὸ ὅτι ἡ ἡσυχία αὐτὴ δὲν εἶναι ἀφηρημένη καὶ ἀνθρωποκεντρικὴ κατάσταση φαίνεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι συνδέεται ἄρρηκτα μὲ τὴν θεία Εὐχαριστία. Ὁ Γέροντας ἦταν ἕνας ἡσυχαστὴς λειτουργός, ποὺ ζοῦσε στὸ βάθος τὴν θεία Λειτουργία, ἀλλὰ καὶ ἡ θεία Λειτουργία ὄχι μόνον ἐπηρέαζε τὴν ζωή του, ἀλλὰ καὶ εἰσχωροῦσε μέσα στὰ ἔγκατα τῆς καρδιᾶς του καὶ τῆς ὅλης ὑπάρξεώς του. Ζοῦσε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ «πνεῦμα» τῆς θείας Λειτουργίας.

Γράφει κάπου: «Ἂν τελέσω τὴ λειτουργία, ποὺ διαρκεῖ δύο ὡς δυόμισι ὧρες, ὅλη ἡ ὑπόλοιπη ἡμέρα περνᾶ κάπως σὰν "σκια", σὰν κάποια χλωμὴ ταινία». Ὁ νοῦς μετὰ τὴν θεία Λειτουργία «γλιστρᾶ, δὲν προσκολλᾶται σὲ πράγματα, σὲ σκέψεις». Παρὰ ταῦτα ἀναγκάζει τὸν ἑαυτό του «νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους» ἀλλὰ καὶ τὸ κάνει «ἀπὸ τὴ ροὴ τῆς ζωῆς». Ὡστόσο, ὅμως, «ὁ κύριος "ὄγκος"» τῆς ἡμέρας «κύλησε ἔξω ἀπὸ τὸν κόσμο». Ὅταν δὲν μποροῦσε νὰ βρῇ τὴν πολύτιμη ἡσυχία τῆς ἐρήμου τοῦ Ἁγίου Ὅρους παραδιδόταν «σὲ μεγάλο βαθμὸ ἐντελῶς στὴ Λειτουργία» καὶ ζοῦσε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρά της. Ταξίδευσε, ἀπὸ διάφορες ἀνάγκες καὶ ὑποχρεώσεις, σὲ ὅλη σχεδὸν τὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ἀγγλία, ὅπου ἐπισκέφθηκε διαφόρους καθεδρικοὺς ναοὺς καὶ μικρὲς Ἐκκλησίες, ἀλλὰ σπάνια αἰσθάνθηκε «ἱκανοποίηση στὸ ἐπίπεδο τῆς ἱερουργίας τῆς Θείας Λειτουργίας». Στὴν ψυχή του εἶναι πιὸ κοντὰ μερικὰ μικρὰ ναΐδρια.

Ἔτσι, συνέδεε στενὰ τὸν ἡσυχαστικὸ τρόπο ζωῆς μὲ τὸν εὐχαριστιακό-λειτουργικὸ τρόπο ζωῆς. Οὔτε ἡ ἱερὰ ἡσυχία ἦταν ἔξω ἀπὸ τὸ «πνεῦμα» τῆς θείας Λειτουργίας οὔτε ἡ θεία Λειτουργία τελεῖτο ἔξω ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας. Αὐτὴ ἡ ἑνότητα ἀποτελεῖ ἐγγύηση ὀρθόδοξης ζωῆς.

4. Πόνος γιὰ τὴν κοινωνία

Παρὰ τὸ ὅτι ζοῦσε στὸ «περιθώριο» τῆς κοινωνίας, ἐν τούτοις αἰσθανόταν τὴν τραγωδία τοῦ κόσμου. Ἡ καρδιά του, μὲ τὶς λεπτὲς κεραῖες ποὺ διέθετε, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἐπικοινωνία του μὲ λιγοστοὺς ἀνθρώπους, αἰσθανόταν τὸ κακὸ καὶ τὴν ἀγριότητα ποὺ ἐπικρατοῦσε στὶς κοινωνίες. Ἡ ἱερὰ ἡσυχία εἶχε λεπτύνει τὴν καρδιά του καὶ αἰσθανόταν παντοῦ τὴν ἀγριότητα στὶς κοινωνίες καὶ στὴν ἱστορία. Ἰδίως αὐτό το αἰσθανόταν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Β Παγκοσμίου πολέμου, τότε ποὺ βρισκόταν στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὅρους καὶ τὸν ἀπασχολοῦσε ἔντονα ἡ κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν Εὐρώπη καὶ τὴν Ρωσία.

Ἐπειδὴ οἱ ἐπιστολὲς στέλλονταν στὰ κατὰ σάρκα ἀδέλφια του στὴν Ρωσία, ὅπου λογοκρίνονταν, γι’ αὐτὸ ἦταν προσεκτικός, γιὰ νὰ μὴν ἐνοχοποιηθοῦν οἱ παραλῆπτες τους. Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο περιγράφει μὲ δυνατὰ κοσμητικὰ ἐπίθετα τὴν κατάσταση γενικὰ τῆς ἀνθρωπότητας, ἀκόμη δὲ καὶ αὐτῶν τῶν λεγομένων χριστιανικῶν λαῶν. Σίγουρα ἔνιωσε καὶ τὶς τραγικὲς δυσκολίες ποὺ ἐπικρατοῦσαν τότε στὴν Ρωσία.

Συνέτριβαν τὴν ψυχή του τὰ ποικιλόμορφα ἐγκλήματα καὶ οἱ πόλεμοι. Ἔγραφε: «ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι γεμάτη μὲ παντὸς εἴδους ἐγκλήματα, ἀλλὰ δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἁμαρτία ἀπὸ τοὺς πολέμους, ἀπὸ τοὺς παγκοσμίους πολέμους»• «ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι ἐφιαλτικὴ μὲ ἀδιάκοπους ἀδελφοκτόνους πολέμους»• εἶναι «γεμάτη ἀπὸ ἐκβιασμούς, φόνους καὶ ἀτέλειωτα ἐγκλήματα, ἀκόμη καὶ ὡς τὶς ἡμέρες μας»• ἡ ἀνθρωπότητα εἶναι «βυθισμένη σὲ ἀδελφοκτόνους πολέμους»• στὴν παγκόσμια ζωὴ ἐπικρατεῖ ἕνα «ἀφόρητο ψῦχος»• καὶ ὁπωσδήποτε «τὴν ὁδὸ τοῦ ἀντιχρίστου θὰ συνοδεύσει ἀναπόφευκτα ἄσκηση παγκόσμιας βίας...». Ὄχι μόνον οἱ πόλεμοι, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἐπικαιρότητα «εἶναι τόσο ἄγρια• ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι παντοῦ γεμάτη ἔνταση, μῖσος. Εἶναι τραγικὴ ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος...».

Βέβαια, ἡ ἱστορία καὶ ἡ ἀνθρωπότητα δὲν εἶναι ἀφηρημένη, ἀλλὰ καθορίζεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν σὲ διάφορες ἐποχές. Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἀπομακρύνωνται ἀπὸ τὸν Χριστό, διακατέχονται ἀπὸ τὸ μῖσος καὶ τὴν ἐμπάθεια πρὸς τοὺς συνανθρώπους τους. Οἱ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ δὲν βλέπουν στὸν ἑαυτό τους καὶ στοὺς ἀδελφούς τους τὴν «αὐθεντικὴ καὶ αἰώνια ἀξία τους», γι’ αὐτὸ καὶ «γίνονται τόσο θηριωδῶς κακοὶ στὶς ἀμοιβαῖες σχέσεις τους, καὶ τόσο εὔκολα σκοτώνουν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον», «παραμένουν ὅμοιοι μὲ τὰ ἄγρια θηρία», καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἐπικρατήση εἰρήνη στὴν γῆ. Ὁπότε, εἶναι ἀναγκαία ἡ «"ἀνθρωποποίηση" τοῦ θηριώδους αὐτοῦ κόσμου». Οἱ λαοὶ ποὺ προβαίνουν σὲ τέτοια ἀποτρόπαια ἐγκλήματα σὲ βάρος τῶν ἀνθρώπων «φαίνονται παράφρονες, ἐσκοτισμένοι». Τὸ φοβερότερο εἶναι ὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ λαοὶ ποὺ αὐτοαποκαλοῦνται χριστιανικοὶ εἶναι «οἱ πιὸ ἐπικίνδυνοι». Ἀκόμη καὶ τότε ποὺ οἱ ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι ἀγαποῦν τοὺς συνανθρώπους τους τὸ κάνουν μὲ μιὰ ζωώδη ἀγάπη καὶ ὄχι μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ «σὰν τὰ ζῶα, ἀγαποῦν μόνο ἐκείνους ποὺ τοὺς πλησιάζουν μὲ τὰ ἴδια ζωώδη "αἰσθήματα"». Οἱ διάφοροι «ὑπεράνθρωποι» «εἶναι σὲ θέση νὰ διδάξουν κακία ἀκόμη καὶ τὸν διάβολο».

Ὅλες αὐτὲς οἱ ἐκφράσεις ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Γέροντας εἶναι δυνατὲς καὶ πιθανὸν νὰ παρεξηγηθοῦν. Πρέπει ὅμως νὰ τὶς δοῦμε μέσα ἀπὸ τὴν προοπτικὴ ὅτι μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδίας του ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ δὴ τὸν ἄνθρωπο ὅπως τὸν ἔπλασε ὁ Θεὸς καὶ ὅπως ἔπρεπε νὰ γίνη μὲ τὴν ἕνωσή του μὲ τὸν Χριστό, στὴν Ἐκκλησία διὰ τῶν μυστηρίων καὶ τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. Γνωρίζει ἐκ πείρας τὴν καθαρὴ καὶ αὐθεντικὴ ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχθῇ τὸ μῖσος καὶ τὴν βία ποὺ ἐξασκεῖται στὸν κόσμο, πρᾶγμα ποὺ προκαλεῖ βαθύτατο ἄλγος στὴν καρδία του. Σὲ μιὰ ἐπιστολή του γράφει ὅτι «ἀπὸ τὴ θεωρία αὐτῶν ποὺ διαδραματίζονται στὸν κόσμο, ἡ ψυχή μου ἐρχόταν σὲ φοβερὰ ὀλέθρια ἀμηχανία. Ἔφευγε τὸ ἔδαφος κάτω ἀπὸ τὰ πόδια μου. Ὁλόκληρη ἡ ὕπαρξή μου συντριβόταν ὀδυνηρά». Καὶ μέσα του γεννιόταν ἡ βεβαιότητα τῆς νίκης, ὅταν στὰ μάτια του «τὸ παράλογο ὅλων τῶν ἀνθρωπίνων ἐνεργειῶν ἔφτανε στὰ ἄκρα».

Ὁ Γέροντας πονοῦσε ὑπερβολικὰ γιὰ τὴν κατάσταση αὐτή. Τὰ παθήματα τοῦ κόσμου γίνονται δικά του, πάσχει καὶ ἀλγεῖ γι’ αὐτά, συμμετέχει σὲ ὅλη τὴν τραγωδία τοῦ κόσμου. Γράφει: «Ὀφείλουμε νὰ ζοῦμε τὸ κάθε πάθημα ὄχι μόνο ὡς προσωπικό μας, ἀλλὰ ὡς συμμέτοχοι τῶν παθημάτων ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος». Ὅταν «ζοῦμε τὴν τραγωδία ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητος, διευρύνουμε τὴ συνείδησή μας ὡς τὰ πέρατα τοῦ κόσμου αὐτοῦ» καὶ ἔτσι τὸ κάθε πάθημα μπορεῖ νὰ ἀποβῇ μιὰ νέα γέννηση. Πονοῦσε ὑπερβολικὰ γιὰ τὸ κακὸ ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸν κόσμο, γι’ αὐτὸ γράφει: «Ἴσως σοῦ φανεῖ σκληρὸς αὐτὸς ὁ λόγος. Ἀλλὰ ἐγὼ πνίγομαι ἀληθινὰ μέχρι φρίκης ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς ἐπικαιρότητάς μας, δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς ἀτέλειωτους φοβεροὺς ἐκβιασμούς, τοὺς φόνους, ποὺ εἶναι ἀδύνατο νὰ δεῖς ἀκόμη καὶ στὸν κόσμο τῶν ἄγριων θηρίων».

Αὐτὸς ὁ πόνος γιὰ τὴν κατάσταση ποὺ ἐπικρατοῦσε στὸν κόσμο ὁδηγοῦσε τὴν εὐαίσθητη καὶ τρυφερὴ ἀπὸ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καρδιὰ τοῦ Γέροντα στὴν προσευχὴ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, γιὰ «δεκάδες χρόνια» γιὰ νὰ χαρίση ὁ Θεὸς «εἰρήνη σὲ ὅλο τὸν κόσμο». Μιὰ τέτοια προσευχὴ ἦταν πάθος, μαρτύριο. Ὁμολογεῖ: «Καὶ ὅταν προσεύχομαι γιὰ τὸν κόσμο, τότε πάσχω στὴν προσευχή». Σὲ τέτοια κατάσταση «μὲ φοβερὸν πόνο στὴν καρδιὰ κράζω πρὸς τὸν Οὐρανὸ νὰ κατεβεῖ ὡς τὸ ἐπίπεδο τῆς γῆς μὲ τὸ ὑπέροχο μυστήριό του, νὰ ἀγκαλιάσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ πραγματικὰ πάσχουν, νὰ ἀνοίξει γι’ αὐτοὺς ἄλλους ὁρίζοντες τοῦ Εἶναι...». Ἡ ἀγάπη του ἐκτεινόταν σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Γράφει: «Εἶναι πολὺ ἁπλὰ τὸ ἀκόρεστο τῆς καρδιᾶς ποὺ φλέγεται ἀπὸ τὸν πόθο νὰ ἀγκαλιάσει ὅλο τὸν κόσμο». Ὅλη «ἡ συνειδητὴ ζωή μου πέρασε κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον μὲ προσευχὴ γιὰ τὸν κόσμο». Ἀκόμη «μὲ ἔνταση» θρηνοῦσε καὶ γιὰ τὸν ρωσικὸ λαὸ ποὺ ὑπέφερε.

Ἡ προσευχὴ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο γινόταν ἀδιάλειπτα μὲ τὸν πόνο καὶ τὸν βαθὺ θρῆνο γιατί πίστευε ὅτι καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ «ὑπάνθρωποι» ὅταν δεχθοῦν καὶ συλλάβουν μέσα τους τὴν πνοὴ τοῦ Αἰωνίου Θεοῦ, «τότε γίνονται γνήσια τέκνα τοῦ Ἀδάμ, υἱοὶ ἀνθρώπων, ἀλλὰ ἐν Χριστῷ τέκνα Θεοῦ».

Παράλληλα διακονοῦσε τοὺς πονεμένους καὶ πληγωμένους ἀνθρώπους. Γράφει σὲ ἕνα γράμμα: «Κυριολεκτικὰ πνίγομαι στὰ "χρέη" ἀπέναντι στοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ ἀναζητοῦν». Καὶ ἀλλοῦ γράφει: «Κι ἐγὼ δαπανῶ τὰ χρόνια μου, τὶς δυνάμεις μου, τὸν χρόνο μου, γιὰ νὰ φέρω τὴν παρηγοριὰ σὲ μερικοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ ἀπόγνωση».

5. Καλλιτέχνης καὶ ἁγιογράφος

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος σπούδασε στὴν Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν τῆς Μόσχας καὶ διδάχθηκε τὴν τέχνη τὴν ὁποία ἐξάσκησε ἔντονα πρὶν γίνει μοναχός. Ὅμως καὶ ὁ ἴδιος ἦταν μιὰ καλλιτεχνικὴ φύση, καὶ αὐτὸ φαίνεται ἔντονα μὲ τὸν τρόπο ποὺ συμπεριφερόταν στοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ διακρίνεται καὶ σὲ πολλὰ σημεῖα τῶν ἐπιστολῶν του.

Βέβαια, ἐγκατέλειψε τὴν τέχνη, ὅταν ἀποκαλύφθηκε σὲ αὐτὸν ὁ Χριστὸς καὶ ἀναπτύχθηκε μέσα του ἔντονη προσευχή, συνδυασμένη μὲ ἀκόρεστη καὶ ἄσβεστη μετάνοια. Ὅμως, ἀργότερα ἀσχολήθηκε μὲ τὴν βυζαντινὴ ἁγιογραφία καὶ ὡς βιοπορισμό, ἀλλὰ καὶ ὡς ἀνάγκη, ἀπὸ τὴν ἄποψη ὅτι ἔπρεπε νὰ ἁγιογραφήση τὴν Ἱερὰ Μονή του. Στὰ γράμματά του φαίνονται εὐδιάκριτα ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα.

Ὁ Γέροντας, ὅπως ὁμολογεῖ, κατὰ τὴν νεότητά του ἀσχολήθηκε μὲ ἐνθουσιασμὸ μὲ τὴν ζωγραφικὴ καὶ μάλιστα ἡ καλλιτεχνικὴ δημιουργία τὸν ἀποσποῦσε ἀπὸ ὅλα ὅσα συνέβαιναν γύρω του. Γράφει: «Μὲ κυρίευε μία ὁρμή: Νὰ εἰσδύσω στὸ μυστήριο τοῦ κάλλους κάθε φαινομένου, δηλαδὴ φαινομένου τῆς φύσεως». Καὶ ὅσο πιὸ πολὺ βυθιζόταν σὲ αὐτὸ «τὸ μυστήριο τοῦ κάλλους» τόσο αὐτὸ γινόταν «πιὸ μυστηριῶδες», ἀλλὰ καὶ ὁ ἴδιος βασανιζόταν «ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμό» του «μπροστὰ στὸ μυστήριο αὐτό». Ἀσχολούμενος μὲ τὴν ζωγραφική, ἡ σκέψη του μετέβαινε στὴν αἰωνιότητα, «χανόταν στὴν αἴσθηση τοῦ μυστηρίου τῆς φύσεως», δηλαδὴ παρατηρῶντας τὸν οὐρανό, τὰ σπίτια, τὰ χωριά, τοὺς ἀνθρώπους, ὅλα τὰ ἔβλεπε μέσα ἀπὸ ἕνα «ἀπρόσιτο μυστήριο». Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀναπτυσσόταν «ἕνα αἴσθημα ὡραιότητος», ποὺ μὲ τὴν ἐπίδρασή της ἔχανε «ἐντελῶς τὴν αἴσθηση τοῦ χρόνου». Ζοῦσε τὴν τέχνη σὲ τέτοιο βαθμό, ὅπως ὁμολογεῖ, ὥστε καὶ «κατὰ τὴ νύκτα στὸν ὕπνο μου συνέχιζα νὰ ζωγραφίζω». Ἡ ζωγραφική του γινόταν μὲ μιὰ μεγάλη ἔμπνευση.

Ὅμως, παράλληλα μὲ τὴν ἔμπνευση τῆς ζωγραφικῆς ἀναπτύχθηκε μέσα του καὶ ἡ ἔφεση γιὰ τὴν γνώση τοῦ ἀπολύτου Εἶναι, τοῦ Θεοῦ, γιατί χωρὶς αὐτὴν τὴν ἀναζήτηση «κάθε τέχνη καὶ κάθε φαινόμενο τῆς ζωῆς δὲν εἶχε νόημα». Ἐνῷ ζωγράφιζε τὴν ἀδελφή του Μαρία, οἱ τρεῖς ὧρες του φάνηκαν γιὰ δέκα λεπτά, τὸν συνεπῆρε τὸ ἐρώτημα: «Πὼς περνᾶς πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ θανάτου;».

Κάποια στιγμή, ὅταν βρισκόταν στὴν Γαλλία καὶ εἶχε πολλὲς ἐπιτυχίες ὡς ζωγράφος, ἀναπτύχθηκε μέσα του ἔντονα ἡ προσευχὴ πρὸς τὸν προσωπικὸ Θεὸ σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε, ὅπως γράφει, «δὲν μποροῦσα πλέον νὰ ἀφιερωθῶ ὁλοκληρωτικὰ στὴ ζωγραφική». Γιὰ ἑνάμιση ἡ δύο χρόνια πέρασε διάφορες φρικτὲς καταστάσεις, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ἡ ζωγραφικὴ ἤθελε νὰ τὸν ἀπορροφήση ὁλόκληρο, γιατί τότε εἶναι «ὑψηλή» –διαφορετικὰ καταλήγει σὲ ἐρασιτεχνισμό– καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ «ἡ προσευχὴ ὅλο ἐνισχυόταν». Τὸν ἀπορροφοῦσαν καὶ τὰ δύο αὐτά, δηλαδὴ καὶ ἡ τέχνη καὶ ἡ προσευχή. Δὲν μποροῦσε νὰ ἀποσπασθῇ ἀπὸ τὴν ζωγραφικὴ ποὺ τὸν συνέπαιρνε ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια, ἀλλὰ οὔτε μποροῦσε νὰ ἀναχαιτίση καὶ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς. Μὲ αὐτὸ τὸ ἐσωτερικὸ δίλημμα ἔφθασε κάποτε στὸ σημεῖο νὰ βαδίζη στὸν δρόμο καὶ νὰ μὴν ἀντιλαμβάνεται τοὺς ἀνθρώπους γύρω του. Τελικά, τὸν διεκδίκησε τελείως ἡ προσευχὴ καὶ ἐγκατέλειψε τὴν ζωγραφική. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πῆγε στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἐπιδόθηκε ὁλοκληρωτικὰ στὴν νοερὰ προσευχὴ καὶ γνώρισε προσωπικὰ τὸν ἴδιο τόν Θεὸ μέσα στὸ ἄκτιστο Φῶς.

Ὅμως, τὸ χάρισμα τῆς ζωγραφικῆς, ποὺ ἦταν ἕνα φυσικὸ χάρισμα, δὲν τὸν ἐγκατέλειψε ποτὲ στὴν ζωή του καὶ ἀργότερα τοῦ χρησίμευσε γιὰ νὰ ἐπιδοθῇ στὴν ἁγιογραφία. Γνώριζε ἀπὸ τὴν πεῖρα του τὴν διαφορὰ τῆς ὀμορφιᾶς μεταξὺ τῶν «παλαιῶν ζωγράφων-θεολόγων», ποὺ μὲ τὰ χρώματα καὶ τὶς τοιχογραφίες ἔφθασαν σὲ «ἀπίστευτη τελειότητα» καὶ «ἀνυπέρβλητη ὀμορφιά», καὶ τῆς κοσμικῆς τέχνης καὶ ζωγραφικῆς, «ποὺ ἑλκύει τοὺς σαρκικοὺς ἀνθρώπους» ποὺ δὲν ἀνταποκρίνονται καθόλου στὸ πνεῦμα τοῦ ναοῦ, δηλαδὴ τῆς θείας Μυσταγωγίας. Μὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ γράφει ὅτι «ἡ δυτικὴ "εἰκονογραφία" μοιάζει γιὰ μένα μὲ "ὀσμὴ κουζίνας" σὲ ναό». Οἱ δυτικὲς εἰκόνες δὲν εἶναι «τῆς προτιμήσεώς» του.

Μὲ τὴν γνώση τῆς ζωγραφικῆς, ποὺ σπούδασε καὶ καλλιέργησε, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία, ποὺ ἀπέκτησε, ἀναλύει μὲ καταπληκτικὸ τρόπο σὲ μιὰ ἐπιστολή του τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἁγιογραφοῦσαν οἱ «Πνευματέμφοροι εἰκονογράφοι», οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν εἰκόνα ἐξέφρασαν τὴν ἕνωση τοῦ Ἀκτίστου μὲ τὸ κτιστό. Ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς παραμόρφωσαν τὴν ἀνθρώπινη μορφή, ὥστε «νὰ ἀποσπάσουν τὸν νοῦ τοῦ προσευχομένου ἀπὸ τὴν γῆ, νὰ τὸν μεταφέρουν σὲ ἄλλον κόσμο, ἄλλων διαστάσεων». Καὶ ἄλλοι «ἀναζήτησαν τὴν ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στὴν εἰκόνα καὶ τὸ Πρωτότυπο καὶ ἐξέφρασαν καὶ τὶς δύο διαστάσεις, δηλαδὴ τοῦ χρόνου καὶ τῆς αἰωνιότητας, σὲ ἀνθρώπινο πλαίσιο. Αὐτό, ὅμως, τὸ ἀνθρώπινο πλαίσιο τὸ μεταμόρφωσαν, μὴ ἐπιτρέποντας ποτὲ στὸν ἑαυτό τους νὰ κατεβεῖ στὸν "νατουραλισμό", πρᾶγμα ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ ἀποφύγουν οἱ ζωγράφοι τῆς Δύσεως τὴν ἐποχὴ τῆς Ἀναγεννήσεως». Χρειάζεται μεγαλυφυΐα ὥστε τὸ ἔργο ποὺ κατασκευάζει ὁ ζωγράφος νὰ «συμπληρωθεῖ», χωρὶς «νὰ μεταπέσει σὲ "σαρκικὴ" ὀμορφιά». Προκειμένου, ὅμως, νὰ μπορέση ὁ ἁγιογράφος νὰ φιλοτεχνήση ἕνα ἔργο μὲ τὴν ἕνωση κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, «εἶναι ἀπαραίτητο νὰ δεῖ στὴν πεῖρα τῆς ζωῆς του τὸν ἄνθρωπο μεταμορφωμένο ἀπὸ τὴν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σὲ αὐτόν». Μέσα στὴν προοπτικὴ αὐτὴ ἐργαζόταν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας ἀργότερα ὡς ἁγιογράφος, γι’ αὐτὸ προτιμοῦσε νὰ κάνη μιὰ καλὴ εἰκόνα «μὲ μηδαμινὴ πληρωμή», παρὰ νὰ πάρη περισσότερα χρήματα «γιὰ κακὴ ἐργασία».

Γνώριζε τοὺς καλλιτέχνες τῆς Ἀναγέννησης καὶ τοῦ Μπαρόκ, ὅπως τὸν Ραφαήλ, τὸν Τιτσιάνο, τὸν Τιντορέτο, τὸν Βελάσκεθ, τὸν Μουρίγιο, τὸν Ρέμπραντ. Μετὰ τὴν πνευματικὴ πεῖρα ποὺ ἀπέκτησε ἀναπαύεται πλέον στὶς εἰκόνες τῶν πνευματέμφορων ἁγιογράφων, ὅπως τὶς εἰκόνες τοῦ 14ου καὶ 15ου αἰῶνος. Παρὰ ταῦτα γνωρίζει πολὺ καλὰ ὅτι ἡ «δύναμη τῆς ἐνέργειας τῆς εἰκόνας (ἡ ἄλλου ἔργου ζωγραφικῆς) ἐξαρτᾶται ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ποιότητα, ἂς ποῦμε, τῆς ἀντικειμενικῆς ἀξίας τοῦ ἔργου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκεται ὁ θεατὴς τὴ στιγμὴ ἐκείνη».

Πάντως, ὁ ἴδιος μετὰ ὡς ἱερομόναχος στὴν Ἱερὰ Μονή του Ἔσσεξ Ἀγγλίας ἀσχολεῖται μὲ τὴν ἁγιογραφία. Ἁγιογράφησε τοὺς τοίχους τῆς τραπεζαρίας καὶ τοῦ Ναοῦ καὶ ἀφιέρωσε πολὺ χρόνο σὲ αὐτὸ τὸ ἔργο. Γράφει σὲ ἐπιστολή του: «Ἤδη πρόσφατα ἀρχίσαμε νὰ ἁγιογραφοῦμε τὴ νέα τράπεζα. (Ἀφιερώνω πολὺν χρόνο στὴν ἁγιογραφία). Ἔχει δουλειὰ γιὰ χρόνια». Ἀλλὰ ἔκανε καὶ ἕνα εἰδικὸ ταξίδι στὸ Μιλάνο γιὰ νὰ δὴ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸν «Μυστικὸ Δεῖπνο» του Λεονάρδο ντὰ Βίντσι καὶ ἐκφράζει τὴν «μεγάλη λύπη» του, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ καταστρέφεται.

Εἶναι σημαντικὲς οἱ παρατηρήσεις του γιὰ τὶς τοιχογραφίες τοῦ Μιχαὴλ Ἄγγελου στὴν Καπέλλα Σιξτίνα, οἱ ὁποῖες δὲν προσφέρονται «καθόλου γιὰ προσευχή, ἀλλὰ μόνο γιὰ διάφορους καλλιτεχνικοὺς ἡ φιλοσοφικοὺς στοχασμοὺς» καὶ δὲν ἐκφράζουν τὴν πνευματική του θεωρία.

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν ζωγράφος καὶ ἁγιογράφος, ἦταν ἐκ φύσεως καλλιτεχνικὴ προσωπικότητα, ὅπως ἄλλωστε φαίνεται σὲ ὅλα τὰ κείμενα καὶ τὶς ἐπιστολές του, ἀλλ' ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς τὸν εὐαισθητοποίησε ἀκόμη περισσότερο, γι’ αὐτὸ ἦταν πνευματικὸς καὶ θεολόγος καλλιτέχνης σὲ ὅλα τὰ ἔργα του, τοὺς λόγους του καὶ τὶς ἐνέργειές του.

Μέσα στὴν προοπτικὴ αὐτὴ πρέπει νὰ δοῦμε γιατί συναρπάσθηκε «ἀπὸ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἔκπληξη» μπροστὰ στὸ φαινόμενο τῆς ἀράχνης «ποὺ ἔτρεχε στὸ πάτωμα τοῦ ἐργαστηρίου» του, καὶ τὶς παρατηρήσεις του γιὰ τὸ πουλὶ φασιανός, τὸν λαγὸ καὶ τὰ σπουργίτια.

6. Θεολογία καὶ φιλοσοφία

Ἀπὸ τὶς συζητήσεις ποὺ εἶχα μὲ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο διαπίστωσα ὅτι εἶχε ἕνα δυνατὸ μυαλὸ ποὺ εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ φιλοσοφῇ καὶ νὰ μελετᾶ τὶς διάφορες φιλοσοφικὲς σχολὲς ποὺ ἀναλύουν θεολογικά, κοσμολογικὰ καὶ ἀνθρωπολογικὰ προβλήματα.

Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος εἶχε μελετήσει τὰ φιλοσοφικὰ ρεύματα ποὺ εἶχαν ἀναπτυχθῇ στὴν τσαρικὴ Ρωσία, τὰ ὁποῖα, βεβαίως, εἶχαν ἐπηρεασθῇ ἀπὸ τὴν Δύση καὶ κυρίως ἀπὸ τὸν δυτικὸ διαφωτισμό. Γνώρισε ἀκόμη τὰ ἔργα Ρώσων φιλοσόφων, λογοτεχνῶν καὶ θεολόγων καὶ μποροῦσε νὰ τὰ χρησιμοποιῇ, ὅπως αὐτὸ ἔκανε στὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἔγραψε στὴν ἀδελφή του Ἀλεξάνδρα, ἡ ὁποία ὅπως φαίνεται ἐνδιαφερόταν γιὰ τὰ θέματα αὐτά.

Ὅπως εἶναι γνωστόν, ὁ Γέροντας γιὰ ἕνα διάστημα ἐρωτοτροποῦσε καὶ μὲ τὴν ἀνατολικὴ φιλοσοφία, χωρὶς βέβαια νὰ γίνη βουδιστής. Ὁ Γέροντας δὲν ἀρνήθηκε ἐπισήμως τὸν Χριστιανισμὸ καὶ δὲν ἀσπάσθηκε τὸν Βουδισμό, ἐντασσόμενος σὲ κάποια βουδιστικὴ κοινότητα, ἀλλὰ ἐκεῖνον τὸν καιρὸ πίστευε ὅτι ἡ τέλεια ζωὴ βιώνεται πέρα ἀπὸ τὴν ψυχολογικὴ ἔννοια τῆς ἀγάπης ποὺ συνιστᾶ, ὅπως τότε νόμιζε, τὸ Εὐαγγέλιο.

Ὅμως, ὁ Γέροντας μετὰ τὴν φανέρωση τοῦ Θεοῦ σὲ αὐτὸν ἀρνήθηκε ὅλες αὐτὲς τὶς ἐξωχριστιανικὲς ἀναζητήσεις, μὲ μεγάλη μετάνοια καὶ κλαυθμὸ καὶ γι’ αὐτὸ στὴν ζωή του ἔκανε τὴν διάκριση μεταξὺ φιλοσοφίας καὶ θεολογίας, μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, μεταξὺ ὑπερπροσωπικοῦ ὄντος καὶ προσώπου.

Στὶς ἐπιστολές του ὑπάρχουν πολλὰ σημεῖα ποὺ παρουσιάζουν τὴν διαφορὰ μεταξὺ φιλοσοφίας καὶ θεολογίας, μεταξὺ στοχασμοῦ καὶ ἀποκαλυπτικῆς θεολογίας. Σὲ μιὰ ἐπιστολή του γράφει γιὰ τὰ διάφορα εἴδη γνώσεως ποὺ γνώρισε, ὅπως «τὴν στενότητα τῆς ἀφηρημένης γνώσεως, τῆς διανοητικῆς», ποὺ εἶναι τὸ γνώρισμα τῆς ἐπιστήμης καὶ δὲν βοηθᾶ τὸν ἄνθρωπο νὰ ὑπερβῇ «τὰ ὅρια τοῦ θανάτου», ἀλλὰ μετά του ἀποκαλύφθηκε ὅτι «ἡ γνώση εἶναι κοινωνία στὸ εἶναι», «κυρίως στὴν πράξη τῆς ἀγάπης». Ἡ πρώτη γνώση ποὺ συνδεόταν μὲ τὴν ἀναζήτηση τοῦ Ὑπερπροσωπικοῦ Ἀπολύτου, τὸν «ἐνέπνευσε διανοητικά», χωρὶς νὰ ἀγγίξη τὴν καρδιά του, ἐνῷ ἡ δεύτερη γνώση «ἄλλαξε τὴν καρδιά» του.

Ὁ Γέροντας πρὶν φύγει ἀπὸ τὴν Ρωσία καὶ πρὶν πάει στὸ Ἅγιον Ὅρος εἶχε μελετήσει ἔργα Ρώσων φιλοσόφων καὶ λογοτεχνῶν καὶ παρακολουθοῦσε ὅλα τὰ ρεύματα ποὺ ἐπικρατοῦσαν τότε στὴν Ρωσία. Σὲ ἕνα γράμμα του μνημονεύει τὸ βιβλίο του Μπελίνσκυ, ποὺ πραγματεύεται τὴν ἱστορία τῆς ρωσικῆς σκέψεως, καὶ ἐκεῖ ἀναφέρονται ὀνόματα Ρώσων φιλοσόφων καὶ στοχαστῶν ποὺ ἔπαιξαν κάποιο ρόλο στὴν διαμόρφωση τῆς ρωσικῆς σκέψης. Καὶ σὲ ἄλλη ἐπιστολή του ἀναφέρεται στὸ βιβλίο Τρεῖς διάλογοι τοῦ Σολοβιώφ. Ἐπίσης, μνημονεύει τον Τολστόϊ, τὸν Ντοστογιέφσκυ, τὸν φιλόσοφο Μπερντιάγεφ, τὸν Μπουλγκάκωφ, τὸν ποιητὴ Πούσκιν, τὸ ποίημα τοῦ Πλετσιέφιεφ, τὸ διήγημα τοῦ Τουργκένιεφ Ρούντιν, τὸν μῦθο τοῦ Κριλὼφ Ὁ συγγραφέας καὶ ὁ ληστής, τὸν Καράμζιν.

Ἐνῷ, ὅμως, γνωρίζει τὴν φιλοσοφικὴ ρωσικὴ σκέψη, ἐν τούτοις προσδιορίζει καὶ τὴν ἀπόκλισή της ἀπὸ τὴν ζωὴ ποὺ ὁ ἴδιος ζῆ. Σὲ ἕνα γράμμα του ἀναφέρεται στὰ συμφωνικὰ ποιήματα τοῦ Σκριάμπιν. Καὶ σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ὑπερβολικὰ μεγάλες προσποιήσεις, "πολὺ κακό", δαιμονισμός, στὴν "ἀφελῆ" του ἰδέα γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὸ Εἶναι γενικά. Παράδειγμα τῆς ἄγριας ἐκείνης πνευματικῆς θύελλας, στὴν ὁποία ζοῦσε ἡ ρωσικὴ ἐλὶτ πρὶν ἀπὸ τὴν ἐπανάσταση».

Οἱ διανοούμενοι, κατὰ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, «ἐκτὸς ἀπὸ σπανιότατες περιπτώσεις εἶναι ἄνθρωποι "ἑνὸς ἐπιπέδου", "μιᾶς διαστάσεως"». Ἀκόμη καὶ ἐκεῖνοι οἱ φιλόσοφοι ποὺ εἶναι πιστοί, δὲν μποροῦν νὰ συλλάβουν τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου, γιατί παρασύρονται «στὴν ἀφαίρεση» καὶ «στὸν λογικὸ "μονισμὸ"» ἀπὸ τὴν ἴδια τήν μέθοδο τῆς φιλοσοφίας. Ὁ ἀφαιρετικὸς στοχασμὸς καὶ ἡ λογικοκρατία δὲν μποροῦν νὰ ὁδηγήσουν τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀποκάλυψη τοῦ προσώπου, τῆς ὑποστάσεως.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ οἱ Δυτικοὶ ποὺ χρησιμοποίησαν πολὺ τὴν φιλοσοφία καὶ στηρίχθηκαν σὲ αὐτὴν δὲν μπόρεσαν νὰ συνδυάσουν τὴν ἔννοια τῆς φύσεως καὶ τοῦ προσώπου, μὲ ἀρνητικὰ ἀποτελέσματα στὴν θεολογία-τριαδολογία μὲ τὴν αἵρεση τοῦ Filioque, στὴν ἀνθρωπολογία μὲ τὴν δικανικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν σωτηρία, στὴν πνευματικὴ ζωή, τὴν λειτουργικὴ πράξη καὶ τὴν ἐκκλησιολογία μὲ τὸ ἀλάθητο τοῦ Πάπα.

Πολλοὶ κάνουν λόγο σήμερα γιὰ τὴν διαφορὰ μεταξὺ τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας καὶ τῆς ἐπιστημονικῆς ἡ ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας. Ὅταν ὁμιλοῦμε γιὰ ἐμπειρικὴ θεολογία, ἐννοοῦμε τὴν θεολογία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, θεολογούσαν «ἁλιευτικῶς καὶ οὐκ ἀριστοτελικῶς», δηλαδὴ ὁμιλοῦσαν γιὰ τὸν Θεὸ σύμφωνα μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ σὲ Ἀποστόλους-ἁλιεῖς καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν φιλοσοφία τοῦ Ἀριστοτέλους. Αὐτὴν τὴν ἀποκαλυπτικὴ θεολογία εἶχε ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, τὴν ὁποία ὅμως τὴν ἐξέφρασε μὲ σύγχρονες ἐκφράσεις καὶ σύγχρονη σκέψη γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς μας.

Στὶς ἐπιστολές, κυρίως πρὸς τὴν ἀδελφή του Μαρία, ποὺ εἶχε παράλληλες μὲ τὸν Γέροντα ἀναζητήσεις καὶ σκέψη, ἀναφέρεται στὴν ἀποκαλυπτικὴ καὶ ἐμπειρικὴ αὐτὴ θεολογία. Ἀναφερόμενος στὴν τραγωδία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καὶ τὴν δική του ἀναζήτηση γράφει: «Βλέποντας ὅμως τὸν Χριστό, χάρηκα γιὰ τὸ θαυμάσιο αὐτὸ εὕρημα καὶ ποτὲ πιὰ δὲν μπορῶ νὰ ξεχάσω τὸ γεγονὸς αὐτὸ τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου μας». Κάνει λόγο γιὰ τὴν ἐμπειρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός: «Μὲ παράδοξο ὅμως τρόπο, ὅταν οἱ ὁράσεις αὐτὲς ἀνταλάσσονταν μὲ τὴ διάνοιξη ἄλλων ὁριζόντων, μὲ τὴν ἐμφάνιση ἀπεράντου Φωτὸς ἄλλου κόσμου, τότε δὲν ἔβρισκα λόγια εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεὸ γιὰ τὰ βάσανα τοῦ ἅδου ποὺ βίωσα».

Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ του ἐμφύσησε τὴν ὁρμὴ πρὸς Αὐτόν. Ἀναφερόμενος στοὺς ἀστροναῦτες ποὺ κινοῦνται πρὸς τὴν κατάκτηση τῆς Σελήνης καὶ τοῦ Ἄρη γράφει γιὰ τὴν δική του ὁρμὴ πρὸς τὸν Θεό: «Εἶναι φυσικὴ γιὰ μᾶς ἡ ὁρμὴ πρὸς τὸ Ἄναρχο Ὀν καὶ ἡ ἀναζήτηση τῆς ἕνωσης κάθε ὄντος μὲ τὴν Πρωταρχικὴ Ἀρχή, ἀλλὰ στὰ ὅρια τῆς γῆς καὶ στὸ φαράγγι τῆς σάρκας μας δὲν κατορθώνουμε τὴν τελειότητα. Γι’ αὐτὸ καὶ πάσχουμε. Ξεχνᾶμε "τὰ μικροπράγματα" τοῦ γήινου αὐτοῦ ἐπιπέδου• παραχωροῦμε χῶρο ἡ μέρος σὲ κάθε ὀν• συχνὰ ὑπομένουμε ἀκόμη καὶ τὶς προσβολὲς προκειμένου νὰ πετύχουμε τὸ ποθούμενο». Σὲ ἄλλο γράμμα γράφει: «Εἶμαι ἤδη στὰ εβδομηνταδύο χρόνια. Πρὸς τὸ παρὸν κι ἐγὼ δὲν χάνω τὴν ἔνταση τῆς ὁρμῆς πρὸς τὸν τελικό μου σκοπό...».

Αὐτὴ ἡ ὁρμὴ πρὸς τὸν Θεὸ τὸν διακατεῖχε σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ μέχρι τὰ βαθειά του γεράματα, γι’ αὐτὸ καὶ στὶς εὐχές του πρὸς τὴν ἀδελφή του Μαρία γιὰ τὴν ἐπέτειο τῶν γενεθλίων της εὔχεται «ἀκατάπαυστη ἀνάβαση».

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος εἶχε μεγάλο μυαλό, μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦσε νὰ συλλάβη ἔννοιες καὶ νὰ συζητᾶ γιὰ τὴν φιλοσοφία καὶ τὶς ἀπόψεις τῶν διαφόρων φιλοσόφων, ἀλλὰ κυρίως καὶ πρὸ παντὸς εἶχε φωτισμένο νοῦ καὶ δυνατὴ καρδιὰ μὲ τὰ ὁποῖα ὁδηγεῖτο ἀκόρεστα στὸν Θεό, τὸν ἀπολάμβανε καὶ διψοῦσε τὴν πνευματικὴ αὐτὴ γνώση. Ὅταν γνώρισε τὴν ἐμπειρικὴ θεολογία, δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ τὶς φιλοσοφικὲς ἀπόψεις τῶν διαφόρων παλαιῶν καὶ συγχρόνων φιλοσόφων, καίτοι τὶς γνώριζε καὶ μποροῦσε νὰ τὶς ἀντιληφθῇ. Εἶχε ἀποκτήσει τὸ μεῖζον, ὁπότε τὸ ἔλασσον τοῦ ἦταν περιττό.

7. Γηρατειὰ καὶ θάνατος

Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ζωῆς του, κυρίως ἀπὸ τὴν ἐφηβεία του, τὸν ἀπασχολοῦσαν ἔντονα διάφορα ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα γιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, καὶ αὐτὰ τὸν ὁδήγησαν σὲ δρόμους γιὰ τοὺς ὁποίους ἀργότερα μετάνοιωσε. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου τὸν διακατεῖχε ἀπὸ τὴν μικρή του ἡλικία μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Μὲ τὴν διαφορὰ ὅτι αὐτὴ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου λάμβανε σὲ κάθε φάση ζωῆς ἕναν διαφορετικὸ χαρακτῆρα.

Πρὶν γνωρίσει τὸν ζῶντα Θεό, μὲ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου εἶχε τὴν αἴσθηση τῆς πορείας πρὸς τὸ μὴ ὀν, στὴν ἀνυπαρξία καὶ αὐτὸ τὸν ἔφερε σὲ «διαμάχη» μὲ τὸν Θεό. Πάλευε κυριολεκτικὰ μαζί Του, μὲ τὰ διάφορα ἐρωτήματα ποὺ ἀναφύονταν μέσα του. Μετὰ τὴν κοινωνία τοῦ μὲ τὸν Θεὸ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἐξόδου ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ ἔγινε ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονός, μιὰ ἀλλαγὴ τρόπου ὑπάρξεως, μιὰ συνάντηση μὲ τὸν Θεό, τοὺς ἁγίους καὶ τὰ ἀγαπητά του πρόσωπα.

Στὶς ἐπιστολὲς ποὺ ἀπέστειλε στὰ ἀδέλφια του συναντοῦμε πολλὲς ἐκφράσεις στὶς ὁποῖες γίνεται λόγος γιὰ τὴν φθαρτότητα καὶ τὴν θνητότητα τοῦ ἀνθρώπου, καὶ γιὰ τὸ πὼς ὁ ἴδιος βίωνε τὸν θάνατο στὴν προσωπική του ζωὴ καὶ πὼς προετοιμαζόταν γιὰ τὴν ὥρα τῆς ἐξόδου τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα. Παράλληλα φαίνεται ὅτι αἰσθανόταν τὴν ἀνάγκη νὰ προετοιμάση καὶ τοὺς συγγενεῖς του γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ παρουσιασθοῦν ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα, ἀλλὰ τὰ πιὸ σημανικὰ καὶ ἐντελῶς συνοπτικά.

Κατ’ ἀρχὰς κάνει πολλὲς φορὲς λόγο γιὰ τὰ γηρατειά. Ἀναφέρεται στὶς ἀρρώστιες ποὺ συνδέονται μὲ τὴν γεροντικὴ ἡλικία καὶ στὸ ὅτι εἴμαστε φορτωμένοι ἀπὸ κόπους καὶ θλίψεις «καὶ θὰ πεθάνουμε σὲ γῆρας γεμᾶτο ἀπὸ ἀσθένειες, ἀλλὰ ὡστόσο μὲ ἀγάπη καὶ εἰρήνη».

Θεωρεῖ, ὅμως, ὅτι ἡ γεροντικὴ ἡλικία «εἶναι ἡ πιὸ εὐλογημένη περίοδος τῆς ζωῆς μᾶς ἐπάνω στὴ γῆ», διότι ὑποχωροῦν ὅλα τὰ μικρὰ καὶ ταπεινὰ καὶ ἡ σκέψη προσανατολίζεται πρὸς τὴν «ἄλλη τάξη του Εἶναι». Γι’ αὐτὸ καὶ εὔχεται στὴν ἀδελφή του Μαρία νὰ τῆς δίνη ὁ Θεὸς «τὴν Ἄνωθεν ἔμπνευση» γιὰ νὰ περάση αὐτὴν τὴν ἡλικία. Ἡ ὥριμη ἡλικία εἶναι «ἡ σημαντικότερη περίοδος τῆς ζωῆς μας», ἀφοῦ οἱ σκέψεις μας πηγαίνουν πέρα ἀπὸ τὴν γῆ καὶ παρακαλεῖ νὰ προσεύχονται ὥστε νὰ μὴ χάση τὶς δυνάμεις του μέχρι τὸ τέλος. Ἡ τρίτη αὐτὴ ἡλικία εἶναι προνομιοῦχος, γιατί δίνεται ἡ εὐκαιρία, μὲ μιὰ πνευματικὴ δύναμη, νὰ στραφῆ ὁ ἄνθρωπος μὲ ὅλο του τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδία «πρὸς τὸ Αἰώνιο, πρὸς τὸν Πατέρα» Του. Τὰ γηρατειὰ «μποροῦν νὰ εἶναι περίοδος ἐξαιρετικὰ σπουδαῖα», γιατί ἀφ' ἑνὸς μὲν εἶναι γεμάτη ἀπὸ «βαθειὲς ἐμπειρίες», ἀφ' ἑτέρου δὲ γιατί ὁ ἄνθρωπος προετοιμάζεται μὲ «φόβο καὶ ἐνθουσιασμὸ γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὰ γήινα, ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα πρὸς τὰ ἀμετάθετα καὶ αἰώνια».

Εὑρισκόμενος καὶ ὁ ἴδιος στὴν περίοδο τῆς τρίτης ἡλικίας ὁμολογεῖ ὅτι ἡ ψυχή του δὲν αἰσθάνεται τὴν ἡλικία, γιατί δὲν χάνει «τὴν ἔνταση τῆς ὁρμῆς πρὸς τὸν τελικὸ σκοπό» του, καὶ γιατί ὁ «ἐμπλουτισμὸς τοῦ πνεύματος» «κάνει ὑποφερτὰ τὰ γηρατειά». Παρὰ τὶς ἀσθένειες ποὺ συνδέονται μὲ τὰ γηρατειά, ἐν τούτοις γράφει: «ἡ ἔμπνευση ποτὲ δὲν μὲ ἐγκαταλείπει».

Ἔπειτα, σὲ ὅλες τὶς ἐπιστολὲς ἀναφέρεται στὴν μνήμη τοῦ θανάτου ποὺ τὸν διακατεῖχε ἀπὸ τὴν νεανική του ἡλικία. Δίνει τὸν ὁρισμὸ τοῦ θανάτου ποὺ εἶναι ἡ μετάβαση τοῦ πνεύματός μας «ἀπὸ τὴ μία μορφὴ ὑπάρξεως σὲ ἄλλη, ἀτελεύτητα μεγαλειωδέστερη». Εἶναι φυσικὸ νὰ σκέπτεται τὸ τέλος τῆς ζωῆς του, καὶ ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, ὅπως γράφει, «ἡ σκέψη γιὰ τὴν ἐπικείμενη ἔξοδό μου μοῦ ἔγινε σχεδὸν ἀχώριστη». Καὶ πάνω ἀπ' ὅλα τὸν ἀπασχολεῖ το πὼς θὰ πεθάνη. «Καὶ βεβαίως τὸ πρόβλημα, πὼς θὰ πεθάνω, γίνεται διαρκῶς πιὸ συγκεκριμένο». Ἐννοεῖ ἂν θὰ πεθάνη ἀπὸ ποικίλες ἀσθένειες, μὲ ποιό τρόπο ἡ σὲ ποιά πνευματικὴ κατάσταση θὰ βρίσκεται τότε. Σὲ κάποιο γράμμα του γράφει πολὺ χαρακτηριστικά: «Σκέφτομαι γιὰ τὸν ἑαυτό μου ὅτι ἀρκετὰ ἔζησα, ὅτι δὲν ὑπάρχει νόημα νὰ παρατείνω περισσότερο τὴ ζωὴ αὐτή, ὅτι πρέπει νὰ "φεύγω"».

Σὲ ὅλη του τὴν ζωή, ἀλλὰ ἰδιαιτέρως καθὼς περνοῦσαν τὰ χρόνια, καὶ ἔμπαινε στὴν τρίτη ἡλικία, στὰ γηρατειά, αὐξανόνταν ἡ προετοιμασία του γιὰ τὸν θάνατο. Δὲν διακατεχόταν ἀπὸ θλίψη, ἀπόγνωση καὶ φόβο, ἀλλὰ ἀπὸ μιὰ ἐλπίδα συναντήσεως μὲ τὸν Θεὸ καὶ τὴν οὐράνια Ἐκκλησία. Ἔγραφε στοὺς συγγενεῖς του: «Εἶναι φυσικό, ἐπειδή, ὅλοι σας γερνᾶτε καὶ προσβάλλεσθε ἀπὸ ἀσθένειες, νὰ ἑτοιμάζεσθε ἐπίσης γιὰ τὸ ἀναπόφευκτο. Νὰ ἑτοιμάζεσθε ὅμως ἑορταστικά, σὰν νὰ ἑτοιμαζόμαστε γιὰ τὴν μεγαλύτερη στιγμὴ τῆς ἐπίγειας ὑπάρξεώς μας καὶ ὄχι μὲ αἴσθημα ἀπογνώσεως καὶ ἀχαριστίας». Δίδασκε ὅτι πρέπει νὰ ἑτοιμάζονται οἱ ψυχές μας «γιὰ τὴν ἔνδοξη μετάβαση στὸν ἄλλο κόσμο μὲ τὴν πλήρη ἐλπίδα, μὲ τὴν ἀδίστακτη πίστη στὴν ἀνάστασή μας». Θὰ πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι δὲν χανόμαστε μετὰ τὴν ἔξοδό μας, ἀλλὰ εἰσερχόμαστε «σὲ ἄλλη μορφή του Εἶναι».

Προετοιμάζεται γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου σὰν νὰ εἶναι μιὰ «νέα γέννηση», σὰν νὰ εἶναι «κάποιο ταξίδι» καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ πάρη τὶς ἀποσκευές του. Σὲ ἕνα γράμμα πρὸς τὴν ἀδελφή του Ἀλεξάνδρα, ἀπαντῶντας σὲ κάποια σκέψη της, προκειμένου νὰ τὴν ἐνδυναμώση καὶ νὰ τὴν ἐνισχύση, συγκαταβαίνει ὁ ἴδιος καὶ γράφει ὅτι, ἐνῷ παλαιότερα δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ παρατείνη τὴν ζωή του ἐπάνω στὴν γῆ, τώρα τελευταία σκέπτεται κάποια παράταση ζωῆς. Καὶ αὐτὸ τὸ θεωρεῖ «ἀνόητο», ἐφ’ ὅσον δὲν μποροῦν νὰ ἱκανοποιηθοῦν οἱ ἐφέσεις του ποὺ τὸν εἶχαν καταλάβει ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια.

Τὸν ἀπασχολεῖ ἰδιαιτέρως ἡ ὥρα τοῦ θανάτου. Τὴν χαρακτηρίζει «φοβερὴ καὶ μεγάλη στιγμὴ» καὶ στὴν «ἀναμονή της» «ἡ ψυχὴ βαθύτερα αἰσθάνεται τὴν Ὕψιστη εἰρήνη, τὴν Πατρικὴ ἀγάπη, καὶ ὁρμᾶ πρὸς τὸ Ἀνέσπερο Φῶς». «Ἡ ἡμέρα τῆς τελευτῆς εἶναι μεγάλο γεγονὸς στὴ ζωή μας. Οἱ προσεγγίσεις πρὸς τὸν θάνατο εἶναι ὀδυνηρές, ἀλλὰ ὁ θάνατος ὁ ἴδιος εἶναι ἐντελῶς ἄλλο πρᾶγμα». Ἡ προσέγγιση πρὸς τὸν θάνατο, ἀλλὰ «ἡ ἴδια στιγμὴ τοῦ θανάτου, δηλαδὴ ἡ τελευταία ἀγωνία στὸ μεθόριο τῶν δύο κόσμων τόσο διαφορετικῶν κατὰ τὶς διαστάσεις τους, πρωτίστως εἶναι τὸ γεγονὸς γιὰ τὸ ἴδιο ἐκεῖνο πρόσωπο ποὺ τὸ ζεῖ», ἀποκαλύπτει στὸν ἄνθρωπο πράγματα ποὺ εἶναι καλυμμένα. Ἀλλὰ καὶ στὰ πρόσωπα ποὺ εἶναι παρόντα στὸν θάνατο κάποιου «ἀποκαλύπτονται νέοι ὁρίζοντες, δίνεται καινούργια ἐμπειρία τοῦ πνευματικοῦ κόσμου». Ἡ στιγμὴ τῆς ἐξόδου μας ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ εἶναι «θριαμβευτική». Ἡ ἀναχώρηση ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸ εἶναι τὸ «πιὸ σημαντικὸ γεγονὸς τῆς ζωῆς κάθε ἀνθρώπου». Χαίρεται «γιὰ τὸν ἐρχόμενο θρίαμβό μας».

Μετὰ τὸν θάνατό του ὁ ἄνθρωπος γλιτώνει «ἀπὸ τὰ δόντια τοῦ θανάτου ποὺ βασιλεύει στὸν κόσμο αὐτό», ὁ ὁποῖος κυριαρχεῖ μὲ διάφορες ἀσθένειες. Καὶ ἔτσι «θὰ γελάσουμε στὸ τέλος, καὶ τὸ τελευταῖο μας αὐτὸ γέλιο θὰ εἶναι καὶ τὸ καλύτερο».

Ἡ μετάβασή του σὲ ἄλλη μορφή του «εἶναι» δὲν εἶναι ἀφηρημένη, ἀφοῦ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος γνωρίζει πολὺ καλὰ σὲ τί συνίσταται ἡ λεγόμενη ἀθανασία. Ἀναφέρει τὰ τέσσερα εἴδη ἀθανασίας. Τὸ πρῶτο εἶδος εἶναι ἡ ἀθανασία τῶν ὑλιστῶν, οἱ ὁποῖοι πιστεύουν ὅτι ἡ ὕλη παραμένει αἰώνια καὶ τὰ ἄτομα εἶναι ἀμετάβλητα. Τὸ δεύτερο εἶδος εἶναι ἡ ἱστορικὴ ἀθανασία, ὅταν ὁ ἄνθρωπος παραμένη στὴν μνήμη τῶν ἀνθρώπων αἰωνίως. Τὸ τρίτο εἶδος εἶναι ἡ πανθεϊστικὴ ἀθανασία ποὺ ὑποστηρίζει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐπιστρέφει σὲ κάποιο ὑπερπροσωπικὸ Ἀπόλυτο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται. Καὶ τὸ τέταρτο εἶδος εἶναι ἡ χριστιανικὴ ἀθανασία, αὐτὴ γιὰ τὴν ὁποία ὁμίλησε ὁ Χριστὸς καὶ εἶναι ἡ προσωπικὴ ἀθανασία ἐν Χριστῷ.

Μιὰ τέτοια ἀθανασία κυριαρχοῦσε στὴν ψυχὴ τοῦ Γέροντα, τὸ ὅτι θὰ συναντοῦσε τὸν Χριστὸ πρόσωπο πρὸς πρόσωπο. Γι’ αὐτὸ λέγει: «Γιὰ μένα τὰ μεγαλύτερα γεγονότα δὲν ἦταν κάποια ἱστορικὰ συμβάντα, ἀλλὰ μόνο ἡ ἔξοδος τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸ πλαίσιο τοῦ θανάτου, ἡ εἰσόρμηση στὴν ἀθανασία».

Συμπέρασμα

Διάβαζα γιὰ μέρες αὐτὸ τὸ βιβλίο καὶ μάλιστα προσεκτικά. Καίτοι γνώρισα προσωπικὰ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, κατὰ τὶς ἐπανειλημμένες συναντήσεις μου μαζί του, καὶ εἶχα τὴν ἐξαιρετικὴ τιμὴ καὶ εὐλογία νὰ μὲ ἀγαπᾶ καὶ νὰ ἐνδιαφέρεται πατρικὰ γιὰ μένα καὶ νὰ δεχθῶ προσωπικὴ καθοδήγηση γιὰ λεπτὰ θέματα τῆς μοναχικῆς καὶ ἱερατικῆς μου ζωῆς, καίτοι διάβασα ὅλα τὰ κείμενά του, ἐν τούτοις τὸ βιβλίο αὐτὸ τὸ βρῆκα πολὺ ἐνδιαφέρον, γιατί ξεδιπλώνει ὅλη τὴν προσωπικότητά του, τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐπικοινωνοῦσε μὲ τοὺς ἀνθρώπους, τὶς σκέψεις του καὶ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς του. Πολλὲς φορὲς διαβάζοντας ἀναφωνοῦσα: «Τί ἦταν τέλος πάντων αὐτὸς ὁ Γέροντας;».

Ἦταν ἕνας ἐμπνευσμένος ἄνθρωπος, ποὺ διακρινόταν ἀπὸ μεγάλη ὁρμὴ νὰ γνωρίση τὸν Θεὸ καὶ νὰ εἰσέλθη στὰ βάθη τῆς αἰωνιότητος. Ἦταν ἕνας σπάνιος ἄνθρωπος ποὺ ἀναζητοῦσε τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς καὶ ἔπασχε σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα γιὰ νὰ ἐπιτύχη τὸν στόχο του. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο μερικοὶ ποὺ ζοῦν μιὰ συμβατικὴ ζωὴ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν ἀντιληφθοῦν καὶ δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν τὴν σκέψη του καὶ τὴν θεολογία, ποὺ ἦταν καρποὶ τῆς μεγάλης πείρας ποὺ ἀπέκτησε.

Διάβαζα τὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς κυρίως τὶς πρωϊνὲς καὶ τὶς βραδινές-μεταμεσονύκτιες- ὧρες, μὲ ἀργὸ ρυθμό, προσεκτικά, πρόταση μὲ πρόταση καὶ λέξη πρὸς λέξη καὶ αἰσθανόμουν βαθειὰ ἔμπνευση τόσο γιὰ τὴν ἀξία τῆς ζωῆς ὅσο καὶ γιὰ τὸ μεγαλεῖο τοῦ θανάτου, ἀφοῦ αὐτὸς εἶναι ἡ πύλη μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία εἰσερχόμαστε στὴν ἀληθινὴ πατρίδα.

Κάποιος μοῦ εἶπε ὅτι διαβάζοντας τὰ γράμματα τοῦ Γέροντα καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο γράφει γιὰ τὸν θάνατο ἀγάπησε τὴν ὥρα τοῦ δικοῦ του θανάτου καὶ ἤθελε νὰ πεθάνη γιὰ νὰ συναντήση τὸν Χριστό. Ὅσο ὑπερβολικὸς κι ἂν φαίνεται ὁ λόγος αὐτός, ὡστόσο δείχνει τὴν ἔμπνευση ποὺ δημιουργεῖ τὸ βιβλίο. Ἔρχεται κανεὶς σὲ ἐπικοινωνία μὲ τὴν «ὁρμὴ» τοῦ Γέροντα γιὰ τὴν εἴσδυση στὴν αἰωνιότητα καὶ θαυμάζει ἡ ζαλίζεται!

Οἱ ἐπιστολὲς ποὺ περιλαμβάνονται σὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο εἶναι βγαλμένες μέσα ἀπὸ ἕναν ἰσχυρὸ πνευματικὸ πυρηνικὸ ἀντιδραστῆρα καὶ προσφέρουν νόημα ζωῆς καὶ νόημα θανάτου, ἀποδιώκουν τὴν ἀπόγνωση καὶ τὴν ἀπελπισία, ἀπὸ τὰ ὁποῖα πάσχει καὶ βασανίζεται ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος. Κατὰ τὸν λόγο τοῦ Γέροντος: «Ὅλο τὸ νόημα τῆς ζωῆς βρίσκεται στὸ νὰ ζεῖ ὁ νοῦς καὶ ἡ καρδιά μας μὲ τὸν Θεὸ• νὰ γίνει ὁ Θεὸς ἡ ζωή μας».

Τὸ βιβλίο φανερώνει ἕναν εὐλογημένο ἡσυχαστὴ καὶ θεολόγο Γέροντα ποὺ εὐλογεῖ καὶ ἐμπνέει καὶ τοὺς ἀναγνῶστες! Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του καὶ τὴν προσευχή του.–

Κύριο Θέμα: «Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής»

Τό νέο βιβλίο τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἱεροθέου

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ νέος ἅγιος στόν πολύφωτο οὐρανό τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας εἶναι ἕνα σπάνιο δῶρο τοῦ Θεοῦ στήν ἐποχή μας, μιά ἀνεξάντλητη μορφή πού δύσκολα μπορεῖ κανείς νά τήν παρουσιάση στήν ὁλότητά της.

Κύριο Θέμα: «Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής»Ὁ Μητροπολίτης κ. Ἱερόθεος ἔχοντας πολυετῆ ἐπικοινωνία καί ἰδιαίτερο σύνδεσμο μέ τόν ἅγιο Σωφρόνιο, τόν ἁγιορείτη καί κτήτορα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας, τήν διδασκαλία τοῦ ὁποίου προσέλαβε καί χρησιμοποιεῖ στά κείμενά του, κυκλοφόρησε τό νέο του βιβλίο μέ ἀποκαλυπτικό καί ἐμπειρικό περιεχόμενο γιά τόν θεόπτη ἅγιο.

Πρόκειται γιά τόν χαρισματοῦχο ἄνθρωπο, πού ἦταν κάτοχος μεγάλης ἀνθρώπινης γνώσης, ἀλλά καί θεολόγος πλούσιας ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας.
Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶναι ὁ νέος διάδοχος τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἔζησε μέσα σέ βαθειά μετάνοια τό μυστήριο τῆς σωτηρίας, εἶχε θεοπτικές ἐμπειρίες τοῦ ἀκτίστου Φωτός καί δίδαξε αὐθεντικῶς καθοδηγώντας τούς ἀνθρώπους καί ἀναπτύσσοντας σέ αὐτούς τήν ἔμπνευση, τόν πόθο καί τήν ὁρμή πρός τόν Θεό. Μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή του γιά ὅλο τόν κόσμο ζοῦσε τήν ὀρθόδοξη οἰκουμενικότητα, γι᾿ αὐτό καί ἦταν πολίτης ὅλης τῆς γῆς καί ἄξιος κληρονόμος τῆς πνευματικῆς παρακαταθήκης τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου.

Ἡ μεγάλη προσφορά τοῦ ἁγίου Σωφρονίου στήν ἐποχή μας βρίσκεται στό ὅτι ἐπαναδιατύπωσε τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων στόν 20ό αἰώνα καί μᾶς τήν παρουσιάζει μέ σύγχρονους ὅρους μέσα ἀπό τήν δική του ἐμπειρία τῆς θεώσεως.

Ἀντί ἄλλης παρουσιάσεως τοῦ νέου βιβλίου τοῦ Σεβασμιωτάτου, παραθέτουμε κατωτέρω τήν εἰσαγωγή του καί τά περιεχόμενα τοῦ βιβλίου.

*

Εἰσαγωγή

Ὅταν διόρθωνα τό παρόν βιβλίο γιά νά τό στείλω πρός ἐκτύπωση, διάβασα τήν χαρμόσυνη εἴδηση ὅτι τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀποφάσισε τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ Γέροντος Σωφρονίου τόν ὁποῖον ἀγάπησε ἡ ψυχή μου καί ἐκεῖνος μέ ἀγάπησε. Ἔτσι, ἐνῶ στά κείμενα τοῦ βιβλίου αὐτοῦ πού ἐγράφησαν κατά διαφόρους καιρούς τόν ἀποκαλῶ Γέροντα, ἐδῶ στόν πρόλογο τόν ἀποκαλῶ ἅγιο Σωφρόνιο.

Μέσα στήν «σκανδαλώδη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ», ὅπως μοῦ ἔγραψε ὁ μακαριστός π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, μέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά γνωρίσω, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί τόν ἅγιο Σωφρόνιο τόν ἁγιορείτη καί ἡσυχαστή, πού στό τελευταῖο διάστημα τῆς ζωῆς του ἔζησε στήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας καί ἐκεῖ τελείωσε τήν ζωή του τό ἔτος 1993 σέ ἡλικία 97 ἐτῶν.

Κύριο Θέμα: «Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής»Ἡ γνωριμία μου μαζί του ἦταν πολυετής καί πολύ δυνατή. Εἶχα ἔντονες ἀνησυχίες καί ἔμπονες ἀναζητήσεις καί ἐκεῖνος ἀνταποκρινόταν μέ ἀγάπη καί πατρικό ἐνδιαφέρον. Ἀπό τήν ἀρχή κατάλαβα ὅτι βρέθηκα μπροστά σέ ἕναν «ὀγκόλιθο» ἡσυχαστικῆς ζωῆς, μέ ἀπύθμενο βάθος μετανοίας, αὐτομεμψίας καί ἡσυχαστικῆς θεολογίας. Ὁ ἴδιος εἶχε πολλές πνευματικές ἐμπειρίες, ἀλλά ἦταν φορεύς μιᾶς ἡσυχαστικῆς παραδόσεως, τήν ὁποία ἐξέφραζε «ὁ γίγας τοῦ πνεύματος», ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ὁ ὁποῖος ζοῦσε προφητικά καί μετέδιδε τούς θησαυρούς τοῦ πνευματικοῦ βάθους τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ὅλα αὐτά προσπάθησα νά περάσω στό βιβλίο μέ τόν τίτλο Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ καί ὑπότιτλο «βίος καί πολιτεία τοῦ Γέροντα Σωφρονίου, ἡσυχαστοῦ καί θεολόγου», πού ἐξεδόθη σέ Α´ ἔκδοση τό 2007 καί ἔκτοτε ἔγιναν πολλές ἐκδόσεις στήν ἑλληνική γλώσσα καί μεταφράσθηκε καί σέ ἄλλες γλῶσσες.

Τό βιβλίο αὐτό, πού προλόγισε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, ἀποτελεῖται ἀπό δύο βασικά μέρη.

Τό πρῶτο τιτλοφορεῖται «Πνευματική αὐτοβιογραφία» καί ἐκτίθεται ἡ βιογραφία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, ὅπως ὁ ἴδιος παρουσιάζει τόν ἑαυτό του σέ δύο βασικά του βιβλία, ἤτοι τό Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι καί τό Ἀγώνας Θεογνωσίας.

Τό δεύτερο μέρος παρουσιάζει τήν καθημερινή του ζωή, τήν ποιμαντική διακονία του, καθώς ἐπίσης τό μεγάλο προσόν του πού ἦταν ὁ συνδυασμός μεταξύ θεολογίας καί ποιμαντικῆς. Στήν πραγματικότητα τό δεύτερο αὐτό μέρος εἶναι ἡ προσωπική μου μαρτυρία ἀπό τίς συναντήσεις μου μέ τόν μεγάλο αὐτόν Πατέρα, ἡσυχαστή καί θεολόγο. Συνήθως διαβάζουμε τά βιβλία μεγάλων συγγραφέων καί συγκινούμαστε ἀπό τό περιεχόμενό τους, ἀλλά εἶναι καί μεγάλη χαρά ὅταν συναντοῦμε καί συναναστρεφόμαστε μέ τόν συγγραφέα τοῦ ὁποίου τά βιβλία μᾶς συγκινοῦν.

Μιά τέτοια συνάντηση ἄλλοτε ἀπομυθοποιεῖ τόν συγγραφέα, ἄλλοτε τόν ἀναδεικνύει ἀκόμη περισσότερο. Σέ μένα, σέ σχέση μέ τόν ἅγιο Σωφρόνιο, ἔγινε τό δεύτερο, ἀφοῦ μέ συγκίνησε πολύ περισσότερο ἡ προσωπική συναναστροφή μαζί του, παρά τά βιβλία πού εἶχα διαβάσει. Ἐπικοινωνώντας μαζί του εἶδα ἕναν ἄνθρωπο εὐγενῆ καί ἀρχοντικό, μέ ἔκτακτα φυσικά προσόντα, ἀλλά συγχρόνως μέ βάθος ταπεινώσεως καί αὐτομεμψίας καί μέ πλοῦτο ἐμπειρικῆς θεολογίας.

Μέ ἀφορμή τήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου μου αὐτοῦ γιά τόν ὅσιο Σωφρόνιο, κλήθηκα νά ὁμιλήσω σέ διάφορα ἀκροατήρια, ἐντός καί ἐκτός Ἑλλάδος καί προέκυψαν μερικά νέα κείμενά μου. Ἐπίσης μέ τήν εὐκαιρία ἐκδόσεως καί ἄλλων βιβλίων τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, ἀπό τά κατάλοιπά του, μετά τήν κοίμησή του, ἔγραψα κάποια ἄλλα κείμενα. Ἔτσι, τά νέα αὐτά κείμενα δημοσιεύονται στό παρόν βιβλίο μέ τίτλο Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής. Οἱ ἐπικαλύψεις πού παρατηροῦνται δικαιολογοῦνται γιατί ἐγράφησαν σέ διαφόρους χρόνους.

Τό παρόν βιβλίο διαιρεῖται σέ τέσσερα μέρη. Τό πρῶτο (Α´) μέρος τιτλοφορεῖται «Συνοπτική βιογραφία καί θεολογία», τό δεύτερο (Β´) μέρος φέρει τόν τίτλο «Βίος καί πολιτεία του», τό τρίτο (Γ´) μέρος ἔχει τόν τίτλο «Ἡ θεολογία καί ἡ ὁρολογία του», καί τό τέταρτο (Δ´) μέρος περιλαμβάνει τήν «κατάθεση μαρτυρίας» μου γι’ αὐτόν. Πρόκειται γιά κείμενα πού ἔχω γράψει ἤ ἐκφωνήσει ἀπό τήν ἔκδοση τοῦ πρώτου βιβλίου μου μέχρι τήν ἁγιοκατάταξή του.

Στό τέλος ὡς Ἐπίμετρον δημοσιεύεται ἡ ἀλληλογραφία μέ τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο γιά τήν ἁγιοκατάταξή του καί ὁ πρόλογος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στό βιβλίο Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πού εἶναι ἕνας «συναξαριστικός λόγος».


Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ἦταν ἁγιορείτης, πού ἡσύχαζε θεολογώντας καί θεολογοῦσε ἡσυχάζοντας. Ἔζησε στό παρελθόν στό κοινόβιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος καί στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου εἶχε πολλές καί θαυμαστές θεοπτικές ἐμπειρίες καί μετέφερε ὅλη αὐτήν τήν ζωή καί στήν Ἀγγλία, ὅπου ζοῦσε ὡς ἐρημίτης. Ἡ ζωή του μέχρι τό τέλος ἦταν μιά μέθεξη τοῦ Θαβώρ, τῆς προσευχῆς τῆς Γεθσημανῆ, τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, τοῦ Γολγοθᾶ, τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ μετάνοιά του ἐκδηλωνόταν χωρίς τέλος, ἡ προσευχή του γιά ὅλον τόν κόσμο ἦταν πύρινη, ἡ θεία Λειτουργία του ἦταν παγκόσμια, ἡ Πεντηκοστή του διαρκής. Δέν μποροῦσε κανείς εὔκολα νά τόν πλησιάση καί νά τόν καταλάβη, δέν μποροῦσε νά αἰσθανθῆ τό βάθος τῆς καρδίας του. Καί ὅταν κανείς τόν πλησίαζε μέ προοπτική νά τόν ἑρμηνεύση ὡς ἅγιο, τότε ἐκεῖνος διακριτικά ἀποσυρόταν.

Ἀξιώθηκα ἀπό τόν Θεό νά αἰσθανθῶ τήν προσοχή του, τό ἐνδιαφέρον του, τήν πατρική φροντίδα του καί τήν ἀγάπη του. Τά ὅσα γράφω στό βιβλίο αὐτό εἶναι ἔκφραση τοῦ βαθυτάτου σεβασμοῦ μου πρός τήν ἁγιασμένη καί σεβάσμια μορφή του. Τό παρόν βιβλίο εἶναι ἔργο «εἰς ἀγάπης ἀντέκτισιν», ἕνα ταπεινό «ἀντιπελάργημα».

Ἡ πρόσφατη ἁγιοκατάταξή του εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς πολύχρονης συνείδησης τῶν ἀνθρώπων πού τόν γνώρισαν. Γιά τόν ἅγιο Σωφρόνιο ἔχουν γίνει ἁγιογραφίες, ἔχουν συνταχθῆ ἱερές ἀκολουθίες, καί μέ ὅλους αὐτούς τούς τρόπους ἐκφράζεται ἡ συνείδηση τοῦ «λαοῦ τοῦ Θεοῦ», πού εἶναι κατά τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη «ἡ θεωρητική τάξη» στήν Ἐκκλησία.

Ὅταν πρίν καιρό ὁλοκλήρωσα ὅλα τά κεφάλαια αὐτοῦ τοῦ βιβλίου, τό βράδυ στό ὕπνο μου εἶδα τόν ἅγιο Σωφρόνιο. Ἦταν στήν Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας καί πῆγα νά τόν ἐπισκεφθῶ. Ἐνῶ ἦταν στά βαθειά του γηρατειά καί μοῦ εἶπαν ὅτι δέν ἔβγαινε, ἐκεῖνος βγῆκε ἀπό τό σπίτι του χαρούμενος, νέος στήν ἡλικία, μέ λαμπερό πρόσωπο, φορώντας λευκά ροῦχα. Ζήτησα τήν ἄδειά του νά τόν φωτογραφίσω. Μοῦ τήν ἔδωσε καί τόν φωτογράφισα. Ὅμως καμμιά φωτογραφία δέν μποροῦσε νά ἀποδώση τήν λάμψη τοῦ προσώπου του. Ξύπνησα, λειτούργησα τήν ἡμέρα ἐκείνη
καί σέ ὅλη τήν θεία Λειτουργία θυμόμουν τό θαυμαστό ὄνειρο μέ τήν ὁλόλαμπρη παρουσία του. Ἀργότερα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἀποφάσισε τήν ἁγιοκατάταξή του.

Ταπεινά ζητῶ τίς εὐχές του καί τίς πρεσβεῖες του πρός τόν Θεό, ὥστε νά ἔχω «τέλος ἀγαθόν».
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Σωφρόνιε πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν.

Ἔγραφα στίς 27 Νοεμβρίου 2019,
στό Μητροπολιτικό Οἴκημα τῆς Ναυπάκτου
τήν ἡμέρα πού ἀνακοινώθηκεἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο
ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ Γέροντος Σωφρονίου

† Ὁ Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

*

Περιεχόμενα τοῦ βιβλίου «Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής»

Εἰσαγωγή

Α΄ Συνοπτική βιογραφία καί θεολογία

Βιογραφία καί θεολογία
1. Βιογραφικά στοιχεῖα
2. Ἐμπειρικός θεολόγος
3. Ἄκτιστα ρήματα καί κτιστά ρήματα καί νοήματα
4. Βασικά σημεῖα τῆς προσωπικότητος καί τοῦ ἔργου του
5. Ἐργογραφία

Β΄ Βίος καί πολιτεία του

1. Ἐμπνευσμένος ζωγράφος καί ἁγιογράφος

1. «Ἀναζητώντας τό τέλειο στόν κόσμο τῆς τέχνης»
2. «Ἡ τέχνη στήν ζωή τοῦ Γέροντος Σωφρονίου»

2. Ἁγιορείτης μοναχός

1. Στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος

α) Ἡ ἀρχή τῆς μοναχικῆς ζωῆς
β) Ὁ Ἡγούμενος Μισαήλ
γ) Οἱ μοναχοί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς
δ) Ὁ πρῶτος πνευματικός του πατέρας
ε) Ὁ ἅγιος Σιλουανός

2. Ἡ ζωή του στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους
3. Πνευματικός πατέρας ἁγιορειτῶν
4. Γενικές ἀναμνήσεις του ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος

3. Γράμματα στούς συγγενεῖς του

    1. Αὐτοβιογραφικά στοιχεῖα
    2. Ἀγάπη καί τρυφερότητα τοῦ Γέροντα στούς συγγενεῖς του
    3. Ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς
    4. Πόνος γιά τήν κοινωνία
    5. Καλλιτέχνης καί ἁγιογράφος
    6. Θεολογία καί φιλοσοφία
    7. Γηρατειά καί θάνατος
    8. Συμπέρασμα

4. Οἱ δερμάτινοι χιτῶνες, ἤγουν ἡ φθαρτότητα καί ἡ θνητότητα

1. Τί εἶναι ὁ θάνατος
2. Ἡ βίωση τοῦ θανάτου
3. Τά γηρατειά
4. Προετοιμασία γιά τόν θάνατο
5. Ἡ ὥρα τοῦ θανάτου
6. Πρός τήν ἀθανασία-αἰώνια ζωή
7. Ἐπίλογος

5. Ὁμιλίες στό τέλος τῆς ζωῆς του

1. Ὁ τίτλος τῶν βιβλίων
2. Τά θέματα τῶν ὁμιλιῶν
3. Ὁ σκοπός τῶν ὁμιλιῶν
4. Ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ Ἁγίου Ὄρους
5. Ὁ γνήσιος μοναχισμός
6. Αὐτοβιογραφικά στοιχεῖα
7. Αὐτοερμηνεία τῆς διδασκαλίας του
8. «Ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία»

6. Ἀναμένοντας τόν θάνατό του

1. Ἡ χαρισματική μνήμη τοῦ θανάτου
2. Ἡ φυσική ἀδυναμία καί τό γῆρας
3. Ἡ μετάδοση τῆς πνευματικῆς κληρονομιᾶς
4. Προσευχή γιά τόν θάνατο
Συμπέρασμα

7. Ἡ πνευματική διαθήκη του

1. Ἡ πατερική ἑρμηνεία τοῦ «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν»
2. Ὁ λόγος τῆς πνευματικῆς διαθήκης τοῦ Γέροντος Σωφρονίου
3. Ἡ ἑρμηνεία τῆς πνευματικῆς διαθήκης ἀπό τόν ἴδιο τόν Γέροντα Σωφρόνιο
4. Προτροπές μέ ἀπόλυτο κύρος

8. Ἡ ἔνδοξη κοίμησή του

Γ΄ Ἡ θεολογία καί ἡ ὁρολογία του

1. Ἡ διδασκαλία του γιά τόν Ὀρθόδοξο μοναχισμό

1. Τί εἶναι ὁ μοναχισμός
2. Τί εἶναι ἡ καρδιά
3. Τί εἶναι ἡ πνευματική ἔνταση

2. Ἡ θεολογία καί ὁ θεολόγος τῆς ἐμπνεύσεως

1. Τί εἶναι ἔμπνευση
2. Ἡ προέλευση τῆς θείας ἐμπνεύσεως
3. Τά γνωρίσματα τοῦ ἀνθρώπου τῆς θείας ἐμπνεύσεως

α) Ἀγάπη στόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους
β) ῾Υψηλό πνευματικό νόημα
γ) ῾Υπέρβαση τοῦ θανάτου
δ) ῾Υπακοή στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ

3. «Περί προσευχῆς»

4. «Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι»

1. «Ἐκμυστήρευση» στήν Ἐκκλησία
2. Πορεία ἀναγεννήσεως ἀπό τό κατ᾽ εἰκόνα στό καθ᾽ ὁμοίωση
3. Ὁ Θεός ὡς Φῶς
4. Περί τῆς ὑποστατικῆς ἀρχῆς

5. Ἡ θεολογία καί ἡ ὁρολογία του

1. Ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης γιά τό actus purus
2. Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γιά τό actus purus
3. Ἡ παιδεία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου καί οἱ ἐπιρροές πού δέχθηκε
4. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος γιά τήν «καθαρή ἐνέργεια»

α) «Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης»
β) «Ἄσκηση καί θεωρία»

5. Ἡ πνευματική του αὐτοβιογραφία
6. Δογματικές φράσεις στό ἔργο του
7. Συμπέρασμα

6. Τό πρόσωπο ὡς ἀλήθεια στήν διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου

1. Ἡ πατερική ἔννοια τοῦ προσώπου
2. Ὑπόσταση καί θεωρία
3. Πρωτότυπα σημεῖα στήν διδασκαλία τοῦ Γέροντος περί προσώπου

α) «Ἡ ὑποστατική ἀρχή»
β) Ὁ παραλογισμός τοῦ «Ὑπερπροσωπικοῦ Ἀπολύτου»
γ) «Γνόφος τῆς ἀπεκδύσεως-γνόφος ἀγνωσίας»
δ) «Αὐτοκτονία ἐπί μεταφυσικοῦ ἐπιπέδου»
ε) «Μετά κραυγῆς ἰσχυρᾶς»
στ) «Πρωΐα ἀναστάσεως»

7. Ἡ ἀσκητική καί θεολογική ἔννοια τοῦ προσώπου

1. Τό Πρόσωπο ὡς ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν Γέροντα Σωφρόνιο
2. Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὡς πρότυπο τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου

8. Τό λεγόμενο «φυσικό φῶς τοῦ νοῦ»

1. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γιά τό νοερό καί νοητό φῶς
2. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος γιά τό «φυσικό φῶς τοῦ νοῦ»
Συμπέρασμα

9. Ἡ θεωρία καί ἡ κοσμοθεωρία του

1. «Προλογικό σημείωμα» καί «ἐπίλογος»
2. Αὐτοβιογραφικά στοιχεῖα
3. Ἐμπειρική καί ἀκαδημαϊκή θεολογία
4. Ὁ Χριστός, τό μέτρον πάντων
5. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί οἱ αἱρέσεις
6. Ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία
7. Περί τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς ὡς μυστηρίου
8. Μοναχισμός καί Γάμος
9. Ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος
Ἐπιλεγόμενα

Δ΄ Κατάθεση μαρτυρίας

1. Ὁ Γέροντας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου τοῦ Ἔσσεξ Ἀγγλίας

2. Ἡ πρώτη συνάντησή μου μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἕναν ζωντανό ἐμπειρικό θεολόγο

1. Ἡ θεολογική ζωή τῆς μετανοίας
2. Ἡ χαρισματική βίωση τοῦ Ἅδου καί ἡ ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως
3. Νοερά προσευχή καί θεία Λειτουργία
4. Ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία περί προσώπου-ὑποστάσεως

3. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ὅπως τόν γνώρισα

1. Θεολόγος καί Πατέρας
2. Ἡσυχαστής καί λειτουργός
3. Ἐρημίτης καί κοινωνικός
4. Σύννους καί εὐχάριστος
5. Ἁγιορείτης καί οἰκουμενικός
6. Ἁγιογράφος καί ἐμπειρικός

4. Γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο στό Βουκουρέστι τῆς Ρουμανίας

Εἰσαγωγικά
1. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὁ ἁγιορείτης καί ἡσυχαστής

α) Σύντομη σκιαγράφηση τῆς προσωπικότητός του
β) Μιά ἐμπειρία τοῦ Προφήτου Ἰεζεκιήλ σέ συνδυασμό μέ τήν ζωή τοῦ Γέροντα Σωφρονίου
γ) Ὁ πρόλογος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου

2. Ἡ ἐπικοινωνία μου μέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο
3. Ἐρωτήσεις καί ἀπαντήσεις

5. Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος καί ἡ σύγχρονη ἐκκλησιαστική ζωή

6. Ἡ διδασκαλία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου γιά τήν προσευχή καί τήν ἀντεστραμμένη πυραμίδα

7. Ἡ πρωϊνή προσευχή τοῦ Γέροντος Σωφρονίου

Ἀνάλυση τῆς πρωϊνῆς προσευχῆς
1. Προσωπική σχέση μέ τόν Θεό
2. ῾Η βαθυτάτη αὐτομεμψία
3. Αἴτηση εὐλογίας γιά ὅλη τήν ἡμέρα
4. Θεραπεία τῆς θελήσεως
5. Ἐσχατολογική προσευχή

8. Ἐντυπώσεις ἀπό τόν Γέροντα Σωφρόνιο

Ἐπίμετρον

Γράμμα μου πρός τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο γιά ἁγιοκατάταξη
Ἀπάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου
Νέο γράμμα στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη
Πρόλογος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη στό βιβλίο Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ οἱωνεί συναξαριστικός λόγος

 

 

Κεντρική Διάθεση:

Ἱερά Μονή Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου - Πελαγίας
Ἀκραίφνιο 32001 Ἀλίαρτος Βοιωτίας 22610 35135
Καί ἀπόhttps://www.pelagia.org 
 

 

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ἁγιότητα καὶ ἁγιομαχία

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁ Ἀρχιμανδρίτης π. Ζαχαρίας Ζαχάρου, μέλος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Essex Ἀγγλίας, σὲ προφορικὴ ὁμιλία του στὴν Ἀμερική, μιλῶντας γιὰ τὴν κοίμηση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, ἀναφέρθηκε στὶς τέσσερεις ἡμέρες ποὺ εἶχε τεθῇ τὸ λείψανό του σὲ προσκύνηση, ὕστερα ἀπὸ τὴν κοίμησή του καὶ πρὶν τὴν ἐξόδιο Ἀκολουθία. Μεταξὺ ἄλλων εἶπε: «Ἦταν στ' ἀλήθεια ὅπως τὸ Πάσχα, μιὰ τόσο ὄμορφη καὶ εὐλογημένη ἀτμόσφαιρα. Κανεὶς δὲν ἐμφάνισε συμπτώματα ὑστερίας. Ὅλοι προσεύχονταν μὲ ἔμπνευση». Καὶ ἔπειτα ἀναφέρθηκε σὲ μένα: «Ἦρθε ἀμέσως μόλις ἔμαθε ὅτι ὁ π. Σωφρόνιος εἶχε πεθάνει. Ἔνιωσε τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ μοῦ εἶπε: "Ἂν ὁ π. Σωφρόνιος δὲν εἶναι ἅγιος, τότε δὲν ὑπάρχουν ἅγιοι"».

Ἡ μετάφραση αὐτοῦ τοῦ λόγου δημοσιεύθηκε στὸ βιβλίο μου «Οἴδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ» καὶ ἐλάχιστοι ποὺ κρίνουν τὰ πράγματα ἐξωτερικὰ καὶ ἐπιπόλαια, παρερμήνευσαν τὸν λόγο μὲ τὴν ἔννοια ὅτι δὲν δέχομαι τὴν ὕπαρξη τῶν ἁγίων καὶ ὅτι ὁμίλησα ὑπερβολικὰ γιὰ τὸν Γέροντα Σωφρόνιο. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ ἤθελα νὰ κάνω μία ἀναγκαία διευκρίνιση.

1. Ὁ καθ' ὑπερβολὴν ἀληθινὸς λόγος

Ὅποιος ἔχει στοιχειώδη λογικὴ καὶ γνώση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἀντιλαμβάνεται τὴν σημασία τοῦ λόγου αὐτοῦ καὶ δὲν τὸν παρερμηνεύει. Καὶ ὅποιος γνωρίζει τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἐκφράζεται στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν πατερική μας παράδοση, μπορεῖ νὰ ἀντιληφθῇ τὴν οὐσία τῆς φράσεως αὐτῆς. Βεβαίως δέχομαι τὴν ὕπαρξη τῶν ἁγίων, δηλαδὴ τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων, Πατέρων, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν, Ἐγκρατευτὼν κλπ. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἔχω διαφορετικὴ ἄποψη. Ὅσοι συνδέονται κατὰ ποικίλους τρόπους μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ζοῦν στὴν Ἐκκλησία, αὐτοὶ μετέχουν τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ ἁγιάζονται. Ἄλλωστε ἡ Ἐκκλησία εἶναι κοινωνία ἁγίων.

Ἡ φράση «ἂν ὁ π. Σωφρόνιος δὲν εἶναι ἅγιος, τότε δὲν ὑπάρχουν ἅγιοι», ἐλέχθη καθ' ὑπερβολήν, γιὰ νὰ δειχθῇ ἡ προσωπική μου πίστη ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος εἶναι ἕνας ἐξαγιασμένος Κληρικὸς τῆς Ἐκκλησίας μας. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ἔχω τὴν δυνατότητα νὰ τὸν συγκαταριθμήσω αὐθαίρετα στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο εἶναι ἔργο τοῦ Θεοῦ διὰ τῶν ἐντεταλμένων προσώπων στὴν Ἐκκλησία. Πάντως, ὁ ὑποθετικὸς τρόπος τῆς ἐκφράσεως, ποὺ διατυπώθηκε καθ' ὑπερβολήν, δὲν σημαίνει ὅτι ὑποτιμῶ ἡ ἀμφισβητῶ τοὺς ἁγίους, ἀλλ' ὅτι φρονῶ ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔχει ὅλα τὰ χαρακτηριστικὰ γνωρίσματα τῶν ἁγιασμένων μελῶν τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ καθ' ὑπερβολὴν τρόπος ἐκφράσεως μερικῶν ἀληθειῶν εἶναι συνηθισμένη πρακτική. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἤθελε νὰ δείξη τὴν μεγάλη ἀξία τῆς ἀγάπης, ὅταν ἔγραφε στὸν σχετικὸ ὕμνο περὶ τῆς ἀγάπης:

«Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδὼ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν εἰμι. καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι» (Α Κόρ. ἰγ , 1-3).

Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι γιὰ τὸ ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχη ἄνθρωπος ποὺ νὰ μιλᾶ τὴν γλῶσσα τῶν ἀγγέλων, νὰ ἔχη προφητικὸ χάρισμα, νὰ γνωρίζη πάντα τὰ πνευματικὰ μυστήρια καὶ ὅλη τὴν γνώση, νὰ ἔχη πίστη ὥστε νὰ μετακινῇ ἀκόμη καὶ ὄρη-βουνά, νὰ διαθέτη ὅλη τὴν περιουσία του, νὰ θυσιάζη τὸ σῶμα του καὶ νὰ μαρτυρῇ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ταυτόχρονα νὰ μὴν ἔχη ἀγάπη! Ὅλα αὐτὰ προϋποθέτουν τὴν ἀγάπη, ὡς κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό.

Ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ ὑποθετικὸς καθ' ὑπερβολὴν λόγος δὲν ὑποτιμᾶ ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα, ἀλλὰ ὑπογραμμίζει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν τὴν μεγάλη ἀξία τῆς ἀγάπης. Μέσα σὲ αὐτὲς τὶς προϋποθέσεις ἑρμήνευσαν τὸ χωρίο αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

Γιὰ παράδειγμα ὁ Μέγας Βασίλειος δίνει μιὰ τέτοια ἑρμηνεία, γράφοντας: «Ὄυχ ὡς δυναμένου ποτὲ τῶν ἀπηριθμημένων ἑκάστου δίχα τῆς ἀγάπης ἐνεργηθῆναι, ἀλλὰ βουλομένου τοῦ ἁγίου, ὡς αὐτὸς εἶπε, τῷ καθ' ὑπερβολὴν τρόπῳ τὴν κατὰ πάντων ὑπεροχὴν προσμαρτυρῆσαι τὴ ἐντολή». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχουν τέτοια μεγάλα χαρίσματα χωρὶς τὴν ἀγάπη, γι' αὐτὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μὲ τὸν τρόπο τῆς ὑπερβολῆς ἐπιβεβαίωσε τὴν ἀνωτερότητα τῆς ἀγάπης.

Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἑρμηνεύει τὸ ἀποστολικὸ αὐτὸ χωρίο καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, γι' αὐτὸ χρησιμοποιεῖ τὶς φράσεις: «Καὶ οὐδὲ ταύτη ἠρκέσθη τὴ ὑπερβολή, ἀλλὰ καὶ ἑτέραν πολλῷ μείζονα τίθησιν, ἐπάγων καὶ λέγων...», «καὶ ταύτην πάλιν μεθ' ὑπερβολῆς», «μετ' ἐπιτάσεως τιθεὶς καὶ τοῦτο τὸ χάρισμα», «βαβαὶ τῆς ὑπερβολῆς• καὶ γὰρ καὶ ταῦτα μετὰ προσθήκης ἑτέρας τίθησιν».

Ἑπομένως καὶ ἡ δική μου φράση ἐτέθη καθ' ὑπερβολὴν ὄχι γιὰ τὴν ἄρνηση ὑπάρξεως ἁγίων, ἀλλὰ γιὰ τὴν ἐπιβεβαίωση τῆς ἀδιαλείπτου ἐνεργείας τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ στὴν Ἐκκλησία, διὰ τῆς ὁποίας οἱ Χριστιανοὶ ἐξαγιάζονται, μὲ τὴν δική τους ἐλευθερία. Πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς πολὺ ἐμπαθὴς καὶ κακόπιστος γιὰ νὰ δώση κάποια ἄλλη ἑρμηνεία.

2. Ὁ ὅρος ἅγιος

Τὸ ἐρώτημα ποὺ τίθεται εἶναι κατὰ πόσον μποροῦμε νὰ χρησιμοποιοῦμε τὸν ὅρο ἅγιος γιὰ περιπτώσεις εὐλογημένων Κληρικῶν, μοναχῶν καὶ γενικὰ Χριστιανῶν ποὺ ἔζησαν κατὰ Χριστὸν καὶ κοιμήθηκαν μὲ ὁσιακὸ τρόπο. Ἡ ἀπάντηση εἶναι καταφατική, ἀρκεῖ, βέβαια, νὰ ὑπάρχουν μερικὰ θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἐχέγγυα.

Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ λησμονῇ κανεὶς ὅτι ἀπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς ὁ ὅρος ἅγιος ἀποδίδεται σὲ ἐκεῖνον ποὺ συνδέεται κατὰ ποικίλους βαθμοὺς μὲ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ Ἅγιος τῶν ἁγίων. Ἄλλωστε, ἡ λατρευτικὴ πράξη τὸ γνωρίζει πολὺ καλῶς αὐτό, γι' αὐτὸ στὴν ἐκφώνηση τοῦ Ἱερέως «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις» ὁ λαὸς ἀντιφωνεῖ: «εἰς ἅγιος, εἰς Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Τὰ ἅγια εἶναι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ Χριστιανοὶ ποὺ μὲ τὶς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις προσέρχονται νὰ κοινωνήσουν τῶν ἁγίων, πρέπει νὰ εἶναι ἅγιοι, ποὺ ἁγιάζονται ἀπὸ τὸν κατ' ἐξοχὴν ἅγιο, τὸν Χριστό.

Εἶναι γνωστὸν ὅτι στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία, ὅπως διασώζεται στὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, οἱ ζῶντες Χριστιανοὶ λέγονταν ἅγιοι. Στοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἐφέσου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στέλνει ἐπιστολὴ καὶ τοὺς ὀνομάζει ἁγίους: «Παῦλος, ἀπόστολος Ἰησοῦ Χρτιστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ, τοῖς ἁγίοις τοῖς οὔσιν ἐν Ἐφέσῳ καὶ πιστοῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Ἐφ. α , 1). Στοὺς Κολοσσαεὶς γράφει: «Μετὰ χαρᾶς εὐχαριστοῦντες τῷ πατρὶ τῷ ἰκανώσαντι ἡμᾶς εἰς τὴν μερίδα τοῦ κλήρου τῶν ἁγίων ἐν τῷ φωτὶ» (Κόλ. α , 12). Σαφέστατα στὰ χωρία αὐτὰ ἅγιοι χαρακτηρίζονται οἱ ζῶντες Χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι μετέχουν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ἀνήκουν στὸν κλῆρο τῶν ἁγίων μέσα στὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος στὴν Καθολική του ἐπιστολὴ φθάνει στὸ σημεῖο νὰ πῇ ὅτι οἱ παραλῆπτες τῆς ἐπιστολῆς του Χριστιανοὶ ἔχουν «ἰσότιμον» μὲ αὐτὸν πίστη. Ὁ ἴδιος, ὅπως περιγράφει, ἀνέβηκε στὸ ὅρος Θαβὼρ καὶ εἶδε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, ὅμως καὶ οἱ Χριστιανοὶ ποὺ εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν τὴν ἴδια μὲ αὐτὸν πίστη: «Συμεὼν Πέτρος, δοῦλος καὶ ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῖς ἰσότιμον ἡμῖν λαχοῦσι πίστιν ἐν δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β Πέτρ. α , 1). Ἀκόμη, ἐὰν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, μιλῶντας γιὰ τὸν εἰδωλολάτρη ἑκατόνταρχο Κορνήλιο καὶ τοὺς οἰκείους του ποὺ πίστευσαν καὶ βαπτίσθηκαν, εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς «εἰ οὗν τὴν ἴσην δωρεὰν ἔδωκεν αὐτοῖς ὁ Θεὸς ὡς καὶ ἡμῖν πιστεύσασιν ἐπὶ τὸν Κυριον Ἰησοῦν Χριστὸν» (Πρ. ἰα , 17), πὼς μποροῦμε νὰ ἀμφισβητήσουμε αὐτὸ καὶ γιὰ τοὺς βιαστὰς τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Γέροντας Σωφρόνιος;

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸν Ἁγιορειτικὸ Τόμο, ἕνα ὁμολογιακὸ κείμενο, οἱ ἁγιορεῖτες Πατέρες τοῦ 14ου αἰῶνος ἔδωσαν τὴν μαρτυρία: «Ταῦτα ὑπὸ τῶν Γραφῶν ἐδιδάχθημεν• ταῦτα παρὰ τῶν ἡμετέρων Πατέρων παρελάβομεν• ταῦτα διὰ τῆς μικρᾶς ἔγνωμεν πείρας». Ὑπάρχουν δεκάδες ἁγιογραφικὰ χωρία, στὰ ὁποῖα γίνεται λόγος γιὰ τὴν διακονία στοὺς ἁγίους, γιὰ τὶς χρεῖες τῶν ἁγίων, γιὰ τοὺς συμπολῖτες τῶν ἁγίων, γιὰ τὸν ἀσπασμὸ τῶν ἁγίων, γιὰ τοὺς κλητοὺς ἁγίους, γιὰ τὴν λογεία στοὺς ἁγίους κλπ. Πὼς μπορεῖ κανεὶς νὰ παρακάμψη ὅλα αὐτὰ τὰ χωρία καὶ νὰ ἐκφράζη ἀμφιβολία γιὰ τὸ κατὰ πόσον μποροῦμε νὰ ποῦμε κάποιον ἅγιο, ὅταν ἀγωνίζεται νὰ ζῆ κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ; Ἡ λέξη ἁγιότητα συνδέεται μὲ τὴν ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ, ἐκτὸς καὶ ἂν πολλοὶ θεωροῦν τὴν χριστιανικὴ ζωὴ ὡς μιὰ ἐκκοσμικευμένη κατάσταση.

Ἡ ἁγιότητα δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ἡ μιὰ ἠθικιστικὴ ἔννοια, ἀλλὰ ἡ μέθεξη, κατὰ διαφόρους βαθμούς, τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀρχίζει ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή. Στὸ σημεῖο αὐτὸ βρίσκεται καὶ ἡ οὐσία τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ὅλοι ὅσοι ζοῦν μὲ μετάνοια, μὲ πνεῦμα ταπεινώσεως, μὲ ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Παράδοσή της, μετέχουν τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ. Ἄλλωστε αὐτὴ εἶναι ἡ παραγγελία: «κατὰ τὸν καλέσαντα ὑμᾶς ἅγιον καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε, διότι γέγραπται• ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ ἅγιὸς εἰμι» (Α Πέτρ. α , 15-16).

3. Ὁ μακάριος καὶ ἐξαγιασμένος Γέροντας

Ἐπίσης, τὸ ἐρώτημα τὸ ὁποῖο μπορεῖ νὰ τεθῇ εἶναι κατὰ πόσον ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἡ καὶ τόσοι μακαριστοὶ Γέροντες τῶν ἡμερῶν μας μποροῦν νὰ θεωροῦνται ἅγιοι ἀπὸ ὅσους ἐγνώρισαν τὴν θεοφιλῆ πολιτεία τους.

Ἡ συγκαταρίθμηση μερικῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας στὸ Ἁγιολογιό της καὶ ἡ καθιέρωση ἑορταστικῆς μνήμης τους εἶναι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, μὲ Συνοδικὴ διαγνώμη. Αὐτό, ὅμως, δὲν ἐμποδίζει τοὺς Χριστιανοὺς νὰ θεωροῦν κάποιο κοιμηθέντα μέλος τῆς Ἐκκλησίας ποὺ τὸ γνώρισαν ὅτι ἔχει βρῇ παρρησία στὸν Θεό, ἂν ὅμως ἐτηρήθησαν οἱ θεολογικὲς προϋποθέσεις. Φυσικά, σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ καθιερώνεται λατρευτικὴ σύναξη πρὸς τιμή του, οὔτε νὰ ἁγιογραφῆται ἡ μορφή του πρὶν τὴν ἁγιοκατάταξή του. Ἀλλὰ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίση κάποιον νὰ ζητᾶ τὶς πρεσβεῖες ἑνὸς μακαριστοῦ Κληρικοῦ ἡ μοναχοῦ. Ἄλλωστε, γιὰ τὴν συγκαταρίθμηση ἑνὸς Κληρικοῦ στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας προϋποτίθεται καὶ μεταξὺ τῶν ἄλλων ὁ σεβασμὸς καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ πρὸς αὐτὸν καὶ ἡ ἐπιβεβαίωση τῆς ἁγιότητός του μὲ θαυμαστὰ σημεῖα.

Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ πλαίσιο θεωρῶ ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἦταν ἕνας ἐξαγιασμένος Κληρικός. Ὅταν ἕνας μοναχὸς παρέμεινε ἕνα τέταρτο αἰῶνος ἀσκούμενος στὸ Ἅγιον Ὅρος, ἐκ τῶν ὁποίων τὰ ἑπτὰ στὰ φρικτὰ Καρούλια καὶ σὲ σπήλαιο, προσευχόμενος ἐν μετανοίᾳ μὲ πληθώρα ἐμπειριῶν, τὶς ὁποῖες κράτησε μυστικὰ πάνω ἀπὸ 50 χρόνια ζωῆς• ὅταν ἔκαμε τελεία ὑπακοὴ στὸν συγκαταριθμημένο στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας ἅγιο Σιλουανὸ• ὅταν σὲ ὅλη του τὴν ζωὴ ζοῦσε μὲ προσευχή, ἡσυχία καὶ βαθυτάτη κένωση• ὅταν στὰ βιβλία ποὺ ἔγραψε πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἀνέλυσε μὲ θαυμαστὸ τρόπο τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ποὺ δόθηκε σὲ αὐτὸν• ὅταν ἡ κοίμησή του ἦταν ὁσιακὴ καὶ πολλοὶ ἄνθρωποι ἔγιναν μέτοχοι καὶ γνῶστες θαυματουργικῶν ἐπεμβάσεων, ὅταν..., ὅταν..., ὅταν..., τότε πῶς μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήση κανεὶς ὅτι ἦταν ἕνας βιαστὴς μοναχὸς καὶ κατὰ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ σὲ αὐτὸν ἀνήκει ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Μάτθ. ἰα , 12);

Ἐπειδὴ γνώριζα τὸν Γέροντα Σωφρόνιο προσωπικὰ γιὰ πολλὰ χρόνια καὶ ἀξιώθηκα νὰ αἰσθανθῶ ἐλάχιστες πτυχὲς τῆς λεπτοτάτης μυστικῆς του ζωῆς, ἔχω τὴν πληροφορία ὅτι ἦταν ἕνας ἐξαγιασμένος Κληρικός. Καὶ πολλὲς φορὲς διερωτῶμαι: «Ἂν ἕνας τέτοιος Κληρικὸς μὲ τόσο μεγάλο πνευματικὸ ἀγῶνα καὶ πνευματικὲς ἐμπειρίες δὲν εἰσῆλθε στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τότε ποιός μπορεῖ νὰ σωθῇ;». Ἂν ἀμφισβητῇ κανεὶς τὴν σωτηρία ἑνὸς τέτοιου ἀνθρώπου, τότε σκορπᾶ μεγάλη ἀπελπισία στὸν λαό, γιατί τότε ὅλοι θὰ διερωτηθοῦν: «τὶς δύναται σωθῆναι;». ἂν τέτοιοι μεγάλοι πνευματικοὶ ἀγῶνες δὲν εἰσάγουν τὸν ἄνθρωπο στὸν Παράδεισο, τότε ποιός μπορεῖ νὰ σωθῇ; Ἡ αἴσθηση αὐτὴ περὶ τοῦ Γέροντος Σωφρονίου δὲν εἶναι μόνον δική μου. Χιλιάδες ἄνθρωποι τὸν γνώρισαν καὶ δίδουν αὐτὴν τὴν μαρτυρία. Ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος στὸ κείμενό του μὲ τὸ ὁποῖο προλόγισε τὸ βιβλίο μου κατέγραψε πολλὲς φράσεις προσδιορίζοντας τὴν εὐλογημένη παρουσία του στὴν Ἐκκλησία.

Σὲ ἕνα σημεῖο, ἀναφερόμενος στὴν θεολογία του, γράφει ὅτι ἦταν «ἀληθῶς τὸ ἀπαύγασμα τῆς πεφωτισμένης διὰ τῆς ἐλλάμψεως τοῦ ἀκτίστου θείου φωτὸς καρδίας του, κεκαθαρμένης διὰ τῆς ἄχρι τελείας λήθης ἑαυτοῦ καὶ τοῦ σωτηρίου αὐτομίσους ἀφικνουμένης μετανοίας του». Σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει: «καίτοι ὁ ἴδιος εἶχεν ἀνέλθει εἰς τὸ ὕψος τῆς θεοπτίας...». ἀλλόῦ γράφει ὅτι ἔλαμψεν «οὐχὶ ὡς λύχνος ἀλλ' ὡς ἀστὴρ ὑπέρλαμπρος», «διὰ τὸν πλοῦτον τῶν χαρισμάτων, δι' ὤν ἐπροίκισεν αὐτὸν ὁ Θεός», «ὁ βίος καὶ τὰ θεῖα διδάγματα τοῦ ἐν οὐρανοῖς ἀναπαυομένου Γέροντος», «τὸ μέγεθος τοῦ πνευματικοῦ ἀναστήματος τοῦ ἀγαπητοῦ Γέροντος καὶ τὴν ὑπὲρ φύσιν πολιτείαν του», «διὰ νὰ γίνη τοιουτοτρόπως ὅμοιος πρὸς τὸν Χριστὸν» κλπ.

Πρὶν λίγο καιρὸ σὲ τριήμερο Συνέδριο στὴν Ἀθήνα ἀναλύθηκε ἀπ' ὅλες τὶς πλευρὲς ἡ προσωπικότητα, ἡ ζωὴ καὶ ἡ διδασκαλία του, ἀπὸ Μητροπολῖτες, Ἁγιορεῖτες μοναχούς, Καθηγητὲς Πανεπιστημίου, ἐκπροσώπους τῶν ὁμοδόξων Ἐκκλησιῶν κλπ. Ὁ τόμος ποὺ κυκλοφόρησε καὶ στὸν ὁποῖον περιλαμβάνονται ὅλες οἱ ὁμιλίες τῶν εἰσηγητῶν δείχνουν τὴν ἀξία τῆς μεγάλης αὐτῆς προσωπικότητας.

Ὅσοι σκανδαλίζονται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι προβάλλονται ὡς ἐξαγιασμένες μορφὲς μερικοὶ Κληρικοὶ καὶ μοναχοὶ τῶν ἡμερῶν μας οἱ ὁποῖοι θεωροῦνται ἀπὸ τὸν λαὸ ὡς ἅγιοι, χωρὶς ἀκόμη νὰ τεθοῦν σὲ τιμητικὴ προσκύνηση, γιατί ἀναμένεται ἡ κρίση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Γέροντας Σωφρόνιος, ὁ Γέροντας Παΐσιος, ὁ Γέροντας Πορφύριος κλπ., δείχνουν ὅτι δὲν γνωρίζουν τὴν ὀρθόδοξη θεολογία ἡ ἔχουν ἐσφαλμένη ἀντίληψη γιὰ τὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὴν περίπτωση αὐτὴ τὸ σκάνδαλο βρίσκεται μέσα τους, σύμφωνα μὲ τὸν λόγο τοῦ Χριστοῦ (Μάτθ. ε , 29-30).

Καὶ ἕνας ἀκροτελεύτιος λόγος.

  • Δὲν φοβοῦνται καθόλου ὅσοι ὁμιλοῦν κατὰ τρόπο ἀσύνετο, ἀπρεπῆ καὶ αὐθάδη γιὰ ἀνθρώπους ποὺ τελείωσαν τὴν ζωή τους μὲ ὁσιακὰ τέλη, τῶν ὁποίων ἡ ζωή τους κατὰ πᾶσαν πιθανότητα ἔχει γίνει εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸν Θεό;
  • Δὲν ἔχουν κάποια ἀμφιβολία μήπως οἱ ἀσύνετοι λόγοι τους θὰ ἀποδοκιμασθοῦν μὲ πάταγο ἀπὸ τὸν Θεό;
  • Δὲν φοβοῦνται καθόλου γιὰ τὴν σωτηρία τους καὶ γιὰ τὴν ἁγιομαχία τους;

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ἑνότητα ἁγίου Σιλουανοῦ καί ἁγίου Σωφρονίου

Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Ἑορτάζει σήμερα (24 Σεπτεμβρίου) ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης, ὁ μεγάλος αὐτός ἐμπειρικός θεολόγος τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ ὁποίου μπορῶ νά τονίσω ὅτι τά γραπτά του ὁμοιάζουν μέ τά κείμενα τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐμπειρική γνώση τοῦ Θεοῦ, καί διατυπώνονται μέ ἁπλότητα, ἡ ὁποία τά κάνει ἀξιοθαύμαστα.

Γνωρίσαμε τόν ἅγιο Σιλουανό ἀπό τό βιβλίο πού συνέγραψε ὁ συνασκητής του καί κατά πνεῦμα υἱός του ἅγιος Σωφρόνιος, διαφορετικά θά ἔμενε ἄγνωστος, ὅπως ἄγνωστοι τελικά παρέμειναν καί πολλοί ἅγιοι διά μέσου τῶν αἰώνων.

Τό βιβλίο τοῦ ἁγίου Σωφρονίου γιά τόν ἅγιο Σιλουανό ἐξεδόθη στήν ἑλληνική γλώσσα τό 1973 καί ἀπετέλεσε τότε, πρίν σχεδόν 50 χρόνια, τό πνευματικό μου ἐντρύφημα. Ἡ ἀνάγνωσή του μέ ὁδήγησε στόν συγγραφέα του, δηλαδή στόν ἅγιο Σωφρόνιο, τόν ὁποῖο γνώρισα γιά πρώτη φορά τό 1976 καί ἔκτοτε συνδεθήκαμε πολύ στενά ἀπό πνευματικῆς πλευρᾶς.

Γνωρίζοντας πνευματικῶς τόν ἅγιο Σωφρόνιο, κατάλαβα ἀκόμη περισσότερο τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, ὅπως τήν ἀνέλυε ἐκεῖνος πού τόν γνώρισε καί εἶχε καί πνευματική συγγένεια μαζί του, ἀφοῦ κληρονόμησε ὅλη τήν παράδοσή του. Συγχρόνως, ὁ ἅγιος Σιλουανός ἔδωσε τήν ἐπιβεβαίωση σέ ὅσα ὁ ἅγιος Σωφρόνιος περνοῦσε ἐκεῖνο  τόν καιρό.

Συνομιλώντας πολλές φορές μέ τόν ἅγιο Σωφρόνιο κατάλαβα πολύ καλά ὅτι ὁμιλοῦσε ἐκ πείρας, καί μετέφερε μέ μιά λόγια γλώσσα τήν ἐμπειρία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ καί τήν δική του. Ἐπειδή ἦταν γνώστης τῶν φιλοσοφικῶν καί θεολογικῶν ρευμάτων πού κυκλοφοροῦσαν στόν δυτικό χῶρο στήν ἐποχή του, ἐξέφραζε μέ μιά σύγχρονη γλώσσα τήν ἐμπειρική θεολογία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ.

Ἔτσι, τά βιβλία τά ὁποῖα συνέγραψε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἀπηχοῦν καί τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, μέ ἕναν ἰδιαίτερο λόγιο τρόπο, γι' αὐτό καί εἶναι σημαντικά.

Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Σωφρόνιος γράφει γιά τόν ἅγιο Σιλουανό:

«Ἀπό ὅσο μποροῦμε νά κρίνουμε ἀπό τίς ἐπαφές μας μέ ἀνθρώπους, ἦταν ὁ μόνος ἀπαθής πού ἔτυχε νά συναντήσουμε κατά τήν πορεία τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας. Τώρα μάλιστα πού δέν βρίσκεται πλέον μαζί μας, μᾶς φαίνεται ὡς ἕνας ἐξαίρετος γίγας τοῦ πνεύματος».

Στήν συνέχεια γράφει ὅτι παρά τήν ἁπλότητά του εἶχε ἕνα ἐσωτερικό μεγαλεῖο καί γι' αὐτό, λέει, στήν ζωή του δέν συνάντησε κανέναν ὅμοιό του:

«Ὅταν ζοῦσε, ἦταν τόσο ἁπλός καί προσιτός, πού παρά τό σεβασμό μας πρός αὐτόν, παρά τήν συναίσθηση τῆς ὑψηλῆς ἁγιότητος τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, δέν μπορούσαμε νά αἰσθανθοῦμε πλήρως τό μεγαλεῖο του. Καί μόνον τώρα, ὅταν μέ τήν πάροδο ὁλόκληρης σειρᾶς ἐτῶν στόν δρόμο μας, δέν συναντήσαμε κανέναν ὅμοιό του, ἀρχίζουμε μέ καθυστέρηση νά ἐννοοῦμε τό αὐθεντικό μεγαλεῖο ἐκείνου, τόν ὁποῖον, κατά τήν ἀνεξιχνίαστη πρόνοια τοῦ Θεοῦ, ὁδηγηθήκαμε νά γνωρίσουμε ἀπό κοντά».

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὅλα τά βιβλία τά ὁποῖα συνέγραψε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἐκφράζουν τήν ἐμπειρική θεολογία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, τήν ὅμοια μέ τήν δική του θεολογική πείρα, ἀλλά καταγεγραμμένη μέ ἕναν λόγιο τρόπο τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὥστε νά τόν βοηθήση νά αἰσθανθῆ τό νόημα καί τό βάθος τῆς ἐκπληκτικῆς πείρας τῆς Ἐκκλησίας.

Νομίζω εἶναι κάτι παρόμοιο πού παρατηρεῖ κανείς μεταξύ τῶν κειμένων τῶν Προφητῶν-Ἀποστόλων καί τῶν κειμένων τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἰδίως τοῦ 4ου αἰῶνος.

Ἀκριβῶς γι' αὐτόν τόν λόγο στήν συνέχεια θά κάνω μιά μικρή παρουσίαση τοῦ πανοράματος τῆς θεολογίας τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, πού ἀπηχεῖ καί τήν θεολογία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, ὅπως φαίνεται στά ἕως τώρα ἐκδοθέντα βιβλία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.

Ἁπλῶς νά ὑπογραμμισθῆ ὅτι κατά βάση ἡ προτεραιότητα τῆς παρουσιάσεως τῶν βιβλίων γίνεται μέ τό ἔτος καί τόν χρόνο πού ἐγράφησαν καί ὄχι μέ τόν χρόνο πού ἐκδόθηκαν. Ἔτσι, τρόπον τινα, τό κείμενο αὐτό λειτουργεῖ καί ὡς μιά θεολογική καί ἀσκητική αὐτοβιογραφία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.

1. «Ἀγώνας Θεογνωσίας»

Τό βιβλίο αὐτό περιλαμβάνει τίς ἐπιστολές πού ἔστειλε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος στόν π. Δαβίδ, τόν μετέπειτα Δημήτριο Μπάλφουρ καί στό παράρτημα τοῦ βιβλίου δημοσιεύονται ἀπο­σπάσματα ἀπό ἐπιστολές του, καθώς ἐπίσης οἱ ἐπιστολές τοῦ Μπάλφουρ πρός τόν ἅγιο Σωφρόνιο.

Οἱ περισσότερες ἐπιστολές τοῦ Γέροντος Σω­φρονίου στόν Μπάλφουρ εἶναι γραμμένες ἀπό τήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους, ὅταν ἦταν ἱεροδιάκονος καί πολύ πλησίον στόν ἅγιο Σιλουανό, καί οἱ λιγότερες ἀπό τήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καθώς ἐπίσης μία εἶναι ἀπό τήν Γαλλία καί δύο ἀπό τήν Ἀγγλία.

Οἱ ἐπιστολές αὐτές ἐκφράζουν ὅλο τό πῦρ τῆς μετανοίας καί τό φῶς τῆς θεοπτίας πού τόν διακατεῖχαν ἐκείνη τήν ἐποχή, καθώς ἐπίσης καί τήν στενή ἐπικοινωνία του μέ τόν ἅγιο Σιλουανό, ἀφοῦ αὐτός ἦταν ὁ μεσάζοντας μεταξύ τῶν δύο.

Ἐνῶ οἱ ἐπιστολές αὐτές ἐκδόθηκαν τό ἔτος 2004, μετά τόν θάνατο καί τῶν δύο πού ἀλληλογραφοῦσαν, δηλαδή τοῦ π. Σωφρονίου καί τοῦ Μπάλφουρ, ἐν τούτοις μπορεῖ νά θεωρηθῆ ὅτι εἶναι τό πρῶτο βιβλίο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, γιατί εἶναι τά πρῶτα κείμενα τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.

Εἶναι αὐθεντικές ἐπιστολές, γραμμένες ἀπό ἕναν νέον φλεγόμενο μο­ναχό καί ἱερομόναχο, πού ἀπό ἀγάπη γιά τόν Μπάλφουρ τοῦ ἀποκαλύπτει τίς ἐσωτερικές καταστάσεις τῆς ψυχῆς του, ἀφοῦ ἐκεῖνο τόν καιρό εἶχε καί ἰσχυρή φλόγα μετανοίας, τούς ἀγῶνες τῆς μοναχικῆς του ζωῆς καί τήν θεωρία τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, βρισκόταν κοντά σέ ἕναν ὥριμο καθηγητή τῆς χαρισματικῆς θεολογίας, τόν ἅγιο Σιλουανό.

Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά σέ αὐτές φαίνεται ὁ ζῆλος, ἀλλά καί οἱ παλι­νωδίες τοῦ Μπάλφουρ, ὁ ὁποῖος εἶχε μεγάλη πτώση, ἀλλά τελικά ἐπανῆλθε στήν Ὀρθόδοξη πίστη, μέ τήν προσευχή καί τήν ἀγάπη τοῦ Γέροντος Σωφρονίου.

Στό βιβλίο αὐτό φαίνεται εὐδιάκριτα ἡ διαφορά μεταξύ τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, ὅπως τήν ζοῦσαν στό Ἅγιον Ὄρος ὁ ἅγιος Σιλουανός καί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, καί τῆς δυτικῆς νοοτροπίας καί θεολογίας πού διακατεῖχε τόν Μπάλφουρ. Ἔτσι, τά ὅσα γράφει ἀργότερα ὁ ἅγιος Σωφρόνιος στά βιβλία του γιά τήν διανοη­τική καί χαρισματική θεολογία, ἀλλά καί γιά τήν δυτική θεολογία προέρχονται ἀπό τήν ἀλληλογραφία αὐτή. Ὅταν ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔγραφε γιά τήν διανοητική θεολογία, ἀσφαλῶς μεταξύ τῶν ἄλλων εἶχε ὑπ’ ὄψη του τόν Μπάλφουρ.

Ὁ Μπάλφουρ λίγο πρίν τόν θάνατό του προέβη σέ μιά ὁμολογία: «Ἐγώ, σάν ἀσύνετο γαϊδουράκι, σκέφθηκα νά τρέξω πίσω ἀπό δύο ἰσχυρά ἄλογα, τόν Γέροντα Σιλουανό καί τόν π. Σωφρόνιο». Αὐτό δείχνει τό μεγαλεῖο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καί τήν τραγικότητα τῆς ἀνθρώπινης διανόησης.

Τό βιβλίο αὐτό εὐωδιάζει ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος Ἁγίου Ὄρους καί εἶναι ἕνα δεῖγμα ποιμαντικῆς καθοδήγησης ἑνός θεολόγου πατρός σέ ἕναν λόγιο διανοούμενο, τόν ὁποῖο καθοδηγεῖ, ἐμπνέει καί τελικά τόν σώζει. Εἶναι ἔκφραση μιᾶς ὀρθόδοξης ποιμαντικῆς στόν ὕψιστο δυνατό βαθμό πού ἐξασκεῖται ἀπό ἕναν χαρισματικό πατέρα καί θεολόγο.

2. «Ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης»

Τό βιβλίο αὐτό ἐξεδόθη πρώτη φορά στήν ρωσική γλώσσα τό 1948, ὅταν ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος πῆγε στό Παρίσι γιά νά ἐκδώση τά γραπτά τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ, ἀργότερα μεταφράσθηκε σέ πολλές γλῶσσες, μεταξύ τῶν ὁποίων στήν ἑλληνική γλώσσα γιά πρώτη φορά τό ἔτος 1973, καί ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση. Εἶναι πράγματι ἕνα θεολογικό συναξάρι τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ καί μιά θεολογική μαρτυρία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου γιά τήν ὀρθόδοξη πνευματική ζωή. Εἶναι ὑπόδειγμα συγγραφικῆς βιογραφίας ἑνός ἁγίου ἀσκητοῦ.

Χωρίζεται σέ δύο μέρη, ἤτοι «βίος καί διδασκαλία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ» καί «οἱ γραφές τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ».

Τό βιβλίο αὐτό ἀποκαλύπτει τήν κρυφή ζωή τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ καί τίς θεόπνευστες γραφές του, ἀλλά ἐπιμελῶς ἀποκρύπτει τήν ζωή τοῦ συγγραφέως του. Ὅποιος, ὅμως, εἶχε πνευματική ὄσφρηση καταλάβαινε ἀπό τήν ἀρχή τό ὕψος τόσο τοῦ βιογραφουμένου μοναχοῦ Σιλουανοῦ, ὅσο καί τοῦ βιογρα­φοῦντος Ἱερομονάχου-Ἀρχιμαν­δρίτου Σωφρονίου.

Βιβλία σάν καί αὐτό γράφεται ἕνα κάθε αἰώνα. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό θεολογικό ὕψος καί τῶν δύο, βιο­γραφουμένου καί βιογραφοῦντος, καί ἀπό τό βάθος τῶν λόγων, τόσο τῶν γραφῶν τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ ὅσο καί τῶν θεολογικῶν ἐπεξηγήσεων τοῦ ἁγίου Σωφρονίου.

Τό πρῶτο μέρος τοῦ βιβλίου εἶναι μία ἐκτενής καί διεισδυτική περίληψη τῆς «Φιλοκαλίας τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν», τό δεύτερο μέρος εἶναι ἕνα προφητικό ἀποστολικό κείμενο, στήν ἐποχή μας, ἀλλά μέ τό εἶδος τῆς προσευχῆς. Ὁ ἅγιος Σιλουανός εἶναι ἕνας πνευματικός πομπός πού εἶναι ἐγκατεστημένος σέ ἕνα μικρό κελλί τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί ἀπό ἐκεῖ ὁμιλεῖ στούς ἀνθρώπους γιά νά τούς εἰρηνεύση, νά τούς παρηγορήση καί νά τούς καθοδηγήση ἀπλανῶς, ἀλλά καί προσεύχεται στόν Θεό γιά ὅλο τόν Ἀδάμ. Καί ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶναι ἕνας θεολόγος ὑποτακτικός καί πατέρας, πού μετέφερε τήν ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους στήν Γαλλία καί τήν Ἀγγλία καί γενικά στήν καρδιά τῆς Εὐρώπης καί σέ ὅλο τόν κόσμο.

Εἶναι ἕνα βιβλίο ἀπότοκο τῆς καθαρῆς θεολογίας, εἶναι ἕνα πνευματικό θεολογικό οἰνόπνευμα, ἕνας καθαρός θεολογικός οἶνος πού δείχνει τί εἶναι ἡ ὀρθόδοξη ζωή καί τί εἶναι ὁ γνήσιος ὀρθόδοξος μοναχισμός. Δέν μπορῶ νά παρουσιάσω μία σύντομη περίληψη τοῦ περιεχομένου τοῦ βιβλίου αὐτοῦ, ἀλλά θά παραθέσω μιά παράγραφο, στήν ὁποία φαίνεται πῶς ὁ ἅγιος Σωφρόνιος περιγράφει τόν ἅγιο Σιλουανό.

«Ὁ λόγος τοῦ Γέροντα, ἀσυνήθιστα ὑψηλός ὡς πρός τήν πνευματική του τελειότητα, εἶναι μαρτυρία γιά τήν ὑπερφυσική ἐκείνη ζωή πού τοῦ δόθηκε νά ζήσει. Γιά πολλούς μένει ἀκατά­ληπτος καί ἀπρόσιτος παρά τήν καθαρότητα καί τήν ἁπλότητά του. Ἡ πείρα ἀπέδειξε ὅτι ἐν μέρει εἶναι ἀκατάληπτος ἀκριβῶς ἐξαιτίας τῆς ἁπλότητάς του καί τοῦ ὕφους τῆς σκέψεως καί ἐκφράσεως τοῦ Γέροντα, πού εἶναι ξένο στόν σύγχρονο διανοού­μενο ἄνθρωπο. Αὐτό μέ παρακίνησε νά τόν συνοδεύσω καί ἀκόμη νά προλάβω νά κάνω διασαφήσεις σέ γλώσσα πιό προσιτή στούς μορφωμένους ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας, μέ τήν ἐλπίδα νά χρησιμεύσει ὡς στήριγμα γιά τήν καλύτερη κατανόηση τῶν ὁδῶν τῆς ἁγιότητας. Καί ἄν ὁ ἀναγνώστης λάβει ὑπόψη πώς χρειάζεται λεπτή προσοχή στά ἁπλά ἐκεῖνα καί ἤρεμα λόγια τοῦ Γέροντα, πού θίγουν βαθειά προβλήματα τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως ἤ περιγράφουν τόν ἐσωτερικό πόλεμο ἤ τίς ἐνέργειες τῆς χάριτος, τότε παύει κάθε ἀνάγκη διασαφήσεων καί μένει μόνος ὁ ἅγιος καί καθαρός λόγος τοῦ μακαρίου πατρός».

3. «Ἄσκηση καί θεωρία»

Τό βιβλίο αὐτό ἐξεδόθη γιά πρώτη φορά στήν ἑλληνική γλώσσα ἀπό τήν ρωσική καί γαλλική τό ἔτος 1996, δηλαδή μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου. Ἐδῶ τό συγκαταλέγω ὡς τρίτο στήν σειρά, γιατί τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου ἐγράφησαν μετά τίς ἐπιστολές πού ἀπετέλεσαν τό βιβλίο «Ἀγώνας Θεογνωσίας» καί τό βιβλίο «ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ ἁγιορείτης», στήν Γαλλία μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος.

Τό βιβλίο ἀποτελεῖται ἀπό ἕξι κείμενα πού ἐγράφησαν σέ διάφορους καιρούς, ἤτοι «Βάσεις τῆς ὀρθοδόξου ἀσκήσεως», «Ἡ ἀναγκαιότητα τῶν τριῶν ἀποταγῶν», «Ἡ Χριστιανική τελειότητα καί μοναχισμός», «Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας κατ’ εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος», «Λόγος στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου», «Τε­λευ­ταῖος λόγος».

Ὁ τίτλος του «ἄσκηση καί θεωρία» συνάδει μέ τό ὅλο περιε­χόμενο τοῦ βιβλίου, ἐπειδή ὁ ἅγιος Σωφρόνιος γράφει γιά τήν χριστιανική ἄσκηση καί τήν θεωρία, μέ τήν ἔννοια τῆς θεοπτίας καί τῆς θέας τοῦ ἀκτίστου Φωτός.

Ὅπως τονίσθηκε, τά βασικά κείμενα τοῦ βιβλίου γράφηκαν μετά τήν ἀναχώρηση τοῦ Γέροντος Σωφρονίου ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, τήν ἐπάνοδο στό Παρί­σι γιά νά δημοσιεύση τίς γραφές τοῦ Γέροντος Σιλουανοῦ, καί μετά τήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου, ἀλλά καί μετά τήν περιπέτεια τῆς ὑγείας του πού δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά ἐπιστρέψη στό Ἅγιον Ὄρος.

Ἔτσι, μετά τήν βαθύτατη μετάνοια καί τόν κλαυθμό στό Ἅγιον Ὄρος, τόσο στήν Ἱερά Μονή Ἁγίου Παντελεήμονος ὅσο καί στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀλλά καί μετά τίς σπάνιες ἐμπειρίες-ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ, ὡς ὥριμος θεολόγος, γράφει γιά τήν χριστιανική καί μοναχική ἄσκηση, ἀλλά καί γιά τήν θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἑρμηνεύει θαυμαστῶς καί πρωτοτύπως τήν Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ καί παρουσιάζει τήν Ἐκκλησία ὡς τήν μέθεξη στήν δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Εἶναι σημαντικές θεολογικές μελέτες πού κινοῦνται μέσα στά πατερικά πλαίσια. Ἡ ἰδιαίτερη ὁρολογία πού παρατηρεῖται σέ μερικά σημεῖα δέν προκαλεῖ, γιατί ὁ πεπειραμένος καί ἀντικειμε­νικός ἀναγνώ­στης αἰσθάνεται τό πνεῦμα τῆς πατερικῆς θεολογίας πού ἀνα­δύεται ἀπό αὐτά, ὅταν, μάλιστα, συνδέση τό βιβλίο αὐτό μέ τά ἄλλα βιβλία του. Νομίζω ὅτι τό ἑρμηνευτικό κλειδί τοῦ βιβλίου αὐτοῦ εἶναι ὁ «λόγος στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου», πού εἶναι ὑπόδειγμα πατερικοῦ λόγου.

4. «Γράμματα στή Ρωσία»

Τό βιβλίο αὐτό δημοσιεύθηκε στήν ἑλληνική γλώσσα σέ πρώτη ἔκδοση τό 2009, ἀπό τήν δεύτερη ρωσική ἔκδοση, καί μετά τήν εἰσαγωγή διαιρεῖται σέ δύο εὐδιάκριτα μέρη. Τό πρῶτο εἶναι μιά ἀπομαγνητοφωνημένη «συνομιλία του μέ τήν οἰκογένειά» του, τούς συγγενεῖς του, πού ἔγινε στήν Μόσχα τό 1975, καί τό δεύτερο μέρος περι­λαμβά­νει 77 ἐπιστολές στίς δύο ἀδελφές του, τήν Μαρία καί τήν Ἀλεξάνδρα.

Ἡ συνομιλία μέ τήν οἰκογένειά του, ἀφ’ ἑνός μέν ἔχει πολλά αὐτοβιογραφικά στοιχεῖα, εἶναι μιά περίληψη ὅλης τῆς βιολογικῆς καί πνευματικῆς του ζωῆς, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἔχει πολύ δυνατές θεολογικές σκέψεις.

Τελειώνοντας τήν συνομιλία αὐτήν λέγει:

«Ὅταν θυμᾶμαι πῶς ζοῦσα στήν ἔρημο τοῦ Ἄθω, νομίζω ὅτι σέ κανέναν δέν εἶναι δυνατό νά περιγράψει τή φτώχεια αὐτῆς τῆς ζωῆς. Παρ’ ὅλα αὐτά, ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται σέ τέτοια ἐλευθερία πνεύματος, πού δέν θά τήν ἄλλαζε μέ τίποτε. Καί αὐτοί πού μαζεύουν θησαυρούς ἤ ἀκόμη καί σκοτώνουν τ’ ἀδέλφια τους, ὥστε νά αὐξηθοῦν οἱ θησαυροί αὐτοί, φαίνονται παράφρο­νες, ἐσκοτισμένοι. Ὡς τώρα δέν δέχθηκαν τόν Χριστό. Ἀκόμη καί αὐτοί οἱ λαοί πού διεκδικοῦν χριστιανικούς τίτλους, στήν πορεία τῆς ἱστορίας ντροπιάστηκαν, γιατί μέχρι καί τά προηγούμενα χρόνια οἱ πιό ἐπικίνδυνοι ἦταν πάντα αὐτοί οἱ λαοί πού αὐτοα­ποκαλοῦνταν χριστιανικοί. Οἱ λιγότερο φωτισμένοι λαοί δέν μπόρεσαν νά δημιουργήσουν τέτοια μέσα ἐξολο­θρεύσεως, ὅπως οἱ λαοί πού φωτίσθηκαν μέ τό πνεῦμα τοῦ Χρι­στοῦ. Αὐτό ὅμως δέν συνέβη ἐπειδή ὁ Χριστός εἶναι πατέρας τοῦ κακοῦ, ἀλλά, ὅπως εἴπαμε, τό μεγάλο δῶρο τῆς ἐλευθερίας πραγμα­τώθηκε σέ αὐτούς τούς λαούς μέ ἀρνητική προοπτική».        

Τά θέματα τῶν ἐπιστολῶν πού δημοσιεύονται εἶναι ποικίλα, ἤτοι γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς του, γιά τίς συγγραφές του, γιά τήν οἰκοδόμηση τῆς Μονῆς του, γιά τά ταξίδια πού ἔκανε στούς Ἁγίους Τόπους, γιά θεολογικά ζητήματα, γιά σύγχρονα θέματα, γιά τά γηρατειά καί τόν θάνατο κλπ. Εἶναι θέματα τά ὁποῖα γράφονται συνήθως σέ γράμματα, τά ὁποῖα ἔχουν προσωπικό χαρακτήρα.

Πάντοτε μοῦ ἄρεσε νά διαβάζω τίς ἐπιστολές διαφόρων ἁγίων, ὅπως τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολό­γου κ.ἄ., γιατί σέ αὐτές συνήθως ὁ ἄνθρωπος ἐκφράζεται μέ εὐαισθησία καί ἐλευθερία, καί διακρίνονται ἀπό ἰδιαίτερη χάρη. Αὐτό παρατηρεῖ κανείς στά γράμματα τοῦ ἁγίου Σωφρο­νίου πρός τίς ἀδελφές του.

Οἱ ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Σωφρονίου στίς ἀδελφές του ἐκφράζουν τήν ἀγάπη καί τρυφερότητά του πρός τούς συγγενεῖς του, τόν ἡσυχαστικό τρόπο τῆς ζωῆς του, τόν πόνο του γιά τήν κοινωνία.

Ὅλο τό βιβλίο φανερώνει ἕναν ἡσυχαστή καί θεολόγο, ἀλλά καί ἕναν λόγιο μοναχό πού ἀγαπᾶ τήν ζωή, ἀλλά αἰσθάνεται καί τόν θάνατο ὡς ἕνα ἑορταστικό γεγονός.

Στήν συνάντηση πού εἶχε μέ τούς συγγενεῖς του ἄρχισε ὡς ἑξῆς: «Ἔχει περάσει σχεδόν περισσότερο ἀπό μισός αἰώνας ἀφότου ἔφυγα, καί λοιπόν ἔχουμε ζήσει κάτω ἀπό τελείως διαφορετικές συνθῆκες, ἐν τούτοις ὑπάρχει κάτι στό αἷμα, στή συγγένεια, πού κάνει τή συνάντησή μας νά πραγματοποιεῖται μέ ἐμπιστοσύνη ἀπό τήν πρώτη στιγμή. Τώρα εἶμαι ἤδη 80 περίπου ἐτῶν καί δέν μπορῶ νά κάνω προγράμματα γιά πολλά χρόνια. Δέν μπορῶ νά προβλέψω ἄν θά σᾶς ξαναδῶ ἀκόμη μία φορά ἤ ὄχι, ἔστω καί γιά μικρό χρονικό διάστημα».

Αἰσθανόταν τήν δύναμη τοῦ «αἵματος», ἀλλά περισσότερο αἰσθανόταν τήν ἐνέργεια τοῦ «πνεύματος». Ἀγαποῦσε τήν βιολο­γική οἰκογένειά του, ἀλλά πολύ περισσότερο ἀγαποῦσε τήν πνευ­μα­τική του οἰκογένεια, καί πάνω ἀπό ὅλα εἶχε ὁρμή γιά τόν Θεό καί τήν αἰώνια ζωή. Λέγει ὁ ἴδιος:

«Ὅταν διαβάζουμε στή Γραφή γιά τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ, τί ἦταν αὐτό πού προτάθηκε; Ἡ φυσική τάση τοῦ ἀνθρώπου ἐμφα­νίζεται ὡς ἕλξη πρός τό ἀπόλυτο, τή δίχως ὅρια γνώση. Ὅσο μεγαλειώδης καί νά φαίνεται αὐτός ὁ Κόσμος, ὅσο μακρός καί ἄν εἶναι ὁ χρόνος ἑκατομμυρίων καί δισεκατομμυρίων ἐτῶν, εἶναι στενόχωρος στό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου».

5. «Ὀψόμεθα τόν Θεό καθώς ἐστί»

Τό βιβλίο αὐτό δημοσιεύθηκε στήν ἑλληνική γλώσσα στήν καθαρεύουσα τό 1992 καί τό 2009 στήν δημοτική γλώσσα. Τό πρωτότυπο γράφηκε στήν ρωσική γλώσσα καί τό 1985 μετα­φρά­σθηκε στήν ἀγγλική γλώσσα.

Εἶναι ἕνα βιβλίο κλασικό στό εἶδος του πού εἶναι μιά «δη­μό­σια ἐξομολόγηση» τοῦ Γέροντος Σωφρονίου πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του. Ἐνῶ ἦταν περίπου 90 ἐτῶν, ἀποφάσισε νά γράψη καθα­ρά τά ὅσα ὁ Θεός τοῦ ἀποκάλυψε στήν ζωή του, καί μάλιστα δημοσιεύθηκε στήν ἑλληνική γλώσσα ἕναν χρόνο πρίν τόν θάνατό του, ὅταν ἦταν στήν ἡλικία τῶν 96 ἐτῶν.

Ὅλο τό βιβλίο αὐτό εἶναι γραμμένο μέ ἕναν ἐκπληκτικό καί ἰδιαίτερο τρόπο. Ὁ ἴδιος γράφει ὅτι εἶναι «ἐξομολόγησή» του καί ἡ «πνευματική αὐτοβιογραφία» του, καί μάλιστα γράφει ὅτι «ὁ Κύριος γνωρίζει μέ τί φόβο καί τρόμο γράφηκαν πολλές ἀπό τίς σελίδες αὐτές τῆς ἐξομολογήσεώς μου».

Βρισκόταν, ὅπως ἐλέχθη, πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του καί κρατοῦσε ὅλες τίς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ κρυμμένες μέσα στήν καρδιά του, καί ἀπεφάσισε νά τίς γράψη ἐπειδή, ὅπως λέγει, βρισκόμενος «σέ βαθύ γῆρας, καί καταπονούμενος ἡμέρα καί νύχτα ἀπό σωματικές ἀσθένειες, γίνομαι συνεχῶς λιγότερο εὐπρόσβλητος ἀπό τίς κρίσεις τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτό ἀποφάσισα νά ἐκμυστηρευθῶ ἀκόμη περισ­σότερο, καί μάλιστα ἐνώπιον πολλῶν, ἐκεῖνα πού μέ ζῆλο φύλαγα ἀπό τά ξένα βλέμματα μέχρι σήμερα». Μέσα σέ αὐτήν τήν προοπτική γράφει: «Παραδίδω, λοιπόν, τόν ἑαυτό μου μέ ἐμπιστοσύνη στόν κάθε ἀναγνώστη, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι μέ εὐμένεια θά μέ μνημονεύει στίς προσευχές του πρός τόν Πατέρα μας τόν "ἐν τοῖς οὐρανοῖς"».

Στό βιβλίο αὐτό μέ ὡραῖο καί θεολογικό τρόπο, ἀλλά καί μέ ἔντονη αὐτομεμψία καί ταπείνωση γράφει γιά τήν «πρώϊμη ἐμπειρία» του, τήν «πάλη μέ τόν Θεό», τήν «μνήμη τοῦ θανάτου», τήν «πτώση του» του, τήν «ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ὡς ὄντος», τό «πένθος», τήν «ὁρμή πρός τόν Θεό», «τίς ὁράσεις τοῦ ἀκτίστου φωτός», «τίς ἐλεύσεις καί ἀποκρύψεις τοῦ θείου φωτός», τήν ἐπιβεβαίωση πού ἔλαβε ἀπό τόν ἅγιο Σιλουανό γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς του.

Πρόκειται γιά μιά σπάνια περιγραφή τῶν ἐμπειριῶν καί τῶν ἀποκαλύψεων πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, πού δέν ὑπάρχουν στά βιβλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Μετά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ὁ ὁποῖος κατέγραψε τίς ἀποκαλύψεις του τόν 11ο αἰώνα, ἔπρεπε νά περάσουν ἄλλοι ἐννέα αἰῶνες γιά νά ἐμφανισθῆ ἕνας παρόμοιος θεόπτης, ὁ ὁποῖος ἔχει τό ἰδιαίτερο γνώρισμα νά γράφη μέ περισσότερες λεπτομέρειες γιά τά θέματα αὐτά καί κυρίως νά τονίζη πλευρές πού δέν ἦταν γνωστές, ὅπως γιά τήν διαφορά μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου φωτός, γιά τόν «γνόφο τῆς ἀπεκδύσεως», γιά τό πῶς μετατρέπεται τό πῦρ τοῦ Ἅδου σέ φῶς τοῦ Παρα­δείσου κ.ἄ.

Διαβάζοντας κανείς τό βιβλίο αὐτό ὀσφραίνεται καταστά­σεις οὐράνιες, τό πῶς ζοῦσε ὁ Πρωτόπλαστος ἄνθρωπος στόν Πα­ρά­δεισο, ποιές ἦταν οἱ ἐμπειρίες τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, καί πῶς θά ζῆ ὁ ἄνθρωπος στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Πρό­κειται γιά σπάνιες θεολογικές περιγραφές καί γι’ αὐτό εἶναι ἕνα θαυμάσιο πατερικό βιβλίο.

 6. «Περί πνεύματος καί ζωῆς»

Τό βιβλίο αὐτό δημοσιεύθηκε ἀρχικά στήν γαλλική γλώσ­σα τό ἔτος 1992, ἕνα ἔτος πρίν κοιμηθῆ ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, καί δημοσιεύθηκε στήν ἑλληνική γλώσσα τό ἔτος 1995. Δέν εἶναι βιβλίο πού συνέγραψε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ἀλλά εἶναι ἀποσπάσματα ἀπό προφορικούς λόγους του.

Ὅπως γράφει ὁ Maxime Egger στό εἰσα­γωγικό σημείωμά του γιά τήν ἑλληνική μετάφραση, τό ἔτος 1990 παρέμεινε γιά ἕνα μεγάλο διάστημα στήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου στό Ἔσσεξ Ἀγγλίας, παρακολούθησε μερικές προφο­ρικές ὁμιλίες τοῦ ἁγίου Σωφρονίου στήν ἀδελφότητα, καθώς ἐπίσης ἄκουσε 40 περίπου προηγούμενες ὁμιλίες πού εἶχαν μαγνητοφωνηθῆ καί ἀπό αὐτά συνέλεξε μερικά ἀποσπάσματα καί τά δημοσίευσε, κατά τόν τρόπο τῶν κεφαλαίων διαφόρων ἁγίων πού καταγράφονται στήν «Φιλοκαλία τῶν Ἱερῶν Νηπτικῶν». Οἱ ὁμιλίες αὐτές ἀργότερα δημοσιεύθηκαν ὁλόκληρες στούς τρεῖς τόμους μέ τίτλο: «Οἰκο­δομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στούς ἀδελφούς μας».

Οἱ περικοπές αὐτές τῶν λόγων ἐτέθησαν ἀπό τόν Maxime Egger σέ «ἕνα σύνολο μέ συνέχεια καί συνέπεια», τίς ἔδωσε νά τίς διαβάση ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὁ ὁποῖος «ἀνεγνώρισε σ’ αὐτές τόν ἑαυτό του» καί τοῦ ἔδωσε τήν εὐλογία νά τίς ἐκδώση. Ὁ ἴδιος ὁ συλλέκτης ἔδωσε τόν τίτλο «περί πνεύματος καί ζωῆς» ἀπό τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ «τά ρήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστι καί ζωή ἐστιν» (Ἰω. στ΄, 63). Πράγματι, μέσα σέ αὐτά τά «πνευματικά κεφάλαια» βλέπει κανείς νά σκιρτᾶ τό «Πνεῦμα» καί ἡ «Ζωή», εἶναι ἔκφραση μεγάλου ἀγῶνος, περίπου ἐνενήντα ἐτῶν, καί προσφέρουν μιά αἴσθηση αἰωνίου ζωῆς ἐν Πνεύματι.

Ὁ συλλέκτης ἔθεσε τά 247 μικρά καί συνοπτικά «πνευ­μα­τικά κεφάλαια» σέ μιά δική του θεματική ἑνότητα πού φαίνεται, ἄν τά διαβάση κανείς προσεκτικά, ἀλλά ἐγώ διαβά­ζοντας τά μικρά αὐτά κείμενα διέκρινα μιά ἐσωτερική ἑνότητα πού ἔχει ὡς κέντρο τήν ἔμπνευση. Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὡς καλλιτέχνης καί ὡς ἄνθρωπος πού ἄγγιξε καί εἶδε τήν αἰώνια ζωή εἶναι ἐμπνευσμένος, καί μετά γράφει γιά τήν ἔμπνευση, ἀλλά καί τά μικρά αὐτά ἀποσπάσματα ἐκφράζουν τήν ἐμπνευσμένη καρδιά του καί τόν ἐμπνευσμένο λόγο του. Θά παραθέσω τρία ἐνδεικτικά κεφάλαια ἀπό τήν ἀρχή, τό μέσον καί τό τέλος.

Στό πρῶτο κεφάλαιο λέει: «Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί καί ἀδελφές, ἀνοῖξτε τήν καρδιά σας, γιά νά χαράξει ἐκεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Τότε θά γίνετε σιγά-σιγά ἱκανοί νά ἔχετε μέσα σας τήν χαρά καί τό πένθος, τόν θάνατο καί τήν ἀνάσταση» (Κεφ. 1).

Πράγματι, τό Ἅγιον Πνεῦμα χαράζει τήν μορφή τοῦ Χριστοῦ μέσα μας, ἔτσι γίνεται ἡ ἕνωσή μας μέ τόν Χριστό, μιά «μικρή ἐνανθρώπηση», δηλαδή ὁ Χριστός ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γεννιέται μέσα μας καί τότε ζοῦμε ὅλα τά γεγονότα τῆς θείας Οἰκονομίας στήν καρδιά μας.

Σέ ἕνα ἄλλο κεφάλαιο ἀπό τό μέσον τοῦ βιβλίου γράφεται: «Στά μικρά πράγματα, στίς ἁπλές πράξεις, ἄς προσπαθήσουμε νά τηροῦμε τήν ἀκόλουθη ἐσωτερική στάση: "Ἀρνοῦμαι τό θέλημα τοῦ «πεπτωκότος» αἵματός μου∙ θέλω στίς φλέβες μου νά ρέει ἡ ζωή τοῦ Ἴδιου τοῦ Θεοῦ"».

Εἶναι πολύ τολμηρός ὁ λόγος αὐτός πού δείχνει ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος γνώρισε τήν αἰώνια ζωή καί ἔπειτα ὅλα τά ἄλλα θεωροῦνται ὡς «τό θέλημα τοῦ πεπτωκότος αἵματος».

Εἶναι σημαντικά τά δύο τελευταῖα «πνευματικά κεφά­λαια».

«Φυλᾶξτε ὅλα αὐτά στή συνείδησή σας, καί ἡ ζωή σας θά εἶναι γεμάτη ἔμπνευση, ὄχι μόνο κάθε μέρα, ἀλλά κάθε στιγμή» (κεφ. 246). «Μήν ξεχνᾶτε αὐτά τά λόγια. Ὁ Θεός σᾶς ἔδωσε χρόνο νά οἰκοδομήσετε τήν αἰώνια σωτηρία σας. Μήν τόν σπαταλᾶτε» (κεφ. 247).

Ὅλο τό βιβλίο εἶναι δροσερό, γεμᾶτο ἀπό «πνεῦμα καί ζωή». Τό μόνο πού δέν κατάλαβα εἶναι γιατί ὁ συλλέκτης κατέγραψε 247 κεφάλαια καί ὄχι 250 κεφάλαια, ἀφοῦ εἶχε στήν διάθεσή του ἄφθονο ὑλικό ἀπό ὅλες αὐτές τίς ὁμιλίες.

7. «Τό μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς»

Τό βιβλίο αὐτό δημοσιεύθηκε σέ πρώτη ἔκδοση τό 2010 μεταφρασμένο ἀπό τήν ρωσική γλώσσα. Ἤδη στήν ρωσική γλώσ­­σα εἶχαν ἐκδοθῆ δύο βιβλία μέ τίτλους «Τό μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς» καί «Γέννηση στήν ἀσάλευτη Βασιλεία», πού ἀποτελέσθησαν ἀπό ἐπιλογή ἀποσπασμάτων πού βρέθηκαν στά κατάλοιπα τοῦ ἁγίου Σωφρονίου μετά τήν κοίμησή του ὡς παρατηρήσεις καί πρόχειρες σημειώσεις του. Ἕνα τμῆμα ἀπό τά δύο βιβλία ἀπετέλεσαν τό παρόν βιβλίο στήν ἑλληνική ἔκδοση μέ τίτλο: «Τό μυστήριο τῆς πνευματικῆς ζωῆς».

Τό βιβλίο διαιρεῖται σέ δύο ἑνότητες, ἡ πρώτη ἑνότητα (Α΄ βιβλίο) μέ τίτλο «Τό μυστήριο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς», καί ἡ δεύτερη ἑνότητα (Β΄βιβλίο) μέ τίτλο «Γέννηση στήν ἀσάλευτη Βασιλεία». Ὅλο τό βιβλίο αὐτό ἐκφράζει τήν θεωρία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου καί τήν κοσμοθεωρία του, δηλαδή παρουσιάζει τήν πνευματική πείρα του καί τίς ἀπόψεις του γιά τά ἐκκλησιαστικά καί κοινωνικά θέματα μέσα ἀπό τήν ἐμπειρική θεολογία πού ἀπέκτησε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι εὐδιάκριτο ὅτι μέσα ἀπό τήν μεγάλη θεολογική πείρα πού ἀπέκτησε, κατά τήν διάρκεια τῆς ὁποίας δέν διεννοεῖτο, δέν ἀντιμετώπιζε τά θέματα λογικοκρατικά, στό ἐνδιάμεσο μεταξύ θεωριῶν καί προσευχῶν, στό κλίμα ὅμως τῆς νοερᾶς ἡσυχίας ἔγραψε τίς ἀπόψεις του γιά διάφορα θέματα, ὅπως τήν μοναχική ζωή, τήν προσευχή, τήν μετάνοια, τήν χριστιανική ζωή, τό πρόσωπο, τόν γάμο, τήν μητρότητα, τήν ἱστορία τῆς ἀνθρω­πότητος κ.ἄ.

Πρόκειται γιά μιά μεγάλη συμπεπυκνωμένη πείρα ἑνός θεοπτικοῦ νοῦ καί μιᾶς εὐαίσθητης καρδίας πού βλέπει ὡς «πνευ­ματικός δορυφόρος» τόν προπτωτικό, τόν μεταπτωτικό καί τόν ἀναστημένο ἐν Χριστῷ ἄνθρωπο σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τοῦ βίου του. Τό ὅλο βιβλίο δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ πείρα τοῦ συγγραφέως του, ἀλλά ἡ πολύτιμη πείρα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἔχει κεφαλή τόν Χριστό καί μέλη τούς φίλους Του.

Στό βιβλίο αὐτό μεταξύ τῶν ἄλλων γίνεται λόγος γιά τήν ἐμπειρική καί τήν ἀκαδημαϊκή θεολογία, γιά τόν Χριστό ὡς μέτρο τῶν πάντων, γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί τίς αἱρέσεις, γιά τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, γιά τήν χριστιανική ζωή ὡς μυστή­ριο, γιά τόν μοναχισμό καί τόν γάμο, γιά τήν ἱστορία τῆς ἀνθρω­πότητος μέ τούς πολέμους καί τίς ἐπαναστάσεις, μέ τά κοινωνικά συστήματα καί τούς διωγμούς, μέ τούς ἐθνικισμούς καί τήν οἰκουμενικότητα.

Τό βιβλίο δείχνει ὅτι πρέπει νά βιώσουμε τήν Ἐκκλησία ὡς μυστήριο τοῦ Θεοῦ στήν γῆ, καί μέσα ἀπό τήν προοπτική αὐτήν θά ἀντιμετωπίζουμε ὅλα τά γεγονότα τῆς ζωῆς μας. Ὁ μεταπτω­τικός ἄνθρωπος εἶναι γεμάτος ἀπό πάθη καί καλεῖται νά γίνη προπτωτικός καί ἐσχατολογικός, νά βιώση τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία, πού εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ «κοι­νωνία θεώσεως».

 8. «Περί προσευχῆς»

Εἶναι ἕνα βιβλίο ἐκπληκτικό, πού περιλαμβάνει ὅ,τι ἐκλε­κτό­τερο ἔχει γραφῆ γιά τήν θεολογία τῆς προσευχῆς καί γιά τήν πράξη της. Στήν ρωσική γλώσσα (πρωτότυπο) ἐκδόθηκε τό ἔτος 1991, στήν ἀγγλική γλώσσα ἐκδόθηκε τό ἔτος 1985 καί στήν ἑλληνική γλώσσα ἐκδόθηκε τό ἔτος 1993 πρῶτα στήν καθαρεύουσα καί ἔπειτα τό ἔτος 2009 στήν δημοτική γλώσσα.

Διαιρεῖται σέ τρία μέρη. Στό πρῶτο μέρος γίνεται μία θεολογική ἀνάλυση τῆς προσευχῆς, δηλαδή «ἡ προσευχή ὡς ἀτελεύτητη δημιουργία», «ἡ προσευχή ὡς ὁδός πρός τή γνώση», «ἡ προσευχή ὑπερνικᾶ τό ἀδιέξοδο τῆς τραγωδίας», γιά τήν ἔμπονη προσευχή στήν ὁποία ἀναγεννᾶται ὁ ἄνθρωπος, γιά τήν αἰωνιότητα. Στό δεύτερο μέρος γίνεται ἰδιαίτερος λόγος γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τό γνωστό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με» καί συγκεκριμένα «γιά τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ», «τήν ἄσκηση τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ», «τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ σέ κάθε καιρό καί περίσταση». Στό τρίτο μέρος γίνεται λόγος γιά τήν «πνευματική ζωή» καί «τό ἔργο τοῦ πνευματικοῦ πατέρα». Στό τέλος δημοσιεύονται ἡ πρωινή προσευχή «ἅμα τῇ ἐγέρσει ἐκ τοῦ ὕπνου», καί οἱ «λειτουργικές εὐχές» πού συνέταξε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος νά διαβάζονται στήν θεία Λειτουργία μετά τό Εὐαγγέλιο καί πρίν τήν ἔναρξη τῆς Λειτουργίας τῶν πιστῶν, ὥστε νά προετοιμάση τούς ἐκκλησιαζομένους γιά τήν συμμετοχή τους στήν θεία Λειτουργία καί τήν θεία κοινωνία τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἐπίσης, δημοσιεύονται καί οἱ εὐχές «ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων», «ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων ἱερέων» καί «προ­σευχή περί ἑνότητος».

Πρόκειται γιά ἕνα ἐκπληκτικό βιβλίο, πού περιλαμβάνει τήν συμπεπυκνωμένη πείρα τῆς προσευχῆς τόσο τοῦ συγγραφέως του ὅσο καί τῆς Ἐκκλησίας στήν πιό αὐθεντική καί ὑψηλή της μορφή. Τό ἔχω χαρακτηρίσει ὡς ἕνα «Εὐαγγέλιο» τῆς προσευχῆς καί τῆς πνευματικῆς πατρότητος, γιατί ἐκεῖνος πού ἔχει γίνει ὁλόκληρος μιά προσευχή, καί ἡ προσευχή ἀναδύεται ὡς εὐῶδες θυμίαμα μέσα ἀπό ὅλη τήν ὕπαρξή του, τήν ψυχή καί τό σῶμα του, μπορεῖ νά γίνη ἕνας αὐθεντικός πνευματικός πατέρας, πού θά ἐμπνέη τό πνευματικό του ποίμνιο, θά τοῦ ἀνάπτη τήν φλόγα τῆς προσευχῆς καί θά τό ἑτοιμάση γιά τήν εἴσοδό του στήν «ἀσά­λευτη Βασιλεία» τοῦ Θεοῦ.

Στό βιβλίο αὐτό, πού εἶναι κατ’ ἐξοχή βιωματικό, συνδέεται ἡ προσευχή μέ τήν ἡσυχία, δίνεται ὁ ὁρισμός τῆς προσευχῆς, γίνεται ἡ διαφορά μεταξύ τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ ἀπό ἄλλες παραδόσεις, ἀναλύεται ὁ τρόπος τῆς προσευχῆς, τά στάδιά της, ἡ ἀνάπτυξή της, ἡ ἕνωση νοῦ καί καρδίας, τό ἀδιάλειπτο τῆς προ­σευχῆς, τά ἀποτελέσματά της, ἡ θέα τοῦ θείου Φωτός, ἡ σχέση νοερᾶς προσευχῆς καί θείας Λειτουργίας, ἡ σύνδεση τῆς νοερᾶς προσευχῆς μέ τήν ἐξάσκηση τῆς πνευματικῆς πατρότητος.

Εἶπα στήν ἀρχή ὅτι τό βιβλίο αὐτό εἶναι τό «Εὐαγγέλιο τῆς προσευχῆς καί τῆς πνευματικῆς πατρότητος». Τώρα μπορῶ νά προσθέσω ὅτι εἶναι ἐφάμιλλο μέ τήν «Κλίμακα» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου στό θέμα τῆς προσευχῆς καί τῆς πνευμα­τικῆς πατρότητος. Εἶναι ἕνας πολύτιμος πνευματικός θησαυρός πού εὐωδιάζει ἀπό τήν ἐρημική ζωή πού ζοῦσε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος στό Ἅγιον Ὄρος, ἰδιαιτέρως στά Καρούλια τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ὅταν τό διαβάζη κανείς προσεκτικά αἰσθάνεται σάν νά βαδίζη στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί αἰσθάνεται νά ἐξέρχεται ἀπό ἐκεῖ μιά λεπτή καί μεθυστική εὐωδία. Ἔτσι, αἰσθάνεται στήν καρδιά του ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶναι ἕνας γνήσιος ἡσυχαστής μοναχός, ἐμπειρικός θεολόγος, θεόπτης λειτουργός καί αὐθεντι­κός πνευματικός πατέρας.

9. «Ἡ ζωή Του ζωή μου»

Τό βιβλίο αὐτό ἐκδόθηκε γιά πρώτη φορά στήν ἀγγλική γλώσσα τό ἔτος 1977 μέ τίτλο «His life is mine». Ἕναν χρόνο πρίν (τό 1976) πῆγα γιά πρώτη φορά στήν Μονή τοῦ Ἔσσεξ καί συνάντησα τόν ἅγιο Σωφρόνιο, καί τήν δεύτερη φορά πῆγα τό 1978, μόλις εἶχε ἐκδοθῆ τό βιβλίο αὐτό καί μοῦ ἔλεγε ὅτι αὐτό γράφηκε εἰδικά γιά τό ἀγγλόφωνο κοινό, ὥστε νά στρέψη τήν προσοχή του στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί δέν εἶναι τόσο γιά τούς Ὀρθοδόξους, γιά τούς ὁποίους θά δημοσιευθῆ ἕνα ἄλλο βιβλίο πού θά ἐκδοθῆ, καί ἐννοοῦσε τό βιβλίο πού ἐκδόθηκε ἀργότερα μέ τίτλο «Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστί». Ἐπίσης, στενοχωρήθηκε ἀπό τήν βιογραφία του πού δημοσιεύθηκε καί τά ἐπαινετικά λόγια πού ἔγραψε γι’ αὐτόν ἡ Rosemary Edmonds στήν ἀρχή τοῦ βιβλίου.

Τό βιβλίο αὐτό μεταφράσθηκε στήν ἑλληνική γλώσσα καί ἐκδόθηκε τό 1983 ἀπό τίς ἐκδόσεις Παναγιώτη Πουρναρᾶ. Στόν ἅγιο Σωφρόνιο δέν ἄρεσε ὁ τίτλος «Ἡ ζωή Του ζωή μου» καί ἐπίσης δέν τοῦ ἄρεσε ἡ μετάφραση σέ μερικά σημεῖα. Γενικά, ποτέ δέν τόν ἱκανοποιοῦσε τό νά μεταφράζονται τά βιβλία του στήν δημοτική γλώσσα, καί προτιμοῦσε τήν καθαρεύουσα.

Φαίνεται ὅτι τό περιεχόμενο τοῦ βιβλίου αὐτοῦ ἀναπτύχ­θη­κε σέ ἄλλα βιβλία του, τά δέ σχετικά μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ συμπεριελήφθησαν στό βιβλίο «Περί προσευχῆς» καί αὐτό ἦταν, ἴσως, ὁ λόγος πού δέν ἔγινε ἄλλη μετάφραση καί ἄλλη ἔκδοση ἀπό τήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγ­γλίας.

Τό βιβλίο διαιρεῖται σέ δύο μέρη. Τό πρῶτο μέρος ἀνα­φέρεται στήν θεολογική βάση τῆς προσευχῆς, πού εἶναι ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἡ δημιουργία καί ἡ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ μετάνοια, ἡ  προσευχή, ὁ πνευματικός πόλεμος, ἡ λειτουργική προσευχή ὡς προσευχή τῆς Γεθσημανῆς, ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ, ἡ πείρα τῆς αἰωνιότητος μέ τήν προσευχή καί ἄλλα. Τό δεύτερο μέρος ἀναπτύσσει τά σχετικά μέ τήν προσευχή τοῦ Ἰησοῦ, τήν μέθοδο τῆς προσευχῆς καί τόν καθολικό της χαρακτῆρα, πού τελικά συμπεριλήφθηκαν στό βιβλίο «Περί προσευχῆς».

Ἰδιαίτερη σημασία στό βιβλίο αὐτό εἶναι ἡ ἀνάλυση γιά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν Μωϋσῆ καί τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ θεολογική ἑρμηνεία τοῦ «Ἐγώ εἰμι ὁ ὤν», ἡ ἀνάλυση ὅτι τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἐνέργειά Του, τό ριψοκίνδυνο τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν πτώση του καί τήν ἐκ νέου κλήση του ἀπό τόν Χριστό, καί γενικότερα ἡ σύνδεση τῆς Παλαιᾶς μέ τήν Καινή Διαθήκη, ὅπου φαίνονται οἱ ἀποκαλύ­ψεις τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη καί ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ στήν Καινή Διαθήκη.

Εἶναι ἕνα εὐσύνοπτο βιβλίο, πού ὁ ἅγιος Σωφρόνιος παρουσιάζει γενικά τήν διδασκαλία του, χωρίς νά ἀποκαλύπτη τόν ἑαυτό του, καί προσφέρεται κυρίως στόν δυτικό ἄνθρωπο, καί μάλιστα στούς ἑτεροδόξους Χριστιανούς, ὥστε νά τό διαβάσουν, νά ἐντυπωσιασθοῦν καί νά μελετήσουν, ἄν θέλουν, καί τά ὑπόλοιπα βιβλία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου πού ἀναφέρονται στούς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς.

 10. «Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στούς ἀδελφούς μας»

Πρόκειται γιά τό τρίτομο ἔργο πού τελευταῖα ἐκδόθηκε ἀπό τήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας, οἱ δύο πρῶτοι τόμοι τό ἔτος 2013, καί ὁ τρίτος τόμος τό ἔτος 2014. Τό πρωτότυπο ἔργο ἦταν στήν ρωσική γλώσσα, πού ἐκδόθηκε τό 2003 καί στήν συνέχεια μεταφράσθηκε στήν ἑλληνική γλώσσα. Οἱ δύο πρῶτοι τόμοι μεταφράσθηκαν ἀπό τήν ρωσική γλώσσα καί οἱ ὁμιλίες τοῦ τρίτου τόμου μεταφράσθηκαν ἀπό τήν γαλλική γλώσ­σα. Προανάκρουσμα τῶν τριῶν αὐτῶν τόμων ἦταν, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, τό βιβλίο «Περί Πνεύματος καί ζωῆς».

Τό τρίτομο αὐτό ἔργο περιλαμβάνει ὁμιλίες πού ἔκανε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος στήν ἀδελφότητα τῆς Μονῆς του πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, γιά νά παραδώση τήν πνευματική του διαθήκη σέ αὐτούς, καί δι’ αὐτῶν σέ ὅλους ἐκείνους πού ἀναζητοῦν νά γνωρίσουν τήν πορεία τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν αἰωνιότητα. Εἶναι 115 ὁμιλίες πού ἀρχίζουν ἀπό τίς 29 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1988 καί τελειώνουν τρεῖς μῆνες πρίν τήν κοίμησή του, ἤτοι στίς 8 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1993.

Ὁ τίτλος τοῦ τρίτομου αὐτοῦ ἔργου μέ τίτλο «Οἰκο­δομών­τας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στούς ἀδελφούς μας» δόθηκε ἀπό τήν Ἱερά Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας πού ἐξέδωσε τό ἔργο καί ἀντλήθηκε ἀπό τό περιεχόμενο τῶν ὁμιλιῶν τοῦ ἁγίου Σωφρονίου. Ἡ φράση αὐτή «οἰκο­δομών­τας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στούς ἀδελφούς μας» ἀναφέρεται πολλές φορές στίς ὁμιλίες αὐτές, καί προσδιο­ρίζει πῶς νά οἰκοδομήση καθένας μέσα του τόν Ναό τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί πῶς ὅλοι μαζί νά οἰκοδομήσουν τόν οἰκουμενικό Ναό. Δηλαδή, καθένας μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα νά ἑνωθῆ μέ τόν Χριστό καί νά γίνη Ναός τοῦ Θεοῦ, καί τότε ὅλοι οἱ ἔμψυχοι Ναοί νά ζοῦν στόν Ναό τῆς Ἐκκλησίας. Μέ αὐτό σαφῶς γίνεται ἀναφορά στήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὅτι τά σώματά μας εἶναι Ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κορ. στ΄, 9), καί στήν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου «καί αὐτοί ὡς λίθοι ζῶντες οἰκοδομεῖσθε οἶκος πνευματικός, ἱεράτευμα ἅγιον, ἀνενέγκαι πνευματικάς θυσίας εὐπροσδέκτους τῷ Θεῷ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Πέτρ. β΄ 5). Πρόκειται γιά τήν αὐθεντική μοναχική καί χρι­στια­νική ζωή, πού ἀποβλέπει στήν μεταμόρφωση τοῦ ἀνθρώπου σέ Ναό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, σέ «γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον» (Α΄ Πέτρ. β΄, 9).

Οἱ ὁμιλίες αὐτές εἶναι αὐθεντικές καί ἕνας πνευματικός θησαυ­ρός. Καταγράφεται σέ αὐτές ἡ ὥριμη πνευματική πείρα ἑνός μεγάλου ἐμπειρικοῦ καί θεόπτου θεολόγου καί ἀποτελεῖ τήν «πνευματική του διαθήκη». Συγχρόνως, εἶναι τό γνήσιο καί αὐθεντικό κλειδί, μέ τό ὁποῖο ἑρμηνεύονται ὅλα ὅσα ἔχει γράψει στό παρελθόν γιά θεολογικά καί πνευματικά θέματα καί τά ἀφήνει ὡς γνήσια ἀποστολική καί πατερική πνευματική διαθήκη στά πνευματικά του παιδιά καί σέ ὅλους τούς Χριστιανούς. Πάλευσε ὁ ἴδιος ἐναντίον τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἀνέβηκε μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καί ἡρπάγη στόν Παράδεισο, πέρασε καί ἀπό τά τρία στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀπό τήν ἔλευση τῆς θείας Χάριτος, τήν ἄρση της καί τήν ἐκ νέου ἔλευσή της καί τά καταθέτει ὅλα αὐτά στήν Ἐκκλησία Του.

Ὁ ἴδιος περιγράφει τίς τρεῖς περιόδους τῆς ζωῆς του. Ἡ πρώτη περίοδος συνδέεται με τήν φανέρωση τῆς ζωῆς καί τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ στόν κόσμο μέ τό βιβλίο «ὁ Γέροντας Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης». Ἡ δεύτερη περίοδος εἶναι ἡ «ἐξομολό­γησή» του ἐνώπιον ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, μέ τό βιβλίο «Ὀψόμεθα τόν Θεό καθώς ἐστι». Καί ἡ τρίτη περίοδος συνδέεται μέ τήν προσπάθειά του νά βιωθῆ ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ μέσα στήν Ἱερά Μονή του, καί σέ ἐκείνους πού θά τόν ἀναζητοῦσαν ἐκεῖ, στόν συγκεκριμένο αὐτόν χῶρο, καί αὐτό γίνεται κυρίως μέ τίς ὁμιλίες αὐτές πού περιλαμβάνονται στό τρίτομο αὐτό ἔργο.

Εἶναι φανερή ἡ μεγάλη ἀξία αὐτῶν τῶν τριῶν τόμων πού διαβάζονται μέ ἔμπνευση ἀπό χριστιανούς καί μοναχούς, ἀπό θεολόγους καί ἁπλούς ἀνθρώπους. Εἶναι τό πνευματικό ἀπό­σταγμα μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, εἶναι ὁ καθαρός θεολογικός οἶνος.

Συμπέρασμα

Στά προηγούμενα ἔκανα μιά μικρή παρουσίαση τῶν βι­βλίων τοῦ ἁγίου Σωφρονίου τοῦ ἁγιορείτου, πού ἕως τώρα ἐξέδωσε ἡ Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας πρό καί μετά τήν κοίμησή του, στά ὁποῖα καταγράφει τίς πνευματικές ἐμπειρίες πού τοῦ χάρισε ὁ Θεός, ἀλλά ἐκφράζουν καί τήν ἐμπειρική θεολογία πού παρέλαβε ἀπό τόν ἅγιο Σιλουανό, ὡς ὑπάκουος πνευματικός υἱός ἀπό τόν θεόπτη Γέροντά του. Τά ὅσα ἐγράφησαν ἐδῶ δέν ἐξαντλοῦν τό περιεχόμενο τῶν βιβλίων, ἀλλά δίνουν ἔναυσμα στόν ἀναγνώστη νά τά μελετήση, ὅπου θά συναντήση ἕναν μεγάλο θησαυρό.

 

 

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὡς ἱερομόναχος καί πνευματικός πατέρας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ὡς ἱερομόναχος καί πνευματικός πατέρας

Ἡ ἑορτή τοῦ ἁγίου Σωφρονίου τοῦ Ἀθωνίτου (11 Ἰουλίου) μέ ὁδήγησε στό νά παρουσιάσω μέ συντομία τό τελευταῖο βιβλίο του πού ἐξεδόθη τό 2021 ἀπό τήν Ἱερά Μονή τοῦ Essex μέ τίτλο "Πνευματικά Κεφάλαια".

Τό βιβλίο αὐτό περιλαμβάνει ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Σωφρονίου τοῦ Ἀθωνίτου πού ἀπεστάλησαν σέ διαφόρους παραλῆπτες, κατά τήν δεκαετία 1950-1960. Προφανῶς ὑπάρχουν καί ἄλλες ἐπιστολές τοῦ ἁγίου Σωφρονίου πού θά ἐκδοθοῦν ἀργότερα.

Ἡ περίοδος πού ἐγράφησαν οἱ ἐπιστολές αὐτές ἦταν σημαντική, γιατί μόλις εἶχε ἀναχωρήσει ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος, καί ἐπανῆλθε στό Παρίσι προκειμένου νά δημοσιεύση τίς «γραφές τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ», ἀλλά γιά λόγους ὑγείας δέν μπόρεσε νά ἐπανέλθη στό Ἅγιον Ὄρος, καί στήν συνέχεια τό 1959 ἐγκαταστάθηκε στό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας.

Εἶναι φανερό ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶναι φορτωμένος μέ μεγάλη ἐμπειρική γνώση, ἀφοῦ ὁ ἴδιος πῆγε στό Ἅγιον Ὄρος τό 1925 μέ μεγάλη ἔμπνευση μετανοίας γιά νά ζήση κατά Θεό, ἐκεῖ μυήθηκε στήν κοινοβιακή ζωή, ὅπως αὐτή κυριαρχοῦσε στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, γνώρισε τόν ἅγιο Σιλουανό, ὁ ὁποῖος τοῦ φανέρωσε τίς ἀποκαλύψεις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀσκήθηκε στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στήν ἡσυχία καί τήν προσευχή ὑπέρ ὅλου τοῦ κόσμου, καθοδήγησε μοναχούς στήν ἐσωτερική πνευματική ζωή, ὡς πνευματικός πατέρας τους, καί μετά ἀπό αὐτά βρέθηκε στό Παρίσι καί τό Ἔσσεξ τῆς Ἀγγλίας.

Ζώντας μέσα σέ αὐτήν τήν πνευματική ἀτμόσφαιρα, πού χαρακτηρίζεται ἀπό πύρινη ἔμπνευση γιά τήν θεία ζωή γράφει τίς ἐπιστολές αὐτές σέ ἐκείνους πού τοῦ ζητοῦσαν καθοδηγητικό λόγο γιά σοβαρά θέματα τῆς ζωῆς τους. Νομίζω ὅτι τό βιβλίο αὐτό θά μποροῦσε νά τιτλοφορηθῆ ὡς «ἡ θεολογική διακονία τοῦ πνευματικοῦ, κατά τόν ἅγιο Σωφρόνιο». Πράγματι, ἐάν σέ ὅλα τά ἄλλα βιβλία του καταγράφεται ἡ πείρα του σέ θέματα νοερᾶς προσευχῆς καί θεοπτίας, στό βιβλίο αὐτό φαίνεται καθαρά πῶς ἕνας θεόπτης ἀσκητής, ἕνας ἐμπειρικός θεολόγος καθοδηγεῖ αὐτούς πού τόν ἐρωτοῦν γιά σοβαρά θέματα πού τούς ἀπασχολοῦσαν.

∆ιαβάζοντας κανείς αὐτές τίς ἐπιστολές βλέπει ἕναν Γέροντα νά βρίσκεται στό ὕψος τῆς θεοπτίας, νά ἔχη ὡς κέντρο τήν καρδιά, μέσα στήν ὁποία ἐνεργεῖ ὀ νοῦς καί ἀπό ἐκεῖ νά δίνη τίς συμβουλές του καί νά καθοδηγῆ αὐτούς πού τόν ἐρωτοῦν χωρίς νά αὐτοσχεδιάζη καί χωρίς νά ἐκφέρη λογικούς καί συναισθηματικούς λόγους.

Οἱ ἄνθρωποι πού τόν ἐρωτοῦν ἀνήκουν σέ διάφορες κατηγορίες, δηλαδή εἶναι Ἱερεῖς, θεολόγοι, μοναχοί, ἄγαμοι, ἔγγαμοι, νέοι, ἡλικιωμένοι, γονεῖς, ἀσθενεῖς, ὀρθόδοξοι, ἑτερόδοξοι κλπ. καί σέ ὅλους αὐτούς ἀπαντᾶ μέ αὐθεντικότητα, βεβαιότητα, ἀγάπη, θαυμαστή διάκριση καί ἐκπληκτική εὐγένεια.

Ἐκεῖνο τό ὁποῖο φαίνεται σέ ὅλες τίς ἐπιστολές πού δημοσιεύονται στό βιβλίο αὐτό εἶναι ἡ ὑψηλή πνευματική ἐμπειρία τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, ἡ γνώση τῆς πραγματικότητος τοῦ κόσμου πού μᾶς περιβάλλει, καί ὅλα αὐτά προσφέρονται μέ πνευματική εὐαισθησία καί εὐγένεια ψυχῆς, μέ τρυφερή ἀγάπη καί λεπτότητα ἐλευθερίας.

Γράφει μέ ἀφοπλιστική εὐγένεια: «∆έν τολμῶ νά ἀγγίξω τήν πληγή σας. Εὔχομαι μόνο μέ ὅλη μου τήν καρδιά νά δεχθεῖτε Ἄνωθεν ἀπό τόν Θεό, τή δύναμη τῆς προσευχῆς». Ὁ ἴδιος γράφει ὅτι «στόν αἰώνα μας ἡ θέση τῶν ἱερέων κατάντησε ἀφόρητη∙ τό νά εἶναι κανείς ἱερέας σημαίνει νά δέχεται μαρτύριο. Καί σήμερα λίγοι εἶναι ἕτοιμοι νά ὑπομείνουν αὐτό τό ἔργο». «Ἀπό τόν καιρό πού μοῦ ἀνέθεσαν νά εἶμαι πνευματικός, ὅλα ἀνατράπηκαν, ἦλθαν τά ἐπάνω κάτω. Ἡ ἐντρύφησή μου στόν ἔσω ἄνθρωπο ἀντικαταστάθηκε μέ τήν ἐπικέντρωσή μου στήν καρδιά τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, στήν πάλη ἐναντίον τῶν παθῶν μέσα στίς καρδιές ''ἄλλων''. Τελικά, μοῦ ἔγινε φυσική κατάσταση νά μεριμνῶ προπαντός γιά τίς ἀνάγκες τῶν ἄλλων, τοῦ καθενός ἀπό τούς ἄλλους, καί νά λησμονῶ τόν ἑαυτό μου».

Ἀσκοῦσε τήν διακονία τῆς πνευματικῆς πατρότητας μέ βαθειά αἴσθηση εὐθύνης ἀπέναντι στόν κάθε ἄνθρωπο πού ζητοῦσε βοήθεια, καί αὐτό τό κάνει μέ μιά ἀπίστευτη εὐγένεια. Σέ μιά ἐπιστολή του γράφει «ὅτι γιά τόν ἱερέα, γιά τόν πνευματικό, ἡ κάθε συνάντηση εἶναι γεγονός, ἡ κάθε μιά εἶναι ἰδιαίτερα δύσκολη, γιατί εἶναι φοβερά μεγάλη ἡ εὐθύνη του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἐνώπιον κάθε προσώπου πού ἀπευθύνεται σέ αὐτόν. Καί αὐτό, γιατί ἄν ὁ ἄνθρωπος ὑπακούσει σέ ἕναν ἄστοχο λόγο τοῦ πνευματικοῦ, μπορεῖ νά βγεῖ ἀπό τήν ὀρθή ὁδό καί σέ αὐτή τήν περίπτωση ἡ ἀπώλεια δέν διορθώνεται μέ τίποτε. Δέν ὑπάρχει πάνω στή γῆ πιό πολύπλοκη, πιό δύσκολη, πιό ὑπεύθυνη ὑπηρεσία ἀπό ἐκείνη τῆς διακονίας τοῦ πνευματικοῦ».

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἦταν ἱερομόναχος Ἁγιορείτης, καί ὕστερα ἀπό μεγάλη ἄσκηση βρέθηκε στήν Δυτική Εὐρώπη,πρῶτα στήν Γαλλία καί ἔπειτα στήν Ἀγγλία, ἀπαντώντας μέ τήν ζωή του καί τήν διδασκαλία του στίς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς του. Κυρίως, παρέμεινε μέχρι τό τέλος ἕνας Ἁγιορείτης ἱερομόναχος.

Αὐτό φαίνεται καθαρά, μεταξύ τῶν ἄλλων, στίς ἐπιστολές του πού περιλαμ­βά­νονται στό βιβλίο αὐτό, πού ἐκφράζουν μιά ὐψηλή πνευματική ζωή. Σέ μιά ἐπιστολή του γράφει γιά τόν μοναχισμό πού ζοῦσε:

«Εἶναι πολύ πιθανόν ὅτι ἐσεῖς, ἀφοῦ περάσατε πολλά χρόνια στήν Πάτμο καί ἐν γένει στήν Ἑλλάδα, δέν γνωρίζετε καθόλου πόσες κατα­κρίσεις ὑπέμεινα ἀπό τότε πού ἀναχώρησα ἀπό τόν Ἄθωνα. Ἡ πλειο­νότητα τῶν κριτῶν μου ποτέ δέν μέ εἶδαν, καί ἀκόμη περισσό­τερο, ποτέ δέν μίλησαν μαζί μου∙ οὔτε κἄν πῆγαν ποτέ σέ ἐκκλησία νά προ­σευχηθοῦν. Ἀπό τήν ἀρχή ἀκόμη τῶν προσπαθειῶν μου νά οἰκοδομήσω κάτι σάν μοναστήρι, δέν εἶχα καμία βοήθεια ἀπό κανέναν...

Γιά μένα ὡς μοναχό, στό ἐπίπεδο τῆς σωτηρίας, εἶναι "ὠφελι­μότερο" νά μέ συκοφαντοῦν, γιατί συχνά στήν ὁδό αὐτή διαφυ­λάττεται τό πῦρ τῆς προσευχῆς τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν βυθίζει στά βαθειά νερά τῆς ταπείνωσης».

Συγχρόνως, ἦταν ἱερεύς καί λειτουργός τῶν θείων μυστηρίων. Ἡ θεία Λειτουργία ἦταν ἡ ζωή του, τήν βίωνε ὡς τόν Μυστικό Δεῖπνο τοῦ Χριστοῦ, τήν ὑπερφυᾶ προσευχή Του στήν Γεθσημανῆ. Στήν θεία Λειτουργία ζοῦσε ὅλη τήν τραγωδία τοῦ κόσμου. Γράφει:

«Τελοῦμε τή Θεία Λειτουργία μέ φλογερή ἔφεση νά ζήσουμε ὅλη τήν τραγωδία τοῦ κόσμου, δεόμαστε στόν Θεό γιά ζῶντες καί νεκρούς, συμπάσχουμε μέ τούς ἀσθε­νεῖς, τούς φτωχούς, τούς καταφρονημέ­νους, τούς θλιβομένους, τούς ἀπεγνω­σμένους, καί ὅλα αὐτά τά ἀναφέ­ρουμε στόν Θεό ἀπό τό βάθος τῆς καρδιᾶς μας μέ προσευχές καί μέ τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Ἔτσι ἔζησαν οἱ ἀσκητές Πατέρες μας στήν Αἴγυπτο, στήν Παλαιστίνη καί στό Ἅγιον Ὄρος τοῦ Ἄθωνα. Ἔτσι ἔζησαν ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ, ὁ ἅγιος Σέργιος τοῦ Ραντονέζ καί οἱ ἄλλοι Ἅγιοι».

Σέ ἄλλη ἐπιστολή γράφει:

«Γιά τόν ἱερέα εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό νά γνωρίσει, ἀκριβέ­στε­ρα, νά ἀποκτήσει τή συμπάσχουσα ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Καί αὐτό γιατί χωρίς τέτοια ἀγάπη ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας μπορεῖ νά ἀποβεῖ περισσότερο ἐξωτερική, "τυπική", παρά γνήσια, ζῶσα συμμετοχή στό ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Γιά τή βαθύτερη προσέγγιση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας κατά τήν τέλεσή της μπορεῖ νά εἶναι ὠφέλιμη ἐν μέρει ἡ ἀνύψωση τοῦ νοῦ στήν ἔφεσή του νά περιλάβει ὅλο τόν κόσμο∙ ὡστόσο, μόνο ὥς ἕναν βαθμό κατορθώνει αὐτό πού ἀναζητεῖ».

Γιά νά ἐπιτευχθῆ αὐτό χρειάζεται ὁ ἱερεύς νά ἀναπτύξη τήν ἐσω­τερική ζωή τῆς προσευχῆς. Γράφει:

«Ὑπό αὐτή τήν ἔννοια μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι κάθε ἱερέας θά ἔπρεπε νά ἔχει ἐμπειρία τῆς νοερᾶς (ἡσυχαστικῆς) προσευχῆς, πράγμα πού θά διευκόλυνε τήν εἴσοδό του στή θεία πράξη τῆς Λειτουργίας μας. Ἀπό τήν ἀρχή ἀκόμη τῆς Προσκομιδῆς, ἡ Λειτουργία μᾶς ἑλκύει στή σφαιρική θεωρία ὅλης τῆς "Ἱστορίας" τῆς ἀνθρωπότητας: ἀπό τή Δημιουργία τοῦ κόσμου ὥς τή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ καί τήν πλήρη "Τελείωση" τῶν πάντων».

Ἐπί πλέον ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἦταν πνευματικός πατέρας καί ἠσχολεῖτο μέ τήν πνευματική διακονία τῶν ἀνθρώπων. Γράφει σέ μιά ἐπιστολή του:

«Ἀπό τόν καιρό πού μοῦ ἀνέθεσαν νά εἶμαι πνευματικός, ὅλα ἀνατράπηκαν, ἦλθαν τά πάνω κάτω. Ἡ ἐντρύφησή μου στόν ἔσω ἄνθρωπο ἀντικαταστάθηκε ἀπό τήν ἐπικέντρωσή μου στήν καρδιά τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, στήν πάλη ἐναντίον τῶν παθῶν μέσα στίς καρδιές "ἄλλων". Τελικά, μοῦ ἔγινε φυσική κατάσταση νά μεριμνῶ προπαντός γιά τίς ἀνάγκες τῶν ἄλλων, τοῦ καθενός ἀπό τούς ἄλλους, καί νά λησμονῶ τόν ἑαυτό μου. Ἐκεῖνος, ὁ Μόνος πού γνωρίζει ὅλες τίς καρδιές, γνωρίζει πόσο συχνά ἦταν ὀδυνηρό γιά μένα νά στεροῦμαι μιά "ἀνάσα" γιά ἀνάγνωση, γιά ἀπομόνωση, γιά αὐτοσυγκέντρωση. Πολλές φορές μοῦ ἐρχόταν ἡ σκέψη ὅτι τά ἀποτελέσματα ὅλων τῶν κόπων μου καί τῶν στερήσεών μου ἦταν μηδαμινά σέ σημεῖο ἀπόγνωσης∙ ὅτι ἄν οἱ κόποι καί τῶν ἄλλων ἦταν τόσο λίγο καρποφόροι, τότε,  πράγματι, θά πρέπει νά εἶναι σχεδόν ἀδύνατον νά βρεθοῦν ἐργάτες γιά τέτοιον ἀγρό. Ἡ ἰδέα ὅτι κάθε ἄνθρωπος εἶναι "λόγος Θεοῦ", "βιβλίο τοῦ Θεοῦ", καί πώς ὅ,τι γράψεις σέ αὐτό τό αἰώνιο βιβλίο, ἔστω καί μιά γραμμή, εἶναι μεγάλη τιμή, πού μᾶς κάνει συνεργούς στή μεγάλη πράξη τῆς δη­μιουρ­γίας τοῦ κόσμου καί, ἀκόμη περισσότερο, συνεργούς στή δημιουργία θεῶν κατ’ εἰκόνα τοῦ αἰώνιου Θεοῦ, δέν μοῦ ἐπέτρεπε, θά ἔλεγα,  νά ἀποκλίνω ἀπό τή διακονία μου στούς ἀνθρώπους».

Φυσικά, γνώριζε πόσο δύσκολο εἶναι στήν ἐποχή μας νά ἀσκῆ κανείς τήν πνευματική διακονία στούς ἀνθρώπους, γι’ αὐτό γράφει σέ μιά ἐπιστολή του:

«Στόν αἰώνα μας ἡ θέση τῶν ἱερέων ἔγινε ἀφόρητη∙ τό νά εἶναι κανείς ἱερέας σημαίνει νά δέχεται μαρτύριο. Καί σήμερα λίγοι εἶναι ἕτοιμοι νά ὑπομείνουν αὐτό τό ἔργο. Ὡς ἐκ τούτου, ὅποιος καί νά εἶναι ὁ ἱερέας πού σᾶς ἔλαχε, ἐκτιμῆστε τον. Καί ἄν εἶστε μαζί του ταπεινοί καί συμπαθεῖς, ἀκόμη καί ἄν ὑπάρχει σέ αὐτόν κάποια ἀνεπάρκεια γνώσης ἤ ἐμπειρίας γά τό πῶς νά πολιτευθεῖ μέσα στήν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, τότε καί αὐτός θά διορθωθεῖ. Ἄν εἶναι νέος ἱερέας, τότε εἶναι πλήρως κατανοητό τό ὅτι δέν ἀφομοίωσε ἀκόμη ὅλη τήν τάξη τῶν πραγ­μάτων.

Μοῦ φαίνεται ὅτι στίς Ὀρθόδοξες χῶρες οἱ ἱερεῖς εἶναι καλύτεροι, ἀκριβῶς ἐξαιτίας τῆς μεγάλης ἀγάπης τοῦ λαοῦ. Ἀπό ὅσο ὅμως γνωρίζω τούς μετανάστες στήν Εὐρώπη, ὁ ἱερέας ποτέ δέν μπορεῖ νά τούς εὐχα­ριστήσει ὅλους. Ὁπωσδήποτε θά βρεθοῦν ὁρισμένοι οἱ ὁποῖοι δέν θά τόν συμπαθοῦν, συχνά χωρίς αἰτία ἐκ μέρους του, καί ἔτσι ἀρχίζει μιά ἀδιέξοδη διένεξη. Ἀπό τό τίποτε ἐπινοοῦν κάθε εἴδους κατηγορία γιά τούς ἄλλους, καί δέν εἶναι δυνατόν νά συμφιλιωθοῦν, ἐφόσον στήν πραγματικότητα τίποτε δέν ὑπάρχει».

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος καταλάβαινε καλά ὅτι τό νά συκο­φαν­τεῖται, τόν ὠφελοῦσε ὡς μο­ναχό, ἀλλά αὐτό δυσκόλευε τό ἔργο του ὡς πνευματικοῦ πατρός. Γρά­φει σέ μιά ἐπιστολή του:

«Ὅταν ἤμουν ἁπλός μοναχός ἐκτιμοῦσα ὑπερβολικά κάθε ἀπό­ρριψή μου ἀπό πλευρᾶς ὁποιουδήποτε, διότι αὐτό μέ ταπείνωνε καί μοῦ ἔδινε πλούσια τροφή στήν προσευχή∙ γιά τήν ἀκρίβεια, ἐνίσχυε τήν προσευχή, διότι μέ ἀποσποῦσε ἀπό κάθε ἐλπίδα ἐδῶ, πάνω στή γῆ, καθάριζε τόν νοῦ μου ἀπό κάθε σκέψη γιά τά πρόσκαιρα, ἐνίσχυε τή μνήμη τοῦ θανάτου. Μέ ἐλευθέρωνε ἐπίσης ἀπό "ἀνθρώπινες" δια­ταγές-ἐντολές, οἱ ὁποῖες ἐπιβάλλονται πολλές φορές στή ζωή τῶν καλῶν ἀνθρώπων, ἐξαιτίας τῆς ἐμπιστοσύνης τους πρός τούς ἰθύ­νοντες. Μέ ἕναν λόγο αὐτή εἶναι ἡ πιό ὠφέλιμη κατάσταση γιά τόν μοναχό. Τώρα ὅμως θλίβομαι βαθιά, ὅταν διαπιστώνω, ἔστω καί σέ μικρό βαθμό, δυσπιστία πρός τό πρόσωπό μου, γιατί σέ αὐτή τή δυσπιστία περικλείεται ὁ κίνδυνος νά ὁδηγηθεῖ ἡ "διακονία" μου στό μηδέν ἤ τουλάχιστον νά ἐξασθενήσουν οἱ καρποί της».

Ἀπό τά λίγα αὐτά φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος εἶχε μεγάλη αἴσθηση τῆς πνευματικῆς πατρό­τητος. Αὐτό ὀφειλόταν στήν μεγάλη αἴσθηση τῆς σωτηρίας ἐν Χριστῷ, ὅπως τοῦ ἀποκαλύφθηκε, κατά τόν καιρό πού ὡς μοναχός καί ἐρημίτης ἀσκητής βίωσε τό μεγαλεῖο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τί εἶ­ναι ὁ Θεός, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος καί ὅτι σκοπός τοῦ ἀνθρώπου εἶναι νά ἑνωθῆ μέ τόν Θεό καί νά γίνη κατά Χάριν Θεός, μάλιστα στίς συνθῆκες τῆς κοινωνίας τῆς ἐποχῆς μας.

∆ύο παραδείγματα θά καταγραφοῦν γιά νά φανῆ ὅτι, ὁ σκοπός τῆς ποιμαντικῆς διακονίας πού ἐξασκοῦσε ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἦταν νά ὁδηγήση τόν ἄνθρωπο στήν θεία ζωή, στόν ἀποκαλυπτικό λόγο, ἀλλά καί ὅτι γνώριζε πολύ καλά τήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου στόν ὁποῖον ζοῦσε.

Κατά τόν ἅγιο Σωφρόνιο «ὁ Χριστός ἦλθε νά μᾶς ἀποκαλύψη τόν ἀληθινό Θεό, καί ἡ ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ τό κέντρο τῶν πάντων. Νά χάσουμε τήν ἀποκάλυψη πού μᾶς δόθηκε γιά χάρη ὁποιωνδήποτε ἄλλων ἀξιῶν, θά εἶναι ἔγκλημα ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καί ἐναντίον τῆς ἀνθρωπότητας, γιατί ἔπειτα δέν θά ὑπάρχουν πιά ὁδοί πρός ἀποκατάσταση τῆς γνώσης πού χάθηκε καί συνεπῶς καί γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου».

Πέρα ἀπό τήν γνώση καί τήν διαφύλαξη τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Σωφρόνιος συνιστοῦσε στούς μοναχούς του νά μάθουν καί τίς συνθῆκες τοῦ κόσμου στόν ὁποῖο βρίσκονται. Γράφει: «Προσπάθησα νά τούς ἐξηγήσω τήν ἀναγκαιότητα γιά τό "μέλλον" τους νά ἐπωφεληθοῦν ἀπό τήν ὕπαρξη τοῦ Ἰνστιτούτου τοῦ Ἁγίου Σεργίου ὡς τόν πλησιέστερο γεωγραφικά σέ μᾶς "χῶρο", ὅπου αὐτοί θά ἔχουν τήν δυνατότητα νά μυηθοῦν στή θεολογική προβληματική τῆς ἐποχῆς μας, ὥστε ἀργότερα νά μήν ταλαιπωροῦνται στίς συναντήσεις τους μέ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ὅπως συχνά κλονίζονται οἱ μοναχοί τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐξαιτίας τῆς "μονόπλευρης" πνευματικῆς ἀγωγῆς τους».

Γενικά στό βιβλίο αὐτό φαίνεται μέ καθαρό τρόπο ὅτι ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἦταν ἐμπειρικός θεολόγος καί σκεφτόταν: «Τό νά κάνω ὅμως καριέρα μέσα στήν Ἐκκλησία, γιά μένα ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἔσχατη παραφροσύνη, γιατί στήν Ἐκκλησία ἡ ἀληθινή καριέρα συνίσταται στό νά εἶναι ὁ ἄνθρωπος εὐάρεστος στόν Θεό». Ἦταν Ἱερεύς πού εἶχε νοερά προσευχή καί μέ αὐτήν τήν προοπτική λειτουργοῦσε.

Καταλάβαινε πολύ δυνατά τί σημαίνει ὁ Ἱερεύς νά ἔχη πνευματικά παιδιά, γι’ αὐτό συμβούλευε τούς γονεῖς τί σημαίνει ἀγωγή τῶν παιδιῶν ὅταν ἔγραφε: «Καί ἐγώ πολλές φορές πέρασα ἀπό πειρασμό πού μοιάζει μέ τόν δικό σας, ἐφόσον καί σέ μένα ἔπεσε ὁ κλῆρος νά γεννήσω κατά πνεῦμα τέκνα μέ ὀδύνες καί θλίψεις. Τά ἴδια τά παιδιά ὅμως δέν κατανοοῦν αὐτά τά παθήματα τῶν μητέρων καί τῶν πατέρων τους». Καί πρό παντός κατά τήν ποιμαντική του διακονία εἶναι πολύ εὐγενής, ἀκόμη καί στίς ἀντιδράσεις τῶν Χριστιανῶν, καί ὅταν καταλάβαινε τέτοιες «ψυχρές ἀπορρίψεις» ἐκ μέρους τους, ἀποσυρόταν, ὅπως γράφει: «Ποτέ δέν εἶχα τήν διάθεση νά τούς ἐπισκέπτομαι, νά τούς ἐπιβαρύνω, τρόπον τινά, μέ τήν παρουσία μου».

Ὁ ἅγιος Σωφρόνιος, ὅπως φαίνεται στίς ἐπιστολές του αὐτές, ἀσκοῦσε μιά ποιμαντική διακονία ὑψηλῶν προδιαγραφῶν, πού ἐκινεῖτο στά προφητικά, ἀποστολικά καί πατερικά πρότυπα, μέσα σέ ἐκπληκτική εὐγένεια. Γράφει: «Νά ἔχουμε ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ δύναμη τῆς ὁρμῆς πρός τόν Θεό μέσα μας πρέπει νά αὐξάνει διαρκῶς ἕως τό τέλος τῆς ζωῆς μας ἔτσι, ὥστε τελικά νά μᾶς βγάλει ἀπό τήν σφαίρα τῆς ἕλξεως τῆς γῆς». Σέ αὐτό πρέπει νά βοηθήση ὁ πνευματικός πατέρας τούς Χριστιανούς.

Νά ἔχουμε τίς πρεσβείες του στόν Θεό.

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος γιὰ τὴν Ἐκκλησία

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἀναλύει τὴν ζωὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ποὺ τὴν κάνει νὰ ξεχωρίζη ἀπὸ κάθε ἄλλη θρησκεία καὶ Χριστιανικὴ Ὁμολογία. Μέσα στὴν Ἐκκλησία μπορεῖ κανεὶς νὰ ζήση τὸ μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἡ θέα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἡ αἴσθηση τῆς θείας Χάριτος κατὰ τὴν θεία Λειτουργία καὶ τὴν ἄσκηση, ἡ ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ ἡ πληροφορία, ἡ ἱερὴ ἡσυχία καὶ ἡ προσευχὴ κ.α., ὅλα αὐτὰ δείχνουν τὴν ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, ποὺ ὑπάρχει πλούσια μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γι’ αὐτὸ καὶ σὲ ἐπιστολή του συνδέει στενά: δόγμα, Ἐκκλησία καὶ ἄσκηση. Ἀλλοῦ γράφει «ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία διακρίνεται ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες ἐκκλησίες σὲ τρία ἐπίπεδα, γιατί: α) μόνη αὐτὴ ἀληθεύει πλήρως στὴν θεολογία τῆς, β) μόνη αὐτὴ γνωρίζει τὸ μυστήριο τῆς χάριτος, τῆς ἁγίας ζωῆς, καὶ διαφυλάσσει στὴν πληρότητα τὴ θεία χάρη, καὶ γ) εἶναι ἡ ἀρχαιότερη, ἡ θεμελιώδης, ἡ βασική, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποσχίσθησαν κατὰ καιροὺς μεγαλύτερα ἡ μικρότερα τμήματα».

Ὡς ὀρθόδοξος ἐμπειρικὸς θεολόγος δὲν μπορεῖ νὰ δεχθῇ τὸν περιορισμὸ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τὴν θεωρία τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τὸν ὁποῖο θεωρεῖ ὡς «μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἐπικίνδυνες αἱρέσεις». Ἡ προσπάθεια μερικῶν νὰ δημιουργήσουν μιὰ «παγκόσμια καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία» εἶναι μιὰ πλανεμένη προσπάθεια. Τὸ ἴδιο πλανῶνται καὶ ἐκεῖνοι ποὺ προσπαθοῦν νὰ ζήσουν «κάποιο εἶδος ὑψηλοῦ μυστικισμοῦ, ποὺ ὑπερβαίνει τὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀντιλήψεως τῆς χριστιανικῆς θρησκείας». Συνιστᾶ: «Προσεύχομαι στὸν Θεὸ ἐσεῖς νὰ μὴ πλανηθεῖτε μὲ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ νὰ πιστεύετε ἀκράδαντα μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ ὅτι ὑπάρχει πάνω στὴ γῆ ἐκείνη ἡ Μία, Μοναδικὴ καὶ Ἀληθινὴ Ἐκκλησία ποὺ ἵδρυσε ὁ Κύριος. Ἡ Ἐκκλησία αὐτὴ διατηρεῖ ἀλώβητη καὶ ἀκέραιη τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ (καὶ ὄχι ξεχωριστὰ μέλη της), κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς γνώσεως καὶ τῆς χάριτος καὶ εἶναι ἀλάθητη». Καὶ στὴν συνέχεια προσφέρει τὴν ὁμολογία του, ποὺ εἶναι ἔκφραση ἐμπειρίας καὶ ζωῆς.

(Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Οἴδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ»)

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στὴν καθημερινή του ζωή

Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Τὴν 11η Ἰουλίου 1993 κοιμήθηκε ὁ ἡγιασμένος Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ἱδρυτὴς καὶ πνευματικὸς τῆς Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Essex Ἀγγλίας.

Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπετείου τῆς κοιμήσεώς του, δημοσιεύουμε κατωτέρω, ὅπως ἄλλωστε εἴχαμε ὑποσχεθῇ, τὸ δεύτερο μέρος τῆς ὁμιλίας τοῦ Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου στὴν αἴθουσα τῆς Χριστιανικῆς Στέγης Πατρῶν στὰ πλαίσια τῶν «Πρωτοκλητείων» ποὺ εἶχε θέμα «Ὁ χαρισματοῦχος Γέροντας Σωφρόνιος» (βλ. τ. 115 Ε.Π.)

***

Ἐπειδὴ ἡ μέχρι τώρα ἀνάλυση μπορεῖ νὰ ἦταν κουραστική, θὰ προσπαθήσω τώρα νὰ σᾶς ξεκουράσω λίγο, παρουσιάζοντας μιὰ καθημερινὴ καὶ προσωπικὴ ἐπικοινωνία ποὺ εἶχε ὁ καθένας, ὅπως εἶχα καὶ ἐγώ, μὲ τὸν Γέροντα, ὅταν τὸν συναντοῦσε.

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στὴν καθημερινή του ζωή

Ὑπάρχει καὶ ἄλλος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ κάνω αὐτὴν τὴν παρουσίαση. Πιθανὸν μὲ ὅσα εἴπαμε μέχρι τώρα νὰ νομίση κανεὶς ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν ἕνας φιλόσοφος ἡ καὶ μεγάλος θεολόγος ποὺ ἦταν ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος ἀπὸ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅμως, τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Ὅταν τὸν συναντοῦσες ἔβλεπες ἕναν ἀσκητή, μὲ ἑνοποιημένη τὴν ὕπαρξή του, μὲ τὴν ἁπλότητα καὶ καθαρότητα τῆς ζωῆς του, γενικὰ ἔβλεπες ἕναν γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ ἄνθρωπο, ἀπηλλαγμένον ἀπὸ παντὸς εἴδους πάθη, ἀνασφάλειες καὶ συμβατικότητες.

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος εἶχε πολλὲς ἐμπειρίες στὴν ζωή του, καὶ ἀνθρώπινες καὶ θεϊκές. Δὲν εἶχε διάθεση νὰ γράφη γύρω ἀπὸ τὰ θέματα αὐτά, ἀλλὰ τὸ ἔκανε ὅταν χρειάσθηκε.

Κατ’ ἀρχήν, χρειάσθηκε νὰ ἐκδώση τὰ γραπτὰ τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, γιατί σὲ αὐτὰ βρῆκε σοφία ἀνώτερη ἀπὸ αὐτὴ ποὺ συνάντησε στοὺς φιλοσοφικοὺς κύκλους τῆς ἐποχῆς του καὶ στοὺς θεολόγους ποὺ συνδέονταν μὲ τὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ ἁγίου Σεργίου. Καὶ ἐπειδὴ μερικοὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐκτιμήσουν τὸ βάθος τῆς διδασκαλίας τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐκφερόταν μὲ τὴν ἁπλότητα τοῦ λόγου του, γι ἄ?τό χρειάσθηκε νὰ κάνη μερικὲς ἀναλύσεις, ὥστε νὰ προσέξουν τὸν λόγο τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ καὶ οἱ θεολόγοι ποὺ μαγεύονται ἀπὸ τὰ προϊόντα τοῦ ἀνθρώπινου στοχασμοῦ. Ἔτσι προῆλθε τὸ βιβλίο ὁ «Γέρων Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης» στὸ ὁποῖο βλέπει κανεὶς ὅλα τὰ θέματα τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχαστικῆς παραδόσεως μέσα στὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς μας.

Ἔπειτα, κλήθηκε νὰ ἀναπτύξη σὲ διάφορα ἀκροατήρια θέματα ὀρθοδόξου πνευματικῆς ζωῆς, καθὼς ἐπίσης χρειάσθηκε νὰ καθοδηγήση τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ τοῦ τὸ ζητοῦσαν καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἔγραψε διάφορα κείμενα, τὰ ὁποῖα ἀργότερα ἐκδόθηκαν σὲ βιβλία.

Ἑπομένως, ἡ θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου εἶναι αὐθεντική, ἀποκαλυπτική, ἐνῷ ἡ ἔκφρασή της ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὴν ἔκφραση τῶν φιλοσοφικῶν καὶ θεολογικῶν ρευμάτων ποὺ συνάντησε στὴν ζωή του. Ἔκανε ὅ,τι ἔκαναν καὶ οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶχαν προσωπικὴ πείρα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν συνέχεια ἀπάντησαν στὶς φιλοσοφικὲς καὶ θεολογικὲς ἀναζητήσεις τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τους, χωρὶς νὰ ἀλλοιώνεται ὁ θεολογικὸς λόγος. Τὰ ἄρρητα ρήματα καὶ νοήματα μεταφέρονται μὲ κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα.

Ὅταν μελέτησα τὸ βιβλίο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου γιὰ τὸν ὅσιο Σιλουανὸ στὴν πρώτη ἔκδοσή του, ἀναπτύχθηκε μέσα μου ἡ ἐπιθυμία νὰ τὸν γνωρίσω προσωπικά. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ζοῦσε στὴν Ἀγγλία καὶ αἰσθάνθηκα τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ. Τότε βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν ὀγδόντα ἐτῶν, ἀλλὰ ἦταν ἀκμαῖος, δυνατός, παρὰ μερικὲς ἀσθένειες ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσαν. Δεχόταν ὅλον τὸν κόσμο, συζητοῦσε μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐξομολογοῦσε, ὄχι βέβαια πολλούς, λειτουργοῦσε κάθε Κυριακή, πολλὲς φορὲς καὶ τὸ Σάββατο, ἔγραφε τὰ τελευταῖα βιβλία του, ἔτρωγε μαζί μας στὴν Τράπεζα τῆς Μονῆς, ἔκανε συνάξεις στοὺς μοναχούς, ταξίδευε κάποτε-κάποτε γιὰ νὰ ἐπισκεφθῇ ἄλλες κοινότητες ποὺ τὸν προσκαλοῦσαν, ἐπισκεπτόταν σπίτια γνωστῶν του ἀνθρώπων στὶς πλησιόχωρες πόλεις κλπ. Ἦταν ἕνας ζωντανὸς ἄνθρωπος καὶ σκόρπιζε παντοῦ αἰσιοδοξία.

Ἡ ἐποχὴ ἐκείνη ποὺ μοῦ ἀναπτύχθηκε ἡ ἐπιθυμία νὰ ἐπισκεφθῶ τὸν Γέροντα ἦταν μιὰ δύσκολη ἐποχή. Εἶχα διαβάσει πολλὰ πατερικὰ κείμενα, ἀλλὰ ἀναζητοῦσα κάποιον ποὺ νὰ ζῇ ὅλες αὐτὲς τὶς πατερικὲς ἐμπειρίες στὴν προσωπική του ζωή, νὰ εἶναι ἐνσαρκωμένη θεολογία. Ἐπίσης, στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’70 ζούσαμε στὴν Ἑλλάδα μιὰ μεγάλη ἐκκλησιαστικὴ κρίση, μὲ πολλὲς καὶ ὀδυνηρὲς συνέπειες. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ γεγονότα μὲ ὤθησαν νὰ γνωρίσω τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, ἀφοῦ μάλιστα εἶχα διαβάσει τὸ βιβλίο του γιὰ τὸν ὅσιο Σιλουανὸ καὶ μὲ εἶχε ἐνθουσιάσει. Πῆγα, λοιπόν, στὴν Ἀγγλία γιὰ νὰ τὸν συναντήσω γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ἔτος 1976, πρὶν εἴκοσι ἐννιὰ χρόνια. Παρέμεινα στὸ Μοναστήρι περίπου ἑνάμιση μῆνα καὶ στὴν συνέχεια κάθε καλοκαίρι καὶ γιὰ δεκαεπτὰ χρόνια ἐπισκεπτόμουν τὸ Μοναστήρι καὶ εἶχα πνευματικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἀείμνηστο μεγάλο Γέροντα.

Θὰ περιγράψω στὴν συνέχεια μὲ συντομία μερικὲς σκηνὲς ποὺ ἔζησα κατὰ καιρούς, ἀλλὰ τὶς ζοῦσε καὶ κάποιος ποὺ ἐπισκεπτόταν τὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ συναντήση τὸν Γέροντα.

α) Ὑποδοχή

Καθένας ποὺ πήγαινε στὸ Μοναστήρι αἰσθανόταν ὅτι οἱ μοναχοὶ τὸν ὑποδέχονταν, μὲ ἐντολὴ τοῦ Γέροντα, ὡς μιὰ μοναδικὴ προσωπικότητα. Ὅταν ὁ Γέροντας γνώριζε τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἐρχόταν ὁ γνωστός του, ἔβγαινε νὰ τὸν προϋπαντήση καὶ νὰ τὸν χαιρετίση. Ὅταν τὸ ἐπληροφορεῖτο ἡ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπιτάκι του ἡ ἔστελνε κάποιον μοναχὸ γιὰ νὰ τοῦ μεταφέρη τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ τοῦ ἐκφράση τὴν χαρά του ποὺ ἔκανε τόσο μεγάλο ταξείδι γιὰ νὰ ἔλθη κοντά του. Ἐπίσης, ἔδινε ἐντολὴ νὰ τὸν περιποιηθοῦν κατάλληλα καὶ νὰ τὸν κάνουν νὰ αἰσθανθῇ σὰν στὸ σπίτι του.

β) Θεία λειτουργία-προσευχή

Τὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ τοῦ Γέροντα ἦταν ἡ θεία Λειτουργία καὶ ἡ κενωτικὴ θυσία ποὺ βιώνει κανεὶς στὴν θεία Λειτουργία. Λειτουργοῦσε κάθε Κυριακή, πολλὲς φορὲς καὶ τὸ Σάββατο, καὶ κοινωνοῦσε τὶς ἄλλες ἡμέρες ποὺ γινόταν ἡ θεία Λειτουργία.

Ὅταν λειτουργοῦσε ἦταν ἀπόλυτα συγκεντρωμένος ὅλος ὁ ψυχοσωματικός του κόσμος σὰν σὲ γροθιά. Ἔβλεπε κανεὶς ὅτι ὁ νοῦς του ἦταν συγκεντρωμένος μέσα στὴν καρδιά. Δὲν τολμοῦσες νὰ τὸν κοιτάξης καὶ πρὸ παντὸς νὰ τοῦ μιλήσης. Οἱ κινήσεις του ἦταν ἱεροπρεπεῖς καὶ ἀργὲς καὶ εὐλογοῦσε τὸν κόσμο μὲ ἐπίγνωση τοῦ τί ἔκανε, βλέποντας ὅλους τοὺς παρευρισκομένους μὲ τὰ μάτια του καὶ μεταδίδοντας σ’ αὐτούς την Χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐκφωνήσεις του λέγονταν σὲ τέτοιο τόνο καὶ ρυθμὸ ὥστε νὰ μπορῇ ἄνετα νὰ παρακολουθῇ ὁ νοῦς τὰ λεγόμενα. Γιατί ὅταν κανεὶς ψάλλη πολὺ γρήγορα ἡ πολὺ ἀργά, τότε ὁ νοῦς ἀποσπᾶται. Τελικά, ἐκεῖνο ποὺ παρατηροῦσε κανεὶς ἦταν ὅτι ὁ Γέροντας προσευχόταν καὶ μὲ τὴν λογική, λέγοντας τὶς εὐχές, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν νοῦ του ποὺ ἦταν μέσα στὴν καρδιά. Πολλὲς φορὲς στὴν θεία Λειτουργία βυθιζόταν, ἰδίως ὅταν κατὰ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα καθόταν λίγο στὴν καρέκλα γιὰ νὰ ξεκουρασθῇ. Δὲν ἐπρόκειτο γιὰ σωματικὸ ὕπνο, ἀφοῦ εἶχε συνείδηση τοῦ τί γινόταν στὸν Ναό.

Ἡ καθημερινὴ προσευχή, ποὺ εἶχε καθιερώσει νὰ γίνεται στὸν Ναό, καὶ πολλὲς φορὲς καὶ ἐκεῖνος ἦταν «παρών», γινόταν σὲ ἔντονα κατανυκτικὸ κλίμα ποὺ δημιουργοῦσε μετάνοια καὶ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Γιὰ δύο ὧρες τὸ πρωΐ καὶ δύο ὧρες τὸ βράδυ μέσα στὸ Ναὸ μὲ τὸν φωτισμὸ τῆς κανδήλας, λεγόταν μὲ τὸ στόμα (κάποιος ἐκφωνοῦσε) ἡ εὐχὴ στὸν Χριστό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησον ἡμᾶς» καὶ στὴν Παναγία: «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς», σὲ διάφορες γλῶσσες.

Ἡ θεία Λειτουργία καὶ ἡ προσευχὴ ἀλλοίωνε ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ ἀνέπτυσσε τὸ εὔκρατο κλίμα τῆς γνήσιας μοναχικῆς ζωῆς.

γ) Τράπεζα

Ὅπως σὲ ὅλα τὰ Μοναστήρια ἔτσι καὶ ἐκεῖ ἡ ὥρα τῆς Τραπέζης ἦταν ἱερά. Ἡ παρουσία τοῦ Γέροντα καθοριστική. Σύννους καὶ σκεπτικὸς συντηροῦσε τὸ σῶμά του μὲ τὴν ἀπαραίτητη λίγη τροφή, μὲ πολλὴ εὐγένεια, ἀλλὰ ἡ παρουσία του ἦταν φωτεινή, πνευματική. Ἐνθυμοῦμαι πὼς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τραπέζης ἀναπτυσσόταν σὲ ὅλους μετάνοια καὶ πένθος καρδιακό. Τὸ ἀνάγνωσμα, ἡ διδασκαλία καὶ ἡ σεβάσμια παρουσία τοῦ Γέροντα δημιουργοῦσαν ἕνα βαθὺ πνευματικὸ κλίμα.

Τὴν πρώτη ἡμέρα ὁ ἐπισκέπτης ἀπολάμβανε τὴν χαρὰ νὰ κάθεται, κατὰ τὴν ὥρα τῆς Τραπέζης, δίπλα στὸν Γέροντα, μὲ δική του πρόσκληση, πρὶν ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ἔστω καὶ ἂν ἦταν λαϊκός. Ἀμέσως μετά, ὅμως, καταλάμβανε τὴν θέση τοῦ μετὰ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἔλεγε ὅτι ἡ πρώτη θέση εἶναι τιμητικὴ γιατί δείχνει τὴν τιμὴ ποὺ δείχνουμε στὸν φιλοξενούμενό μας, ἀλλὰ καὶ ἡ τελευταία θέση εἶναι τιμητική, γιατί φανερώνει ὅτι τὸν ἐντάσσουμε στὴν οἰκογένειά μας.

δ) Ἡ φιλοξενία

Ἡ φιλοξενία ἦταν παραδειγματική, ἀρχοντική. Τὸν συγκινοῦσε το ὅτι κάποιος ἔκανε ἕνα μεγάλο ταξείδι γιὰ νὰ πάη στὸ Μοναστήρι καὶ παραδιδόταν ὁλοκληρωτικὰ σὲ αὐτόν, ἰδίως ὅταν εἶχε ἀκμαῖες τὶς δυνάμεις του καὶ καταλάβαινε ὅτι ὁ ἄλλος εἶχε ἀνάγκη μιᾶς πνευματικῆς βοηθείας. Ἂν δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἐξυπηρετήση προσωπικά, τότε τοῦ ζητοῦσε συγγνώμη. Αἰσθανόταν πολὺ ἄβολα καὶ σχεδὸν ἀηδιαστικὰ ὅταν κάποιος τὸν ἐπισκεπτόταν καὶ στεκόταν ἀπέναντί του μὲ σεβασμὸ καὶ τὸν θεωροῦσε ἅγιο. Ἔλεγε ὅτι δὲν ἐπιθυμῶ νὰ μὲ συναντοῦν καὶ νὰ μὲ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι ὡς ἅγιο.

Πολλὲς φορὲς ἔδινε ἐντολὴ σὲ ἀδελφοὺς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς νὰ ξεναγήσουν τὸν ἐπισκέπτη τους στὴν γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι περιοχή, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες πόλεις, ὅπως τὴν Ὀξφόρδη, στὸ Κόλτσιεστερ κλπ. Χαιρόταν ὑπερβολικὰ ὅταν ὁ ἐπισκέπτης, μένοντας στὸ Μοναστήρι, αἰσθανόταν σὰν στὸ σπίτι του. Κάποτε, βγαίνοντας ἀπὸ τὸ σπιτάκι του, ἦταν πολὺ χαρούμενος καὶ ἀνοίγοντας τὰ χέρια του, σὰν μικρὸ παιδί, μοῦ εἶπε: «Τελείωσα γράφοντας ἕνα κεφάλαιο.Τώρα εἶμαι ὅλος δικός σου. Κάνε μὲ ὅ,τι θέλεις». Καί, φυσικά, ἀκολούθησε μεγάλη θεολογικὴ συζήτηση γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ὑποστατικὴ ἀρχή, ἀπὸ τὰ προσφιλῆ θέματα τοῦ Γέροντα.

Μιὰ φορά, ἐκφράζοντας τὴν ἀρετὴ τῆς φιλοξενίας, μὲ πῆρε μαζί του γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦμε μιὰ φιλική του οἰκογένεια σὲ μιὰ γειτονικὴ πόλη. Τὸ ἔκανε κυρίως γιὰ νὰ μὲ ξεκουράση καὶ νὰ ἐκφράση τὰ φιλόξενα αἰσθήματά του.

ε) Ἀγάπη στοὺς ἀνθρώπους

Ἡ ἀγάπη τοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐπισκέπτονταν τὸ Μοναστήρι ἦταν μεγάλη. Χαιρόταν ποὺ τὸ Μοναστήρι ἦταν πάντα ἀνοιχτὸ καὶ οἱ μοναχοὶ δέχονταν τὸν κόσμο μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ χωρὶς νὰ ἐκδηλώνουν κάποια δυσανασχέτηση. Γνώριζε ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας εἶναι πονεμένοι ἀπὸ διάφορα αἴτια καὶ ὡς πονεμένοι εἶναι εὐαίσθητοι σὲ κάθε στενοχώρια καὶ ἔτσι ἐκφράζουν διάφορα παράπονα. Καὶ γι’ αὐτὸ ἔδειχνε τὴν πλούσια ἀγάπη του, ἰδίως στοὺς πονεμένους καὶ περιφρονημένους ἀνθρώπους.

Τὶς Κυριακὲς τὸ Μοναστήρι ἦταν ἕνας τόπος συνάντησης ἑκατοντάδων ἀνθρώπων, ποὺ μετὰ τὴν θεία Λετουργία κινοῦνταν ἄνετα μέσα στὸν ἐσωτερικὸ χῶρο τῆς Μονῆς, ἔτρωγαν στὴν Μονή, οἱ περισσότεροι μὲ τὰ φαγητὰ ποὺ ἔφεραν μαζί τους, κάτω ἀπὸ τὰ πανύψηλα δένδρα ποὺ βρισκόνταν στὸ ἐσωτερικό της, ἐξομολογοῦντο στοὺς Πνευματικοὺς τῆς Μονῆς, συμμετεῖχαν στὴν Παράκληση, ἄκουγαν τὴν καθιερωμένη ὁμιλία.

Ἰδιαίτερη ἀγάπη ἐξέφραζε στὰ μικρὰ παιδιά. Τὰ ἀγκάλιαζε, τοὺς μοίραζε σοκολάτες, γιόρταζε τὶς ἑορτές τους, ἔδινε γλυκὰ καὶ ἔψαλλε τὸν πολυχρονισμό τους καὶ γενικότερα συμπεριφερόταν σὰν μικρὸ παιδί, μιλῶντας μὲ τὰ παιδιά.

Πολὺ συγκινοῦνταν μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν στὴν κατάθλιψη, τὴν στενοχώρια, ἀπὸ ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες, καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν νοερὰ καρδιακὴ προσευχή, μέσα σὲ ἕνα κλίμα μετάνοιας. Ἐπίσης, συγκινοῦνταν μὲ τοὺς νέους, τοὺς ἀναρχικούς, τοὺς πεινῶντας καὶ διψῶντας τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ποὺ περνοῦσαν ὅ,τι καὶ ἐκεῖνος πέρασε στὴν ζωή του. Στεκόταν ἀπέναντί τους μὲ σεβασμὸ καὶ ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ τοὺς βοηθήση.

στ) Συζήτηση - ἐξομολόγηση

Ἀφιέρωνε ὧρες γιὰ νὰ συζητήση διάφορα πνευματικὰ ζητήματα. Συνήθως εἶχε δύο τρόπους ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Ὁ ἕνας ὅταν ζητοῦσε κανεὶς νὰ τὸν συναντήση καὶ νὰ συζητήση μαζί του ἕνα σοβαρὸ θέμα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε. Συνήθως δεχόταν τὸ αἴτημα καὶ τὸν φώναζε ὅποτε εὐκαιροῦσε. Ρωτοῦσε πόσο καιρὸ θὰ μείνη στὸ Μοναστήρι καὶ ρύθμιζε ἐκεῖνος τὸν χρόνο τῆς συνάντησης, πολλὲς φορὲς τὸν ἔβλεπε καὶ τὴν προτελευταία ἡμέρα πρὶν νὰ ἀναχωρήση ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ὅπως ἔχω καταλάβει, αὐτὸ γινόταν μέσα σὲ ἕνα ἰδιαίτερο σκοπὸ ποὺ εἶχε. Ἤθελε νὰ δοθῇ ἡ δυνατότητα στὸν ἐπισκέπτη νὰ εἰσέλθη μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, νὰ προσλάβη ὅλο τὸ πνεῦμά της, νὰ προσευχηθῇ, νὰ ἐξομολογηθῆ στοὺς πνευματικοὺς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, νὰ τὸν συντρίψη τὸ πνεῦμα τῆς μετανοίας ποὺ τὸ ἔνοιωθε κανεὶς στὴν Μονή, νὰ καθαρισθῇ ὁ νοῦς του καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς του ἦταν ἕτοιμο γιὰ νὰ δεχθῇ τὸν λόγο του.

Ἡ συνάντηση γινόταν στὸ μικρὸ γραφεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Πρὶν ἀρχίσει τὴν συζητήση καὶ ἐνῷ ἀκόμη ἦταν ὄρθιος ἔκανε προσευχή, ἐκφωνῶντας ἀργὰ καὶ σταθερὰ τὸ «Βασιλεῦ οὐράνιε...» γιὰ νὰ εὐλογηθῇ αὐτὴ ἡ συζήτηση. Ὅλα τὰ ἔθετε κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Στὴν συνέχεια ἐκεῖνος ἔκανε μιὰ μικρὴ εἰσαγωγή, ἐκφράζοντας τὴν χαρά του ποὺ συναντιόνταν πάλι στὸ Μοναστήρι καὶ τὶς περισσότερες φορές, χωρὶς κἂν νὰ τὸ καταλάβη ὁ συνομιλητής, τὸν ἔφερε στὸ ἐρώτημα ἡ τὸ πρόβλημα ποὺ εἶχε καὶ ἤθελε νὰ συζητήση μαζί του.

Καὶ ὅταν ὁ συνομιλητὴς ἤθελε νὰ ἐξομολογηθῆ, ὁ Γέροντας ἔβαζε τὸ πετραχήλι του μὲ ἀργὲς κινήσεις, διάβαζε τὴν σχετικὴ ἀκολουθία μὲ ἀργὸ ρυθμὸ καὶ στὴν συνέχεια, ἀφοῦ ἄκουγε τὴν ἐξομολόγηση καὶ ἔλεγε ἕνα θεόπνευστο θεραπευτικὸ λόγο, ὄχι ἁπλὴ συζήτηση, ἀλλὰ ὅ,τι ἀπεκάλυπτε ὁ Θεός, τὸν πρῶτο λόγο ποὺ τοῦ φανέρωνε, διάβαζε τὴν συγχωρητικὴ εὐχή, μὲ κατάνυξη.

Ἂν ἡ συζήτηση δὲν εἶχε προσωπικὸ χαρακτῆρα, ἀλλὰ ἐπίσημο, τότε ἀμέσως μετὰ τὸ μεσημβρινὸ φαγητό, προσκαλοῦσε μαζὶ μὲ τὸν ἐπισκέπτη καὶ τὸν Ἡγούμενο ἡ ἄλλα μέλη τῆς ἀδελφότητος σὲ κοινὴ συνάντηση, στὴν ὁποία μετὰ τὸ καθιερωμένο ρόφημα ἀνέπτυσσε διάφορα θέματα, τὶς περισσότερες φορὲς θεολογικὰ καὶ πνευματικά. Ἡ ἀνάλυση τοῦ προσώπου-ὑποστάσεως, τῆς ἀποκαλυπτικῆς φράσης «κράτει τον νοῦ σου στὸν ἅδη καὶ μὴ ἀπελπίζου», ἡ κένωση κατὰ τὴν θεία Λειτουργία, ἦταν ἀπὸ τὰ κεντρικὰ καὶ ἀγαπητὰ θέματα τῶν συζητήσεών του.

Ὁ ἄλλος τρόπος τῆς συζητήσεως ἦταν εὐκαιριακός. Ἦταν εὐκαιριακὸς γιὰ τὸν ἐπισκέπτη, ἀλλὰ γιὰ ἐκεῖνον μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ προγραμματισμένος. Συναντοῦσε τὸν ἐπισκέπτη σὲ κάποιο χῶρο τῆς Μονῆς καὶ τοῦ ἔλεγε: «πᾶμε μιὰ βόλτα». Πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ ἔχη μεγαλύτερη σταθερότητα στὶς κινήσεις του, κυρίως ὅταν εἶχε πρόβλημα στὴν μέση του, ἀλλὰ περισσότερο γιὰ νὰ δείξη τὴν κοινωνία, τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀγάπη μεταξύ τους, κρατοῦσε «ἀγκαζὲ» τὸν συνοδοιπόρο του. Ἄνοιγε τὴν συζήτηση, καὶ φυσικὰ ὁ συνομιλητής, εὑρισκόμενος μπροστὰ στὸν πατερικό, παρακλητικὸ καὶ γλυκύτατο λόγο ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ χείλη του, ἀπόσταγμα πνευματικῆς πείρας, δὲν τολμοῦσε νὰ ἀντιμιλήση, οὔτε κἂν νὰ ἐρωτήση καὶ νὰ συνεχίση μὲ τὸν δικό του λόγο τὴν συζήτηση. Δὲν τὸν ἀπηγόρευε ὁ Γέροντας, ἀλλὰ ὁ λόγος του καθήλωνε τὸν συνομιλητή του. Σὲ τέτοιους περιπάτους ἄκουσα λόγους του γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ θείας Λειτουργίας καὶ νοερᾶς προσευχῆς, γιὰ τὸ εὗρος καὶ τὸ πλάτος τῆς μετάνοιας, γιὰ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου, γιὰ τὸν τρόπο βιώσεως τῆς αὐθεντικῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, γιὰ τὴν ποιμαντικὴ διακονία τῶν ἐγγάμων, γιὰ τὶς οἰκογένειες ἀνθρώπων, γιὰ τὴν παιδαγώγηση τῶν νέων, γιὰ τὶς διαφορὲς μεταξὺ ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων καὶ ἁγίων Πατέρων, γιὰ θεολογικὰ θέματα κλπ.

ζ) Ἐπισκέψεις

Ἡ εὐαίσθητη καρδιὰ τοῦ πρὸς ὅλο τὸν κόσμο τὸν ἔκανε νὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κατοικοῦν σὲ ὅλη τὴν γῆ, γιὰ τὸν κόσμο. Κυρίως προσευχόταν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ εἶχαν μαζί του μιὰ πνευματικὴ ἐπικοινωνία, πολὺ περισσότερο ὅταν βρίσκονταν σὲ θλίψη ἡ ἀσκοῦνταν στὴν νοερὰ προσευχὴ ἡ εἶχαν διάθεση γιὰ μοναχικὴ ζωή, ἡ βρίσκονταν στὸ πνευματικὸ στάδιο τῆς ἄρσεως τῆς θείας Χάριτος. Συνεχῶς ἐνδιαφερόταν γι’ αὐτοὺς ἀρρενωπά.

Πολλὲς φορὲς ἔκανε ἐπισκέψεις σὲ ἀνθρώπους ποὺ τοῦ ζητοῦσαν τὴν βοήθειά του, ἡ ἀντιλαμβανόταν ὁ ἴδιος ὅτι εἶχαν ἀνάγκη. Πήγαινε στὰ σπίτια τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ τοὺς πῇ κάποιο λόγο παρηγορητικό, ἐπισκεπτόταν ἀσθενεῖς στὰ Νοσοκομεῖα, ἀλλὰ πήγαινε καὶ σὲ κοινότητες ποὺ ἀναζητοῦσαν νὰ ζήσουν τὴν πνευματικὴ ζωή.

η) Ἀγάπη στὴν φύση

Ἀγαποῦσε τὴν φύση, τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤθελε νὰ βλέπη περιποιημένο τὸν περιβάλλοντα χῶρο τῆς Μονῆς καὶ σεβόταν κάθε χορταράκι, ἀφοῦ ἦταν καρπὸς τῆς δημιουργικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.

Ἤθελε νὰ φυτεύωνται δενδράκια στὸ Μοναστήρι. Ὁ ἴδιος ἐντόπιζε τὸν χῶρο ποὺ θὰ φυτεύονταν διάφορα δένδρα καὶ καθόριζε ποιό εἶδος δένδρων θὰ φυτευόταν. Σὲ μιὰ περίπτωση βγῆκε γιὰ νὰ χαρῆ μὲ τὸ νὰ μᾶς βλέπη νὰ φυτεύουμε δενδράκια. Τόσο χάρηκε ὥστε μᾶς κάλεσε στὸ σπιτάκι του γιὰ νὰ μᾶς δώση ἕνα ἀναψυκτικό.

θ) Αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ
Λένε ὅτι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ἑνὸς ἁγίου εἶναι ὅτι ἔχει αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ. Ἔγιναν μελέτες στὰ πατερικὰ κείμενα καὶ βρῆκαν πολλὰ τέτοια παραδείγματα. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε ἰδιαίτερα στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἀλλὰ καὶ σὲ συγχρόνους ἁγίους, ὅπως τὸν π. Παΐσιο. Αὐτὸ τὸ χιοῦμορ εἶχε καὶ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος.

Ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, στενοχωριόταν καὶ δὲν εἶχε καμμιὰ διάθεση νὰ συνεχίση τὴν συζήτηση μὲ ἄνθρωπο ποὺ τὸν πλησίαζε μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι συνομιλεῖ μὲ ἕναν ἅγιο. Ἂν συνέβαινε αὐτό, σταματοῦσε τὴν συζήτηση καὶ προφασιζόταν κάτι γιὰ νὰ φύγη. Χρησιμοποιοῦσε πολὺ ἔξυπνες φράσεις, ποὺ εἶχαν μέσα τους τὸ στοιχεῖο τῆς χαρᾶς, ἀλλὰ καὶ τῆς λεπτῆς διδασκαλίας, γελοῦσε μὲ τὴν καρδιά του ἀπὸ κάτι ποὺ ἔλεγε ἡ ἄκουγε. Μερικὲς φορὲς συμπεριφερόταν μὲ μιὰ παιδικὴ ἁπλότητα, χωρὶς νὰ γίνεται παιδί. Εἶχε ὅλα τὰ γνωρίσματα τοῦ παιδιοῦ μέσα στὴν σοφία ἑνὸς μεγάλου ἀνθρώπου.

Ὅταν περπατῶντας μέσα στὰ δρομάκια τῆς Μονῆς συναντοῦσε κάποια ὁμάδα γνωστῶν του ἀνθρώπων ἡ παιδιῶν, τοὺς πλησίαζε ἡ τὸν πλησίαζαν καὶ τοὺς ἔλεγε διδακτικὲς ἱστορίες, ὁπότε ἀπὸ τὸν χαρούμενο θόρυβο ἀντιλαμβανόμασταν ὅλοι ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται ὁ Γέροντας.

ι) Ἀποχαιρετισμός

Ὅταν ἔμενε κανεὶς ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα στὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ ἔμπαινε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρά της, τότε ἐθεωρεῖτο μέλος τῆς οἰκογένειας αὐτῆς. Ὁπότε, ἡ ἡμέρα τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ ἦταν συγκινητική.

Συγκεντρώνονταν ὅλοι οἱ μοναχοί, μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα στὸν Ναὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ γινόταν μιὰ σχετικὴ ἀκολουθία, μὲ τὴν ὁποία ἀπηύθυναν δεήσεις γιὰ νὰ εὐλογήση ὁ Θεὸς τὸ ταξείδι, διάβαζαν δὲ καὶ τὸ κατάλληλο εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα καὶ τὴν ἀνάλογη εὐχή.

Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀκολουθία αὐτὴ ἔβγαιναν ὅλοι στὸν δρόμο ὅπου βρίσκονταν τὸ αὐτοκίνητο μὲ τὸ ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ ταξιδεύση ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Τὸν ἀσπάζονταν ὅλοι, τοῦ ἔδιδαν κάποια εὐλογία, μερικὲς φορὲς ὅταν τὸ ζητοῦσε ὁ ἐπισκέπτης φωτογραφίζονταν γιὰ νὰ ὑπάρχη ἀνάμνηση καὶ ὅταν τὸ αὐτοκίνητο ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονή, ὅλοι, μὲ κορυφαῖο τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, χαιρετοῦσαν μὲ τὰ χέρια τους, γιὰ πολλὴ ὥρα, ἕως ὅτου ἐξαφανιζόταν τὸ αὐτοκίνητο σὲ μιὰ στροφὴ τοῦ δρόμου, καὶ μάλιστα μερικοὶ ἔβγαζαν τὰ μαντήλια καὶ χαιρετοῦσαν τον ἀναχωροῦντα ἐπισκέπτη ἀνεμίζοντάς τα.

Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ μείνη ἀσυγκίνητος ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο γινόταν ὁ ἀποχωρισμὸς καί, βεβαίως, καμμιὰ καρδιὰ δὲν ἔμενε ἀσυγκίνητη μπροστὰ στὴν ζεστὴ αὐτὴ ἔκφραση τῆς ἀγάπης.

Στὰ περιστατικὰ αὐτὰ ποὺ περιέγραψα πιὸ πάνω ἤμουν αὐτόπτης μάρτυρας καὶ γι’ αὐτὸ ἡ περιγραφὴ εἶναι αὐθεντική. Μποροῦσαν νὰ συμβοῦν σὲ διάφορες μέρες καὶ περιόδους. Ἀλλὰ θὰ μποροῦσαν νὰ συμβοῦν ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ μιὰ μόνον ἡμέρα. Ὁπότε, αὐτὰ δείχνουν ἕνα καθημερινὸ πρόγραμμα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου.

Μιὰ φορά μου ἔλεγε χαρακτηριστικά. «Στὸ Μοναστήρι μας συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει τὸ βασικὸ βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς στὸ ὁποῖο περιέχονται τροπάρια κάθε ἡμέρας στὸν ἰδιαίτερο ἦχο, ἀλλὰ συγχρόνως ἐναλλάσσονται καὶ τὰ τροπάρια τοῦ Μηναίου, ἀπὸ τὸν ἑορταζόμενο ἅγιο τῆς ἡμέρας. Ἔτσι συμβαίνει καὶ στὸ Μοναστήρι μας. Ἡ παρακλητική, μιὰ σταθερὴ βάση, εἴμαστε ἐμεῖς, ἀλλὰ κάθε ἡμέρα προστίθενται καὶ νέοι ἐπισκέπτες. Δὲν μᾶς ἀλλάζουν τὸ πρόγραμμα, ἀλλὰ ἐκεῖνοι παίρνουν κάτι ἀπὸ μᾶς καὶ ἔτσι ἀναπέμπεται ἡ καθημερινή μας δοξολογία στὸν Θεό».

Καὶ μοῦ κάνει τεράστια ἐντύπωση τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας τέτοιος μεγάλος θεολόγος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ ὁποῖος γνώρισε κορυφαίους θεολόγους καὶ φιλοσόφους, ἀλλὰ κυρίως ἀξιώθηκε, ὅπως φαίνεται στὰ κείμενά του, νὰ ἀποκτήση μεγάλη ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔφθασε μέχρι τὴν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, νὰ εἶναι τόσο πλησίον μας, νὰ συμπεριφέρεται μὲ τόσο ἁπλὸ καὶ ἀνθρώπινο τρόπο. Εἶναι σὰν νὰ βλέπης τὸν Χριστό, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, τὴν μιὰ στιγμὴ νὰ μεταμορφώνεται στὸ Ὅρος Θαβὼρ καὶ τὴν ἄλλη νὰ βρίσκεται μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀπαλύνη τὸν πόνο τους· τὴν μιὰ στιγμὴ νὰ ψάλλη μὲ τοὺς μαθητὰς Τοῦ καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο νὰ σταυρώνεται· τὴν μιὰ στιγμὴ νὰ διδάσκη καὶ στὴν συνέχεια νὰ παίρνη στὴν ἀγκαλιά του τὰ παιδάκια καὶ νὰ τὰ εὐλογῇ· τὴν μιὰ στιγμὴ νὰ εἶναι ἐλεγκτικὸς στοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους καὶ τὴν ἄλλη νὰ ἀφήνη τὴν πόρνη γυναῖκα νὰ τοῦ πλένη τὰ πόδια καὶ νὰ τῆς συγχωρῇ τὶς ἁμαρτίες της.

Ἀγαπητοί μου,

Ὅσο καὶ νὰ μιλήσω δὲν μπορῶ νὰ παρουσιάσω τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, τὴν θεολογία του καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πλησίαζε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο. Ὁ ἴδιος μιλοῦσε τέσσερες γλῶσσες (ρωσσική, γαλλική, ἑλληνικὴ καὶ ἀγγλική), εἶχε καὶ μεγάλη πνευματικὴ πείρα καὶ μποροῦσε νὰ ἀντιλαμβάνεται ἄριστα τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τοὺς ἀλλοδόξους, τοὺς ἀθέους καὶ τοὺς πιστούς, τοὺς εὐσεβεῖς καὶ τοὺς ἀναρχικούς, τοὺς νέους καὶ τοὺς γέρους, τοὺς λαϊκοὺς καὶ τοὺς κληρικούς, τοὺς κοσμικοὺς καὶ τοὺς μοναχούς.

Καὶ κάποτε ἦλθε ὁ καιρὸς ὁ πνευματικὸς αὐτὸς ἥλιος νὰ δύση ἡ μᾶλλον νὰ ἀνατείλη στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία γνώρισε ἀπὸ τὶς ἐπανειλημμένες ἐπισκέψεις του. Καὶ κοιμήθηκε ὅπως δίδασκε, προσευχόταν, λειτουργοῦσε.

Ὅταν αἰσθάνθηκε τὸ τέλος του εἶπε: «ὅλα τὰ ἔχω πεῖ στὸν Θεό. Τελείωσα ὅ,τι εἶχα νὰ κάνω. Τώρα πρέπει νὰ φύγω». Ἔστειλε γράμμα στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, κάτω ἀπὸ τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου βρίσκεται ἡ Ἱερὰ Μονή του, γιὰ νὰ ζητήση τὴν εὐχή του γιὰ νὰ ἀπέλθη «πρὸς τὸ ποθούμενο Φῶς τῆς Χριστοῦ Ἀναστάσεως» . Ἄ?τό δείχνει καὶ τὸ ἐκκλησιαστικό του φρόνημα. Λίγο πρὶν κοιμηθῇ εἶπε: «δὲν μπορῶ νὰ περιμένω ἄλλο». Ἔδωσε τὶς ὁδηγίες του στὰ πρόσωπα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἀπηύθυνε τὶς τελευταῖες διδασκαλίες του καὶ τοὺς χαιρέτισε ὅλους. Σταύρωσε τὰ χέρια του καὶ παρέμεινε πάνω στὸ κρεββάτι, προσευχόμενος καὶ ἑτοιμαζόμενος γιὰ τὴν συνάντηση μὲ τὸν ποθούμενο Χριστό.

Ὅταν τὸν εἶδα στὸ φέρετρο κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία, διέκρινα ὅτι εἶχε τὴν ἴδια στάση, τὴν ἴδια ἔκφραση ποὺ εἶχε ὅταν προσευχόταν καὶ κυρίως ὅταν λειτουργοῦσε, ἀκόμη καὶ ὅταν δίδασκε καὶ φανέρωνε τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ ἔδειχνε τὴν ἑνοποίηση ποὺ ἔγινε στὴν ζωὴ τοῦ μεταξὺ θεωρίας καὶ πράξεως, μεταξὺ ἐρήμου καὶ κοινωνίας, μεταξὺ θείας Λειτουργίας καὶ ἱερὰς ἡσυχίας, μεταξὺ σιωπῆς καὶ κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς, μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου. Στὸ φέρετρο φαινόταν σὰν νὰ προσεύχεται καὶ νὰ λειτουργῇ. Τὰ χέρια του εἶχαν τὸ χρῶμα τοῦ κεχριμπαριοῦ, σὰν νὰ ἔβγαινε φῶς μέσα ἀπὸ αὐτὰ καὶ εὐλογοῦσαν. Ἔτσι, ὡς λειτουργὸς Ἱερεύς, ἀπὸ τὸν κτιστὸ Ναὸ εἰσῆλθε στὸν ἄκτιστο Ναό, ἀπὸ τὴν κτιστὴ Ἐκκλησία στὴν ἄκτιστη Ἐκκλησία. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μᾶς εὐλογεῖ, προσεύχεται καὶ μᾶς περιμένει.

Καὶ κάτι ἀκόμη. Μιὰ μητέρα πῆγε τὸ παιδί της στὸ Λονδῖνο γιὰ νὰ κάνη ἐγχείριση, ἐπειδὴ ἀποδεδειγμένως, ὕστερα ἀπὸ εἰδικὲς ἐξετάσεις ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο. Οἱ ἰατροὶ τοῦ Νοσοκομείου της εἶπαν νὰ εἰσαχθῇ τὴν ἄλλη ἡμέρα στὸ Νοσομεῖο γιὰ ἐγχείριση. Ὅμως ἡ μητέρα τὴν ἡμέρα ἐκείνη θέλησε νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν Γέροντα γιὰ νὰ λάβη τὴν εὐχή του, ἐπειδὴ εἶχε ἀκούσει πολλὰ γι’αυτόν. Ὅταν πῆγε στὸ Μοναστήρι ἦταν ἡ ἡμέρα τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας του. Δὲν κατάλαβε τίποτε καὶ ζήτησε νὰ δή τον Γεροντα. Ὅταν τῆς εἶπαν ὅτι ἔχει κοιμηθῇ καὶ ἐκείνη τὴν ἡμέρα θὰ γινόταν ἡ κηδεία του ἄρχισε νὰ κλαίη ἀπαρηγόρητα. Τότε κάποιος μοναχὸς τῆς εἶπε νὰ περάση τὸ παιδί της κάτω ἀπὸ τὸ φέρετρο. Ἤμουν αὐτήκοος μάρτυς τοῦ γεγονότος. Πράγματι, πέρασε τὸ παιδὶ κάτω ἀπὸ τὸ φέρετρο, ὅπως πολλὰ παιδιὰ περνοῦν κάτω ἀπὸ τὸν Ἐπιτάφιο τὴν Μεγάλη Παρασκευή. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ποὺ εἰσήχθηκε στὸ Νοσκομεῖο γιὰ τὴν ἐπέμβαση καὶ τοῦ ἔκαναν τὶς τελευταῖες ἐξετάσεις, διεπίστωσαν ὅτι παραδόξως ἦταν τελείως καλά, δὲν εἶχε κάποιο πρόβλημα καὶ ἔτσι ἐξῆλθε ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο τελείως καλά, χωρὶς νὰ τοῦ γίνη κάποια θεραπεία.

Τὸ θαυματουργικὸ αὐτὸ γεγονὸς ἦταν ἐπισφράγιση τῆς τεθεωμένης ζωῆς τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θεολόγου καὶ πνευματικοῦ πατρός, τοῦ οἰκουμενικοῦ διδασκάλου.

Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του.

Πρόλογος τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου γιὰ τὸ βιβλίο «Οἴδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ»

Ἱερώτατε Μητροπολῖτα Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἀγαπητὲ ἀδελφὲ καὶ συλλειτουργὲ τῆς ἡμῶν Μετριότητος κύριε Ἰερόθεε, χάρις εἴη τὴ ὑμετέρα Ἱερότητι καὶ εἰρήνη παρὰ Θεοῦ.

Ἡ ἐπικειμένη ἔκδοσις τῆς ὑπὸ τῆς ὑμετέρας φίλης Ἱερότητος συγγραφείσης ὑπὸ τὸν τίτλον «Οἴδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ» βιογραφίας τοῦ μακαριστοῦ Γεροντος Σωφρονίου ἰδιαιτέρως ἐχαροποίησε τὴν Μητέρα Ἐκκλησίαν καὶ ἡμᾶς προσωπικῶς. Ἡ ὑμετέρα δὲ παράκλησις ἵνα προλογίσωμεν τὴν ἔκδοσιν ταύτην προεκάλεσεν ἡμῖν δισταγμὸν τινα καὶ περίσκεψιν, μήπως ὁ λόγος ἡμῶν φανῆ πτωχὸς νὰ ἀποδώση τὸ μέγεθος τοῦ πνευματικοῦ ἀναστήματος τοῦ ἀγαπητοῦ Γεροντος καὶ τὴν ὑπὲρ φύσιν πολιτείαν του. Ἀλλά, θαρροῦντες ἐκ τῆς πολλῆς ἡμῶν ἀγάπης πρὸς τὸ σεπτὸν πρόσωπον τοῦ Γεροντος καὶ ἀνταποκρινόμενοι εἰς τὴν ἐπιθυμίαν τῆς ὑμετέρας Ἱερότητος, σημειοῦμεν ταπεινὰς τινας σκέψεις περὶ τοῦ βίου καὶ τῆς πολιτείας αὐτοῦ.

Ὁ μακαριστὸς π. Σωφρόνιος ἦτο εἰς ἄνθρωπος ὅστις ἀνέλαβεν ἐν ἑαυτῷ τὴν «ἐσχάτην εὐθύνην», τὴν ὁποίαν ἀναμένει ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ὁ Θεός, παραδώσας ἑαυτὸν εἰς τὸν «Ἅδην τῆς μετανοίας», ὡς χαρακτηριστικῶς γράφει εἰς τὰ συγγράμματα αὐτοῦ, διὰ νὰ γίνη τοιουτοτρόπως ὅμοιος πρὸς τὸν Χριστόν, τὸν κατελθόντα εἰς τὸν Ἑαυτοῦ «Ἅδην τῆς ἀγάπης». Συνεπῶς, ἡ ὑψηλὴ θεολογία του π. Σωφρονίου, ἥτις καὶ μεγάλως ἐδόξασεν αὐτόν, δὲν ἦτο καρπὸς ἀκαδημαϊκῶν σπουδῶν καὶ ψιλὴ διανοητικὴ ἐνασχόλησις. Ἦτο ἀληθῶς τὸ ἀπαύγασμα τῆς πεφωτισμένης διὰ τῆς ἐλλάμψεως τοῦ ἀκτίστου θείου φωτὸς καρδίας του, κεκαθαρμένης διὰ τῆς ἄχρι τελείας λήθης ἑαυτοῦ καὶ τοῦ σωτηρίου αὐτομίσους ἀφικνουμένης μετανοίας του.

Γενόμενος δὲ «νοῦς ὁρῶν τὸν Θεόν», ἐπάσχιζεν ὁ ἀοίδιμος νὰ ποιήση πάντας κοινωνοὺς τῆς ἰδίας κενωτικῆς πολιτείας, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ εἰς τὴν θείαν μέθεξιν: «Ἀγωνίζομαι ἀπεγνωσμένως νὰ περιγράψω τὴν ἐπιστήμην, τὴν πλέον μεγαλειώδη ἐξ ὅσων γνωρίζει ἡ γῆ καὶ ὁ οὐρανός. Ἀφομοιοῦται αὕτη οὐχὶ ἐν ὀλίγοις χρόνοις ἀκαδημαϊκῶν σπουδῶν, ἀλλά.... διὰ τῆς φλογερᾶς μετανοίας καὶ τῆς διαμονῆς ἡμῶν ἐν τῷ πνεύματι τῶν ἐντολῶν («Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθὼς ἐστι»)». Ὁ μακαριστὸς Γερων ἐτόνιζε πάντοτε ὅτι ὁ στόχος ἡμῶν εἶναι ἡ ἐκπλήρωσις τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἡ αἰωνία ζωη, ἡ γνῶσις τοῦ Θεοῦ, καὶ οὐχὶ ἡ ἠθικὴ βελτίωσις.

Ἡ ὅρασις τοῦ θείου φωτός, τὸ ὁποῖον ἐπεσκέφθη αὐτὸν ἤδη ἐκ τῆς νεότητός του, ὅτε ἔζη ἐν τῇ Δυσει, ὡδήγησεν αὐτὸν εἰς τὸν Ἱερὸν Ἄθωνα, τὴν κληρουχίαν ταύτην της καθ' ἡμᾶς Μητρὸς Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸ καταφύγιον τῆς σωτηρίας καὶ τόπον ἁγιασμοῦ πλείστων θεοφιλῶν ψυχῶν. Ἐκεῖ παρεδόθη εἰς τὴν ἄσκησιν καὶ τὴν ἀδιάλειπτον νοερὰν προσευχήν, ὑπὸ τὴν ἀσφαλῆ καθοδήγησν του ἐν ὁσίοις πατρὸς ἡμῶν Σιλουανοῦ του Ἀθωνίτου. Ἠκολούθησε τὸν Κυριον συναποθνήσκων μετ' Αὐτοῦ διὰ τῆς ὑπακοῆς καὶ τῆς ἐκκοπῆς τοῦ ἰδίου θελήματος, ἐγνώρισε Πνεύματι Ἁγίῳ τὸν Χριστόν, ὡς ὁ πνευματικός του πατήρ, καί, ὁμοιωθεὶς πλήρως πρὸς Αὐτὸν κατὰ τὰ παθήματα, συνανέστη μετὰ τοῦ Κυρίου καὶ ἐδέχθη «τοιοῦτον φῶς, τοιαύτην δύναμιν ζωῆς καὶ σοφίαν», αἱ ὁποῖαι μόνον παρὰ τῆς Πηγῆς τοῦ φωτὸς καὶ τῆς ζωῆς δύνανται νὰ προέλθουν.

Ὅμως, ἡ ἀνεξιχνίαστος Πρόνοια τοῦ Θεοῦ δὲν ἀφῆκε τὸν Γεροντα νὰ τελειώση τὴν ζωήν του εἰς τὸν ἱερὸν Ἄθωνα, ὡς ἐπεθύμει. Ἔπρεπε νὰ τεθῇ ὁ λύχνος ἐπὶ τὴν λυχνίαν, ἵνα λάμπη πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. Οὕτως, ἐπορεύθη εἰς τὴν Δυσιν, ἔνθα θὰ ἔλαμπεν οὐχὶ ὡς λύχνος ἀλλ' ὡς ἀστὴρ ὑπέρλαμπρος καὶ νὰ ὀδηγήση εἰς τὸ φῶς τῆς θεογνωσίας πλῆθος ἀπεγνωσμένων ψυχῶν, ποθουσῶν τον Κυριον. Ἐκεῖ, ὑπὸ τὴν εὐλογίαν καὶ σκέπην τῆς Μητρὸς Ἐκκλησίας, ἢν ὑπερηγάπα καὶ βαθέως ἐσέβετο, ἵδρυσεν ἀληθῶς μίαν «καινὴν πολιτείαν», ἐν νέον ὑπερῶον τῆς Πεντηκοστῆς, ἔνθα μοναχοὶ καὶ ἁπλοῖ πιστοὶ ἐκ διαφόρων ἐθνῶν, γλωσσῶν καὶ παραδόσεων, συνήρχοντο καὶ συνέρχονται ἄχρι τοῦδε ἐπὶ τὸ αὐτό, ζῶντες καὶ ἀναπνέοντες διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ καὶ διὰ τῆς μετοχῆς εἰς τὸ κοινὸν ποτήριον.

Ἡ ἀνύστακτος ποιμαντικὴ μέριμνά του καὶ τὸ μέγα χάρισμα τῆς διακρίσεως, ὅπερ ἐκόσμει αὐτόν, συνήνωναν ἀρραγῶς τοσοῦτον διαφορετικῶν καταβολῶν ἀνθρώπους καὶ αὐτὴ ἡ αἴσθησις τῆς ἐν Χριστῷ ἑνότητος ἐβιοῦτο ἔτι ἐντονώτερον κατὰ τὴν ὑπὸ τοῦ Γεροντος ἱερουργίαν τῆς ἀναιμάκτου μυσταγωγίας, ἡ ὁποία ἦτο ἐν ἀνεπανάληπτον καὶ συγκλονιστικὸν γεγονὸς διὰ πάντας τοὺς συμμετέχοντας. Ὡς γευθεῖς Πνεύματος Χριστοῦ ὁ π. Σωφρόνιος, δὲν ἠδύνατο νὰ ἀποψύγη ἐν τῇ Θείᾳ Λειτουργίᾳ τὴν συνάντησιν «μετὰ τοῦ ὠκεανοῦ τῶν δυστυχιῶν» τοῦ κόσμου τούτου. Λειτουργῶν ὅμως ἐπανελάμβανε τὴν θείαν πρᾶξιν τῆς ἀπολυτρώσεως τοῦ κόσμου, προσφέρων θυσίαν καὶ προσφερόμενος ὁ ἴδιος ὡς ἐξίλασμα ὑπὲρ τῶν ἁμαρτιῶν τῆς ἀνθρωπότητος, ὑπὲρ ὅλου τοῦ Ἀδάμ.

Καίτοι ὁ ἴδιος εἶχεν ἀνέλθει εἰς τὸ ὕψος τῆς θεοπτίας, διετήρει πάντοτε μέγιστον σεβασμὸν καὶ τιμὴν πρὸς τοὺς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας, καὶ δὴ τὸ σεπτὸν Οἰκουμενικὸν Πατριαρχεῖον καὶ τὸν Πατριάρχην. Ἀντὶ νὰ ὑπεραίρηται «τὴ ὑπερβολὴ τῶν θείων ἀποκαλύψεων» καὶ διὰ τὸν πλοῦτον τῶν χαρισμάτων, δι' ὤν ἐπροίκισεν αὐτὸν ὁ Θεός, διαρκῶς ἐταπεινοῦτο, ἀφοῦ, ὡς γράφει, «ἰδὼν ἐν πνεύματι τὸν Χριστόν, τὸν ἀγαπήσαντα ἡμᾶς εἰς τέλος, προσευχόμενον ἐν Γεθσημανῇ καὶ ἐν συνεχείᾳ ἐπὶ τοῦ Γολγοθᾶ, μὴ ἀντιστάμενον τῷ πονηρῷ», ἐμίσησεν ἑαυτόν.

Ὅθεν, ἔχοντες πρὸ ὀφθαλμῶν μίαν τοιαύτην πνευματικὴν προσωπικότητα, ἢν καὶ ὑμεῖς ἐκ τοῦ σύνεγγυς ἐγνωρίσατε καὶ ἐγεύθητε τὸ νέκταρ τῆς ἡδυτάτης διδασκαλίας της, δὲν δυνάμεθα νὰ κρύψωμεν τὴν ἡμετέραν πνευματικὴν ἀγαλλίασιν, δι ᾖς ὑποδεχόμεθα τὴν παροῦσαν βιογραφίαν, ἔχοντες βεβαίαν τὴν πεποίθησιν ὅτι θέλει συντελέσει εἰς μεγάλην ὠφέλειαν τῶν πιστῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ἐνθέρμως συγχαίρομεν τη ὑμετέρα προσφιλεῖ Ἱερότητι διὰ τὸν κόπον εἰς ὀν ὑπεβλήθητε ἵνα ὁ βίος καὶ τὰ θεῖα διδάγματα τοῦ ἐν οὐρανοῖς ἀναπαυομένου Γεροντος γένωνται κτῆμα πάντων ὅσων ποθοῦν νὰ πορευθοῦν τὴν ἰδίαν ὁδὸν τῆς θεώσεως.

Ὅσοι ἔχουν ἀνοικτὰ τὰ ὦτα τῆς ψυχῆς των, ἀναγινώσκοντες τὰς σελίδας τοῦ παρόντος βιβλίου, θὰ ἀκούσουν ἐναργῶς αὐτὸν νὰ τοὺς καλῆ καὶ σήμερον εἰς τὴν ὁδὸν ταύτην, λέγοντα τοσοῦτον ἐπικαίρως καὶ διαχρονικῶς: «Συμπορευθεῖτε, ἀγαπητοί, μὲ ἐμᾶς τοὺς πένητες πρὸς τὸν Σταυρό, πρὸς τοὺς ὀνειδισμούς, τὶς ἐξουθενώσεις, τὴν πτωχεία, τὶς θλίψεις, καὶ ἀργότερα, ἴσως, καὶ στὸ θάνατο, Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ὁδὸς πρὸς τὸν ἀληθινό, αἰώνιο δοξασμό. Γιὰ τὸ ὄνομά Του διωκόμαστε ἀπὸ παντοῦ...» (Ἐπιστολὴ πρὸς Δαβὶδ Μπάλφουρ).

Εὐχόμενοι, οὗν, πλουσίαν τὴν θείαν εὐλογίαν καὶ πνευματικὴν καρποφορίαν πᾶσι τοῖς ἀγαπητοῖς ἀναγνώσταις, τὴ δὲ ὑμετέρα φίλη Ἱερότητι δαψιλὴ καὶ ἑκατονταπλασίονα τὴν οὐράνιον ἀντιμισθίαν παρὰ τοῦ φιλοτέκνου μακαριστοῦ Πατρός, διὰ τῶν πατρικῶν αὐτοῦ πρεσβειῶν πρὸς Κυριον, καὶ κατασπαζόμενοι ἀπὸ τῆς Βασιλευούσης ὑμᾶς φιλήματι ἁγίῳ, ἐπικαλούμεθα ἐφ’ ὑμᾶς προσωπικῶς καὶ ἐπὶ τοὺς ἐντευξομένους εἰς τὴν ἔκδοσιν τὴν Χαριν καὶ τὸ ἄπειρον Ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

βζ Ἰουνίου ζ

Ὁ Κωνσταντινουπόλεως ἀγαπητὸς ἐν Χριστῷ ἀδελφὸς Βαρθολομαῖος