Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος στὴν καθημερινή του ζωή
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Τὴν 11η Ἰουλίου 1993 κοιμήθηκε ὁ ἡγιασμένος Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ, ἱδρυτὴς καὶ πνευματικὸς τῆς Ἱερᾶς Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Essex Ἀγγλίας.
Μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἐπετείου τῆς κοιμήσεώς του, δημοσιεύουμε κατωτέρω, ὅπως ἄλλωστε εἴχαμε ὑποσχεθῇ, τὸ δεύτερο μέρος τῆς ὁμιλίας τοῦ Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου στὴν αἴθουσα τῆς Χριστιανικῆς Στέγης Πατρῶν στὰ πλαίσια τῶν «Πρωτοκλητείων» ποὺ εἶχε θέμα «Ὁ χαρισματοῦχος Γέροντας Σωφρόνιος» (βλ. τ. 115 Ε.Π.)
***
Ἐπειδὴ ἡ μέχρι τώρα ἀνάλυση μπορεῖ νὰ ἦταν κουραστική, θὰ προσπαθήσω τώρα νὰ σᾶς ξεκουράσω λίγο, παρουσιάζοντας μιὰ καθημερινὴ καὶ προσωπικὴ ἐπικοινωνία ποὺ εἶχε ὁ καθένας, ὅπως εἶχα καὶ ἐγώ, μὲ τὸν Γέροντα, ὅταν τὸν συναντοῦσε.
Ὑπάρχει καὶ ἄλλος λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο θὰ κάνω αὐτὴν τὴν παρουσίαση. Πιθανὸν μὲ ὅσα εἴπαμε μέχρι τώρα νὰ νομίση κανεὶς ὅτι ὁ Γέροντας ἦταν ἕνας φιλόσοφος ἡ καὶ μεγάλος θεολόγος ποὺ ἦταν ἀπρόσιτος, ἀπροσπέλαστος ἀπὸ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ὅμως, τὰ πράγματα εἶναι ἐντελῶς διαφορετικά. Ὅταν τὸν συναντοῦσες ἔβλεπες ἕναν ἀσκητή, μὲ ἑνοποιημένη τὴν ὕπαρξή του, μὲ τὴν ἁπλότητα καὶ καθαρότητα τῆς ζωῆς του, γενικὰ ἔβλεπες ἕναν γνήσιο καὶ αὐθεντικὸ ἄνθρωπο, ἀπηλλαγμένον ἀπὸ παντὸς εἴδους πάθη, ἀνασφάλειες καὶ συμβατικότητες.
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος εἶχε πολλὲς ἐμπειρίες στὴν ζωή του, καὶ ἀνθρώπινες καὶ θεϊκές. Δὲν εἶχε διάθεση νὰ γράφη γύρω ἀπὸ τὰ θέματα αὐτά, ἀλλὰ τὸ ἔκανε ὅταν χρειάσθηκε.
Κατ’ ἀρχήν, χρειάσθηκε νὰ ἐκδώση τὰ γραπτὰ τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, γιατί σὲ αὐτὰ βρῆκε σοφία ἀνώτερη ἀπὸ αὐτὴ ποὺ συνάντησε στοὺς φιλοσοφικοὺς κύκλους τῆς ἐποχῆς του καὶ στοὺς θεολόγους ποὺ συνδέονταν μὲ τὸ Ἰνστιτοῦτο τοῦ ἁγίου Σεργίου. Καὶ ἐπειδὴ μερικοὶ δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ἐκτιμήσουν τὸ βάθος τῆς διδασκαλίας τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ, ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἐκφερόταν μὲ τὴν ἁπλότητα τοῦ λόγου του, γι ἄ?τό χρειάσθηκε νὰ κάνη μερικὲς ἀναλύσεις, ὥστε νὰ προσέξουν τὸν λόγο τοῦ ὁσίου Σιλουανοῦ καὶ οἱ θεολόγοι ποὺ μαγεύονται ἀπὸ τὰ προϊόντα τοῦ ἀνθρώπινου στοχασμοῦ. Ἔτσι προῆλθε τὸ βιβλίο ὁ «Γέρων Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης» στὸ ὁποῖο βλέπει κανεὶς ὅλα τὰ θέματα τῆς ὀρθοδόξου ἡσυχαστικῆς παραδόσεως μέσα στὰ δεδομένα τῆς ἐποχῆς μας.
Ἔπειτα, κλήθηκε νὰ ἀναπτύξη σὲ διάφορα ἀκροατήρια θέματα ὀρθοδόξου πνευματικῆς ζωῆς, καθὼς ἐπίσης χρειάσθηκε νὰ καθοδηγήση τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ τοῦ τὸ ζητοῦσαν καὶ γι’ αὐτὸν τὸν λόγο ἔγραψε διάφορα κείμενα, τὰ ὁποῖα ἀργότερα ἐκδόθηκαν σὲ βιβλία.
Ἑπομένως, ἡ θεολογία τοῦ Γέροντος Σωφρονίου εἶναι αὐθεντική, ἀποκαλυπτική, ἐνῷ ἡ ἔκφρασή της ἐπηρεάσθηκε ἀπὸ τὴν ἔκφραση τῶν φιλοσοφικῶν καὶ θεολογικῶν ρευμάτων ποὺ συνάντησε στὴν ζωή του. Ἔκανε ὅ,τι ἔκαναν καὶ οἱ Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶχαν προσωπικὴ πείρα τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν συνέχεια ἀπάντησαν στὶς φιλοσοφικὲς καὶ θεολογικὲς ἀναζητήσεις τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τους, χωρὶς νὰ ἀλλοιώνεται ὁ θεολογικὸς λόγος. Τὰ ἄρρητα ρήματα καὶ νοήματα μεταφέρονται μὲ κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα.
Ὅταν μελέτησα τὸ βιβλίο τοῦ Γέροντος Σωφρονίου γιὰ τὸν ὅσιο Σιλουανὸ στὴν πρώτη ἔκδοσή του, ἀναπτύχθηκε μέσα μου ἡ ἐπιθυμία νὰ τὸν γνωρίσω προσωπικά. Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ζοῦσε στὴν Ἀγγλία καὶ αἰσθάνθηκα τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν ἐπισκεφθῶ. Τότε βρισκόταν στὴν ἡλικία τῶν ὀγδόντα ἐτῶν, ἀλλὰ ἦταν ἀκμαῖος, δυνατός, παρὰ μερικὲς ἀσθένειες ποὺ τὸν ταλαιπωροῦσαν. Δεχόταν ὅλον τὸν κόσμο, συζητοῦσε μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἐξομολογοῦσε, ὄχι βέβαια πολλούς, λειτουργοῦσε κάθε Κυριακή, πολλὲς φορὲς καὶ τὸ Σάββατο, ἔγραφε τὰ τελευταῖα βιβλία του, ἔτρωγε μαζί μας στὴν Τράπεζα τῆς Μονῆς, ἔκανε συνάξεις στοὺς μοναχούς, ταξίδευε κάποτε-κάποτε γιὰ νὰ ἐπισκεφθῇ ἄλλες κοινότητες ποὺ τὸν προσκαλοῦσαν, ἐπισκεπτόταν σπίτια γνωστῶν του ἀνθρώπων στὶς πλησιόχωρες πόλεις κλπ. Ἦταν ἕνας ζωντανὸς ἄνθρωπος καὶ σκόρπιζε παντοῦ αἰσιοδοξία.
Ἡ ἐποχὴ ἐκείνη ποὺ μοῦ ἀναπτύχθηκε ἡ ἐπιθυμία νὰ ἐπισκεφθῶ τὸν Γέροντα ἦταν μιὰ δύσκολη ἐποχή. Εἶχα διαβάσει πολλὰ πατερικὰ κείμενα, ἀλλὰ ἀναζητοῦσα κάποιον ποὺ νὰ ζῇ ὅλες αὐτὲς τὶς πατερικὲς ἐμπειρίες στὴν προσωπική του ζωή, νὰ εἶναι ἐνσαρκωμένη θεολογία. Ἐπίσης, στὰ μέσα τῆς δεκαετίας τοῦ ’70 ζούσαμε στὴν Ἑλλάδα μιὰ μεγάλη ἐκκλησιαστικὴ κρίση, μὲ πολλὲς καὶ ὀδυνηρὲς συνέπειες. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ γεγονότα μὲ ὤθησαν νὰ γνωρίσω τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, ἀφοῦ μάλιστα εἶχα διαβάσει τὸ βιβλίο του γιὰ τὸν ὅσιο Σιλουανὸ καὶ μὲ εἶχε ἐνθουσιάσει. Πῆγα, λοιπόν, στὴν Ἀγγλία γιὰ νὰ τὸν συναντήσω γιὰ πρώτη φορὰ τὸ ἔτος 1976, πρὶν εἴκοσι ἐννιὰ χρόνια. Παρέμεινα στὸ Μοναστήρι περίπου ἑνάμιση μῆνα καὶ στὴν συνέχεια κάθε καλοκαίρι καὶ γιὰ δεκαεπτὰ χρόνια ἐπισκεπτόμουν τὸ Μοναστήρι καὶ εἶχα πνευματικὴ ἐπικοινωνία μὲ τὸν ἀείμνηστο μεγάλο Γέροντα.
Θὰ περιγράψω στὴν συνέχεια μὲ συντομία μερικὲς σκηνὲς ποὺ ἔζησα κατὰ καιρούς, ἀλλὰ τὶς ζοῦσε καὶ κάποιος ποὺ ἐπισκεπτόταν τὸ Μοναστήρι γιὰ νὰ συναντήση τὸν Γέροντα.
α) Ὑποδοχή
Καθένας ποὺ πήγαινε στὸ Μοναστήρι αἰσθανόταν ὅτι οἱ μοναχοὶ τὸν ὑποδέχονταν, μὲ ἐντολὴ τοῦ Γέροντα, ὡς μιὰ μοναδικὴ προσωπικότητα. Ὅταν ὁ Γέροντας γνώριζε τὴν ὥρα ποὺ θὰ ἐρχόταν ὁ γνωστός του, ἔβγαινε νὰ τὸν προϋπαντήση καὶ νὰ τὸν χαιρετίση. Ὅταν τὸ ἐπληροφορεῖτο ἡ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ σπιτάκι του ἡ ἔστελνε κάποιον μοναχὸ γιὰ νὰ τοῦ μεταφέρη τὴν ἀγάπη του καὶ νὰ τοῦ ἐκφράση τὴν χαρά του ποὺ ἔκανε τόσο μεγάλο ταξείδι γιὰ νὰ ἔλθη κοντά του. Ἐπίσης, ἔδινε ἐντολὴ νὰ τὸν περιποιηθοῦν κατάλληλα καὶ νὰ τὸν κάνουν νὰ αἰσθανθῇ σὰν στὸ σπίτι του.
β) Θεία λειτουργία-προσευχή
Τὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ τοῦ Γέροντα ἦταν ἡ θεία Λειτουργία καὶ ἡ κενωτικὴ θυσία ποὺ βιώνει κανεὶς στὴν θεία Λειτουργία. Λειτουργοῦσε κάθε Κυριακή, πολλὲς φορὲς καὶ τὸ Σάββατο, καὶ κοινωνοῦσε τὶς ἄλλες ἡμέρες ποὺ γινόταν ἡ θεία Λειτουργία.
Ὅταν λειτουργοῦσε ἦταν ἀπόλυτα συγκεντρωμένος ὅλος ὁ ψυχοσωματικός του κόσμος σὰν σὲ γροθιά. Ἔβλεπε κανεὶς ὅτι ὁ νοῦς του ἦταν συγκεντρωμένος μέσα στὴν καρδιά. Δὲν τολμοῦσες νὰ τὸν κοιτάξης καὶ πρὸ παντὸς νὰ τοῦ μιλήσης. Οἱ κινήσεις του ἦταν ἱεροπρεπεῖς καὶ ἀργὲς καὶ εὐλογοῦσε τὸν κόσμο μὲ ἐπίγνωση τοῦ τί ἔκανε, βλέποντας ὅλους τοὺς παρευρισκομένους μὲ τὰ μάτια του καὶ μεταδίδοντας σ’ αὐτούς την Χάρη τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἐκφωνήσεις του λέγονταν σὲ τέτοιο τόνο καὶ ρυθμὸ ὥστε νὰ μπορῇ ἄνετα νὰ παρακολουθῇ ὁ νοῦς τὰ λεγόμενα. Γιατί ὅταν κανεὶς ψάλλη πολὺ γρήγορα ἡ πολὺ ἀργά, τότε ὁ νοῦς ἀποσπᾶται. Τελικά, ἐκεῖνο ποὺ παρατηροῦσε κανεὶς ἦταν ὅτι ὁ Γέροντας προσευχόταν καὶ μὲ τὴν λογική, λέγοντας τὶς εὐχές, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν νοῦ του ποὺ ἦταν μέσα στὴν καρδιά. Πολλὲς φορὲς στὴν θεία Λειτουργία βυθιζόταν, ἰδίως ὅταν κατὰ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα καθόταν λίγο στὴν καρέκλα γιὰ νὰ ξεκουρασθῇ. Δὲν ἐπρόκειτο γιὰ σωματικὸ ὕπνο, ἀφοῦ εἶχε συνείδηση τοῦ τί γινόταν στὸν Ναό.
Ἡ καθημερινὴ προσευχή, ποὺ εἶχε καθιερώσει νὰ γίνεται στὸν Ναό, καὶ πολλὲς φορὲς καὶ ἐκεῖνος ἦταν «παρών», γινόταν σὲ ἔντονα κατανυκτικὸ κλίμα ποὺ δημιουργοῦσε μετάνοια καὶ αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ. Γιὰ δύο ὧρες τὸ πρωΐ καὶ δύο ὧρες τὸ βράδυ μέσα στὸ Ναὸ μὲ τὸν φωτισμὸ τῆς κανδήλας, λεγόταν μὲ τὸ στόμα (κάποιος ἐκφωνοῦσε) ἡ εὐχὴ στὸν Χριστό: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ ἐλέησον ἡμᾶς» καὶ στὴν Παναγία: «Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς», σὲ διάφορες γλῶσσες.
Ἡ θεία Λειτουργία καὶ ἡ προσευχὴ ἀλλοίωνε ὅλη τὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ ἀνέπτυσσε τὸ εὔκρατο κλίμα τῆς γνήσιας μοναχικῆς ζωῆς.
γ) Τράπεζα
Ὅπως σὲ ὅλα τὰ Μοναστήρια ἔτσι καὶ ἐκεῖ ἡ ὥρα τῆς Τραπέζης ἦταν ἱερά. Ἡ παρουσία τοῦ Γέροντα καθοριστική. Σύννους καὶ σκεπτικὸς συντηροῦσε τὸ σῶμά του μὲ τὴν ἀπαραίτητη λίγη τροφή, μὲ πολλὴ εὐγένεια, ἀλλὰ ἡ παρουσία του ἦταν φωτεινή, πνευματική. Ἐνθυμοῦμαι πὼς κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Τραπέζης ἀναπτυσσόταν σὲ ὅλους μετάνοια καὶ πένθος καρδιακό. Τὸ ἀνάγνωσμα, ἡ διδασκαλία καὶ ἡ σεβάσμια παρουσία τοῦ Γέροντα δημιουργοῦσαν ἕνα βαθὺ πνευματικὸ κλίμα.
Τὴν πρώτη ἡμέρα ὁ ἐπισκέπτης ἀπολάμβανε τὴν χαρὰ νὰ κάθεται, κατὰ τὴν ὥρα τῆς Τραπέζης, δίπλα στὸν Γέροντα, μὲ δική του πρόσκληση, πρὶν ἀπὸ τοὺς μοναχούς, ἔστω καὶ ἂν ἦταν λαϊκός. Ἀμέσως μετά, ὅμως, καταλάμβανε τὴν θέση τοῦ μετὰ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἔλεγε ὅτι ἡ πρώτη θέση εἶναι τιμητικὴ γιατί δείχνει τὴν τιμὴ ποὺ δείχνουμε στὸν φιλοξενούμενό μας, ἀλλὰ καὶ ἡ τελευταία θέση εἶναι τιμητική, γιατί φανερώνει ὅτι τὸν ἐντάσσουμε στὴν οἰκογένειά μας.
δ) Ἡ φιλοξενία
Ἡ φιλοξενία ἦταν παραδειγματική, ἀρχοντική. Τὸν συγκινοῦσε το ὅτι κάποιος ἔκανε ἕνα μεγάλο ταξείδι γιὰ νὰ πάη στὸ Μοναστήρι καὶ παραδιδόταν ὁλοκληρωτικὰ σὲ αὐτόν, ἰδίως ὅταν εἶχε ἀκμαῖες τὶς δυνάμεις του καὶ καταλάβαινε ὅτι ὁ ἄλλος εἶχε ἀνάγκη μιᾶς πνευματικῆς βοηθείας. Ἂν δὲν μποροῦσε νὰ τὸν ἐξυπηρετήση προσωπικά, τότε τοῦ ζητοῦσε συγγνώμη. Αἰσθανόταν πολὺ ἄβολα καὶ σχεδὸν ἀηδιαστικὰ ὅταν κάποιος τὸν ἐπισκεπτόταν καὶ στεκόταν ἀπέναντί του μὲ σεβασμὸ καὶ τὸν θεωροῦσε ἅγιο. Ἔλεγε ὅτι δὲν ἐπιθυμῶ νὰ μὲ συναντοῦν καὶ νὰ μὲ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι ὡς ἅγιο.
Πολλὲς φορὲς ἔδινε ἐντολὴ σὲ ἀδελφοὺς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς νὰ ξεναγήσουν τὸν ἐπισκέπτη τους στὴν γύρω ἀπὸ τὸ Μοναστήρι περιοχή, ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες πόλεις, ὅπως τὴν Ὀξφόρδη, στὸ Κόλτσιεστερ κλπ. Χαιρόταν ὑπερβολικὰ ὅταν ὁ ἐπισκέπτης, μένοντας στὸ Μοναστήρι, αἰσθανόταν σὰν στὸ σπίτι του. Κάποτε, βγαίνοντας ἀπὸ τὸ σπιτάκι του, ἦταν πολὺ χαρούμενος καὶ ἀνοίγοντας τὰ χέρια του, σὰν μικρὸ παιδί, μοῦ εἶπε: «Τελείωσα γράφοντας ἕνα κεφάλαιο.Τώρα εἶμαι ὅλος δικός σου. Κάνε μὲ ὅ,τι θέλεις». Καί, φυσικά, ἀκολούθησε μεγάλη θεολογικὴ συζήτηση γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ὑποστατικὴ ἀρχή, ἀπὸ τὰ προσφιλῆ θέματα τοῦ Γέροντα.
Μιὰ φορά, ἐκφράζοντας τὴν ἀρετὴ τῆς φιλοξενίας, μὲ πῆρε μαζί του γιὰ νὰ ἐπισκεφθοῦμε μιὰ φιλική του οἰκογένεια σὲ μιὰ γειτονικὴ πόλη. Τὸ ἔκανε κυρίως γιὰ νὰ μὲ ξεκουράση καὶ νὰ ἐκφράση τὰ φιλόξενα αἰσθήματά του.
ε) Ἀγάπη στοὺς ἀνθρώπους
Ἡ ἀγάπη τοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἐπισκέπτονταν τὸ Μοναστήρι ἦταν μεγάλη. Χαιρόταν ποὺ τὸ Μοναστήρι ἦταν πάντα ἀνοιχτὸ καὶ οἱ μοναχοὶ δέχονταν τὸν κόσμο μὲ μεγάλη χαρὰ καὶ χωρὶς νὰ ἐκδηλώνουν κάποια δυσανασχέτηση. Γνώριζε ὅτι οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς μας εἶναι πονεμένοι ἀπὸ διάφορα αἴτια καὶ ὡς πονεμένοι εἶναι εὐαίσθητοι σὲ κάθε στενοχώρια καὶ ἔτσι ἐκφράζουν διάφορα παράπονα. Καὶ γι’ αὐτὸ ἔδειχνε τὴν πλούσια ἀγάπη του, ἰδίως στοὺς πονεμένους καὶ περιφρονημένους ἀνθρώπους.
Τὶς Κυριακὲς τὸ Μοναστήρι ἦταν ἕνας τόπος συνάντησης ἑκατοντάδων ἀνθρώπων, ποὺ μετὰ τὴν θεία Λετουργία κινοῦνταν ἄνετα μέσα στὸν ἐσωτερικὸ χῶρο τῆς Μονῆς, ἔτρωγαν στὴν Μονή, οἱ περισσότεροι μὲ τὰ φαγητὰ ποὺ ἔφεραν μαζί τους, κάτω ἀπὸ τὰ πανύψηλα δένδρα ποὺ βρισκόνταν στὸ ἐσωτερικό της, ἐξομολογοῦντο στοὺς Πνευματικοὺς τῆς Μονῆς, συμμετεῖχαν στὴν Παράκληση, ἄκουγαν τὴν καθιερωμένη ὁμιλία.
Ἰδιαίτερη ἀγάπη ἐξέφραζε στὰ μικρὰ παιδιά. Τὰ ἀγκάλιαζε, τοὺς μοίραζε σοκολάτες, γιόρταζε τὶς ἑορτές τους, ἔδινε γλυκὰ καὶ ἔψαλλε τὸν πολυχρονισμό τους καὶ γενικότερα συμπεριφερόταν σὰν μικρὸ παιδί, μιλῶντας μὲ τὰ παιδιά.
Πολὺ συγκινοῦνταν μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ βρίσκονταν στὴν κατάθλιψη, τὴν στενοχώρια, ἀπὸ ὑπαρξιακὲς ἀγωνίες, καὶ σὲ αὐτοὺς ποὺ ἀσχολοῦνταν μὲ τὴν νοερὰ καρδιακὴ προσευχή, μέσα σὲ ἕνα κλίμα μετάνοιας. Ἐπίσης, συγκινοῦνταν μὲ τοὺς νέους, τοὺς ἀναρχικούς, τοὺς πεινῶντας καὶ διψῶντας τὴν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ποὺ περνοῦσαν ὅ,τι καὶ ἐκεῖνος πέρασε στὴν ζωή του. Στεκόταν ἀπέναντί τους μὲ σεβασμὸ καὶ ἔκανε τὰ πάντα γιὰ νὰ τοὺς βοηθήση.
στ) Συζήτηση - ἐξομολόγηση
Ἀφιέρωνε ὧρες γιὰ νὰ συζητήση διάφορα πνευματικὰ ζητήματα. Συνήθως εἶχε δύο τρόπους ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς ἀνθρώπους.
Ὁ ἕνας ὅταν ζητοῦσε κανεὶς νὰ τὸν συναντήση καὶ νὰ συζητήση μαζί του ἕνα σοβαρὸ θέμα ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε. Συνήθως δεχόταν τὸ αἴτημα καὶ τὸν φώναζε ὅποτε εὐκαιροῦσε. Ρωτοῦσε πόσο καιρὸ θὰ μείνη στὸ Μοναστήρι καὶ ρύθμιζε ἐκεῖνος τὸν χρόνο τῆς συνάντησης, πολλὲς φορὲς τὸν ἔβλεπε καὶ τὴν προτελευταία ἡμέρα πρὶν νὰ ἀναχωρήση ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ὅπως ἔχω καταλάβει, αὐτὸ γινόταν μέσα σὲ ἕνα ἰδιαίτερο σκοπὸ ποὺ εἶχε. Ἤθελε νὰ δοθῇ ἡ δυνατότητα στὸν ἐπισκέπτη νὰ εἰσέλθη μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, νὰ προσλάβη ὅλο τὸ πνεῦμά της, νὰ προσευχηθῇ, νὰ ἐξομολογηθῆ στοὺς πνευματικοὺς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, νὰ τὸν συντρίψη τὸ πνεῦμα τῆς μετανοίας ποὺ τὸ ἔνοιωθε κανεὶς στὴν Μονή, νὰ καθαρισθῇ ὁ νοῦς του καὶ ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὸ χωράφι τῆς ψυχῆς του ἦταν ἕτοιμο γιὰ νὰ δεχθῇ τὸν λόγο του.
Ἡ συνάντηση γινόταν στὸ μικρὸ γραφεῖο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Πρὶν ἀρχίσει τὴν συζητήση καὶ ἐνῷ ἀκόμη ἦταν ὄρθιος ἔκανε προσευχή, ἐκφωνῶντας ἀργὰ καὶ σταθερὰ τὸ «Βασιλεῦ οὐράνιε...» γιὰ νὰ εὐλογηθῇ αὐτὴ ἡ συζήτηση. Ὅλα τὰ ἔθετε κάτω ἀπὸ τὴν σκέπη καὶ τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Στὴν συνέχεια ἐκεῖνος ἔκανε μιὰ μικρὴ εἰσαγωγή, ἐκφράζοντας τὴν χαρά του ποὺ συναντιόνταν πάλι στὸ Μοναστήρι καὶ τὶς περισσότερες φορές, χωρὶς κἂν νὰ τὸ καταλάβη ὁ συνομιλητής, τὸν ἔφερε στὸ ἐρώτημα ἡ τὸ πρόβλημα ποὺ εἶχε καὶ ἤθελε νὰ συζητήση μαζί του.
Καὶ ὅταν ὁ συνομιλητὴς ἤθελε νὰ ἐξομολογηθῆ, ὁ Γέροντας ἔβαζε τὸ πετραχήλι του μὲ ἀργὲς κινήσεις, διάβαζε τὴν σχετικὴ ἀκολουθία μὲ ἀργὸ ρυθμὸ καὶ στὴν συνέχεια, ἀφοῦ ἄκουγε τὴν ἐξομολόγηση καὶ ἔλεγε ἕνα θεόπνευστο θεραπευτικὸ λόγο, ὄχι ἁπλὴ συζήτηση, ἀλλὰ ὅ,τι ἀπεκάλυπτε ὁ Θεός, τὸν πρῶτο λόγο ποὺ τοῦ φανέρωνε, διάβαζε τὴν συγχωρητικὴ εὐχή, μὲ κατάνυξη.
Ἂν ἡ συζήτηση δὲν εἶχε προσωπικὸ χαρακτῆρα, ἀλλὰ ἐπίσημο, τότε ἀμέσως μετὰ τὸ μεσημβρινὸ φαγητό, προσκαλοῦσε μαζὶ μὲ τὸν ἐπισκέπτη καὶ τὸν Ἡγούμενο ἡ ἄλλα μέλη τῆς ἀδελφότητος σὲ κοινὴ συνάντηση, στὴν ὁποία μετὰ τὸ καθιερωμένο ρόφημα ἀνέπτυσσε διάφορα θέματα, τὶς περισσότερες φορὲς θεολογικὰ καὶ πνευματικά. Ἡ ἀνάλυση τοῦ προσώπου-ὑποστάσεως, τῆς ἀποκαλυπτικῆς φράσης «κράτει τον νοῦ σου στὸν ἅδη καὶ μὴ ἀπελπίζου», ἡ κένωση κατὰ τὴν θεία Λειτουργία, ἦταν ἀπὸ τὰ κεντρικὰ καὶ ἀγαπητὰ θέματα τῶν συζητήσεών του.
Ὁ ἄλλος τρόπος τῆς συζητήσεως ἦταν εὐκαιριακός. Ἦταν εὐκαιριακὸς γιὰ τὸν ἐπισκέπτη, ἀλλὰ γιὰ ἐκεῖνον μπορεῖ νὰ ἦταν καὶ προγραμματισμένος. Συναντοῦσε τὸν ἐπισκέπτη σὲ κάποιο χῶρο τῆς Μονῆς καὶ τοῦ ἔλεγε: «πᾶμε μιὰ βόλτα». Πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ ἔχη μεγαλύτερη σταθερότητα στὶς κινήσεις του, κυρίως ὅταν εἶχε πρόβλημα στὴν μέση του, ἀλλὰ περισσότερο γιὰ νὰ δείξη τὴν κοινωνία, τὴν ἑνότητα καὶ τὴν ἀγάπη μεταξύ τους, κρατοῦσε «ἀγκαζὲ» τὸν συνοδοιπόρο του. Ἄνοιγε τὴν συζήτηση, καὶ φυσικὰ ὁ συνομιλητής, εὑρισκόμενος μπροστὰ στὸν πατερικό, παρακλητικὸ καὶ γλυκύτατο λόγο ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὰ χείλη του, ἀπόσταγμα πνευματικῆς πείρας, δὲν τολμοῦσε νὰ ἀντιμιλήση, οὔτε κἂν νὰ ἐρωτήση καὶ νὰ συνεχίση μὲ τὸν δικό του λόγο τὴν συζήτηση. Δὲν τὸν ἀπηγόρευε ὁ Γέροντας, ἀλλὰ ὁ λόγος του καθήλωνε τὸν συνομιλητή του. Σὲ τέτοιους περιπάτους ἄκουσα λόγους του γιὰ τὴν σχέση μεταξὺ θείας Λειτουργίας καὶ νοερᾶς προσευχῆς, γιὰ τὸ εὗρος καὶ τὸ πλάτος τῆς μετάνοιας, γιὰ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου, γιὰ τὸν τρόπο βιώσεως τῆς αὐθεντικῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, γιὰ τὴν ποιμαντικὴ διακονία τῶν ἐγγάμων, γιὰ τὶς οἰκογένειες ἀνθρώπων, γιὰ τὴν παιδαγώγηση τῶν νέων, γιὰ τὶς διαφορὲς μεταξὺ ἀκαδημαϊκῶν διδασκάλων καὶ ἁγίων Πατέρων, γιὰ θεολογικὰ θέματα κλπ.
ζ) Ἐπισκέψεις
Ἡ εὐαίσθητη καρδιὰ τοῦ πρὸς ὅλο τὸν κόσμο τὸν ἔκανε νὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ κατοικοῦν σὲ ὅλη τὴν γῆ, γιὰ τὸν κόσμο. Κυρίως προσευχόταν γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ἐκείνους ποὺ εἶχαν μαζί του μιὰ πνευματικὴ ἐπικοινωνία, πολὺ περισσότερο ὅταν βρίσκονταν σὲ θλίψη ἡ ἀσκοῦνταν στὴν νοερὰ προσευχὴ ἡ εἶχαν διάθεση γιὰ μοναχικὴ ζωή, ἡ βρίσκονταν στὸ πνευματικὸ στάδιο τῆς ἄρσεως τῆς θείας Χάριτος. Συνεχῶς ἐνδιαφερόταν γι’ αὐτοὺς ἀρρενωπά.
Πολλὲς φορὲς ἔκανε ἐπισκέψεις σὲ ἀνθρώπους ποὺ τοῦ ζητοῦσαν τὴν βοήθειά του, ἡ ἀντιλαμβανόταν ὁ ἴδιος ὅτι εἶχαν ἀνάγκη. Πήγαινε στὰ σπίτια τῶν ἀνθρώπων γιὰ νὰ τοὺς πῇ κάποιο λόγο παρηγορητικό, ἐπισκεπτόταν ἀσθενεῖς στὰ Νοσοκομεῖα, ἀλλὰ πήγαινε καὶ σὲ κοινότητες ποὺ ἀναζητοῦσαν νὰ ζήσουν τὴν πνευματικὴ ζωή.
η) Ἀγάπη στὴν φύση
Ἀγαποῦσε τὴν φύση, τὸ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, καὶ ἤθελε νὰ βλέπη περιποιημένο τὸν περιβάλλοντα χῶρο τῆς Μονῆς καὶ σεβόταν κάθε χορταράκι, ἀφοῦ ἦταν καρπὸς τῆς δημιουργικῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ.
Ἤθελε νὰ φυτεύωνται δενδράκια στὸ Μοναστήρι. Ὁ ἴδιος ἐντόπιζε τὸν χῶρο ποὺ θὰ φυτεύονταν διάφορα δένδρα καὶ καθόριζε ποιό εἶδος δένδρων θὰ φυτευόταν. Σὲ μιὰ περίπτωση βγῆκε γιὰ νὰ χαρῆ μὲ τὸ νὰ μᾶς βλέπη νὰ φυτεύουμε δενδράκια. Τόσο χάρηκε ὥστε μᾶς κάλεσε στὸ σπιτάκι του γιὰ νὰ μᾶς δώση ἕνα ἀναψυκτικό.
θ) Αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ
Λένε ὅτι χαρακτηριστικὸ γνώρισμα ἑνὸς ἁγίου εἶναι ὅτι ἔχει αἴσθηση τοῦ χιοῦμορ. Ἔγιναν μελέτες στὰ πατερικὰ κείμενα καὶ βρῆκαν πολλὰ τέτοια παραδείγματα. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε ἰδιαίτερα στὶς ἐπιστολὲς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ἀλλὰ καὶ σὲ συγχρόνους ἁγίους, ὅπως τὸν π. Παΐσιο. Αὐτὸ τὸ χιοῦμορ εἶχε καὶ ὁ Γέροντας Σωφρόνιος.
Ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, στενοχωριόταν καὶ δὲν εἶχε καμμιὰ διάθεση νὰ συνεχίση τὴν συζήτηση μὲ ἄνθρωπο ποὺ τὸν πλησίαζε μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι συνομιλεῖ μὲ ἕναν ἅγιο. Ἂν συνέβαινε αὐτό, σταματοῦσε τὴν συζήτηση καὶ προφασιζόταν κάτι γιὰ νὰ φύγη. Χρησιμοποιοῦσε πολὺ ἔξυπνες φράσεις, ποὺ εἶχαν μέσα τους τὸ στοιχεῖο τῆς χαρᾶς, ἀλλὰ καὶ τῆς λεπτῆς διδασκαλίας, γελοῦσε μὲ τὴν καρδιά του ἀπὸ κάτι ποὺ ἔλεγε ἡ ἄκουγε. Μερικὲς φορὲς συμπεριφερόταν μὲ μιὰ παιδικὴ ἁπλότητα, χωρὶς νὰ γίνεται παιδί. Εἶχε ὅλα τὰ γνωρίσματα τοῦ παιδιοῦ μέσα στὴν σοφία ἑνὸς μεγάλου ἀνθρώπου.
Ὅταν περπατῶντας μέσα στὰ δρομάκια τῆς Μονῆς συναντοῦσε κάποια ὁμάδα γνωστῶν του ἀνθρώπων ἡ παιδιῶν, τοὺς πλησίαζε ἡ τὸν πλησίαζαν καὶ τοὺς ἔλεγε διδακτικὲς ἱστορίες, ὁπότε ἀπὸ τὸν χαρούμενο θόρυβο ἀντιλαμβανόμασταν ὅλοι ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται ὁ Γέροντας.
ι) Ἀποχαιρετισμός
Ὅταν ἔμενε κανεὶς ἕνα μεγάλο χρονικὸ διάστημα στὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ ἔμπαινε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρά της, τότε ἐθεωρεῖτο μέλος τῆς οἰκογένειας αὐτῆς. Ὁπότε, ἡ ἡμέρα τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ ἦταν συγκινητική.
Συγκεντρώνονταν ὅλοι οἱ μοναχοί, μαζὶ μὲ τὸν Γέροντα στὸν Ναὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς καὶ γινόταν μιὰ σχετικὴ ἀκολουθία, μὲ τὴν ὁποία ἀπηύθυναν δεήσεις γιὰ νὰ εὐλογήση ὁ Θεὸς τὸ ταξείδι, διάβαζαν δὲ καὶ τὸ κατάλληλο εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα καὶ τὴν ἀνάλογη εὐχή.
Μετὰ ἀπὸ τὴν ἀκολουθία αὐτὴ ἔβγαιναν ὅλοι στὸν δρόμο ὅπου βρίσκονταν τὸ αὐτοκίνητο μὲ τὸ ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ ταξιδεύση ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. Τὸν ἀσπάζονταν ὅλοι, τοῦ ἔδιδαν κάποια εὐλογία, μερικὲς φορὲς ὅταν τὸ ζητοῦσε ὁ ἐπισκέπτης φωτογραφίζονταν γιὰ νὰ ὑπάρχη ἀνάμνηση καὶ ὅταν τὸ αὐτοκίνητο ἀπομακρυνόταν ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μονή, ὅλοι, μὲ κορυφαῖο τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, χαιρετοῦσαν μὲ τὰ χέρια τους, γιὰ πολλὴ ὥρα, ἕως ὅτου ἐξαφανιζόταν τὸ αὐτοκίνητο σὲ μιὰ στροφὴ τοῦ δρόμου, καὶ μάλιστα μερικοὶ ἔβγαζαν τὰ μαντήλια καὶ χαιρετοῦσαν τον ἀναχωροῦντα ἐπισκέπτη ἀνεμίζοντάς τα.
Κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ μείνη ἀσυγκίνητος ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο γινόταν ὁ ἀποχωρισμὸς καί, βεβαίως, καμμιὰ καρδιὰ δὲν ἔμενε ἀσυγκίνητη μπροστὰ στὴν ζεστὴ αὐτὴ ἔκφραση τῆς ἀγάπης.
Στὰ περιστατικὰ αὐτὰ ποὺ περιέγραψα πιὸ πάνω ἤμουν αὐτόπτης μάρτυρας καὶ γι’ αὐτὸ ἡ περιγραφὴ εἶναι αὐθεντική. Μποροῦσαν νὰ συμβοῦν σὲ διάφορες μέρες καὶ περιόδους. Ἀλλὰ θὰ μποροῦσαν νὰ συμβοῦν ὅλα αὐτὰ μέσα σὲ μιὰ μόνον ἡμέρα. Ὁπότε, αὐτὰ δείχνουν ἕνα καθημερινὸ πρόγραμμα τοῦ Γέροντος Σωφρονίου.
Μιὰ φορά μου ἔλεγε χαρακτηριστικά. «Στὸ Μοναστήρι μας συμβαίνει ὅ,τι καὶ μὲ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ὑπάρχει τὸ βασικὸ βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς στὸ ὁποῖο περιέχονται τροπάρια κάθε ἡμέρας στὸν ἰδιαίτερο ἦχο, ἀλλὰ συγχρόνως ἐναλλάσσονται καὶ τὰ τροπάρια τοῦ Μηναίου, ἀπὸ τὸν ἑορταζόμενο ἅγιο τῆς ἡμέρας. Ἔτσι συμβαίνει καὶ στὸ Μοναστήρι μας. Ἡ παρακλητική, μιὰ σταθερὴ βάση, εἴμαστε ἐμεῖς, ἀλλὰ κάθε ἡμέρα προστίθενται καὶ νέοι ἐπισκέπτες. Δὲν μᾶς ἀλλάζουν τὸ πρόγραμμα, ἀλλὰ ἐκεῖνοι παίρνουν κάτι ἀπὸ μᾶς καὶ ἔτσι ἀναπέμπεται ἡ καθημερινή μας δοξολογία στὸν Θεό».
Καὶ μοῦ κάνει τεράστια ἐντύπωση τὸ γεγονὸς ὅτι ἕνας τέτοιος μεγάλος θεολόγος τῆς ἐποχῆς μας, ὁ ὁποῖος γνώρισε κορυφαίους θεολόγους καὶ φιλοσόφους, ἀλλὰ κυρίως ἀξιώθηκε, ὅπως φαίνεται στὰ κείμενά του, νὰ ἀποκτήση μεγάλη ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, καὶ ἔφθασε μέχρι τὴν θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός, νὰ εἶναι τόσο πλησίον μας, νὰ συμπεριφέρεται μὲ τόσο ἁπλὸ καὶ ἀνθρώπινο τρόπο. Εἶναι σὰν νὰ βλέπης τὸν Χριστό, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, τὴν μιὰ στιγμὴ νὰ μεταμορφώνεται στὸ Ὅρος Θαβὼρ καὶ τὴν ἄλλη νὰ βρίσκεται μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ ἀπαλύνη τὸν πόνο τους· τὴν μιὰ στιγμὴ νὰ ψάλλη μὲ τοὺς μαθητὰς Τοῦ καὶ ὕστερα ἀπὸ λίγο νὰ σταυρώνεται· τὴν μιὰ στιγμὴ νὰ διδάσκη καὶ στὴν συνέχεια νὰ παίρνη στὴν ἀγκαλιά του τὰ παιδάκια καὶ νὰ τὰ εὐλογῇ· τὴν μιὰ στιγμὴ νὰ εἶναι ἐλεγκτικὸς στοὺς Γραμματεῖς καὶ Φαρισαίους καὶ τὴν ἄλλη νὰ ἀφήνη τὴν πόρνη γυναῖκα νὰ τοῦ πλένη τὰ πόδια καὶ νὰ τῆς συγχωρῇ τὶς ἁμαρτίες της.
Ἀγαπητοί μου,
Ὅσο καὶ νὰ μιλήσω δὲν μπορῶ νὰ παρουσιάσω τὸν Γέροντα Σωφρόνιο, τὴν θεολογία του καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πλησίαζε τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν ἀπὸ ὅλον τὸν κόσμο. Ὁ ἴδιος μιλοῦσε τέσσερες γλῶσσες (ρωσσική, γαλλική, ἑλληνικὴ καὶ ἀγγλική), εἶχε καὶ μεγάλη πνευματικὴ πείρα καὶ μποροῦσε νὰ ἀντιλαμβάνεται ἄριστα τοὺς ἑτεροδόξους καὶ τοὺς ἀλλοδόξους, τοὺς ἀθέους καὶ τοὺς πιστούς, τοὺς εὐσεβεῖς καὶ τοὺς ἀναρχικούς, τοὺς νέους καὶ τοὺς γέρους, τοὺς λαϊκοὺς καὶ τοὺς κληρικούς, τοὺς κοσμικοὺς καὶ τοὺς μοναχούς.
Καὶ κάποτε ἦλθε ὁ καιρὸς ὁ πνευματικὸς αὐτὸς ἥλιος νὰ δύση ἡ μᾶλλον νὰ ἀνατείλη στὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία γνώρισε ἀπὸ τὶς ἐπανειλημμένες ἐπισκέψεις του. Καὶ κοιμήθηκε ὅπως δίδασκε, προσευχόταν, λειτουργοῦσε.
Ὅταν αἰσθάνθηκε τὸ τέλος του εἶπε: «ὅλα τὰ ἔχω πεῖ στὸν Θεό. Τελείωσα ὅ,τι εἶχα νὰ κάνω. Τώρα πρέπει νὰ φύγω». Ἔστειλε γράμμα στὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, κάτω ἀπὸ τὴν κανονικὴ δικαιοδοσία τοῦ ὁποίου βρίσκεται ἡ Ἱερὰ Μονή του, γιὰ νὰ ζητήση τὴν εὐχή του γιὰ νὰ ἀπέλθη «πρὸς τὸ ποθούμενο Φῶς τῆς Χριστοῦ Ἀναστάσεως» . Ἄ?τό δείχνει καὶ τὸ ἐκκλησιαστικό του φρόνημα. Λίγο πρὶν κοιμηθῇ εἶπε: «δὲν μπορῶ νὰ περιμένω ἄλλο». Ἔδωσε τὶς ὁδηγίες του στὰ πρόσωπα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἀπηύθυνε τὶς τελευταῖες διδασκαλίες του καὶ τοὺς χαιρέτισε ὅλους. Σταύρωσε τὰ χέρια του καὶ παρέμεινε πάνω στὸ κρεββάτι, προσευχόμενος καὶ ἑτοιμαζόμενος γιὰ τὴν συνάντηση μὲ τὸν ποθούμενο Χριστό.
Ὅταν τὸν εἶδα στὸ φέρετρο κατὰ τὴν ἐξόδιο ἀκολουθία, διέκρινα ὅτι εἶχε τὴν ἴδια στάση, τὴν ἴδια ἔκφραση ποὺ εἶχε ὅταν προσευχόταν καὶ κυρίως ὅταν λειτουργοῦσε, ἀκόμη καὶ ὅταν δίδασκε καὶ φανέρωνε τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ αὐτὸ ἔδειχνε τὴν ἑνοποίηση ποὺ ἔγινε στὴν ζωὴ τοῦ μεταξὺ θεωρίας καὶ πράξεως, μεταξὺ ἐρήμου καὶ κοινωνίας, μεταξὺ θείας Λειτουργίας καὶ ἱερὰς ἡσυχίας, μεταξὺ σιωπῆς καὶ κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς, μεταξὺ ζωῆς καὶ θανάτου. Στὸ φέρετρο φαινόταν σὰν νὰ προσεύχεται καὶ νὰ λειτουργῇ. Τὰ χέρια του εἶχαν τὸ χρῶμα τοῦ κεχριμπαριοῦ, σὰν νὰ ἔβγαινε φῶς μέσα ἀπὸ αὐτὰ καὶ εὐλογοῦσαν. Ἔτσι, ὡς λειτουργὸς Ἱερεύς, ἀπὸ τὸν κτιστὸ Ναὸ εἰσῆλθε στὸν ἄκτιστο Ναό, ἀπὸ τὴν κτιστὴ Ἐκκλησία στὴν ἄκτιστη Ἐκκλησία. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μᾶς εὐλογεῖ, προσεύχεται καὶ μᾶς περιμένει.
Καὶ κάτι ἀκόμη. Μιὰ μητέρα πῆγε τὸ παιδί της στὸ Λονδῖνο γιὰ νὰ κάνη ἐγχείριση, ἐπειδὴ ἀποδεδειγμένως, ὕστερα ἀπὸ εἰδικὲς ἐξετάσεις ἔπασχε ἀπὸ καρκίνο. Οἱ ἰατροὶ τοῦ Νοσοκομείου της εἶπαν νὰ εἰσαχθῇ τὴν ἄλλη ἡμέρα στὸ Νοσομεῖο γιὰ ἐγχείριση. Ὅμως ἡ μητέρα τὴν ἡμέρα ἐκείνη θέλησε νὰ ἐπισκεφθῇ τὸν Γέροντα γιὰ νὰ λάβη τὴν εὐχή του, ἐπειδὴ εἶχε ἀκούσει πολλὰ γι’αυτόν. Ὅταν πῆγε στὸ Μοναστήρι ἦταν ἡ ἡμέρα τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας του. Δὲν κατάλαβε τίποτε καὶ ζήτησε νὰ δή τον Γεροντα. Ὅταν τῆς εἶπαν ὅτι ἔχει κοιμηθῇ καὶ ἐκείνη τὴν ἡμέρα θὰ γινόταν ἡ κηδεία του ἄρχισε νὰ κλαίη ἀπαρηγόρητα. Τότε κάποιος μοναχὸς τῆς εἶπε νὰ περάση τὸ παιδί της κάτω ἀπὸ τὸ φέρετρο. Ἤμουν αὐτήκοος μάρτυς τοῦ γεγονότος. Πράγματι, πέρασε τὸ παιδὶ κάτω ἀπὸ τὸ φέρετρο, ὅπως πολλὰ παιδιὰ περνοῦν κάτω ἀπὸ τὸν Ἐπιτάφιο τὴν Μεγάλη Παρασκευή. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ποὺ εἰσήχθηκε στὸ Νοσκομεῖο γιὰ τὴν ἐπέμβαση καὶ τοῦ ἔκαναν τὶς τελευταῖες ἐξετάσεις, διεπίστωσαν ὅτι παραδόξως ἦταν τελείως καλά, δὲν εἶχε κάποιο πρόβλημα καὶ ἔτσι ἐξῆλθε ἀπὸ τὸ Νοσοκομεῖο τελείως καλά, χωρὶς νὰ τοῦ γίνη κάποια θεραπεία.
Τὸ θαυματουργικὸ αὐτὸ γεγονὸς ἦταν ἐπισφράγιση τῆς τεθεωμένης ζωῆς τοῦ Γέροντος Σωφρονίου, τοῦ μεγάλου αὐτοῦ θεολόγου καὶ πνευματικοῦ πατρός, τοῦ οἰκουμενικοῦ διδασκάλου.
Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του.
- Προβολές: 2618