Skip to main content

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ἀποστολική ζωή καί Πεντηκοστή

Ὁμιλία στήν Τράπεζα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καρακάλλου μετά τόν Ἑσπερινό τῆς κυριώνυμης ἡμέρας κατά την Πανήγυρη τῶν ἁγίων Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου ὅπου ἐψάλη καί τό μνημόσυνο τῶν κτητόρων

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱεροθέου

(Προφορική καί ἀπομαγνητοφωνημένη)

Βλέπε καί προηγούμενο τεῦχος: Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος στήν πανήγυρη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καρακάλλου Ἁγίου Ὄρους

Ἅγιοι Καθηγούμενοι τῶν Ἱερῶν Μονῶν Καρακάλλου καί Βατοπαιδίου, ἐκπρόσωποι τῶν λοιπῶν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἀγαπητοί πατέρες καί ἀδελφοί.

Ὁ ἅγιος Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Καρακάλλου μέ παρακαλεῖ καί πάλι νά ὁμιλήσω. Σκέπτομαι καί ἐγώ ὅτι δέν εἶναι δυνατόν τέτοιες μέρες νά μή ὁμιλοῦμε γιά τούς Ἀποστόλους, γιά τό τί θυσία ἔχουν κάνει οἱ Ἀπόστολοι, τί ἔζησαν γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τί ἱδρώτα ἔχυσαν.

Ἄν εἴμαστε σήμερα Χριστιανοί, καί δέν εἴμαστε ζῶα, μέ συγχωρεῖτε γιά τήν ἔκφραση, ἄν εἴμαστε σήμερα μοναχοί καί ἀκολουθοῦμε τήν μοναχική παράδοση καί τήν μοναχική ζωή, πού εἶναι ἡ ἀποστολική ζωή, τό ὀφείλουμε σέ αὐτούς. Διότι ἔφυγαν ἀπό τήν Παλαιστίνη μέ τά μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, γύρισαν ὅλον τόν κόσμο, ἦλθαν στήν Ἑλλάδα νά κηρύξουν μέ ἱδρώτα καί ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν σκέφτομαι αὐτήν τήν ζωή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων συγκινοῦμαι βαθύτατα. Ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔχουν τήν Χάρη καί τήν εὐλογία, ἀλλά ὁμιλοῦμε γιά τούς δυό Πρωτοκορυφαίους Ἀποστόλους καί ὁμιλοῦμε γιά τούς Δώδεκα Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἀκολούθησαν τόν Χριστό, ἐγκατέλειψαν τά πάντα, ἔζησαν κοντά Του τρία χρόνια, στήν συνέχεια ἔλαβαν τό Ἅγιο Πνεῦμα καί διασκορπίστηκαν σέ ὅλον τόν κόσμο γιά νά κηρύξουν τό Εὐαγγέλιο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Θά ἤμασταν σήμερα, ὅπως ἔλεγε κάποιος, σάν τούς ἀγρίους ἐπάνω στά δέντρα. Οὔτε πολιτισμένοι δέν θά ἤμασταν, γιατί καί ὁ πολιτισμός προῆλθε μέσα ἀπό τόν Χριστιανισμό. Δέν ἦταν, βέβαια, σκοπός τοῦ Χριστοῦ νά δημιουργήση ἕναν πολιτισμό, ἀλλά ὅποιος ἀγαπᾶ τόν Θεό καί ἀγαπᾶ τούς ἀνθρώπους, τότε δημιουργεῖ καί ἕναν πολιτισμό, ὁ ὁποῖος διακρίνεται γιά τήν φιλανθρωπία, τήν ἀγάπη, τήν φιλοθεΐα καί τόν ἀλτρουϊσμό.

Πνευματικός οἶνος

Εἶπα κάτι τό μεσημέρι, ἀλλά καί χθές τό βράδυ κάτι εἶπα σέ μερικούς πατέρες μετά τήν μικρή διακοπή τῆς ἀγρυπνίας. Ἔλαβα ἀφορμή ἀπό τό λικέρ πού μοῦ ἔδωσαν καί λέω: «Αὐτό ἐδῶ τί εἶναι;». Εἶναι κρασί. Καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «μή μεθύσκεσθε οἴνῳ», νά μήν μεθᾶμε μέ τόν οἶνο. Καί μετά λέει «ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ» (Ἐφ. ε', 18-19).

Γιατί ὑπάρχει ἕνας ἄλλος πνευματικός οἶνος, ἡ καρδιακή νοερά προσευχή, γι’ αὐτό οὐσιαστικά πρόκειται, νά λαλῆ κανείς μέσα στήν καρδιά του ὕμνους καί ὠδές πνευματικές καί νά ἄδη στόν Θεό.

Αὐτή εἶναι ἡ νηφάλιος μέθη γιά τήν ὁποία μίλησε ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, εἶναι μία μέθη ἡ ὁποία ξεκινᾶ ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί περνᾶ στούς ἀδελφούς. Καί λέει ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ὅτι μέ αὐτήν τήν μέθη μέθυσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί κήρυξαν τό Εὐαγγέλιο σέ ὅλη τήν κτίση, μέ αὐτήν τήν μέθη μέθυσαν οἱ ἀσκητές καί πῆγαν στά Μοναστήρια καί στίς ἐρήμους. Γιατί πῆγαν; Ἦταν ἰδιότροποι ἄνθρωποι; Τί ἤθελαν νά κάνουν; Ἤθελαν ἀκριβῶς νά τηρήσουν τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ στήν καθημερινή τους ζωή. Μέθυσαν. Καί λέει κάπου ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος «ἐν βαθείᾳ μέθῃ κινοῦνται αἱ ἐνέργειαι αὐτοῦ». «Ἐν βαθείᾳ μέθῃ». Φυσικά εἶναι ἡ νηφάλιος μέθη.

Τί μπορεῖ νά πῆ κανείς γι’ αὐτούς τούς μεγάλους, τούς δύο Πρωτοκορυφαίους καί τούς Δώδεκα Ἀποστόλους; Θά ἤθελα νά ὑπογραμμίσω τρία σημεῖα.

Πρωτοκορυφαῖοι στήν μετάνοια

Τό πρῶτο σημεῖο, πολύ σημαντικό καί πολύ ἐλπιδοφόρο γιά ὅλους μας, εἶναι ὅτι οἱ δύο Πρωτοκορυφαῖοι Ἀπόστολοι ἔπεσαν σέ δύο μεγάλες ἁμαρτίες, σοβαρότατες ἁμαρτίες. Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀρνήθηκε τόν Χριστό, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πολεμοῦσε τόν Χριστό, οὐσιαστικά τούς Χριστιανούς μετά τήν Πεντηκοστή. Δύο μεγάλοι ἁμαρτωλοί, θά λέγαμε σήμερα, πού καί οἱ δύο ἔκλαψαν πικρῶς. Ὁ μέν Ἀπόστολος Πέτρος, μετά πού ἀρνήθηκε τόν Χριστό «ἐξελθών ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς» (Ματθ. κστ΄, 75) καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν εἶδε τόν Χριστό μέσα στήν δόξα, ἐνῶ προηγουμένως πολεμοῦσε τήν Ἐκκλησία, καί τήν πολεμοῦσε, ἐπειδή νόμιζε ὅτι ἦταν κάποια αἵρεση, πῆγε στήν Ἀραβία γιά νά κλαύση πικρῶς.

Θά ἐπιμείνω στήν περίπτωση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Πολεμοῦσε τούς Χριστιανούς καί ὁ Χριστός τοῦ εἶπε: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί μέ διώκεις;». Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ποιός εἶσαι ἐσύ πού σέ διώκω;». Ὁ Χριστός τοῦ εἶπε: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς πού ἐσύ τόν καταδιώκεις» (Πράξ. θ', 3-9).

Ἐδῶ κρύβεται ἕνα σοβαρό ἑρμηνευτικό καί θεολογικό γεγονός. Ὁ Σαούλ ἦταν καλός μελετητής τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἐκεῖ διάβαζε γιά τόν Ἄσαρκο Λόγο, τόν Γιαχβέ πού ἐμφανιζόταν στούς Προφῆτες μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα στίς ἡμέρες του ἐμφανίσθηκε κάποιος Ἰησοῦς, ὁ ὁποῖος ὀνόμαζε τόν ἑαυτό του ὅτι ἦταν Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ Σαούλ ὡς εὐσεβής Ἰουδαῖος δέν μποροῦσε νά τό ἀποδεχθῆ αὐτό, ἀφοῦ ὁ Γιαχβέ πού ἐμφανιζόταν στούς Προφήτας καί τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἦταν ὁ Γιαχβέ. Ὁ Σαούλ δέν θεωροῦσε ὅτι δίωκε τόν Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀντίθετα θεωροῦσε ὅτι ἐν ὀνόματι τοῦ Γιαχβέ πολεμοῦσε μερικούς πού κήρυτταν τόν Ἰησοῦν ὡς τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Αὐτό δέν μποροῦσε νά τό ἀποδεχθῆ.

Ἔτσι, ὁ Χριστός τοῦ ἀπεκάλυψε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ Γιαχβέ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πού σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος καί ἐκεῖνος τόν διώκει. Αὐτό ἦταν μία μεγάλη ἀποκάλυψη, ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Γιαχβέ τοῦ Μωϋσῆ, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος τοῦ προφήτη Ἡσαΐα. Μέ αὐτήν τήν ἀποκάλυψη ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔφθασε στήν μεγάλη αὐτή ἐμπειρία, νά συνδέση καί νά ταυτίση τόν Ἄσαρκο Λόγο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού ἐμφανιζόταν στούς Προφῆτες μέ τόν σεσαρκωμένο Λόγο πού ἐμφανίστηκε στούς Μαθητές καί ὅτι προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ἔκανε σῶμα, καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ.

Ὅλη αὐτή ἡ θεωρία τήν ὁποία ἔχουμε, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί ὁ Χριστός εἶναι ἡ Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί «τό πλήρωμα τοῦ τά πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου» (Ἐφ. α', 23), δέν τό λέει κανένας ἄλλος ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν ἄλλες εἰκόνες, ἄλλη παράδοση, ἀλλά αὐτό τό λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, γιατί, κατά τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία ταύτισε πολύ στενά ἐκείνη τήν ὥρα τόν Ἄσαρκο μέ τόν Σεσαρκωμένο Λόγο.

Ἔχουμε, λοιπόν, προφητική διδασκαλία καί ἐμπειρία στήν Καινή Διαθήκη ὅτι ὁ Χριστός πού ἦταν μέσα στό Φῶς δέν ἦταν μόνο ἄνθρωπος, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶχε ἑνωθῆ μέ τήν θεία φύση στήν ὑπόσταση τοῦ Λόγου, καί εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ὕστερα ἀπό αὐτήν τήν μεγάλη ἐμπειρία, ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, πῆγε στήν Ἀραβία καί γιά πολλά χρόνια ἔκλαιγε, μέ μεγάλη μετάνοια.

Ὑπάρχει μία ἀμφισβήτηση γιά τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή, ὅτι ἐνδεχομένως δέν εἶναι τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἀλλά εἶναι κάποιου ἄλλου, ἄν καί ἐγώ τοὐλάχιστον ἀπό μία ἔρευνα πού ἔκανα, διεπίστωσα ὅτι τό πνεῦμα εἶναι τό ἴδιο μέ τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή. Ἄν διαβάση κανείς προσεκτικά τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, θά δῆ ὅτι ὑπάρχουν τά ἴδια πνευματικά νοήματα, μέ ἕναν διαφορετικό τρόπο.

Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος ἔλεγε ὅτι ἡ πρός Ἑβραίους ἐπιστολή εἶναι ἔργο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, γιατί ἐκεῖ ὑπάρχουν χωρία πού λέει ὅτι ἔζησε τήν μετάνοιά του στήν ἔρημο τῆς Ἀραβίας, ὡσάν νά εἶναι στόν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ καί πάλευε μέ τόν Θεό (πρβλ. Ἑβρ. ε', 7).

Ἑπομένως, ἔχουμε τούς δύο Πρωτοκορυφαίους Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι ἔπεσαν σέ μεγάλα ἁμαρτήματα, ἀλλά εἶχαν πάρα πολύ μεγάλη μετάνοια καί ἔγιναν οἱ πρῶτοι τῶν Ἀποστόλων. Δέν ὑπάρχει διαφορά, φυσικά, μεταξύ τῶν Ἀποστόλων στήν Χάρη. Ὅταν ὑπάρχη μία κίνηση, μία ὁμάδα, κάποιος πρέπει νά πρωτοστατῆ. Τούς βάζει, λοιπόν, πρωτοστάτες, πρώτους Ἀποστόλους. Οἱ ἄλλοι δέν ἔχουν πέσει σέ τόσο μεγάλα λάθη, ἔκαναν καί ἐκεῖνοι τά λάθη τους, ἀλλά αὐτοί οἱ δύο ἔκαναν πολύ σοβαρά λάθη. Αὐτό εἶναι μία ἐλπίδα γιά μᾶς.

Οἱ Ἀπόστολοι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ

Τό δεύτερο σημεῖο πού θά μποροῦσα νά πῶ εἶναι ὅτι ἔχουμε τήν ὁμάδα τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων. Ὅπως ξέρουμε ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς εἶναι ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος πρόδωσε τόν Χριστό. Οἱ ἄλλοι Τόν ἐγκατέλειψαν, ἐκεῖνος Τόν πρόδωσε. Ἄρα ἔπρεπε νά ἀναπληρωθῆ αὐτός ὁ τόπος, καί τό περιγράφει τό βιβλίο τῶν «Πράξεων τῶν Ἀποστόλων». Οἱ Ἀπόστολοι εἶπαν ὅτι πρέπει αὐτός ὁ τόπος, ὁ δωδέκατος, νά ἀναπληρωθῆ καί νά κάνουμε ἐκλογή. Ἀναζητοῦσαν μεταξύ τῶν Χριστιανῶν δύο, οἱ ὁποῖοι νά εἶναι μάρτυρες τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ποιό ἦταν τό κριτήριο γιά νά γίνη κάποιος Ἀπόστολος; Νά εἶναι μάρτυς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Καί βρῆκαν τόν Ἰοῦστο καί τόν Ματθία, ἔριξαν κλῆρο καί ὁ κλῆρος ἔπεσε στόν Ματθία.

Σήμερα γίνεται λόγος γιά τίς ἐκλογές τῶν Ἐπισκόπων, ὅτι ἴσως εἶναι καλύτερο νά ρίχνουμε κλῆρο. Νά γίνη κλῆρος, ἀλλά μεταξύ αὐτοπτῶν, μεταξύ θεουμένων, μεταξύ ἁγίων θεοπτῶν μαθητῶν. Ὄχι ἁπλῶς νά ρίχνουμε τόν κλῆρο ἀπό ὅσους ἔχουν τελειώσει μία Θεολογική Σχολή ἤ ὅπως κάνουν πολιτικοί στίς ἐκλογές. Δέν ἦταν αὐτό τό πνεῦμα. Τό κριτήριο εἶναι ποιός εἶναι μάρτυς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, πού σημαίνει ποιός ἄκουσε καί εἶδε τόν ἀναστάντα Χριστό. Αὐτό σημαίνει μάρτυς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Καί ποιός ἔλαβε τό Ἅγιο Πνεῦμα τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καθαρά νά ἐνεργῆ μέσα στήν καρδιά του; Καί ὁ κλῆρος ἔπεσε στόν Ματθία.

Ἄρα, λοιπόν, εἶναι Δώδεκα Ἀπόστολοι, ἀλλά δέν συγκαταλέγεται στούς Δώδεκα Ἀποστόλους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος εἶναι μέν Πρωτοκορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά δέν συγκαταλέγεται στούς Δώδεκα Ἀποστόλους. Μέ ποιά ἔννοια, ὅμως, λέγεται Πρωτοκορυφαῖος; Διότι συνδέεται πολύ στενά μέ τόν Ἀπόστολο Πέτρο καί ἔχουν ἑνότητα μεταξύ τους.

Πάντως, ἐφ’ ὅσον τό κριτήριο γιά νά γίνη κάποιος Ἀπόστολος εἶναι νά εἶναι μάρτυς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τότε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔγινε μάρτυς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ ἐπειδή εἶδε τόν ἀναστάντα Χριστό. Γι’ αὐτό καί ὁ ἴδιος εἶπε: «Οὐκ εἰμί ἀπόστολος... οὐχί Ἰησοῦν Χριστόν τόν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα;» (Α' Κορ. θ΄ 1) καί ἀλλοῦ: «Ἔσχατον δέ πάντων ὡσπερεί τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί. ἐγώ γάρ εἰμί ἐλάχιστος τῶν ἀποστόλων, ὅς οὐκ εἰμί ἱκανός καλεῖσθαι ἀπόστολος, διότι ἐδίωξα τήν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ» (Α' Κορ. ιε, 9). Ἐμφανίστηκε σέ ἐκεῖνον ὁ Χριστός, ὅταν πήγαινε πρός τήν Δαμασκό γιά νά διώξη τούς Χριστιανούς.

Μέ ἀξίωσε ὁ Θεός, ὅταν ὑπηρετοῦσα γιά τρία χρόνια στό Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας καί πήγαινα στόν Λίβανο, νά περνῶ μέσα ἀπό τήν Συρία, μέσα ἀπό τήν Δαμασκό τῆς Συρίας, καί πῆγα στό μέρος ἐκεῖνο καί εἶδα τό τεῖχος ἀπό τό ὁποῖο τόν κατέβασαν νά φύγη πρός τά Ἱεροσόλυμα, γιά νά μήν τόν συλλάβουν καί τόν σκοτώσουν οἱ Ἑβραῖοι.

Ἡ ἀποκαλυπτική πίστη τῶν Ἀποστόλων

Εἶναι, λοιπόν, Ἀπόστολος καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί παρέλαβε τήν ἀποκαλυπτική παράδοση. Ὁ ἀδελφόθεος Ἰούδας στήν ἐπιστολή του μιλώντας γιά τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ γράφει: «ἐπαγωνίζεσθαι τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς ἁγίοις πίστει» (Ἰουδ. α', 3). Δηλαδή, αὐτή ἡ πίστη τήν ὁποία πιστεύουμε ἐμεῖς δέν εἶναι μία ἀφηρημένη διανοητική πίστη, δέν μᾶς μεταδόθηκε μέσα ἀπό γνῶμες, ἀπό διαλογισμούς, ἀπό σοφίες, ἀπό «σεσοφισμένους μύθους», πού λέει ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀλλά εἶναι μία παράδοση, εἶναι μία πίστη πού συνδέεται μέ μία ἀποκάλυψη. Ἡ πίστη εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι ἐμπειρία, δέν εἶναι διανοητικό κατόρθωμα, δέν εἶναι λογική κατεργασία, δέν εἶναι σχολαστικισμός. Αὐτή ἡ πίστη παραδόθηκε στούς ἁγίους. Εἶναι ἀποκάλυψη, εἶναι φανέρωση τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί αὐτή δόθηκε στούς ἁγίους.

Πῶς δόθηκε στούς Ἁγίους Ἀποστόλους αὐτή ἡ πίστη; Ἄν δοῦμε ὅλη τή ζωή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, θά τό δοῦμε καθαρά ὅτι ἀρνήθηκαν τά πάντα, γι' αὐτό οὐσιαστικά ἡ ἀποστολική ζωή εἶναι ἡ μοναχική ζωή, ἡ συνέχεια τῆς ἀποστολικῆς ζωῆς. Γι’ αὐτό στά παλιά κείμενα, ὅταν ἤθελαν νά μιλήσουν γιά τήν μοναχική ζωή, ἔλεγαν ἡ ἀποστολική ζωή, γιατί ἔχει ἀφιέρωση, ἐγκατάλειψη τῶν πάντων, γιά νά δοθῆ κανείς στό ἔργο τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο πράγμα πού μποροῦμε σήμερα νά κάνουμε στόν κόσμο, νά γνωρίσουμε τόν ζῶντα Θεό καί μετά εἶναι εὔκολο νά τό μεταδώσουμε αὐτό στούς ἄλλους.

Πῶς ἔγινε αὐτό; Διαβάζουμε στά Εὐαγγέλια ὅτι ὁ Χριστός μιλοῦσε μέ παραβολές. Ὁ κόσμος νομίζει ὅτι, ὅταν ὁ Χριστός μιλοῦσε μέ παραβολές, ὅτι τά ἔλεγε πολύ ἁπλά γιά νά τά καταλαβαίνουν. Γι’ αὐτό καμιά φορά ἀκούγεται ἕνας θεολογικός λόγος καί λένε: «Πές τα ἁπλά νά τά καταλάβουμε, ὅπως μιλοῦσε ἁπλά καί ὁ Χριστός». Αὐτό εἶναι ἕνα μύθος, ὅτι δηλαδή ὁ Χριστός μιλοῦσε ἁπλά. Εἶναι ἕνας μύθος ὅτι ὁ Χριστός ἔλεγε τίς παραβολές γιά νά ἁπλοποιήση τήν διδασκαλία Του.

Αὐτό φαίνεται στήν περίφημη παραβολή τοῦ Σπορέως (Λουκ. η', 4-15), πού ἀρχίζει μέ τίς λέξεις: «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τόν σπόρον αὐτοῦ». Μετά οἱ Μαθητές Του Τόν ρώτησαν: «τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη», δηλαδή, σέ παρακαλοῦμε νά μᾶς ἀναλύσης τήν παραβολή. Ὁ Χριστός ἀπάντησε: «ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν». Δηλαδή, τά λέω μέ παραβολικό τρόπο στούς ἄλλους, ὅπως ἔκαναν καί οἱ Προφῆτες ἄλλωστε, γιά νά μήν τά καταλαβαίνουν. Καί γιατί νά μήν τά καταλαβαίνουν; Γιατί δέν ἦταν ἄξιοι τῆς ἀποκαλύψεως καί μποροῦσαν νά ἀγανακτήσουν. Ἄρα, ὁμίλησε ὁ Χριστός μέ παραβολές γιά νά καλύψη τό περιεχόμενο τῆς ἀποκαλύψεως. Καί κάποτε, ἀργότερα θά ἐνεργοῦσε ὁ λόγος αὐτός. Ἄρα, ἔχουμε τόν λαό, ὁ ὁποῖος δέχεται τό λόγο τοῦ Θεοῦ μέ παραβολές, γιά νά μήν βλέπουν καί νά μήν ἀκοῦν καθαρά.

Οἱ Μαθητές πού ἐγκατέλειψαν τά πάντα καί Τόν ἀκολούθησαν εἶχαν τήν δυνατότητα νά γνωρίσουν τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. «Ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ» καί τούς ἀνέλυσε ὅτι ὁ σπόρος εἶναι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, καί ὅλη τήν παραβολή κλπ. Τί σημαίνει αὐτό; Αὐτοί πού εἶχαν ἐγκαταλείψει τά πάντα καί ἀκολούθησαν τόν Χριστό, αὐτοί εἶναι ἱκανοί νά μάθουν, ὄχι νά ζήσουν ἀκόμη, νά μάθουν τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Μέχρι ἐδῶ εἴμαστε στό θέμα τῆς ἀκοῆς.

Στήν συνέχεια τρεῖς ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τίς κατάλληλες προϋποθέσεις, τούς ἀνέβασε ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ καί εἶδαν τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί μέθεξαν τῆς ζωῆς τῆς ἀκτίστου Χάριτος καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἄρα ἔχουμε τρεῖς μαθητές: εἶναι αὐτοί πού ἀκοῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ἐν παραβολαῖς, εἶναι αὐτοί πού ἀκοῦν γιά τά μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί εἶναι αὐτοί πού φθάνουν στό σημεῖο νά μεθέξουν τῆς ἴδιας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἡ αἰώνια ζωή.

Ἡ ἀποκάλυψη δόθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Οἱ Μαθητές ὄχι ἁπλῶς γνώρισαν τόν Χριστό, ἀλλά ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Μέχρι τότε, ἀκόμη καί αὐτοί πού ἦταν ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ, τήν ὥρα πού ἔγινε αὐτό τό μεγάλο γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ καί εἶδαν τό πρόσωπο Αὐτοῦ πού ἔλαμψε ὡς ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτια Αὐτοῦ πού ἔγιναν λευκά ὡς τό φῶς, τότε ἔβλεπαν τό φῶς. Δέν μπορεῖ κανείς νά δῆ τό φῶς, ἐάν δέν μετέχη τοῦ φωτός, ἀλλά τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἔξω ἀπό αὐτούς. Οἱ τρεῖς Μαθητές δέν μετεῖχαν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός ἦταν ἀπέναντί τους, Τόν ἔβλεπαν.

Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐνεργοῦσε διά τῆς καρδίας καί εἶδαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Διότι, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός «ἐνηλλάγησαν καί τήν ἐναλλαγήν εἶδον», δηλαδή οἱ ἴδιοι ἄλλαξαν, ὁπότε ἔχουμε μεταμόρφωση τῶν Μαθητῶν καί εἶδαν τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός πάντοτε εἶχε τήν θεότητα. Τό Φῶς πού φάνηκε ἐπάνω στό ὄρος Θαβώρ, δέν ἦταν μία κρυμμένη δύναμη μέσα στόν Χριστό, κάτι ἄλλο ἀπό τήν θεία φύση καί ἀπό τήν κτιστή ἀνθρώπινη φύση, ἀλλά ἦταν ἡ ἴδια ἡ δόξα τῆς θεότητος τοῦ Χριστοῦ πού φανερώθηκε ἐκείνη τήν ὥρα, καί φανερώθηκε γιατί οἱ ἴδιοι οἱ Μαθητές ἄλλαξαν, τό Ἅγιο Πνεῦμα τούς ἄλλαξε καί διά τῆς θεώσεως εἶδαν τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά, ἐνῶ ἔφθασαν σέ αὐτήν τήν μεγάλη ἐμπειρία, ἀκόμη τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἔξω ἀπό αὐτούς. Τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἔξω ἀπό αὐτούς, οἱ ἴδιοι γίνονται μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ὅλη αὐτή ἡ θεωρία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Καί μοῦ κάνει ἐντύπωση αὐτό πού λέει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στήν εἰσαγωγή τοῦ βιβλίου πού ἀναλύει τίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, χρησιμοποιώντας τόν λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ὅτι ὁ Χριστός «μείζονα ἐλάλησε διά τοῦ Παύλου ἤ δι’ ἑαυτοῦ», δηλαδή ὁ Χριστός τίς πιό μεγάλες ἀλήθειες τίς ἀποκάλυψε διά μέσου τοῦ Παύλου παρά ὁ Ἴδιος. Καί λέει ὅτι τό Βάπτισμα εἶναι ἡ κατάδυση στόν θάνατο καί στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ∙ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ∙ ἡ διδασκαλία γιά τά τάγματα τῶν Ἀγγέλων∙ γιά τό τί εἶναι βίωση τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ μέ τήν ἄσκηση καί πολλά ἄλλα εἶναι ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στόν Ἀπόστολο Παῦλο, τίς ὁποῖες δέν ἔκανε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μέ τήν διδασκαλία Του. Γι’ αὐτό εἶναι μεγάλη μορφή ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.

Ἡ ἀποκάλυψη, ἡ φανέρωση δόθηκε «ἅπαξ τοῖς ἁγίοις» (Ἰούδα 3) τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ Πεντηκοστή εἶναι ἅπαξ γενομένη μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν θά ξαναγίνη ὡς ἱστορικό γεγονός, ἀλλά οἱ ἅγιοι, ἀκολουθώντας τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, μέ τήν ἀφιέρωση, τήν κάθαρση, τόν φωτισμό, ἀνεβαίνουν στό ὕψος τῆς Πεντηκοστῆς. Ἑπομένως, βιώνουν τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς ἐν Χριστῷ, ἀλλά καί μέ τόν ἀγώνα τόν ὁποῖο κάνουν στήν ζωή τους.

Ἡ Ἀρχιερατική προσευχή γιά τήν ἑνότητα

Τό τρίτο σημεῖο εἶναι αὐτό πού λέει ὁ Χριστός στήν ἀρχιερατική προσευχή. Μεταξύ τῶν ἄλλων παρακαλεῖ τόν Πατέρα Του γιά τούς Μαθητές: «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (Ἰω. ιζ', 22). Εἶναι ἕνας λόγος τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι πολύ παρεξηγημένος σήμερα. Οἱ περισσότεροι, ὅταν ἑρμηνεύουν αὐτό τό χωρίο, τό ἐντάσσουν μέσα στήν οἰκουμενιστική κίνηση, ὅτι εἴμαστε χωρισμένοι, ὡσάν ὁ Χριστός νά προέβλεψε ὅτι οἱ Χριστιανοί κάποτε θά χωριστοῦν, τό ἤξερε βέβαια, ἀλλά ἔτσι τό παρουσιάζουν, καί θά κάνουν ὁμάδες, θά κάνουν διάφορες ἐκκλησίες καί γι’ αὐτό παρακαλεῖ τόν Πατέρα Του «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν».

Ὅμως, ὅταν διαβάση κανείς προσεκτικά τό δέκατο ὄγδοο κεφάλαιο τοῦ κατά Ἰωάννην Εὐαγγελίου, ἐκεῖ πού ὑπάρχει ἡ ἀρχιερατική προσευχή, βλέπει ἄλλα πράγματα. Κατ’ ἀρχάς τό «καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν», δέν ἐννοεῖ ὅτι οἱ Χριστιανοί θά εἶναι στό ἐπίπεδο πού εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός. Αὐτό εἶναι ἀδύνατον. Τό «ἵνα ὦσιν ἕν καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμέν» εἶναι ἕνας τύπος, ὅπως καί ἐμεῖς πολλές φορές λέμε καί χρησιμοποιοῦμε εἰκόνες, ὅπως καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός ἔλεγε ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι φῶς, ὅπως εἶναι οἱ τρεῖς ἥλιοι, οἱ ἀκτίνες μέ τό φῶς σάν κορδόνια πέφτουν καί τά λοιπά, αὐτό εἶναι εἰκόνα.

Δέν μπορεῖ ποτέ ἑνωμένοι μέσα στήν Ἐκκλησία νά φθάσουν οἱ ἄνθρωποι στό ἐπίπεδο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, διότι τότε καταργεῖται ἡ ἀποφατικότητα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καταργεῖται ἡ διαφορά μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου. Δέν μποροῦμε ἐμεῖς νά φθάσουμε στήν κοινωνία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, δέν ξέρουμε τί εἶναι ἡ κοινωνία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ξέρουμε ἐπειδή μᾶς τό ἀποκάλυψε ὁ Χριστός, ὅτι ὁ Θεός Πατήρ γεννᾶ τόν Υἱό καί ἐκπορεύει τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀλλά τί θά πῆ ἐκπόρευση καί τί θά πῆ γέννηση εἶναι ἄγνωστο σέ μᾶς. Καί ὅταν τοῦ εἶπαν οἱ αἱρετικοί Εὐνομιανοί, πές μας τί εἶναι ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, πές μου τί εἶναι γέννηση τοῦ Υἱοῦ ἀπό τόν Πατέρα καί θά σοῦ πῶ ἐγώ τί θά πῆ ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τόν Πατέρα καί τότε «παραπληκτίσομεν ἄμφω ἐγκύπτοντες εἰς μυστήρια Θεοῦ», δηλαδή θά τρελαθοῦμε καί οἱ δύο, ἄν πάη δηλαδή κανείς νά τό ἐξηγήση λογικά. Ξέρουμε ὅτι ὁ Υίός γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα πρό πάντων τῶν αἰώνων, ὅπως τό εἶπε ὁ Χριστός, ξέρουμε ὅτι τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα καί στέλνεται διά τοῦ Υἱοῦ, ἀλλά δέν γνωρίζουμε ὅμως τί εἶναι αὐτή ἡ ἐκπόρευση καί πῶς αὐτό γίνεται, γιατί αυτό εἶναι ἕνα μυστήριο.

Ἑπομένως, ὑπάρχει χαώδης διαφορά μεταξύ κτιστοῦ καί ἀκτίστου, ὑπάρχει διαφορά μεταξύ θεολογίας, πού εἶναι τό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῆς οἰκονομίας, πού εἶναι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Δέν μπορεῖ μέσα ἀπό τήν οἰκονομία νά γνωρίσουμε τήν θεολογία.

Ἑπομένως, τό «καθώς ἡμεῖς», δέν εἶναι ἀπόλυτο. Ἐκεῖνο πού λέει «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (Ἰω. ιζ', 22), ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Πορφύριος, εἶναι νά συμμετέχουμε στήν δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ ἅγιος Πορφύριος μιλοῦσε γιά τό «ἵνα ὦσιν ἕν» καί τό ἑρμήνευε ὀρθοδόξως. Ἐμεῖς μποροῦμε νά μετέχουμε τῆς ἀκτίστου Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί ὄχι τῆς οὐσίας Του. Δέν μποροῦμε νά μετάσχουμε τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ. Στόν Θεό ὑπάρχουν τά ἐνδότατα, πού εἶναι ἡ οὐσία Του, τά ἐνδότερα πού εἶναι τά ὑποστατικά ἰδιώματα, καί τά ἐξώτερα πού εἶναι ἡ ἐνέργειά Του. Ἐμεῖς μετέχουμε μόνο στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.

Ἄρα, πρέπει νά διαβάση κανείς αὐτό τό χωρίο «ἵνα ὦσιν ἕν» μαζί μέ τήν ἑπόμενη φράση «ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν». Αὐτό δέν τό λένε, σταματοῦν ἐκεῖ στό «ἵνα ὦσιν ἕν», ἐνῶ λέει «ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν». Τί θά πῆ νά εἶναι τετελειωμένοι; Νά φθάσουν στήν τελειότητα, στήν θέωση. Πιό κάτω λέει: «ἵνα θεωρῶσι τήν δόξαν τήν ἐμήν, ἥν δεδωκάς μοι». Ἄρα, τό «ἵνα ὦσιν ἕν» καί τό «ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν», «ἵνα θεωρῶσιν τήν δόξαν τήν ἐμήν» τοῦ Τριαδικοῦ γενικότερα Θεοῦ, αὐτό εἶναι τό «ἵνα ὦσιν ἕν», σημαίνει ὅτι ἦταν μία προσευχή πού ἔκανε ὁ Χριστός στόν Πατέρα γιά τούς Μαθητές Του καί πραγματοποιήθηκε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.

Εἶναι ἀκριβῶς ἕνα χωρίο πού δείχνει τό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς. Δέν ἀναφέρεται σέ καμμία ἄλλη ἑνότητα μεταξύ τῶν Χριστιανῶν ἤ μεταξύ τῶν «ἐκκλησιῶν». Εἶναι ἑνότητα στό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς. Καί κάθε ἅγιος ὁπουδήποτε καί ἄν εἶναι, ὁπουδήποτε καί ἄν βρίσκεται, ὅταν ἀνεβαίνη ἀπό τήν κάθαρση στόν φωτισμό καί φθάνη στήν θέωση καί στήν ἐμπειρία, μετέχει τῆς Πεντηκοστῆς καί ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί τούς Μαθητές Του.

Αὐτή εἶναι ἡ θεολογία τῶν ἑορτῶν. Γιατί ἑορτάζουμε τούς Ἀποστόλους, γιατί ἑορτάζουμε τούς ἄλλους ἁγίους; Διότι μᾶς ὑποδεικνύουν αὐτό, τί θά πῆ ἑνότητα καί πῶς θά ἀποκτήσουμε αὐτήν τήν ἑνότητα. Ἡ ἑνότητα δέν εἶναι ἐξωτερική, δέν εἶναι πολιτική, δέν εἶναι διπλωματική, δέν εἶναι ἀγαπολογία, εἶναι ἑνότητα στό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς.

Ὁ Χριστός εἶπε θά σᾶς στείλω τό Ἅγιον Πνεῦμα καί θά σᾶς ἀποκαλύψη «τήν πᾶσαν ἀλήθειαν». Ἔλεγε ὁ πατήρ Ἰωάννης Ρωμανίδης: «Ποιά εἶναι αὐτή «ἡ πᾶσα ἀλήθεια» τήν ὁποία θά ἀποκαλύψη τό Ἅγιον Πνεῦμα; Ἐννοοῦσε τήν Πεντηκοστή, διότι μέ τήν Πεντηκοστή ἀποκαλύφθηκε «ἡ πᾶσα ἀλήθεια». Μετά ἀπό αὐτήν δέν ὑπάρχει κάποια ἄλλη ἀλήθεια. Καί ποιά εἶναι «ἡ πᾶσα ἀλήθεια»; Ἡ «πᾶσα ἀλήθεια» εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔγινε τώρα Σῶμα Χριστοῦ καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων ἐν Χριστῷ μέσα στήν θεωρία καί μέ διαφόρους τρόπους ἀναβάσεως πρός τήν θεωρία. Πέρα ἀπό αὐτήν τήν ἀλήθεια, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία θεώσεως, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, δέν ὑπάρχει καμμία ἄλλη ἀλήθεια.

Τό σημαντικό γιά μᾶς εἶναι ἡ ἀποκάλυψη, εἶναι ἡ Πεντηκοστή, εἶναι νά εἶναι κανείς μάρτυς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ καί ὡς μάρτυς τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ νά φθάση στό μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς καί τότε εἶναι ἀληθινό καί πραγματικό μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί τότε ἔχει ἑνότητα μέ τόν Χριστό καί μέ τούς Ἀποστόλους.

Αὐτό νά εὐχηθοῦμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά.

  • Προβολές: 2436