Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Συναίσθηση ἀδυναμίας καί εὐθύνης
τοῦ Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ὅταν βλέπουμε τήν Ἐκκλησία ἀπό ἔξω, μέ τίς δυνατότητες τῆς κοινῆς ὅρασης τοῦ κόσμου, τότε ἡ ποιμαντική της χάνεται μέσα στήν ἀχλύ ποικίλων ἀτομικῶν ἀπόψεων, συναισθημάτων, ἀναμνήσεων, ἐμπνεύσεων πού μισοανοίγουν τά μάτια τῆς ψυχῆς, καλῶν ἀλλά καί τραυματικῶν ἐμπειριῶν· χάνεται μέ ἄλλα λόγια, γιά ὅσους δέν μπαίνουν στό κόπο εἰλικρινοῦς καί σωτήριας ἔρευνας, μέσα σέ μιά ὀμίχλη σαρκικῶν θυμῶν καί ἐπιθυμιῶν, πού ἐμφανίζονται, κυρίως μέσω τοῦ διαδικτύου, ὡς πνευματικές ἐμπειρίες ἤ ὡς ποιμαντικές «χειρουργίες», οἱ ὁποῖες μάλιστα κάποτε ἐπιχειροῦνται καί «χωρίς ἀναισθητικό».
Χρειάζονται καί ἡ ἔκφραση «πνευματικῶν ἐμπειριῶν» καί οἱ «ποιμαντικές χειρουργίες» μέ ἀναισθητικό ἤ καί χωρίς ἀναισθητικό, ἀνάλογα μέ τόν πόνο πού ἀντέχει ἤ πού ἔχει ἀνάγκη ὁ «χειρουργούμενος». Τό θέμα εἶναι ποιός εἶναι ὁ ἐκφραστής τῶν πνευματικῶν ἐμπειριῶν καί ποιός ὁ «πνευματικός χειρουργός», πού θεραπεύει καί δέν φονεύει πνευματικά τούς ἀνθρώπους.
Στίς μέρες μας πάντως κινεῖται πολύς «θρησκευτικός λόγος» ἀπό ἀνθρώπους πού δέν αἰσθάνονται τήν εὐθύνη τῶν λόγων τους, οὔτε τήν κακή ἐπίδραση πού μπορεῖ νά ἔχη ἡ πρόχειρη, χωρίς σύνεση καί φόβο Θεοῦ, ἔκφραση τῶν «θρησκευτικῶν συναισθημάτων» τους ἤ τῶν ἰδιόρρυθμων ἀπόψεών τους καί τῶν ὀργισμένων κριτικῶν τους. Ὁ λόγος τους ἁπλώνεται μπροστά στά μάτια τοῦ κόσμου σάν ἕνα πυκνό σκοτεινό νέφος, πού κρύβει τό πραγματικό πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας καί ἀκυρώνει γιά πολλούς, πού ἀρκοῦνται στίς φευγαλέες πληροφορίες, τούς εὔκολους θυμούς καί τά ἐλαφρά συναισθήματα, τήν θεραπευτική (σωστική καί ἀνακαινιστική) ποιμαντική τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ σαρκικός ἄνθρωπος, ὅταν ἀνανήφη, ὅταν ξυπνᾶ πνευματικά, ἔχει ἀνάγκη ἀπό τόν φόβο, ἀλλά καί ἀπό τήν ἐλπίδα, στήν ὁποία δίνει ὑπόσταση ἡ πίστη καί ἡ ὁποία συναυξάνει μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό «ἀγαπολογίες» πού ἀντιστρατεύονται στόν φόβο. Ὁ ὑγιής φόβος φέρνει στήν καθαρή καί ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Ἄλλωστε μυστικά, σέ κάθε Θ. Λειτουργία, πρίν ἀπό τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα, ὁ Ἱερέας ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό τόν φόβο τῶν ἐντολῶν Του: «Ἔνθες ἡμῖν καὶ τόν τῶν μακαρίων σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα τὰς σαρκικὰς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες, πνευματικὴν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τὰ πρὸς εὐαρέστησιν τὴν σὴν καὶ φρονοῦντες καὶ πράττοντες». Χρειάζεται φόβος γιά νά καταπατηθοῦν οἱ σαρκικές ἐπιθυμίες καί νά ἀπελευθερωθῇ ὁ ἄνθρωπος στήν πνευματική πολιτεία του, ὥστε ὄχι μόνον νά πράττη φοβούμενος τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί νά «φρονῇ» ὅσα Τόν εὐαρεστοῦν. Αὐτός ἡ ὑγιής φόβος φωτίζει τήν ψυχή καί βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά αὐτορρυθμιστῇ ὡς πρός τό φρόνημά του, προσλαμβάνοντας ὡς δικό του τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι ἐπιβολή ψυχολογικοῦ φόβου ἤ τρομοκράτηση ἀνώριμης ψυχῆς, πού εἶναι ἐνδεχόμενο, στρουθοκαμηλίζοντας, νά ἀποστραφῇ τόν Χριστό καί τό θέλημά Του. Εἶναι ποιμαντική ἀφύπνισης καί ἀνακαίνισης. Χρειάζεται ὅμως καλούς ποιμένες, μέ ἐμπειρίες πνευματικές, μεγάλη καί εἰλικρινῆ ἀγάπη γιά τούς ἀνθρώπους καί διάκριση, ὥστε νά εἶναι εὐκρινής στήν ὅρασή τους ἡ εἰκόνα τῶν δυνατοτήτων πού ἔχουν οἱ ποιμαινόμενοι.
Ὡς περιγραφή ἑνός τέτοιου ποιμένα παραθέτουμε στήν συνέχεια κάποια ἀποσπάσματα ἀπό μιά ἐπιστολή τοῦ Γέροντος Σωφρονίου Ζαχάρωφ πρός τόν Δημήτριο (Δαβίδ) Μπάλφουρ, ἀπό τό βιβλίο «Ἀγώνας Θεογνωσίας» σσ.61-64.
Γράφει ὁ Γέροντας Σωφρόνιος:
«Μεγάλη εὐθύνη μοῦ ἔλαχε στό ἔργο αὐτό. Ἀλλά ἐγώ, ἄν καί συναισθάνομαι τόν ἑαυτό μου ἐντελῶς ἀνεπαρκῆ, συνειδητοποιῶ ὅτι αὐτό ὑπερβαίνει τίς δυνάμεις μου καί εὐχαριστῶ τόν Θεό, πού εὐδόκησε νά ἀναθέσει σέ μένα τόν βαρύ ἀλλά καί μακάριο αὐτόν κόπο. Προσπαθῶ μέ τό πνεῦμα μου, ὅσο μέ βοηθᾶ ὁ Κύριος, νά μήν ἀπομακρύνομαι ἀπό σᾶς». Δέν ἀπομακρύνεται μέ τό πνεῦμα του ἀπό τόν ἄνθρωπο πού καθοδηγεῖ «ὅσο τόν βοηθᾶ ὁ Κύριος». Τό ἔργο του δέν εἶναι ἀνθρώπινο. Δέν κινεῖται μέ τίς δικές του δυνάμεις, τίς ὁποῖες γνωρίζει ὡς ἀνεπαρκεῖς.
Συνεχίζει: «Δέν ζητῶ τίποτε τό ἀνθρώπινο, ἐπίγειο. Ἔστω καί ἄν εἶχα ἀνάγκη ἀπό κάτι, καί πάλι δέν θά ἐπέτρεπα στόν ἑαυτό μου ἐπίγειο συμφέρον γιά μένα ἤ γιά τούς ἄλλους. Ἀλλά, ὅπως γνωρίζετε, εἶμαι ἀσφαλισμένος ἀπέναντι σέ ὅλα, καί ἡ ὁδός μου εἶναι καθορισμένη μέχρι θανάτου, ἐκτός ἄν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀλλάξει κάτι. Πάνω ἀπ’ ὅλα ὅμως ἄς μή μωμηθεῖ ἐξ αἰτίας μου μέ ὁτιδήποτε ἕνα τόσο μεγάλο ἔργο, ὅπως εἶναι ἡ σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ μου καί τοῦ ἀδελφοῦ μου». Στήν πνευματική σχέση δέν παρεμβάλλει τίποτε τό ἀνθρώπινο, καμμιά ἀνάγκη ἐπίγεια, κανένα πρόσκαιρο συμφέρον, «γιά νά μή μωμηθεῖ» τό μεγάλο ἔργο τῆς σωτηρίας τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ ἀδελφοῦ του. Ὅταν συμπλέκονται οἱ πνευματικές σχέσεις μέ ἐπίγειες ἐπιδιώξεις τό ποιμαντικό ἔργο χάνει τήν καθαρότητά του, μπορεῖ νά κατηγορηθῇ ὡς ἰδιοτελές.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ὁ Γέροντας Σωφρόνιος βάζει πρῶτα τήν δική του σωτηρία καί μετά τοῦ ἀδελφοῦ του, διότι αὐτός πού πραγματικά ἐνδιαφέρεται γιά τήν σωτηρία του ἀγαπᾶ καί τήν σωτηρία «πάντων ἀνθρώπων». Γνωρίζει τήν ἀξία τῆς ψυχῆς, τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς πού δέν ἔχει τέλος. Γράφει στήν συνέχεια ὀ Γέροντας: «Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή ἔχει τόση μεγάλη ἀξία ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ὥστε οὔτε ὅλος ὁ ὁρατός κόσμος νά μήν ἀξίζει ὅσο μιά ψυχή. Καί μένα ὁ Κύριος μέ ἀξίωσε νά τό ζήσω αὐτό. Ἔτσι λοιπόν, ἄν ἁμαρτήσω ἐναντίον σας, ἄν ἐξ αἰτίας μου, πού εἶμαι ὁ ἀθλιότερος ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, χάσει ἡ ψυχή σας τή σωτηρία ἤ ὑποστεῖ ὁποιαδήποτε ζημία, ποιός θά μοῦ δώσει δάκρυα νά παρακαλέσω τόν Κύριο γιά σᾶς καί γιά μένα, ὅταν ἐγώ ὁ ἴδιος εἶμαι “πτωχός καί πένης”»;
Ἡ πνευματική εὐθύνη συντρίβει τήν ψυχή καί δέν ἀφήνει νά εὐδοκιμήσουν μέσα της αἰσθήματα ἀνθρώπινα ἤ ἐπιθυμίες ἐξουσίας. Μπαίνοντας σ’ ἕνα κρίσιμο σημεῖο τῆς ποιμαντικῆς καθοδήγησης γράφει: «ἄν προσκαλοῦμε κάποιον νά συμπορευθεῖ μαζί μας, τόν καλοῦμε μόνο πρός τόν Σταυρό, καί τό θεωροῦμε αὐτό ὡς τή μεγαλύτερη καί ἀσύγκριτη δόξα. Ὅταν ὁ Κύριος ἐπισκέπτεται τήν ψυχή, τότε ὁ Σταυρός γίνεται ἐλαφρύς, καί κάποτε μάλιστα ἀνείπωτα γλυκύς. Ὅταν ὅμως εὐδοκεῖ νά τήν ἐγκαταλείπει σέ κόπους καί ἀσθένειες, τότε ὀφείλουμε νά χαιρόμαστε μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά λάβει ἀκόμη μεγαλύτερη δόξα.
Ἡ περίπτωση αὐτή, παρόλη τήν ἀγάπη πού ἐμπεριέχει πρός τούς ἀνθρώπους, μᾶς ἀναγκάζει συχνά νά σιωποῦμε, νά μή μιλᾶμε γιά τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ, γιατί ἐνῶ εἶναι πολυπόθητη γιά ὅσους ἀγαποῦν τόν Ἐσταυρωμένο Χριστό, γίνεται γιά τούς ἄλλους καταθλιπτική. Καί ὅταν αὐτοί κουραστοῦν, ἀρχίζουν νά καταρῶνται ἐκεῖνον πού τούς τήν κήρυξε. Φοβᾶμαι πάντοτε γιά τούς ἀνθρώπους αὐτούς, μήπως ἔχοντας γνωρίσει ἐν μέρει τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί βλέποντας στή συνέχεια ὅτι ἡ ἀπόκτησή της ἀπαιτεῖ μεγάλους κόπους, ἀρχίσουν νά ἐξουθενώνουν «γῆν ἐπιθυμητήν»· ἤ μήπως δέν κατανοήσουν τά θαυμάσιά Του καί λησμονήσουν τό πλῆθος τοῦ ἐλέους Του τόσον, ὥστε καί αὐτή ἡ θέα τῶν πρώτων καρπῶν ἀπό τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας νά μή μπορεῖ νά διεγείρει σέ αὐτούς τήν ἀνδρεία νά πορευθοῦν γιά τήν κατάκτησή της».
Ὁ Γέροντας Σωφρόνιος γράφει ἔχοντας ζωντανά μέσα του τά γεγονότα ἀπό τό βιβλίο τῶν Ἀριθμῶν, ὅπου περιγράφεται ὁ γογγυσμός τῶν Ἰσραηλιτῶν, οἱ ὁποῖοι εὑρισκόμενοι κοντά στήν γῆ τῆς ἐπαγγελίας καί παρά τίς πληροφορίες πού τούς ἔδωσαν γι’ αὐτήν τήν εὐλογημένη γῆ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ καί ὁ Χαλήβ, ἀπό μικροψυχία ἤθελαν νά βροῦν ἄλλον ἀρχηγό, ἀφήνοντας τόν Μωϋσῆ, γιά νά τούς ὁδηγήση πίσω στήν Αἴγυπτο. Μέσα στό κλίμα αὐτῆς τῆς διήγησης ὁ Γέροντας Σωφρόνιος (τότε νέος μοναχός καί ἱεροδιάκονος) στήν συνέχεια τῆς ἐπιστολῆς του γράφει:
«Κάποτε σκέφτομαι καί τό ἄλλο: Μήπως, καί ὅταν ἀκόμη (οἱ ἄνθρωποι αὐτοί) πλησιάσουν στά ὅρια τῆς γῆς τῆς ἐπαγγελίας, μικροψυχήσουν καί ἀρχίσουν νά ἀναζητοῦν ἀρχηγό, γιά νά τούς ὁδηγήσει πίσω στήν Αἴγυπτο. Τότε ὅλος ὁ κόπος μου θά ἔχει ὡς καρπό ἀκόμη μεγαλύτερη θλίψη καί μεγαλύτερα παθήματα γιά ἐκείνους πού τόσο ἀγάπησε ἡ ψυχή μου. Εἶναι δύσκολη ἡ κατάσταση τῆς ψυχῆς στίς στιγμές αὐτές καί δέν γνωρίζεις τί νά κάνεις: Νά μιλήσεις ἤ νά σιωπήσεις;».
Δέν εἶναι πάντα χρήσιμος ὁ λόγος τῆς ἀληθείας, ὅταν πέφτη, ἔστω καί ὡς ἀπαλή βροχή, σέ ψυχή φίλαυτη καί μικρόψυχη. Τότε εἶναι προτιμότερη ἡ σιωπή καί ἡ ἐν ταπεινώσει προσευχή. Γράφει ὁ Γέροντας:
«Τό ἔργο αὐτό δέν εἶναι ἀνθρώπινο· καί τίποτε δέν ὑπολείπεται νά κάνεις, παρά μόνο νά πέσεις μέ τό πρόσωπο στή γῆ, ὅπως ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἀαρών, ἀπό τή θλίψη καί τή συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας καί ταυτόχρονα τῆς εὐθύνης σου». Ἡ ἀποδοχή μέ ταπείνωση τῆς διακονίας μαζί μέ τήν συντριβή ἀπό τήν συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας καί τῆς εὐθύνης συνιστᾶ τήν ὑγεία τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου.
- Προβολές: 2173