Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Πηγὲς ἐμπνεύσεως καὶ ὄχι «εἰκόνες καταφρονήσεως»
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Σὲ μιὰ ἁπλὴ καί, κατὰ τὴν γνώμη μας, περιεκτικὴ περιγραφὴ τοῦ οἰκονομικοῦ προβλήματος τῆς Ἑλλάδος, τὴν ὁποῖα ἐπιχειρεῖ ὁ Κ. Λεονταρίδης σὲ σύντομο ἄρθρο του στὴν Καθημερινὴ (9-1-2010), γράφονται μὲ αἰχμηρὴ κριτικὴ ἁπλότητα «καθημερινὲς» ἀλήθειες, ποῦ ἀφοροῦν καὶ τὸ Κράτος καὶ τὸν πολίτη. Ἡ περιεκτικότητα τῆς περιγραφῆς γίνεται –μᾶλλον ἀκουσίως– ὑπαινικτικὴ τῆς βαθύτερης αἰτίας τοῦ προβλήματος, μὲ τὴν κολοβωμένη χρήση γνωστοῦ χωρίου τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Αὐτὸ θὰ τὸ σχολιάσουμε παρακάτω, ἀφοῦ δοῦμε πιὸ μπροστὰ ὁρισμένες ἀπὸ τὶς βασικὲς ἐπισημάνσεις τοῦ ἄρθρου.
Τὸ οἰκονομικὸ πρόβλημα ἀντιμετωπίζεται ἀπὸ τὸν ἀρθρογράφο μὲ λεπτὴ εἰρωνικὴ διάθεση μέσα στὸ πνεῦμα τῆς φιλοπατρίας. Ἤδη ἀπὸ τὸν τίτλο τοῦ ἄρθρου –«Ἀποδείξεις φιλοπατρίας»– εἰσάγεται ὁ ἀναγνώστης σ’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα. Ὁ ἀρθρογράφος ξεκινᾶ τὴν κριτική του θυμίζοντας τὰ πεδία τῶν μαχῶν, τὶς σελίδες τῆς δόξας, κοντὰ στὶς ὁποῖες «στριμώχνονται συρρικνωμένες ἀράδες μὲ πράξεις προδοτῶν, συνεργατῶν τῶν ἐχθρῶν κ.λπ.». Παραθέτουμε ὁρισμένα χαρακηριστικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἄρθρο:
«Στὸν πόλεμο, ὅποιος ἐξοντώνει ἀντίπαλο δὲν εἶναι φονιᾶς ἀλλὰ στρατιώτης ταγμένος στὸ καθῆκον, τὸ θρησκευτικὸ πρόταγμα "οὐ φονεύσεις" ὑποτάσσεται στὸ γενικὸ καλό. Σὲ περίοδο εἰρήνης ὅμως, ἡ φιλοπατρία μπορεῖ νὰ ἐκφράζεται ἀνέξοδα (κι ἀναίμακτα) μὲ ἀερολογίες, ἐνῷ ὁ φιλοτομαρισμὸς μπορεῖ νὰ καλύπτεται ἀπὸ μανδύα "ἀντίστασης" ἀπέναντι στὸ κράτος, μιᾶς καὶ ὅλοι δηλώνουν ἀπογοητευμένοι ἀπὸ αὐτό. Ἔτσι, ἀκούγεται ὡς λογικὸ ἐπιχείρημα: "κλέβω τὸ κράτος φοροδιαφεύγοντας γιατί τὸ κάνουν οἱ ἄλλοι, ἐγὼ θὰ σώσω τὴν Ἑλλάδα;"».
Τὸ κύριο θέμα τοῦ ἄρθρου δὲν εἶναι οἱ «αἱματηροὶ» πόλεμοι. Αὐτοὶ χρησιμοποιοῦνται ὡς παράλληλο παράδειγμα, προκειμένου νὰ φωτισθοῦν οἱ «ἀναίμακτοι» ἑλληνικοὶ πόλεμοι τῶν πολιτῶν μὲ τὸ Κράτος, πιὸ εἰδικά, γιὰ νὰ διερευνηθοῦν, ὡς πρὸς τὶς αἰτίες ἢ τὰ κίνητρά τους, οἱ «φόνοι» τῶν φόρων καὶ τῶν εἰσφορῶν, δηλαδὴ ἡ φοροδιαφυγή, ἡ φοροκλοπὴ καὶ ἡ εἰσφοροδιαφυγή, ποῦ σκοτώνουν τὴν ἑλληνικὴ οἰκονομία. Προφανῶς, ὁ «ἠρωϊσμὸς» αὐτῆς τῆς ἀντίστασης πρὸς τὸ Κράτος δὲν μπορεῖ νὰ καταγραφὴ στὶς ἔνδοξες σελίδες τῆς Ἑλληνικῆς Ἱστορίας. Γεμίζει σελίδες ντροπῆς καὶ προδοσίας τοῦ «κοινοῦ καλοῦ». Εὔστοχα ὁ ἀρθρογράφος ἐντοπίζει τὴν αἰτία αὐτοῦ τοῦ «πολέμου» στὸν καλυμμένο –κάτω ἀπὸ τὸν μανδύα τῆς ἀντίστασης– φιλοτομαρισμό.
Ἅς δοῦμε ὅμως ἕνα ἀκόμη χαρακτηριστικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ ἄρθρο τοῦ Κ. Λεονταρίδη:
«Πυρῆνας τοῦ προβλήματος ἐδῶ καὶ χρόνια εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ Κράτους νὰ ἐμπνεύση σεβασμὸ στὸν πολίτη, ἀποδίδοντας τὰ τοῦ καίσαρος τὼ καίσαρι. Τὸ διάχυτο κλίμα ἀδικίας ἐξόργισε κι αὐτοὺς ποῦ ἀντιστέκονταν στὸν πειρασμὸ ἀπὸ εὐθυξία (ἢ ὑπερηφάνεια) μὴ τυχὸν τοὺς συναθροίσουν στὸ ἴδιο τσουβάλι μὲ τοὺς φοροφυγάδες. Πολλοὶ ὑπέκυψαν στὸν πειρασμό. Στὴν πιὸ δεινὴ ψυχολογικὴ κατάσταση, βρίσκονται αὐτοὶ ποῦ ἦταν φορολογικὰ ἄμεμπτοι καὶ τώρα θὰ κληθοῦν νὰ πληρώσουν ἀκόμα περισσότερα, ἀναμένοντας τὸν ἐξορθολογισμὸ τῆς φοροεισπρακτικὴς στρατηγικῆς».
Πράγματι, αὐτὸς εἶναι ὁ πυρῆνας τοῦ οἰκονομικοῦ προβλήματος τῆς Ἑλλάδος. «Εἶναι ἡ ἀδυναμία τοῦ Κράτους νὰ ἐμπνεύση σεβασμὸ στὸν πολίτη», ὥστε αὐτὸς νὰ ἀποδίδη «τὰ τοῦ καίσαρος τὼ καίσαρι».
Ποῦ ὀφείλεται ὅμως αὐτὴ «ἡ ἀδυναμία τοῦ Κράτους»; Γιὰ νὰ τὴν βροῦμε ἔχουμε τὴν γνώμη ὅτι πρέπει νὰ βγοῦμε ἔξω ἀπὸ τὰ στενὰ πλαίσια τῆς οἰκονομίας, διότι οἱ συμπεριφορὲς στὴν οἰκονομικὴ ζωὴ ἑνὸς τόπου ἀποκαλύπτουν στοιχεῖα ἄλλης ποιότητος, κυρίως πολιτιστικὰ καὶ πνευματικά. Δείχνουν τὸ κατὰ πόσο ἔχουμε ξεπεράσει τὴν ἄγρια ζωὴ τῶν σπηλαίων ἢ τὴν ἐνστικτώδη ζωὴ τῆς ζούγκλας, ὅπου ὁ καθένας ἀποτελεῖ γιὰ τοὺς ἄλλους θήραμα–τροφή καὶ κατὰ πόσο λειτουργεῖ μέσα μας τὸ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ», ἔστω καὶ ἀμαυρωμένο, τὸ ὁποῖο, ὑπομνηματιζόμενο ἀπὸ τὶς διδασκαλίες τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων, μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ὑπερβάσεις τοῦ ἐγωκεντρισμοῦ μας, σὲ ὑγιεῖς κοινωνικὲς καὶ οἰκονομικὲς σχέσεις, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐπιδίωξη ἀνώτερων στόχων ζωῆς, ἕως τῆς θυσίας –κατὰ τὸ πρότυπο τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἁγίων– ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν μας καὶ τῆς προσευχῆς «ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων [ἡ]μάς καὶ διωκόντων» (Μάτθ. 5, 44).
Ἔχοντας αὐτὰ ὑπόψη πιστεύουμε ὅτι μιὰ βασικὴ αἰτία αὐτῆς τῆς ἀδυναμίας τοῦ Κράτους –ὄχι ἡ μόνη– εἶναι ἡ ἀπροθυμία τῶν ὑπευθύνων τῆς κρατικῆς παιδείας νὰ συμβάλουν, μὲ κατάλληλες παιδαγωγικὲς δράσεις, στὴν ἐνεργοποίηση τοῦ ὑπόλοιπου μισοῦ ἀπὸ τὸ ἁγιογραφικὸ χωρίο ποῦ χρησιμοποίησε ὁ Κ. Λεονταρίδης.
Ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε μόνον «ἀπόδοτε οὔν τὰ Καίσαρος Καίσαρι» συμπλήρωσε «καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τὼ Θεῶ» (Μάτθ. 22,21). Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν πραγματοποιεῖται μόνο ἐν ἀναφορᾷ πρὸς τὸν Καίσαρα, ἀλλὰ καὶ πρὸς τὸν Θεό. Κυρίως μάλιστα πρὸς τὸν Θεό. Ἀφοῦ Αὐτὸς τελικὰ θὰ «καταργήση πᾶσαν ἀρχὴν καὶ πᾶσαν ἐξουσίαν καὶ δύναμιν»(Α' Κόρ. 15, 24). Ὁπότε ἂν ὑποθέσουμε –ὑπόθεση μᾶλλον τοῦ μὴ πραγματικοῦ γιὰ τὰ νεοελληνικὰ δεδομένα– ὅτι εἴμαστε «δίκαιοι» μόνον ἀπέναντι στὸ Κράτος, ὡς τηρητὲς τῶν νομικῶν του διατάξεων, «ποία [ἡ]μίν χάρις ἐστίν»; Σὲ τί θὰ μᾶς ὠφελήση; Θὰ εἴμαστε στὴν καλύτερη περίπτωση σὰν τοὺς ἀποχρωματισμένους θρησκευτικὰ Εὐρωπαίους, ποῦ ἔχουν ἐπιτύχει μιὰ σχετικὰ καλὴ κοινωνικὴ ὀργάνωση, μὲ πολῖτες ποῦ θεωροῦν αὐτονόητη τὴν τήρηση κάποιων κανόνων κοινωνικῆς καὶ κρατικῆς ὀργάνωσης, ἀλλὰ ἔχουν χάσει τὴν πίστη, ἔχουν ἀπογυμνωθῇ ἀπὸ ὑψηλὰ θεολογικὰ νοήματα ζωῆς. Ζοὺν τὴν εἰδωλολατρία τῆς νομικῆς ἐλευθερίας, τὴν ὁποῖα ἔχουν ἀποδεσμεύσει ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς ζωῆς, τὴν ἀλήθεια τοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀδύναμοι νὰ δεχθοῦν τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, νὰ ἀνοιχθοῦν σὲ προσωπική –ὑποστατική– σχέση καὶ Τὸν ἀπρόσιτο καὶ «ἀχώρητο παντί», τὸν ἐνανθρωπήσαντα Λόγο.
Τὸ θέμα εἶναι ὅτι ἡ ἀπροθυμία γιὰ τὴν παιδαγώγηση τῶν νέων νὰ ἀποδίδουν «τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τὼ Θεῶ», δὲν εἶναι μόνον τῶν κρατικῶν παραγόντων τῆς παιδείας, ἀλλὰ εἶναι μιὰ διάχυτη νοοτροπία μέσα στὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία, ποῦ διαπερνᾶ ὅλες τὶς κομματικὲς παρατάξεις, ἡ ὁποία ἐνισχύεται ἀπὸ συμπεριφορὲς προσώπων ποῦ κινοῦνται στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἀφορᾶ δηλαδὴ μόνο τοὺς αὐτοαποκαλούμενους προοδευτικούς, οἱ ὁποῖοι, εὐκαίρως καὶ ἀκαίρως, κηρύσσουν «ἀντιθρησκευτικοὺς πολέμους», μὲ τελευταία «αἰτία πολέμου» τὴν θρησκευτική –κατὰ τὴν γνώμη τους– καταπίεση ποῦ ἀσκοῦν τὰ Χριστιανικὰ σύμβολα (οἱ εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ Σταυρὸς) μέσα στὶς αἴθουσες διδασκαλίας τῶν σχολείων μας.
Αὐτὸ τὸ τελευταῖο γράφεται ὡς αὐτοκριτική. Διότι εἶναι σημαντικὸ νὰ μάθουν τὰ παιδιὰ νὰ «διαβάζουν» τὶς εἰκόνες καὶ νὰ διδάσκονται τὸ ἦθος ποῦ ἐκπέμπεται ἀπὸ τὸν Σταυρὸ καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, νὰ διδάσκονται δηλαδὴ τὴν ἀνιδιοτέλεια, τὴν ἀγάπη ποῦ «οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτοῖς», τὴν ὁποῖα μαθαίνουν νὰ αἰσθάνονται ὡς φυσικὴ ἐνέργεια τῆς δημιουργικῆς ἀρχῆς τοῦ σύμπαντος κόσμου. Μᾶλλον ὅμως εἶναι σημαντικότερο νὰ μὴν διαβάλλεται ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς αὐτῶν ποῦ θεωροῦνται ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν διδάσκουν, ὅπως δυστυχῶς ἔχει διαβληθῇ ἡ «ἠθικὴ τοῦ πολίτη» ἀπὸ τὸ ἦθος ὁρισμένων πολιτικῶν προϊσταμένων, γεγονὸς ποῦ δημιούργησε στὴν κοινωνία «κλίμα ἀδικίας», ποῦ «ἐξόργισε κι αὐτοὺς ποῦ ἀντιστέκονταν στὸν πειρασμὸ» τῆς φοροδιαφυγῆς καὶ φοροκλοπῆς.
Ἀπὸ τέτοιες ἀδικίες καὶ τοὺς παρεπόμενους ἐξοργισμοὺς δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαλλαγὴ ἡ «κοινωνία τῶν πολιτῶν», ἂν δὲν ἔχη ἐμπνευσθῇ ἀπὸ «ἔμπρακτους λόγους», ποῦ δίνουν ὑψηλοὺς στόχους στὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Γι’ αὐτὸ χρειάζονται τὰ Χριστιανικὰ σύμβολα στὰ Σχολεῖα, μαζὶ μὲ τὴν ἑρμηνεία τους, ἀλλὰ πιὸ πολὺ χρειάζονται «διδάσκαλοι τῶν Θείων λόγων», ποῦ δὲν θὰ ἀπενεργοποιοῦν τὸν λόγο τους μὲ τὴν ἀσύμφωνη μὲ αὐτὸν ζωή τους.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος σὲ ἐπιστολή του «πρὸς Μαρῖνον μονάζοντα» μιλῶντας μὲ βαθιὰ ταπείνωση λέει ὅτι αἰσθάνεται φονευτῇς τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ: «οὐ μόνον αὐτὸς ἐν ἐμαυτῷ διὰ τῶν πονηρῶν μου τρόπων τοὺς ζωοποιοὺς τοῦ Θεοῦ καταφονεύσας λόγους, ἀλλὰ καὶ τοὶς ἀκούουσι τῆς πρὸς αὐτοὺς καταφρονήσεως εἰκόνα ζῶσαν, καὶ πᾶσι κατάδηλον, τὴν ὅλην τοῦ βίου πονηρὰν ἀναστροφὴν παρεχόμενος» (PG, 91, 598 C).
Ἡ πνευματικὴ εὐαισθησία τοῦ ἁγίου Μαξίμου δείχνει τὴν μεγάλη σημασία ποῦ ἔχει ἡ συμφωνία λόγων καὶ ἔργων, ὥστε οἱ διδάσκοντες καὶ ἀπαιτοῦντες τὴν τήρηση τῶν νόμων –εἴτε τῆς Πολιτείας, εἴτε τῆς Ἐκκλησίας– νὰ μὴν ἀποτελοῦν «εἰκόνες ζῶσες καταφρονήσεως», ἀλλὰ πηγὲς ἐμπνεύσεως μιᾶς ὑγιοῦς κοινωνικῆς, πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.–
- Προβολές: 2981