Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Γιὰ νὰ κρατοῦμε στοιχειωδῶς τὴν σύνεσή μας...

Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Στὸν καιρό μας, ποὺ ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ ἡ λογικὴ συχνὰ χρησιμοποιεῖται –μᾶλλον κακοποιεῖται– προκειμένου νὰ κατοχυρώση τὴν ἀπάτη ὡς ἀλήθεια καὶ τὸ ἀφύσικο ὡς φυσικό, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ ἀποκόβεται, ἐπίσης συχνά, ἀπὸ τὴν θεολογία καὶ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία τῶν ἁγίων Πατέρων, χρειάζεται νὰ μιλοῦμε καὶ γιὰ τὴν μιὰ καὶ γιὰ τὴν ἄλλη. Χρειάζεται νὰ ὑπερασπιζόμαστε ἀφ’ ἑνὸς μὲν τὴν ὀρθὴ λειτουργία τῆς λογικῆς, ὅπως τὴν συναντοῦμε στὶς «αὐστηρὲς ἐπιστῆμες», συνειδητοποιῶντας ταυτόχρονα τὰ πεπερασμένα ὅριά της, ἀφ’ ἑτέρου δὲ νὰ μελετοῦμε ἔμπρακτα, μὲ τὶς προϋποθέσεις ποὺ ὁρίζει ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση, τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων, γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε στὴν ἀπεριόριστη –ἀτέλεστη– πνευματικὴ πορεία τοῦ ἐνεργοῦ, ζωντανοῦ, μέλους τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ.

Μὲ αὐτὴν τὴ σκέψη θὰ παραθέσουμε στὴν συνέχεια ἀποσπάσματα –μερικῶς προσαρμοσμένα– ἀπὸ ἕνα κείμενο ποὺ διαβάστηκε ὡς εἰσήγηση στὸ συνέδριο τῶν Μεταπτυχιακῶν Φοιτητῶν τοῦ Τμήματος Κοινωνικῆς Θεολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ποὺ πραγματοποιήθηκε τὸν Ἰούνιο στὴν Ναύπακτο. Ὁ τίτλος του ἦταν: Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ ἡ μαθηματικὴ σκέψη.

Ἡ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ καὶ ἡ μαθηματικὴ σκέψη, ὡς συστατικὰ τοῦ πολιτισμοῦ μας, διαγράφουν τὶς δικές τους «γραμμὲς ροῆς» μέσα στὸν ἑνιαῖο ροῦ τῆς πολιτισμικῆς μας παραδόσεως. Αὐτὲς οἱ ἐκκλησιαστικὲς καὶ μαθηματικὲς «γραμμὲς ροῆς» στὸ πλαίσιο τῆς ἑλληνορθόδοξης παραδόσεώς μας (ὅπως ἐπιβιώνει σήμερα) εἶναι πνευματικὲς πορεῖες ποὺ παρουσιάζουν μεταξύ τους ἀσυμβατότητες, τομές, ἀλλὰ καὶ παραλληλίες.

Θὰ ἀναφερθοῦμε, λοιπόν, στὴν συνέχεια σὲ πορεῖες τῆς μαθηματικῆς σκέψης, ποὺ ἄλλες εἶναι ἀσύμβατες καὶ ἄλλες τεμνόμενες μὲ τὴν ἐκκλησιατικὴ ζωή. Παραλείπουμε τὴν παραλληλία ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ μαθηματικῆς σκέψης, διότι μὲ αὐτὴν ἀσχοληθήκαμε σὲ παλαιότερο σημείωμά μας.

Θεωροῦμε γνωστὲς τὶς ἔννοιες «ἀσύμβατες», «τεμνόμενες» καὶ «παράλληλες εὐθεῖες» ποὺ εἶναι εἰλημμένες ἀπὸ τὴν κλασσικὴ εὐκλείδεια Γεωμετρία. Πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅμως ὅτι οἱ πορεῖες τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ τῆς μαθηματικῆς σκέψης δὲν εἶναι κάποιες εὐθύγραμμες κινήσεις. Ἐξελίσσονται, βέβαια, μέσα στὴν εὐθύγραμμη ροὴ τοῦ χρόνου, συντελοῦνται ὅμως καὶ σὲ κάποιο ἄλλο ἐπίπεδο, ἄλλης «χωροχρονικὴς» φύσεως. Αὐτὸ κατ' ἐξοχὴν ἰσχύει γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, διότι ὁ Χριστὸς ποὺ εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ σχέση μαζὶ Τοῦ περιγράφει ὅλο τὸ νόημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, εἶναι ὁ Ἐλθὼν ἀλλὰ καὶ ὁ Ἐρχόμενος. Εἶναι ἀεὶ παρὼν στὴν Ἐκκλησία Του, ἀλλὰ καὶ ἀναμενόμενος στὰ τέλη τῶν αἰώνων. Ἡ πορεία πρὸς τὴν Βασιλεία Του –τὴν Βασιλεία τῶν οὐρανῶν – εἶναι μιὰ εὐθύγραμμη πορεία πρὸς τὸ μέλλον, ὅμως στὴ ζωὴ τῶν ἁγίων τὸ ἐπηγγελμένο μέλλον τέμνει ἡ, πιὸ σωστά, «καμπυλώνει» αὐτὴν τὴν πορεία μὲ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως, φέροντας τὸ μέλλον στὸ παρὸν καὶ εἰσάγοντας τὸν πεπερασμένο ἄνθρωπο στὴν ἀϊδιότητα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, στὴν ὁποία ὑπερβαίνεται κάθε χωροχρονικὴ διάσταση, κάθε ἔννοια εὐθύγραμμης κίνησης. Ἐκεῖ δὲν ὑπάρχουν πλέον πορεῖες, ὅπως τοὐλάχιστον ἐμεῖς τὶς ἀντιλαμβανόμαστε μὲ τὶς βιοχημικὲς λειτουργίες τοῦ ἐγκεφάλου μας.

Σὲ αὐτὰ ποὺ ἀναφέραμε φάνηκε κάποια ἀσυμβατότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μὲ τὴν μαθηματικὴ σκέψη. Χρειάζεται ὅμως λίγο περισσότερη ἀνάπτυξη αὐτὸ τὸ σημεῖο.

Τὰ Μαθηματικά, σύμφωνα μὲ ἕναν περιγραφικὸ ὁρισμὸ τοῦ ἀντικειμένου τους, μελετοῦν «σχέσεις μεταξὺ ἐννοιῶν καὶ πὼς μὲ βάση αὐτὲς ὁδηγούμαστε σὲ νέες ἔννοιες καὶ νέες σχέσεις, χρησιμοποιῶντας τοὺς νόμους τῆς λογικῆς οἱ ὁποῖοι βγαίνουν ἀπὸ τὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπινου μυαλοῦ» (Β. Ἀγγελόπουλος). Αὐτὲς οἱ ἔννοιες γιὰ ἄλλους εἶναι ἀφηρημένες ὀντότητες, ποὺ ὑπάρχουν μόνο μέσα στὸ μυαλὸ τοῦ μαθηματικοῦ, γιὰ ἄλλους εἶναι μὲν ἀφηρημένες ὀντότητες, ἀλλὰ ὑπάρχουν καὶ καθ’ ἑαυτὲς ἔξω ἀπὸ τὴν σκέψη, καὶ γιὰ κάποιους τρίτους δὲν ὑπάρχουν ὡς ἀφηρημένες ὀντότητες, ἀλλὰ εἶναι κατηγορήματα ποὺ ἀναφέρονται σὲ συγκεκριμένα ὄντα. Ἔτσι, ἄλλοι θεωροῦν ὅτι ἀνακαλύπτουν τὶς μαθηματικὲς ἔννοιες κι ἄλλοι ὅτι τὶς ἐπινοοῦν καὶ τὶς ὁρίζουν. Οἱ πρῶτοι δέχονται ὡς ὑπαρκτὸ τὸν πλατωνικὸ κόσμο τῶν ἰδεῶν, ὅπως ὁ μεγαλύτερος ἐπιστήμονας τῆς Μαθηματικῆς Λογικῆς τοῦ 20ου αἰῶνα Κοὺρτ Γκέντελ. Οἱ ἄλλοι, κυρίως μέσα στὸ πλαίσιο τῶν σύγχρονων φορμαλιστικῶν μαθηματικῶν, στὴν κυριολεξία παίζουν μὲ τὶς ἔννοιες. Ὁρίζουν συστήματα ἀξιωμάτων χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ἀλήθεια τους, γιὰ τὴν σύνδεσή τους μὲ τὴν πραγματικότητα. Ἀρκεῖ τὰ ἀξιώματα νὰ μὴν ἀντιφάσκουν μεταξύ τους καὶ νὰ μὴν παράγεται τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἄλλο. Ὁ μαθηματικὸς καὶ φιλόσοφος Ἀλεξάντρωφ ἔλεγε: «Ἂν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ γεωμετρία σὰν μιὰ λογικὴ θεωρία, πρέπει νὰ ψάχνουμε γιὰ τὴ λογικὴ ἀκρίβεια τῶν συλλογισμῶν καὶ ὄχι γιὰ τὴ συμφωνία μὲ τὰ συνηθισμένα σχήματα». Καὶ ὁ Χίλμπερ, ὁ μεγαλύτερος ἐκπρόσωπος τῶν φορμαλιστών, ἔλεγε: «Δὲν μὲ ἐνδιαφέρε,ι ἂν μιλᾶμε γιὰ τραπέζια, καρέκλες καὶ ποτήρια μπύρας ἡ ἐπίπεδα, εὐθεῖες καὶ σημεῖα, φτάνει αὐτὸ τὸ ὁποῖο λέμε νὰ ἔχει λογικὴ συνοχή». Αὐτό, βέβαια, τὸ παιχνίδι μὲ τὶς ἔννοιες ὁδήγησε τὸν Λομπατσέφσκι καὶ τὸν Ρίμαν στὴν ἀνάπτυξη τῶν μὴ εὐκλείδειων Γεωμετριῶν, οἱ ὁποῖες ἐκ τῶν ὑστέρων διαπιστώθηκε ὅτι ἀνταποκρίνονται στὸ κοσμοείδωλο τῆς σύγχρονης Φυσικῆς.

Στὴν θεολογία ὅμως τῆς Ἐκκλησίας τὰ πράγματα ἀκολουθοῦν ἄλλον δρόμο. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ἀφηρημένη ἔννοια, οὔτε ἡ θεολογία αὐθαίρετο σύστημα ἀξιωμάτων. Τὸ πρώτιστο σ’ αὐτὴν δὲν εἶναι ἡ μέριμνα γιὰ λογικὴ συνοχή, ἀλλὰ ἡ «βραχεῖ ρήματι» περιγραφὴ τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκαλύψεως, ἐν γνώσει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι «ἀχώρητος» σὲ λέξεις καὶ νοήματα. Τὰ δόγματα εἶναι περιγραφή, διήγηση, δὲν εἶναι ἐπινόηση ἡ ἀνακάλυψη τῶν θεολόγων. Ὁ Θεὸς διαλέγεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἡ θεολογία ὑποδεικνύει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἔρχεται σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Οἱ ἔννοιες δὲν διαλέγονται, δὲν ἔχουν κίνηση, οὔτε ἐλευθερία, οὔτε ἀγάπη. Ἡ σχέση μαζὶ τοὺς πραγματοποιεῖται στοχαστικὰ μέσῳ τῆς διανοητικῆς φαντασίας, ἐνῷ ἡ σχέση μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ψυχοσωματικὴ κοινωνία, μέσῳ τοῦ νοῦ ποὺ ἀπαλλάχθηκε ἀπὸ τὴν δούλωση στὴν φαντασία.

Εἶναι σαφὴς στὰ παραπάνω ἡ ἀσυμβατότητα ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καὶ μαθηματικῆς σκέψης. Ἡ λογική, τὸ «πνευματικότερο» ἔργο ποὺ μπορεῖ νὰ κάνη, εἶναι νὰ ἀσχοληθῇ μὲ τὶς σχέσεις τῶν ἀφηρημένων ἐννοιῶν ποὺ σχηματοποιοῦνται μέσα στὴν διανοητικὴ φαντασία. Δὲν μπορεῖ νὰ περάση τὸ κατώφλι τοῦ κτιστοῦ καὶ νὰ ἀποδράση ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ δημιουργημένου κόσμου. Μελετᾶ καὶ ἐξωραΐζει τὴν φυλακή του ἐνθάδε. Ἐνῷ ἡ ἀποκαλυπτικὴ θεολογία εὐρύνει τοὺς ὁρίζοντες. Προτείνει μέθοδο ἐμπειρικῆς γεύσης τοῦ αἰωνίου, ἀνοίγει τὸν νοῦ σὲ σχέση μὲ τὸν Θεό.

Ὅμως, παρὰ τὴν φυσικὴ ἀσυμβατότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μὲ τὴν μαθηματικὴ σκέψη, κάπου τέμνονται. ‘Ὑπάρχει κοινὸ σημεῖο τὸ ὁποῖο μᾶς τὸ ὑποδεικνύει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης, σὲ μιὰ ὑποσημείωση τοῦ βιβλίου του Συμβουλευτικὸ ἐγχειρίδιο. Ἐκεῖ μᾶς λέει πὼς ὁ μαθηματικὸς στοχασμὸς μπορεῖ νὰ λειτουργήση ὡς ἀσκητικὸ μέσο στὸ πλαίσιο τῆς εὐαγγελικῆς ἀσκήσεως. Γράφει ὁ Ἅγιος: «Ὅσοι εἶναι ἀτελεῖς καὶ ἐμπαθεῖς καὶ δὲν ἔφθασαν ἀκόμη εἰς τελειότητα καὶ ἀπάθειαν, οὗτοι πρέπει νὰ μελετῶσι καὶ νὰ καταγίνωνται εἰς τοὺς ἀφηρημένους καὶ ἀΰλους λόγους τῶν ὄντων, ὁποῖα εἶναι τὰ μεταφυσικὰ ἡ καὶ τὰ μαθηματικὰ• καὶ νὰ φυλάττωνται νὰ μὴ καταγίνωνται εἰς τοὺς λόγους τῆς φύσεως τῶν σωμάτων». Ἡ αὐλότητα τῶν μαθηματικῶν ἐννοιῶν βοηθᾶ στὴν κάθαρση τῆς διάνοιας ἀπὸ σαρκικοὺς ἐμπαθεῖς λογισμούς.

Βέβαια ἡ χρήση τῶν Μαθηματικῶν ποὺ προτείνει ὁ ἅγιος Νικόδημος δὲν εἶναι γιὰ νὰ προοδεύση ὁ πιστός, ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ πάη πίσω. Δὲν ἀγγίζουν τὴν «βαθεῖα καρδία». Μένουν στὸ μυαλό. Γιὰ τὴν κάθαρση καὶ τὸν φωτισμὸ τῆς καρδιᾶς ἔχει ὁ Ἅγιος ἄλλη μέθοδο. Ἔχει τὴν «κυκλικὴ» «ἀφάνταστη» προσευχή, ἡ ὁποία, ὅπως γράφει, «καθαίρει, φωτίζει καὶ τελειοῖ τὸν νοῦν, παρ’ ὅσον... ὅλαι αἱ ἄλγεβραι, ὅλαι αἱ φυσικαὶ καὶ μεταφυσικαί...».

Στὶς μέρες μας, πάντως, εἶναι σημαντικὸ νὰ διαθέτη κανεὶς «ὀξυωπία» τῆς λογικῆς του, νὰ ἔχη δηλαδὴ ὀξεῖα διανοητικὴ ὅραση, ἀλλὰ πολὺ σημαντικότερο εἶναι νὰ διαθέτη «ὀξυωπία» τοῦ νοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένη μὲ τὴν ψυχικὴ καὶ πνευματικὴ ὑγεία, μὲ τὴν ἔμπρακτη μαθήτευση στὴν ἀσκητικὴ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὥστε νὰ μποροῦμε νὰ κρατοῦμε στοιχειδὼς τὴν σύνεσή μας, μέσα στὸν προκλητικὰ ἀσύνετο κόσμο μας.

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3251