Skip to main content

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: «Ἡ σαγήνη τοῦ Ἀλλόκοτου» καί οἱ ἅγιοι

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: «Ἡ σαγήνη τοῦ Ἀλλόκοτου» καί οἱ ἅγιοι

Δέν εἶμαι εἰδικός στήν μοντέρνα τέχνη, καί μάλιστα τήν σουρεαλιστική, διδάχθηκα τήν «Βυζαντινή τέχνη-ἁγιογραφία» ἡ ὁποία ἐκφράζει τήν ἐσωτερικότητα τοῦ ἀνθρώπου πού συνδέεται μέ τόν Χριστό. Ἡ συγκεκριμένη ἔκθεση τῆς Ἐθνικῆς Πινακοθήκης χαρακτηρίζεται ὡς «σαγήνη τοῦ Ἀλλόκοτου». Ἡ λέξη «ἀλλόκοτον» δηλώνει, κατά τό Λεξικό Liddell-Scott, «ὁ ἔχων ἀσυνήθη φύσιν ἤ μορφήν, παράδοξος, διάστροφος, κακοσχημάτιστος, τερατώδης».

Στήν συγκεκριμένη ἔκθεση τῆς Ἐθνικῆς Πινακοθήκης ἐκτίθενται 80 χαρακτικά καί ὀξυγραφίες τοῦ Ἱσπανοῦ ζωγράφου καί χαράκτη Φρανσίσκο Γκόγια (Francisco Goya) (1746-1826) καί «ἕνα θεματικό ἀφιέρωμα στήν ἑλληνική τέχνη μέ τίτλο Ἡ Σαγήνη τοῦ Ἀλλόκοτου. Στήν ὁμαδική ἔκθεση περιλαμβάνονται ἔργα δέκα καλλιτεχνῶν πού ἀπό διαφορετικές ἀφετηρίες ἐναγκαλίζονται καί εἰκονίζουν τό ἀλλόκοτο, τό ὑβριδικό, καί τό γκροτέσκο». Ὅπως ἀναφέρεται σέ σχετική παρουσίαση τῆς ἔκθεσης, τά ἔργα πού παρατίθενται «πραγματεύονται τήν σχέση τοῦ εὔμορφου μέ τό ζωόμορφο, τό ἀνθρωπόμορφο μέ τό ζωόμορφο» καί τά χαρακτηριστικά «διακρίνονται ἀπό τήν ἀληθοφάνεια τοῦ τερατώδους, τήν πειστικότητα τοῦ παραλόγου, τήν ἕλξη τοῦ ἀποτρόπαιου».

Τόν τελευταῖο καιρό διάβασα διάφορα κείμενα, τόσο γιά τόν ζωγράφο καί χαράκτη Γκόγια (Goya) ὅσο καί γιά τά ἔργα πού φιλοξενοῦνται αὐτήν τήν περίοδο στήν Ἐθνική Πινακοθήκη, μέ ἀφορμή τήν ἔκθεση καί τή βίαιη παρέμβαση ἑνός βουλευτή σέ ἔργα πού ἀποδόμησαν τά χαρακτηριστικά τῶν ἁγίων,

1. Τά ἔργα τοῦ «ἀλλόκοτου»

Ὁ Φρανσίσκο Γκόγια (Francisco Goya) ἦταν Ἰσπανός ζωγράφος καί χαράκτης πού ἔζησε τέλη 18ου αἰώνα ἀρχές 19ου αἰώνα καί εἶχε μεγάλη ἐπίδραση στούς ζωγράφους τοῦ μοντερνισμοῦ. Γράφεται γι’ αὐτόν:

«Τό ἔργο του περιλαμβάνει περισσότερους ἀπό 700 πίνακες ζωγραφικούς, 900 σχέδια καί σχεδόν 300 χαρακτικά, πού στό σύνολό τους χαρακτηρίζονται ἀπό καινοτομίες καί ρηξικέλευθα στοιχεῖα σύνθεσης». «Ἡ φήμη του ἐξαπλώθηκε στήν ὑπόλοιπη Εὐρώπη ἀρκετές δεκαετίες μετά τόν θάνατό του». Ἐθεωρεῖτο «ὁ σπουδαιότερος Ἰσπανός καλλιτέχνης, ἀπό τά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 19ου αἰώνα», «ἐκτιμήθηκε ἀπό τούς ζωγράφους τοῦ ρομαντισμοῦ» καί θεωρεῖται ὡς «ἕνας ἐκ τῶν πρώτων μοντέρνων καλλιτεχνῶν». Ἐκπληκτικός εἶναι ὁ πίνακάς του Ὁ Κρόνος καταβροχθίζει τόν γιό του ἤ Ὁ ὕπνος τῆς λογικῆς γεννάει τέρατα (Web gallery of Art).

Σέ κείμενο, πού δημοσιεύθηκε τήν 27 Ἰανουαρίου 2025, μετά τά ἐγκαίνια τῆς ἔκθεσης τῆς Ἐθνικῆς Πινακοθήκης (Γεωργία Οἰκονόμου), ἀναφέρεται: «ὁ Goya μέσα ἀπό τά χαρακτικά του, μᾶς μεταφέρει σέ ἕναν σκοτεινό κόσμο γεμάτο μαγεία, ὀνειρικούς ἐφιάλτες, ζωομορφισμούς καί σκηνές καθημερινότητας. Οἱ παραμορφώσεις, οἱ ἀποκρουστικοί μορφασμοί καί οἱ ζωγραφικές φιγοῦρες δέν εἶναι ἁπλῶς εἰκαστικός ἐπίλογος, ἀλλά σύμβολα τῶν ψυχικῶν παθῶν καί τῶν κοινωνικῶν δεινῶν πού ἤθελε νά καυτηριάσει. Ἡ δύναμη τῆς τέχνης του ἔγκειται ἀκριβῶς στήν ἱκανότητά του νά παντρεύει τά ρεαλιστικά μέ τά φανταστικά. Μέσα ἀπό τούς τίτλους καί τίς εἰκόνες του, προκαλεῖ τόν θεατή νά δεῖ πέρα ἀπό τήν ἐπιφάνεια, νά προβλημαστιστεῖ καί νά ἀνακαλύψει τίς διαχρονικές ἀλήθειες πού κρύβονται πίσω ἀπό τά κακῶς κείμενα τῆς κοινωνίας» (News 24/7).

Ὅπως γράφεται σέ κείμενο μέ τίτλο «Φρανσίσκο: Ὁ σπουδαιότερος ζωγράφος πού βίωνε τό "σκοτάδι"», «τά καλλιτεχνικά δημιουργήματά του ἐπηρέασαν τόν ἐξπρεσιονισμό καί τόν ὑπερρεαλισμό, καθώς μεταφέρουν μιά αἴσθηση ἀβεβαιότητας γιά τό μέλλον τῆς κοινωνίας μέσω τῶν μοντέρνων εἰκόνων τους. Τά ἔργα αὐτά ἐπηρέασαν τήν σύγχρονη τέχνη μέ καλλιτέχνες ὅπως ὁ Πάμπλο Πικάσο νά ἀντλοῦν ἔμπνευση ἀπό αὐτά».

Πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του εἶχε προβλήματα σωματικῆς ὑγείας (κώφωση) καί «ψυχολογικά προβλήματα», καί ζωγράφισε τούς λεγομένους «μαύρους πίνακες», πού «διακρίνονται γιά τήν ζοφερή ἀπαισιόδοξη ἀτμόσφαιρά τους» (Athens Voice).

Σέ ἄλλο κείμενο πού δημοσιεύθηκε τόν Ἰανουάριο τοῦ 2025 μέ τό ἄνοιγμα τῆς ἔκθεσης στήν Ἐθνική Πινακοθήκη ἀναφέρεται: «Ἡ ἐπιδραστικότητα τῆς ἀνατρεπτικῆς θέασης τοῦ κόσμου ἀπό τόν Goya ἀποδεικνύεται ἐξαιρετικά ἀνθεκτική στόν χρόνο. Κάνει ἐμφανῆ τήν παρουσία της στήν ἀπελευθερωτική ἔκρηξη τῶν σουρεαλιστικῶν ὁραμάτων καί τῆς ποιητικῆς γλώσσας τοῦ μοντερνισμοῦ, ἐνῶ συνεχίζει μέχρι σήμερα νά μᾶς προσφέρει μιά πολύτιμη δεξαμενή πρωτότυπων εἰκαστικῶν ἑρμηνειῶν γιά τή σχέση μας μέ τόν κόσμο καί αὐτά πού τόν ἀποτελοῦν. Τά χαρακτηριστικά τους διακρίνονται ἀπό τήν ἀληθοφάνεια τοῦ τερατώδους, τήν πειστικότητα τοῦ παράλογου καί τήν ἕλξη τοῦ ἀποτρόπαιου».

Σέ κείμενο πού παρουσιάζει τήν ἔκθεση γράφεται ὅτι τά ἔργα αὐτά «πραγματεύονται τή σχέση τοῦ εὔμορφου μέ τό δύσμορφο, τοῦ ἀνθρωπόμορφου μέ τό ζωόμορφο, τή φύση καί τόν τεχνολογικό πολιτισμό, γιά νά διερμηνεύσουν ψυχικές καταστάσεις καί κοινωνικές διεργασίες ἀποκλεισμοῦ καί περιθωριοποίησης, ἀλλά καί νά προτείνουν, ἄλλοτε μέ χιούμορ ἄλλοτε μέ κανονική εἰρωνία καί ἄλλοτε μέ βαθιά ὑπαρξιακή ἀγωνία, τήν ἀνατρεπτική ἀποδόμηση τῶν στερεότυπων μέ τά ὁποῖα ἔχουμε γαλουχηθεῖ» (Ἡ Ναυτεμπορική, 11 Μαρτίου 2025).

2. Οἱ εἰκόνες τῶν Ἁγίων

Τά περισσότερα ἔργα πού παρατέθησαν στήν Ἔκθεση δέν προκάλεσαν, ἀφοῦ ἐκφράζουν τό εἶδος αὐτῆς τῆς μοντέρνας τέχνης, ἀλλά αὐτό πού προκάλεσε εἶναι ἡ εἰσαγωγή αὐτή τοῦ «ἀλλόκοτου», «τοῦ ἀνθρωπόμορφου μέ τό ζωόμορφο» σέ ἔργα τῆς βυζαντινῆς τέχνης καί στήν ζωή τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἄς ἀφήσουμε τούς ἁγίους ἔξω ἀπό τήν κίνηση «τοῦ ἀλλόκοτου» καί ἄς μή συγχέουμε τό πρόσωπό τους μέ τό τερατῶδες, τό ζωόμορφο, καί τό παράλογο. Οἱ ἅγιοι μεταμόρφωσαν τό «ζωόμορφο» καί τό ἔκαναν «θεόμορφο», εἶναι θεούμενοι. Τί σχέση ἔχουν οἱ ἅγιοι μέ τό ζωῶδες, τό ἐμπαθές, τό παράλογο, τό ἀποτρόπαιο πού παρατηρεῖται στούς ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους; Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τούς παρουσιάζει ἡ ὀρθόδοξη ἁγιογραφία, δέν ἐκφράζουν τό «ἀλλόκοτον», ἀλλά τόν ἄνθρωπο πού μεταμορφώθηκε ἀπό τήν ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ, καί ἀποτελοῦν τήν «καινή κτίση».

Κατά τόν περίφημο ἁγιογράφο Φώτη Κόντογλου ἡ εἰκονογραφία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι «πάντιμη τέχνη», εἶναι «ἱερά καί λειτουργική», καί ἔχει «σκοπόν πνευματικόν». Ὅπως ὅλες οἱ τέχνες συνεργοῦν νά μορφωθῆ μέσα εἰς τά ψυχάς τῶν πιστῶν ὁ μυστικός Παράδεισος, ὁ εὐωδιάζον μέ πνευματικήν εὐωδίαν». Ἡ τέχνη τῶν ἱερῶν εἰκόνων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία «λέγεται Ἁγιογραφία, ὡς ζωγραφοῦσα ἅγια πρόσωπα καί ἁγίας ὑποθέσεις. Ὁ δέ ἁγιογράφος δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας τεχνίτης ὅπου κάμνει μίαν ἀναπαραστικήν ζωγραφικήν ἐπάνω εἰς κάποια θέματα θρησκευτικά, ἀλλά ἔχει πνευματικόν ἀξίωμα καί πνευματικήν διακονίαν, τήν ὁποίαν ἐπιτελεῖ εἰς τήν ἐκκλησίαν, ὡς ἱερεύς καί ἱεροκῆρυξ». «Ἡ λειτουργική εἰκών ἔχει θεολογικήν ἔννοιαν». Δέν εἶναι μιά ζωγραφιά γιά νά εὐχαριστῆ τούς ὀφθαλμούς, οὔτε ἁπλῶς νά μᾶς θυμίζη ἅγια πρόσωπα, «ἀλλά εἶναι κατά τέτοιον τρόπον ζωγραφισμένη, ὥστε νά μᾶς ὑψώνη ἀπό τόν φθαρτόν κόσμον τοῦτον, καί νά μᾶς κάμνη νά ὀσφρανθῶμεν ἐκεῖνον τόν καινόν ἀέρα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».

Ἡ εἰκόνα, κατά τόν Εὐδοκίμοφ, «περιρρέεται ἀπό τήν δόξα (τοῦ Κυρίου, τό φῶς Του) καί τόν ὑμνεῖ μέ τά δικά της μέσα. Τό ἀληθινό κάλλος δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἀποδείξεις, εἶναι μία προφάνεια πού γίνεται ἁγιογραφικό ἐπιχείρημα τῆς θείας ἀλήθειας... Τό γνώρισμα τῆς δόξας εἶναι τό φῶς. Οἱ φωτοστέφανοι πού περιβάλλουν τά πρόσωπα στίς ἁγιογραφίες δέν εἶναι διόλου τό διακριτικό σύμβολο τῆς ἁγιότητας, ἀλλά ἡ ἀκτινοβολία τοῦ φωτός της... Αὐτό τό φῶς τῆς θεοπνευστίας προϋποθέτει ἡ χαρισματική διακονία τῶν "ἁγίων ἁγιογράφων" καί ὁδηγεῖ ἀπό τήν τέχνη στήν "ἱερή τέχνη"».

Ὅμως, δυστυχῶς, σέ μιά κοινωνία «ἀλλόκοτη», καί «ἀλλόκοτων» ἀνθρώπων παρουσιάζονται καί οἱ ἅγιοι ὡς «ἀλλόκοτοι»! Θά μποροῦσε κάποιος καλλιτέχνης νά παρουσιάση αὐτήν τήν «ἀλλόκοτη» κοινωνία, ὅπως τήν ἀναλύουν οἱ ψυχαναλυτικές θεωρίες τοῦ ὑποσυνείδητου καί τοῦ ἀσυνείδητου, χωρίς νά ἀγγίζη τούς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τά πρότυπά μας, πρότυπα ὁλότητας, ἀγάπης, ἐλευθερίας, δικαιοσύνης, φιλανθρωπίας, πού διαπαιδαγωγοῦν κατά τόν καλύτερο τρόπο τούς σύγχρονους ἀνθρώπους.

Μπορεῖ κανείς νά ἔχη διάφορα ἀπωθημένα βιώματα ἀπό μερικούς ἐκπροσώπους τῆς Ἐκκλησίας, πού δέν ἐκφράζουν τό ἦθος της, ἀλλά δέν μπορεῖ αὐτό τό ψυχολογικό πρόβλημα τῆς «προβολῆς» νά τό ἐκφράζη στούς εἰκονογραφημένους ἁγίους μέ ἕναν «νεοπαγανιστικό» τρόπο. Ἄν τό κάνη αὐτό, ἀσκεῖ μιά μορφή βίας στά πρόσωπα τῶν ἁγίων. Ἀλλά καί τό «ἀλλόκοτο» τῆς σύγχρονης κοινωνίας ἐκφράζεται καί μέ τίς βίαιες πράξεις μερικῶν ἐναντίον τῶν ἄλλων, πού ζωγραφίζουν κάτι διαφορετικό ἀπό ἐκεῖνο πού πιστεύουν αὐτοί.

Πρότυπο ὅλων τῶν Χριστιανῶν, καί εἰδικότερα τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν, εἶναι ὁ Χριστός καί οἱ φίλοι Του, πού εἶναι οἱ ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ εἰκόνες Του στήν γῆ, ἡ φανέρωσή Του, καί δείχνουν τόν «καινό κόσμο».

Ἔτσι, δέν μποροῦμε νά δεχθοῦμε νά μεταφέρεται «τό ἀλλόκοτον» στήν ζωή τῶν ἁγίων, οὔτε καί νά ἀποδεχθοῦμε αὐτούς πού ἀντιδροῦν μέ βίαιο τρόπο μέσα στήν προοπτική τῆς αὐτοδικίας, διότι τέτοιες πράξεις δείχνουν ὅτι στήν ἐποχή μας «δέν ἔχει πεθάνει μόνο ὁ Θεός, ἀλλά καί ὁ ἄνθρωπος». Δέν χρειαζόμαστε οὔτε ἕναν «πεθαμένο Θεό», οὔτε ἕναν «πεθαμένο ἤ παραμορφωμένο ἄνθρωπο».

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πού δέν ἔχει σχέση μέ τόν «νεοπαγανισμό», τόν «δοκητισμό», «τήν μαγεία καί τήν ἄχρονη πραγματικότητα» εἶναι «ἡ ὀμορφιά τοῦ κόσμου», εἶναι «ἡ τάξη καί τό κάλλος τοῦ κόσμου». Καί τό ἔργο τῶν Χριστιανῶν εἶναι ἔργο μεταμόρφωσης τοῦ «ἀλλόκοτου» σέ θεῖο, εἶναι ἔργο ἀπολύτρωσης τοῦ ἀνθρώπου «ἀπό τό παράλογο, ἀπό τήν πλησμονή καί τά εἴδωλα, ἀπό τά τέρατα καί τά φαντάσματα, ἀπό τίς ψευδαισθήσεις καί τούς ψευδοθεούς, ἀπό τά ἰδεολογικά ψέματα καί τά κοινωνικά ἐγκλήματα, ἀπό τούς μύθους τῆς αὐτοσωτηρίας».

Αὐτό ἰσχύει γιά κάθε «ἀλλόκοτο» εἴτε τῶν καλλιτεχνῶν γιά τούς ἁγίους εἴτε τῶν ὑπερασπιστῶν τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἁγίων.

  • Προβολές: 853