Skip to main content

«Ἕνας ὑποψήφιος γιὰ τὴν γιορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν»

Στὰ πλαίσια τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν πραγματοποιήθηκε στὴν Αἴθουσα τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ἡ ἐκδήλωση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως πρὸς τιμὴν τῶν Ἐκπαιδευτικῶν τῆς Ἐπαρχίας μας. Τὸ πρόγραμμα περιελάμβανε ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου κ. Ἱεροθέου μὲ θέμα «Ἕνας ὑποψήφιος γιὰ τὴν γιορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν», συζήτηση πάνω στὸ θέμα καὶ δεξίωση. Τὴν ἐκδήλωση παρακολούθησαν οἱ Σχολικοὶ Σύμβουλοι Δασκάλων καὶ Νηπιαγωγῶν τῆς Περιφερείας Ἰω. Εὐαγγέλου καὶ Δώρ. Κοταντούλα, οἱ Διευθυντὲς τῶν Σχολείων, ὁ Δήμαρχος Ναυπάκτου Ἀθ. Παπαθανάσης, ὁ Πρόεδρος τοῦ Δημοτικοῦ Συμβουλίου Γ. Τριανταφύλλου, οἱ Ἀντιδήμαρχοι Χρ. Σικώλας καὶ Ν. Κατσαντώνης καὶ πολλοὶ Ἐκπαιδευτικοὶ ὅλων τῶν βαθμίδων.

Ὁ Μητροπολίτης στὴν ἀρχὴ τῆς ὁμιλίας του εὐχαρίστησε καὶ συνεχάρη τοὺς Ἐκπαιδευτικοὺς γιὰ τὴν προσφορά τους στοὺς μαθητές, καὶ γενικὰ σ' ὅλη τὴν κοινωνία, μέσα στὸ σύγχρονο δύσκολο ἀντιπαιδευτικὸ καὶ ἀντιπαιδαγωγικὸ περιβάλλον. Ὅπως ἀνέλυσε ὁ Σεβασμιώτατος, ὅταν συζητοῦσαν γιὰ τὸν ἀπαρτισμὸ τῆς Τριάδος τῶν Ἱεραρχῶν, μεταξὺ τῶν ἁγίων συμπεριελάμβαναν καὶ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Νύσσης, ἀδελφὸ τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ σημαντικὴ προσωπικότητα μεταξὺ τῶν Καππαδοκὼν Πατέρων.

Μετὰ τὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα ποὺ παρέθεσε, ἐπικέντρωσε τὴν ὁμιλία τοῦ σὲ τρία σημαντικὰ θέματα τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἁγίου σὲ σχέση μὲ τὸν σύγχρονο ἐπιστημονικό, φιλοσοφικὸ καὶ κοινωνικὸ προβληματισμό. Τὸ πρῶτο θέμα ἦταν ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, ὅπου παρουσίασε τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης γιὰ τὴν δημιουργικὴ ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν πρώτη ὁρμὴ καὶ τὸν ἐγκείμενο στὴν κτίση λόγο, γιὰ τὴν σπερματικὴ δύναμη κ.α., σὲ σχέση μὲ τὶς σύγχρονες ἐπιστημονικὲς θεωρίες γιὰ τὴν μεγάλη ἔκρηξη, τὸ πρωτοκύτταρο (μὲ DNA ἡ RNA) καὶ τὴν ἐξέλιξη.

Τὸ δεύτερο θέμα ἦταν ἡ ἐμφάνιση τῆς ζωῆς καὶ ἡ δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, σὲ σχέση μὲ τὶς σύγχρονες βιταλιστικὲς θεωρίες (Vis Vitalis). Μίλησε γιὰ τὴν ζωὴ ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ καὶ γιὰ τὴν καταπληκτικὴ πρόνοια τοῦ Θεοῦ ὅπως φανερώνεται στὴν κατασκευὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ συγκεκριμένα στὸ πὼς ἡ ἐξωτερικὴ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα ζῶα καὶ τὴν δημιουργία τὸν κατέστησε βασιλέα τῆς κτίσης καὶ πὼς ἡ ὄρθια στάση τοῦ ἀνθρώπου του ἐπιτρέπει νὰ ἔχη ἐλεύθερα τὰ χέρια του γιὰ τὶς διάφορες ἐργασίες, νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ κοινωνῇ τὴν κρυφὴ χάρη τοῦ νοῦ διὰ τοῦ λόγου (προφορικοῦ καὶ γραπτοῦ) στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους.

Τὸ τρίτο σημεῖο τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης τὸ ὁποῖο παρουσίασε ὁ Σεβασμιώτατος σὲ σύγκριση μὲ τὶς σύγχρονες βιολογικὲς ἀπόψεις τῆς γενετικῆς ἦταν ὁ γήρανση, ὁ θάνατος καὶ ἡ ἀνάσταση. Συγκεκριμένα ἐξέτασε τὶς ἐπιστημονικὲς παρατηρήσεις γιὰ τὸν «θάνατο ποὺ εἶναι ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ζωή», δηλαδὴ γιὰ τὸν προγραμματισμένο θάνατο τῶν κυττάρων μὲ τὴν «ἀπόπτωση», ἤτοι τὴν «αὐτοκτονία» τους, ἀλλὰ καὶ τὸν φυσιολογικὸ θάνατό τους ποὺ λέγεται «νέκρωση», ποὺ συμβάλλει στὴν διατήρηση τῆς ζωῆς καὶ τὴν δημιουργία τοῦ σώματος, σὲ σχέση μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου γιὰ τὴν συνύπαρξη ζωῆς καὶ θανάτου, γιὰ τὸ πὼς ἡ ζωὴ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ δύο θανάτους, γιὰ τὸ πὼς τὰ ὄντα καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς δημιουργήματα ἦλθαν ἀπὸ τὸ μὴ ὀν καὶ πορεύονται πάλι στὸ μὴ ὀν καὶ πὼς αὐτὴ ἡ πορεία ἀναστέλλεται μόνον μὲ τὴν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καὶ μπορεῖ νὰ παραμείνη γιὰ πάντα τὸ ὀν καὶ νὰ νικηθῇ ὁ θάνατος, ὅπως τὸν νίκησε ὁ Χριστὸς μὲ τὴν ζωή, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἀνάστασή Του.

Στὸ ἴδιο ἐπίπεδο προβληματισμοῦ κινήθηκαν καὶ οἱ ἐρωτήσεις τῶν ἐκπαιδευτικῶν καὶ ἡ συζήτηση ποὺ ἀκολούθησε σχετικὰ μὲ τοὺς «δερμάτινους χιτῶνες», τὸ φοβερὸ τοῦ θανάτου καὶ τὴν θεωρία τῆς ἐξελίξεως. Ἔτσι πραγματεύθηκαν σημαντικὲς ἔννοιες, ἐρωτήματα καὶ ἀξίες τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς. Ὁ Σεβασμιώτατος περάτωσε τὴν συνάντηση ἀναφερόμενος καὶ πάλι στὴν προσφορὰ τῶν Ἐκπαιδευτικῶν ὡς σημαντικῶν διορθωτικῶν καὶ μορφωτικῶν παραγόντων τῆς κοινωνίας καὶ ποὺ συντελοῦν στὴν «ἐξέλιξη» τῶν μαθητῶν σὲ μορφωμένους καὶ πεπαιδευμένους πολῖτες, ἀλλὰ καὶ σὲ θεουμένους. Ἀκολούθησε δεξίωση μὲ ἐδέσματα ποὺ εἶχαν ἑτοιμάσει Κυρίες τῶν Συνδέσμων Ἀγάπης τῶν Ἐνοριῶν της Ναυπάκτου.

Νὰ ἀναφέρουμε ἐπίσης ὅτι τὸ πρωΐ τῆς Ἑορτῆς τελέσθηκε ἀρχιερατικὴ θεία Λειτουργία μετ' ἀρτοκλασίας γιὰ τὰ Σχολεῖα τῆς Β/θμιας Ἐκπαίδευσης Ναυπάκτου στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου τὸν πανηγυρικὸ τῆς ἡμέρας ἐκφώνησε ἡ κ. Βεατρίκη Λιάκα, Θεολόγος τοῦ 2ου Λυκείου Ναυπάκτου. Μετὰ δὲ τὸ πέρας τῆς θείας Λειτουργίας, ἡ Ἐνορία δεξιώθηκε στὴν Αἴθουσά της ὅλους τοὺς ἐκκλησιασθέντας Ἐκπαιδευτικούς. Θεία Λειτουργία μετ' ἀρτοκλασίας τελέσθηκε καὶ στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς, ὅπου ἐκκλησιάσθηκαν οἱ ἐκπαιδευτικοὶ καὶ οἱ μαθητὲς τῆς Α/θμιας Ἐκπαίδευσης. Τὸν πανηγυρικὸ τῆς ἡμέρας ἐκφώνησε ὁ κ. Γεώργιος Σουλτανίδης, Δάσκαλος τοῦ 2ου Δημοτικοῦ Σχολείου Ναυπάκτου.

Φέτος, κατὰ τὴν καθιερωμένη ἑορταστικὴ συνάντηση τῶν Ἐκπαιδευτικῶν Α'/θμιας Ἐκπαίδευσης τιμήθηκε ὁ συνταξιοδοτηθεὶς δάσκαλος κ. Γεώργιος Παπαθανασίου, ὁ ὁποῖος προσέφερε τὶς ὑπηρεσίες του στὴν παιδεία μέσα στὴν Τάξη ὡς δάσκαλος, ἀπὸ τὴν θέση τοῦ διευθυντοῦ, μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ συνδικαλιστοῦ καὶ ὡς ὑπεύθυνος γιὰ τὴν ἔκδοση τοῦ περιοδικοῦ τῶν Δασκάλων-Νηπιαγωγών τῆς Ἐπαρχίας μας.

Α.Κ.

Κύριο ἄρθρο: Μέγας Βασίλειος: ἡσυχαστής, ἐπίσκοπος καί θεολόγος.

Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πρωτοχρονιᾶς 2018

Κύριο ἄρθρο: Μέγας Βασίλειος: ἡσυχαστής, ἐπίσκοπος καί θεολόγος, Ποιμαντορικὴ Ἐγκύκλιος Πρωτοχρονιᾶς 2018

Ἡ πρώτη Ἰανουαρίου εἶναι ἀφιερωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία στό γεγονός τῆς Περιτομῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὅταν ὁ Χριστός ὀκτώ ἡμέρες ἀπό τήν γέννησή Του δέχθηκε ἀπό ἄκρα ταπείνωση τήν περιτομή τήν ὁποία Αὐτός ὁ Ἴδιος θέσπισε στήν Παλαιά Διαθήκη. Ὅμως, ἡ ἡμέρα αὐτή, πού εἶναι ἡ πρώτη ἡμέρα τοῦ πολιτικοῦ ἔτους, εἶναι ἀφιερωμένη καί στόν Μέγα Βασίλειο, Ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, ὁ ὁποῖος κοιμήθηκε αὐτήν τήν ἡμέρα τό ἔτος 379 μ.Χ. Ἔτσι, θά γίνη μιά μικρή ἀναφορά στόν μεγάλο αὐτόν Οἰκουμενικό διδάσκαλο καί Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας.

Οἱ περισσότεροι ἔχουν ἀκούσει ἀπό τό Σχολεῖο τίς σημαντικές σπουδές πού ἔκανε ὁ Μέγας Βασίλειος στήν Ἀθήνα, κατά τίς ὁποῖες ἀπέκτησε ὅλη τήν γνώση καί τήν σοφία τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ὅμως, πρέπει νά μή μένουμε μόνον σέ αὐτές τίς γνώσεις, ἀλλά νά τόν παρακολουθήσουμε στήν μετέπειτα ἐκκλησιαστική του πορεία.

Κατ’ ἀρχάς, ὁ Μέγας Βασίλειος μετά τήν ἐπιστροφή του στήν Καισάρεια βαπτίσθηκε Χριστιανός, γιατί μέχρι τότε ἦταν κατηχούμενος, καί ἀμέσως ἐπιδόθηκε στήν ἀναζήτηση ἀληθινῶν μοναχῶν πού νά ἐφαρμόζουν τίς εὐαγγελικές ἐντολές. Ἔκανε ἕνα κοπιαστικό ταξίδι σέ κέντρα μοναχικοῦ βίου, μέ τά μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης γιά νά γνωρίση μοναχούς πού νά ἔχουν πνευματικές ἐμπειρίες. Πῆγε στήν Ἀλεξάνδρεια καί σέ ἄλλα μέρη τῆς Αἰγύπτου, στήν Παλαιστίνη, στήν Κοίλη Συρία καί ἔφθασε μέχρι τήν Μεσοποταμία. Σέ ὅλα αὐτά τά μέρη ἀναπτύχθηκε καί καλλιεργήθηκε ὁ ἀσκητικός καί ἀναχωρητικός βίος, καί ἐκεῖ συνάντησε πολλούς πνευματικούς ἀδελφούς πού ζοῦσαν ἀσκητικά. Αὐτό τό ταξίδι σέ κέντρα μοναχικῆς ζωῆς πρέπει νά κράτησε πολλούς μῆνες.

Στήν συνέχεια ἐπανῆλθε στήν Καισάρεια καί ἀποσύρθηκε στόν Πόντο, κοντά στόν Ἴρι ποταμό, ὅπου στήν ἀρχή μόνος του καί ἔπειτα μαζί μέ τόν φίλο του ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ἔζησε τήν ἐρημική ζωή, τήν ἀπόλυτη ἡσυχία, καί γεύθηκε τούς γλυκεῖς καρπούς τῆς ἐρήμου.

Ἀπό τίς ἐπιστολές πού ἔστειλε στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί ἀπό ἄλλα κείμενά του φαίνεται ὅτι στήν ἔρημο ἀπέκτησε μεγάλες ἐμπειρίες τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς, ἀναδείχθηκε ἕνας ἀληθινός ἐμπειρικός θεολόγος.

Μετά ἀπό ἱκανή πνευματική πείρα κλήθηκε νά ὑπηρετήση τήν Ἐκκλησία ὡς Πρεσβύτερος καί ἀργότερα ὡς Μητροπολίτης Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. Ἡ ἀσκητική του ζωή τόν ἔκανε νά εἶναι σοβαρός, πράγμα πού μερικοί τό θεώρησαν ὡς ὑπεροψία. Πάντως, ἡ ποιμαντική του δραστηριότητα μέ τίς ὁμιλίες του, τίς Λειτουργίες, τήν φιλανθρωπική δράση του, τόν ἀνέδειξαν ὡς ἕναν πραγματικό ποιμένα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, παρά τό εὔθραυστον τῆς σωματικῆς του ὑγείας. Ἔδειξε μεγάλο ἐνδιαφέρον γιά τήν κατάρτιση ἀξίων συνεργατῶν του σέ ὅλη αὐτήν τήν ποιμαντική δραστηριότητα.

Ἀποδείχθηκε ἕνας λαμπρός πνευματικός πατέρας καί ἀληθινός ποιμήν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Καισαρείας, καταβάλλοντας σημαντικές προσπάθειες γιά τήν ἀνάδειξη καλῶν Ἐπισκόπων, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν ὁ φίλος του ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἀδελφός του ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης.

Ἡ σοβαρή αὐτή προετοιμασία του τόν κατέστησε καί μεγάλο θεολόγο στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τήν περίοδο ἐκείνη στήν ὁποία ἦταν Ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας γινόταν μεγάλη θεολογική συζήτηση γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, εἶχε δέ προηγηθῆ ἡ σύγκληση τῆς Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί ὑπῆρξαν διάφοροι Ἐπίσκοποι πού ἀντιτάχθηκαν στίς ἀποφάσεις της. Ὁ Μέγας Βασίλειος μέ τήν ἐμπειρική γνώση πού ἀπέκτησε, μέ τά χαρίσματα πού τόν διέκριναν, μέ τά ἡγετικά προσόντα πού διέθετε ἦταν ὁ πνευματικός ἡγέτης, πού ἀναγνωρίσθηκε ἀκόμη καί ἀπό τούς ἐχθρούς του, καί κατόρθωσε νά ἐπιβάλη τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί τήν θεότητα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποφεύγοντας διάφορες ἀκρότητες καί φανατισμούς. Ἔτσι, ἐπιτέλεσε ἕνα μεγάλο οἰκουμενικό ἔργο καί συντόνιζε τόν ἀγώνα γιά τήν ἐπικράτηση τῶν ὀρθοδόξων ἀπόψεων. Ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος πού συνεκλήθη δύο χρόνια μετά τήν κοίμησή του, τό ἔτος 381 μ.Χ. βασίσθηκε στήν δική του θεολογική διδασκαλία, ὅπως καί στήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.

Ὅλα αὐτά δείχνουν ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος ὑπῆρξε ἕνας ἀληθινός Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Αὐτό φαίνεται ἀπό τό ὅτι εἶχε ὀρθόδοξες προϋποθέσεις, τίς ὁποῖες ἀπέκτησε μέσα ἀπό τήν ἀσκητική καί ἡσυχαστική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή δέν ἦταν ἕνας Ἐπίσκοπος πού παρέμεινε μόνο στήν ἐξωτερική λάμψη τοῦ ἐπισκοπικοῦ βαθμοῦ. Ἔπειτα, ἦταν ἕνας ἐμπνευσμένος πνευματικός καθοδηγός, ἕνας ὁλοκληρωμένος ποιμήν στήν Ἐκκλησία τῆς Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, τρέφοντας τό ποίμνιό του μέ τόν προφητικό, εὐαγγελικό, ἀποστολικό καί πατερικό λόγο.

Ἑπομένως, στόν Μέγα Βασίλειο συνδυάζονται στενά καί ἄρρηκτα ἡ ἡσυχαστική παράδοση μέ τήν ποιμαντική δράση καί τήν ἐμπειρική θεολογία. Τά τρία αὐτά γνωρίσματα (ἡσυχαστής, ἐπίσκοπος καί θεολόγος) τόν κατέστησαν μεγάλο Οἰκουμενικό Πατέρα, πού δείχνει ποιός εἶναι ἀληθινός ἡσυχαστής, ἐμπνευσμένος ποιμένας καί ἐμπειρικός θεολόγος. Γι’ αὐτό ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἔγραψε γι’ αὐτόν: «Βροντή σεῖο λόγος, ἀστραπή δέ βίος», δηλαδή «ὁ λόγος σου ἦταν βροντή καί ἀστραπή ὁ βίος».

Τέτοιους πνευματικούς πατέρας χρειαζόμαστε σήμερα, σέ αὐτήν τήν συγκεχυμένη ἐποχή τοῦ συγκρητισμοῦ, τοῦ μεταμοντερνισμοῦ, τῆς μεταπατερικότητας, πού γίνεται διάσπαση μεταξύ θεσμοῦ καί χαρίσματος, καί ἀκούγονται διάφοροι λόγοι ξένοι καί ἀλλότριοι πρός τήν ὀρθόδοξη παράδοση, κατά τήν ὁποία ἐποχή ἡ ἐκκοσμίκευση ὑπονομεύει τήν ὅλη ἐκκλησιαστική ζωή. Ὅλοι πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε νά εἴμαστε μιμητές τέτοιων ἁγίων ἀνθρώπων, γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί τήν εὔκλεια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

Νά ἔχουμε τίς πρεσβεῖες τοῦ μεγάλου αὐτοῦ Πατρός τῆς Ἐκκλησίας μας.

Κύριο ἄρθρο: Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ κοινή ἑορτή τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού καθιερώθηκε τόν 11ο αἰώνα, ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν παρουσίαση τῆς ἑνότητας τῆς διδασκαλίας τους καί στόν καθορισμό τῶν τριῶν αὐτῶν Οἰκουμενικῶν Πατέρων καί διδασκάλων, ὡς προστατῶν τῆς ὀρθοδόξου παιδείας. Ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι τόν 11ο αἰώνα στήν Δύση ἀναπτυσσόταν ἡ σχολαστική θεολογία, πού εἶχε ὡς βάση τόν Πλατωνισμό καί τόν Νεοπλατωνισμό, ἀλλά καί τόν Ἀριστοτελισμό, ὡς ὑπέρβαση τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων μέχρι τῶν 8ο αἰώνα, τότε καταλαβαίνει τήν διαφορά μεταξύ τῆς δυτικῆς καί ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, πού συνέταξε ὁ Ἰωάννης Μαυρόπους δείχνει ὅτι εἶναι οἱ τρεῖς φωστῆρες τῆς τρισηλίου Θεότητος, οἱ ὁποῖοι φώτισαν τήν οἰκουμένη μέ τίς ἀκτίνες τῶν θείων δογμάτων, ἀλλά εἶναι καί οἱ τρεῖς μελίρρυτοι ποταμοί τῆς σοφίας πού πότισαν ὅλη τήν κτίση μέ τά νάματα τῆς θεογνωσίας. Ὁ Βασίλειος χαρακτηρίζεται «Μέγας», ὁ Γρηγόριος «Θεολόγος» καί ὁ Ἰωάννης «Χρυσορρήμων» στήν γλῶσσα. Αὐτούς τούς Τρεῖς Ἱεράρχες τιμοῦν οἱ «ἐρασταί» τῶν λόγων τους, καί ἐκεῖνοι πρεσβεύουν πάντοτε στήν Ἁγία Τριάδα ὑπέρ αὐτῶν.

Ὅμως, πέρα ἀπό τό κοινό αὐτό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν κάθε Ἱεράρχης ἔχει καί τό δικό του ἀπολυτίκιο-τροπάριο, τό ὁποῖο μέ πολύ σύντομο τρόπο παρουσιάζει ὅλη τήν λαμπρή ἀπό κάθε πλευρά προσωπικότητά τους. Θά γραφοῦν αὐτά τά ἀπολυτίκια καί θά ἐπισημανθοῦν τά βασικά θεολογικά τους σημεῖα. Τό ἀπολυτίκιο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι τό ἀκόλουθο:

«Εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου ὡς δεξαμένην τόν λόγον σου∙ δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τήν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τά τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, πάτερ ὅσιε, Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε δωρήσασθαι ἡμῖν τό μέγα ἔλεος».

Στό ἀπολυτίκιο αὐτό φαίνονται τά μεγάλα χαρίσματα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, πού τόν ἀνέδειξαν ὄντως Μέγα. Ὑπῆρξε ἡγετική προσωπικότητα ὄχι μόνον στήν ἐποχή του, ἀλλά σέ ὅλες τίς ἐποχές.

Ὁ Μέγας Βασίλειος δογμάτισε «Θεοπρεπῶς» γιά τόν Τριαδικό Θεό καί καθόρισε τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῶν μεταγενεστέρων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἄν καί εἶχε κοιμηθῆ λίγο πρίν τήν συγκρότησή της. Εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, καί τήν ἐξέφρασε «Θεοπρεπῶς». Ἔπειτα, διελεύκανε καί διασαφήνισε τήν φύση τῶν ὄντων μέ τήν ἑρμηνεία πού ἔκανε γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, καί ἀκόμη μέ τίς ἠθικές του διδασκαλίες στόλισε τά ἤθη τῶν ἀνθρώπων.

Αὐτό σημαίνει ὅτι διέπρεψε στήν δογματική, τήν κοσμολογία καί τήν ἀνθρωπολογία, γι’ αὐτό ὁ λόγος του ξεχύθηκε σέ ὅλη τήν γῆ, σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού τόν δέχθηκαν. Ὁ ἴδιος ὑπῆρξε «Βασίλειον ἱεράτευμα», δηλαδή ὑπῆρξε ἀληθινός Ἱερεύς τῆς θείας Χάριτος, καί δίδαξε τόν τρόπο τῆς ἀληθινῆς ἱερουργίας, ἀκόμη καί μέ τίς εὐχές πού συνέταξε στήν θεία Λειτουργία πού φέρει τό ὄνομά του. Ὑπῆρξε οἰκουμενικός διδάσκαλος καί Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας μέ θεωρία καί πράξη, μέ λόγο καί ἔργα. Τό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου εἶναι τό ἑξῆς:

«Ὁ ποιμενικός αὐλός τῆς θεολογίας σου τάς τῶν ρητόρων ἐνίκησε σάλπιγγας∙ ὡς γάρ τά βάθη τοῦ Πνεύματος ἐκζητήσαντι καί τά κάλλη τοῦ φθέγματος προσετέθη σοι. Ἀλλά πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, πάτερ Γρηγόριε, σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν».

Οἱ αἱρετικοί τῆς ἐποχῆς τοῦ ἁγίου Γρηγορίου εἶχαν λόγο πού ὁμοίαζε μέ τίς σάλπιγγες τῶν ρητόρων, μέ δυνατές φωνές καί ἔντονη φιλοσοφική σκέψη, πού προκαλοῦσαν τό ἐνδιαφέρον καί τήν προσοχή τῶν ἀνθρώπων, ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος διέθετε, ὡς καλός ποιμήν, τόν «αὐλό τῆς θεολογίας». Ὁ αὐλός εἶναι ἡ φλογέρα, ἀπό τήν ὁποία ἐξέρχεται ἁπλός καί γλυκύς ἦχος πού σαγηνεύει τούς ἀνθρώπους. Ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ὡς ἀπόρροια τῆς ἀποκαλυπτικῆς ἐμπειρίας εἶναι ἀληθινή, διαθέτει ἁπλότητα καί πνευματική ὀμορφιά.

Ἔτσι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος, Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ὑπῆρξε μεγάλος Θεολόγος, ὅπως φαίνεται στούς θεολογικούς του λόγους, ἀλλά γενικά σέ ὅλα τά κείμενά του, καί ἔκανε μέ τόν θεολογικό καί ποιμενικό αὐλό του νά σιγήσουν οἱ δυνατές σάλπιγγες τῶν ρητόρων αἱρετικῶν. Ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἔχει ὀρθό περιεχόμενο, εἶναι ἀπόσταγμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀλλά καί διατυπώνεται καί μέ ὀρθό λόγο. Ὁ ἴδιος, ἐπειδή ἀναζήτησε τά βάθη τοῦ Πνεύματος καί διείσδυσε, ὅσο ἦταν δυνατόν, στήν θεολογία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὄχι βέβαια στά ἐνδότερα τῆς Ἁγίας Τριάδος, γι’ αὐτό καί τοῦ δόθηκε ὡς δῶρο καί ἡ ὀμορφιά τῆς γλώσσης, τό κάλλος τοῦ λόγου. Ἔτσι, ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ἔχει ὑπέροχο περιεχόμενο, ἀλλά καί λαμπρή ἔκφραση. Τό ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου εἶναι τό ἀκόλουθο:

«Ἡ τοῦ στόματός σου καθάπερ πυρσός ἐκλάμψασα χάρις, τήν οἰκουμένην ἐφώτισεν∙ ἀφιλαργυρίας τῷ κόσμῳ θησαυρούς ἐναπέθετο∙ τό ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν. Ἀλλά σοῖς λόγοις παιδεύων, πάτερ Ἰωάννη Χρυσόστομε, πρέσβευε τῷ Λόγῳ Χριστῷ τῷ Θεῷ σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἦταν πραγματικά χρυσορρήμων, ὁ μεγαλύτερος ρήτορας τῶν αἰώνων, τό πνευματικό ἀηδόνι τοῦ ἄμβωνος. Ἡ χάρις τῶν λόγων του πού ἐξέλαμψε ἀπό τό στόμα του ὡσάν πυρσός, δηλαδή σάν ἕνα δαδί ἀναμμένο, ἐφώτισε ὅλη τήν οἰκουμένη. Οἱ λόγοι του αὐτοί ἐναπέθεσαν στόν κόσμο θησαυρούς ἀφιλαργυρίας καί ὑπέδειξαν τό ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης, καί αὐτοί οἱ λόγοι μᾶς ἐκπαιδεύουν γιά νά ἀποκτήσουμε τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος δέν ἦταν μόνο ρήτορας, ἀλλά μέσα ἀπό τήν ρητορική του τέχνη μᾶς μετέδωσε θησαυρούς ἀφιλαργυρίας, ἀγάπης πρός τούς ἀνθρώπους καί τόν Θεό, ἀλλά ταυτοχρόνως μᾶς μετέδωσε τήν μεγάλη ἀξία, τό μεγάλο ὕψος τῆς ταπεινοφροσύνης. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀποκτᾶ τήν κενωτική ἀγάπη πού εἶναι ἡ χριστοειδής ταπείνωση, γίνεται χορηγός ἀγάπης σέ ὅλους.

Καί οἱ τρεῖς Ἱεράρχες ἦταν μεγάλοι θεολόγοι, ἐμπειρικοί Πατέρες, χαρισματικοί ἡγέτες τῆς Ἐκκλησίας, ἐξαγιασμένοι ρήτορες τοῦ θείου λόγου, οἰκουμενικοί διδάσκαλοι. Εἶναι ἀκατάλυτοι μέσα στούς αἰῶνες, μέ τά μεγάλα διανοητικά τους χαρίσματα, τίς ἐμπειρίες τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους. Ὅσοι μελετοῦν τά ἔργα τους μέ συστηματικό τρόπο καί μέ προσευχή, αὐτοί φωτίζονται ἀπό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, πού προέρχεται ἀπό τόν λόγο τους, ἀποκτοῦν νοῦ Χριστοῦ καί καρδιά θεοφιλῆ. Οἱ λόγοι τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ὅπως ἔχουν διασωθῆ σέ πατερικές ἐκδόσεις, δέν εἶναι γιά νά στολίζουν τίς βιβλιοθῆκες τῶν οἴκων μας, ἀλλά γιά νά μελετῶνται καί στήν συνέχεια γιά νά φωτίζωνται οἱ ψυχές μας πρός ἀνάβαση σέ ὕψος θεοπτίας.

Κύριο Θέμα: Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Ὁ τέταρτος Ἱεράρχης καί ὁ τέταρτος Θεολόγος

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

 Κύριο Θέμα: Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Ὁ τέταρτος Ἱεράρχης καί ὁ τέταρτος Θεολόγος

Ὁ καθορισμός τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ τήν Β΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ὡς συνέχεια τῆς Κυριακῆς τῆς Ὀρθοδοξίας, δείχνει τήν μεγάλη ἀξία του καί σέ αὐτό θά ἀναφερθῆ τό κείμενο αὐτό.

Εἶναι γνωστή ἡ ἑορτή τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἐπίσης, εἶναι γνωστόν ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παράδοση ὅτι τρεῖς ἅγιοι ἔχουν τόν τίτλο τοῦ Θεολόγου: ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ νέος Θεολόγος. Τόσο στούς τρεῖς Ἱεράρχες ὅσο καί στούς τρεῖς θεολόγους συγκαταλέγεται ἀπό τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καί τέταρτος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος σέ κείμενα χαρακτηρίζεται θεολόγος. Τό ὅτι μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά τέσσερεις Ἱεράρχες καί γιά τέσσερεις θεολόγους φανερώνει τήν μεγάλη ἀξία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

1. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος καί Ἀποκαλυπτική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας

῾Υπῆρξαν δύο διαφορετικές τοποθετήσεις ἔναντι τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἡ μία, ὅτι εἶναι ἕνας συντηρητικός θεολόγος, ὁ ὁποῖος στηρίζεται σέ παλαιές ἑρμηνεῖες τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ὑποστηρίζοντας τούς ἀγραμμάτους ἡσυχαστές πατέρες, καί ἡ ἄλλη, ὅτι εἶναι ἕνας θεολόγος πού εἰσήγαγε καινούρια δόγματα καί νέες ἀντιλήψεις στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀλήθεια, ὅμως, εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχήν παραδοσιακός θεολόγος, φορεύς τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως. Ἄλλο εἶναι ἡ συντήρηση καί ἄλλο ἡ παράδοση. Ἡ πρώτη συντηρεῖ μερικά σχήματα τοῦ παρελθόντος, ἐνῶ ἡ δεύτερη παρουσιάζει τήν Ἀποκάλυψη  μέσα ἀπό τά σχήματα τοῦ παρόντος. Γι᾿ αὐτό ἡ Παράδοση εἶναι δυναμική. Αὐτό τό βλέπουμε καθαρά σέ ὅλο τό ἐργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ.

Ὁ Γρηγόριος Ἀκίνδυνος χαρακτηρίζει τόν ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ «καινόν θεολόγον», τήν δέ διδασκαλία του «νέαν θεολογίαν». Ὁ Ἰωάννης Κυπαρισσιώτης, πολέμιος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, τόν θεωρεῖ «ἀλλόκοτον περί τήν θρησκείαν» καί «ἀπερίσκεπτον». Ἀντίθετα μέ αὐτούς, ὁ ἅγιος Γρηγόριος θεωρεῖ ὅτι δέν συνθέτει νέα διδασκαλία, ἀλλά ἀκολουθεῖ πιστῶς τήν πατερική παράδοση καί «διά τῶν πατερικῶν φωνῶν ὑπερυψοῖ τόν τῶν Πατέρων Θεόν». Ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος λέγει ὅτι οἱ Ζηλωτές τῆς Θεσσαλονίκης δέν τόν δέχθηκαν ὡς Μητροπολίτη, ἰσχυριζόμενοι ὅτι ὁ ἅγιος καινοτόμησε γιά τά θεῖα δόγματα. «Προσῆν δέ τισι καί ἡ θρυληθεῖσα παρά τῶν δυσσεβῶν καινοτομία τῶν θείων δογμάτων καί ἡ πονηρά περί αὐτῆς ὑποψία».

Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς δέν εἰσάγει νέα θεολογία, ἀλλά ἑρμηνεύει καί ἀναλύει διεξοδικά τήν πατερική παράδοση καί θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μέσα ἀπό τήν δική του ἐμπειρία. Ὁ ἅγιος δέν ἀρκεῖται μόνον στήν παράθεση πατερικῶν χωρίων, ὅπως ἐκαναν οἱ ἀντίπαλοί του, ἀλλά τά ἑρμηνεύει μέσα στά αὐθεντικά ὀρθόδοξα πλαίσια καί μέ τίς ἀπαραίτητες ὀρθόδοξες προϋποθέσεις. Γι᾿ αὐτό καί εἶναι μέγας Πατήρ καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ὅσοι ἔφθασαν στόν φωτισμό τοῦ νοῦ καί τήν θέα τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου, ἔχουν τήν ἴδια θεολογία. Εἶναι ἀδύνατον νά φθάση κανείς στήν θέωση καί νά ἐχη διαφορετική διδασκαλία γιά τόν Χριστό. Ὁ Ἄρειος, ἐπειδή ἐφθασε στό σημεῖο νά ὑποστηρίζη τό κτιστό τοῦ Λόγου, φανερώνει ὅτι δέν βρισκόταν μέσα στά ἐκκλησιαστικά καί πατερικά πλαίσια. Οἱ θεούμενοι ἔχουν τήν ἴδια ἐμπειρία, γνωρίζουν ὅτι ὁ Λόγος εἶναι «Φῶς ἐκ Φωτός, Θεός ἀληθινός ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ», ἀλλά μπορεῖ νά διαφέρουν στήν ὁρολογία πρό τῆς συγκλήσεως τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅταν ὅμως οἱ θεούμενοι συναντῶνται σέ Οἰκουμενική Σύνοδο, τότε, ἔχοντας τήν ἴδια ἐμπειρία, ταυτίζονται καί στήν ὁρολογία, δηλαδή τότε «εὔκολα συμφωνοῦν γιά τήν ὁμοιομορφία τῆς δογματικῆς διατυπώσεως τῆς ταυτόσημης ἐμπειρίας των».

Οἱ ἅγιοι, ὅταν μετέχουν τῆς Πεντηκοστῆς καί δέχωνται τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, βιώνουν τά ἄκτιστα ρήματα καί νοήματα, τά ὁποῖα στήν συνέχεια πρέπει νά μεταφέρουν μέ κτιστά ρήματα καί νοήματα. Ἡ Πεντηκοστή δέν βελτιώνεται οὔτε ὡς ἀποκάλυψη οὔτε ὡς κατανόηση. Δέν ἔχουμε, δηλαδή, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου καλύτερη κατανόηση τῆς Ἀποκαλύψεως, οὔτε χορηγεῖται κατά διάφορα χρονικά διαστήματα στήν Ἐκκλησία, ἀφοῦ δόθηκε «ἐφ᾿ ἅπαξ τοῖς ἁγίοις». Μέ τούς ὅρους ὅμως οἱ ἅγιοι Πατέρες κατοχυρώνουν τήν ζωντανή παράδοση, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τά νοήματα καί ρήματα, μέ τήν γλώσσα τῆς ἐποχῆς τους. Καί αὐτό τό κάνουν ὅταν μία αἵρεση ὁδηγῆ τούς πιστούς μακρυά ἀπό τήν ἐμπειρία τῆς Ἀποκαλύψεως, πού συνιστᾶ πνευματικό θάνατο. (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης)

Ἔτσι, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, φορεύς αὐτῆς τῆς ἰδίας Ἀποκαλύψεως, συγγενής κατά πνεῦμα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καί τῶν τριῶν θεολόγων, ἀνέλυσε καί παρουσίασε τήν ἴδια θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀντικρούοντας τήν αἵρεση τῶν ἀντιησυχαστῶν, οἱ ὁποῖοι στηρίζονταν στήν φιλοσοφία καί τόν στοχασμό. Ἐπί πλέον ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὄχι μόνον ἀνέλυσε περισσότερο τήν πατερική διδασκαλία, ἀλλά παρουσίασε καί τίς θεολογικές προϋποθέσεις τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καί τῆς θεολογίας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, τίς ὁποῖες, βεβαίως, συναντοῦμε σέ ὅλη τήν πατερική παράδοση. Ἡ βασική προϋπόθεση τοῦ ὀρθοδόξως θεολογεῖν εἶναι ὁ ἡσυχασμός.

Ἑπομένως, ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ δέν μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ παλαμική θεολογία, ἀκριβῶς γιατί εἶναι θεολογία τῆς Ἐκκλησίας. Συνήθως, ἡ διδασκαλία κάποιου αἱρετικοῦ λαμβάνει τό ὄνομά του, ἀκριβῶς γιατί διαφοροποιεῖται ἀπό τήν διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Γι᾿ αὐτόν τόν λόγο δέν μποροῦμε νά μιλοῦμε γιά θεολογία τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ἤ γιά τήν ἀλεξανδρινή θεολογία σάν νά πρόκειται γιά μιά διαφορετική θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.Φυσικά, εἶναι δυνατό καί ἐπιτρεπτό, ὡς ἕνα βαθμό, νά μιλοῦμε γιά Καππαδόκες Πατέρες, ὅταν ἐννοοῦμε τόν τόπο τῆς κοινῆς καταγωγῆς καί ὅταν ἀκόμη θέλουμε νά δείξουμε τήν προσφορά τους στήν διαμόρφωση τῶν ὅρων, ὄχι ὅμως ὅτι δημιούργησαν μιά δική τους θεολογία.

2. ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καί οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες

Ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσόστομου, ἐφ' ὅσον οἱ τρεῖς Ἱεράρχες, ὡς φορεῖς τῆς Παραδόσεως, ἔχουν κοινή ζωή καί διδασκαλία μέ τόν ἄγιο Γρηγόριο, καί αὐτόν φορέα τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως.

Αὐτό τό βλἐπουμε καλά, ὅταν μελετήσουμε τά κείμενα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Παραθέτει συνεχῶς ἀποσπάσματα ἀπό τά ἔργα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καί ἄλλων Πατέρων, ἑρμηνεύοντάς τα αὐθεντικά. Μέ τήν ἑρμηνευτική του δεινότητα, λόγῳ τῆς κοινῆς ἐμπειρίας, μπορεῖ νά τά παρουσιάση στά ὀρθόδοξα πλαίσια, διορθώνοντας τό ἐσφαλμένο νόημα πού ἔδιναν οἱ αἱρετικοί. Πάντοτε οἱ αἱρετικοί γιά νά στηρίξουν τίς ἀπόψεις τους χρησιμοποιοῦν τούς λόγους καί τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων, ἀφοῦ προηγουμένως τά ἀλλοιώσουν καί τά προσαρμόσουν στά δικά τους πλαίσια.

Ἔτσι, ἡ μελέτη τῶν ἔργων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἐκτός τῶν ἄλλων, μᾶς δείχνει καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐργάζονται οἱ αἱρετικοί καί οἱ Πατέρες πάνω στό κρίσιμο αὐτό θέμα Οἱ αἱρετικοί κάνουν «εἰσπήδηση» μέσα στά κείμενα καί τά ἀλλοιώνουν, ἐνῶ οἱ Πατέρες τά παρουσιάζουν στήν αὐθεντική τους διάσταση. Τό πρόβλημα, λοιπόν, δέν εἶναι ἡ παράθεση ἤ ἡ μή παράθεση πατερικῶν χωρίων, ἀλλά ἡ κατανόηση τοῦ περιεχομένου τους.

Ἄν ἀνατρέξουμε στό ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου «Ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων», θά διαπιστώσουμε ὅτι χρησιμοποιοῦνται πολλά χωρία ἀπό τά ἔργα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν γιά νά ἀνατραποῦν τά ἐπιχειρήματα τοῦ Βαρλαάμ καί νά παρουσιασθῆ ἡ ὀρθόδοξη διδασκαλία. Θά ἔπαιρνε πολύ χρόνο, ἄν ἀπαριθμοῦσα ὅλα τά χωρία τά ὁποῖα χρησιμοποιεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀπό τά ἔργα τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν. Ἁπλῶς θέλω νά μνημονεύσω τά ἔργα τους ἀπό τά ὁποῖα ἄντλησε τά χωρία.

Μεγάλου Βασιλείου: ἀπό τήν ἐξαήμερο, ἀπό ὁμιλίες στούς Ψαλμούς, ἀπό τόν ἀνατρεπτικό τοῦ Εὐνομίου, ἀπό τήν ἑρμηνεία στόν Προφήτη Ἡσαΐα, ἀπό διάφορες ὁμιλίες, ἀπό τό ἔργο του πρός τούς νέους, ἀπό τούς ὅρους κατά πλάτος, ἀπό τό ἔργο του Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀπό τίς Ἐπιστολές του.  Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: Ἀπό ὅλες σχεδόν τίς ὁμιλίες του καί τίς ἐπιστολές του. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: Ἀπό τό ἔργο του πρός Θεόδωρον, ἀπό τό περί ἀκαταλήπτου τοῦ Θεοῦ, ἀπό τίς ὁμιλίες στόν Προφήτη Ἡσαΐα, στόν εὐαγγελιστή Ματθαῖο, στόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη, ἀπό τίς ὁμιλίες στίς ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.

Ὅλο τό ἔργο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μπορεῖ νά ἐπικεντρωθῆ σέ τρία σημεῖα. Τό ἕνα εἶναι τό Περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ἄλλο εἶναι τό περί τῆς διακρίσεως οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό καί τό τρίτο εἶναι περί τοῦ ἡσυχασμοῦ, δηλαδή τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖον ὁ ἄνθρωπος μετέχει τοῦ Θεοῦ. Καί τά τρία αὐτά θέματα ἀντιμετωπίσθηκαν καί ἀπό τούς τρεῖς Ἱεράρχες, γιατί ὑπῆρχαν ἀφορμές καί στήν ἐποχή τους.

Δέν εἶναι πρόθεσή μου νά ἀναπτύξω τήν διδασκαλία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν μέ ὅσα θέματα ἀσχολήθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀλλά νά τονίσω ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μιλώντας γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, γιά τήν οὐσία καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ὅσο καί γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ νοῦ στήν καρδιά, τήν κάθαρση, φωτισμό καί θέωση τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἱερά ἡσυχία, δέν δημιούργησε δική του θεολογία καί σχολή, ἀλλά ἐξέφρασε τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τήν ἔζησαν οἱ θεόπτες ἅγιοι, οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες καί ὁπωσδήποτε καί οἱ τρεῖς μεγάλοι Φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

Μέ τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος παρουσίασε ἀναλυτικότερα αὐτές τίς ἀλήθειες, γιατί ὑπῆρχε ἀνάγκη στήν ἐποχή του, λόγῳ τοῦ ὅτι οἱ ἀντιησυχαστές εἶχαν καταληφθῆ ἀπό μανία, καί μάλιστα δαιμονική, ἐναντίον τῶν δογματικῶν αὐτῶν θέσεων. Μάλιστα ἡ ὅλη ζωντανή ἡσυχαστική παράδοση πού βρῆκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος στό Ἅγιον Ὄρος τόν βοήθησε στήν περαιτέρω μεγαλοφυῆ ἀνάπτυξη αὐτῶν τῶν ὀρθοδόξων ἀληθειῶν, καί τό ἔκανε αὐτό μέ θεολογική δεινότητα καί πρωτοτυπία.

3. Οἱ τέσσερεις Ἱεράρχες καί θεολόγοι στήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας

Στήν Ἐκκλησία κάνουμε λόγο γιά τρεῖς Ἱεράρχες, δηλαδή τόν Μέγα Βασίλειο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο καί τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ἐπίσης, κάνουμε λόγο γιά τρεῖς Θεολόγους, δηλαδή τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο και τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο. Ὅμως, στήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καί τῶν τριῶν θεολόγων, ἀποτελώντας τήν τετράδα τῶν Ἱεραρχῶν καί τήν τετράδα τῶν θεολόγων. Θά δοῦμε αὐτήν τήν ἀλήθεια τόσο στήν ἁγιογραφία ὅσο καί στήν ὑμνογραφία.

Στήν Ἱερά Μονή Μεγίστης Λαύρας, στήν ὁποία ὁ ἅγιος Γρηγόριος μόνασε γιά ἕνα διάστημα, τοποθετεῖται μαζί μέ τούς τρεῖς ἄλλους Ἱεράρχες στήν κόγχη τῆς Τραπέζης. Τό ἴδιο συναντοῦμε καί στήν Ἱερά Μονή Βλατάδων, πού ἱδρύθηκε στά μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος ἀπό τόν Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Δωρόθεο Βλαττῆ καί τόν ἀδελφό του Μάρκο, πού ἦταν μαθητές τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Στά βημόθυρα τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μονῆς ἁγιογραφεῖται ὁ ἅγιος Γρηγόριος μαζί μέ τούς τρεῖς Ἱεράρχες, δηλαδή Μέγα Βασίλειο, ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο καί ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο, Στόν θόλο τοῦ νοτίου παρεκκλησίου τοῦ Καθολικοῦ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς (τέσσερα σφαιρικά τρίγωνα) τοποθετεῖται μαζί μέ τούς ἄλλους τρεῖς θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι ἅγιο Ἰωάννη θεολόγο, ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο καί ἅγιο Συμεών νέο Θεολόγο. Ἑπομένως, στήν ἁγιογραφία φαίνεται ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος χαρακτηρίζεται ὡς ὁ τέταρτος Ἱεράρχης καί τέταρτος θεολόγος.

Ἀλλά καί στήν ἱερά ὑμνογραφία ὑμνεῖται μαζί μέ τούς τρεῖς μεγάλους Ἱεράρχες καί Φωστῆρες τῆς Τρισηλίου Θεότητος. Ὁ ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος, πού συνέταξε τήν ἱερά ἀκολουθία τοῦ ἁγίου, στόν κανόνα τῆς ἑορτῆς συγκαταλέγει καί συνδοξάζει τόν ἅγιο Γρηγόριο μαζί μέ τούς τρεῖς Ἱεράρχες.  Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζεται σύμπνους καί συνωδός τῶν τριῶν θεολόγων, οἱ ὁποῖοι τώρα πλουτίζονται καί ἀπό τέταρτον θεολόγον, ὄντως συμφυῆ καί ὁμότροπο μέ αὐτούς. Θά παραθέσω ἐνδεικτικά τήν πρώτη (α') ὠδή τοῦ Κανόνος.

᾽Ωδή αʹ : Ἧχος πλ. δʹ.
Ὁ Εἱρμός. Ἁρματηλάτην Φαραώ
 Τῶν θεολόγων τῶν τριῶν τόν σύμπνουν τε καί συνῳδόν σε καί νῦν
 ἀνευφημεῖν, Πάτερ,
 ἐν ᾠδαῖς προθέμενος
 τήν τῆς Τριάδος ἔμπνευσιν δι᾿ ὑμῶν ἐξαιτοῦμαι καί λόγον, ὅν συνεπνεύσατε,
 μάκαρ ἱεράρχα Γρηγόριε.
 
 ῾Ως θεολόγοι καί σοφοί καί ρήτορες καί συγγραφεῖς ἱεροί
 τῶν ἱερῶν λόγων
 καί δογμάτων ἄριστοι
 τρεῖς θεοφόροι κήρυκες,
 τόν κλεινόν ὑμῶν μύστην
 καί συνῳδόν καί ὁμώνυμον
 ὕμνων κοινωνόν καί νῦν ἐχετε.
 
Νόμους φιλίας καί θεσμούς τούς ἄνωθεν τετιμηκότες καλῶς
 οἱ τρεῖς Θεοῦ λόγῳ
 προσφυῶς, ἡρμόσθητε
 Χριστόν ἐν μέσῳ φέροντες,
 ὡς ἐκεῖνος προέφη,
 νῦν δέ πλουτεῖτε καί τέταρτον
 ὄντως συμφυᾶ καί ὁμότροπον.
 
 Θεολογίας τῆς σεπτῆς τάς σάλπιγγας, τάς τῆς Τριάδος φωνάς,
 τάς ἱεράς μούσας
 ἱερῶς ὑμνήσωμεν·
 Βασίλειον, Γρηγόριον,
 Ἰωάννην τόν μέγαν
 σύν Γρηγορίῳ τῷ πνεύσαντι
 χάριν σύν αὐτοῖς τήν τοῦ Πνεύματος.
 
Θεοτοκίον
 Φίλοι σοφίας γεγονότες ἔνθεοι ἐνυποστάτου Θεοῦ
 καί ἱερός οἶκος
 τόν ναόν τόν ἔμψυχον,
 ὅν ἑαυτῷ ἐδείματο,
 τήν Παρθένον, τοῖς λόγοις
 ὡς Θεοτόκον ἐκήρυξαν
 κόσμῳ τά τῆς χάριτος ὄργανα».

 

Ἡ κοινή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζει τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὡς μέγα Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας, Οἰκουμενικό διδάσκαλο καί τόν συγκαταλέγει στήν χορεία τῶν τριῶν Ἱεραρχῶν καί τῶν τριῶν μεγάλων θεολόγων τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ χαρακτηρισμός τοῦ θεολόγου, πού τοῦ ἔχει δοθῆ, τόν καθιστᾶ ἐπίλεκτο μέλος στήν χορεία τῶν ἁγίων Πατέρων.

Πραγματικά, ὁ ἅγιος Γρηγόριος εἶναι «τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος ἀπροσμά­χητος».

4.Ἀπλανής διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας

Συνοδικά ἡ Ἐκκλησία ἔχει χαρακτηρίσει τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ ὡς ἀπλανῆ πατέρα, διδάσκαλο καί θεολόγο, Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ Συνοδικός τόμος τοῦ 1347, ὅταν ἀναφέρεται στόν μεγάλο αὐτόν ἁγιορείτη ἅγιο:

«Ἀλλά καί εἴ τις ἕτερος τῶν ἁπάντων τά αὐτά ποτε φωραθείη ἤ φρονῶν ἤ λέγων ἤ συγγραφόμενος κατά τοῦ εἰρημένου τιμιωτάτου ἱερομονάχου κυροῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τῶν σύν αὐτῷ μοναχῶν, μᾶλλον δέ κατά τῶν ἱερῶν θεολόγων καί τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, τά αὐτά καί κατ᾿  αὐτοῦ ψηφιζόμεθα καί τῇ αὐτῇ καταδίκῃ καθυποβάλλομεν, εἴτε τῶν ἱερωμένων εἴη τις, εἴτε τῶν λαϊκῶν. Αὐτόν τοῦτον τόν πολλάκις ῥηθέντα τιμιώτατον ἱερομόναχον κύρ Γρηγόριον τόν Παλαμᾶν καί τούς αὐτῷ συνᾴδοντας μοναχούς, μηδέν ἀπᾷδον τῶν θείων λογίων γράφοντάς τε καί φρονοῦντας, μετ᾿ ἐξετάσεως καταλαβόντας ἀκριβῶς, μᾶλλον δέ τῶν θείων λογίων καί τῆς κοινῆς ἡμῶν εὐσεβείας καί παραδόσεως πᾶσι τρόποις, ὡς προσῆκεν, ὑπερμαχοῦντας, οὐκ ἀνωτέρους μόνον παντάπασι τῶν κατ᾿ αὐτῶν, μᾶλλον δέ τῶν κατά τῆς τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησίας ἐρεσχελιῶν, ὡς καί ὁ πρώην τόμος συνοδικός, ἔχομεν, ἀλλά καί ἀσφαλεστάτους τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς εὐσεβείας προμάχους καί προαγωνιστάς καί βοηθούς ταύτης ἀποφαινόμεθα».

 Τό συνοδικό αὐτό κείμενο προβάλλει τρεῖς ἀλήθειες, πού πρέπει νά γνωρίζουν ὅλοι οἱ Χριστιανοί.

Πρῶτον, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς χαρακτηρίζεται ἀπλανής καί ἀσφαλής διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας.

Δεύτερον, ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου γιά τήν διάκριση οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό, γιά τήν μέθεξη ὑπό τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καί γιά τόν ἡσυχαστικό τρόπο ζωῆς εἶναι διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί κανόνας εὐσεβείας καί ζωῆς.

Τρίτον, ὅποιος ἀρνεῖται καί ὑποτιμᾶ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, καθώς καί τήν ἡσυχαστική ζωή, πού ἐκεῖνος ἔζησε καί δίδαξε, καταδικάζεται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Στήν ἐποχή μας πού ἔχουμε, δυστυχῶς, ἐπηρεασθῆ ἀπό σχολαστικές, νεοσχολα­στικές, προτεσταντικές καί φιλοσοφικές -παλαιές καί νέες- παραδόσεις, εἶναι ἐπίκαιρη σέ ὅλα τά θέματα ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Μέ αὐτήν τήν διδασκαλία, πού εἶναι διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε νά ζήσουμε ὡς Ὀρθόδοξοι καί νά ἀναπνεύσουμε τό καθαρό ὀξυγόνο τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Πράγματι, εἶναι ὁ τέταρτος Ἰεράρχης καί τέταρτος θεολόγος, εἶναι τό στόμα τῶν θεολόγων, ὅπως ψάλλεται στήν ἀκολουθία του πού συνέταξε ὁ ἅγιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως:

«Χαῖρε Πατέρων καύχημα, Θεολόγων τό στόμα, τῆς ἡσυχίας σκήνωμα, τῆς σοφίας ὁ οἶκος, τῶν Διδασκάλων ἀκρότης, πέλαγος τό τοῦ λόγου∙ πράξεως χαῖρε ὄργανον, θεωρίας ἀκρότης, Θεραπευτά καί τῶν νόσων τῶν ἀνθρω­πίνων∙ Πνεύματος χαῖρε τέμενος καί θανῶν καί ζῶν, Πάτερ».

Μεγάλου Βασιλείου: Κατὰ Τοκιζόντων

Ἀπὸ τὸν πάντα ἐπίκαιρο λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου

Δημοσιεύουμε κατωτέρω αὐτούσιο τὸν λόγο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ποὺ ἂν καὶ γράφηκε πρὶν 16 αἰῶνες παραμένει πάντα ἐπίκαιρος, εὔστοχος, ἐποικοδομητικὸς καὶ διδακτικὸς γιὰ πρόσωπα, οἰκογένειες, κοινωνίες καὶ κράτη.

***

Ἐπειδὴ ὁ προφήτης ἤθελε νὰ περιγράψη μὲ τὸν λόγο του, ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται νὰ βαδίση τὴν σταθερὴ ζωή, ἀπαρίθμησε μεταξὺ τῶν κατορθωμάτων καὶ τὸ ἑξῆς: "Νὰ μὴ δανείζη τὰ χρήματά του μὲ τόκο". Σὲ πολλὰ μέρη τῆς Γραφῆς κατηγορεῖται ἡ ἁμαρτία αὐτή. Καὶ ὁ Ἰεζεκιὴλ τοποθετεῖ μεταξὺ τῶν μεγάλων κακῶν τὸ νὰ παίρνη κανεὶς τόκο καὶ πλεόνασμα, καὶ ὁ νόμος ἀπαγορεύει κατηγορηματικά: "Οὐκ ἐκτοκιεὶς τὼ ἀδελφῷ σου καὶ τὼ πλησίον σου". Καὶ πάλι λέγει: "Δόλος ἐπὶ δόλῳ, καὶ τόκος ἐπὶ τόκῳ". Ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν πόλη ποὺ εἶναι πλούσια σὲ πλῆθος ἁμαρτιῶν τί λέει ὁ Ψαλμός; "Οὐκ ἐξέλιπεν ἐκ τῶν πλατειῶν αὐτῆς τόκος καὶ δόλος". Καὶ τώρα ὡς χαρακτηριστικὸ τῆς τελείωσης τοῦ ἀνθρώπου ὁ προφήτης θεώρησε αὐτὸ τὸ ἴδιο λέγοντας: "Τὸ ἀργύριον αὐτοῦ οὐκ ἔδωκεν ἐπὶ τόκῳ". Πράγματι κρύβει ὑπερβολικὴ ἀπανθρωπιά, ὁ μὲν ἕνας νὰ στερῆται καὶ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ζωὴ καὶ νὰ ζητάη δάνειο γιὰ νὰ παρηγορηθῇ στὴν ζωή του, ὁ δὲ ἄλλος νὰ μὴν ἀρκῆται στὸ κεφάλαιο, ἀλλὰ νὰ ἐπινοῇ νέα κέρδη γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀπὸ τὶς συμφορὲς τοῦ φτωχοῦ καὶ νὰ συνάγη πλοῦτο. Ὁ Κύριος, λοιπόν, σαφέστατα μᾶς διατάσσει λέγοντας: "Καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι, μὴ ἀποστραφής".

Ὁ φιλάργυρος ὅμως ἐνῷ βλέπει κάποιον ἄνδρα νὰ λυγίζη ἀπὸ τὴν ἀνάγκη, νὰ τὸν ἰκετεύη μπροστὰ στὰ πόδια του, νὰ κάνη κάθε τι ταπεινό, νὰ λέγη τὸ πάν, δὲν τὸν ἐλεεῖ παρ' ὅλον ὅτι κάνει πράξεις ἀναξιοπρεπεῖς δὲν σκέπτεται τὴν φύση του, δὲν ὑποχωρεῖ στὶς ἱκεσίες, ἀλλὰ παραμένει ἄκαμπτος καὶ ἀμείλικτος, δὲν ὑποχωρεῖ στὶς παρακλήσεις, δὲν λυγίζει στὰ δάκρυα, ἐπιμένει στὴν ἄρνηση καὶ ὁρκίζεται καὶ καταριέται τὸν ἑαυτό του ὅτι βρίσκεται σὲ παντελῆ ἔλλειψη χρημάτων καὶ ψάχνει καὶ αὐτός, δῆθεν, μήπως βρὴ κάποιον ἀπὸ τοὺς δανειστὲς καὶ βεβαιώνει μὲ ὅρκους τὸ ψέμα του, ἀποκτῶντας ὡς πρόσθετο κακὸ ἐμπόρευμα τῆς ἀπανθρωπιᾶς τὴν ἐπιορκία. Ὅταν ὅμως ἐκεῖνος ποὺ ζητάει τὸ δάνειο ὑπενθυμίση τοὺς τόκους ποὺ θὰ πληρώση καὶ μιλήση γιὰ ὑποθῆκες, τότε ὁ δανειστὴς κατεβάζει τὰ φρύδια του καὶ χαμογελάει καὶ ἴσως τότε νὰ θυμηθῇ κάποια πατρικὴ φιλία καὶ νὰ ἀποκαλέση τὸν ἔχοντα τὴν ἀνάγκη γνώριμο καὶ φίλο. "Θὰ δοῦμε, λέει, ἐὰν ἔχω κάπου φυλαγμένα χρήματα. Ὑπάρχει κάποια παρακαταθήκη ἑνὸς φίλου μου ἄνδρα, ὁ ὁποῖος μοῦ τὴν παρέδωσε γιὰ νὰ τὴν τοκίσω. Ἀλλὰ ἐκεῖνος, βέβαια, ὅρισε βαρεῖς τόκους γι' αὐτὸ ἐγὼ ὅμως θὰ τοὺς ἐλαττώσω κατὰ τί καὶ θὰ σοῦ τὰ δώσω μὲ χαμηλότερο τόκο".

Μὲ τέτοια φτιαχτὰ λόγια καὶ μὲ τέτοιες κολακεῖες ξεγελᾶ τὸν ταλαίπωρο, δεσμεύοντάς τον μὲ γραμμάτια, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν φτώχεια ποὺ τὸν κατατυραννεῖ, ἀφοῦ ἀφαιρέσει ἐπὶ πλέον καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνδρός, φεύγει. Διότι ἐκεῖνος ποὺ κατέστησε τὸν ἑαυτό του ὑπεύθυνο σὲ τόκους τοὺς ὁποίους δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ πληρώση, ἔγινε δοῦλος μὲ τὴν θέλησή του σὲ ὅλη του τὴν ζωή. Πές μου, χρήματα καὶ κέρδη ζητᾶς ἀπὸ τὸν φτωχό; Ἀλλά, ἐὰν μποροῦσε νὰ σὲ κάνη πλουσιότερο, γιὰ ποιό λόγο νὰ ζητᾶ νὰ ἔρθη στὴν θύρα σου; Ἦρθε γιὰ νὰ βρὴ σύμμαχο καὶ βρῆκε ἐχθρό. Ζητοῦσε ἀντίδοτο καὶ πέτυχε δηλητήριο. Ἀφοῦ δὲ ὁ πτωχὸς λάβη τὰ δανεικὰ χρήματα, τὴν πρώτη μέρα εἶναι λαμπρὸς καὶ χαρούμενος, καὶ ἐπιχρισμένος μὲ ξένο μέταλλο φανερώνει τὴν ἀλλαγὴ τῆς ζωῆς του. Διότι τὸ τραπέζι εἶναι γεμᾶτο, τὸ ἔνδυμα πολυτελέστερο, οἱ δοῦλοι μὲ ἀλλαγμένη τὴν ἐμφάνιση πρὸς τὸ λαμπρότερο, κόλακες, συμποσιαστές, ἀμέτρητοι κηφῆνες στὰ σπίτια.

Ὅμως καὶ τὰ χρήματα σιγά-σιγά φεύγουν, καὶ ὁ χρόνος προχωρεῖ καὶ αὐξάνει συγχρόνως τοὺς τόκους. Τότε δὲν τὸν ἀναπαύουν πλέον οὔτε οἱ νύκτες, οὔτε ἡ λαμπρὴ ἡμέρα, οὔτε ὁ εὐχάριστος ἥλιος, ἀλλὰ δυσανασχετεῖ γιὰ τὴν ζωή, μισεῖ τὶς ἡμέρες, διότι τὸν ὁδηγοῦν πρὸς τὴν προθεσμία, φοβᾶται τοὺς μῆνες, διότι εἶναι πατέρες τῶν τόκων. Καὶ ὅταν ἀκόμη κοιμᾶται, βλέπει στὸν ὕπνο τοῦ τὸν δανειστῆ νὰ στέκη πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του σὰν κακὸ ὄνειρο. "Πίνε ὕδατα ἀπὸ τῶν σὼν ἀγγείων", δηλαδή, τὶς δικές σου ἀφορμὲς νὰ ἐξετάζης, νὰ μὴ βαδίζης σὲ ξένες πηγές, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ δικά σου λιβάδια νὰ παρηγορῇς τὸν ἑαυτό σου στὴν ζωή. Ἔχεις ἐργαλεῖα, ἔνδυμα, ζῶον, σκεύη παντὸς εἴδους; Αὐτὰ νὰ ἀποδώσης γιὰ νὰ ξεχρεώσης ὅλα νὰ προτιμήσης νὰ τὰ χάσης, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐλευθερία σου. Ἀλλά, λέει, ντρέπομαι νὰ τὰ βγάλω σὲ δημοπρασία. Τί, λοιπόν, θὰ κάνης, ὅταν ὕστερα ἀπὸ λίγο ἄλλος θὰ τὰ μεταφέρη καὶ θὰ τὰ ξεγράψη ἀπὸ σένα καὶ μπρὸς στὰ μάτια σου θὰ τὰ πουλήση σὲ φθηνὴ τιμή; Μὴν βαδίζης σὲ ξένες θύρες. Διότι πραγματικὰ "φρέαρ στενὸν τὸ ἀλλότριον".

Εἶναι καλύτερο νὰ παρηγορῇ κανεὶς τὴν ἀνάγκη τοῦ λίγο λίγο μὲ διάφορες ἐπινοήσεις, παρὰ ἀφοῦ ὑψωθῇ διὰ μιᾶς μὲ ξένα, ὕστερα νὰ ἀπογυμνωθῇ ἀπὸ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του. Ἐάν, λοιπόν, ἔχης γιὰ νὰ τὰ ἐπιστρέψης, γιατί τότε δὲν ἱκανοποιεῖς τὴν παροῦσα ἀνάγκη μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχεις; Ἐὰν ὅμως δὲν ἔχης πόρους γιὰ νὰ πληρώσης τὸ χρέος σου, θεραπεύεις τὸ κακὸ μὲ τὸ κακό. Νὰ μὴν καταδεχθῇς νὰ σὲ πολιορκῇ δανειστής. Νὰ μὴν ἀνεχθῇς νὰ σὲ ἀναζητοῦν καὶ νὰ ψάχνουν τὰ ἴχνη σοῦ σὰν κάποιο ἄλλο θήραμα. Τὸ δάνειο εἶναι ἀρχὴ ψεύδους. Εἶναι ἀφορμὴ ἀχαριστίας, ἀγνωμοσύνης, ἐπιορκίας. Ἄλλα λέει ὁ δανειζόμενος καὶ ἄλλα ὁ δανειστής. Ἐάν, λοιπόν, εἶναι φίλος ὁ δανειστής, μὴ βλάψης τὴν φιλία ἐὰν εἶναι ἐχθρός, μὴν πέσης στὰ χέρια τοῦ ἐχθροῦ. Ἀφοῦ χαρῇς λίγο μὲ τὰ ξένα, ὕστερα θὰ χάσης καὶ τὰ πατρικά. Φτωχὸς εἶσαι τώρα, ἀλλὰ ἐλεύθερος. Μὲ τὸ νὰ δανεισθῇς ὄχι μόνο δὲν γίνεσαι πλούσιος, ἀλλὰ χάνεις καὶ τὴν ἐλευθερία σου. Δοῦλος τοῦ δανειστῆ εἶναι ὁ δανειζόμενος καὶ μάλιστα δοῦλος μισθωτὸς ποὺ φέρνει σὲ πέρας κατ' ἀνάγκην τὴν ὑπηρεσία του.

Διότι τὸ δάνειο δὲν σὲ ἀπαλλάσσει ἐντελῶς, ἀλλὰ δίνει μικρὴ ἀναβολὴ στὴν ἀμηχανία σου. Ἅς ὑποφέρουμε σήμερα τὶς δυσκολίες τῆς στέρησης καὶ μὴν τὶς φορτώσουμε στὸ αὔριο. Ἐὰν δὲν δανεισθῇς θὰ εἶσαι τὸ ἴδιο φτωχὸς καὶ σήμερα καὶ στὸ μέλλον ἐὰν ὅμως δανεισθῇς θὰ βασανίζεσαι σκληρότερα, διότι ὁ τόκος θὰ σοῦ αὐξήση τὴν φτώχεια. Καὶ τώρα μὲν κανεὶς δὲν σὲ κατηγορεῖ ποὺ εἶσαι φτωχός, διότι τὸ κακὸ ἦρθε χωρὶς τὴν θέλησή σου ἐὰν ὅμως καταστῇς ὑπεύθυνος γιὰ τόκους, δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ δὲν θὰ σὲ κατηγορήση γιὰ τὴν ἀπερισκεψία σου. Δὲν προξενεῖ καμμιὰ ντροπὴ ἡ φτώχεια. Γιατί, λοιπόν, νὰ προσθέτουμε στοὺς ἑαυτούς μας τοὺς ὀνειδισμοὺς ἐξ αἰτίας τοῦ χρέους; Κανεὶς δὲν θεραπεύει τὰ τραύματα μὲ τραῦμα, οὔτε γιατρεύει τὸ κακὸ μὲ τὸ κακό, οὔτε ἐπανορθώνει τὴν φτώχεια μὲ τοὺς τόκους.

Πλούσιος εἶσαι; Μὴν δανείζεσαι. Φτωχὸς εἶσαι; Μὴν δανείζεσαι. Διότι, ἐὰν εἶσαι εὐκατάστατος, δὲν ἔχεις ἀνάγκη ἀπὸ τὸ δάνειο ἐὰν τίποτε δὲν ἔχης, δὲν θὰ ἐξοφλήσης τὸ δάνειο. Μὴν σκέπτεσαι γιὰ τὴν ζωὴ μὲ ὑστεροβουλία, μήπως τότε μακαρίσης τὶς πρὶν τὸ δάνειο ἡμέρες. Σὲ ἕνα πρᾶγμα διαφέρουμε οἱ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους, στὴν ξεγνοιασιά. Καὶ τοὺς κοροϊδεύουμε, ὅταν ξαγρυπνοῦν, ἐνῷ οἱ ἴδιοι κοιμόμαστε. Καὶ ὅταν αὐτοὶ πιέζονται πάντοτε ἀπὸ μέριμνες καὶ φροντίδες, ἐμεῖς εἴμαστε ἀμέριμνοι καὶ ἥσυχοι. Διότι ἐκεῖνος ποὺ χρωστάει καὶ φτωχὸς εἶναι καὶ πολλὲς φροντίδες ἔχει ἄϋπνος εἶναι τὴν νύχτα, ἄϋπνος τὴν ἡμέρα, πάντοτε σκεπτικός. Ἐὰν κτυπήσης τὴν θύρα, ὁ χρεοφειλέτης κρύβεται κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτι. Μπῆκε κάποιος ξαφνικά; Ἡ καρδιά του χτύπησε δυνατά. Γαυγίζει ὁ σκύλος; Περιλούζεται ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα καὶ καταλαμβάνεται ἀπὸ ἀγωνία καὶ κοιτάζει ἀπὸ ποὺ νὰ φύγη. Ὅταν πλησιάζη ἡ προθεσμία, σκέπτεται τί ψέμα νὰ πῆ, μὲ ποιά πλαστὴ πρόφαση νὰ ἀποφύγη τὸν δανειστή. Διότι, ὅπως παρουσιάζεται ὁ πόνος σὲ ἐκείνη ποὺ πρόκειται νὰ γεννήση, ἔτσι παρουσιάζεται καὶ ἡ προθεσμία στὸν χρεοφειλέτη.

Τόκος ἐπάνω στὸν τόκο εἶναι πονηρὸ γέννημα πονηρῶν γονέων. Αὐτὰ νὰ λὲς γεννήματα ἐχιδνῶν, τὰ γεννήματα τῶν τόκων. Ἐλεύθερος βλέπεις τὸν ἥλιο. Γιατί φθονεῖς τὴν παρρησία τῆς ζωῆς σου; Κανένας πυγμάχος δὲν ἀποφεύγει τόσο τὰ κτυπήματα τοῦ ἀντιπάλου τοῦ ὅσο ὁ χρεοφειλέτης τὶς συναντήσεις τοῦ δανειστῆ, κρύβοντας τὴν κεφαλὴ στὴν σκιὰ τῶν κιόνων καὶ τῶν τοίχων. Πῶς, λοιπόν, λέγει, θὰ συντηρηθῶ; Ἔχεις χέρια, ἔχεις τέχνη, δούλευε ἐπὶ μισθῶ, νὰ διακονῇς. Πολλὰ μπορεῖς νὰ ἐπινοήσης στὴν ζωή, πολλὲς εὐκαιρίες ὑπάρχουν. Δὲν μπορεῖς νὰ ἐργασθῇς; Ζητιάνευε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἔχουν. Ἀλλὰ εἶναι ντροπὴ νὰ ζητιανεύης; Ἀλλὰ εἶναι περισσότερο ντροπὴ νὰ μὴν ἐπιστρέφης τὸ δανεικό. Πάντως αὐτὰ τὰ λέω χωρὶς νὰ ἔχουν κῦρος νόμου, ἀλλὰ ὑποδεικνύω ὅτι ὅλα εἶναι πιὸ ὑποφερτὰ ἀπὸ τὸ δάνειο.

Καὶ ὅμως δανείζονται ὄχι ἐκεῖνοι ποὺ στεροῦνται τὰ ἀναγκαῖα (διότι δὲν τοὺς ἔχουν ἐμπιστοσύνη), ἀλλὰ δανείζονται ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι ἐπιδίδονται σὲ ἄσωτες δαπάνες καὶ ἀνωφελεῖς πολυτέλειες, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν δοῦλοι τῶν γυναικείων ἀπαιτήσεων. Ἐγώ, λέει, θέλω ἔνδυμα πολυτελὲς καὶ χρυσαφικά, τὰ παιδιὰ στολισμένα ἐνδύματα ὅπως πρέπει σὲ αὐτά, ἀλλὰ καὶ οἱ δοῦλοι μὲ λαμπρὲς καὶ ποικίλες στολές, τὸ τραπέζι μας πλούσιο. Αὐτὸς ποὺ ὑπηρετεῖ τέτοιες ἀπαιτήσεις τῆς γυναίκας ἔρχεται στὸν τραπεζίτη καὶ προτοῦ χρησιμοποιήση αὐτὰ ποὺ πῆρε, ἀλλάζει τὸν ἕναν δεσπότη κατόπιν τοῦ ἄλλου, καὶ ἀλλάζοντας πάντοτε τοὺς δανειστὲς μὲ τὴν συνέχιση τοῦ κακοῦ ἀποφεύγει τὸν ἔλεγχο τῆς φτώχειας.

Ὧ, πόσους κατέστρεψαν τὰ ξένα ἀγαθά; Πόσοι ἀφοῦ πλούτισαν στὸ ὄνειρο, ἀπόλαυσαν σὲ ὑπερβολικὸ βαθμὸ τὴν δυστυχία; Ἀλλά, λέει, ὅτι πολλοὶ πλούτισαν ἀπὸ τὰ δάνεια. Νομίζω ὅμως ὅτι οἱ περισσότεροι κρεμάσθηκαν. Ἐσὺ βλέπεις μὲν ἐκείνους ποὺ πλούτισαν, δὲν μετρᾶς ὅμως ἐκείνους ποὺ αὐτοκτόνησαν, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ δὲν ὑπέφεραν τὴν ντροπὴ νὰ τοὺς ζητοῦν τὰ χρέη, προτίμησαν τὸν δι' ἀγχόνης θάνατο ἀπὸ μιὰ ζωὴ ντροπῆς. Ἐγὼ εἶδα ἀξιοθρήνητο θέαμα, παιδιὰ ἐλεύθερα νὰ σύρονται γιὰ νὰ πουληθοῦν πρὸς ἐξόφληση τῶν πατρικῶν χρεῶν. Δὲν ἔχεις χρήματα γιὰ νὰ ἀφήσης στὰ παιδιά σου; Μὴν τοὺς ἀφαιρῇς τὴν εὐγένεια. Ἕνα τοὐλάχιστον κράτησε γιὰ αὐτοὺς τὸ κτῆμα τῆς ἐλευθερίας, τὴν παρακαταθήκη ποὺ παρέλαβες ἀπὸ τοὺς γονεῖς σου. Κανεὶς δὲν κλήθηκε σὲ δικαστήριο γιὰ τὴν φτώχεια τοῦ πατέρα του χρέος ὅμως πατρικὸ ὁδηγεῖ σὲ φυλακή. Μὴν ἀφήσης γραμμάτιο τὸ ὁποῖο ὡς κατάρα πατρικὴ φτάνει μέχρι τὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια.

Ἐὰν ὅμως ὑπακούατε στὸν Κύριο, ποιά ἡ ἀνάγκη τῶν λόγων αὐτῶν; Ποιά εἶναι, λοιπόν, ἡ συμβουλὴ τοῦ Δεσπότου; "Δανείζετε παρ' ὧν οὐκ ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν". Καὶ τί δάνειο, λέει, εἶναι αὐτό, μὲ τὸ ὁποῖο δὲν συνδέεται ἡ ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς; Κατανόησε τὴν σημασία τοῦ ρητοῦ καὶ θὰ θαυμάσης τὴν φιλανθρωπία τοῦ νομοθέτη. Ὅταν πρόκειται νὰ δώσης χρήματα στὸν φτωχὸ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, αὐτὸ εἶναι συγχρόνως καὶ δῶρο καὶ δάνειο. Δῶρο μὲν διότι δὲν ἐλπίζεις στὴν ἐπιστροφή, δάνειο δὲ διότι ἡ μεγαλοδωρεὰ τοῦ Δεσπότη θὰ πληρώση τὸ χρέος ἀντὶ ἐκείνου αὐτός, ἐνῷ ἔλαβε λίγα διὰ μέσου τοῦ φτωχοῦ, θὰ σοῦ ἀποδώση πολλὰ ἀντὶ τῶν λίγων. Διότι, "ὁ ἐλεῶν πτωχόν, δανείζει Θεῷ". Δὲν θέλεις νὰ ἔχης γιὰ τὸν ἑαυτό σου ὑπόλογο τὸν Δεσπότη τῶν πάντων γιὰ τὴν ἐξόφληση; Ἢ γιατί, ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς πλούσιους τῆς πόλης σοῦ ἐγγυηθῇ τὴν ἐξόφληση γιὰ ἄλλους, δέχεσαι τὴν ἐγγύησή του; Τὸν Θεὸ ὅμως, ποὺ πληρώνει μὲ τὸ παραπάνω γιὰ τοὺς φτωχούς, δὲν τὸν δέχεσαι ἐγγυητή.

Δῶσε τὸ χρῆμα σου ποὺ κάθεται ἄχρηστο, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιβαρύνης μὲ τοὺς τόκους καὶ θὰ εἶναι ὠφέλιμο καὶ γιὰ τοὺς δύο.

(Ἐκδ. Μερετάκη, Ἐπιμέλεια Παναγ. Χρήστου, Μετάφραση Ψευτογκά, μεταφορὰ Ρ.Κ.)

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἡ προσφορά τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων στό Σύμβολο τῆς Πίστεως

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἡ προσφορά τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων στό Σύμβολο τῆς Πίστεως

Ἐφέτος ἑορτάζουμε τήν ἐπέτειο τῶν 1700 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού συνεκλήθη τό 325 μ.Χ. στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, γιά νά ἀντιμετωπίση τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ὁ ὁποῖος ξεκινώντας ἀπό τίς ἀρχές τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας ὑποστήριζε ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι τό πρῶτο κτίσμα τῆς δημιουργίας τοῦ Πατρός καί ὅτι «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», δηλαδή ὑπῆρχε χρόνος πού δέν ὑπῆρχε, ὁπότε εἶναι κτίσμα τοῦ Πατρός δημιουργημένος διά τῆς βουλήσεως τοῦ Πατρός. Οἱ Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατεδίκασαν τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, συνέταξαν τά πρῶτα ἑπτά (7) ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, τό γνωστό «Πιστεύω».

Ὅταν συνεκλήθη ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ὁ Μέγας Βασίλειος δέν εἶχε γεννηθῆ, γεννήθηκε πέντε χρόνια μετά τήν Σύνοδο, τό 330, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος γεννήθηκε τό 329, τέσσερα χρόνια μετά ἀπό τήν Σύνοδο, καί οὔτε ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης εἶχε ἀκόμη γεννηθῆ, ἀφοῦ γεννήθηκε δέκα χρόνια μετά, ἤτοι τό 335. Καί οἱ τρεῖς ἦταν Καππαδόκες καί ἔγιναν ἐκφραστές τῆς λεγομένης Καππαδοκικῆς θεολογίας, εἶχαν ἀποδεχθῆ τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί διεδραμάτισαν σπουδαῖο ρόλο στήν ἐπικράτηση τῶν ἀποφάσεών της, καί τό σπουδαιότερο, ἔπαιξαν σημαντικό ρόλο στίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ἔγινε στήν Κωνσταντινούπολη τό ἔτος 381 μ.Χ., ἡ ὁποία συμπλήρωσε τό Σύμβολο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γι’ αὐτό χαρακτηρίζεται Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως.

Συγκεκριμένα, ἡ διδασκαλία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου ἐπηρέασε σημαντικά τίς ἀποφάσεις τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἄν καί εἶχε κοιμηθῆ δύο χρόνια πρίν τήν σύγκλησή της, τό 379, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ὑπῆρξε σέ κάποιο διάστημα ὁ Πρόεδρος τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὕστερα παραιτήθηκε, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἦταν γραμματεύς τῆς Συνόδου αὐτῆς, καί συνετέλεσε καί στήν διατύπωση τοῦ ὅρου της καί στήν ἐπικράτησή της. Ἀκόμη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γεννήθηκε τό 349, περίπου 24 χρόνια μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, δέν συμμετεῖχε στήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν ἐπικράτηση τῶν ἀποφάσεών τους στόν λαό μέ τό δεινό ἱεροκηρυκτικό του χάρισμα.

Στήν σημερινή εἰσήγηση θά ἀναφερθῶ στίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στά γεγονότα πού ἀκολούθησαν καί στήν σημαντική προσφορά τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ἀφ’ ἑνός μέν στήν ἀποδοχή τῶν ἀποφάσεώς της, ἀφ’ ἑτέρου δέ στήν προετοιμασία τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συμπλήρωσε τό ἔργο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου μέ τήν ὁλοκλήρωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως. Εἶναι ἕνα θέμα πολύ ἐνδιαφέρον ἀπό κάθε πλευρά καί ἀφιερώνεται στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι εἶναι διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ἑπομένως, θά χωρίσω τό θέμα σέ τρεῖς ἑνότητες: Πρῶτον, στήν ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τήν καταδίκη τῶν αἱρετικῶν ἀπόψεων τοῦ Ἀρείου καί τήν ὀρθόδοξη ἀπόφαση γιά τήν Θεότητα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Δεύτερον, στά ὅσα ἀκολούθησαν στό διάστημα μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο μέχρι τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί τρίτον, στήν θεολογική προσφορά τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, δηλαδή τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, στήν διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Πρόκειται γιά μιά ἱστορικοθεολογική εἰσήγηση, στήν ὁποία θά φανῆ ἡ διαφορά σκέψεως μεταξύ τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων καί τῶν μεγάλων ἐμπειρικῶν θεολόγων, πού εἶναι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

1. Ἡ ἀπόφαση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τήν Θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ

Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, κορυφαῖος δογματικός θεολόγος, καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ἔκανε μιά πρωτότυπη καί εὐφυῆ ἀνάλυση τοῦ πῶς ὁ Ἄρειος καί οἱ Ἀρειανοί ἔφθασαν στό νά ἀρνηθοῦν τήν Θεότητα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Στήν Συρία τόν 2ο καί 3ο αἰώνα μ.Χ. ὑπῆρχαν φιλόσοφοι πού ἀκολουθοῦσαν τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία πού ἔκανε λόγο γιά τήν ἀρχή τῆς ἐντελέχειας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάθε μεταβλητό πράγμα ἔχει τό «δυνάμει» καί «ἐνεργείᾳ», πού σημαίνει ὅτι τό μεταβλητό τελειοποιεῖται ἀπό τό «δυνάμει» στό «ἐνεργείᾳ». Ὅμως, στά ἀμετάβλητα πού εἶναι τό Ὄν δέν ἰσχύει ἡ ἀρχή τῆς ἐντελέχειας, ἀφοῦ εἶναι τέλειο κατά τήν φύση του καί δέν χρειάζεται νά τελειοποιηθῆ.

Οἱ Χριστιανοί θεολόγοι τότε στά μέρη ἐκεῖνα ὑποστήριζαν σέ συζητήσεις μέ τούς φιλοσόφους ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο «ἐκ μή ὑπαρχούσης ὕλης», δέν ὑπῆρχε προηγουμένως καί δημιουργήθηκε μέ τήν βούληση τοῦ Θεοῦ. Οἱ φιλόσοφοι ἀντέτειναν ὅτι, ἀφοῦ ὁ Θεός δημιούργησε τόν κόσμο πού δέν ὑπῆρχε προηγουμένως, σημαίνει ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι τέλειος, εἶναι μεταβλητός, γι’ αὐτό τόν δημιούργησε γιά νά τελειοποιηθῆ ὁ ἴδιος, σύμφωνα μέ τήν ἀρχή τῆς ἐντελέχειας, ἀπό τό δυνάμει νά φθάση στό ἐνεργείᾳ. Τότε οἱ Χριστιανοί φιλοσοφοῦντες Θεολόγοι ἀπάντησαν στούς φιλοσόφους μέ τήν διδασκαλία γιά τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια καί κατά τήν οὐσία Του εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος καί ἀμετάβλητος, ἐνῶ δημιουργεῖ τόν κόσμο μέ τήν ἐνέργειά Του. Ἔτσι, ὁ Θεός δέν ἔχει ἀνάγκη τοῦ κόσμου, εἶναι ἀπόλυτα τέλειος, ἀνενδεής καί ἐλεύθερος. Μέ τόν τρόπο αὐτόν εἰσήγαγαν τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ἐνεργείας στόν Θεό ἀπό πλευρᾶς φιλοσοφικῆς.

Ὅμως, στήν συνέχεια οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι, ἀφοῦ εἶχαν ἀποδεχθῆ ὅτι ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια, καί μέ αὐτήν τήν θεολογία ἀντιμετώπισαν τούς φιλοσόφους γιά τήν δημιουργία τοῦ κόσμου, προσπάθησαν νά δοῦν καί νά ἑρμηνεύσουν τίς σχέσεις μεταξύ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας (περίπου 200-275 μ.Χ.) ταύτιζε τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ μέ τήν ὑπόσταση τοῦ Πατρός, ὁπότε, κατ’ αὐτόν, ὑπάρχει μία οὐσία-ὑπόσταση καί ἔχει δύο ἐνέργειες, τόν Υἱό καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Αὐτό χαρακτηρίστηκε ὡς ἐνεργητικός μοναρχιανισμός πού καταδικάστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία στήν Σύνοδο τῆς Ἀντιοχείας τό ἔτος 268.

Ὁ Σαβέλλιος (2ος-3ος μ.Χ.) εἰσηγεῖται τόν τροπικό μοναρχιανισμό, ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά ἀποκαλύπτεται μέ τρεῖς τρόπους, ὡς Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα. Ἀκολουθώντας τήν ἄποψη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μία ὑπόσταση ἡ ὁποία ἔχει τρεῖς ὀνομασίες, σῶμα, ψυχή καί πνεῦμα, ἀπέδιδε στόν Θεό, ὅτι καί ὁ Θεός εἶναι ἕνας καί ἁπλῆ μονάδα καί ἔχει τρεῖς τρόπους ἐνεργείας, ὡς Πατήρ, Υἱός καί Πνεῦμα, χρησιμοποιώντας τήν λέξη πρόσωπο πού πρῶτος εἶχε εἰσαγάγει ὁ Ἱππόλυτος, μέ τήν ἔννοια τοῦ προσωπείου (μάσκας).

Τήν αἵρεση τοῦ Παύλου Σαμοσατέως συνέχισε ὁ Λουκιανός καί οἱ μαθητές του, πού χαρακτηρίστηκαν Συλλουκιανιστές, καί ἀκολούθησε ὁ Ἄρειος. Σύμφωνα μέ αὐτήν τήν φιλοσοφική ἄποψη στόν Τριαδικό Θεό ὑπάρχει μία οὐσία-ὑπόσταση, ὁ Πατήρ, καί ὁ Λόγος ὡς ἐνέργεια τοῦ Πατρός ἐνηνθρώπησε, ὁπότε μέσα στόν ἄνθρωπο πού γεννήθηκε ἀπό τήν Παρθένο Μαρία κατοικεῖ ὁ Λόγος πού εἶναι ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ-Πατρός καί ὄχι ὁ Θεός Λόγος, ἕνα ἰδιαίτερο Πρόσωπο.

Ἐπί πλέον, οἱ μαθητές τοῦ Παύλου τοῦ Σαμοσατέως καί τοῦ Λουκιανοῦ, ὅπως ὁ Ἄρειος, προσήρμοσαν τήν διδασκαλία τοῦ καταδικασθέντος αἱρετικοῦ Παύλου Σαμοσατέως, μέ τό ὅτι ὁ Θεός Πατήρ δημιουργεῖ τόν Λόγο κατά βούληση καί δέν γεννᾶ κατά φύση, γιατί, κατά τήν ἀριστοτελική φιλοσοφία τό κατά φύση εἶναι κατ’ ἀνάγκην, ἀφοῦ ὁ Θεός-Πατήρ εἶναι ἀπόλυτα ἐλεύθερος καί δέν ὑπόκειται στήν ἀνάγκη. Ὁπότε ἡ σχέση μεταξύ τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ εἶναι κατ’ ἐνέργεια καί κατά βούληση καί ὄχι κατ’ οὐσίαν σχέση. Ἕτσι, ὁ Ἄρειος ὑποστήριζε ὅτι ὁ Υἱός ἐκτίσθη ἐν χρόνῳ ἀπό τόν Πατέρα, εἶναι τό πρῶτο κτίσμα μεταξύ Θεοῦ καί ὕλης, γι’ αὐτό καί «ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν», ἐπίσης ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ἑτερούσιο κτίσμα ἀπό τόν Πατέρα, ὅτι εἶναι τρεπτός καί ἀγνοεῖ τόν Πατέρα, καί ὅτι μετά τόν Υἱό δεύτερη δημιουργημένη δύναμη εἶναι τό Ἅγιον Πνεῦμα.

Οἱ Πατέρες στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καταδίκασαν τίς αἱρετικές ἀπόψεις τοῦ Ἀρείου, ὅπως φαίνεται στό Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, μέ τίς φράσεις: «Τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ», «γεννηθέντα ἐκ τοῦ Πατρός μονογενῆ, τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», «Θεόν ἐκ Θεοῦ, φῶς ἐκ φωτός, Θεόν ἀληθινόν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί», «σαρκωθέντα καί ἐνανθρωπήσαντα».

Στό τέλος δέ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καταγράφησαν καί οἱ ἀναθεματισμοί:

«Τούς δέ λέγοντας "ἦν ποτε ὅτε οὐν ἦν" καί "πρίν γεννηθῆναι οὐκ ἦν" καί ὅτι "ἐξ οὐκ ὄντων" ἐγένετο, ἤ "ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως" ἤ "οὐσίας" φάσκοντας εἶναι, ἤ "κτιστόν", ἤ τρεπτόν, ἤ "ἀλλοιωτόν" τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, ἀναθεματίζει ἡ Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία». 

Βέβαια οἱ Πατέρες τῆς Α΄Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τήν συγκρότηση τοῦ Συμβόλου τῆς πίστεως, εἶχαν ὑπ’ ὄψη τους τόν τύπον τῶν διαφόρων τοπικῶν ὁμολογιῶν πίστεως ἤ βαπτιστηρίων συμβόλων καί πάνω σέ αὐτά συνέταξαν τό νέο Σύμβολον τῆς πίστεως γιά νά ἀντιμετωπίσουν τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου. Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος σέ κείμενο πού γράφηκε μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καί περί τό 350-352 μέ τίτλο «περί τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου» ἀναφέρεται διεξοδικῶς στά θέματα πού ἀντιμετωπίσθηκαν στήν Σύνοδο αὐτή καί καταδικάστηκαν.

Μεταξύ τῶν ἄλλων γράφει ὅτι στήν ἀρχή οἱ Ἐπίσκοποι στήν Σύνοδο αὐτή ἤθελαν νά γράψουν ὅτι ὁ Λόγος εἶναι ἀληθινή δύναμη καί εἰκόνα τοῦ Πατρός ὅμοιος καί ἀπαράλλακτος κατά πάντα πρός τόν Πατέρα, εἶναι ἄτρεπτος καί ἀδιαίρετος ἀπό τόν Πατέρα. Ἐπειδή, ὅμως, ὑπῆρξε ἀντίδραση ὅτι τό «ὅμοιον» ἀποδιδόταν ἀπό κοινοῦ καί σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους καί στόν Λόγο, διότι ἔχει γραφῆ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι «εἰκών καί δόξα Θεοῦ», γι’ αὐτό, γιά νά τό διατυπώσουν σαφέστατα, εἶπαν ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἁπλῶς ὅμοιος πρός τόν Πατέρα, ἀλλά ὁμοούσιος πρός τόν Πατέρα καί ἀδιαίρετος ἀπό Αὐτόν, πράγμα πού δέν γίνεται μέ ἐμᾶς. Ἔτσι, τό «ἐκ τῆς οὐσίας» τοῦ Πατρός καί τό «ὁμοούσιος» ἀναιροῦν τά αἱρετικά φληναφήματα ὅτι ὁ Υἱός εἶναι γενητός (μέ ἕνα ν), «τρεπτός» καί «οὐκ ἦν πρίν γεννηθῆ». Ὅποιος δέν φρονεῖ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀντιτίθεται στήν Σύνοδο.

Εἶναι σημαντικό ὅτι στό κείμενο αὐτό ὁ Μέγας Ἀθανάσιος παραθέτει, μεταξύ τῶν ἄλλων, καί «ἀντίγραφον ἐπιστολῆς τῆς ἐν Νικαίᾳ Συνόδου κατά τοῦ Ἀρείου καί τῶν σύν αὐτῷ», ἡ ὁποία ἐπιστολή ἀπεστάλη στήν Ἐκκλησία τῶν Ἀλεξανδρέων, ἀφοῦ ἐκεῖ παρουσιάσθηκε κατ’ ἀρχήν ἡ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου. Στήν Συνοδική αὐτή ἐπιστολή τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρονται οἱ φράσεις τίς ὁποῖες χρησιμοποιοῦσε ὁ Ἄρειος καί οἱ ὁποῖες καταδικάστηκαν ἀπό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ὅπως «ἐξ οὐκ ὄντων εἶναι» τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ, «πρίν γεννηθῆναι μή εἶναι», «εἶναι ποτέ ὅτε οὐκ ἦν» καί «αὐτεξουσιότητι κακίας καί ἀρετῆς δεκτικόν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ λέγοντος καί κτίσμα ὀνομάζοντος καί ποίημα». Αὐτό τό τελευταῖο ἔχει ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι τό κτιστό ἔχει αὐτεξουσιότητα, δηλαδή ἐλεύθερη προαίρεση νά ἀποδεχθῆ τήν ἀρετή καί τήν κακία, ἐνῶ ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος.

2. Τά μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο μέχρι τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο

Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου καί ὁμολόγησε τήν ὀρθόδοξη δογματική ἀλήθεια ὅτι ὁ Υἱός εἶναι ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα, Θεός ἀληθινός, γεννήθηκε καί δέν κτίστηκε, εἶναι φῶς ἀπό τό φῶς, Θεός ἀληθινός καί δι’ Αὐτοῦ κτίστηκε ὁ κόσμος. Καί ἐνῶ θά ἀνέμενε κανείς ὅτι τά πράγματα θά εἰρήνευαν, ἐν τούτοις ἐντάθηκαν ἀκόμη περισσότερο. Οἱ Ἀρειανοί ἐξακολουθοῦσαν νά διδάσκουν τίς ἀπόψεις τους, καί ἐμφανίσθηκαν καί Πνευματομάχοι, διότι μαζί μέ τήν ἄποψή τους ὅτι ὁ Υἱός εἶναι κτίσμα δίδασκαν ὅτι καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι κτίσμα. Αὐτό ὑποστήριζε καί ὁ Μακεδόνιος Κωνσταντινουπόλεως, γι’ αὐτό ὀνομάστηκαν Μακεδονιανοί.

Ἀκόμη, ὁ Ἀπολλινάριος Λαοδικείας (περίπου 310-360), ἀκολουθώντας τήν πλατωνική καί νεοπλατωνική φιλοσοφία ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό σῶμα, ψυχή καί νοῦ, δίδασκε ὅτι ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε τό σῶμα, τήν ἄλογη ψυχή, ὄχι, ὅμως, καί τήν λογική καί ἐλεύθερη ψυχή (= νοῦ καί πνεῦμα) καί τήν θέση τοῦ νοῦ κατέλαβε ὁ θεῖος Λόγος. Ἔτσι, ἠρνεῖτο τό πλῆρες καί τέλειο τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως πού προσέλαβε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του. Ἐπί πλέον ὁ Εὐνόμιος Κυζίκου (335-394 μ.Χ.) καί ἄλλοι ὁμόφρονές του, πού χαρακτηρίζονταν Ἀρειανοί, Ἀνόμοιοι, ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Υἱός καί τό Πνεῦμα δέν ἔχουν καμμία ὁμοιότητα πρός τόν Πατέρα καί εἶναι τρεπτοί δοῦλοι Του. Ἐπίσης, ταύτιζαν τήν οὐσία μέ τήν ἐνέργεια.

Ὅλες αὐτές οἱ νέες αἱρέσεις δέν διατυπώνονταν ἁπλῶς θεωρητικά καί ἀνώδυνα, ἀλλά ἐπιθετικά ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων καί ἰδίως ἐναντίον τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πολλές φορές χρησιμοποιώντας καί τήν πολιτική ἐξουσία καί πρό πάντων διατυπώνονταν Συνοδικά. Αὐτό σημαίνει ὅτι συγκαλοῦνταν σέ διάφορα μέρη τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας Σύνοδοι Ἐπισκόπων καί διατύπωναν τίς ἀπόψεις τους καί, μάλιστα, ἐξέδιδαν καί δικά τους Σύμβολα. Καί, βέβαια, μέσα σέ ὅλες αὐτές τίς αἱρετικές ἀπόψεις ὑπῆρχαν καί ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι ὑποστήριζαν τίς ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὑπῆρξαν δύο ἄκρα, οἱ ζηλωτές καί οἱ φιλελεύθεροι-αἱρετικοί.

Ἀπό τό ἔτος 325 μ.Χ. πού συνεκλήθη στήν Νίκαια ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέχρι τό ἔτος 381 πού συνεκλήθη στήν Κωνσταντινούπολη ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, δηλαδή 56 χρόνια, συνεκλήθηκαν περίπου 50 πολυπρόσωπες Σύνοδοι μέ διαφορετικές ἀπόψεις πού δημιουργοῦσαν χάος στήν Ἐκκλησία. Οἱ κυριότερες Σύνοδοι τῶν Ἀρειανοφρόνων ἦταν: Ἀντιοχείας (μεταξύ 326-331), Καισαρείας (334), Τύρου (335), Ἱεροσολύμων (335), Κωνσταντινουπόλεως (336), Ἀντιοχείας (341), Σιρμίου (351), Σιρμίου (357), Σιρμίου (359) Ἀριμινίου Ἰταλίας καί Σελευκείας Ἰσαυρίας (359). Οἱ κυριότερες Σύνοδοι τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν: Γάγγρας (μεταξύ 340-342), Σαρδικῆς (342 ἤ 343), Ἀντιοχείας (344), Ἱεροσολύμων (346), Μεδιολάνων (347), Καρθαγένης (348), Ἀλεξανδρείας (362 καί 363), Ἀντιοχείας (363), Ρώμης (371 ἤ 372), Ἰκονίου (376).  Ἀπό τίς Συνόδους αὐτές ἄλλες ἦταν Ὀρθόδοξες καί ἄλλες αἱρετικές, ἄλλες καταδίκαζαν τόν Μέγα Ἀθανάσιο καί ἄλλες τόν ἀποκαθιστοῦσαν, ἄλλες κατήρτιζαν νέο Σύμβολο, ἄλλες ὄχι.

Ἀντιλαμβάνεται κανείς ὅτι τήν περίοδο μεταξύ τῆς Α΄ καί τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιά 56 ὁλόκληρα χρόνια, γίνονταν πολλές θεολογικές συζητήσεις, δημιουργήθηκε μεγάλος ἀναβρασμός, συγκλήθηκαν πολλές Σύνοδοι καί ψηφίζονταν νέα Σύμβολα μέ διαφορές μεταξύ τους. Ἐως ὅτου κατά τήν Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδο καθορίσθηκε τό ὁλοκληρωμένο Σύμβολο τῆς Πίστεως πού ἔχουμε σήμερα, ἀφοῦ ἔγιναν μερικές προσθῆκες, ἀφαιρέσεις καί ἀλλαγές στό Σύμβολο τῆς Νικαίας. Ὅταν συγκρίνουμε τά δύο Σύμβολα τῆς Πίστεως, μεταξύ τῶν δύο Οἰκουμενικῶν Συνόδων Α΄ καί Β΄, βλέπουμε τίς διαφορές μεταξύ τους. Συγκεκριμένα:

Στό Σύμβολο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀφαιρέθηκε ἀπό τό δεύτερο ἄρθρο ἡ φράση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου «τοὐτέστιν ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός , Θεόν ἐκ Θεοῦ... τά τε ἐν τῷ οὐρανῷ καί τά ἐν τῇ γῇ», καθώς ἐπίσης ἀφαιρέθησαν στό τέλος οἱ ἀναθεματισμοί: «Τούς λέγοντας ὅτι "ἦν ποτε ὅτε οὐκ ἦν" καί "οὐκ ἦν πρίν γεννηθῆ" καί ὅτι "ἐξ οὐκ ὄντων ἐγένετο", ἤ "ἐξ ἑτέρας ὑποστάσεως ἤ οὐσίας" φάσκοντας εἶναι, ἤ "κτιστόν", ἤ "τρεπτόν", ἤ "ἀλλοιωτόν" τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ τούς τοιούτους ἀναθεματίζει ἡ καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία».

Προστέθηκαν δέ τά ἄλλα ἑπτά ἄρθρα πού ἀναφέρονται στό Ἅγιον Πνεῦμα, στήν Ἐκκλησία, τό Βάπτισμα, τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν καί τήν ζωή τοῦ μέλλοντος, δηλαδή τά ἄρθρα: «Καί εἰς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, τό Κύριον, τό ζωοποιόν, τό ἐκ τοῦ Πατρός ἐκπορευόμενον, τό σύν Πατρί καί Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καί συνδοξαζόμενον, τό λαλῆσαν διά τῶν προφητῶν. Εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. Ὁμολογοῦμεν (ῶ) ἕν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν».

Αὐτές εἶναι οἱ μεταβολές ἤ προσθαφαιρέσεις πού ἔγιναν στό Σύμβολον τῆς Πίστεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τούς Πατέρας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί ἔχουμε τώρα τό ὁλοκληρωμένο Σύμβολο τῆς Πίστεως, καί ἔγιναν γιατί ἐν τῷ μεταξύ μέ τίς θεολογικές συζητήσεις ἔπρεπε νά διευκρινισθῆ ἡ ὁρολογία στά θεολογικά αὐτά ζητήματα. Ἄλλωστε, ὑπάρχει στήν θεολογία ἕνας ἰσχυρός κανόνας ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, ἡ μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί ἄλλο ἡ διατύπωση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας.

Σέ αὐτό τό ἔργο μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο σημαντικό ρόλο διεδραμάτισαν οἱ τρεῖς Καππαδόκες Πατέρες, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, πού θά τό δοῦμε συνοπτικά στήν τρίτη ἑνότητα τῆς ὁμιλίας μου καί δείχνει τήν προσφορά τους.

3. Ἡ θεολογική προσφορά τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων

Μέσα σέ αὐτήν τήν θεολογική θαλασσοταραχή πού βρέθηκε ἡ Ἐκκλησία καί μέσα σέ αὐτήν τήν θεολογική ἀνεμοθύελλα γιά 56 χρόνια, μεταξύ τῆς Α΄ καί τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀπεδείχθησαν μεγάλοι Πατέρες, σοφοί διδάσκαλοι, ἰσχυροί θεολόγοι, ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης. Ὡσάν πνευματικοί καπετάνιοι τοῦ σκάφους τῆς Ἐκκλησίας μέσα σέ αὐτήν τήν φουρτούνα κατάφεραν μέ τά χαρίσματά τους, τήν εὐστροφία τους, τήν παιδεία τους, ἀλλά καί τόν φωτισμό τοῦ Θεοῦ νά φθάσουν στήν ὁλοκλήρωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως καί γενικά στήν διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας. Χρειάστηκε, ὅμως, ὅλη αὐτήν τήν περίοδο νά ἀλλάξουν ὁρολογία, νά ἀναπτύξουν ἔτι περισσότερο τόν ἀποκαλυπτικό λόγο καί νά δώσουν μεγάλους ἀγῶνες μέ τούς φιλοσοφοῦντες θεολόγους πού ἦταν αἱρετικοί.

Οἱ μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες ξεκινοῦσαν ἀπό τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔγινε στούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους καί αὐτοί ἦταν «πείρᾳ μεμυημένοι», ἀλλά εἶχαν καί τήν παιδεία τῆς ἐποχῆς τους, ἐνῶ οἱ φιλοσοφοῦντες θεολόγοι ἀκολουθοῦσαν μόνον φιλοσοφικές προϋποθέσεις θεολογήσεως, ὅπως τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Ἀριστοτέλη καί τῶν Νεοπλατωνικῶν. Θά δοῦμε μέ πολλή συντομία ποιά ἦταν ἡ προσφορά τους στήν θεολογία καί τήν Ἐκκλησία. Μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ἐμφανίσθηκαν πολλοί αἱρετικοί πού θά ἀναφερθοῦν μέ συντομία, ὡς πρός τόν ὅρο ὁμοούσιος πού χρησιμοποίησε ἡ Σύνοδος.

Ἦταν οἱ Ἀνόμοιοι ἤ ἀλλοτριούσιοι ἤ ἑτερούσιοι, πού ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Υἱός ἔχει διαφορετική ἐντελῶς οὐσία ἀπό τόν Πατέρα. Ἐπίσης, ἦταν οἱ Ὅμοιοι, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νά συμβιβάσουν τούς Ἀνομοίους μέ τούς Ὁμοουσιανούς καί ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Πατέρας καί ὁ Υἱός ἔχουν μόνον μιά ἐξωτερική ὁμοιότητα μεταξύ τους. Ἀκόμη, ἦταν οἱ Ὁμοιουσιανοί, οἱ ὁποῖοι ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ Υἱός ἦταν ὅμοιος κατά πάντα μέ τόν Πατέρα, καί ὡς πρός τήν οὐσία, ἀλλά δέν δέχονταν ὅτι ἦταν ταυτούσιος ἤ ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα καί ἀπέρριπταν τόν ὅρο ὁμοούσιος. Βεβαίως, ὑπῆρχαν καί οἱ Ὀρθόδοξοι, πού ἔμειναν πιστοί στόν ὅρο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁμοούσιος, ἀλλά γιά ἕνα μεγάλο χρονικό διάστημα ταύτιζαν τόν ὅρο οὐσία μέ τόν ὅρο ὑπόσταση καί δέχονταν στόν Θεό μία οὐσία καί μία ὑπόσταση, λέγοντας μία ὑπόσταση, μία θεότητα. Τελικά, οἱ ἀρειανόφρονες Ἀντιομοουσιανικές παρατάξεις προσπαθοῦσαν νά πείσουν τούς Ὀρθοδόξους Ὁμοουσιανούς νά ἐγκαταλείψουν τόν ὅρο ὁμοούσιος καί νά δεχθοῦν κάποιο συμβιβαστικό κείμενο.

Αὐτό σημαίνει ὅτι ἔπρεπε νά διευκρινισθοῦν ἀκόμη περισσότερο οἱ ὅροι οὐσία καί ὑπόσταση, καί νά καθορισθοῦν καθαρότερα γιά νά ἀντιμετωπισθοῦν οἱ αἱρετικοί. Αὐτό τό ἔργο ἀνέλαβαν οἱ Καππαδόκες Πατέρες μέ σκοπό νά ἑνώσουν τούς διαιρεμένους Χριστιανούς πού παρέμειναν στόν ὅρο ὁμοούσιος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά τόν διέκριναν ἀπό τό ὑπόσταση-πρόσωπο. Θά τό δοῦμε αὐτό μέ συντομία, καταγράφοντας τά βασικά σημεῖα τῆς διδασκαλίας τους.

Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὑπερμάχησε πρό καί μετά τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἀλλά λόγῳ ἡλικίας καί διαφόρων ταλαιπωριῶν, ἐξοριῶν καί διώξεων ἦταν «κεκμηκώς πολεμίζων», κατά τήν φράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί δέν μποροῦσε νά ἀνταπεξέλθη στούς νέους καί πολλούς αἱρεσιάρχες. Καί εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι καί οἱ τρεῖς αὐτοί Καππαδόκες σέβονταν ὡς «Γέροντά» τους τόν Μέγα Ἀθανάσιο, ἀλλά καί ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τούς ἐμπιστευόταν ὡς διαδόχους του. Γενικά, οἱ τρεῖς Πατέρες Καππαδόκες δέν θεολογοῦσαν φιλοσοφικά, ὅπως τό ἔκαναν οἱ αἱρετικοί, ἀλλά θεολογοῦσαν μέσα ἀπό τήν ἐμπειρική θεολογία τους, τόν ἡσυχασμό, δηλαδή μέσα ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες καί Ἀποστόλους. Ἔχοντας αὐτούς ὡς ὑπόδειγμα, ἀκολούθησαν τήν ἀσκητική ὁδό καί ἐξέφρασαν τήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας.

Ὁ Μέγας Βασίλειος στά ἔργα του ἐξέφραζε τήν ἡσυχαστική ζωή, τήν σχέση μεταξύ ἱερᾶς ἡσυχίας καί ἐμπειρικῆς θεολογίας ὡς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ. Ἔχοντας αὐτήν τήν ἐμπειρική θεολογία εὕρισκε τούς κατάλληλους ὅρους γιά νά ἀντιμετωπίση τούς αἱρετικούς.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναπτύσσει ὅτι ἀληθινός θεολόγος εἶναι αὐτός πού καθάρισε τόν νοῦ καί ὁδηγήθηκε στήν θεωρία καί ὅσους δέν ἀκολουθοῦν αὐτή τήν μέθοδο τούς ἀποκαλεῖ «λογολέσχας», δηλαδή φλύαρους.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἔχοντας ὡς πρότυπο τόν Μωϋσῆ, ἀναλύει ὅτι ἡ ὀρθόδοξη θεολογία εἶναι ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ μέσα στήν θεοπτία.

Ὁ Μέγας Βασίλειος (330-379 μ.Χ.) δίδασκε ὅτι τά ὀνόματα τοῦ Θεοῦ (Πατήρ, Υἱός καί Πνεῦμα) δέν δήλωναν τήν οὐσία, ἀλλά τά ὑποστατικά ἰδιώματα. Ὁ Πατήρ, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα δέν δηλώνουν τό «τί ἐστι» (ποιά εἶναι ἡ οὐσία), ἀλλά «ὅτι ἐστί», ὅτι ὑπάρχει ἡ θεότητα ἤ τό πρόσωπο ἤ τό «ὅπως ἐστί», δηλαδή μέ ποιόν τρόπο ὑπάρχει τό ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τό γεννητό τοῦ Υἱοῦ καί τό ἐκπορευτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καί τά τρία πρόσωπα ἔχουν τήν ἴδια οὐσία, εἶναι ὁμοούσια ἤ ταυτούσια, ὄχι ἑτερούσια ἤ ἀλλοτριούσια, ἔχουν ὅμως διαφορετικό τρόπο ὑπάρξεως τῶν προσώπων, δηλαδή εἶναι τό ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τό γεννητό τοῦ Υἱοῦ καί τό ἐκπορευτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Τό κοινό καί τῶν τριῶν Προσώπων εἶναι ἡ οὐσία καί τό ἴδιο εἶναι ἡ ὑπόσταση-πρόσωπο. Ἔκανε, δηλαδή, τήν διάκριση μεταξύ οὐσίας καί ὑποστάσεως-προσώπου. Ἔτσι, διατυπώθηκε ἡ ὁρολογία ὅτι ὁ Θεός ἔχει μία οὐσία καί τρεῖς ὑποστάσεις. Μέ αὐτήν τήν διάκριση ἔκανε μιά μεγάλη τομή στήν ὀρθόδοξη θεολογία. Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινές καί στά τρία Πρόσωπα, ἀφοῦ ὁ Πατήρ εἶναι ἡ «προκαταρτική» αἰτία, ὁ Υἱός «ἡ δημιουργική» καί τό Ἅγιον Πνεῦμα «ἡ τελειωτική». Ἐπί πλέον ἡ ἱερά Παράδοση πρέπει νά φυλάσσεται ὡς κόρη ὀφθαλμοῦ καί δέν πρέπει νά μεταβάλλεται. Ἡ παράδοση εἶναι γνήσια, ὅταν εἶναι ἐμπειρία τῆς ἀληθείας τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος δίδασκε τά ἴδια μέ τόν Μέγα Βασίλειο, εἶχε ὅμως καί κάποιες ἄλλες ἐκφράσεις. Ὁ Θεός εἶναι ἕνας κατά τήν οὐσία ἤ φύση, ἀλλά τρεῖς κατά τά πρόσωπα ἤ ὑποστάσεις. Μιλώντας γιά τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ ἔγραφε: «Ἄπειρον οὖν τό θεῖον καί δυσθεώρητον, καί τοῦτο πάντῃ καταληπτόν αὐτοῦ μόνον, ἡ ἀπειρία». Ἀκόμη, δέν μποροῦμε νά κατανοήσουμε λογικά τό ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τό γεννητό τοῦ Υἱοῦ καί τό ἐκπορευτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιά τήν οὐσία καί τίς ὑποστάσεις γράφει: «Ἀμέριστος (οὐσία) ἐν μεμερισμένοις (ὑποστάσεσιν) ἡ θεότης». Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ μέ τήν ἐνανθρώπησή Του προσέλαβε «ὅλο τό πρόσλημμα», ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση, διότι «τό ἀπρόσληπτον καί ἀθεράπευτον, ὅ δέ ἥνωται τῷ Θεῷ τοῦτο καί σώζεται». Ἐθεολόγησε ἀσφαλῶς καί θεοπνεύστως γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, πράγμα πού εἶναι ἀκατανόητον λογικά. Ὁ Τριαδικός Θεός εἶναι φῶς καί ζωή. Γράφει: «Ἦν καί ἦν καί ἦν, ἀλλ’ ἕν ἦν. φῶς καί φῶς καί φῶς, ἀλλ’ ἕν φῶς, εἷς Θεός... ἐκ φωτός τοῦ Πατρός φῶς καταλαμβάνοντες τόν υἱόν ἐν φωτί τῷ Πνεύματι, σύντομον καί ἀπέριττον τῆς τριάδος θεολογίαν».

Τό Ἅγιον Πνεῦμα ἐνεργοῦσε στήν Παλαιά Διαθήκη «τό μέν πρῶτον ἀμυδρῶς» «τό δέ δεύτερον ἐκτυπώτερον» «τό δέ νῦν (Πεντηκοστή) τελεώτερον». Γράφει γιά τό Ἅγιον Πνεῦμα: «Τό Πνεῦμα τό ἅγιον ἦν μέν ἀεί, καί ἔστι καί ἔσται, οὔτε ἀρξάμενον οὔτε παυσόμενον, ἀλλ’ ἀεί Πατρί καί Υἱῷ συντεταγμένον καί συναριθμούμενον... Ἦν οὖν ἀεί μεταληπτόν, οὐ μεταληπτικόν• τελειοῦν οὐ τελειούμενον• πληροῦν, οὐ πληρούμενον• ἁγιάζον, οὐχ ἁγιαζόμενον• θεοῦν, οὐ θεούμενον• αὐτό ἑαυτῷ ταυτόν ἀεί καί οἷς συντέτακται• ἀόρατον, ἄχρονον, ἀχώρητον, ἀναλλοίωτον, ἄποιον, ἄποσον, ἀνείδεον, ἀναφές, αὐτοκίνητον, ἀεικίνητον, αὐτεξούσιον, παντοδύναμον... ζωή καί ζωοποιοῦν, φῶς καί χορηγόν φωτός». Πάντα ὅσα ὁ Πατήρ, τοῦ Υἱοῦ, πλήν τῆς ἀγεννησίας. Πάντα ὅσα ὁ Υἱός, τοῦ Πνεύματος, πλήν τῆς γεννήσεως. Ταῦτα δέ οὐκ οὐσίας ἀφορίζει (διακρίνει), κατά γε τόν ἐμόν λόγον, περί οὐσίαν δέ ἀφορίζεται». Γιά τόν Θεόν «φράσαι μέν ἀδύνατον, ὡς ὁ ἐμός λόγος, νοῆσαι δέ ἀδυνατώτερον».

Ἔδωσε μεγάλη βαρύτητα στήν προϋπόθεση τῆς θεολογήσεως πού εἶναι ἡ ἀποκαλυπτική ἐμπειρία καί αὐτό διακρίνει τήν ὀρθόδοξη θεολογία ἀπό τόν αἱρετικό τρόπο θεολογήσεως. Γι’ αὐτό ὑπογραμμίζει ὅτι τό θεολογεῖν δέν εἶναι ὅλων, ἀλλά «τῶν ἐξητασμένων καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σῶμα κεκαθαρμένων ἤ καθαιρομένων, τό μετριώτατον».

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἀκολουθοῦσε σέ ὅλα τόν ἀδελφό του κατά σάρκα, τόν Μέγα Βασίλειο, καί συνέχισε τόν δικό του ἀγώνα, ἀντιμετωπίζοντας τόν Εὐνόμιο, καί βέβαια εἶχε κοινά μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο. Δέν ἐπέμενε στό ποιός ἤ τί εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά στό «πῶς» τῆς ὁμοιώσεως τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, γι’ αὐτό καί ἔγραψε πολλά μυστικά-ἡσυχαστικά ἔργα. Ἐπέμενε στήν διαφορά μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, στό ὅτι ὁ Θεός εἶναι «ὄντως ὄν», «ἄκτιστον», «ἀτελεύτητον», ἐνῶ τό ἐγκόσμιο εἶναι «ὑφεστόν», «κτιστόν» καί πρόσκαιρο.

Ἔκανε τήν διάκριση ὅτι ἡ διαφορά στά Πρόσωπα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἔγκειται στό «αἴτιον» καί τό «αἰτιατόν». Αὐτή ἡ διαφορά δέν ἔγκειται στήν φύση-οὐσία τῶν Προσώπων, πού εἶναι κοινή, ἀλλά στό «εἶναι», ἀφοῦ τό αἴτιον εἶναι ὁ Πατήρ πού εἶναι ἡ πηγή τῶν ἄλλων δύο, καί τό «αἰτιατόν» εἶναι ὁ Υἱός καί τό Ἅγιον Πνεῦμα. Ὁ Πατήρ εἶναι πάντα «τό αἴτιον», ὁ Υἱός προέρχεται «ἐκ τοῦ αἰτίου» ὡς «αἰτιατόν» καί τό Ἅγιον Πνεῦμα προέρχεται «ἐξ αἰτίας». Ἐπίσης, διηύρυνε τήν Χριστολογία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου τονίζοντας ὅτι ὁ Λόγος ἀνέλαβε ὅλη τήν ἀνθρώπινη φύση πλήν τῆς ἁμαρτίας. Ἔγινε ἡ ἕνωση θεότητας καί ἀνθρωπότητας, κατά τήν ὁποία ἡ θεότητα παραμένει ἄτρεπτη καί ἀναλλοίωτη, ἐνῶ ἡ ἀνθρώπινη φύση μεταστοιχειώνεται μέν, ἀλλά παραμένει «ἀσύγχυτη» καθ’ ἑαυτήν καί δέν ἀπορροφᾶται ἀπό τήν θεία.

Τό ἐκπληκτικό εἶναι ὅτι ἡ θεολογία τῶν τριῶν αὐτῶν Καππαδοκῶν Πατέρων ἐπηρέασε σέ σημαντικό βαθμό καί τίς μετέπειτα Οἰκουμενικές Συνόδους πού ἀντιμετώπισαν ἄλλους αἱρετικούς, καί ἐξακολουθεῖ νά εἶναι μέχρι σήμερα ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας. Οἱ θεολογικές αὐτές ἀναλύσεις ἦταν λίγο κουραστικές, ἀλλά τό θέμα ἦταν θεολογικό καί δέν μποροῦσα νά τό ἁπλοποιήσω ἀκόμη περισσότερο. Μέ ὅσα εἶπα ἤθελα νά δείξω: 

Πρῶτον, οἱ αἱρετικοί θεολογοῦσαν μέ τίς ἀρχές τῆς φιλοσοφίας, Πλατωνικῆς καί Ἀριστοτελικῆς, ἐνῶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας θεολογοῦσαν μέ τήν ἀποκαλυπτική ἐμπειρία, ὅπως τήν διατύπωσαν οἱ Προφῆτες, οἱ Ἀπόστολοι καί οἱ Πατέρες. Ὁ ἡσυχασμός εἶναι ἡ βασική προϋπόθεση τῆς θεολογίας.

Δεύτερον, ἡ συγκρότηση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ἀπό τίς Α΄ καί Β΄ Οἰκουμενικές Συνόδους ἦταν προϊόν πολυετοῦς συζητήσεως καί ἔρευνας πάνω στά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλά καί πνευματικῆς ἐμπειρίας καί προσευχῆς. Ἔγιναν πολλοί ἀγῶνες, οἱ Πατέρες ἀντιμετώπισαν διωγμούς, ἐξορίες καί ἀπαιτήθηκαν μαρτυρικές προσπάθειες.

Τρίτον, σέ αὐτούς τούς ἀγῶνες σημαντικό ρόλο ἔπαιξαν οἱ τρεῖς μεγάλοι Καππαδόκες Πατέρες, ἤτοι Μέγας Βασίλειος, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, ἐνῶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μεταγενέστερος χρονικά ἀπό αὐτούς, συνετέλεσε στήν στερέωση τῶν Χριστιανῶν μέ τήν ποιμαντική ἐργασία του καί τήν λαμπρά κηρυκτική του δράση.

Οἱ Πατέρες αὐτοί ἀκολούθησαν τόν Μέγα «πνευματικό στρατηγό», τόν ἅγιο Ἀθανάσιο, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας, καί ἀπεδείχθησαν ἀκραιφνεῖς θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας πού μέ τήν γνώση, τήν ἐμπειρία, τήν παιδεία, τήν διάκριση, τήν νηφαλιότητα ἐπέβαλαν τήν ἀληθινή θεολογία, κάνοντας μερικές διευκρινίσεις στήν ὁρολογία.

Ἑπομένως, ὅταν ἀκοῦμε τό Σύμβολον τῆς Πίστεως νά ἀπαγγέλλεται στήν Ἐκκλησία, πρέπει νά αἰσθανόμαστε πνευματικό ρῖγος, βαθυτάτη συγκίνηση, διότι κάθε λέξη του εἶναι προϊόν μεγάλων ἀγώνων τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καί τῶν τριῶν Καππαδοκῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Πέρα ἀπό τόν ἀπέραντο αὐτόν σεβασμό πού πρέπει νά αἰσθανόμαστε σέ αὐτό τό εὐλογημένο καί ἁγιασμένο Σύμβολο τῆς Πίστεως καί σέ κάθε λέξη του, πρέπει νά τό λέμε συχνά, νά τό μάθουμε ἀπό στήθους, νά τό ἀπαγγέλλουμε μέ ἱερότητα, γιατί εἶναι ποτισμένο μέ δάκρυα, ἱδρῶτες, αἷμα τῶν ἁγίων, ἐκτός ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Ὁ τέταρτος (4ος) αἰῶνας ὡς ὁ «χρυσοῦς» αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας (Α')

(Ὁμιλία στοὺς Ἐκπαιδευτικοὺς τῆς πόλεως Ναυπάκτου τὴν 30η Ἰανουαρίου 2013 καὶ στὴν Ἱερατικὴ Σύναξη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Κηφισίας, τὴν 14 Φεβρουαρίου 2013 )

Μέρος Β: Ὁ τέταρτος (4ος) αἰῶνας ὡς ὁ «χρυσοῦς» αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας (Β')

Εὐχαριστῶ γιατί ἀνταποκριθήκατε στὴν πρόσκλησή μου νὰ ἔλθετε σήμερα στὴν ἐκδήλωση αὐτή, τὴν ὁποία καθιέρωσα ἐδῶ καὶ πολλὰ χρόνια, ἀπὸ τὴν πρώτη χρονιὰ τῆς ἐλεύσεώς μου στὴν Ναύπακτο. Κάθε χρόνο ἀναπτύσσω διάφορα θέματα σὲ σχέση μὲ τὴν ζωή, τὴν διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ προσπαθῶ νὰ θίξω πλευρὲς ποὺ ξεφεύγουν λίγο ἀπὸ τὰ τετριμμένα καὶ καθιερωμένα.

Τὸ θέμα τῆς σημερινῆς ὁμιλίας μου εἶναι «Ὁ τέταρτος αἰῶνας (στὸν ὁποῖον ἔζησαν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες) ὡς ὁ "χρυσοῦς" αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας».

Ἡ Α΄Οἰκουμενικὴ Σύνοδος εἰς τὴν Νίκαια

Ο τέταρτος (4ος) αἰῶνας ἔχει χαρακτηρισθῇ ἀπὸ πολλοὺς θεολόγους καὶ μελετητὲς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας ὡς ὁ «χρυσοῦς αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας». Αὐτὸ ὀφείλεται σὲ πολλοὺς παράγοντες. Πρῶτον, στὴν διοργάνωση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς μετὰ τὸ τέλος τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἔκδοση τοῦ Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων. Δεύτερον, στὴν συνάντηση μεταξὺ μεγάλων θεολογικῶν καὶ θρησκευτικῶν ρευμάτων ἤτοι τῆς ἰουδαϊκῆς σκέψεως, τῆς χριστιανικῆς ἀποκαλύψεως, τῆς γνωστικῆς διδασκαλίας καὶ τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας. Τρίτον, στὸν καθορισμὸ τῶν δογμάτων καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, λόγῳ τῶν πολλῶν αἱρέσεων καὶ τῶν σχισματικῶν καταστάσεων ποὺ παρατηρήθηκαν τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Τέταρτον στὴν ἐμφάνιση μεγάλων Πατέρων στὴν Ἐκκλησία, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν.

Ὅλα αὐτὰ θὰ τὰ δοῦμε ἀναλυτικότερα στὴν συνέχεια καὶ ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε καλύτερα τὸν μεγάλο θησαυρὸ ποὺ μᾶς κληροδότησαν καὶ τὸ καθῆκον μας νὰ διατηρήσουμε γιὰ τὶς ἑπόμενες γενιές.

1. Τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων

Ὁ 4ος αἰῶνας ἄρχισε μὲ τοὺς μεγάλους καὶ σκληροὺς διωγμοὺς ποὺ εἶχε διατάξει ὁ Διοκλητιανός. Ἑκατομμύρια μάρτυρες θυσιάσθηκαν γιὰ νὰ ὁμολογήσουν τὴν πίστη στὸν Τριαδικὸ Θεό. Τὸν διωγμὸ αὐτὸν τὸν ὑποκίνησε στὴν πραγματικότητα ὁ γαμβρὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ Γαλέριος, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἐξέδωσε διάταγμα τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 311 στὴν Νικομήδεια ἢ στὴν Σαρδικὴ μὲ τὸ ὁποῖο ἔθεσε τέρμα στὸν διωγμό. Ὁ Γαλέριος ἐπέτρεψε τὴν χριστιανικὴ λατρεία, ἀλλὰ μὲ τοὺς ὅρους νὰ μὴ πράττουν οἱ Χριστιανοὶ κάτι ἔναντι τῶν νόμων τοῦ Κράτους, καὶ νὰ εὔχωνται γιὰ τὸν αὐτοκράτορα. Ἐπίσης, διέτασσε νὰ ἐπιστραφοῦν στοὺς Χριστιανοὺς οἱ κατασχεθέντες καὶ ἀπαλλοτριωθέντες τόποι προσευχῆς, ἔναντι ἀποζημιώσεως. Ἡ ἔκδοση τοῦ Διατάγματος αὐτοῦ ὀφειλόταν ἀφ’ ἑνὸς μὲν στὴν θετικὴ ἐπίδραση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἐπάνω στὸν Γαλέριο, ἀφ’ ἑτέρου δὲ στὴν ἀσθένεια τοῦ Γαλερίου ἀπὸ τὴν ὁποία ἀπέθανε μετὰ ἀπὸ λίγο.

Δύο χρόνια μετά, καὶ συγκεκριμένα κατὰ τὸ ἔτος 313, ἐξεδόθη ἕνα Διάταγμα ποὺ φέρει τὴν ὀνομασία «Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων», διότι ὑπογράφηκε στὰ Μεδιόλανα, σημερινὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας, κατόπιν συσκέψεως μεταξὺ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καὶ τοῦ Λικινίου. Ἐφέτος ἐνθυμούμαστε τὰ 1700 χρόνια ἀπὸ τὴν ἔκδοση τοῦ Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων, ποὺ εἶναι πολὺ σημαντικό.

Πρόκειται γιὰ δύο κείμενα τὰ ὁποία διαφέρουν μεταξύ τους. Τὸ ἕνα διασώζεται ἀπὸ τὸν Λακτάντιο, ὁ ὁποῖος ἀντέγραψε τὸ ἔγγραφο, τὸ ὁποῖο δημοσιεύθηκε στὴν Νικομήδεια ἀπὸ τὸν Λικίνιο, μετὰ τὴν ἀπόσπαση τῆς Βιθυνίας (Μικρᾶς Ἀσίας) ἀπὸ τὸν Μαξιμίνο. Τὸ ἄλλο κείμενο διασώζεται ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο ὁ ὁποῖος μετέφρασε τὸ κείμενο ποὺ δημοσιεύθηκε στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης. Τὰ δύο αὐτὰ ἔγγραφα τὰ ὁποία ἦταν ἕνα καὶ ἔφεραν τὰ ὀνόματα τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ τοῦ Λικινίου ὀνομάζονται Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων. Οἱ ἱστορικοὶ προσπαθοῦν νὰ ἐξηγήσουν αὐτὴν τὴν διαφορὰ μεταξύ τους καὶ δίνουν διάφορες ἑρμηνεῖες ποὺ δὲν μᾶς ἀφορᾶ ἐδῶ.

Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων ἔδωσε πλήρη ἐλευθερία στοὺς πολῖτες τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους νὰ ἀσπασθοῦν τὸν Χριστιανισμὸ καὶ πλήρη ἐλευθερία τελέσεως τῆς λατρείας τους. Ἐπίσης, διέτασσε τὴν πλήρη ἐπιστροφὴ τῶν ἀπαλλοτριωθέντων ἢ δωρηθέντων τόπων τῆς προσευχῆς καὶ τῶν κοινοτικῶν κτημάτων, χωρὶς νὰ δοθῇ ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς ἀποζημίωση. Μὲ τὸ Διαταγμα αὐτὸ ὁ Χριστιανισμὸς ἦταν ἐλεύθερος νὰ τελῇ τὴν λατρεία του καὶ νὰ δέχεται πιστούς, ἀλλὰ δὲν καθοριζόταν ὅτι ἦταν ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους.

Θὰ παραθέσω δύο φράσεις ἀπὸ τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων, ὅπως διασώθηκε ἀπὸ τὸν Εὐσέβιο Καισαρείας καὶ ἀναφέρεται στὸ θέμα τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας. Ἡ μία φράση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἤδη μὲν πάλαι σκοποῦντες τὴν ἐλευθερίαν τῆς θρησκείας οὐκ ἀρνητέαν εἶναι, ἀλλ’ ἑνὸς ἑκάστου τὴ διανοία καὶ τῇ βουλήσει ἐξουσίαν δοτέον τοῦ τὰ θεῖα πράγματα τημελεῖν κατὰ τὴν αὐτοῦ προαίρεσιν ἕκαστον, κεκελεύκειμεν τοῖς τε Χριστιανοῖς τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς θρησκείας ἑαυτῶν τὴν πίστιν φυλάττειν». Ἡ ἄλλη φράση ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὁπότε εὐτυχῶς ἐγὼ Κωνσταντῖνος ὁ Αὔγουστος καγὼ Λικίνιος ὁ Αὔγουστος ἐν Μεδιολάνῳ ἐληλύθειμεν καὶ πάντα ὅσα πρὸς τὸ λυσιτελὲς καὶ τὸ χρήσιμον τῷ κοινῷ διέφερεν, ἐν ζητήσει ἔσχομεν ταῦτα μεταξὺ τῶν λοιπῶν ἅτινα ἐδόκει ἐν πολλοῖς ἄπασιν ἐπωφελὴ εἶναι, μᾶλλον δὲ ἐν πρώτοις διατάξαι ἐδογματίσαμεν, οἷς ἡ πρὸς τὸ θεῖον αἰδώς τε καὶ τὸ σέβας ἐνείχετο, τοῦτ’ ἔστιν, ὅπως δῶμεν καὶ τοῖς Χριστιανοῖς καὶ πᾶσιν ἐλευθέραν αἵρεσιν τοῦ ἀκολουθεῖν τῇ θρησκεία ἢ δ’ ἂν βουληθῶσιν...».

Πρόκειται γιὰ ἕνα Διάταγμα ποὺ καθόριζε τὴν λήξη τῶν διωγμῶν ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἔδινε ἐλευθερία στὸν Χριστιανισμὸ νὰ ἐπιτελῆ τὴν λατρεία του καὶ ἄνοιγε τὸν δρόμο γιὰ νὰ γίνη ἀργότερα ὁ Χριστιανισμὸς ἐπίσημη θρησκεία τοῦ Κράτους.

2. Ἡ συνάντηση τῶν μεγάλων θεολογικῶν ρευμάτων

Ὁ Χριστιανισμὸς μὲ τὴν ἐλευθερία ποὺ τοῦ δόθηκε ἄρχισε νὰ ἀναπτύσσεται καὶ νὰ δέχεται νέα μέλη στοὺς κόλπους του, διὰ τοῦ βαπτίσματος, τοῦ Χρίσματος, καὶ τελοῦσε ἐλεύθερα τὴν λατρεία του, ἰδιαίτερα τὸ μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἄρχισε μιὰ ἀναζωογόνηση καὶ ἀνασυγκρότηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ὕστερα ἀπὸ τὴν λαίλαπα τῶν διωγμῶν καὶ τῶν μαρτυρίων.

Ὅμως, ἡ ἐλευθερία δημιούργησε ἄλλους πειρασμούς, ὁ κυριότερος ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἦταν οἱ αἱρέσεις καὶ τὰ σχίσματα. Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία προσπάθησε νὰ δημιουργήση τοὺς χώρους τῆς λατρείας, δηλαδὴ τοὺς Ναούς, νὰ καθορίση τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο θὰ δεχθῇ τὰ νέα μέλη της, νὰ συγκροτήση τὸν τρόπο διοικήσεώς της καὶ φυσικὰ νὰ ἀντιμετωπίση τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς σχισματικούς. Ἕνα χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τοῦ 4ου αἰῶνος εἶναι ὅτι συναντήθηκαν μεγάλα φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ ρεύματα τὰ ὁποία κυριαρχοῦσαν στοὺς πρώτους αἰῶνες τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἰδιαιτέρως τὸν 2ο καὶ τὸν 3ο αἰῶνα. Θὰ γίνη μιὰ παρουσίαση αὐτῶν τῶν θρησκευτικῶν ρευμάτων γιὰ νὰ διαπιστωθῇ ἡ μεγάλη σπουδαιότητα τῆς συναντήσεώς τους μὲ τὸν Χριστιανισμό.

Τὸ βασικὸ θρησκευτικὸ ρεῦμα τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἰδίως στὴν Παλαιστίνη, ἦταν ὁ Ἰουδαϊσμός. Ὁ Χριστιανισμὸς ἀναπτύχθηκε στὰ μέρη τῆς Παλαιστίνης καὶ στὴν συνέχεια ἐξῆλθε ἀπὸ τὰ ὅριά της στὸν γνωστὸ τότε κόσμο. Οἱ Ἀπόστολοι ἦταν Ἰουδαῖοι κατὰ τὴν καταγωγὴ καί, ὅπως ἦταν φυσικό, γνώριζαν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, καὶ τὶς ἑρμηνευτικὲς διατάξεις, τὸ Ταλμούδ, δηλαδὴ γνώριζαν τὸν νόμο καὶ τὶς ἑρμηνεῖες του, ἀλλὰ τελικὰ δέχθηκαν καὶ τὴν νέα ἀποκάλυψη ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο.

Οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης γνώριζαν ὅτι στοὺς Προφῆτες ἀποκαλυπτόταν ὁ Κύριος τῆς δόξης, ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος καὶ τοὺς φανέρωνε τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Στὴν συνέχεια βρῆκαν τὸν Μεσσία, κατάλαβαν ἀπὸ τὴν πεῖρα τους ὅτι ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, ὁ Γιαχβὲ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Κύριος τῆς δόξης, ἔγινε ἄνθρωπος, βίωσαν τὴν ἄκτιστη δόξα Του στὸ ὅρος Θαβώρ, Τὸν εἶδαν ἀναστάντα καὶ ἔλαβαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁπότε ἔγιναν μέλη τοῦ Σώματός Του.

Εἶναι φυσικὸ ὅτι ἡ σκέψη τους καὶ ἡ φρασεολογία τους ἦταν καθαρὰ Παλαιοδιαθηκική. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὶς ἐπιστολές του ἔκανε λόγο γιὰ τὸν Κύριο τῆς δόξης, γιὰ τὸν σαρκικό, ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ ἄνθρωπο, γιὰ τὴν Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ, γιὰ τὸ Φῶς τοῦ Θεοῦ στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου κ.λ.π. Ἔτσι, ὅλη ἡ σκέψη καὶ ἡ φρασεολογία τῆς Καινῆς Διαθήκης, δηλαδὴ τῶν Εὐαγγελίων, τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Ἐπιστολῶν τους, εἶναι καθαρὰ ἑβραϊκή, ἀλλὰ μὲ νέα ἑρμηνεία, σύμφωνα μὲ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ.

Βεβαίως, οἱ Ἑβραῖοι τῆς ἐποχῆς ἐκείνης ποὺ δὲν δέχθηκαν τὸν Χριστὸ ἐξακολουθοῦσαν νὰ διαβάζουν τὴν Παλαιὰ Διαθήκη, δὲν μποροῦσαν ὅμως νὰ ἀποδεχθοῦν τὰ σχετικὰ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ, οὔτε τὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ γι’ αὐτὸ πολεμοῦσαν τοὺς Ἀποστόλους καὶ γενικὰ τοὺς Χριστιανούς. Ὁ Φίλων ὁ Ἰουδαῖος, ποὺ ἔζησε στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ἦταν σύγχρονος τοῦ Χριστοῦ, προσέλαβε καὶ μερικὰ ἑλληνιστικὰ στοιχεῖα στὴν διδασκαλία του.

Κατὰ τὸν 2ο αἰῶνα ἀναπτύχθηκε ἕνα ρεῦμα ποὺ ὀνομάσθηκε γνωστικισμός. Πρόκειται γιὰ ἕνα «φιλοσοφικό-πνευματιστικό-θρησκευτικό-μυστικιστικό-μαγικὸ πλέγμα διαφόρων ἀπόψεων, ποὺ διατυπώθηκαν στὴν διάρκεια τῶν πρώτων χριστιανικῶν αἰώνων». Ὁ γνωστικισμὸς συνιστᾶ ἕνα θρησκευτικὸ συγκρητισμὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Στὴν διδασκαλία του συνυπάρχουν ἀναμεμειγμένα διάφορα «ἑτερόκλητα στοιχεῖα ἀπὸ τὴν μυθολογία τῶν Αἰγυπτίων, τῶν Βαβυλωνίων καὶ ἄλλων ἀνατολικῶν λαῶν, ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση καὶ φιλοσοφία καὶ ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ θεολογία».

Βασικὴ ἀρχὴ τοῦ γνωστικισμοῦ εἶναι ὅτι ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ ἀγαθὸς Θεὸς εἶναι ἕνα ὑπερβατικὸ ὃν ποὺ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν κόσμο, ἀντίθετα ὁ δημιουργὸς τοῦ κόσμου εἶναι ὁ κακὸς Θεός, ὅπως εἶναι ὁ Θεὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν πίστη, ἀλλὰ μὲ τὴν γνώση, ἡ ὁποία «ἀποτελεῖ μιὰ ἀνώτερη, πνευματική, ἐνορατικὴ θεία μορφὴ γνώσης ποὺ ἀντιδιαστέλλεται τόσο πρὸς τὴν ἐπιστήμη, ἡ ὁποία ἔχει κοσμικὸ περιεχόμενο, ὅσο καὶ πρὸς τὴν θρησκευτικὴ πίστη, ἡ ὁποία ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸ δόγμα». Αὐτὴ ἡ γνώση εἶναι μιὰ ἐσωτερικὴ σπίθα, καὶ ὁ ἄνθρωπος σώζεται δι’ αὐτῆς. Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ ὕψιστος ἄρχων, ὁ σωτῆρας ποὺ ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν ἀγαθὸ Θεὸ γιὰ νὰ ἀναζωπυρώση τὶς σπίθες αὐτὲς ποὺ ὑπάρχουν μέσα στοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ βοηθήση στὴν ἀποκατάστασή τους.

Γνωστικιστὲς τῶν πρώτων αἰώνων ἔδρασαν σὲ διάφορα μέρη τοῦ τότε γνωστοῦ κόσμου, ὅπως εἶναι ὁ Βασιλείδης στὴν Αἴγυπτο, ὁ Βαρδησάνης στὴν Μεσοποταμία, ὁ Μαρκίων στὴν Σινώπη καὶ τὴν Ρώμη, ὁ Καρποκράτης στὴν Ἀλεξάνδρεια καὶ ὁ Μάνης στὴν Περσία ποὺ εἶναι καὶ ὁ εἰσηγητὴς τοῦ μανιχαϊσμοῦ. Τὸν γνωστικισμὸ ἀντιμετώπισαν οἱ Ἀποστολικοὶ Πατέρες, κυρίως ὁ ἅγιος Εἰρηναῖος, Ἐπίσκοπος Λυῶνος, ποὺ ἔγραψε τὸ βιβλίο «ἔλεγχος καὶ ἀνατροπὴ τῆς ψευδωνύμου γνώσεως». Ὁ γνωστικισμὸς θεωρήθηκε ὡς μιὰ ἀπειλὴ ἐναντίον τοῦ Χριστιανισμοῦ γιατί ἀμφισβητοῦσε τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὶς ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ὑπονόμευε τὴν ἀπολυτρωτικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔθετε τὶς βάσεις γιὰ ἕναν θεολογικὸ καὶ φιλοσοφικὸ δυϊσμὸ (διάκριση μεταξὺ καλοῦ καὶ κακοῦ Θεοῦ), ἀλλὰ καὶ ὑπερτόνιζε τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὸν ὁποῖο ὑπάρχουν οἱ σπίθες τῆς γνώσεως, παραθεωρῶντας τὴν πίστη στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.

Ἕνα ἄλλο ρεῦμα ποὺ κυριαρχοῦσε τὸν 3ο αἰῶνα ἦταν ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνος τοῦ Ἀριστοτέλη, ἐκτὸς τῶν Ἀθηνῶν, καὶ στὸν χῶρο τῆς Ἀλεξάνδρειας καὶ τῆς Ἀντιοχείας, ποὺ ἐπηρέασε μερικοὺς Χριστιανοὺς θεολόγους. Ἐξακολουθοῦσαν νὰ λειτουργοῦν οἱ φιλοσοφικὲς σχολὲς στὶς ὁποῖες διδασκόταν ἡ ἑλληνικὴ φιλοσοφία, καὶ κυκλοφοροῦσαν τὰ ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων. Κυρίως ἀπὸ τὸν 3ο αἰῶνα ἀναπτύχθηκε ὁ νεοπλατωνισμὸς ποὺ ἦταν μιὰ προσπάθεια ἀναβίωσης τοῦ ἀρχαίου πλατωνισμοῦ, μὲ νέα στοιχεῖα. Βασικὴ διδασκαλία τοῦ νεοπλατωνισμοῦ εἶναι ὅτι χωρίζεται ἡ πραγματικότητα σὲ τέσσερα ἐπίπεδα, ἤτοι τὸ ἕν ποὺ εἶναι ἡ οὐσία, ὁ νοῦς, ἡ ψυχή, καὶ ὁ αἰσθητὸς κόσμος. Κάθε ἕνα ἀπὸ αὐτὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ προηγούμενο, διὰ τῆς ἀπορροῆς, καὶ μεταξύ τους ὑπάρχει ἡ λεγόμενη «ἁλυσίδα τοῦ ὄντος». Ἔτσι, ἀπὸ τὸ πλεόνασμα τοῦ ἑνός –τῆς οὐσίας– δημιουργήθηκε διὰ τῆς ἀπορροῆς ὁ νοὺς ἀπὸ τὸ πλεόνασμα τοῦ νοῦ δημιουργήθηκε, διὰ τῆς ἀπορροῆς, ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ πλεόνασμα τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς δημιουργήθηκε, διὰ τῆς ἀπορροῆς, ὁ αἰσθητὸς κόσμος.

Κατὰ τὸν νεοπλατωνισμὸ ἡ ψυχὴ διακρίνεται σὲ κοσμικὴ ψυχὴ «χάρη στὴν ὁποία ἡ ἀπροσδιόριστη ὕλη προσέλαβε μορφὴ» καὶ ἔτσι σχηματίζονται τὰ αἰσθητὰ πράγματα, καὶ στὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ «ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὴ μορφὴ τοῦ σώματος τοῦ φορέα της». Ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἐπανάκαμψη τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὴν ἐπιρροὴ τοῦ σώματος στὸ ἀρχικὸ ἕν ἀπὸ τὸ ὁποῖο προῆλθε. Ἔτσι γίνεται λόγος γιὰ τρία στάδια, ἤτοι τὴν μονή, τὴν πρόοδο καὶ τὴν ἐπιστροφή.

Ὁ νεοπλατωνισμὸς διαμορφώθηκε σὲ διάφορες σχολὲς στὶς μεγάλες πόλεις καὶ περιοχὲς τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅπως τὴν Ρώμη, τὴν Ἀλεξάνδρεια, τὴν Συρία, τὴν Πέργαμο, τὴν Ἀθήνα κ.λ.π. καὶ ἐκφραστές τους ἦταν ὁ Πλωτῖνος, ὁ Πορφύριος, ὁ Ἰάβλιχος κ.ἄ. Ὁ νεοπλατωνισμὸς ποὺ ἐμφανίσθηκε τὸν 3ο αἰῶνα ἐπέζησε μὲ διάφορες μορφὲς σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες, μέχρι τὴν φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς μας.

Ἀποστέλεσμα ὅλων αὐτῶν τῶν φιλοσοφικῶν καὶ θρησκευτικῶν ρευμάτων ἦταν ὅτι ἐπηρεάσθηκαν μερικοὶ Χριστιανοὶ θεολόγοι, οἱ ὁποῖοι φιλοσοφοῦσαν πάνω στὴν ἀποκαλυπτικὴ ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀνέπτυξαν τὸν λεγόμενο ἐξελληνισμένο Χριστιανισμό. Πρόκειται γιὰ μερικοὺς θεολόγους οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νὰ κατανοήσουν καὶ νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία μέσα ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ τὰ φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς τους. Οἱ Χριστιανοὶ θεολόγοι αὐτῆς τῆς κατηγορίας θεολογούσαν περισσότερο φιλοσοφικά, χωρὶς νὰ διαθέτουν προσωπικὴ ἐμπειρία τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἔτσι ἐξελλήνισαν τὸν Χριστιανισμό, ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία καὶ κατέληξαν σὲ αἱρέσεις.

Στὴν κατηγορία αὐτὴν ὑπάγονται ὁ Παῦλος Σαμοσατεύς, ὁ Λουκιανὸς Ἀντιοχεύς, ὁ Σαβέλλιος, ὁ Ἄρειος καὶ οἱ Ἀρειανοί, ὁ Εὐνόμιος, τοὺς ὁποίους ἀντιμετώπιζαν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλοι αὐτοὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἑρμηνεύσουν τὴν χριστιανικὴ θεολογία, χρησιμοποιῶντας τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία, στὰ θέματα σχέσεως μεταξὺ τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἕνωση τῶν δύο φύσεων στὸν Χριστό, καὶ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου. Ἔκαναν λόγο γιὰ πρόσωπα καὶ ὑπόσταση, γιὰ οὐσία καὶ ἐνέργειες, γιὰ μεταφυσικά, ἀμετάβλητα καὶ μεταβλητά, γιὰ ἐντελέχεια κλπ.

Τὰ φιλοσοφικά, θρησκευτικὰ καὶ θεολογικὰ αὐτὰ ρεύματα διαμόρφωσαν ἕνα κλίμα στὴν Ἐκκλησία τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων καὶ κυριαρχοῦσαν στὶς ἀπόψεις μερικῶν θεολόγων γύρω ἀπὸ τὰ θεολογικὰ θέματα. Αὐτὲς οἱ αἱρετικὲς ἀπόψεις ἐπηρέαζαν τοὺς Χριστιανούς, ὅπως ἦταν φυσικό, καὶ οἱ Ἐπίσκοποι προσπαθοῦσαν νὰ τὶς ἀντιμετωπίσουν. Ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ νέα πρόκληση στὴν ὁποία βρέθηκε ἡ Χριστιανικὴ Ἐκκλησία. Ἐνῷ στοὺς πρώτους αἰῶνες ἡ πρόκληση ἀναφερόταν στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως ἡ ὁποία ἐκφραζόταν διὰ τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀνέδειξε τοὺς μάρτυρες, κατὰ τὸν 3ο καὶ 4ο αἰῶνα, ἡ πρόκληση ἀναφερόταν στὴν ὁμολογία τῆς πίστεως μὲ ὅρους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ ἀνέδειξε τοὺς Μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας.

3. Ἡ διαμόρφωση τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας καὶ ζωῆς

Ἡ Ἐκκλησία κατὰ τὸν 4ο αἰῶνα βρέθηκε μπροστὰ σὲ αὐτὲς τὶς προκλήσεις, ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὸν Ἰουδαϊσμό, τὸν γνωστικισμό, τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία καὶ κυρίως τὸν νεοπλατωνισμό. Χρειάσθηκε, ἑπομένως νὰ ἀντιμετωπίση ὅλα αὐτὰ τὰ φιλοσοφικὰ καὶ θρησκευτικὰ ρεύματα καὶ νὰ ἐκφράση τὴν ἀποκαλυπτική της ἀλήθεια μέσα ἀπὸ τὴν νέα ὁρολογία. Ἔτσι, χωρὶς νὰ χάση καθόλου τὸ περιεχόμενο τῆς Ἀποκαλύψεως υἱοθέτησε μιὰ νέα ὁρολογία. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀντιμετώπισε καὶ τὸν κίνδυνο ποὺ προερχόταν ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ποὺ ἐξέφραζαν τὸν λεγόμενο ἐξελληνισμένο Χριστιανισμό, καὶ οἱ ὁποῖοι μετέτρεπαν τὸν Χριστιανισμὸ σὲ μιὰ μορφὴ τοῦ ἑλληνισμοῦ, μὲ τὴν δική του φιλοσοφικὴ σκέψη.

Ἔτσι, ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτὴν τὴν συνάντηση, διὰ τῶν Πατέρων της, ἐξέφρασε τὸν ἐκχριστιανισμένο ἑλληνισμό, ὅπως τὸ χαρακτήριζε ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι. Τὰ ἰδιαίτερα σημεῖα ποὺ διακρίνουν αὐτὴν τὴν προσπάθεια, ποὺ εἶναι πραγματικὰ ἐργώδης, μποροῦν νὰ ἐντοπισθοῦν σὲ δύο ἐνδεικτικὲς χρονολογίες, ἤτοι τὸ ἔτος 325 μ.Χ. ποὺ συνεκλήθη ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, καὶ τὸ ἔτος 381 μ.Χ. ποὺ συνεκλήθη ἡ Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος στὴν Κωνσταντινούπολη.

Τὸ διάστημα ποὺ προηγήθηκε τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καὶ τὸ διάστημα μεταξὺ τῆς Α’ καὶ Β’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν πολὺ σημαντικὰ γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιατί τότε ἀγωνίσθηκε γιὰ νὰ διαμορφωθῇ ἡ νέα πραγματικότητα, νὰ ἐκφρασθῇ ἡ αὐθεντικὴ θεολογία μέσα ἀπὸ νέους ὅρους, οἱ ὁποῖοι θὰ παραμείνουν ἔκτοτε στὴν Ἐκκλησία μέχρι σήμερα. Ὑπέρμαχος στὴν Ἂ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἦταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καὶ στὴν Β’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, καὶ ἀκόμη ἔμμεσα ὁ Μ. Βασίλειος, ὁ ὁποῖος εἶχε κοιμηθῇ πρὶν συνέλθη ἡ Σύνοδος (379 μ.Χ.) ἀλλὰ μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὸ ἔργο του προετοίμασε ὅλη τὴν θεολογία τῆς Συνόδου αὐτῆς.

Στὴν συνέχεια θὰ τονισθοῦν μερικὰ σημεῖα τὰ ὁποία δείχνουν τὸ τί ἔγινε τὸν 4ο αἰῶνα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μόλις βγῆκε ἀπὸ τὴν περίοδο τῶν διωγμῶν καὶ τοῦ μαρτυρίου, ἀλλὰ καὶ πῶς ἀντιμετώπισε τὴν πρόκληση τῶν αἱρέσεων πάνω στὸ θέμα αὐτό. Στὴν θεολογία, δηλαδὴ τὴν τριαδολογία, χρησιμοποιήθηκε μιὰ νέα ὁρολογία μέσα στὴν ὁποία διασώθηκε ὅλη ἡ ἀποκαλυπτικὴ θεολογία γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα. Ἔτσι, ἐνῷ μέχρι τότε ἔκαναν λόγο γιὰ τὸ τρισήλιο Φῶς, τὰ τρία Φῶτα –τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος– τώρα οἱ Μεγάλοι Πατέρες, χωρὶς νὰ ἀποδεσμευθοῦν καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν βιβλικὴ ὁρολογία, ἔκαναν λόγο γιὰ πρόσωπα, οὐσία, ἐνέργεια, τρόπο ὑπάρξεως, προκειμένου νὰ ἐκφράσουν τὴν σχέση μεταξύ τους. Ὁ Θεὸς εἶναι τρία πρόσωπα-ὑποστάσεις, ὑπάρχει μιὰ κοινὴ οὐσία καὶ ἐνέργεια, τὸ κάθε πρόσωπο ἔχει τὸν ἰδιαίτερο τρόπο ὑπάρξεώς του, τὸ λεγόμενο ὑποστατικὸ ἰδίωμα, ὁ ἄνθρωπος μετέχει τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι τῆς οὐσίας Τοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀντιμετώπισαν ὅλες τὶς ἐμφανισθεῖσες αἱρέσεις καὶ διασώθηκε ἡ ἀποκαλυπτικὴ θεολογία. Αὐτὴ εἶναι ἡ λεγόμενη πολεμικὴ θεολογία. Τελικά, στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, καθὼς καὶ στὰ πατερικὰ κείμενα, διασώθηκαν τόσο ἡ βιβλικὴ ὅσο καὶ ἡ πατερικὴ ὁρολογία.

Στὴν χριστολογία, οἱ Πατέρες, χρησιμοποιῶντας τοὺς ὅρους τῶν φιλοσοφούντων θεολόγων, ἔκαναν κάποια ἄλλη χρήση τους γιὰ νὰ τὸ ἐκφράσουν καλύτερα. Ἐνῷ ὁ Πατήρ, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἔχουν μία φύση καὶ ἐνέργεια στὰ Τρία Πρόσωπα, ὁ Χριστὸς ἔχει δύο φύσεις καὶ ἐνέργειες, θεῖα καὶ ἀνθρώπινη, στὸ ἕνα πρόσωπό Του. Στὴν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ στὰ πατερικὰ κείμενα διασώθηκε καὶ στὸ θέμα αὐτὸ τόσο ἡ βιβλικὴ θεολογία ποὺ κάνει λόγο γιὰ τὸν Μεγάλης Βουλῆς ἄγγελο, γιὰ τὸν Κύριο τῆς δόξης, ὅσο καὶ ἡ πατερικὴ ὁρολογία, γιὰ τὶς δύο φύσεις, θεῖα καὶ ἀνθρώπινη, ποὺ ἑνώθηκαν στὸ ἕνα πρόσωπο τοῦ Λόγου.

Στὴν ἐκκλησιολογία ἔγινε μεγάλη προσπάθεια γιὰ νὰ κατοχυρωθῇ ἡ ἑνότητα τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Αὐτὸ τὸ ἐπέτυχαν οἱ Πατέρες μὲ τοὺς ἱεροὺς κανόνες στὶς Τοπικὲς καὶ Οἰκουμενικὲς Συνόδους, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐνεργοῦν τὰ χαρίσματα κάθε μέλους τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ τὴν ἐπισκοποκεντρικὴ θεώρησή της. Ἐπίσης, προσλήφθηκε τὸ διοικητικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας μὲ τὶς Ἐπαρχίες, τὶς Διοικήσεις - Ἐξαρχίες καὶ τὶς Ὑπαρχίες, γιὰ νὰ συγκροτηθῇ τὸ συνοδικὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Μὲ αὐτὴν τὴν ρύθμιση ὅρισαν τὸ Μητροπολιτικὸ σύστημα στὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, στὴν Β' Οἰκουμενικὴ Σύνοδο θεσπίσθηκε τὸ ὑπερμητροπολιτικὸ σύστημα τὸ ὁποῖο ἐξελίχθηκε σὲ Πατριαρχικὸ σύστημα διοικήσεως. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἀντιμετωπίσθηκαν τὰ σχίσματα καὶ οἱ διαιρέσεις, καὶ διατηρήθηκε ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Στὴν εὐχαριστιολογία ἐπικεντρώθηκε τὸ ἐνδιαφέρον καὶ ἡ προσοχὴ στὴν θεία Εὐχαριστία σὲ σχέση μὲ τὰ ἄλλα Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ θεία Εὐχαριστία, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ δόγματα καὶ τὴν Ἁγία Γραφή, ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Οἱ Κληρικοί, μοναχοὶ καὶ λαϊκοὶ συνέρχονται στὴν θεία Εὐχαριστία γιὰ νὰ κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, καὶ οἱ Τρεὶς Ἱεράρχες συνέταξαν εὐχὲς γιὰ τὴν θεία Εὐχαριστία, ποὺ ἔλαβαν καὶ τὸ ὄνομά τους.

Στὴν ἀνθρωπολογία ἔγινε προσπάθεια νὰ καθορισθῇ ἡ διδασκαλία τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποιός τὸν δημιούργησε καὶ ποιός εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς του. Ἀναπτύχθηκε ἰδιαίτερα ἡ διδασκαλία γιὰ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ τὸ καθ’ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἑρμηνεύθηκαν οἱ ὅροι αὐτοὶ θεολογικά. Παρουσιάσθηκε ἡ ἀλήθεια ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι δημιούργημα τοῦ κακοῦ Θεοῦ, δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ μηδενός, ἀλλὰ ποίημα τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν προϋπῆρχε ἡ ψυχὴ τοῦ σώματος οὔτε τὸ σῶμα τῆς ψυχῆς.

Στὴν μοναχικὴ ζωὴ καθορίσθηκαν οἱ κανόνες καὶ οἱ ὅροι μέσα ἀπὸ τοὺς ὁποίους μποροῦν οἱ μοναχοὶ νὰ ζήσουν ἐκκλησιαστικὰ καὶ εὐαγγελικά. Γιατί μετὰ τὴν λήξη τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἐπελθοῦσα ἐκκοσμίκευση στὸν χῶρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς ἀναπτύχθηκε στὸ ἔπακρο ὁ ἀναχωρητισμὸς ποὺ μποροῦσε νὰ ἐξελιχθῆ σὲ ἕναν χριστιανικὸ ἀναρχισμό. Ἡ Ἐκκλησία διὰ τῶν φωτισμένων Πατέρων καθόρισε τοὺς κανόνας βάσει τῶν ὁποίων θὰ ὀργανωθοῦν οἱ μοναχοὶ σὲ κοινόβια καὶ τὸ κυριότερο θὰ εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν ποιμαντικὴ καθοδήγηση τῶν Ἐπισκόπων τῆς Πόλεως.

Στὴν ποιμαντικὴ καθοδήγηση τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας δόθηκε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔπρεπε νὰ παιδαγωγοῦνται γιὰ νὰ ζοὺν πραγματικὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μέσα σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ δοῦμε τὶς ὁμιλίες τῶν Πατέρων κατὰ τὶς λειτουργικὲς καὶ λατρευτικὲς συνάξεις, ποὺ ἀναφέρονται στὸ δόγμα καὶ τὴν ἄσκηση. Ἑπομένως, ἡ Ἐκκλησία, ἰδιαίτερα τὸν 4ο αἰῶνα, ἐργάσθηκε συστηματικὰ γιὰ τὴν ὀργάνωση καὶ τὴν ἀνάπτυξή της, ἀφοῦ ἀπέκτησε τὴν ἐλευθερία της. Ὁ 4ος αἰῶνας εἶναι ἕνας αἰῶνας πολὺ σημαντικὸς γιὰ ὅλη τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ποὺ ἀντιμετώπισε δημιουργικὰ ὅλες τὶς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς ἐκείνης.

Τὸ Β μέρος: ( Ὁ τέταρτος (4ος) αἰῶνας ὡς ὁ «χρυσοῦς» αἰῶνας τῆς Ἐκκλησίας (Β') )

Ὁ Μέγας Βασίλειος καὶ ἡ κοινοχρησία

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Μεταξὺ τῶν ἁγίων Πατέρων ποὺ καταφέρθηκαν ἐναντίον τῶν ἀδίκων πλουσίων, ποὺ στηρίζονταν πάνω στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, καὶ περιφρονοῦσαν ἡ ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὴν ἀδικία καὶ τὴν πεῖνα ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν κοινωνία, ἦταν καὶ ὁ Μέγας Βασίλειος. Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ὁ Μ. Βασίλειος μίλησε γιὰ τὰ καυτὰ κοινωνικὰ θέματα τῆς ἐποχῆς του, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ ἴδιος ἔδωσε τὸ παράδειγμα. Μοίρασε στοὺς πτωχοὺς τὴν μεγάλη περιουσία ποὺ εἶχε καὶ ἔπειτα ἔγινε ἱερεὺς καὶ ἐπίσκοπος τῆς Καισαρείας της Καππαδοκίας. Ἔτσι δὲν μιλοῦσε ἀπὸ τὸ γραφεῖο θεωρητικά. Ὁ ἴδιος πρῶτα τὸ ἔζησε καὶ ἔπειτα δίδαξε, γι’ αὐτὸ καὶ ὁ λόγος του ἦταν βροντή, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ βίος του ἦταν ἀστραπή.

Ο Μέγας Βασίλειος

Ὁ Μέγας Βασίλειος ἐργάσθηκε ποιμαντικά. Δὲν προσπάθησε νὰ μεταστρέψη τὴν ἀγανάκτηση τῶν πτωχῶν ἐναντίον τῶν πλουσίων καὶ νὰ δημιουργήση μῖσος, ἀλλὰ προσπάθησε νὰ θεραπεύση τόσο τοὺς πτωχοὺς ὅσο καὶ τοὺς πλουσίους νὰ βλέπουν τὰ πράγματα διαφορετικά. Τὰ θέματα ὅταν ἀντιμετωπίζωνται ἐπιφανειακὰ δημιουργοῦν μεγαλύτερα προβλήματα. Ἔτσι μιλῶντας γιὰ τὴν ἀβεβαιότητα τοῦ πλούτου καὶ ὅτι εὔκολα μεταβάλλεται, ἀφοῦ ἀλλάξουν μερικὰ κοινωνικὰ δεδομένα, στὴν συνέχεια τονίζει το νὰ περιφρονοῦμε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά. Ὅπως ἔγραψα προηγουμένως αὐτὸ τὸ κάνει γιὰ νὰ ἐργασθῇ ποιμαντικὰ στὸν λαό. Τὸ εὐκολώτερο πρᾶγμα εἶναι νὰ γίνη κανεὶς λαοπλάνος καὶ νὰ πετάη συνθήματα ἐπιφανειακά. Τὸ δυκολώτερο εἶναι νὰ θεραπεύη τὰ πάθη τοῦ λαοῦ. Μὲ τὴν διδασκαλία περὶ περιφρονήσεως τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν θέλει νὰ μετατοπίση τὴν σκέψη τόσο τῶν πλουσίων ὅσο καὶ τῶν πτωχῶν ἀπὸ τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ὥστε νὰ παύσουν νὰ νομίζουν ὅτι αὐτὰ ἀποτελοῦν τὰ μόνα ἀγαθὰ πάνω στὴν γῆ. Ὁ λόγος τῆς περιφρονήσεως τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν δὲν εἶναι μανιχαϊκός, ἀλλὰ ἐντάσσεται μέσα στὴν προσπάθεια νὰ φέρη μιὰ ἰσορροπία στὴν κοινωνία. Πράγματι δυὸ εἶναι οἱ δυνατὲς στάσεις ποὺ μπορεῖ νὰ λάβη κανεὶς ἀπέναντι τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Ἡ μιὰ εἶναι ἡ εἰδωλολατρικὴ (θεοποίησή τους) καὶ ἡ ἄλλη ἡ μανιχαϊκὴ (ἡ ἀπόρριψή τους). Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν δέχονται οὔτε τὴν μιὰ οὔτε τὴν ἄλλη, ἀλλὰ δέχονται ὅτι τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ πρέπει νὰ προσφέρωνται ὡς ἀντίδωρα στὸν Θεὸ καὶ στὸν συνάνθρωπο.

Ὅταν χρειάσθηκε νὰ γίνη καυστικὸς τὸ ἔκανε. Ὅταν ἔβλεπε τοὺς πλουσίους νὰ καυχῶνται γιὰ τὴν δύναμη τοῦ πλούτου τους, τότε δὲν σιώπησε. Σὲ ἕνα ἔργο του λέγει ὅτι θεωρεῖ τέλεια κοινωνία ἐκείνη ἀπὸ τὴν ὁποία ἔχει ἐξορισθῇ ἡ ἰδιότητα τῆς κτήσεως καὶ ἡ ἐναντίωση τῆς γνώμης (οἱ φιλονικίες). Ὅμως, μελετῶντας ὅλη τὴν διδασκαλία τοῦ Μ. Βασιλείου, συμπεραίνουμε ὅτι δὲν κατηγοροῦσε τόσο τὴν ἰδιοκτησία ὅσο τὴν ἰδιοποίηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν. Θέλει νὰ φιλοτιμήση τοὺς πλουσίους νὰ δίδουν ἐλεύθερα σ’ αὐτοὺς ποὺ ἔχουν ἀνάγκη, καὶ ἔτσι νὰ ἐπικρατήση πάνω στὴν γῆ ἡ κοινοχρησία. Αὐτήν την κοινοχρησία προσπαθεῖ νὰ τεκμηριώση μὲ πολλὰ παραδείγματα.

Χρησιμοποιεῖ τὴν περίπτωση τῶν ζώων. Τὰ πρόβατα βόσκουν ἐπάνω στὰ ὄρη καὶ οἱ πολυπληθεῖς ἵπποι ἀπολαμβάνουν τὸ χορτάρι στῆς γῆς στὴν ἴδια πεδιάδα χωρὶς ἔριδες μεταξύ τους. Ἐμεῖς ὅμως ἁρπάζουμε τὰ κοινὰ καὶ ἰδιοποιούμαστε αὐτὰ ποὺ ἀνήκουν στοὺς πολλούς. Χρησιμοποιεῖ ἐπίσης ἐπιχειρήματα φυσικά. Ἐκεῖνος, λέγει, ποὺ ἰδιοποιεῖται τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ μοιάζει μὲ τὸν θεατὴ ποὺ εἰσέρχεται πρῶτος στὸ θέατρο, τὸ καταλαμβάνει ὁλόκληρο καὶ δὲν ἀφήνει νὰ εἰσέλθη ἄλλος, ἐπειδὴ τὸ θεωρεῖ ἀπολύτως δικό του. Ἐπίσης ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος γεννιέται γυμνὸς καὶ ἐπιστρέφει στὴν γῆ γυμνός, εἶναι παράλογο νὰ ἰδιοποιῆται τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, ἐπειδὴ πρόλαβε καὶ τὰ ἀπέκτησε αὐτός. Χρησιμοποιεῖ ἀκόμη τὸ ἐπιχείρημα τοῦ κοινωνικοῦ προορισμοῦ τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν καὶ τοῦ πλούτου. Ὁ ἄρτος, λέγει, ἀνήκει στὸν πεινασμένο, τὸ ἱμάτιο στὸν γυμνό, τὸ ὑπόδημα στὸν ἀνυπόδητο, τὸ ἀργύριο στὸν πτωχό. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος κατακρύπτει τὰ ἀγαθὰ καὶ ἀποφεύγει νὰ ἐνδύση τὸν γυμνὸ ἡ νὰ θρέψη τὸν πεινασμένο δὲν εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὸν λωποδύτη ποὺ γυμνώνει τον πεινασμένο. Τὰ ἔλεγε αὐτὰ ὁ ἅγιος γιατί στὴν ἐποχή του σὲ περίοδο πείνας οἱ πλούσιοι εἶχαν γεμᾶτες τὶς ἀποθῆκες. Ἐπίσης χρησιμοποιεῖ τὸ παράδειγμα τῆς πρώτης Ἐκκλησίας στὴν ὁποία ὅλα ἦταν κοινά, ὁ βίος, ἡ ψυχή, ἡ συμφωνία, ἡ τράπεζα, ἡ ἀδελφότης καὶ ἡ ἀγάπη ἡ ὁποία μετέβαλε σὲ ἕνα τὰ πολλὰ σώματα καὶ συνήρμοζε σὲ μία ὁμόνοια τὶς διάφορες ψυχές. Αὐτὴ ἡ κοινοκτημοσύνη πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ὡς κοινοχρησία.

Πέρα ἀπὸ αὐτὰ στὰ ἔργα του ὁ Μ. Βασίλειος τονίζει πολὺ τὴν ἀξία τοῦ πραγματικοῦ πλούτου, ποὺ εἶναι ἡ Χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ὁ πλούσιος χωρὶς Χριστὸ εἶναι πάμπτωχος καὶ ὁ πτωχὸς μὲ τὸν Χριστὸ εἶναι πάμπλουτος. Οἱ ὑλικὲς ἀπολαύσεις, ἔλεγε, ἔχουν περισσότερο πόνο, παρὰ ὑλικὴ εὐχαρίστηση. Τὰ πλούτη ἔχουν τὶς ἐπιβουλές, οἱ τρυφές, οἱ χορτασμοὶ καὶ οἱ ἀδιάκοπες ἀπολαύσεις ἔχουν τὴν ποικιλία τῶν ἀσθενειῶν καὶ ἄλλα ἀκόμη πάθη. Οἱ Ἀπόστολοι εἶχαν τὸν Χριστὸ καὶ εἶχαν τὰ πάντα. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ἁγίους.

Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας προσπάθησαν νὰ λύσουν τὰ προβλήματα τῆς ἐποχῆς τους μὲ βάση τὸν Θεὸ καὶ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ συνεχῶς ἐπεδίωκαν νὰ ἀνεβάσουν τὸν νοῦ τῶν ἀνθρώπων στὸ πραγματικὸ ἀγαθό, ποὺ εἶναι ὁ Θεός.

Ὁ Ναυπάκτου Ἱερόθεος μέ τούς Φοιτητές: «Ὁ ποιητής ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος»

Τήν Πέμπτη 2 Ἰανουαρίου 2020 πραγματοποιήθηκε ἡ συνάντηση τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου μέ τούς Φοιτητές τῆς Ναυπακτίας, μέ τήν εὐκαιρία τῆς εἰσόδου στό νέον ἔτος. Τήν ἐκδήλωση αὐτή ἔχει καθιερώσει ἀπό τήν ἐνθρόνισή του (1995) ὁ Σεβασμιώτατος καί ὀνομάζεται ἁπλά «Φοιτητικό». Τό φετινό «Φοιτητικό» περιελάμβανε τήν κοπή τῆς βασιλόπιτας, τήν ὁμιλία τοῦ Σεβασμιωτάτου μέ θέμα «Ὁ ποιητής ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος», συζήτηση μέ τούς φοιτητές, τήν κλήρωση γιά τέσσερεις φοιτητές ἀπό τό ταμεῖο εὐποιΐας καί δεξίωση ἀπό τίς κυρίες τῶν Συνδέσμων Ἀγάπης τῶν Ἐνοριῶν τῆς Ναυπάκτου.

Ὁ Σεβασμιώτατος διάρθρωσε τόν λόγο του σέ τρία μέρη. Στό πρῶτο ἀνέλυσε τήν ἔννοια τῆς ποίησης ἀπό τούς ἀρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα, τόν ὁρισμό της, τά εἴδη καί τά γένη της καί μίλησε γιά τήν σχέση τῆς ποίησης μέ τήν θρησκεία. Στό δεύτερο μέρος ἀναφέρθηκε στόν ἅγιο Γρηγόριο ὡς «γεννημένο ποιητή», ἀφοῦ ἡ ποίηση καί ἡ μουσικότητα ἀνέβλυζε ἀπό μέσα του καί ὁ λόγος του, εἴτε πεζός εἴτε ἔμμετρος, ἦταν πάντα ποιητικός, κατά τόν ἀείμνηστο διακεκριμένο πατρολόγο Παναγιώτη Χρήστου. Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Γρηγόριος αἰτιολογοῦσε τήν σύνθεση τῶν ποιημάτων του σέ τρεῖς λόγους: γιά νά διατυπώνη τήν σκέψη του μέ συντομία, γιά νά προσφέρη τούς νεαρούς φίλους τοῦ λόγου τέρψη καί ὠφέλιμη ἀνάγνωση, καί γιά νά ἀποδείξη ὅτι οἱ Χριστιανοί δέν ὑστεροῦν στήν λογοτεχνία ἀπό τούς ἔξωθεν σοφούς. Στό τρίτο μέρος ὁ Σεβασμιώτατος ἀνέγνωσε στούς φοιτητές ὁρισμένα ποιήματα ἀπό τά θαυμάσια ποιήματα (408 σωζόμενα ποιήματα μέ 18.000 στίχους) τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, σχολιάζοντάς τα ὅπου ἦταν ἀπαραίτητο.

Μετά τήν ὁμιλία ἀκολούθησε συζήτηση μέ τούς ἀκροατές, μοιράσθηκε ἡ βασιλόπιτα, τῆς ὁποίας τό φλουρί ἀντιστοιχοῦσε σέ ἕνα βιβλίο καί σέ 150 εὐρώ, καί ἀκολούθησε ἡ κλήρωση τεσσάρων φοιτητῶν, οἱ ὁποῖοι ἔλαβαν ἐπίσης ἀπό 150 εὐρώ ἀπό τό ταμεῖο Εὐποιΐας τοῦ Μητροπολίτου καί ἀπό ἕνα ἡμερολόγιο τῆς Ἱ. Μητροπόλεως. Ἡ τελευταία ἔκπληξη τῆς ἐκδήλωσης προῆλθε ἀπό τόν παρόντα Ναυπάκτιο Βουλευτή Αἰτωλοακαρνανίας τοῦ ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ κ. Δημήτριο Κωνσταντόπουλο, ὁ ὁποῖος μετά τόν χαιρετισμό του εἶπε στόν Σεβασμιώτατο καί ὁ Σεβασμιώτατος τό ἀνακοίνωσε δημοσίως ὅτι μαζί μέ τόν Εὐρωβουλευτή τοῦ ἰδίου Κόμματος Νίκο Ἀνδρουλάκη προσφέρουν σέ τρεῖς ἀπό τούς παρόντες φοιτητές ἕνα τριήμερο ταξίδι στίς Βρυξέλες καί τό Εὐρωκοινοβούλιο. Οἱ φοιτητές ἐπελέγησαν ἀμέσως μέ κλήρωση.

Στήν ἐκδήλωση παρέστησαν ἐπίσης ἡ Λυκειάρχης τοῦ 1ου Λυκείου Ναυπάκτου κ. Ἰω. Κουτσογιάννη, οἱ ἐκπρόσωποι τοῦ 2ου Λυκείου καθηγητές Νικ. Κριαρᾶς καί Χρ. Καζανᾶς καί ὁ διευθυντής τῆς Παπαχαραλαμπείου Δημόσιας Βιβλιοθήκης κ. Ἰω. Χαλάτσης. Ἀκολούθησε δεξίωση πού προσέφεραν στούς φοιτητές οἱ κυρίες τῶν Συνδέσμων Ἀγάπης τῶν Ἐνοριῶν τῆς Ναυπάκτου.

Ὁμιλία

Φωτογραφίες