Ἑσπερινή καμπάνα
Ἦταν μία ἀπό τίς πρῶτες μέρες τοῦ Σεπτέμβρη, πρίν ἀπό τριάντα πέντε χρόνια. Στήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ μας, τήν ὥρα πού ὁ ἥλιος ἔγερνε στή δύση, σταμάτησε ἕνα ἐπιβατικό αὐτοκίνητο. Ὁ κύρ-Ἀνέστης, πού ἦταν ὁ ὁδηγός καί ὁ φίλος του Χριστόφορος κατέβηκαν ἀπό τό αὐτοκίνητο καί χαιρέτησαν μέ ἐγκαρδιότητα τόν πάπα-Δημήτρη. Εἶχαν ἔρθει ἀπό τήν Θεσσαλονίκη. Θά διανυκτέρευαν στό σπίτι μας καί τά χαράματα θά ἔφευγαν γιά τίς πλησιέστερες ὀρεινές περιοχές. Ἦταν καί οἱ δύο κυνηγοί καί ἀπό τήν πρώτη στιγμή καυχόταν γιά τίς ἱκανότητες καί τά κατορθώματά τους στό κυνήγι. Ὁ πάπα-Δημήτρης γνώριζε ἰδιαίτερα ἐπί πολλά χρόνια τόν κύρ-Ἀνέστη, ὁ ὁποῖος κάθε χρόνο τό Φθινόπωρο ἐρχόταν γιά τόν ἴδιο σκοπό στό σπίτι μας.
Μετά τά καθιερωμένα κεράσματα σηκώθηκε ὁ πάπα-Δημήτρης καί ἐτομαζόταν νά φύγη ἀπό τό σπίτι. Πλησίαζε ἡ ὥρα τοῦ Ἑσπερινοῦ. “--Κάτσε πάπα-Δημήτρη νά κουβεντιάσουμε, τί θά γίνη ἄν δέν κάνης Ἑσπερινό μιά μέρα ;”. Μέ τά λόγια αὐτά ὁ κύρ-Ἀνέστης προέτρεψε τόν πάπα-Δημήτρη νά μείνη κοντά τους. Ἤθελε νά τόν κρατήση στό σπίτι ὄχι γιατί δέν εἶχε νά κάνη κάτι, ὅση ὥρα θά ἀπουσίαζε, ἀλλά ἐπειδή, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ κύρ-Ἀνέστης ἔλεγε, ξεκουραζόταν πραγματικά καί χαιρόταν νά συζητᾶ μαζί του. Ὁ πάπα-Δημήτρης χτύπησε ἁπαλά τήν πλάτη τοῦ κύρ-Ἀνέστη καί ἀπευθυνόμενος σ’ αὐτόν καί τόν Χριστόφορο εἶπε : “Μποροῦμε νά συζητήσουμε καθ’ ὁδόν πρός τήν Ἐκκλησία. Τώρα θά προσευχηθοῦμε στό Θεό νά Τόν εὐχαριστήσουμε γιά τήν καλή μέρα πού μᾶς χάρισε καί νά ζητήσουμε τήν βοήθειά Του γιά τήν νύκτα πού ἔρχεται”. Σηκώθηκαν ἀμέσως καί οἱ δύο ἐπισκέπτες καί ξεκίνησαν γιά τόν Ἑσπερινό. Ὅταν εἰσήρχοντο στόν προαύλιο χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, ὁ πάπα-Δημήτρης μιλοῦσε μέ περισσή χαρά γιά τό καμπαναριό καί τήν δυνατή καμπάνα, πού ἤδη ἀντηχοῦσε σέ ὅλη τήν ἐνορία.
Μετά τήν ἀπόλυση τοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ κύρ-Ἀνέστης καί ὁ Χριστοφόρος δέν ἔλεγαν νά βγοῦν ἀπό τόν ναό. Εἶχαν ἐντυπωσιασθή ἀπό τήν ἱερή ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ. Μιλοῦσαν μεταξύ τους συνεχῶς γιά τόν Προοιμιακό Ψαλμό καί προσπαθοῦσαν νά εἰσχωρήσουν στά βαθύτερα νοήματα αὐτοῦ. Ἔμειναν κατάπληκτοι ἀπό τίς εἰκόνες τῆς Δημιουργίας καί τῆς φύσης πού περικλείονται σέ κάθε στίχο τοῦ ψαλμοῦ αὐτοῦ. Ὁ κύρ-Ἀνέστης πανευτυχής σιγοψιθύριζε καί μᾶλλον προσευχόμενος ἔλεγε: “...πάντα πρός Σέ προσδοκῶσι.......ἀνοίξαντός Σου τήν χείρα τά σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος...”. Τόν διέκοψε ὅμως ὁ Χριστοφόρος πού ἀμήχανα συμπλήρωνε “..ἀποστρέψαντος δέ Σοῦ τό Πρόσωπον ταραχθήσονται....”, τήν ὥρα πού ὁ πάπα-Δημήτρης ἔβγαινε ἀπό τό Ἱερό Βῆμα.
Διασχίζοντας πλέον τόν κεντρικό δρόμο τοῦ χωριοῦ κατά τήν ἐπιστροφή στό σπίτι συναντούσανε τούς ἐνορίτες. Κατάκοποι αὐτοί ἀπό τήν ὁλοήμερη ἐργασία στά χωράφια τούς ἔμπαιναν στό χωριό πάνω στούς “ἀραμπάδες”. Σχημάτιζαν μιά παράξενη “φάλαγγα ὀχημάτων”. Θέλοντας νά ἐξηγήση στούς δύο φίλους του τήν εἰκόνα πού ἔβλεπαν ὁ πάπα-Δημήτρης ἔλεγε : “Γιά τούς ἐνορίτες μου ἡ καμπάνα εἶναι τό ξυπνητήρι τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος”. Πραγματικά, στήν ἐνορία μᾶς ὁ ἦχος τῆς καμπάνας προσκαλοῦσε στή μυστηριακή καί λατρευτική ζωή τούς ἐνορίτες. Ταυτόχρονα ὅμως καθόριζε τήν ἔναρξη καί τήν λήξη τῶν ἐργασιῶν τους. Οἱ γυναῖκες μάλιστα μόλις ἄκουγαν τό χτύπημα τῆς καμπάνας γιά τόν Ἑσπερινό, σταματοῦσαν τίς οἰκιακές ἐργασίες τους. Ἀκόμη καί σήμερα ὅταν ἀκούγεται ὁ ἦχος τῆς καμπάνας, ὅσοι βρίσκονται στό δρόμο σταματοῦν γιά λίγο καί μέ εὐλάβεια κάνουν τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ.. Οἱ γεροντότεροι μάλιστα, ὅσοι φοροῦν καπέλο, τήν ὥρα ἐκείνη ἀποκαλύπτονται. Ὅλοι πάντως, ὅπου καί ἄν εὑρίσκονται τή στιγμή ἐκείνη, κλίνουν ἐλαφρά τήν κεφαλή τους μέ εὐλάβεια
Οἱ δύο ἐπισκέπτες ζητοῦσαν νά πληροφορηθοῦν ἀπό τόν πάπα-Δημήτρη γιατί συνέβαιναν ὅλα αὐτά. Ὅταν πλέον φθάνανε στό σπίτι, τούς ἐξηγοῦσε ὁ πάπα-Δημήτρης ὅτι μπορεῖ οἱ ἐνορίτες του νά μήν ἔρχονται κάθε ἀπόγευμα στόν Ἑσπερινό, ἀπασχολημένοι μέ τίς καθημερινές ἀσχολίες τους, ὑποκλίνουν ὅμως τίς κεφαλές τους στόν Φιλάνθρωπο Θεό δηλώνοντας ἔτσι ὑπακοή στό θέλημά Του, ἐπειδή περιμένουν τό ἔλεός Του καί ἀναζητοῦν τήν σωτηρία τούς σ’ Αὐτόν. Τούς ὑπενθύμιζε μάλιστα ὅτι, ὅπως ἀναφέρεται στήν εὐχή τῆς Κεφαλοκλισίας τοῦ Ἑσπερινοῦ, ὁ Ἱερεύς προσεύχεται στό Θεό γιά τούς πιστούς νά ἐπιβλέψη καί νά διαφυλάξη αὐτούς “καί κατά τήν παροῦσαν ἑσπέραν καί τήν προσιοῦσαν νύκτα ἀπό παντός ἐχθροῦ, ἀπό πάσης ἀντικειμένης ἐνεργείας διαβολικῆς καί διαλογισμῶν ματαίων καί ἐνθυμήσεων πονηρῶν”.
Οἱ δύο ἐπισκέπτες ἐκείνου τοῦ φθινοπωρινοῦ δειλινοῦ εἶχαν καταλάβει πλέον γιατί ὁ πάπα-Δημήτρης κάνει τήν ἀκολουθία τοῦ Ἑσπερινοῦ ἀπαρέγκλιτα κάθε ἀπόγευμα. Μπορεῖ τελικά νά μήν πῆγαν γιά κυνήγι τήν ἄλλη μέρα, πιστεύω ὅμως πῶς ἔμαθαν ὅτι ἡ ὀργανωμένη ἐνορία λειτουργεῖ ὡς ὁλοκληρωμένη θεραπευτική κοινότητα, ἡ ὁποία στηρίζει τούς ἀνθρώπους στήν πίστη τους καί ἱκανοποιεῖ ὅλες τίς ψυχικές καί ὑπαρξιακές ἀναζητήσεις τους.
Ι.Α.Τσ.
- Προβολές: 2601