Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ἐρευνητής ἐπιστήμονας καὶ Καππαδόκης
Πρωτοπρεσβύτερου Θωμᾶ Βαμβίνη
Θά περάση πολύς καιρός μέχρι νά ἀφομοιωθῆ τό ἔργο τοῦ μακαριστοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Ἰωάννου Ρωμανίδη• ἔργο θεολογικό καί ἱστορικό ἤ, μᾶλλον πιό σωστά, ὅπως ἔχει ἐπισημάνει ὁ Μητροπολίτης μας κ. Ἱερόθεος, ἔργο πού συνδέει τήν θεολογία μέ τήν ἱστορία. Ἡ θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων δέν ἦταν ἕνας ἄσαρκος φιλοσοφικός στοχασμός. Ἦταν περιγραφή μέ κτιστές ἀνθρώπινες λέξεις τῆς θεοπτικῆς ἐμπειρίας τῶν «διαβεβηκότων ἐν θεωρία». Ἡ ἐμπειρία αὐτή, βέβαια, ὑπερβαίνει κάθε νόημα καί κάθε φαντασία, γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά περικλεισθῆ μέ πληρότητα σέ καμμιά λογική περιγραφή. Ὡς ἐμπειρία, ὅμως, εἶχε (καί ἔχει) ψηλαφητά ἀποτελέσματα, τά ὁποῖα μποροῦν νά μελετηθοῦν ἀπό διαφόρους κλάδους τῆς ἐπιστήμης. Κι’ αὐτό ὄχι μόνο στούς κατόχους της ἐμπειρίας, ἀλλά καί στόν λαό πού διδασκόταν τίς προϋποθέσεις καί τόν τρόπο προετοιμασίας γι’ αὐτήν τήν ἐμπειρία, γιατί ἐπηρέασε τούς θεσμούς τῆς κοινωνίας του καί τήν σχέση του μέ τήν ὑπόλοιπη δημιουργία. Προσανατόλισε τόν πολιτισμό, τήν πολιτική, τήν τέχνη του καί τήν καθημερινή του ζωή –ἀκόμη καί στίς πιό ὑλικές ἐκφάνσεις της– στήν θεολογική προοπτική του ἀνθρώπου. Αὐτός ὁ λαός ἦταν οἱ πολίτες τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους. Σέ αὐτόν τόν λαό, χάρη στίς μεγάλες μορφές τῶν ἑλληνοφώνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί στήν πολιτική διορατικότητα τῶν ἡγετῶν του, ἡ ἀποστολική παράδοση βρῆκε τίς κατάλληλες –«κανονικές»– συνθῆκες γιά νά ἐπιδείξη τά σωτήρια ἀποτελέσματα τοῦ μεγάλου «πειράματος» τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Συχνά ὁ π. Ι. Ρωμανίδης χρησιμοποιοῦσε ὁρολογία τῶν ἐμπειρικῶν ἐπιστημῶν, ὅταν μιλοῦσε γιά τόν πραγματικό χαρακτήρα τῆς ὀρθόδοξης θεολογίας. Τό «πείραμα», λοιπόν, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς πραγματοποιήθηκε (καί μέ κρατική συμμετοχή καί ὑποστήριξη) μέσα σέ συγκεκριμένες ἱστορικές διαστάσεις, στούς πολίτες τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους. Τά πρόσωπα τῶν Ἁγίων ἦταν κεντρικά πρόσωπα μέσα στήν ἱστορία τῆς Ρωμηοσύνης, τό πνεῦμα τῆς ὁποίας ταυτιζόταν μέ τό πνεῦμα τῆς «Μίας, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Αὐτή ἡ ταύτιση ἦταν μιά μελετημένη πολιτική ἐπιλογή τῶν αὐτοκρατόρων της. Ἀπόδειξη αὐτοῦ του γεγονότος ἀποτελοῦν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, οἱ ὁποῖες, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ι. Ρωμανίδης, ἦταν αὐτοκρατορικές σύνοδοι πού ἀπέβλεπαν στό νά κάνουν νόμο τοῦ Κράτους τήν ὀρθή δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί τούς ἱερούς κανόνες πού ρύθμιζαν τήν ζωή της.
Στήν πραγματεία του πού ἔχει τίτλο «Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι καί πολιτισμός», γράφει: «...αἱ τοπικά σύνοδοι ἦσαν μέρος τῆς πρωτογενοῦς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἡ Οἰκουμενικὴ Ζ Σύνοδος ἦτο κάτα τὴν φύσιν της ἔκτακτος καὶ αὐτοκρατορική. Δύναται τίς νὰ παραλληλίση τὰς Οἰκουμενικὰς Συνόδους μὲ τὴν Ἀποστολικὴν Σύνοδον τῶν Ἱεροσολύμων (Πράξ. 15, 6:6-29). Αἱ Οἰκουμενικαὶ Σύνοδοι, ὅμως, συνεκαλοῦντο ὑπό τοῦ βασιλέως τῶν Ρωμαίων μὲ σκοπόν νὰ ἀναγάγη εἰς Ρωμαϊκόν νόμον τὴν ἔναντι τῶν αἱρετικῶν κοινὴν πίστιν καὶ πράξιν τῶν Αὐτοκεφάλων καί Αὐτονόμων Ἐκκλησιῶν».
Ἡ αἰτία τῆς ἰδιαίτερης μέριμνας τοῦ Κράτους γιά τήν διασφάλιση τῆς ὀρθῆς πίστεως βρίσκεται στόν χαρακτήρα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῆς θεολογίας της. Ἡ ἄποψη τοῦ π. Ι. Ρωμανίδη, πού θά παραθέσω παρακάτω –ἡ ὁποία εἶναι πόρισμα αὐστηρῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας στά κείμενα τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς παραδόσεως– εἶναι ἀπό τίς πλέον χαρακτηριστικές του: «Τό κλειδὶ διὰ τὴν κατανόησιν τῆς μεταβολῆς τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Παραδόσεως ἀπό παρανόμου εἰς νόμιμον θρησκείαν καὶ κατόπιν εἰς ἐπίσημον Ἐκκλησίαν, ἔγκειται εἰς τό γεγονός, ὅτι ἡ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία διεπίστωσε, ὅτι δὲν εἶχε ἀπέναντί της ἁπλῶς μίαν ἐπὶ πλέον μορφὴ θρησκείας φιλοσοφίας, ἀλλὰ μίαν καλῶς ὀργανωμένην Ἑταιρείαν Ψυχιατρικῶν Κλινικῶν, αἱ ὁποῖαι ἐθεράπευον τὴν ἀναζητοῦσαν τὴν εὐδαιμονίαν ἀσθένειαν τῆς ἀνθρωπότητος καὶ παρῆγον φυσιολογικός πολίτας μὲ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπην, ἀφιερωμένους εἰς τὴν ριζικὴν θεραπείαν τῶν προσωπικῶν τους καὶ τῶν κοινωνικῶν νοσημάτων. Ἡ σχέσις πού ἀνεπτύχθη μεταξύ Ἐκκλησίας καὶ Πολιτείας, ἦτο ἀκριβῶς ἀντίστοιχος πρός τὴν σχέσιν μεταξύ Κράτους καὶ συγχρόνου Ἰατρικῆς». «Ἐάν εἶχε μείνη ὁ ἡσυχασμός εἰς τήν καρδίαν τῆς ἐθνικῆς ζωῆς, θά συγκατελέγετο μεταξύ των θετικῶν ἐπιστημῶν. Τοῦτο, διότι ἡ νοερά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, πού προσεύχεται νοερῶς καί ἀδιαλείπτως εἰς τήν καρδίαν, εἶναι ἕνα φυσιολογικόν ὄργανον, πού ὅλοι ἔχουν καί τό ὁποῖον χρειάζεται θεραπεία»
Σέ μιά τέτοια θεολογική θεώρηση τῆς Ρωμηοσύνης πῶς μπορεῖ νά περάση ὁποιαδήποτε ἰδεολογοποίηση τῆς θεολογίας, ἤ ὁ ὁποιοσδήποτε φυλετισμός; Ὅταν τό ζητούμενο τῶν «ἐφαρμογῶν τῆς θεολογίας» εἶναι ἡ ἀνακάλυψη καί ἐνεργοποίηση τῆς νοερᾶς ἐνέργειας τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ μετάβασή του ἀπό τήν ἰδιοτελῆ στήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, πῶς μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ ἡ ἱστορική ἀνίχνευση αὐτῶν τῶν ἐφαρμογῶν «ἰδεολόγημα τῆς Ρωμηοσύνης» ποῦ «παραπέμπει στόν φανατισμό διαμέσου τοῦ ἀντιδυτικισμοῦ» (Μάριος Μπέγζος);
Ὁ π. Ἰωάννης δέχθηκε ἀπό ὁρισμένους κύκλους σκληρή –ἕως ὑβριστική– κριτική. Αὐτός, ὅμως, ἦταν ἐλεύθερος ἀπό τά ἰδεολογικά δεσμά πού προσπάθησαν νά προσαρμόσουν στό ἔργο του. Γι’ αὐτό, μέ τήν συνέπεια τοῦ ἀδέσμευτου ἐρευνητῆ, μποροῦσε στά μαθήματά του νά ἐπισημαίνη: «Ὁ πατριωτισμός ὁ νεοελληνικός μας ἔχει γεμίσει συνθήματα». Καί ἔφερνε σάν παράδειγμα τίς συνέπειες πού εἶχε ἡ κριτική πού ἔκανε στόν Ἀριστοτέλη. «Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Ἀριστοτέλης ἦταν μεγάλος ἄνθρωπος καί εἶχε μεγάλη ἀξία..., γιά τόν νεοέλληνα αὐτό σημαίνει ὅτι ὅ,τι διδάσκει ὁ Ἀριστοτέλης εἶναι ἀλήθεια... Γιατί ἄν ἔκανε λάθος ὁ Ἀριστοτέλης, τότε δέν μπορεῖ νά εἶναι καλός. Διότι στήν Ἑλλάδα μόνο ἐκεῖνοι πού δέν κάνουν λάθη εἶναι καλοί. Ὅποιος κάνει λάθος εἶναι κακός, ... Δηλαδή, ἔχουν ταυτίσει τήν ἠθική μέ τήν ἐπιστήμη οἱ Ἕλληνες οἱ σημερινοί καί ἔχω μεγάλο πρόβλημα στό Πανεπιστήμιο».
Ὁ θεολογικός του λόγος ἀπαιτεῖ ἐλευθερία ἀπό τίς προκαταλήψεις πού ἔχουν εἰσβάλει στήν ἑλλαδική θεολογία καί τήν ἀπομάκρυναν ἀπό τήν αὐθεντικότητα τοῦ ἀποστολικοῦ καί πατερικοῦ κηρύγματος. Ὁ λόγος τοῦ βγαίνει μέσα ἀπό τήν αὐστηρή ἐπιστημονική ἔρευνα καί ἀπό τήν πνευματική παράδοση τῆς Καππαδοκίας. Μαθήτευσε κοντά σέ μεγάλους δασκάλους, ἀλλά πῆρε τήν πληρότητα τῆς ζωῆς ἀπό τούς εὐσεβεῖς γονεῖς του, πού ζοῦσαν ὅπως καί οἱ ἄλλοι πρόσφυγες ἀπό τήν Ἀραβησσό τῆς Καππαδοκίας μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς θεολογίας τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων, χωρίς πιθανῶς νά τό γνωρίζουν. Ἡ ζωή τῶν συμπατριωτῶν τοῦ ἀραβησσιωτῶν προσφύγων καί στήν νέα τους ἑλλαδική πατρίδα συνέχισε νά εἶναι αὐστηρά συντονισμένη μέ τό τυπικό της Ἐκκλησίας. Ἐνδεικτικό της οἰκογενειακῆς του παραδόσεως εἶναι το ὅτι ἡ μητέρα τοῦ ἐκοιμήθη ντυμένη τό σχῆμα τῆς μοναχῆς στό μοναστήρι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, πού βρίσκεται στή Σουρωτή της Χαλκιδικῆς. Συχνά τήν μνημόνευε στίς παραδόσεις του. Εἶχε θεμελιώσει τήν σκέψη του μέ τήν «πρακτική» της θεολογία. Γνώριζε, γιά παράδειγμα, ἐμπειρικά το ἀπαραβίαστο καί ἀπό τόν Θεό τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, γι’ αὐτό ἔλεγε: «Ἅγιος μέ τό ζόρι δέν γίνεται».
Ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης ἦταν ἕνα ἐλεύθερο πνεῦμα. Εἶχε τήν ἐλευθερία τοῦ ὥριμου ἐρευνητῆ ἐπιστήμονα καί τοῦ διακριτικοῦ πνευματικοῦ πατέρα. Δέν ἀπέρριπτε καί δέν δεχόταν τίποτε πρίν τό ἐρευνήση μέ δοκιμασμένα ἐπιστημονικά καί πνευματικά κριτήρια. Ἡ ὕπαρξη τέτοιων μεγάλων ἀνθρώπων μοιάζει μέ τά πολύ ἰσχυρά φάρμακα, τά ὁποῖα μαζί μέ τά θεραπευτικά ἀποτελέσματα παρουσιάζουν σέ ὁρισμένους ἀσθενεῖς ὀργανισμούς κάποιες παρενέργειες. Ἡ σωματική ἀπουσία τοῦ π. Ἰωάννου πιστεύω ὅτι ἐξάλειψε ὁποιαδήποτε «τοξικότητα» τῆς κριτικῆς παρουσίας του στά θεολογικά πράγματα καί μᾶς ἄφησε μόνο τους θεραπευτικούς χυμούς τοῦ ἔργου του. Μακάρι νά μή περάση πολύς καιρός μέχρι νά καταλάβουμε τήν πραγματική τους δύναμη.
- Προβολές: 3199