Κωνσταντίνου Στυλιαρᾶ: Ὁ ἄνθρωπος καί τό τραγικό συναίσθημα τῆς ζωῆς
Κωνσταντίνου Στυλιαρᾶ, Φιλολόγου
Ἡ ζωή εἶναι ἕνα πρόβλημα, τό μέγιστό των προβλημάτων. Κοινωνιολόγοι, ἀρχαιολόγοι, φιλόσοφοι, θεολόγοι, ἔχουν γράψει ἑκατοντάδες τόμους. Ποτέ τούς ὅμως δέν συμφώνησαν γιά τό νόημα τῆς ζωῆς. “Ποιός εἶμαι, γιατί ἦρθα στόν κόσμο, ποῦ πάω;”. Οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι δέν μπῆκαν στόν κόπο νά σκεφτοῦν σχετικά ἔστω καί μιά φορά τό χρόνο!
Ἀπ’ τήν ἄλλη μεριά ὅσοι σκέπτονται μελαγχολοῦν, ἐπειδή, κατά τόν “Ἐκκλησιαστή”, “Τό πολύ της σκέψεως θλίψιν φέρει”. Τότε ἡ ζωή ἀποκαλύπτεται ὡς μία ἀπάτη καί τά ἔργα τῆς οἰκοδομή στήν ἄμμο. Οἱ ἡμέρες τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πόνος καί οἱ μόχθοι τοῦ λύπη. Ὅσοι δέν σκέπτονται -καί εἶναι πολλοί- ζοῦν μέ ψευδαισθήσεις. Ξεγελοῦν τόν ἑαυτό τους μέ τήν εὐμάρειά τους, τόν ἐγωισμό τους, τή δυστυχία τους. Ὅλα θά πᾶνε καλά, σκέπτονται. Ἀλλά ὁ κίνδυνος εἶναι πρό τῶν πυλῶν• ἡ ὄψη τοῦ θανάτου πίσω ἀπό τό ἀχνό σύννεφο. Ὅταν ἐμφανισθῆ, τότε “στρέφονται αἵ ἐορταί ἠμῶν εἰς πένθος καί πᾶσαι αἵ εὐφροσύναι ἠμῶν εἰς θρήνον” (Τωβίτ).
Κοινή εἶναι ἡ μοίρα γιά ἀφελεῖς καί διανοουμένους. Τό εἶναι χάνεται στό μή εἶναι. Ἄν ὅμως δέν ζοῦμε στήν αὐταπάτη, δέ βιώνουμε τήν ἐδῶ ζωή. Μέ ἄλλα λόγια ὅσοι εἴμαστε παραδομένοι στά κοσμικά, στά πάθη μας, στούς ὑπολογισμούς μας, στά ἔσοδα-ἔξοδα, στίς προοπτικές μας, στούς στόχους μας, ξεχνᾶμε τή θνητή μας ἰδιότητα. Κυλᾶμε τό λίθο τοῦ Σισύφου, ἐλπίζοντας νά τόν πᾶμε στήν κορυφή. Ὁ λίθος ὅμως γλιστράει ἀπ’ τά χέρια μας καί πάει μέ πάταγο στό βάραθρο.
Ὅσοι ἔχουν τό θάρρος νά βάλουν τό ἑαυτό τούς ἀπέναντι ἀπό τό σῶμα τους, ἀπαρνοῦνται τό εἴδωλο, τήν ἐσπαραγμένη εἰκόνα τοῦ “καθ’ ὁμοίωσιν”, ὅπως ἔκανε μέ τό νεανικό του πορτραῖτο ὁ γερασμένος ἥρωας τοῦ Οὐάιλντ “στό πορτραῖτο τοῦ Ντόριαν Γκρέι”.
Μέ τήν ἐνδοσκόπηση διαπιστώνουμε ὅτι εἴμαστε ἄλλο ἀπ’ ὅ,τι νομίζαμε, ἀπ’ ὅ,τι θέλουμε νά εἴμαστε. Ἡ συνείδησή μας φέρνει σέ ἀντιπαράθεση τή δυστυχία μέ τό τραγικό. Τρομάζομε ἀπ’ τή σκιά μας! “Ἐάν τίς νομίζη εἶναι τί, ἐνῶ εἶναι μηδέν, ἐαυτόν ἑξαπατά” (Πρός Γαλάτας).
Διαπιστώνουμε τό μάταιό των προσπαθειῶν εἴτε γιατί ὁ χρόνος τῆς ζωῆς εἶναι “σκιᾶς ὄναρ” εἴτε γιατί ἀμελοῦμε καί ραθυμοῦμε εἴτε γιατί ὡς ἄλλοι Φαέθονες ἐπιζητοῦμε “τά ὑπέρ φύσιν”.
Ἀπό δῶ πηγάζουν τά ἀνθρώπινα ἀδιέξοδα. Ἀβεβαιότης, ἀδιαφορία, ἀνασφάλεια, ἄγχος γιά νά προλάβουμε, πλεονεξία, κομπασμός. Μέσα στήν κοινωνική χοάνη ἡ ζωή γίνεται μαρτυρική. Οἱ ἄνθρωποι ἀναλώνονται μεταξύ τους. Πόλεμοι, στρατόπεδα, βασανιστήρια, τεχνολογικοί ἐξοπλισμοί, μόλυνση περιβάλλοντος, καταπίεση, ἐκμετάλλευση, ἰδεολογίες τῆς πρέσας, προσθέτουν θλίψη στήν ἤδη ὑπάρχουσα. Εἴμαστε ἄρρωστοι ὅλοι, κατά κάποιο τρόπο.
Πάνω ἀπό τό κεφάλι μᾶς αἰσθανόμαστε, ὡς ἄλλος Κάφκα, τό βάρος μιᾶς καταδίκης πού μᾶς ἔχει γιά πάντα ἐπιβληθεῖ. Οἱ πιό πολλοί ὑφιστάμεθα τή φυλάκισή μας στή φυλακή αὐτῆς τῆς ζωῆς χωρίς νά γνωρίζουμε τό παράπτωμα καί τή δίκη, τόν λόγο γιά τόν ὁποῖο μᾶς κατεδίκασαν καί μᾶς φυλάκισαν.
Τόν κόσμο τοῦτο δέν τόν λογιάζω σάν ἕνα χάνι παρά σάν ἕνα Ἄσυλο Ἀνιάτων, ἕνα τόπο ὄχι γιά νά ζήσης σ’ αὐτόν παρά γιά νά πεθάνης. “Τί τρομακτικό νά σκέφτεσαι πῶς ἡ ζωή μᾶς εἶναι διήγηση, χωρίς ἥρωα, φτιαγμένη ἀπό κενό, θραύσματα γυαλιοῦ, ψηφίσματα συντριβής” (Ρῶσος ποιητής). Ὁ Ἰώβ σέ ἔσχατη ἀπόγνωση εἶπε: “Λυσιτελεῖ μοί ἀποθανεῖν ἤ ζῆν”.
Βέβαια ἐργαζόμαστε, μοχθοῦμε, ἐρωτευόμαστε, ἀγαπᾶμε, παίζουμε, διασκεδάζουμε, γρονθοκοποῦμε τόν ἄνεμο... “Οι ἄνθρωποι ἀλλάζουν καί χαμογελοῦν: ἡ ἀγωνία ὅμως μένει” (Ἔλιοτ).
Τό κακό εἶναι ὅτι φεύγουμε νωρίς, “ὡς ἴχνη νεφέλης, ὡσεί χόρτος, ὡς καπνός αἵ ἡμέραι ἠμών” (Δαυίδ).
Ἐδῶ μένουν τά ἡμέτερα πλούτη καί ἡ δόξα καί τό ὄνομα. Χῶρος καί χρόνος ὁ αὐτός, τά πρόσωπα ἀλλάζουν. “Γενεά ὑπάγει, καί γενεά ἔρχεται• ἡ δέ γῆ διαμένει εἰς τόν αἰώνα” (Ἐκκλησιαστής).
Ἡ ζωή εἶναι ἕνα ταξίδι πρός τόν θάνατο, ἀλλά ὁ θάνατος μέ τήν τυπική μας λογική δέν ξέρουμε ἄν, ὄντας ἕνα τέλος τῆς ὑλικῆς ὑπόστασης, δέν εἶναι καί μιά ἀρχή τῆς ἴδιας της ζωῆς.
Ὁ Χριστιανισμός ἔρχεται ἀρωγός στά τραγικά ἀδιέξοδά του ἀνθρώπου. Σινιστά τή γαλήνη, μέ τήν ὑπόσχεση μιᾶς ἄλλης ζωῆς οὐχί ἐκ τοῦ κόσμου τούτου.
Ἡ θλίψη στούς Ἀποστόλους γίνεται πηγή δύναμης. “Κατά πάντα θλιβόμενοι, ἀλλ’ οὐχί στενοχωρούμενοι• ἀπορούμενοι, ἀλλ’ οὐχί ἀπελπιζόμενοι” (Κορινθίους Β).
“Και οὐχί μόνον τοῦτο, ἀλλά καί καυχώμεθα εἰς τάς θλίψεις• γιγνώσκοντες ὅτι ἡ θλίψις ἐργάζεται ὑπομονήν, ἡ δέ ὑπομονή δοκιμήν, ἡ δέ δοκιμή ἐπλίδα” (Πρός Ρωμαίους).
Ἐκεῖνοι ὅμως ἦταν θεοφώτιστοι καί τά πάντα ὑπέμειναν.
Ἡ μάζα, τό ἀργόσχολο πλῆθος, οἱ ἀμύητοι, οἱ ἀπαίδευτοι, οἱ κομπορρήμονες, οἱ ὑλόφρονες, οἱ ἀνέμυαλοι, οἱ δοκισίσοφοι, μποροῦν νά βιώσουν τό θεῖο μήνυμα; Μποροῦν τόν καιρό νά ἐξαγοράζονται; Ἡ Ἐκκλησία μέ ὅπλο τήν πανανθρώπινη ἀγάπη ἐπιδιώκει τή σωτηρία καί τήν ἐπίγνωση τῆς ἀληθείας. Ὅμως ὁ κόσμος ζῆ στή δική του Βαβυλωνία.
“Ωδίνησεν ἀδικίαν, συνέλαβε πόνο καί ἔτεκε ἀνομίαν” (Δαυίδ).
Ὅλοι μας θέλουμε ἀπό κάπου νά πιαστοῦμε. Ἡ ὕπαρξη τοῦ θανάτου κάνει τή ζωή τό πρώτιστο ἀγαθό. Τό ἐφήμερο ἐπιζητεῖ τό αἰώνιο.
Καλό θά εἶναι, πάντως, νά ἠρεμήσουμε καί νά περιμένουμε τό τέλος χωρίς ἐφήμερες ἐλπίδες, ὀμορφαίνοντας τήν καθημερινή ζωή μας μέ τήν ἀγάπη πού δέν ζητάει ἀνταπόδοση• μέ αὐτό τό δύσκολο μάθημα τοῦ Χριστοῦ, πού ἡ ἐφαρμογή τοῦ δημιουργεῖ στή σάρκα μᾶς θεραπευτικό πόνο.
- Προβολές: 2573