Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: Πίστη καί ἀγάπη, ἔκφραση τοῦ μαρτυρικοῦ μοναχισμοῦ
Λόγος στήν πανηγυρική τράπεζα κατά τήν ἑορτή τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας στήν Ἱερὰ Μονή Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους.
Ὁ αἰσθητός ἥλιος καθημερινά ἀκολουθεῖ τήν ἴδια πορεία καί ἔχουμε τήν δυνατότητα νά βλέπουμε τήν ἀνατολή καί τήν δύση τοῦ ἡλίου, ἀφοῦ, ὅπως λέγει ὁ ψαλμωδός “ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος καί συνήχθησαν καί εἰς τάς μάνδρας αὐτῶν κοιτασθήσονται”, καθώς ἐπίσης “ὁ ἥλιος ἔγνω τήν δύσιν αὐτού”. (Ψάλμ. 103, 22, 19). Ὅμως κάθε ἡμέρα τόσο ἡ ἀνατολή ὅσο καί ἡ δύση τοῦ ἡλίου μᾶς φαίνονται καινούρια γεγονότα, ἀκριβῶς ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος ἀτενίζει διαφορετικά κάθε ἡμέρα τόν κόσμο. Ἡ ἔγερση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν ὕπνο εἶναι στήν πραγματικότητα μιά μικρή ἀνάσταση καί μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική βλέπει τήν κάθε ἀνατολή τοῦ ἥλιου ὡς καινούρια, ὅπως ἐπίσης ὁ καθημερινός ὕπνος τό βράδυ εἶναι ἕνας μικρός θάνατος, γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος διαφορετικά βλέπει τήν δύση τοῦ ἡλίου.
Αὐτό συμβαίνει καί μέ κάθε προσκυνηματική μας ἐπίσκεψη στό Ἅγιον Ὅρος, τό Περιβόλι αὐτό τῆς Παναγίας μας. Κάθε ἐπίσκεψη τήν θεωροῦμε σάν μιά καινούρια μέρα, μιά νέα ἀνατολή τῆς ζωῆς μας. Ἐδῶ ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἴδια αἰώνια κίνηση, οἱ ἀκολουθίες ἔχουν τόν δικό τους ρυθμό, τήν δική τους κίνηση, ἡ ἀγρυπνία ἔχει τά ἴδια τυπικά, πού ἐπαναλαμβάνονται κάθε φορᾶ τά ἴδια, ἀλλά ὅμως εἶναι τόσο διαφορετικά κάθε φορᾶ πού ἐρχόμαστε στό Ἅγιον Ὅρος καί κάθε φορᾶ πού συμμετέχουμε στήν ἁγιορειτική ἀγρυπνία εἶναι πάντοτε καινούρια ἐμπειρία, ἀφοῦ συνδέεται μέ ἕναν θάνατο καί μιά ἀνάσταση. Ὁ λόγος, ἡ σιωπή, ἡ μουσική, ἡ προσευχή, ὁ ἔναρθρος καί ἐνδιάθετος ἐν τῇ καρδία λόγος, ἡ κοινωνία τῶν ἁγίων, ἡ παρουσία καί ἡ ἀπουσία τῶν ἁγίων, ἡ ἐκκλησιαστική σύναξη ὅλων των ἀσκητῶν καί προσκυνητῶν δημιουργοῦν μιά αἴσθηση πληρότητας. Γιατί ἡ ζωή μᾶς ἔχει ἀνάγκη ἀπό πληρότητα ἀγάπης καί ὄχι ἁπλῶς ἀπό μιά ποιότητα βιολογικῆς καί οἰκολογικῆς ζωῆς.
1.Μᾶς συγκέντρωσε στήν σύναξη αὐτή ἡ ἁγία Ἀναστασία ἡ Ρωμαία, πού εἶχε ὅλα τα γνωρίσματα τῆς Ρωμηοσύνης, τήν πίστη, τήν ἀγάπη, τήν πληρότητα ζωῆς. Ἡ ἁγία Ἀναστασία ἐνδιέτριβε σέ Μοναστήρι ζωντας τήν ἀσκητική ζωή. Ἐνησκεῖτο στήν παρθενική ζωή, εὑρισκόμενη σέ νεαρά ἡλικία. Ὅμως ἡ παρθενική καί μοναχική ζωή συνδέεται στενά μέ τήν ὁμολογία τῆς πίστης. Ἔτσι, ἡ ὁσία ἔδωσε τήν ὁμολογία τῆς πίστης καί στήν συνέχεια ὑπέστη τό μαρτύριο. Οἱ τρόποι τοῦ μαρτυρίου φοβεροί. Δέν μπορεῖ νά ἀνθέξη ἀνθρώπινος νοῦς καί οἱ πιό δυνατές σωματικές δυνάμεις. Τήν ἐκτύπησαν, τήν ἔρριψαν σέ ἀναμμένα κάρβουνα, τήν κρέμασαν σέ ξύλο καί ἕσφιξαν τό σῶμα της μέ σφιγκτῆρες, ἔσκισαν τό σῶμα της, ἔκοψαν τούς μαστούς, ξερρίζωσαν τά νύχια της καί στό τέλος ἔκοψαν τήν κεφαλή της.
2. Ἐκεῖνο πού βλέπουμε στήν ἁγία Ἀναστασία τήν Ρωμαία, ἀλλά καί σέ κάθε ἅγιο εἶναι ὁ συνδυασμός τῆς πίστεως μέ τήν ἀγάπη, πού δημιουργοῦν τόν κατά Χριστόν ἄνθρωπο, πού εἶναι ἕτοιμος γιά τήν ζωή καί τόν θάνατο, ἀφοῦ ἡ ζωή ἔχει στοιχεῖα θανάτου (διά τοῦ θανάτου ἡ ζωή), ἀλλά καί ὁ θάνατος ἔχει στοιχεῖα τῆς ἀληθινῆς ζωῆς (διά τῆς ζωῆς ὁ θάνατος).
Ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη ὑμνήθηκαν ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ὁ ὕμνος τῆς πίστεως ἐκτίθεται στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή καί ὁ ὕμνος τῆς ἀγάπης παρουσιάζεται ἀνάγλυφα στήν Ἅ’ πρός Κορινθίους ἐπιστολή του. Δύο ὕμνοι πού συνδέονται στενώτατα μεταξύ τους.
Στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἡ ὁποία ἐπιστολή εἶναι, ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Σωφρόνιος, μιά πνευματική αὐτοβιογραφία τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου, καί δείχνει τήν μετάβασή του ἀπό τήν Παλαιά στήν Καινή Διαθήκη, πού ἔγινε μέ ἀποκαλύψεις καί τήν βίωση τοῦ μυστηρίου τῆς παιδείας τοῦ Θεοῦ, μεταξύ των ἄλλων παρουσιάζεται καί τό μυστήριο τῆς πίστεως. Ἡ πίστη δέν εἶναι μιά λογική παραδοχή μερικῶν ἀληθειῶν, δέν εἶναι μιά λογικοκρατούμενη θεωρητική συγκρότηση ἀληθειῶν, ἀλλά ζωή καί κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Οἱ ἅγιοι διά τῆς πίστεως ἔζησαν τίς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, διά τῆς πίστεως αἰσθάνθηκαν “ξένοι καί παρεπίδημοι ἐπί τῆς γής” διά τῆς πίστεως παρώκησαν “εἰς τήν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν”, διά τῆς πίστεως “κρείττονος ὀρέγονται, τουτ’ ἔστιν ἐπουρανίου”, διά τῆς πίστεως προτίμησαν τόν ὀνειδισμό τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς πίστεως ἔζησαν τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, δηλαδή πορεύθηκαν στό μαρτύριο καί κατέβηκαν ἀκόμη καί στόν ἅδη καί ἔζησαν τήν ἀνάσταση τῆς ὑπάρξεώς τους.
Ἡ πίστη, κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, δέν εἶναι μιά διανοητική παραδοχή μερικῶν ἀληθειῶν, ἀλλά “ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων” (Ἑβρ. ἴα’, 1). Ἡ βάση τοῦ χωρίου αὐτοῦ εἶναι ὅτι τά μή βλεπόμενα διά τῶν αἰσθήσεων καί τῆς λογικῆς καί τά ἐλπιζόμενα στόν σαρκικό ἄνθρωπο γίνονται ὑπόσταση, πραγματικότητα στόν πνευματικό ἄνθρωπο καί ὅλη αὐτή ἡ πραγματικότητα, ἐλέγχεται, δηλαδή ἐπιβεβαιώνεται. Πρόκειται γιά ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ὑπαρκτή, μακράν, δηλαδή, τῆς φαντασιώσεως καί ἡ ὁποία ἐλέγχεται καί ἐπιβεβαιώνεται.
Πολλοί ἅγιοι ἀναλύουν τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ πίστη στήν ὀρθόδοξη παράδοση. Θά ἀρκεσθῶ ἐδῶ νά ἀναφέρω μερικά χωρία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ἀλλά καί τοῦ ὁσίου Θαλασσίου, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Μαξίμου.
Δίδοντας ὁ ἅγιος Μάξιμος τόν ὁρισμό τῆς πίστεως λέγει: “Ἡ πίστις, δύναμίς ἐστι σχετική ἤ σχέσις δραστική της ὑπέρ φύσιν ἀμέσου του πιστεύοντος πρός τόν πιστευόμενον Θεόν τελείας ἐνώσεως” (Φιλοκαλ. Β, σέλ. 111, η’). Πρόκειται γιά δύναμη πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο σέ σχέση μέ τόν Θεό, πού εἶναι μεγάλη δύναμη, καί αὐτή ἡ σχέση εἶναι ἕνωση τοῦ πιστεύοντος μέ τόν πιστευόμενο Θεό ὑπέρ φύσιν.
Μιλώντας ὁ ἅγιος Μάξιμος γιά τήν ἐνυπόστατη πίστη, δηλαδή γιά πίστη πού ἔχει ὑπόσταση καί δέν εἶναι προϊόν φαντασιώδους διανοίας, τήν ὁρίζει ὡς ἐνδιάθετον ἀγαθόν, δηλαδή ὡς “τήν γνῶσιν ἀληθῆ των ἀπορρήτων ἀγαθῶν ἀποδεικτικήν”. Καί σέ ἄλλο σημεῖο λέγει: “ἐνυπόστατος πίστις ἐστίν ἡ ἐναργής καί ἔμπρακτος” (Φιλοκαλ. Β’, σέλ. 106, πδ’).
Ὁπότε, ἡ πίστη δέν εἶναι μιά ἐγκεφαλική λειτουργία, ἀλλά συνδέεται στενώτατα μέ τήν ὅλη πνευματική ζωή, πού συνίσταται στήν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό τό ἐκφράζει θαυμάσια, ἀπόρροια τῆς δικῆς του πνευματικῆς ἐμπειρίας, ὁ ὅσιος Θαλάσσιος.
Ἡ πίστη συνδέεται μέ τήν ὅλη εὐαγγελική ζωή. Γράφει: “Τῷ τῆς πίστεως κτήματι ταῦτα καθεξῆς ἐπακολουθεῖ, φόβος Θεοῦ, ἐγκράτεια ἡδονῶν, ὑπομονή πόνων, ἐλπίς εἰς Θεόν, ἀπάθεια καί ἀγάπη”. (Φιλοκαλ. Β’, σέλ. 226, ξά’). Σέ ἄλλο σημεῖο θά ὑπογραμμίση: “Ἀρχή πρακτικῆς, πίστις Χριστοῦ• τέλος δέ ταύτης, ἀγάπη Χριστού” (Φιλοκαλ. Β’, σέλ. 226, νζ’). Γί’ αὐτό καί συνιστᾶ: “Κτησώμεθα πίστιν, ἴνα ἔλθωμεν εἰς ἀγάπην, ἐξ ἧς τίκτεται ὅ της γνώσεως φωτισμός” (Φιλοκαλ. Β’, σέλ. 226, ξ’).
Ἀκριβῶς αὐτός ὁ τελευταῖος λόγος δίδει τήν δυνατότητα νά ἀντιληφθοῦμε ὅτι ἡ πίστη συνδέεται στενά μέ τήν ἀγάπη. Καί, ὅπως γνωρίζουμε, ὁ ἀποστολικός ὕμνος τῆς ἀγάπης παρουσιάζεται στήν Ἅ’ πρός Κορινθίους ἐπιστολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Χαρακτηριστικά ὁ Ἀπόστολος γράφει: “Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοί, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τά ἐαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τό κακόν, οὐ χαίρει ἐπί τῇ ἀδικία, συγχαίρει δέ τή ἀληθεία• πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει”. (Ἅ’ Κορ. ἰγ’, 4-7). Ἐδῶ δέν πρόκειται γιά μερικές ἀρετές πού εἶναι ἔκφραση μιᾶς ἐσωτερικῆς ζωῆς, ἀλλά γιά ἀρετές, καρπούς τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Αὐτό φαίνεται ἀπό τίς δύο φράσεις ὅτι “ἡ ἀγάπη οὐ ζητεῖ τά ἐαυτής”, πού δείχνει ἕναν ἄνθρωπο ἀναγεννημένο πού ἔχει ἀποκτήσει τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη καί ὅτι “ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει”, ἀφοῦ μόνον ἐκεῖνος πού φθάνει στήν θέωση εἶναι ἀπτωτος στό κακό. Ἄλλωστε, ἡ ἀγάπη συνδέεται μέ τήν θέωση καί τόν μέλλοντα αἰώνα, ἀφοῦ τότε θά δοῦμε τόν Θεό “πρόσωπον πρός προσωπον” καί ἐνῶ τώρα γνωρίζουμε μερικῶς, “τότε δέ ἐπιγνώσομαι καθώς καί ἐπεγνώσθην” (Ἅ’ Κορ. ἰγ’, 12-13).
Ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἔχοντες τήν ἴδια παράδοση, μέ τόν ἴδιο τρόπο ἔζησαν καί βίωσαν τήν ἀγάπη. Θά ἀρκεσθῶ σέ δύο μόνον ἁγίους:
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος θά γράψη: “ὁ εὐρῶν τήν ἀγάπην, τόν Χριστόν ἐσθίει καθ’ ἑκάστην ἡμέραν καί ὥραν καί ἀθάνατος γίνεται ἐκ τούτου... Οὗτος ἐστιν ὁ οἶνος ὁ εὐφραίνων καρδίαν ἀνθρώπου. Μακάριος ὁ πιῶν ἐκ τοῦ οἴνου τούτου. Ἐκ τούτου ἔπιον οἱ ἀκόλαστοι, καί ἠδέσθησαν• καί οἱ ἁμαρτωλοί, καί ἐπελάθοντο τάς ὁδούς τῶν προσκομμάτων• καί οἱ μέθυσοι, καί ἐγένοντο νηστευταί• καί οἱ πλούσιοι, καί ἐπεθύμησαν τήν πτωχείαν• καί οἱ πένητες, καί ἐπλούτησαν τή ἐλπίδι• καί οἱ ἄρρωστοι, καί ἐγένοντο δυνατοί• καί οἱ ἰδιῶται, καί ἐσοφίσθησαν” (Εὑρεθέντα Ἀσκητικά σέλ. 282-283). Καί ἀλλοῦ λέγει ὅτι ἀπό αὐτήν τήν ἀγάπη μέθυσαν οἱ Ἀπόστολοι καί πορεύθηκαν σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο, οἱ μάρτυρες καί ἔχυσαν τό αἷμα τους, καί οἱ ἀσκητές πού ἀσκοῦνται σέ ὅλη τήν ζωή τους. Πρόκειται γιά μιά μέθη πνευματική, μιά νηφάλιο μέθη.
Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης θά γράψη γιά τήν ἀγάπη: “Ἀγάπη κατά μέν ποιότητα, ὁμοίωσις Θεοῦ, καθ’ ὅσον βροτοῖς ἐφικτόν• κατά δέ ἐνέργειαν, μέθη ψυχῆς• κατά δέ τήν ἰδιότητα, πηγή πίστεως• ἄβυσσος μακροθυμίας• θάλασσα ταπεινώσεως. Ἀγάπη ἐστί κυρίως ἀπόθεσις παντοίας ἐναντίας ἐννοίας” (Λόγος Λ’, σέλ. 167, γ’, δ’). Καί ἀλλοῦ γράφει: “Ἀγάπη, προφητείας χορηγός• ἀγάπη, τεράτων παρεκτικῆ• ἀγάπη, ἐλλάμψεως ἄβυσσος• ἀγάπη πηγή πυρός• ὅσον ἀναβλύσσει, τοσούτον τόν διψώντα καταφλέξει• ἀγάπη Ἀγγέλων στάσις, ἀγάπη, προκοπή τῶν αἰώνων” (Λόγος Λ’, σέλ. 169, ἰη’).
3. Γίνεται, λοιπόν, ἀντιληπτό ὅτι ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη δέν εἶναι ἐξωτερικές ἀρετές, οὔτε ἡ πίστη ἔχει σχέση μέ τήν λογική του ἀνθρώπου καί ἡ ἀγάπη μέ τό συναίσθημα, ἀλλά εἶναι καρποί τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἔκφραση τῆς ἀναγεννημένης ζωῆς, χαρακτηριστικά γνωρίσματα τῆς θεοποιοῦ ζωῆς καί ἐκφράσεις τῶν θεουμένων.
Αὐτόν τόν συνδυασμό πίστεως καί ἀγάπης εἶχαν καί οἱ μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, τό μαρτύριο δέν εἶναι μιά ἰδιοτροπία καί ἔκφραση δυνατῆς θέλησης ἑνός ἀνθρώπου, ἀλλά καρπός θεωρίας. Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Σωφρόνιος γράφει ὅτι ὁ ὅσιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης κατά τήν ὅραση τοῦ ζῶντος Θεοῦ ἀπέκτησε ὑπαρξιακή γνώση Θεοῦ, ἀλλοιώθηκε ὅλη του ἡ ὕπαρξη, ἀπέκτησε τήν ἐμπειρία τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό, ἀλλά καί ὁ ἴδιος ἔφθασε στό πλήρωμα τῆς ἀγάπης καί γι’ αὐτόν τόν λόγο ἀπέκτησε τό χάρισμα τοῦ μαρτυρίου, μποροῦσε νά μαρτυρήση γιά τόν Χριστό. Ὁπότε τό μαρτύριο εἶναι ἔκφραση τῆς θεωρίας καί πλήρωμα τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό.
Ἑπομένως, ἐπαινοῦμε τήν πίστη καί τήν ἀγάπη, ἀλλά δίνουμε σημασία καί στόν τρόπο καί τήν μέθοδο ἀποκτήσεως τῆς πραγματικῆς πίστεως καί ἀγάπης. Καί αὐτό ἔχει μεγάλη ἀξία γιατί στήν ἐποχή μᾶς δίνουμε μεγάλη σημασία στό τί εἶναι θέωση καί τί εἶναι ἀγάπη, χωρίς νά δίνουμε προτεραιότητα στό πῶς ἔφθασε κάποιος στήν θέωση καί τήν ἀγάπη. Τό πρόβλημα δέν εἶναι μόνον τό τί, ἀλλά καί τό πῶς. Καί βέβαια, αὐτό το πῶς εἶναι ἡ ὅλη ἀσκητική καί ἡσυχαστική μέθοδος πού ἔχει ἡ Ἐκκλησία καί τήν διασώζει ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ.
Αὐτό το πῶς, τήν λεγομένη ἡσυχαστική μέθοδο τήν βλέπουμε στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ γιά τούς μακαρισμούς. Ἡ σειρά τῶν μακαρισμῶν δείχνει τόν τρόπο ἀποκτήσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Προηγοῦνται ἡ πτωχεία τοῦ πνεύματος καί τό κατά Θεόν πένθος καί ἀκολουθοῦν ἡ πραότητα, ἡ πείνα καί ἡ δίψα γιά τήν δικαιοσύνη, ἡ καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί ἡ ὅραση τοῦ Θεοῦ. Τέλος δέ ἀποκτᾶται ἡ κατά Θεόν εἰρήνη καί στήν συνέχεια ἀκολουθεῖ ὁ διωγμός καί ὁ ὀνειδισμός ἕνεκεν τῆς δικαιοσύνης, δηλαδή τό μαρτύριο γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἀποτέλεσμα τοῦ μαρτυρίου εἶναι ἡ χαρά (Ματθ. ε’, 1-12). Ἑπομένως, τό μαρτύριο εἶναι καρπός τῆς θεωρίας καί προϋπόθεση τῆς θεωρίας εἶναι ἡ εὐαγγελική ζωή πού ἐξισοῦται μέ τήν ἀσκητική, ἡσυχαστική ζωή.
Μέ αὐτήν τήν ἔννοια οἱ μάρτυρες κατά τό σῶμα ἰσοδυναμοῦν μέ τούς μάρτυρες τή προαιρέσει, τό μαρτύριο συνδέεται στενά μέ τήν παρθενία. Μέ αὐτήν τήν προοπτική ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀποδίδει προφητικές, ἀποστολικές καί ἀσκητικές ἰδιότητες στόν ἅγιο Δημήτριο τόν Μυροβλήτη, τόν στρατιωτικό αὐτόν ἅγιο. Ὁ ἅγιος Δημήτριος ἦταν “προφητική δυνάμει κατηγλαϊσμένος, ἀποστολικῆς καί διδασκαλικῆς... διακονίας καί προεδρίας” ἠξιωμένος, ἀλλά καί δέν ὑστέρησε “ὁσίων ἀσκήσεως... καί τῆς διά βίου κατά τούτους λαμπρότητος” (ΕΠΕ ΙΙ, σέλ. 164). Ἔτσι, ὁ ἅγιος Δημήτριος εἶναι Προφήτης, Ἀπόστολος, Μάρτυς καί Παρθένος, ἀφοῦ αὐτές οἱ ἰδιότητες εἶναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Ἡ ἀποστολική Χάρη προϋποθέτει τήν προφητική ἐνέργεια, καί ἡ προφητική ἐνέργεια ἔχει ὡς βάση τήν παρθενική χάρη, ὁπότε καρπός ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ μαρτυρική ζωή.
Μέσα ἀπό τό πρίσμα αὐτό πρέπει νά βλέπουμε καί τήν ὁσία Ἀναστασία τῶν Ρωμαία, ἡ ὁποία ὑπερέβη ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ ὅλες τίς διακρίσεις, ἀκόμη καί τοῦ φύλου καί εἶναι ἡ χαρά ὅλων των ἀνθρώπων, ἑξαιρέτως τῶν μοναχῶν πού ζοῦν στό Κοινόβιο αὐτό καί καθημερινῶς λαμβάνουν γνώση καί ἐμπειρία τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, πού ἐκφράζεται καί διοχετεύεται ἀπό τήν ὁσία Ἀναστασία τήν Ρωμαία.
Ἅγιε Καθηγούμενε, ἀγαπητοί ἀδελφοί,
Ζοῦμε σέ μιά ἐποχή στήν ὁποία παρατηρεῖται σύγχυση στήν πνευματική καί ἐκκλησιαστική ζωή, τήν ὁποία χαρακτηρίζει ἡ ἐκκοσμίκευση, πού συνίσταται στήν πτώση ἀπό τόν εὐαγγελικό καί ἀποκαλυπτικό λόγο. Δηλαδή, κοινωνικοποιεῖται ὁ εὐαγγελικός λόγος, ταυτίζεται ἡ ἐκκλησιολογία μέ τήν κοινωνιολογία, ἱστορικοποιεῖται ἡ ἐσχατολογική ζωή, ἐπιπεδοποιεῖται ὁ λόγος περί θεώσεως, ἀποβάλλεται ὁ πυρήνας τῆς θεοποιοῦ ζωῆς πού εἶναι ἡ ἡσυχαστική ὁδός. Μερικές φορές ἀλλοιώνεται καί αὐτός ὁ ἴδιος ὁ μοναχισμός, εὐτυχῶς ὄχι στό Ἅγιον Ὅρος. Χαιρόμαστε πολύ γιατί ἐρχόμαστε στό Ἅγιον Ὅρος καί βλέπουμε τήν εὐαγγελική καί πατερική ζωή στό ὑψηλό σημεῖο καί αὐτό ἀποτελεῖ πρότυπο γιά ὅλους μας. Ἰδιαιτέρως αὐτό τό βλέπουμε σέ αὐτήν τήν Ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου πού διατηρεῖ αὐθεντική ἁγιορειτική παράδοση καί αὐτό ὀφείλεται στόν πεπειραμένο Γέροντα τῆς Μονῆς, ζηλωτή τῶν πατρικῶν παραδόσεων, ἀλλά καί στούς μοναχούς οἱ ὁποῖοι διακρίνονται ἀπό ἱερό ζῆλο γιά νά βιώσουν τήν παράδοση. Αὐτό εἶναι σημαντικό, γιατί στήν ἐποχή μᾶς ἀλλοιώνεται ἡ πίστη καί ἡ θεολογία καί συγχέεται μέ ἄλλες ἰδεολογίες καί ἰδεοληψίες. Ὅμως μιά τέτοια πίστη δέν ὁδηγεῖ στήν θέωση καί συνιστᾶ μινιμαλισμό τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος. Ἀλλά ἀλλοιώνεται καί ἡ ἀγάπη, πού θεωρεῖται ἁπλῶς μιά συναισθηματική, ἀνθρώπινη κατάσταση. Ὅμως μιά πίστη καί μιά ἀγάπη πού βρίσκονται σέ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο καί δέν συνδέονται μέ τόν θεολογικό καί ἀποκαλυπτικό λόγο συνιστᾶ τραγωδία γιά τόν ἄνθρωπο, διότι δέν σώζουν.
Πρέπει νά δώσουμε προτεραιότητα στήν ὀρθόδοξη πίστη, διά τῆς ὁποίας θά φθάσουμε καί στήν ἀληθινή ἀγάπη. Ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο ἅς μου ἐπιτραπῆ νά ὑπενθυμίσω τούς λόγους τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ περί τῆς πίστεως.
Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος: “Σωτηρία ψυχῶν κυρίως ἐστίν τό τέλος τῆς πίστεως. Τέλος δέ πίστεως ἐστιν ἥ του πιστευθέντος ἀληθής ἀποκάλυψις”.
Ἀκριβῶς γι’ αὐτόν τόν λόγο χρειάζεται ἀγώνας γιά τήν διαφύλαξη τῆς ἀμωμήτου πίστεως. Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος: “Φυλάξωμεν δέ μᾶλλον τό μέγα καί πρώτον τῆς σωτηρίας ἠμῶν φάρμακον• τήν καλήν, λέγω, τῆς πίστεως κληρονομίαν• ὁμολογοῦντες ψυχή τέ καί σώματι μετά παρρησίας ὡς οἱ πατέρες ἠμῶν ἐδίδαξαν”.
Ἡ ἀλλοίωση τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως εἶναι προδοσία. Διαβεβαιώνει ὁ ἅγιος Μάξιμος: “Προδόσις γάρ ἐστιν ἥ της εὐσεβοῦς αὐτοῦ τέ καί περί αὐτοῦ (δηλαδή τοῦ Χριστοῦ) δόξης παραλλαγή, τή προσλήψει τῆς τῶν ἑτεροδόξων ὁμολογίας καί διδαχῆς ἀπεμπολοῦσα αὐτόν, εἰς ἀναίρεσιν τῆς ἐξ ἠμῶν παναγίας αὐτοῦ σαρκός”.
Χρειάζεται προσοχή στούς αἱρετικούς λόγους: “Ξίφος δίστομον καί ξυρόν (ξυράφι) ἠκονημένον τήν γλώσσαν κέκτηνται (οἱ αἱρετικοί) ψυχᾶς σφάζουσαν καί εἰς πέταυρον ἅδου καί βάραθρον σκότους παραπέμπουσαν”. (Ἀρτεμίου Ραντοσάβλιεβιτς: Ἡ σωτηρία κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή σέλ. 91-99).
Ἡ σημερινή πανηγυρική ἀγρυπνία ἅς γίνη ἀφορμή νά ἀναλογισθοῦμε τό “τί” τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἀλλά καί τό “πώς” τῆς ὀρθοδόξου πράξεως καί ἡσυχασμοῦ, διότι μέσα ἀπό τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή, τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα, τήν νοερά προσευχή, δηλαδή τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς καί τόν φωτισμό τοῦ νοῦ φθάνουμε στά μεγάλα ὕψη τῆς θεολογίας καί σωτηρίας μας.
Θά τελειώσω ἀναφέροντας πάλι τόν λόγο τοῦ ὁσίου Θαλασσίου:
“Κτησώμεθα τήν πίστιν ἴνα ἔλθωμεν εἰς ἀγάπην, ἐξ ἧς τίκτεται ὅ της γνώσεως φωτισμός” (Φιλοκαλ. Β’, 226, ξ’).
- Προβολές: 2814