Φιλοκαλικές Σελίδες - Ὁ «Χρυσόστομος», ὁ «Νέος Χρυσόστομος» καί ὁ «Νέος Παλαμᾶς»
Φιλοκαλικές Σελίδες
Ἡ Ἁγιότητα ὡς σύνδεσμος τῶν Πατέρων
Ἱεροδιακόνου Παϊσίου Παρασκευᾶ
Ὁμιλία στό 1ο Θεολογικό Σεμινάριο Μητροπόλεως Καστορίας
«Κατά τίς ἡμέρες τοῦ Α΄ Θεολογικοῦ Σεμιναρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Καστορίας –σύμφωνα μέ τήν ἐπίσημή του πρόσκληση– ἑορτάζουν μεγάλοι Ἅγιοι, πού ἐνέπνευσαν καί ἐμπνέουν ἀναρίθμητες γενιές ἀνθρώπων, μέ τόν ἀληθινό καί, γι' αὐτό, πάντα ἐπίκαιρο καί ζωντανό θεολογικό λόγο τους. Πρόκειται γιά τούς Ἁγίους Πατέρες: Ἰωάννη Χρυσόστομο, Γρηγόριο Θεσσαλονίκης τόν Παλαμᾶ καί Παΐσιο Βελιτσκόφσκυ».
Τό ἑορταστικό αὐτό τριήμερο (13 μέ 15 Νοεμβρίου) θά μπορούσαμε νά τό παρομοιάσουμε μέ μία «θεολογική σκυταλοδρομία», ἡ ὁποία ξεκινᾶ στίς 13 τοῦ μηνός μέ τόν «ρήτορα τῆς Ἐκκλησίας», τόν μέγα Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως, ἀπό αὐτόν παραλαμβάνει τήν σκυτάλη ὁ «τῶν θεολόγων ὑπέρμαχος», ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τοῦ ὁποίου τήν μνήμη τιμοῦμε στίς 14 Νοεμβρίου καί τήν ὁλοκληρώνει ὁ νέος κοινοβιάρχης, ὅσιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ στίς 15 Νοεμβρίου, τερματίζοντας τήν σκυταλοδρομία καί ταυτόχρονα κηρύσσοντας τήν ἔναρξη ἑνός νέου ἀγώνα, τήν ἀρχή τῆς νηστείας τῶν Χριστουγέννων.
Οἱ τρεῖς αὐτοί ἅγιοι, παραλαμβάνοντας ὁ ἕνας τήν σκυτάλη ἀπό τόν ἄλλον, φαίνεται ὅτι ἔλαβαν μαζί μέ αὐτήν καί κάτι ἀκόμα, κάτι ἀπό τήν ζωή τοῦ προηγούμενου. Καί αὐτό λέγεται διότι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀποκαλεῖται καί ὡς «Νέος Χρυσόστομος», ἐνῶ ὁ ἅγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ ὡς «Νέος Παλαμᾶς».
1. Πῶς ἔλαβαν οἱ τρεῖς ἅγιοι τά ἱδιαίτερα προσωνύμιά τους
α΄) Ὁ «Χρυσόστομος»
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ἐπικαλούμενος Χρυσόστομος, τοῦ ὁποίου τήν Θεία Λειτουργία ἀνελλιπῶς ἐπιτελοῦμε, ἔμεινε στήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς ὁ ἐπιφανέστερος ἱεροκήρυκάς της καί ἕνας ἀπό τούς βασικότερους ἑρμηνευτές τῶν Θείων Γραφῶν.
Ὁ Ἅγιος ξεκίνησε τήν ἐκκλησιαστική του ζωή ὄχι γιά νά γίνη ἱεροκήρυκας, ὅπως τελικῶς καθιερώθηκε, ἀλλά μοναχός-ἀσκητής. Αὐτή ἡ ἀσκητική ζωή, πού τήν συνέχισε καί ἀργότερα, ὅταν βρέθηκε καί πάλι μέσα στό ἄστυ, ἦταν αὐτό πού ἔδινε τήν ζωοποιό δύναμη στά ἐμπνευσμένα κηρύγματά του. Τά λόγια του εἶχαν «ἀντίκρισμα στό πνευματικό μεταλλεῖο» ἀκριβῶς διότι προέρχονταν ἀπό πράξη.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἔλαβε τήν ἐπιβεβαίωση τοῦ χαρίσματος τῆς ἑρμηνείας καί τοῦ κηρύγματος μέ ἕνα θαυμαστό ὅραμα:
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης εὑρισκόμενος στό ἀσκητήριό του, δέχθηκε μιά θαυμαστή ἐπίσκεψη κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ἀπό τόν ἠγαπημένο μαθητή τοῦ Χριστοῦ, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί Εὐαγγελιστή, ὁ ὁποῖος τόν ἀσπάσθηκε, τοῦ ἔδωσε συμβολικά ἕνα τυλιγμένο χαρτί καί τοῦ εἶπε: «ἐγὼ εἰμὶ ὁ θεολόγος Ἰωάννης, καὶ Εὐαγγελιστής, καὶ λάβε τοῦτο τὸ χαρτίον ὅπερ σοὶ δίδω• ἀπὸ σήμερον θὰ ἀνοιχθῇ ἡ διάνοιά σου νὰ ἐννοῇς τὴν ἔννοιαν ὅλην τῆς θείας Γραφῆς» (Δουκάκης) καί ἀφοῦ τόν ἐμψύχωσε ἱκανῶς καί τόν προέτρεψε στό ἔργο τοῦ κηρύγματος, «ἄφαντος ἐγένετο».
Ἔχοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης λάβει τήν προτροπή ἀπό τόν πρῶτο Θεολόγο, ξεκινᾶ τό μεγαλειῶδες κηρυκτικό του ἔργο.
Τό πῶς ἔλαβε ὁ Ἅγιος τήν ἐπίκληση «Χρυσόστομος» μᾶς τό διασώζει ὁ σημαντικότερος βυζαντινός ἁγιολόγος, ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής. Γράφει:
Εὑρισκόμενος [ὁ Ἰωάννης] στήν Ἀντιόχεια καί κηρύττοντας, μάζεψε γρήγορα κοντά του μεγάλο πλῆθος ἀκροατῶν. Ὅμως, «ὅταν ἄρχισε νά ἀνεβάζη τόν λόγο του ὑψηλότερα ἀπό τήν διάνοια τῶν πολλῶν, κάποια γυναίκα ἡ ὁποία ἀπό τήν μία μέν προθύμως ἄκουγε, ἀπό τήν ἄλλη ὅμως δέν κατανοοῦσε τά ὑψηλά λεγόμενα, ἄρχισε νά κατηγορῆ φανερά τόν λόγο [τοῦ Ἰωάννου] καί νά τόν ἀποκαλεῖ ἀνωφελῆ καί ἄκαρπο. Ἀκούγοντάς το αὐτό [ὁ Ἅγιος], ἄρχισε νά κάνει τόν λόγο του σαφέστερο καί πιό εὐσύνοπτο. Τότε λοιπόν, κάποιοι ἀπό τούς φιλολόγους ἀκούγοντάς τον εὐχαριστήθηκαν τόσο πολύ ἀπό τήν μελίρρυτη γλώσσα του, θεώρησαν τόν λόγο ἐπωφελῆ καί ἀληθινό, κατανοώντας ὅτι εἶναι γεμάτος ἀπό θεῖα νοήματα, ἀπό μέθοδο καί τέχνη, ἀπό χάρη, ἀπό ρυθμό καί ἀπό εἱρμό, ὥστε οἱ μέν τόν ἀποκαλοῦσαν "Θεοῦ καί Χριστοῦ στόμα", οἱ δέ (χαρακτηρισμός πού τελικῶς ἐπεκράτησε) τόν ἀποκαλοῦσαν "Χρυσόστομο"» (PG 114, 1076C).
β΄) Ὁ «Νέος Χρυσόστομος»
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ὁ Παλαμᾶς, ὁ «τέταρτος θεολόγος», πέρασε μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς του στά Κοινόβια καί τήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὡς ἡσυχαστής ἱερομόναχος καί ἀνεδείχθη ἕνας ἀπό τούς σημαντικότερους ἐκφραστές τῆς θεολογίας τῆς Ἐκκλησίας. Κατά μίμησιν τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὅταν ἀναγκάσθηκε καί αὐτός νά ἀναλάβη ἐπισκοπικά καθήκοντα, δέν λησμόνησε τούς ἡσυχαστικούς τρόπους πού γιά χρόνια ἀσκοῦσε. Μάλιστα, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Φιλόθεο τόν Κόκκινο, διατηροῦσε ἕναν μικρό οἰκίσκο πλησίον τῆς Μονῆς Βλατάδων, ὅπου περνοῦσε μέ ἐγκλεισμό καί νοερά προσευχή.
Ἡ πόλη τῆς Καστοριᾶς φαίνεται πώς, μαζί μέ τήν Θεσσαλονίκη, διατηροῦν τά πρωτεῖα ὅσον ἀφορᾶ τήν τιμή τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ ὡς ἁγίου, ἀφοῦ καθώς ἀναφέρει ὁ Συνοδικός Τόμος τῆς ἐν Κωνσταντινουπόλει Ἁγίας Συνόδου τοῦ ἔτους 1368 μ.Χ. «ἐν τῇ Καστορίᾳ» ἀνηγέρθη ναός «ἐπί τῷ τούτου ὀνόματι» (PG 151, 712B).
Στίς πρώιμες τοιχογραφικές ἀπεικονίσεις τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, δύο ἐκ τῶν ὁποίων βρίσκονται στήν Καστοριά, συναντᾶμε τό ἰδιαίτερο προσωνύμιο «νέος Χρυσόστομος».
Ὁ καθηγητής Γεώργιος Φουστέρης γράφει σέ σχετικό ἄρθρο του μέ τίτλο «Καθολικό τῆς μονῆς Βλατάδων: λανθάνοντα ἱστορικά στοιχεῖα στό εἰκονογραφικό πρόγραμμα τοῦ παρεκκλησίου», τά ἑξῆς: «Ὁ χαρακτηρισμός αὐτός [Νέος Χρυσόστομος] προϋποθέτει ὅτι οἱ μαθητές τοῦ Γρηγορίου διέκριναν στόν πνευματικό τους πατέρα συγκεκριμένα ἰδιώματα τοῦ Χρυσοστόμου, ἀλλά καί ἀναλογίες στόν περιπετειώδη βίο τους. Πρόκειται γιά μιά τυπολογική σχέση πού εἶχε ὡς ἀφετηρία τή βιωματική ἀναφορά τοῦ ἴδιου τοῦ Παλαμᾶ πρός τόν ὁμότροπον καί προσφιλῆ του ἅγιο. Ὁ Φιλόθεος Κόκκινος, ὑπογραμμίζοντας τήν καρτερία τοῦ Παλαμᾶ κατά τή φυλάκισή του στήν Κωνσταντινούπολη (1343-1347), ἀναφέρει ὅτι ἡ εὐχαριστιακή ἐπίκληση τοῦ Χρυσοστόμου, Δόξα σοι Χριστὲ πάντων ἔνεκεν ἦταν τό προσφιλές πρόσφθεγμα τοῦ ἁγίου διά βίου ἰδίᾳ εἰς καιρὸν πειρασμῶν».
Ἕνα ἀκόμη κοινό πού μοιράζεται ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ τόν ἱερό Χρυσόστομο εἶναι καί ἡ ἰδιαίτερη προστασία πού ἔχαιρε ἀπό τόν «υἱό τῆς βροντῆς», τόν Εὐαγγελιστή Ἰωάννη τόν Θεολόγο, πού τοῦ ἐμφανίστηκε καί αὐτοῦ θαυμαστῶς καί τοῦ ὑπεσχέθη τήν προστασία «καί ἐν τῷ νῦν αἰῶνι καί τῷ μέλλοντι» (ΕΠΕ Βίος Γρ. Παλαμᾶ, σελ. 82).
Στό ἄρθρο τῆς Alexandra Trifonova μέ τίτλο «Ἡ ἀπεικόνιση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ στόν ναό Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Βουνοῦ στήν Καστοριά», διαβάζουμε: «Μέ τήν προσωνυμία "Νέος Χρυσόστομος" ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀπαντᾶ στίς πρωιμότερες ἀπεικονίσεις του, ὅπως στόν Ἅγιο Γεώργιο τοῦ Βουνοῦ, στήν Καστοριά (μετά τό 1368), στό παρεκκλήσιο τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου (γύρω στό 1371 ἤ τέλη 14ου - ἀρχές 15ου αἰ.) καί στόν ναό τῶν Ἁγίων Τριῶν, στήν Καστοριά (1400/1). Ἀναμφίβολα, ἡ προσωνυμία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ ὡς "νέου Χρυσοστόμου" ἐπηρέασε καί τήν εἰκονογραφία του. Εἶναι πολύ πιθανό ὁ εἰκονογραφικός τύπος τοῦ ἁγίου Γρηγορίου μέ παπαλήθρα ... νά ἐπηρεάστηκε ἀπό ἀνάλογες ἀπεικονίσεις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου».
Ἡ σχέση αὐτή [Χρυσοστόμου-Παλαμᾶ] ἐπισφραγίστηκε μέ τήν κοίμησή του ἡ ὁποία συνέβη «τήν ἑπομένη τῆς ἑορτῆς τοῦ Χρυσοστόμου, ὅπως εἶχε ἄλλωστε προαναγγείλει ὁ ἴδιος ὁ Γρηγόριος. Ὅπως ἦταν φυσικό, στήν ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης διαμορφώθηκε ἰδιαίτερο τυπικό συνεορτασμοῦ τῶν δύο ἁγίων» (Φουστέρης).
Ὁ καθηγητής Εὐθύμιος Τσιγαρίδας στό ἄρθρο του «Εἰκονιστικές μαρτυρίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στή Θεσσαλονίκη καί στό Ἅγιον Ὄρος», γράφει: «[Ὅπως ἀναφέρει ὁ καθηγητής Φουντούλης], τήν ἐποχή τοῦ Συμεών, ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, ἡ μνήμη τοῦ Παλαμᾶ συνεορταζόταν τήν 13η Νοεμβρίου, μαζί μέ αὐτήν τοῦ Ἰωάννου Χρυσοστόμου. Ὁ συνεορτασμός αὐτός ἀποσκοποῦσε ἀσφαλῶς στήν ἔξαρση τοῦ Παλαμᾶ "θεωρουμένου οἱονεί ἰσοτίμου" πρός τόν μέγα ἱεράρχη Χρυσόστομο. Ὁ παραλληλισμός αὐτός τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ μέ τόν Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο περιέχεται καί στήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου, καθώς ὕμνος γιά τόν Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ εἶναι παρμένος αὐτούσιος ἀπό τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου». «Πρόκειται γιά τό ἰδιότυπο στοιχεῖο τοῦ συνεορτασμοῦ τοῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ Παλαμᾶ τήν 13η Νοεμβρίου στόν μητροπολιτικό ναό καί τήν 14η στήν μονή Βλατάδων» (Φουστέρης), ἡ ὁποία ὡς γνωστόν ἀνοικοδομήθηκε ἀπό στενούς μαθητές τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, πλησίον τοῦ ἀσκητικοῦ οἰκίσκου πού αὐτός διατηροῦσε.
Τό ΝΑ παρεκκλήσιο τῆς Μονῆς Βλατάδων φαίνεται πώς κατασκευάστηκε μέ σκοπό νά ὑποδεχθῆ τμῆμα τῶν λειψάνων τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλά τελικῶς ἔμεινε ὡς κενοτάφειο. Στόν τοιχογραφικό διάκοσμο τοῦ παρεκκλησίου αὐτοῦ, πού φαίνεται πώς προετοίμασε ὁ ὅσιος Φιλόθεος ὁ Κόκκινος, σύμφωνα μέ τόν καθηγητή Φουστέρη, γίνεται σαφής ταύτιση τοῦ Χρυσοστόμου μέ τόν Παλαμᾶ.
γ΄) Ὁ «Νέος Παλαμᾶς»
Ὁ ὅσιος Παΐσιος τοῦ Νεάμτς, ὁ ἐπικαλούμενος Βελιτσκόφσκυ, γεννήθηκε τό ἔτος 1722 στήν Πολτάβα τῆς σημερινῆς Οὐκρανίας. Ἀπό μικρός πόθησε τήν ἡσυχαστική ζωή καί ἀφοῦ μόνασε κάποια χρόνια σέ Σκῆτες τῆς ρουμανικῆς Μολδαβίας κάτω ἀπό τήν καθοδήγηση τοῦ ὁσίου Βασιλείου τῶν Καρπαθίων (τῆς Ποϊάνα Μάρουλουϊ), μετοίκησε στόν Ἄθωνα, ὅπου πέρασε τά περισσότερα χρόνια στήν Σκήτη τοῦ Προφήτου Ἡλιοῦ τῆς ὁποίας θεωρεῖται καί νέος κτίτωρ. Ἀπό ἐκεῖ ἐπέστρεψε μέ πλειάδα μαθητῶν του στήν Ρουμανία, καταλήγοντας στήν ἱστορική Ἱερά Μονή Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ στό Νεάμτς. Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ βίος τοῦ συγχρόνου του ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὅσιος Παΐσιος ἔχαιρε μεγάλης φήμης ὡς διδάσκαλος τῆς νηπτικῆς ζωῆς καί «εἶχεν ὑπέρ τούς χιλίους ἀδελφούς εἰς τήν ἐπίσκεψίν του καὶ ... τοὺς ἐδίδασκεν τὴν νοερὰν προσευχήν», αὐτό ἔκανε καί τόν νεαρό τότε Νικόδημο νά θέλη νά γνωρίση τόν ὅσιο Παΐσιο καί «νά ὑπάγῃ εἰς ἀναζήτησιν τῆς φιλουμένης του θείας προσευχῆς».
Ὁ ὅσιος Παΐσιος, σύμφωνα μέ τόν σημαντικότερο μελετητή του Ἀντώνιο Ταχιάο, «ὑπῆρξε αὐτός πού συνετέλεσε στήν ἀναβίωση τοῦ κοινοβιακοῦ βίου στόν ρουμανικό μοναχισμό [καί ἀπό ἐκεῖ στόν ρωσικό], μέ βάση τό ἁγιορειτικό πρότυπο, καί στή στροφή πρός τήν ἡσυχαστική πνευματικότητα, ὅπως αὐτή εἶχε ἀνθίσει στό Ἅγιον Ὄρος τόν 14ο αἰώνα» (Α. Α. Ταχιάος), τήν ἐποχή, δηλαδή, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ἔδωσε μεγάλη βαρύτητα στήν μελέτη τῶν Πατερικῶν κειμένων καί ἔμεινε γνωστός κυρίως γιά τό τεράστιο μεταφραστικό ἔργο πού ἐπετέλεσε στήν Σλαβονική καί τήν Ρουμανική γλώσσα. Τά ἔργα πού ἐπέλεξε νά μεταφράση εἶναι κυρίως τά λεγόμενα «νηπτικά», Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ἀββάς Βαρσανούφιος, Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος, Διάδοχος Φωτικῆς, ἀββάς Δωρόθεος, Ἐφραίμ ὁ Σύρος, ὁ Μάρκος Ἀσκητής, ὁ Μάξιμος Ὁμολογητής, ὁ Πέτρος Δαμασκηνός, Συμεών ὁ Νέος θεολόγος, Νικήτας Στηθάτος, Γρηγόριος Σιναΐτης, Γρηγόριος Παλαμᾶς καί ὁλόκληρη ἡ Φιλοκαλία. Ἡ μεγαλύτερή του προσφορά ἦταν ἡ ἐπιστροφή τῆς πνευματικῆς ζωῆς στίς αὐθεντικές πηγές της, δηλαδή, τίς Ἅγιες Γραφές, ἀλλά καί τά κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων, πού συνιστοῦν τήν αὐθεντική ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν καί θέτουν τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά αὐθεντική ἐν Χριστῷ ζωή.
Σέ ἀντίθεση μέ τούς δύο παραπάνω Πατέρες, (Χρυσόστομο καί Παλαμᾶ) δέν ἐπιδόθηκε οὔτε στήν ἑρμηνεία τῶν Γραφῶν (ὅπως ὁ ἅγιος Ἰωάννης), οὔτε στήν συγγραφή θεολογικῶν κειμένων (ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος). Ἡ ἐποχή του ζητοῦσε τήν ἀνάδειξη τῶν λησμονημέων καί ἤδη ὑπαρχόντων ἀπό τούς προγενέστερους Πατέρες ἔργων, καί αὐτό ἦταν πού ἔπραξε, σέ τέτοιον μάλιστα βαθμό, πού θεωρεῖται ἀπό τούς εἰδικούς ὅτι δημιούργησε τήν δική του «ἀσκητικοφιλολογική» σχολή, ὅπως εὐφυῶς χαρακτηρίσθηκε, δηλαδή μιά σχολή πού ὄφειλε νά συνδυάζη τήν ἀσκητική πράξη μέ τήν φιλολογική ἐπιμέλεια τῶν νηπτικῶν κειμένων.
Παρά ταῦτα, ὅταν οἱ συνθῆκες τό ἀπαίτησαν, ὁ Ὅσιος ἀναγκάσθηκε νά συνθέση καί αὐτός, κατά τό πρότυπο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἔργα ὑπερασπιστικά τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ἐξεπόνησε δύο ἐργασίες. Ἡ πρώτη συνεγράφη τό ἔτος 1770. Ἀφορμή ἦταν οἱ συκοφαντίες κάποιου μοναχοῦ ἀπό τά ὄρη Μοσένσκι τῆς Οὐκρανίας. Ὁ ὅσιος ἀπαντᾶ μέ τό κείμενο του «Σύνθεση περί τῆς νοερᾶς προσευχῆς», πού χωρίζεται σέ ἕξι κεφάλαια.
«Μετά ἀπό περισσότερες ἀπό δύο δεκαετίες, τό ἔτος 1793, ὁ στάρετς Παΐσιος ἐπανέρχεται στό ἴδιο θέμα, λόγω τῆς ἐμφάνισης ἑνός συκοφάντη τῶν βιβλίων τῶν Ἁγίων Πατέρων ὅπου ὁμιλοῦν ὑπέρ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καί συγκεκριμένα τοῦ Θεοπέμπτου, ἀπό τήν Ἱερά Μονή Πογιάνα τῆς Βορόνας, καί διατυπώνει, κατόπιν τῆς παράκλησης τοῦ ἡγουμένου Ἀγάθωνα καί τῶν μοναχῶν τῆς συνοδείας ἐκείνου, τό κείμενο "Δήλωση ὑπέρ τῆς νοερᾶς προσευχῆς"» (V. Pelin) ὅπου ἀπαριθμεῖ καί κατονομάζει τά βασικά ἀσκητικά βιβλία πού διαπραγματεύονται τό θέμα τῆς νοερᾶς προσευχῆς ξεκινώντας μάλιστα ἀπό τούς τρεῖς Ἱεράρχες, Γρηγόριο, Βασίλειο καί Χρυσόστομο, ἐντοπίζοντας τίς νηπτικές τους διδασκαλίες, τό κεφάλαιο ἔχει τίτλο: «Σύντομη ἀναφορά στούς Ὁσιωτάτους καί Θεοφόρους Πατέρες ἡμῶν, πού ἔχουν γράψει περί τῆς ἱερᾶς καί ἁγίας νοερᾶς προσευχῆς, τῆς τελουμένης διά τοῦ νοός ἐν τῇ καρδίᾳ».
Χάρη στά δύο αὐτά σημαντικά ἀντιρρητικά του κείμενα, ἀλλά καί τήν ἐν γένει καλλιέργεια τῆς «ἐν γνώσει» νηπτικῆς ζωῆς, ὁ μεταφραστής καί ἐπιμελητής τοῦ βίου του στήν ἀγγλική γλώσσα, ἱερομόναχος Σεραφείμ, τόν ὀνομάζει «ἄλλον [ἤ νέον] ἅγιο Γρηγόριον Παλαμᾶ».
Ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Παΐσιος ἀναφέρεται συχνά στόν «μέγα ἀγωνιστή καί ὑπερασπιστή τῆς ὀρθῆς πίστεως, τόν ἐν Ἁγίοις ὑπέρλαμπρο Πατέρα ἡμῶν Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ (πού, μέ τελεία ὑπακοή καί ἀκατάπαυστη ἐνασχόληση μέ τή θεία προσευχή τήν τελουμένη διά τοῦ νοός καί τῆς καρδίας, ἔλαμψεν ὡς ἥλιος, διά τῶν δωρεῶν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», ἐνῶ φαίνεται πώς ἔχει ἐπίγνωση ὅτι ἐπιτελεῖ ἔργο παρεμφερές μέ τό τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, καθώς ὀνομάζει τόν διαβολέα τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἱερομόναχο Θεόπεμπτο, «δεύτερο [Βαρλαάμ] Καλαβρό».
2. Ἡ Ἁγιότητα, συνδετικός κρίκος τῶν 3 Πατέρων
Εἴδαμε προηγουμένως ὅτι οἱ τρεῖς αὐτοί μεγάλοι Πατέρες συνδέονται, δικαίως, μέσα ἀπό τά προσωνύμιά τους καί δημιουργοῦν μιά ἁλυσίδα. Ποιός εἶναι ὅμως, κατά βάθος, ὁ συνδετικός κρίκος αὐτῆς τῆς πνευματικῆς ἁλυσίδας;
Ἡ ἀπάντηση σέ αὐτήν τήν ἐρώτηση εἶναι, ἡ κοινή κατά Χριστόν ζωή, ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη καί ὁ φωτισμός τοῦ νοῦ πού ὁδηγεῖ στήν τελειότητα, ἡ μέθεξη τῆς ἁγιοποιοῦ καί θεοποιοῦ χάριτος τοῦ Θεοῦ, μέ μία λέξη ἡ ἁγιότητα. Αὐτή εἶναι πού δημιουργεῖ νέους Χρυσόστομους καί νέους Παλαμάδες. Τί εἶναι ὅμως ἅγιος;
Σύμφωνα μέ τό Ἐτυμολογικό Λεξικό τῆς Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς τοῦ Hofmann, ἅγιος εἶναι «ὁ καθιερωμένος εἰς τόν Θεόν, ὁ καθηγιασμένος, ὁ ἱερός». Ἡ λέξη ἔχει τήν προέλευσή της ἀπό τό ἀρχαιοελληνικό "ἅζομαι" πού σημαίνει φοβοῦμαι, σέβομαι καί κατ' ἐπέκτασιν ἅγιος εἶναι αὐτός πού φοβᾶται τόν Θεό, ἀλλά καί αὐτός πού εἶναι ἀπόλυτα ἀφιερωμένος σέ Αὐτόν.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει ὅτι ἅγιοι εἶναι οἱ «διὰ τῆς τοῦ πνεύματος μεθέξεως θεοειδεῖς γεγονότες» (ΕΠΕ 3, σελ. 440), ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τούς ἀποκαλεῖ «φίλους Χριστοῦ» (Ἔκδοσις ἀκριβής, κεφ. Δ΄ 15), ἐνῶ ὁ ἱερός Νικόλαος Καβάσιλας γράφει ὅτι καλοῦνται ἅγιοι «διὰ τὸν ἅγιον οὗ μετέχουσι» (Εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν, λϛ΄).
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης διασώζει καί καταγράφει μία ἀκόμη ἑρμηνεία τῆς λέξης ἅγιος στήν «Ἑρμηνεία τῶν Καθολικῶν ἐπιστολῶν», «καθώς τήν ἐτυμολογεῖ ὁ σοφός Φώτιος» ὁ Μέγας. Ἅγιος, «ἀπό τοῦ ἄλφα τοῦ στερητικοῦ καί τοῦ γῆς», δηλαδή «ἅγιος θέλει νά εἰπῆ ὁ ἀνώτερος τῆς γῆς καί τῶν γηΐνων» (σελ. 199).
Σέ ἄλλο σημεῖο, ὁ ἅγιος Νικόδημος σημειώνει τό πῶς μπορεῖ νά γίνη ὁ Χριστιανός ἀνώτερος τοῦ κόσμου καί τῶν γηΐνων: «ὑπακούοντας καί πειθόμενος, γράφει, εἰς τάς σωτηριώδεις καί ψυχωφελεῖς ἐντολάς τοῦ [Θεοῦ] καί ἔχοντας τήν ὁμοιότητα μόνην τήν ἐδικήν Του [δηλ. τήν τοῦ Θεοῦ] καί ὄχι νά σχηματίζη τήν γνώμην καί τήν καρδίαν του μέ τάς προτέρας [κοσμικάς] ἐπιθυμίας, τάς ὁποίας ἔπραττε εὑρισκόμενος εἰς τήν πλάνην καί ἄγνοιαν ... διά τοῦτο καί ὁ Παῦλος ἔγραφε πρός τούς ἐν Ρώμῃ χριστιανούς• "μή συσχηματίζεσθαι τῷ αἰῶνι τούτῳ" (Ρωμ. ιβ΄, 1)».
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτρέπει νά μήν συσχηματιζόμαστε μέ τόν παρόντα αἰώνα, δηλαδή μέ τόν κόσμο καί τό κοσμικό φρόνημα.
Ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν πρώτη του Ἐπιστολή γράφει τό πολύ γνωστό:
«Μή ἀγαπᾶτε τόν κόσμον, μηδέ τά ἐν τῷ κόσμῳ. Ἐάν τις ἀγαπᾶ τόν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρός ἐν αὐτῷ. Ὅτι πᾶν τό ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκός καί ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καί ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Πατρός, ἀλλ’ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστίν» (Α΄ Ἰω. β΄, 15-16).
Ποιός εἶναι ὁ κόσμος πού ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης καί πού, σύμφωνα μέ τόν Μέγα Φώτιο, οἱ ἅγιοι γίνονται ἀνώτεροί του;
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἑρμηνεύοντας τό πιό πάνω χωρίο λέγει ὅτι «ἡ Γραφή ὀνομάζει κόσμον τά ὑλικά πράγματα καί κοσμικοί εἰσί οἱ τούτοις τόν νοῦν ἐνασχολοῦντες» (Περί Αγάπης, β΄ ἑκατοντάς, νγ΄). Κοσμικοί, δηλαδή, δέν εἶναι αὐτοί πού ζοῦν μέσα στόν κόσμο, ἀλλά αὐτοί πού ἀπασχολοῦν τόν νοῦν τους μόνον μέ ὑλικά πράγματα.
Ὁ δέ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος ὁρίζει τόν κόσμον ὡς ἑξῆς:
«Κόσμος, λέγει, εἶναι ὂνομα περιεκτικόν, τό ὁποῖον ἐφαρμόζεται εἰς τά πάθη ...Ὃταν λοιπόν θέλωμεν νά ὀνομάσωμεν ὁλικῶς τά πάθη, ὀνομάζομεν αὐτά κόσμον» (Λόγος Λ΄).
Κοσμικό φρόνημα λοιπόν, μέ βάση τά παραπάνω, εἶναι τό φρόνημα τῶν παθῶν, καί συσχηματισμός μέ τόν κόσμον καί τόν αἰώνα τοῦτον εἶναι ὁ συσχηματισμός μέ τήν ἁμαρτία καί τά πάθη. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός εἶπε στούς Μαθητές καί Ἀποστόλους Του, πού εἶναι τά πρότυπα τῆς ἁγιότητος, ὅτι «ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ᾿ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου» (Ἰω. ιε΄, 19).
Γι' αὐτό καταλήγει ὁ ἅγιος Νικόδημος:
«Ἀλλότριον εἶναι τό τοιοῦτον πάθος τοῦ συσχηματισμοῦ [μέ τόν κόσμο] ἀπό τούς χριστιανούς, οἵτινες χρεωστοῦν νά φυλάττουν μέν καθαράν καί ἀπαραχάρακτον τήν εἰκόνα καί ὁμοιότητα τοῦ οὐρανίου Πατρός [τό κατ' εἰκόνα δηλαδή]... νά ἀποβάλλουν δέ κάθε ἄλλην ὁμοιότητα καί σχηματισμόν [μέ τόν κόσμον τῶν παθῶν]» (σελ. 199).
Ἐδῶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁμιλεῖ γιά τήν «ἀλώβητον τήρησιν τοῦ κατ' εἰκόνα» πού εἶναι ἡ ἀπαραίτητη προϋπόθεση, μέσω τοῦ «ἡγεμόνος νοῦ» πού ἀγωνίζεται «ἀσκητικῶς κατά παθῶν ὀλεθρίων», γιά νά μπορέση νά φθάση ὁ Χριστιανός, ὅσον εἶναι δυνατόν, «εἰς τό καθ' ὁμοίωσιν», ὅπως ψάλλουμε στό δοξαστικό τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Μέ βάση, λοιπόν, τήν ἀναγωγική ἑρμηνεία τοῦ Μεγάλου Φωτίου, ἅγιοι εἶναι αὐτοί πού βρίσκονται πάνω ἀπό τά γήινα, τό κοσμικό φρόνημα καί τά πάθη, αὐτοί πού σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, ἔχουν διαχωρισθῆ «ἐκ τοῦ κόσμου», αὐτοί πού καθάρισαν τό κατ' εἰκόνα καί φωτιζόμενοι ὁδεύουν πρός τό καθ' ὁμοίωσιν, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν ἕνωση μέ τόν Θεό «διά τῆς μεθέξεως τῆς φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας Του» (Ἐμπειρική Δογματική Α΄, σελ. 265). Ὁ δέ τρόπος μέ τόν ὁποῖον μετέχει ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ εἶναι, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ἡ «ἀέναος μνήμη τοῦ Θεοῦ», ἡ «ἀγάπη ἐκ βαθέων ψυχῆς πρός Αὐτόν» καί ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν Του αἱ ὁποῖαι «φῶς εἰσι καί ζωή» (Κεφάλαια γνωστικά τε καὶ θεολογικὰ, κεφ. ιη΄, κ΄).
*
Οἱ τρεῖς μεγάλοι Πατέρες, ὁ «Χρυσόστομος», ὁ «Νέος Χρυσόστομος» καί ὁ «Νέος Παλαμᾶς» πού ἔγιναν ἀφορμή γιά τήν σύγκληση τοῦ πρώτου αὐτοῦ Θεολογικοῦ Σεμιναρίου, πέραν τῶν κοινῶν προσωνυμιῶν πού μοιράζονται, συνδέονται ἐσωτερικά μέ τήν οὐσία τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, τήν μέθοδο πού ὁδηγεῖ στήν ἁγιότητα, δηλαδή τήν ζωή ὑπεράνω τῶν γηΐνων, ἤ ὅπως θά ἔλεγε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μέ τήν «λήθην τῶν κάτω, τήν μύησιν τῶν ἄνω, τήν τῶν νοημάτων ἐπί τό κρεῖττον ἀπόθεσιν, τήν νοῦ καί κόσμου στάσιν, τήν ἱεράν ἡσυχίαν» (ΕΠΕ 11, σελ. 328).
Ἄς εὐχηθοῦμε μέσα ἀπό τήν μελέτη τοῦ βίου τους καί τῶν σημαντικότατων γραπτῶν τους, νά ἔχουμε «ἄνω τάς καρδίας» ἀπό τῶν γηΐνων, τῶν παθῶν καί τοῦ κόσμου. Διότι «καί ὁ κόσμος παράγεται καί ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ• ὁ δέ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τόν αἰῶνα» (Α΄ Ἰω. β΄, 17) τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν.-
- Προβολές: 81