Skip to main content

Ὁ Σταυρός «φυτόν ἀναστάσεως» καί «ξύλον ζωῆς αἰωνίου»

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Κήρυγμα κατά τήν θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου στήν Πάτρα, τήν 30 Νοεμβρίου 2024

Ἔχω τήν ἐξαιρετική τιμή, μέ τήν ἰδιότητα τοῦ Ἀντιπροέδρου τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας, νά ἐκπροσωπῶ τόσο τόν Πρόεδρο Αὐτῆς, Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο, ὅσο καί τά Μέλη της στήν πανήγυρη τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου, τοῦ καί πολιούχου καί προστάτου τῆς μεγαλωνύμου καί περισπουδάστου πόλεως τῶν Πατρῶν καί τῆς περιφερείας, καί ὅλης τῆς Ἑλλάδος, διότι εἶναι ὁ μόνος Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε στόν Ἑλλαδικό χῶρο.

Καί ὅπως εἶναι φυσικό, μεταφέρω τίς εὐχές τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου καί τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, πρωτίστως στόν Ποιμενάρχη τῆς Ἱερᾶς Αὐτῆς Μητροπόλεως καί ἀγαπητό ἐν Χριστῷ ἀδελφό Μητροπολίτη Πατρῶν κ. Χρυσόστομο, τόν εὐσεβῆ Κλῆρο, τίς μοναχικές Ἀδελφότητες καί τό Χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως, ἀλλά καί τούς ἄρχοντες αὐτῆς.

Στό ἐκκλησιαστικό κέντρο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου ὅλοι, καί ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος καί οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες πάσης τῆς κατά Ἑλλάδα Ἐκκλησίας, γνωρίζουν καλῶς καί ἐκτιμοῦν τόν Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη τῶν Πατρῶν κ. Χρυσόστομο γιά τά περικοσμοῦντα αὐτόν φυσικά, διοικητικά καί ἐκκλησιαστικά χαρίσματα καί δοξάζουν τόν Θεό γιατί ἕνας τέτοιος Μητροπολίτης, ὅπως ὁ Μητροπολίτης Πατρῶν Χρυσόστομος, ποιμαίνει τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μέ εὐπρέπεια, ἱεροπρέπεια, σύνεση, νηφαλιότητα, διάκριση, ἱεραποστολικό ζῆλο, ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο καί μέ ἁγιοπρεπῆ τρόπο. Ὄντως, ἀποτελεῖ ὑπόδειγμα Ἱεράρχου.

Καί ταῦτα εἶναι τά ἁρμόζοντα εἰσαγωγικά, ὡς ἐκπροσώπου τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου καί τῶν μελῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μαζί μέ τίς διάπυρες εὐχές γιά τήν κατ’ ἄμφω ὑγεία, σωματική καί ψυχική, τοῦ Μητροπολίτου, τῶν Κληρικῶν, τῶν μοναχῶν καί λαϊκῶν τῆς Ἱερᾶς αὐτῆς Μητροπόλεως πρός δόξαν Θεοῦ καί ἔπαινον τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ὅμως, σήμερα τό κέντρο τοῦ ἑορτασμοῦ, ἐκτός τῆς θείας Μυσταγωγίας, τῆς τελέσεως τῆς θείας Εὐχαριστίας, εἶναι ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, ὁ Πρωτόκλητος Μαθητής τοῦ Χριστοῦ, Μαθητής καί Ἀπόστολος, ὁ διδάσκαλος καί μάρτυρας, ὁ ταπεινός καί ἔνδοξος, ὁ κῆρυξ τῆς πίστεως καί ὑπηρέτης τοῦ Λόγου, «ὁ λογικός οὐρανός ὁ διηγούμενος διά πάντων τήν δόξα τοῦ Θεοῦ», «ὁ ἀμέσως συγγενόμενος τῷ Χριστῷ καί πυρσευόμενος ὑπ’ αὐτοῦ», «ὁ θεόφρων Ἀπόστολος καί ἄριστος μύστης».

Μερικοί ἀπό τούς Ἀποστόλους, ὅπως οἱ Ἀπόστολοι Πέτρος καί Ἰωάννης, ἀλλά καί ὁ Μέγας Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν Παῦλος μᾶς ἄφησαν θεόπνευστα κείμενα τά ὁποῖα ἐγράφησαν ἐκ Πνεύματος Ἁγίου, καί διά τῶν χαρισμάτων ἑνός ἑκάστου. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας δέν μᾶς ἄφησε κείμενα, ἀλλά μᾶς δώρισε τόν Σταυρό του, ἐπάνω στόν ὁποῖο τελείωσε τήν ζωή του, ἤ μᾶλλον ἐτελειώθη, φανερώνοντας τήν ἀγάπη του στόν μέγα Διδάσκαλό του. Καί μάλιστα ὁ Σταυρός αὐτός εἶναι, ὅπως τό ζήτησε, σέ σχῆμα Χιαστόν, καί μέ τόν τρόπο αὐτόν δείχνει ἔτι περισσότερο τήν ἀγάπη του στόν Χριστό.

Κατά τόν ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ὅταν ὁ Ἀνθύπατος Αἰγεάτης ἐξέδωσε τήν ἀπόφαση νά τελειώση ὁ ἅγιος Ἀνδρέας τήν ζωή του διά τοῦ Σταυροῦ, ὁ Πρωτόκλητος Μαθητής ἐπεθύμησε νά σταυρωθῆ ἀνάποδα καί ἀπάντησε: «Ὦ σταυρέ, τόν ὁποῖον πάλαι ἐπόθουν, ἰδού τώρα ὅπου ἀπολαμβάνω τήν τελείωσιν τοῦ πόθου μου». Λόγος θεόπνευστος καί ἀπόλυτα ἐμπειρικός, θυσιαστικός, κενωτικός. Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἐπόθει τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ ἀπό παλαιά καί ἀνέβηκε σέ αὐτόν ὡς ἀπόλαυση καί ὡς τελείωση τοῦ πόθου του.

Ἑρμηνεύοντας ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης αὐτόν τόν λόγο ἀναφέρει τόν λόγο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. β΄, 19-20).

Ἔτσι, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρῶτα ἔζησε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά του, ὡς πόθο μαρτυρίου καί ἀγάπης, καί ὕστερα ὑπέστη καί τό μαρτύριο τοῦ σώματος. Καί ἑρμηνεύοντας τόν πόθο τοῦ Σταυροῦ μέ τούς Ἀποστολικούς αὐτούς λόγους, ὑπενθυμίζει τόν λόγο τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, μαθητοῦ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Τό ὄνομα τοῦ θείου ἔρωτος δυνάμεως ἐστίν ἑνοποιοῦ καί συνδετικῆς καί διαφερόντως συγκρατικῆς ἐν τῷ καλῷ καί ἀγαθῷ». Ὁ θεῖος ἔρως εἶναι ἱερός πόθος καί αὐτός κοχλάζει γιά σταύρωση, προκειμένου νά ἑνωθῆ μέ τόν Νυμφίο Χριστό, τόν παθόντα, σταυρωθέντα καί ἀναστάντα, καί νά ἐκφράση τήν ἀγάπη πρός Αὐτόν σταυρικῶς.

Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ πρωτίστως εἶναι ἔκφραση ἀρρήτου κενώσεως, ἔκφραση ἀνεκφράστου θυσιαστικῆς ἀγάπης. Δέν πρόκειται γιά ξύλο καταισχύνης, ἀλλά γιά ξύλο ζωῆς καί ἀθανασίας, διότι διά τοῦ Σταυροῦ ὁ Χριστός ἐνίκησε τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, διό καί συνδέεται μέ τήν Ἀνάσταση καί τήν ἐσχατολογική ζωή.

Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὡς Σαούλ, πολεμοῦσε τούς Χριαστιανούς, οἱ ὁποῖοι, γι’ αὐτόν κήρυτταν ἕναν Θεό ἐσταυρωμένο, καί δέν μποροῦσε νά καταλάβη πῶς ὁ Κύριος τῆς δόξης, ὅπως τόν ἔβλεπαν οἱ Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη, σταυρώθηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ὅταν, ὅμως, πρό τῆς Δαμασκοῦ, δέχθηκε τήν ἀποκάλυψη τοῦ ζῶντος Χριστοῦ μέ τεθεωμένο Σῶμα, καί μάλιστα εἶδε τόν Χριστό μέσα στό Φῶς, «ὑπέρ τήν λαμπρότητα τοῦ ἡλίου», τότε ὁμολογοῦσε ὅτι «τόν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν» (Α΄ Κορ. β΄, 8), πού εἶναι τό ἑρμηνευτικό κλειδί ἀναγνώσεως τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης, κατανοήσεως τῆς ὅλης Χριστολογίας τῆς Ἐκκλησίας.

Καί ὁ ἁγιογράφος ἐπάνω στόν ἐσταυρωμένο Χριστό ἔθεσε τήν ἐπιγραφή «ὁ Κύριος τῆς δόξης», ἀντικαθιστώντας τήν ἐπιγραφή «Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος, Βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων». Ὁ Χριστός δέν εἶναι Ναζωραῖος οὔτε Βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων, ἀλλά ὁ Κύριος τῆς δόξης, πού σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε, διό καί «κηρύσσομεν Ἰησοῦν Χριστόν καί τοῦτον ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρίαν, αὐτοῖς δέ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καί Ἕλλησι, Χριστόν Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν» (Α΄ Κορ. α΄, 23-24).

Ἔτσι, τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἄρρητα συνδεδεμένο μέ τό μυστήριο τῆς δόξης, καί ὅσοι διασποῦν αὐτήν τήν ἑνότητα δέν ἀντιλαμβάνονται οὔτε τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας, οὔτε τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε τό μυστήριο τοῦ μαρτυρίου τῶν Χριστιανῶν πού ἀγαποῦν τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἀκόμη, δέν ἀντιλαμβάνονται τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί τῆς δόξης τῶν Μυστηρίων, ὡς κάθαρσης, φωτισμοῦ καί τελείωσης, οὔτε, φυσικά, μποροῦν νά καταλάβουν τόν συνδυασμό μεταξύ τῆς theologia crusis καί theologia gloriae (θεολογία τοῦ σταυροῦ καί θεολογία τῆς δόξης). Μιά θεολογία πού διασπᾶ τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ ἀπό τό μυστήριο τῆς δόξης-Ἀναστάσεως εἶναι μιά «ψευδο-μόρφωση» στήν ὀρθόδοξη θεολογία. Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί δέν ἀντιλαμβάνονται τό πῶς μεταμορφώνονται οἱ ἅγιοι ἐν Χριστῷ, μετατρέποντας τήν ἰδιοτέλεια σέ ἀνιδιοτέλεια, τήν φιλαυτία σέ κενωτική ἀγάπη, διά τῆς μεθέξεως τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως στήν προοπτική τῶν ἐσχάτων.

Ἑπομένως, ὁ πόθος τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου γιά τόν σταυρό, καί μάλιστα γιά τόν Χιαστό Σταυρό, εἶναι ἀγάπη, θεῖος ἔρωτας, ἀφοῦ ὁ σταυρός εἶναι τόπος ἱερᾶς ἀναπαύσεως, παράκληση, ἐν Χριστῷ πορεία στό ἀναστάσιμο φῶς, ἐμπειρία αἰωνιότητος. Ἄλλωστε, αὐτό ἐκφράζει ὁ θεσπέσιος ὕμνος πού ψάλλουμε στά ἀναστάσιμα τροπάρια τῶν Κυριακῶν, πού ἐγράφησαν ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό: «Ὁ σταυρός σου, Κύριε, ζωή καί ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ σου, καί ἐπ’ αὐτῷ πεποιθότες, Σέ τόν ἀναστάντα Θεόν ἡμῶν ὑμνοῦμεν, ἐλέησον ἡμᾶς».

Τά πλήθη τῶν Πατρέων καί ὅλων τῶν προσκυνητῶν πού προσέρχονται, ἰδιαιτέρως αὐτές τίς ἡμέρες, νά ἀσπαστοῦν τόν Χιαστό Σταυρό τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου, πού θυμίζει σταυρό, ἀλλά καί τό ἀρχικό γράμμα τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, καί τήν ἁγία κάρα τοῦ σώματός του, τό ὁποῖο σῶμα ξάπλωσε ἀναπαυτικά ἐπάνω στόν Σταυρό, ἔστω καί ἀντίστροφα, ὡς σέ βασιλική κλίνη, γνωρίζουν πολύ καλά ὅτι δέν ἀσπάζονται ἕνα ἀτιμωτικό ξύλο, οὔτε ἕναν καταδικασθέντα σέ θάνατο ἄνθρωπο, ἀλλά ἕναν δοξασμένο Ἀπόστολο γεμάτο θεῖο ἔρωτα καί ἱερόν πόθο, πού διά τοῦ Σταυροῦ μετέχει τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καί δι’ αὐτό καί οἱ εὐλαβεῖς προσκυνητές διά τοῦ Σταυροῦ λαμβάνουν τά δῶρα τῆς Ἀναστάσεως.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ὁ κορυφαῖος διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, μιλώντας γιά τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ τόν ὀνομάζει «θυρεόν καί ὅπλον καί τρόπαιον κατά τοῦ διαβόλου», «σφραγίδα», «ἁμαρτίας ἀναίρεση, φυτόν ἀναστάσεως, ξύλον ζωῆς αἰωνίου». Ἀναλογικά καί ὁ Σταυρός τοῦ ἁγίου Πρωτοκλήτου Ἀνδρέου εἶναι «φυτόν ἀναστάσεως», δυνάμει τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, τόν ὁποῖον ἐπόθησε ἄχρι θανάτου.

Αὐτήν τήν εὐλογημένη ἡμέρα ἀπό τήν περιώνυμο πόλη τῶν Πατρῶν εὐχόμαστε νά ἀντιληφθοῦμε ὅλοι τήν μεγάλη ἀξία τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἄσκηση, ὡς μετάνοια, ὡς ὑπομονή, ὡς πόθο ἀγάπης γιά τόν Χριστό καί τούς ἀδελφούς, ὡς μετατροπή τῆς ἰδιοτελοῦς ἀγάπης σέ ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη. Παράλληλα ὅμως εὐχόμαστε νά σταματήσουν ἡ βία, οἱ διωγμοί, οἱ πόλεμοι, οἱ σταυρώσεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, οἱ αἱματοχυσίες ὅπου γῆς.

Καί αὐτό εἶναι σημαντικό, διότι βρισκόμαστε σέ μιά ἐποχή στήν ὁποία κυριαρχοῦν πόλεμοι καί μάχες, βία καί διωγμοί, ἄρνηση ἤ καί μετάλλαξη τῆς χριστιανικῆς πίστης, ἔριδες καί διαιρέσεις, πού σημαίνει ὅτι ἄλλοι ἀρνοῦνται στήν πράξη τήν ἄρση τοῦ Σταυροῦ καί ἄλλοι τόν χρησιμοποιοῦν γιά ἐμπαθεῖς σκοπούς, γιά νά σταυρώνουν τούς ἄλλους.

Ἑπομένως, ἡ θεολογία τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τοῦ μυστηρίου τῆς δόξης, πού ἐνέπνεε τόν ἅγιο Ἀπόστολο Ἀνδρέα, νά ἐμπνέη ὅλους, σταυρωμένους καί σταυρωτές, γιά τήν καταλλαγή καί τήν εἰρήνη τοῦ κόσμου καί τῶν καρδιῶν μας. Αὐτή εἶναι καί ἡ δέηση τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου.

  • Προβολές: 71