Skip to main content

Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Τεχνητή νοημοσύνη: πρόβλημα ὁρολογίας

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ὁμιλία στό διεθνὲς Ἐπιστημονικὸ Συνέδριο μὲ τίτλο «Μετανθρωπισμός καί Τεχνητή Νοημοσύνη», πού διοργάνωσαν τό Ἰνστιτοῦτο Ἅγιος Μάξιμος ὁ Γραικὸς καί τὸ Γραφεῖο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴν Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση, στὴν Ἀθήνα στὸ ξενοδοχεῖο Divani Caravel, ἀπὸ τὶς 18 Νοεμβρίου ἕως τὶς 21 Νοεμβρίου 2024.

***

Εὐχαριστῶ γιά τήν δυνατότητα νά ὁμιλήσω στό Συνέδριο αὐτό γιά τήν «Τεχνητή Νοημοσύνη» καί τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Θά ἤθελα νά ἀναφερθῶ στόν ὅρο «Τεχνητή Νοημοσύνη» καί νά ἐκθέσω τόν προβληματισμό μου γιά τόν ὅρο αὐτόν σέ σχέση μέ τήν ὀρθόδοξη ἀνθρωπολογία, τήν ὀρθόδοξη θεολογία καί τήν ἐπιστήμη.

Σήμερα ἡ «Τεχνητή Νοημοσύνη» ἀποδίδεται στήν ἑλληνική γλώσσα ἀπό τήν ἀγγλική «Artificial Intelligence». Θά πρέπει νά ἐξετασθῆ τί ἀκριβῶς δηλώνει ἡ ἀγγλική ὁρολογία Artificial Intelligence καί ἐάν ὀρθῶς ἀποδόθηκε στήν ἑλληνική γλώσσα μέ τόν ὅρο «Τεχνητή Νοημοσύνη». Καί αὐτό εἶναι σημαντικό, διότι ἔχει σχέση μέ τήν διάκριση μεταξύ νοῦ καί λογικῆς καί, βεβαίως, μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης.

1. Νοῦς καί νόηση

Στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία γίνεται εὐρύτατος λόγος γιά τόν νοῦ, τήν νόηση, τό νοητό, τό ὁποῖο δέν ταυτίζεται μέ τό λογικό τοῦ ἀνθρώπου.

Οἱ Προσωκρατικοί φιλόσοφοι προσπαθοῦσαν νά προσδιορίσουν τήν ἀρχή καί τήν αἰτία τῶν ὄντων. Ὁ Παρμενίδης εἶναι ὁ φιλόσοφος πού ἀσχολήθηκε μέ τό εἶναι καί τό νοεῖν καί μάλιστα ταυτίζει τό νοεῖν μέ τό εἶναι, γράφοντας: «Τό γάρ αὐτό νοεῖν ἐστίν καί εἶναι». Κάνει λόγο γιά τήν ἀποκάλυψη ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς δρόμοι γνώσεως, ὁ πρῶτος δρόμος ὁδηγεῖ στό ὄν μέ τήν νόηση, ὁ ἄλλος δρόμος ὁδηγεῖ στό ψεῦδος, στό μή ὄν, τό μηδέν, καί ὁ τρίτος δρόμος εἶναι τῆς δόξας, πού ὁδηγεῖ στήν φαινομενικότητα, καί σύγκειται ἀπό αὐθαίρετες δοξασίες τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ νοῦς κατά τόν Παρμενίδη βλέπει καί ἀκούει, ἐνῶ τά ἄλλα εἶναι τυφλά καί κουφά. «Νοῦς ὁρᾶ καί νοῦς ἀκούει». Ὁμιλεῖ γιά τό «εἶναι» καί τό «νοεῖν καί λέγειν». Κατά τίς ἀπόψεις του φαίνεται ὅτι τό «νοεῖν» δέν σημαίνει «σκέπτομαι», ἀλλά «ἀντιλαμβάνομαι», «ἐννοῶ», «κατανοῶ». Τό «νοεῖν» εἶναι «ἕνα ἐνορατικό ἐνέργημα, κατά τό ὁποῖο κανείς "παρατηρεῖ", "διαβλέπει" πέρα ἀπό τόν αἰσθητό κόσμο καί "συλλαμβάνει" τήν ἀληθινή πραγματικότητα» Ἔπειτα, «τό "νοεῖν" συντελεῖται καί ἐκφράζεται ἀποκλειστικά διά τοῦ "λέγειν"». Ἀφοῦ τό "νοεῖν" καί τό "εἶναι" εἶναι "τό αὐτό", τότε (ὁ λόγος) πρέπει νά εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖο εἶναι δυνατόν νά λεχθεῖ καί νά νοηθῆ». Στήν ἀρχαία ἑλληνική σκέψη τό «λέγειν» σημαίνει «κατ’ ἀρχήν "συλλέγω" = "συναθροίζω" = "ἀπαριθμῶ" = "ἀνιστορῶ" = "διηγοῦμαι" = "λέγω" (ὁμιλῶ)».

Ὁ Ἀναξαγόρας, ἀκολουθώντας τόν Ξενοφάνη, προσδιόρισε τόν Θεό ὡς νοῦ πού εἶναι ἡ ἀρχική δύναμη πού προκάλεσε τήν πρώτη μίξη γιά τήν ἀνακύκληση καί τόν διαχωρισμό τῶν στοιχείων τοῦ σύμπαντος.

Ὁ Πλάτων κάνει λόγο γιά τόν νοῦ στίς ἀνθρώπινες ψυχές, ἀλλά, ἐπίσης, ὑπάρχει καί ὁ κοσμικός νοῦς πού ὀνομάζεται «δημιουργοῦν» καί «ποιοῦν», καί μέ αὐτήν τήν ἔννοια εἶναι μιά οὐσιαστική καί ἀπαραίτητη ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ τήν ὁποία ἔχουν λίγοι ἄνθρωποι. Αὐτός ὁ θεῖος νοῦς κυβερνᾶ καί διακοσμεῖ τόν κόσμο. Ἔτσι, ὑπάρχει ὁ κοσμικός νοῦς πού εἶναι «ὁ νοῦς τῆς Ψυχῆς τοῦ παντός» καί ὁ νοῦς πού ὑπάρχει στήν ψυχή.

Κατά τόν Ἀριστοτέλη, ἡ μεταφυσική ἀρχή εἶναι τό «κινοῦν ἀκίνητον» πού ταυτίζεται μέ «μιά νοητική ἀρχή, τόν νοῦ», πού διαφέρει ἀπό τίς ἐνέργειες πού περιγράφονται στό σύγγραμμά του «περί ψυχῆς». Ὁ Θεός, κατά τόν Ἀριστοτέλη, «νοεῖ τόν ἑαυτό του», «αὐτόν ἄρα νοεῖ, εἴπερ ἐστί τό κράτιστον, καί ἔστιν ἡ νόησις νοήσεως νόησις». Καί, μάλιστα, αὐτή ἡ ἐνέργεια τῆς νοήσεως συγκρούεται μέ ἄλλες ἐνέργειες τῆς νοήσεως, ὅπως εἶναι ἡ ἐπιστήμη, ἡ αἴσθηση, ἡ δόξα, ἡ διάνοια. Ἐπίσης, κατά τόν Ἀριστοτέλη, ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό σῶμα καί νοητή ψυχή, καί ἡ νόησή του εἶναι περιοδική καί κουραστική, «ἐπειδή ἐμπεριέχει μιά μετάβαση ἀπό τό δυνάμει στό ἐνεργείᾳ». Βέβαια, αὐτό πρέπει νά τό δοῦμε μέσα ἀπό τήν διάκριση πού κάνει ὁ Ἀριστοτέλης μεταξύ τοῦ «ποιητικοῦ νοῦ» καί τοῦ «παθητικοῦ νοῦ», πού εἶναι ὑλικός, φθαρτός.

Ἀκόμη, καί ἡ Ἐπικούρεια φιλοσοφία ἔκανε λόγο γιά τόν νοῦ ὡς γνωστική ἰδιότητα πού διακρίνεται ἀπό τήν αἴσθηση καί ἀνήκει σέ ἕνα ὑλιστικό σύστημα, ἐνῶ, κατά τήν Στωική φιλοσοφία, ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, πού εἶναι τό ἡγεμονικό, εἶναι φανέρωση, μιά σπίθα, τοῦ κοσμικοῦ νοῦ πού κυβερνᾶ τό σύμπαν.

Ὁ Πλωτῖνος, ἐκφραστής τοῦ νεοπλατωνισμοῦ, διέκρινε τόν κόσμο σέ τέσσερα ἐπίπεδα. Εἶναι ἡ «πρώτη ὕλη πού εἶναι τό συστατικό ἀπό τό ὁποῖο διαμορφώθηκε ὁ αἰσθητός κόσμος τῆς φύσης, ἡ ψυχή πού ἀποτελεῖ τήν αἰτία τῆς μεταμορφώσεως τῆς ὕλης ἀπό μιά ἄμορφη καί ἀπροσδιόριστη ὀντότητα σέ αἰσθητό κόσμο• ὁ νοῦς πού συνιστᾶ τήν ἄυλη αἰτία ἀπό τήν ὁποία προέρχεται ἡ ψυχή• τό ἕν, πού ταυτίζεται μέ τήν ἔσχατη αἰτία τοῦ κόσμου». Αὐτό σημαίνει ὅτι στήν διαδοχική κλίμακα τῶν ὄντων προηγεῖται τό ἕν, ἀκολουθεῖ ὁ νοῦς, ἡ ψυχή καί ἡ πρώτη ὕλη.

Εἶναι ἐμφανές ὅτι ὁ νοῦς, τό νοητό, κατά τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία, εἶναι κυρίως τό θεῖο ὄν πού κατασκευάζει τόν κόσμο, καί ὁ νοῦς στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ σπινθήρας, ἡ ἀντανάκλαση τοῦ ποιητικοῦ νοῦ, ἐνῶ ὁ λόγος εἶναι ἐκεῖνος πού ἐκφράζει τόν νοῦ. Αὐτή ἡ διάκριση γίνεται κατά τήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία.

2. Νοῦς καί λογική στήν γλώσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί τῶν Πατέρων

Ὁ Χριστιανισμός γεννήθηκε στήν Παλαιστίνη τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, καί ὅπως ἦταν ἑπόμενο, προσελκύσθηκαν κατ’ ἀρχάς οἱ Ἑβραῖοι στόν Χριστιανισμό, καί γι’ αὐτό ἡ ὁρολογία προέρχεται ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, τήν παράδοση τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

Στήν παράδοση αὐτή γίνεται λόγος γιά ἄνθρωπο πού ἔχει τό κατ’ εἰκόνα καί τό καθ’ ὁμοίωση, ἔχει καρδιά καί νοῦ. Τό κέντρο τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά, σέ ἀντίθεση μέ τόν ἑλληνιστικό κόσμο στόν ὁποῖο ἐπικρατεῖ ἡ δυαδική ἀντίληψη ψυχῆς καί σώματος καί ὅτι ἡ ψυχή εἶναι ἐκ φύσεως ἀθάνατη. Κατά τόν π. Ἰωάννη Ρωμανίδη «ἡ ἰδέα ὅτι ὑπάρχει μιά ἄυλη ψυχή πού εἶναι ἀπό τή φύση της λογική καί ἀθάνατη εἶναι ἄγνωστη στήν ἑβραϊκή παράδοση. Ἡ διανοητική δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου δέν μπορεῖ νά ἐντοπισθῆ σέ μιά ἄυλη ψυχή, ἀλλά μᾶλλον στό σῶμα. Ἔτσι, στήν Παλαιά Διαθήκη, ὅπως καί στά Εὐαγγέλια, ἡ καρδιά εἶναι τό κέντρο τῆς ἀνθρώπινης νοημοσύνης».

Θά ἀναφέρω μερικά ἐνδεικτικά χωρία ἀπό τίς Ἐπιστολές τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. «Τίς γάρ ἔγνω νοῦν Κυρίου ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» (Ρωμ. ια΄, 34). «Συνήδομαι γάρ τῷ νόμῳ τοῦ Θεοῦ κατά τόν ἔσω ἄνθρωπον, βλέπω δέ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καί αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος! τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. ζ΄, 22-24). «Καί μή συσχηματίζεσθε τῷ αἰῶνι τούτῳ, ἀλλά μεταμορφοῦσθαι τῇ ἀνακαινώσει τοῦ νοός ὑμῶν, εἰς τό δοκιμάζειν ὑμᾶς τί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθόν καί εὐάρεστον καί τέλειον» (Ρωμ. ιβ΄, 2). Στά χωρία αὐτά γίνεται λόγος γιά τόν νοῦ Θεοῦ καί τόν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου πού ἀνακαινίζεται.

Ἐπίσης, ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο γίνεται λόγος γιά καρδία πού εἶναι τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου καί δέν νοεῖται μέ αὐτό τό σωματικό ὄργανο τῆς καρδίας. Γράφει: Ὁ Θεός «ὁ καί σφραγισάμενος ἡμᾶς καί δούς τόν ἀρραβῶνα τοῦ Πνεύματος ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν» (Β΄ Κορ. α΄, 22)• «ὁ Θεός ὁ εἰπών ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Κορ. δ΄, 6).

Εἶναι προφανές ὅτι γίνεται λόγος γιά νοῦ καί καρδιά, ὡς κέντρο τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος δέχεται τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης, γίνεται λόγος καί γιά λογική λατρεία τοῦ ἀνθρώπου πού πρέπει νά προσφέρη στόν Θεό (Ρωμ. ιβ΄, 1).

Στόν Ἀπόστολο Παῦλο εἶναι ἑνωμένα ὁ «νοῦς», ἡ «καρδιά» καί ὁ «ἔσω ἄνθρωπος». Ἀργότερα, ὅταν ὁ Χριστιανισμός ἐπεκτάθηκε στόν ἑλληνικό κόσμο, ἔκανε λόγο γιά ψυχή καί σῶμα, χωρίς νά ἀποδεσμευθῆ ἀπό τόν νοῦ καί τήν καρδιά. Ἔτσι, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὁρίζοντας τήν ψυχή κάνει λόγο γιά «λογική καί νοερά», ὁ νοῦς εἶναι «μέρος αὐτῆς τό καθαρότατον» καί «ὥσπερ γάρ ὀφθαλμός ἐν σώματι, οὕτως ἐν ψυχῇ νοῦς».

Ἐπίσης, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀκολουθώντας προφανῶς τόν Ἀριστοτέλη, ὅπως εἴδαμε πιό πάνω, κάνει λόγο γιά τήν διαίρεση τῆς ψυχῆς καί γράφει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει νοῦ καί αἴσθηση καί μεταξύ αὐτῶν τῶν δύο εἶναι ἡ φαντασία, ἡ δόξα καί ἡ διάνοια. Προσδιορίζοντας τί εἶναι ἡ διάνοια γράφει: «Διάνοια δέ λογική μέν ἐστιν αἰεί, διεξοδικῶς δέ πρόεισιν εἰς τήν μετά λόγου δόξαν ἀποτελευτῶσα». Γιά τόν νοῦ γράφει: «Νοῦ δέ ὄργανον οὐδέν ἐστιν, ἀλλ’ αὐτοτελής ἐστιν οὐσία καί καθ’ ἑαυτήν οὖσα ἐνεργητική, εἰ καί πρός τήν κατά διάνοιαν ψυχικήν τε καί ἀνελιγμένην ζωήν ὑποκαταβιβάζει ἑαυτόν».

Ὁ νοῦς εἶναι εἰκών τοῦ Θεοῦ καί γνωρίζει τόν Θεόν καί γίνεται κατά Χάριν Θεός. «Πόσον οὐρανοῦ κρείττων νοῦς ὅς εἰκών τέ ἐστι Θεοῦ καί Θεόν οἶδε καί μόνος τῶν ἐγκοσμίων Θεός, εἰ βούλεται, καί γίνεται, συναναφέρων τό σῶμα τῆς ταπεινώσεως». Γι’ αὐτό ὁ νοῦς, πού εἶναι ἐνέργεια τῆς ψυχῆς διαφορετική ἀπό τήν λογική, ὅταν ἀπομακρύνεται ἀπό τόν Θεό, γίνεται ἤ δαιμονιώδης ἤ κτηνώδης. «Νοῦς γάρ ἀποστάς τοῦ Θεοῦ ἤ κτηνώδης γίνεται ἤ δαιμονιώδης».

Τήν διάκριση μεταξύ νοῦ, λογικῆς, καρδίας τήν συναντᾶμε σέ ὅλη τήν Πατερική παράδοση. Στό βιβλίο μέ τίτλο «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία», καί ὑπότιτλο «πατερική θεραπευτική ἀγωγή» ἐπιχειρῶ εὐρύτατη ἀνάλυση γιά τήν σχέση μεταξύ ψυχῆς, νοῦ, καρδιᾶς καί διάνοιας-λογικῆς, καθώς ἐπίσης γιά τήν φυσική ζωή τοῦ νοῦ, τήν ἀσθένεια καί τήν θεραπεία του. Γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί τούς λεγομένους νηπτικούς-ἡσυχαστές ὁ νοῦς εἶναι «ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς», «τό καθαρότατον μέρος τῆς ψυχῆς», «ἡ λεπτοτάτη προσοχή» καί ὁ νοῦς ἑνώνεται μέ τόν Πρῶτο Νοῦ, τόν Θεό, γίνεται ἀγαθός καί σοφός. Ἡ ἀσθένεια τοῦ νοῦ χαρακτηρίζεται «ὁ σκοτασμός τοῦ νοῦ».

3. Intellect καί reason

Ἡ διάκριση καί ἡ διαφορά μεταξύ νοῦ καί λογικῆς πέρασε στήν λατινική γλώσσα. Ὁ νοῦς ἀποδόθηκε μέ τό intellectus καί ἡ διάνοια ἀποδόθηκε μέ τό ratio, ὁπότε ὑφίσταται διαφορά μεταξύ intellectus καί ratio.

Ὅταν, ὅμως, ὁ ὅρος intellectus μεταφράστηκε ἀπό τά λατινικά στήν ἀγγλική γλώσσα ὡς intellect καί ὁ ὅρος intelligentia ὡς intelligence, στήν ἀρχή αὐτές οἱ λέξεις εἶχαν τήν ἴδια σημασία μέ τίς λέξεις νοῦς καί νοημοσύνη ἀντιστοίχως. Σήμερα, ὅμως, στήν καθημερινή ἀγγλική γλώσσα (τό intellectus) δέν ταυτίζεται μέ τόν νοῦ καί τήν νοερά ἐνέργεια, ἀλλά καί τό intelligence καί τό intellect ταυτίζονται μέ cleverness καί smartness (εὐφυΐα-ἐξυπνάδα). Καί τό λατινικό ratio (διάνοια-λογική) μεταφέρεται στήν ἀγγλική γλώσσα ὡς reason, rational faculty.

Ἑπομένως, στήν ἀρχαία λατινική παράδοση ἡ διάκριση μεταξύ νοῦ καί λογικῆς διατηρήθηκε ἐπειδή μεταφράσθηκαν ὡς intellectus καί ratio ἀντιστοίχως, καί αὐτή ἡ διάκριση κρατήθηκε στήν ἀρχαία ἀγγλική μετάφραση τῶν ὅρων. Στήν σύγχρονη ἀγγλική γλώσσα, ὅμως, ταυτίσθηκαν αὐτοί οἱ ὅροι, ὁπότε ἡ λέξη intelligence, ἀντί νά ταυτίζεται μέ intelligentia-νοημοσύνη, ταυτίζεται τώρα μέ τήν σημασία τῶν λέξεων cleverness καί smartness ὡς εὐφυΐα, ἀλλά καί μέ τήν σημασία τῶν λέξεων reason καί rational faculty ὡς λογική.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης γιά νά ὁμιλήση γιά τόν νοῦ πού διαφέρει ἀπό τήν λογική χρησιμοποίησε στήν ἀγγλική γλώσσα τό noetic faculty, ἤ τό nous. Αὐτό χρησιμοποιοῦν καί οἱ μεταφραστές τῶν ἔργων μου στήν ἀγγλική γλώσσα.

Πάντως, αὐτή ἡ σύγχυση τῶν δύο λέξεων φαίνεται στήν χρήση τῶν ὅρων σήμερα γιά τήν «Τεχνητή Νοημοσύνη». Σίγουρα νοεῖται αὐτός ὁ ὅρος ὡς τεχνητή εὐφυΐα καί ὄχι ὡς τεχνητή νοημοσύνη μέ τήν ἀρχαία φιλοσοφική καί πατερική ἔννοια.

Ὁ ὅρος «Τεχνητή Νοημοσύνη» ἀναφέρεται στίς «σκεπτόμενες μηχανές» πού προσπαθοῦν νά μιμηθοῦν τόν ἀνθρώπινο ἐγκέφαλο πού σκέφτεται καί ἀναλύει τά δεδομένα πού ἔχει. Μᾶλλον αὐτές οἱ μηχανές δέν σκέφτονται, ἀλλά «ἀναλύουν στή στιγμή δεδομένα βάσει τῶν μοντέλων τῆς μάθησής τους, ἀλλά αὐτή ἡ ψευδαίσθηση εἶναι ἀρκετή γιά νά μᾶς κάνει νά πιστεύουμε ὅτι ἡ ὥρα πού μιά μηχανή θά ξεπεράσει τήν ἀνθρώπινη εὐφυΐα εἶναι κοντά».

Ὅσοι μιλοῦν γιά τεχνητή νοημοσύνη ἐννοοῦν τόν ἐγκέφαλο τοῦ ἀνθρώπου. Γράφεται χαρακτηριστικά: «Στήν πραγματικότητα, ἡ νοημοσύνη δέν μπορεῖ νά ὁριστεῖ μέ ἀκρίβεια, ὅσο διεπιστημονική καί ἄν γίνει ἡ προσέγγισή μας. Τό μεγάλο σύνορο πού δέν ἔχουμε ἀκόμη διαβεῖ ὀνομάζεται ἀνθρώπινος ἐγκέφαλος. Μπορεῖ νά ἔχουμε κατορθώσει τήν ἀποκωδικοποίηση τοῦ ἀνθρωπίνου γονιδιώματος, ἀλλά ὁ ἐγκέφαλός μας εἶναι ἀκόμα σχεδόν ἕνας ἄγνωστος». «Συχνά, ταυτίζουμε τήν νοημοσύνη μέ τήν ἐξυπνάδα, χωρίς βέβαια νά εἶναι τό ἴδιο πράγμα. Μερικά ἀποτελέσματα τῆς ΤΝ ἔχουν σοφά χαρακτηριστεῖ ἀποτελέσματα "τεχνητῆς ἀνοησίας"». Ἔτσι, ἡ «Τεχνητή Νοημοσύνη» εἶναι ἕνας «ἠλεκτρονικός ἐγκέφαλος», ὁ ὁποῖος «μιμεῖται αὐτό πού συμβαίνει στόν βιολογικό μας ἐγκέφαλο».

Αὐτό τό γνωρίζουν οἱ ἐπιστήμονες πού ἀσχολοῦνται μέ τήν τεχνολογία, γι’ αὐτό γράφουν ὅτι ὁ ὁρισμός τῆς τεχνητῆς νοημοσύνης «ἀλλάζει καί διαφοροποιεῖται». «Ὑπάρχουν ὁρισμοί ἐπιστημόνων, ἰνστιτούτων ἤ διεθνῶν ὀργανισμῶν, ὅπως γιά παράδειγμα αὐτοί τῆς ΙΕΕΕ (Institute of Electrical and Electronics Engineers) πού χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο «αὐτόνομα καί εὐφυῆ συστήματα». Ἐπίσης, ἄλλοι ὁρισμοί πού δόθηκαν εἶναι «συστήματα λογισμικοῦ» ἤ «τεχνολογία τῶν τεχνητά εὐφυῶν συστημάτων», «συστήματα πού σκέφτονται σάν τούς ἀνθρώπους, συστήματα πού δροῦν σάν ἄνθρωποι, συστήματα πού σκέφτονται ὀρθολογικά, συστήματα πού λειτουργοῦν ὀρθολογικά».

4. Οἱ παράλληλοι ὁρισμοί τῆς νοημοσύνης

Εἴδαμε προηγουμένως ὅτι ὁ ὅρος νοῦς, νοερό, νοητό στήν ἀρχαία ἑλληνική φιλοσοφία δηλώνει τόν νοερό κόσμο, τόν θεῖο νοῦ, τόν Θεό, ἀλλά καί τό εὐγενέστερο μέρος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Στήν ὀρθόδοξη ὁρολογία, ὅπως τό εἴδαμε καί στήν φιλοσοφία, ὁ νοῦς διαφέρει ἀπό τόν λόγο-λογική, ἀφοῦ κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή «νοῦς μέν καθαρός ὀρθά βλέπει τά πράγματα, λόγος δέ γεγυμνασμένος, ὑπ’ ὄψιν ἄγει τά ὁραθέντα», καί κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό, τό κατ’ εἰκόνα τοῦ ἀνθρώπου χαρακτηρίζεται ὡς «νοερόν καί αὐτεξούσιον», πού εἶναι διαφορετικό ἀπό τήν λογική-λόγο. Ἄλλωστε, νοερά πνεύματα εἶναι οἱ ἄγγελοι, καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ὡς κατ’ εἰκόνα Θεοῦ εἶναι «εἰκών τῆς ἀρρήτου δόξης» τοῦ Θεοῦ.

Ἔπειτα, καί κατά τήν σύγχρονη ψυχολογία ἡ νοημοσύνη ὁρίζεται διαφορετικά πού δέν μπορεῖ ὁ ὅρος αὐτός νά ταυτισθῆ μέ τό μηχάνημα, τό ὁποῖο προσπαθεῖ νά μιμηθῆ τόν ἀνθρώπινο ἐγκέφαλο καί τά νευρωνικά κύτταρά του. Ἔτσι, κατά μία ψυχολογική ἀνάλυση, ἡ νοημοσύνη χαρακτηρίζεται στόν καθημερινό λόγο ὡς «ἡ ἐξυπνάδα, ἤ ἡ εὐφυΐα». «Σύμφωνα μέ τόν λειτουργικό ὁρισμό της, θεωρεῖται ὅτι εἶναι ἡ ἐπίδοση σέ μιά σειρά δοκιμασιῶν πού μετροῦν ἱκανότητες σχετικές μέ τή γλώσσα καί τό λεξιλόγιο, τούς ἀριθμούς, τίς ἀφηρημένες ἔννοιες, τή λύση τῶν προβλημάτων κ.ἄ. Ὁ ὁρισμός αὐτός δέν εἶναι ἱκανοποιητικός, ἀφοῦ προσδιορίζει ὅτι νοημοσύνη εἶναι αὐτό πού μετροῦν οἱ κλίμακες νοημοσύνης. Ἄν καί δέν ὑπάρχει γενική συμφωνία ἀνάμεσα στούς ψυχολόγους, οἱ περισσότεροι ὁρίζουν ὡς "νοημοσύνη" τήν ἱκανότητα τοῦ ἀτόμου α) νά ἐπωφελεῖται ἀπό τίς ἐμπειρίες του• β) νά ἀποκτᾶ νέες γνώσεις καί γ) νά προσαρμόζεται σέ νέες καταστάσεις. Ἡ νοημοσύνη θεωρεῖται μιά πολυδιάστατη ἱκανότητα πού ἐκδηλώνεται μέ διαφορετικούς τρόπους κατά τή διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ ἀτόμου. Ἡ ἔννοια ἔχει μελετηθεῖ ἀπό πολλούς ψυχολόγους...».

Εἶναι χαρακτηριστικός ὁ ὅρος «συναισθηματική νοημοσύνη», ἀπό τό σχετικό βιβλίο τοῦ Daniel Goleman, πού ἀποτελεῖ ἕνα «ὁρόσημο στή σύγχρονη ψυχολογία», «ἐπειδή ἐπιτυγχάνει μιά ἀξιοθαύμαστη σύνθεση τῶν νευροεπιστημονικῶν ἐπιτευγμάτων πού ἀφοροῦν αὐτά πού γνωρίζουμε σήμερα γιά τίς δομές τοῦ ἐγκεφάλου σέ σχέση μέ τά συναισθήματα, τῶν πειραματικῶν δεδομένων ἀπό ἄψογες, ἀπό μεθοδολογικῆς πλευρᾶς, μελέτες πού ἀφοροῦν τήν ἀνθρώπινη συναισθηματική ἀλληλεπίδραση καί στή συναισθηματική ἀνάπτυξη καί ὡρίμανση τοῦ παιδιοῦ, καθώς καί τῶν εὔστοχων κλινικῶν παραδειγμάτων, ἀφ’ ἑνός μέν ἀτόμων μέ διάφορες συναισθηματικές διαταραχές, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἀτόμων μέ πολύ ὑψηλό δείκτη "συναισθηματικῆς νοημοσύνης"».

Κατά τόν Daniel Goleman «ἡ ἴδια ὀνομασία Homo Sapiens, τό σκεπτόμενο εἶδος, εἶναι παραπλανητική ὑπό τό φῶς τῆς νέας ἐκτίμησης καί θεώρησης -ἀπό μέρους τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης- τῆς θέσης πού κατέχουν τά συναισθήματα στήν ζωή μας». Ἐπισημαίνει ὅτι «τό παρακάναμε πιά μέ τήν ἔμφαση καί τή βαρύτητα πού δώσαμε στό τί εἶναι ἀπόλυτα λογικό, τί μπορεῖ νά μετρηθεῖ ἀπό τούς Δείκτες Νοημοσύνης (IQ) στήν ἀνθρώπινη ζωή. Εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε ὄχι, ἡ εὐφυΐα δέν μπορεῖ νά ὁδηγήσει σέ τίποτα, ὅταν τά συναισθήματα ἔχουν κλονιστεῖ».

Σύμφωνα μέ τόν Goleman, «μέ μιά πολύ πραγματική ἔννοια, ἔχουμε δύο μυαλά: ἕνα πού σκέφτεται καί ἕνα πού αἰσθάνεται... Ὁ συγκινησιακός/λογικός διχασμός προσεγγίζει τή λαϊκή διάκριση μεταξύ "καρδιᾶς" καί "μυαλοῦ"... Ὑπάρχει μιά σταθερή ἀναλογία ὅσον ἀφορᾶ τόν ἔλεγχο τοῦ συναισθήματος καί τῆς λογικῆς στό μυαλό». «Αὐτά τά δυό μυαλά, τό συγκινησιακό καί τό λογικό, λειτουργοῦν ὡς ἐπί τό πλεῖστον σέ ἀγαστή συνεργασία, ταιριάζοντας τούς τόσο διαφορετικούς τρόπους γνώσης πού κατέχουν, γιά νά καθοδηγοῦν τά βήματά μας στόν κόσμο».

5 . Οἱ συνέπειες τῆς ταύτισης τῆς νοημοσύνης μέ τήν λογική

Ὕστερα ἀπό ὅσα ἀναφέρθηκαν προηγουμένως, ὅταν ταυτίζονται οἱ ὅροι νοῦς-νοημοσύνη καί λογική, τότε δημιουργοῦνται πολλά προβλήματα στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί στήν σχέση της μέ τήν ἐπιστήμη.

Ἐπειδή στήν ὀρθόδοξη θεολογία γίνεται διάκριση μεταξύ τοῦ νοῦ καί τῆς λογικῆς καί κατ’ ἐπέκταση τῆς νοημοσύνης καί τῆς λογιοσύνης, γι’ αὐτό δέν συγκρούεται ἡ θεολογία μέ τήν ἐπιστήμη. Γνωρίζουμε ἀπό ὅλη τήν ὀρθόδοξη παράδοση ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τόν νοῦ-νοερά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πού καθαίρεται καί φωτίζεται ἔρχεται σέ γνώση τοῦ Θεοῦ, μετέχει τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ μέ τόν λόγο-λογική ἐνέργεια ἔρχεται σέ σχέση μέ τήν κτίση, διερευνᾶ τήν κτίση καί ἀποκτᾶ γνώση τοῦ ἐπιστητοῦ κόσμου καί ἔτσι ἀναπτύσσεται ἡ ἐπιστήμη. Ἄρα δέν ὑπάρχει σύγκρουση μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης, ἀφοῦ κάθε μιά χρησιμοποιεῖ διαφορετική μεθοδολογία.

Ἀντίθετα, ἡ σχολαστική θεολογία τῆς Δύσεως (11ος -13 ος αἰώνας) ταύτισε τόν νοῦ μέ τόν λόγο, ἔχει ἑνιαία μεθοδολογία γνώσης καί γι’ αὐτό ἔφθασε στήν σύγκρουση μεταξύ μεταφυσικῆς καί ἐπιστήμης, κατά τήν περίοδο τοῦ διαφωτισμοῦ.

Μέ αὐτήν τήν ἔννοια εἶναι ἀπαραίτητο σήμερα νά γίνεται διάκριση μεταξύ νοημοσύνης καί εὐφυΐας-λογικῆς, ὥστε οὔτε νά ἀγνοοῦμε τόν τρόπο ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό οὔτε νά διακρινόμαστε γιά μιά «μονοδιάστατη» ἀνθρώπινη καί κοινωνική ζωή. Ὁ ἄνθρωπος ζῆ σέ ἕναν αἰσθητό κόσμο, χρησιμοποιεῖ τά στοιχεῖα τοῦ κόσμου, ἀλλά ἔχει ἀνάγκη νά ἱκανοποιῆ καί τήν νοερά ἐνέργειά του γιά νά ἔχη ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Ἔτσι, δέν εἶναι «μονοδιάστατος ἄνθρωπος», δέν γίνεται δοῦλος τῶν πραγμάτων, ἀλλά τά ἀξιοποιεῖ ὅλα ὡς ἄρχοντας ἐπί τῆς γῆς καί ὄχι ὡς δοῦλος καί ἀρχόμενος, καί ἀκόμη ἀποκτᾶ διά τοῦ νοῦ τήν γνώση τοῦ Θεοῦ.

Εἶναι φανερόν ὅτι ἡ φυσική καί ἡ τεχνητή νοημοσύνη ἔχουν διάφορες ἔννοιες καί σημασίες, ἀκόμη καί στήν σύγχρονη ἐπιστήμη, ὁπότε πρέπει νά γίνονται διασαφήσεις, ἀφοῦ ἄλλο εἶναι ἡ λογική νοημοσύνη, ἄλλο εἶναι ἡ συναισθηματική νοημοσύνη καί ἄλλο εἶναι ἡ τεχνητή νοημοσύνη. Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά συγχέουμε τούς ὅρους, ἀλλά νά γίνεται διασάφηση, ὁπότε, αὐτό πού ἐπικράτησε «τεχνητή νοημοσύνη» νά τό προσδιορίζουμε ὡς «τεχνητή εὐφυΐα».

Αὐτή, κατά τήν γνώμη μου, πρέπει νά εἶναι μιά βασική πρόταση τοῦ παρόντος Θεολογικοῦ Συνεδρίου πού στηρίζεται ἀπό τήν Μονή Βατοπαιδίου, στήν ὁποία Μονή τοῦ Ἁγίου Ὄρους γίνεται λόγος γιά φωτισμό τοῦ νοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποκτᾶ γνώση τοῦ Θεοῦ καί εἶναι διαφορετικό ἀπό τήν λογική.

Ἐπειδή, ὅμως, ἐπεκράτησε νά κάνουμε λόγο γιά τεχνητή νοημοσύνη ἀντί τεχνητή εὐφυΐα, γι’ αὐτό πρέπει τουλάχιστον ἐμεῖς οἱ θεολόγοι νά θέτουμε τόν ὅρο «τεχνητή νοημοσύνη» σέ εἰσαγωγικά καί νά ἑρμηνεύουμε ὅτι προσδιορίζεται ὡς τεχνητή εὐφυΐα, καί νά χρησιμοποιοῦμε παράλληλα τόν ὅρο τεχνητή εὐφυΐα, γιά νά διαχωρίζεται ἀπό τήν «πνευματική-ψυχική νοημοσύνη».

  • Προβολές: 81