Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία ὅπως τήν γνώρισα
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
***
Εὐχαριστῶ πάρα πολύ τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιῶς, ὁ ὁποῖος μέ προσκάλεσε, διά τοῦ πατρός Πολυκάρπου Μπόγλη, νά ἔρθω σήμερα καί νά μιλήσουμε γιά τήν Γερόντισσα Γαλακτία. Ἐπίσης, τόν εὐχαριστῶ γιά τά καλά λόγια τά ὁποῖα εἶπε προηγουμένως, ἀλλά θέλω νά πῶ ὅτι εἴμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀνάξιοι καί πραγματικά θεωρῶ πώς ὅ,τι ἔχουμε εἶναι δῶρα καί εὐλογία τοῦ ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἕνα, λοιπόν, ἀπό τά δῶρα τά ὁποῖα μοῦ χάρισε ὁ Θεός εἶναι νά γνωρίσω τήν Γερόντισσα Γαλακτία.
Ὅταν ὁ π. Πολύκαρπος μοῦ τηλεφώνησε καί μοῦ πρότεινε νά μιλήσω στά «Δημήτρια» τῆς Ἐνορίας του, ἀμέσως τοῦ εἶπα «ὄχι», ἐπειδή τό πρόγραμμά μου εἶναι φορτωμένο ἀπό τίς ὁμιλίες στίς ὁποῖες καλοῦμαι νά κάνω. Ἀλλά, ὅταν μοῦ εἶπε ὅτι ἤθελε νά μιλήσω γιά τήν Γερόντισσα Γαλακτία, ἐκεῖ ἀμέσως στάθηκα καί εἶπα, «Βεβαίως θά τό κάνω, παρά τίς δυσκολίες καί παρά τά προβλήματα πού ἔχω». Ἀνταποκρίθηκα ἀμέσως, ἐπειδή ἤθελα νά ἐκφράσω τήν ἀγάπη μου καί τήν εὐγνωμοσύνη μου πρός αὐτήν τήν εὐλογημένη γυναίκα, τήν ὁσία Γαλακτία, ἡ ὁποία μέ ἀγάπησε πάρα πολύ, σάν παιδί της καί, βεβαίως, τῆς ὀφείλω πολλά.
1. Ἡ ἐπικοινωνία μου μέ τήν Γερόντισσα Γαλακτία
Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία, πού γεννήθηκε στίς 5 Μαρτίου τοῦ 1926 καί κοιμήθηκε στίς 20 Μαΐου τοῦ 2021, σέ ἡλικία 95 ἐτῶν, ἦταν μιά ἁπλή γυναίκα. Ὅταν τήν πλησίαζε κανείς, δέν καταλάβαινε πολλά καί ἐκεῖνο τό ὁποῖο ἔβλεπα ἦταν ὅτι προσπαθοῦσε νά κρυφτῆ, ἀλλά ὅσο κρυβόταν, τόσο πολύ φανερωνόταν. Λέγονται σήμερα πάρα πολλά γιά τήν Γερόντισσα Γαλακτία, πολλά θετικά, ὑπάρχουν καί οἱ ἄλλοι πού λένε καί ἀρνητικά. Ἐγώ, ὅμως, θά πῶ ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἔχω στήν καρδιά μου καί ἐκεῖνα τά ὁποῖα κατάλαβα ἀπό τήν ἐπικοινωνία τήν ὁποία εἶχα μαζί της. Θά ἀναλύσω τά θεολογικά κριτήρια γιά νά ἀναγνωρίσουμε ἕναν ἄνθρωπο, ἄν εἶναι ἅγιος ἤ ὑποκριτής, ἄν εἶναι προφήτης ἤ ψευδοπροφήτης ἤ μάγος. Δύο φορές τήν συνάντησα, ἀλλά καί ὁ Σεβασμιώτατος Πειραιῶς τήν συνάντησε μία φορά, ὁ ὁποῖος ἔκανε αὐτό τό ταξίδι γιά νά τήν συναντήση. Ἐγώ τήν συνάντησα δύο φορές.
Τήν πρώτη φορά μέ εἶχε καλέσει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης Εἰρηναῖος γιά νά ὁμιλήσω στό Ἡράκλειο καί αὐτή ξεκίνησε ἀπό τό χωριό της, τήν Πόμπια, νά ἔρθη στό Ἡράκλειο γιά νά μέ συναντήση, πρίν ἀκόμη γίνει μοναχή. Αὐτή ἡ πρώτη συνάντηση ἔγινε στίς 15 Ἀπριλίου τοῦ 2013. Ἦρθε, καθίσαμε περίπου 2 ὧρες, τήν ρωτοῦσα μερικά θέματα, ἐκείνη ἀπαντοῦσε. Αὐτή ἡ συνάντηση καί ὅσα ἔλεγε βιντεοσκοπήθηκαν ἀπό τόν τότε ἀρχιμανδρίτη π. Καλλίνικο, νῦν Μητροπολίτη Καστορίας Καλλίνικο καί ἑπομένως ἔχω τεκμήρια ὅλης αὐτῆς τῆς συζητήσεως πού εἴχαμε. Μιλοῦσε γιά θεολογικά θέματα. Μοῦ εἶπε αὐθόρμητα γιά τήν Ἁγία Τριάδα, γιά τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Μοῦ μίλησε γιά τά θέματα αὐτά, ὡσάν νά εἶναι ἕνα διήγημα, διότι ἡ θεολογία αὐτῶν πού γνωρίζουν τόν Θεό, ὅπως τῶν Προφητῶν, εἶναι στήν πραγματικότητα ἕνα διήγημα. Ὅπως πάει κανείς ἕνα ταξίδι καί συναντᾶ διάφορα καί μετά τά διηγεῖται, τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ἐμπειρική θεολογία.
Ἡ δεύτερη συνάντηση ἔγινε τήν 11η Ἰανουαρίου τοῦ 2014, ὅταν πήγαινα πρός τήν Μονή Κουδουμᾶ, προκειμένου νά τελέσω τό μνημόσυνο ἑνός μεγάλου συγχρόνου ἁγίου ἱερομονάχου, τοῦ π. Ἀναστασίου Λεονταρίδη. Πέρασα ἀπό τό σπίτι της καί τήν συνάντησα. Ἀπό αὐτήν τήν συνάντηση διασώζονται μερικές φωτογραφίες. Χάρηκα πάρα πολύ καί τήν ἀγκάλιασα, διότι εἴχαμε μιά μεγάλη ἐπικοινωνία καί μέ θεωροῦσε παιδί της, μοῦ ἔλεγε, «σέ θεωρῶ παιδί μου, εἶμαι σάν ἡ μητέρα σου».
Ἔχω στήν διάθεσή μου περίπου 1000 μηνύματα καί, ὅταν τά ἔβαλα μέ τήν σειρά, εἶναι περίπου 455 σελίδες. Καί ὅταν διαβάση κανείς ὅλα αὐτά τά μηνύματα, βλέπει ὅτι εἶναι θεολογικότατα. Δέν μιλοῦσε γιά περιττά πράγματα, ἀλλά μόνο γιά πνευματικά καί θεολογικά ζητήματα. Θά μποροῦσα νά μιλήσω ὧρες γιά τήν Γερόντισσα Γαλακτία. Ὅμως θέλω νά ἐπικεντρώσω τήν προσοχή μου στό ὅτι, ὅπως εἶπε καί ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς, ἔχω μιά ἀλληλογραφία, μοῦ ἔστειλε ἐννέα ἐπιστολές καί ἐγώ τῆς ἔστειλα ἐννέα ἀπαντητικές ἐπιστολές. Καί ὅταν διαβάση κανείς ὅλο αὐτό τό περιεχόμενο τῶν ἐπιστολῶν αὐτῶν, θά δῆ μιά ἐμπειρική σύγχρονη θεολογία, διότι ἡ Γερόντισσα Γαλακτία εἶχε τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα πολλῶν συγχρόνων ἁγίων, μεταξύ τῶν ὁποίων καί τοῦ ἁγίου Πορφυρίου. Ὅμως, πρός τό παρόν, δέν μπορῶ νά δημοσιεύσω αὐτές τίς ἐπιστολές, διότι μέ τήν ἀγάπη τήν ὁποία εἶχε στό πρόσωπό μου, ἴσως μιλάει μέ ἕναν ὑπερβολικό τρόπο γιά μένα.
2. Τά θεολογικά κριτήρια διακρίσεως ὀρθοδοξίας καί πλάνης
Πρίν σᾶς διαβάσω μερικά τμήματα ἀπό δύο ἐπιστολές της, τήν πρώτη καί τήν τελευταία, τήν ἔνατη ἐπιστολή της, προκειμένου νά γίνουν κατανοητά τά κείμενα αὐτά, θά ἤθελα νά σᾶς παρουσιάσω δέκα θεολογικές ἀρχές καί δέκα θεολογικά τεκμήρια, προκειμένου νά ξεχωρίζουμε ἄν ἕνας ἄνθρωπος εἶναι ὀρθόδοξος ἤ δέν εἶναι ὀρθόδοξος, ἐάν εἶναι ἅγιος ἤ εἶναι πλανεμένος. Γιατί σέ ὅλα τά θέματα ὑπάρχουν προϋποθέσεις.
Αὐτό εἶναι σημαντικό, διότι βλέπει κανείς κάποιον πού μιλᾶ καί ἀποκαλύπτει μερικά γεγονότα, ἀλλά αὐτό πρέπει νά περάση μέσα ἀπό τήν θεολογική «κρισάρα», γιά νά διαπιστώση κανείς ἄν εἶναι ὀρθόδοξος, ἄν αὐτά πού λέη προέρχονται ἀπό τόν Θεό ἤ εἶναι πλανεμένα. Ὁπότε, γιά ὅλα τά θέματα, καί γι’ αὐτό τό ζήτημα, δηλαδή γι’ αὐτά πού ἔλεγε ἡ Γερόντισσα Γαλακτία, θεωρῶ ὅτι ὑπάρχουν μερικές ἀπαραίτητες προϋποθέσεις πού καθορίζουν ἄν ἦταν πράγματι μιά ὀρθόδοξη ἐμπνευσμένη μοναχή ἤ πλανεμένη.
Ἡ πρώτη θεολογική ἀρχή εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τοῦ στοχασμοῦ καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας. Ἄλλο εἶναι ὁ στοχασμός, ὅταν κανείς στοχάζεται μέ τήν λογική του καί ὁμιλῆ μέ τήν φαντασία του, καί μέσα ἀπό αὐτήν ἐνεργεῖ τό πνεῦμα τῆς πλάνης, καί ἄλλο εἶναι ἡ ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτή εἶναι ἡ διαφορά μεταξύ τῶν φιλοσόφων καί τῶν Προφητῶν. Γιά παράδειγμα, βλέπουμε τούς ἀρχαίους φιλοσόφους οἱ ὁποῖοι ἔλεγαν γιά τήν ἐποχή τους φοβερά πράγματα, μέσα ἀπό τό μυαλό τους, μέσα ἀπό τήν φαντασία τους, μιλοῦσαν γιά τό ἀνώτατον ὄν κλπ. Ἀντίθετα, οἱ Προφῆτες μιλοῦσαν διαφορετικά, τό Ἅγιον Πνεῦμα μιλοῦσε μέσα ἀπό τόν καθαρό νοῦ τους πού ἦταν ἀπηλλαγμένος ἀπό φαντασίες καί λογισμούς, καί αὐτό εἶναι ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Ἄλλο εἶναι ἡ ἀνακάλυψη πού γίνεται μέσα ἀπό τήν λογική τοῦ ἀνθρώπου καί ἄλλο ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο πού γίνεται διά τῆς καθαρᾶς καρδίας του.
Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία ὅ,τι ἔλεγε καί ἔγραφε ἦταν ἐξ ἀποκαλύψεως. Δέν ἤξερε φιλοσοφία, δέν χρησιμοποιοῦσε τόν στοχασμό καί τήν φαντασία, ὅλα αὐτά εἶχαν ξεπεραστῆ σέ αὐτήν, τά εἶχε νεκρώσει καί ἑπομένως δι' αὐτῆς ἐνεργοῦσε τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως θά φανῆ καί ἀπό τά ἑπόμενα.
Ἡ δεύτερη θεολογική ἀρχή γιά νά διακρίνουμε ἄν κάποιος εἶναι ὀρθόδοξος ἐμπνευσμένος ἤ εἶναι πλανεμένος, εἶναι ἡ διάκριση μεταξύ θεολογίας καί οἰκονομίας. Ὅταν λέμε θεολογία, ἐννοοῦμε τά περί τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅτι ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός, Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιον Πνεῦμα. Ὅταν λέμε οἰκονομία, ἐννοοῦμε τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Δέν ταυτίζεται ἡ θεολογία μέ τήν οἰκονομία, ὅπως, δυστυχῶς, γίνεται ἀπό μερικούς συγχρόνους θεολόγους καί, μάλιστα, βρίσκουν ἀναλογίες μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τῆς κτίσεως.
Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία, ὅπως ἀκούσατε καί στήν ἐπιστολή πού διάβασε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς Σεραφείμ, ἔκανε λόγο γιά τόν Τριαδικό Θεό πού δέν κάθονται σέ θρόνους, ἀλλά εἶναι μέσα στό Φῶς, εἶναι τρία Φῶτα, εἶναι αὐτό πού περιγράφει ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος. Δέν μπορεῖ κανείς νά δῆ τόν Πατέρα, γιατί ἐκεῖ ὑπάρχει πολύ Φῶς, ἀλλά βλέπει τόν Χριστό πού ἔχει σῶμα. Αὐτή εἶναι ἡ ἐμπειρική διάκριση μεταξύ Θεολογίας καί Οἰκονομίας. Καί μάλιστα ἔλεγε ὅτι ὁ Χριστός ἐνηνθρώπησε καί ἔχει τό σῶμα Του καί βλέπουμε καί τά στίγματα στό σῶμα Του, πού δείχνουν τήν ἀγάπη τήν ὁποία ἔδειξε στόν ἄνθρωπο, ὥστε νά φθάση μέχρι τόν Σταυρό.
Ἡ τρίτη θεολογική ἀρχή πού ξεχωρίζει τόν ὀρθόδοξο ἀπό τόν αἱρετικό εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ. Τό ἄκτιστο δέν ἔχει ἀρχή, δέν ἔχει φθορά, δέν ἔχει τέλος. Τό κτιστό ἔχει συγκεκριμένη ἀρχή, ἔχει φθορά καί ἔχει τέλος. Καί ὁ ἄνθρωπος ὡς κτιστός θά ἔπρεπε νά ἔχη τέλος, ἀλλά ὁ Θεός θέλησε νά μήν ἔχη τέλος, γι’ αὐτό καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀθάνατη κατά χάριν, ὄχι κατά φύσιν, γιατί κατά φύσιν ἀθάνατος εἶναι μόνον ὁ Θεός. Ἑπομένως, δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ, πού σημαίνει ὅτι, ὅπως τό βλέπουμε στούς Πατέρες τούς θεόπτες, ὅταν βλέπη κανείς τό Φῶς, τό ἄκτιστο Φῶς, ξέρει καί τό διακρίνει ἀπό τό φῶς τοῦ ἡλίου. Ἄλλο εἶναι τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι ἄκτιστο, καί ἄλλο εἶναι τό φῶς τοῦ ἡλίου πού εἶναι κτιστό. Δέν ὑπάρχει καμμία ὁμοιότητα μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔβλεπε τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Θεοῦ πού τόν περιέλαμψε, πού ἦταν ὑπέρ τήν λαμπρότητα τοῦ κτιστοῦ ἡλίου.
Αὐτήν τήν διάκριση μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ τήν βλέπουμε στίς ἐπιστολές πού μοῦ ἔγραψε ἡ Γερόντισσα Γαλακτία καί σέ αὐτά πού ἔλεγε, ὅτι αὐτό τό Φῶς τοῦ Θεοῦ δέν μοιάζει καθόλου μέ τό φῶς τοῦ ἡλίου καί τό φῶς τῶν αἰσθητῶν. Καί ἔκανε μάλιστα καί τήν διάκριση μεταξύ τῶν ἀγγέλων καί τῶν δαιμόνων. Τούς ξεχώριζε ἀμέσως. Αὐτό εἶναι κριτήριο ὀρθοδόξου θεολογίας. Ἔλεγε ὁ πατήρ Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης ὅτι θεολόγος εἶναι αὐτός πού κάνει τήν διάκριση μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ. Ἐκείνη ἔβλεπε τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ καί τούς ἀγγέλους, οἱ ὁποῖοι εὐωδίαζαν καί εἶχαν Φῶς, πού δέν ἦταν δικό τους Φῶς, ἦταν Φῶς τοῦ Θεοῦ, καί μετά ἔβλεπε καί τούς δαίμονες, καί τούς ξεχώριζε ἀπό τήν δυσωδία τήν ὁποίαν ἐξέπεμπαν. Αὐτή ἡ διάκριση μεταξύ ἀκτίστου καί κτιστοῦ εἶναι μιά ἀπό τίς προϋποθέσεις τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας.
Ἡ τέταρτη ἀρχή εἶναι ὅτι ὑπάρχει διαφορά μεταξύ λογικῆς καί νοῦ. Γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ὅτι ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, τό σῶμα του τό δημιούργησε ἀπό τήν γῆ καί στήν συνέχεια ἐνεφύσησε «ψυχήν λογικήν καί νοεράν», δηλαδή ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει λογική καί ἔχει καί νοερά ἐνέργεια. Μέ τόν νοῦ, αὐτό πού λέμε νοερά ἐνέργεια, βλέπει τήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί μέ τήν λογική καταγράφει αὐτή τήν ἐμπειρία ἤ βλέπει τά κτίσματα. Γι’ αὐτό καί δέν ὑπάρχει σύγκρουση μεταξύ θεολογίας καί ἐπιστήμης στούς ἁγίους. Ὁπότε, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει λογική ἐνέργεια καί νοερά ἐνέργεια. Ἑπομένως, αὐτή ἡ διάκριση μεταξύ τῆς λογικῆς καί τῆς νοερᾶς ἐνεργείας εἶναι πολύ σημαντική γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Γράφει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ὅτι «νοῦς ὁρᾶ τά πράγματα, λόγος δέ γεγυμνασμένος ὑπ’ ὄψιν ἄγει τά ὁραθέντα». Δέν συγχέεται ἡ λογική μέ τήν νοερά ἐνέργεια. Γι’ αὐτό καί, ὅταν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ἁμάρτησαν, σκοτίστηκε ὁ νοῦς τους, ὄχι ἡ λογική τους. Δυστυχῶς, ἐμεῖς ταυτίζουμε τώρα τήν λογική μέ τόν νοῦ.
Αὐτήν τήν διαφορά μεταξύ νοῦ-καρδίας καί λογικῆς-διανοίας τήν βλέπουμε διάχυτα στά ὅσα ἔλεγε καί στά ὅσα ἔγραφε στίς ἐπιστολές της ἡ Γερόντισσα Γαλακτία. Καί μάλιστα τά τελευταῖα χρόνια πού εἶχε ἐπανειλημμένα ἐγκεφαλικά ἐπεισόδια καί δέν θυμόταν διάφορα ὀνόματα καί περιστατικά, ὁ νοῦς της λειτουργοῦσε πολύ καλά, εἶχε ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καί τήν μετέδιδε καί τήν ἐξέφραζε μέ ἕναν τρόπο θαυμαστό. Ἡ Γερόντισσα στά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της δέν θυμόταν τό ὄνομά μου, ἀλλά θυμόταν ὅλη τήν προσωπικότητά μου καί ἔλεγε «αὐτός πού κάνει ἐκεῖνο, ἐκεῖνο, ἐκεῖνο» καί ἔλεγε αὐτό πού συνελάμβανε ἡ καρδιά της. Ἔλεγε ὅτι αὐτά πού λέει δέν τά λέει μέ τό μυαλό της, ἀλλά τά λέει ἡ καρδιά της, εἶναι τό μηχάνημα καί ἡ τηλεόραση τῆς καρδιᾶς. Τά ἔβλεπε μέσα ἀπό τήν καρδιά της. Μέ ἄδεια τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιῶς Σεραφείμ λειτούργησα στό Ναό τῆς Ἁγίας Τριάδος κάποτε καί ἐπειδή τήν θεία Λειτουργία τήν μετέδιδε ὁ ραδιοφωνικός σταθμός τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, τῆς τηλεφώνησα καί τῆς εἶπα νά ἀκούση τήν Λειτουργία καί τό κήρυγμα ἀπό τό ραδιόφωνο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Καί ἐκείνη ὄχι μόνο ἄκουγε, ἀλλά ἔκλεισε τά μάτια της, ἐνεργοποίησε τό «μηχανάκι», ὅπως ἔλεγε, τήν τηλεόραση τῆς καρδιᾶς της, καί μέ ἔβλεπε. Ἔβλεπε τόν Ναό, περιέγραψε στήν συνέχεια πῶς εἶναι ὁ Ναός, περιέγραψε τήν στολή πού φοροῦσα καί ὅλα ἐκεῖνα τά ὁποῖα γίνονταν μέσα στόν Ναό. Καί τό ἐξηγοῦσε αὐτό μέ ἕναν πάρα πολύ ὡραῖο τρόπο, ὅτι ἦταν δῶρο τοῦ Θεοῦ πού τῆς τό ἔδωσε, ἐπειδή ἦταν κλεισμένη στό σπίτι γιά νά τήν παρηγορῆ. Αὐτή εἶναι ἡ διάκριση μεταξύ τοῦ νοῦ-καρδίας καί τῆς λογικῆς.
Ἡ πέμπτη βασική θεολογική ἀρχή, γιά νά ξεχωρίσουμε τήν ἀλήθεια ἀπό τήν πλάνη, εἶναι τά σχετικά μέ τόν Παράδεισο καί τήν Κόλαση. Οἱ δυτικοί θεολόγοι, γιά παράδειγμα ὁ Δάντης, κάνουν λόγο γιά τήν Κόλαση μέ τό καθαρτήριο πῦρ, μέ τά καζάνια πού βράζουν καί γιά τόν Παράδεισο γιά μιά αἰσθητή ζωή. Ἀντίθετα, οἱ ἅγιοι Πατέρες διδάσκουν ὅτι ὁ Ἴδιος ὁ Θεός στέλνει τήν Χάρη Του σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους• ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχη ἀποκτήσει νοῦ, ὀφθαλμό τῆς ψυχῆς, βλέπει αὐτήν τήν Χάρη ὡς Φῶς, καί αὐτό εἶναι Παράδεισος• ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχη θεραπευθῆ καί εἶναι ἀκάθαρτος, τότε ἡ Χάρη αὐτή τόν καίει. Εἶναι αὐτό πού γράφει ὁ Μέγας Βασίλειος, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, καί τό συναντᾶμε παντοῦ, ὅτι βιώνει κανείς τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀνάλογα μέ τήν κατάστασή του. Αὐτό ζωγραφίζεται στούς Ναούς μέ τήν παράσταση τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Βλέπουμε ὅτι ἀπό τόν Χριστό βγαίνει τό Φῶς καί φωτίζει τούς ἁγίους, καί ἀπό τόν Θρόνο τοῦ Χριστοῦ βγαίνει ὁ πύρινος ποταμός πού καίει αὐτούς πού δέν ἔχουν καθαρισθῆ ἐσωτερικά. Ἔτσι, ὁ Ἴδιος ὁ Θεός γινεται Φῶς γι' αὐτούς πού ἔχουν καθαρίσει τήν καρδιά τους ἀπό τά πάθη καί ἔχουν ἀποκτήσει νοερό ὀφθαλμό καί ὁ Ἴδιος ὁ Θεός γίνεται σκοτάδι καί πῦρ γι' αὐτούς πού εἶναι ἀκάθαρτοι ψυχικά. Αὐτό δέν ὀφείλεται στόν Θεό, ἀλλά στήν ψυχική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία εἶχε σαφέστατη ἐμπειρική εἰκόνα γιά τό τί εἶναι ὁ Παράδεισος καί τί εἶναι ἡ Κόλαση, ὅπως τά παρουσιάζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Εἶχε ὀρθόδοξη θεολογία γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό, ἀλλά καί ἔβλεπε καί τούς κολασμένους, δέν ἔλεγε, ὅμως, τά ὀνόματά τους ἀπό ἀγάπη γιά νά μήν πληγωθοῦν οἱ συγγενεῖς τους, καί συγχρόνως ἔβλεπε καί τούς ἁγίους πού εἶναι στόν Παράδεισο καί τά περιέγραφε, ὅπως τό κάνουν οἱ ἅγιοι ἀπό τήν πνευματική ἐμπειρία τους.
Ἡ ἕκτη ἀρχή εἶναι ἡ ἰδιοτελής καί ἀνιδιοτελής ἀγάπη, ἡ ὑπερηφάνεια καί ἡ ταπείνωση. Λένε μερικοί ὅτι ὑπάρχει ἡ ἀγάπη καί τό μίσος καί ἀντιπαραθέτουν τό μίσος στήν ἀγάπη. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι ἀκριβές. Γιατί; Διότι ἡ ἀγάπη ἔχει δύο ἐκφράσεις, ἡ μία εἶναι ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη, ἡ ὁποία δέν ἔχει ἰδιοτέλεια, εἶναι ἡ καθαρή ἀγάπη πού συνδέεται μέ τήν ἀληθινή ταπείνωση, καί ἡ ἄλλη εἶναι ἡ ἀγάπη ἡ ὁποία ἔχει ἰδιοτέλεια καί καταλήγει στό μίσος καί συνδέεται μέ τήν ὑπερηφάνεια. Αὐτό πού βλέπουμε ἐμεῖς ὡς μίσος πρός τούς ἄλλους, εἶναι ἀγάπη ἡ ὁποία δέν εἶναι καθαρή, εἶναι ἡ φίλαυτη ἀγάπη, γεμάτη ὑπερηφάνεια. Ἔχουμε, λοιπόν, μιά ἀγάπη ἡ ὁποία ἔχει μέσα της τήν φιλαυτία καί τήν ἰδιοτέλεια, πού δέν εἶναι πραγματική ἀγάπη, καί ὁδηγεῖται στά ἐγκλήματα, καί τήν ἀγάπη πού εἶναι ἀνιδιοτελής. Δηλαδή, ἀγαπάει κανείς καί λόγω τοῦ ὅτι δέν ἀνταποκρίνεται ὁ ἄλλος στήν ἀγάπη, φτάνει στό ἔγκλημα. Αὐτή εἶναι ἀρρωστημένη, φίλαυτη, ἐγωιστική καί ἰδιοτελής ἀγάπη.
Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία διακρινόταν ἀπό τήν ἀγάπη ἡ ὁποία εἶναι ἀνιδιοτελής. Καί θά ἔλεγα κάτι ἄλλο πολύ σημαντικό. Ἡ ἀνιδιοτελής ἀγάπη τήν ὁποία εἶχε συνδεόταν στενά μέ τήν αὐτομεμψία, θεωροῦσε ὅτι εἶναι ἡ μεγαλύτερη πόρνη τοῦ κόσμου, ἄν καί ἦταν καθαρή στό σῶμα ἀπό τήν μικρή της ἡλικία. Καί ἐκεῖ πού σοῦ ἔλεγε ὑψηλές πνευματικές ἐμπειρίες, μετά ἔλεγε ὅτι εἶναι χειρότερη καί ἀπό τήν πόρνη γυναίκα καί ὅτι ὁ Θεός τήν ἀφήνει στήν ζωή γιά νά μετανοήση. Εἶχε μιά τέτοια αὐτομεμψία πού δύσκολα τήν ἔχουν οἱ ἄνθρωποι καί, μάλιστα, δέν τήν ἀντέχουν. Καί ἐκεῖ πού ὑπάρχει μετάνοια καί μεγάλη αὐτομεμψία, ἐκεῖ δέν μπορεῖ νά εἰσχωρήση ὁ ἑωσφόρος, ὁ διάβολος, ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ καθαρή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ἕβδομη θεολογική ἀρχή, μέ τήν ὁποία ξεχωρίζεται ἡ ἀλήθεια ἀπό τήν πλάνη, εἶναι ἡ διδασκαλία γιά τίς τρεῖς κινήσεις. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας διδάσκουν ὅτι ὑπάρχει ἡ κατά φύσιν κίνηση, δηλαδή ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα γιά νά πορεύονται πρός Αὐτόν, αὐτεξουσίως. Αὐτή εἶναι ἡ κατά φύσιν κίνηση, κατά τήν ὁποία οἱ ἐνέργειες τῆς ψυχῆς λειτουργοῦν κατά φύσιν. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτάνη, τότε ὑπάρχει ἄλλη κίνηση, ἡ παρά φύσιν κίνησις, ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό. Καί στήν συνέχεια μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου φθάνει στήν ὑπέρ φύσιν κίνηση, ἡ ὁποία εἶναι ἡ θεοπτία πού εἶχαν οἱ μεγάλοι Πατέρες μέ τίς θεοπτικές τους ἐμπειρίες. Στίς ἐπιστολές καί στά λόγια τῆς Γερόντισσας Γαλακτίας βλέπουμε καθαρά τό πῶς λειτουργεῖ τό κατά φύσιν, τό παρά φύσιν καί τό ὑπέρ φύσιν, τό ὁποῖο εἶναι τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία ζοῦσε συνέχεια τό ὑπέρ φύσιν μέσα στό ταλαιπωρημένο σῶμα της, ἔβλεπε τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἔβλεπε τόν Χριστό μέσα στό Φῶς, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τούς ἀγγέλους, τούς ἁγίους, εἶχε τό προφητικό, τό διορατικό καί τό προορατικό χάρισμα. Ὅμως, ὅλη ἡ ζωή της ἦταν μιά ὑπέρ φύσιν κατάσταση, ἀλλά τό σημαντικότερο εἶναι ὅτι ἡ ἴδια της θεωροῦσε ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι ἡ φυσική ζωή. Καί σέ ὅσους τήν πλησίαζαν μέ ἀρνητικές διαθέσεις, ἡ Γερόντισσα σιωποῦσε καί ἐκεῖνοι τήν θεωροῦσαν μέ τά δικά τους κριτήρια ὡς μιά γυναίκα φυσική, ἴσως καί πλανεμένη, ἐνῶ αὐτή ζοῦσε ὑπερφυσικές καταστάσεις μέσα στό θνητό καί φθαρτό σῶμα. Ἐφαρμοζόταν στήν περίπτωσή της ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἔχομεν τόν θησαυρόν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολή τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ ᾖ τοῦ Θεοῦ καί μή ἐξ ἡμῶν» (Β’ Κορ. δ΄, 7). Ἐπίσης, ἴσχυε ὁ Ἀποστολικός λόγος «ἐν παντί συνιστῶντες ἑαυτούς ὡς Θεοῦ διάκονοι... διά δυσφημίας καί εὐφημίας, ὡς πλάνοι καί ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καί ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καί ἰδού ζῶμεν» (Β΄, Κορ. στ΄, 4-9)
Ἡ ὄγδοη θεολογική ἀρχή εἶναι αὐτό πού διδάσκουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅτι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι καθαρτική, φωτιστική καί θεοποιός. Δηλαδή, ἡ ἴδια ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅταν πέφτη σέ ἕναν ἄνθρωπο πού ἔχει τά πάθη, τόν καίει, καί ἡ ἴδια Χάρη ὅταν μετανοῆ ὁ ἄνθρωπος, ἀρχίζει καί λειτουργεῖ ὡς καθαρτική ἐνέργεια, ὡς μεγάλη μετάνοια καί αὐτομεμψία. Μετά ἡ ἴδια Χάρη, ἡ ὁποία ἀφοῦ θεραπεύση τόν ἄνθρωπο, γίνεται φωτιστική καί λειτουργεῖ ὡς προσευχή ἀδιάλειπτη καί νοερά προσευχή.
Ὅταν τήν ρωτοῦσα «τί εἶναι, Γερόντισσα, αὐτή ἡ νοερά προσευχή», ἔλεγε ὅτι εἶναι μιά μικρή φλόγα πού κατεβαίνει στήν καρδιά καί γυρίζει συνεχῶς μέσα σέ αὐτήν καί λέει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά συνιστοῦσε, «αὐτά να μήν τά λέτε πολύ στόν κόσμο γιατί ὁ κόσμος χρειάζεται νά περάση μέσα ἀπό τήν μετάνοια καί ἀπό τήν κάθαρση». Βλέπετε, λοιπόν, ὅτι ἤξερε τί θά πῆ καθαρτική ἐνέργεια, τί θά πῆ φωτιστική ἐνέργεια, τί θά πῆ θεοποιός ἐνέργεια. Ὅταν κανείς δέν ἔχη αὐτήν τήν διάκριση, λέει ὅτι παντοῦ ὑπάρχει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ναί, παντοῦ ὑπάρχει ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἐνεργεῖ ἀνάλογα μέ τήν κατάσταση τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ὄντων.
Ἡ ἐνάτη ἀρχή εἶναι ὅτι ἔβλεπε τήν θεία Λειτουργία σέ συνδυασμό μέ τήν οὐράνια Λειτουργία, τό οὐράνιο Θυσιαστήριο. Δηλαδή, δέν ἔλεγε ὅτι τό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι μόνο ἡ θεία Εὐχαριστία. Φυσικά, πολύ ἐκτιμοῦσε αὐτό τό μεγάλο ἀγαθό καί νά κοινωνήση τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά συγχρόνως ἔβλεπε καί τήν οὐράνια θεία Λειτουργία. Κυρίως τό βράδυ τά ἔβλεπε καί ξυπνοῦσε τό πρωί καί ἔκανε περιγραφές τῆς οὐράνιας θείας Λειτουργίας.
Ἡ Γερόντισσα Γαλακτία συνέδεε τήν θεία Λειτουργία πού τελεῖται στόν Ἱερό Ναό, ὄχι ἁπλῶς μέ ἕνα πανηγύρι, ὅπως τό αἰσθανόμαστε ἐμεῖς σάν ἕνα ἐξωτερικό πανηγύρι, μέ τά ὡραῖα ἀκούσματα, τά ὡραῖα ἄσματα, τίς ὡραῖες ψαλμωδίες, ἀλλά ἐκείνη ἔβλεπε ὅτι ἦταν συγχρόνως «σύνοδος οὐρανοῦ καί γῆς» καί μιλοῦσε γιά τήν οὐράνια θεία Λειτουργία.
Καί ἡ δέκατη ἀρχή εἶναι τό πῶς θεωροῦσε τήν Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι μιά κοινωνική ἤ θρησκευτική ὀργάνωση, ἀλλά εἶναι τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί «ἡ κοινωνία θεώσεως». Αὐτό τό βλέπουμε στόν Ἀπόστολο Παῦλο, ἀλλά χαρακτηριστικά τό βλέπουμε στόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, πού λέει «μεταλαμβάνω τοῦ φωτός, μετέχω καί τῆς δόξης καί λάμπει μου τό πρόσωπον ὥσπερ τοῦ ποθητοῦ μου καί ὅλον μου τό σῶμα γίνεται φωτοφόρον», «κινῶ τόν πόδα καί ὁ πούς Χριστός ἐστίν, κινῶ τήν χεῖρα καί ἡ χείρ Χριστός ἐστίν». Αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί αὐτά εἶναι τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ζοῦν κατά διαφόρους βαθμούς τόν θεῖο δοξασμό.
Ἔτσι θεωροῦσε ἡ Γερόντισσα Γαλακτία τήν Ἐκκλησία. Ἀγαποῦσε πάρα πολύ τόν Χριστό, τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, τούς ἁγίους. Ἔβλεπε τήν δόξα τῆς Ἐκκλησίας, τόν Χριστό, τούς Ἀρχαγγέλους, περιέγραφε τούς ἁγίους, καί μάλιστα τούς ἔβλεπε καί σωματικά, ἄν ἦταν ψηλοί, ἄν ἦταν κοντοί ὅσο ζοῦσαν, περιέγραφε γεγονότα ἀπό τήν ζωή τους, περιέγραφε τά μαρτύριά τους, ὅπως τό μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, γιά παράδειγμα, καί ἔκανε μιά τέλεια περιγραφή.
Αὐτά τά δέκα σημεῖα πού σᾶς εἶπα, πού εἶναι κριτήρια θεολογικά, δείχνουν τήν διαφορά μεταξύ τῆς ἀλήθειας καί τῆς πλάνης, μεταξύ τοῦ κατά πόσον ἕνας ἄνθρωπος ἔχει ἐκκλησιαστικό φρόνημα ἤ δέν ἔχει, κατά πόσον ἔχει τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἤ διακατέχεται ἀπό πλάνες, καί κυριεύεται ἀπό τόν πονηρό, γιατί διαφορετικά γίνεται ἡ σύγχυση. Δηλαδή, ὁ Μωϋσῆς ἔκανε θαύματα, ἀλλά ἔκαναν θαύματα καί οἱ μάγοι, ὅπως διαβάζουμε στό βιβλίο τῆς Ἐξόδου. Αὐτά πού βλέπουμε στούς ἁγίους, τά κάνουν καί μερικοί ἄλλοι πού εἶναι δαιμονισμένοι, πού ἐμφοροῦνται ὑπό τῶν δαιμόνων.
Νομίζω αὐτά τά δέκα σημεῖα εἶναι θεολογικά κριτήρια γιά νά ξεχωρίση κανείς τόν ἄνθρωπο πού ἔχει μέσα του τήν ἀλήθεια, πού εἶναι προφήτης, καί τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος διακατέχεται ἀπό τήν πλάνη. Καί χωρίς προϋποθέσεις καί χωρίς κριτήρια ὅλα τά θέματα βρίσκονται σέ σύγχυση.
3. Τμήματα ἀπό τίς ἐπιστολές της
Στήν συνέχεια καί πρός ἐπίρρωση ὅλων αὐτῶν θά σᾶς διαβάσω μερικά τμήματα ἀπό δύο ἐπιστολές πού μοῦ ἔστειλε, ἀπό τήν πρώτη καί τήν τελευταία, τήν ἐνάτη, παρακάμπτοντας αὐτά πού ἔγραφε γιά μένα. Πρέπει νά διευκρινίσω ὅτι κάθε ἐπιστολή της ἦταν μιά ὁλόκληρη θεολογία.
Στήν πρώτη ἐπιστολή γράφει:
«Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἅγιε Δέσποτά μου, σεβαστέ καί πολυαγαπητέ μου πάτερ Ἱερόθεε, τήν εὐχή σου ζητῶ, παιδί μου, στά γόνατα πεσμένη προσκυνῶ τήν ἁγιοσύνη σου. Φιλῶ τά χεράκια σου. Συγνώμη πού σέ λέω παιδί μου, ἐσύ εἶσαι Μητροπολίτης, γεμάτος Πνεῦμα Ἅγιο, ἐγώ εἶμαι μιά γριά γεμάτη ἁμαρτίες, πού μέ ἄφησε ὁ Θεός μέχρι τά γεράματα γιά νά μετανοήσω. Ὅμως νιώθω ἀπέραντη μητρική ἀγάπη γιά σένα καί ἀφήνω τήν καρδιά μου ἐλεύθερα νά ἐκφραστῆ. Εὐχαριστῶ πολύ γιά τίς ἐπισκέψεις σου, γιά τήν εὐλογία σου καί τήν διδασκαλία σου».
Τί βλέπουμε ἐδῶ; Σεβασμός στήν ἱερωσύνη καί τήν ἀρχιερωσύνη. Συνήθως, ὅσοι διακατέχονται ἀπό τό πονηρό πνεῦμα δέν δέχονται τήν ἱερωσύνη καί μάλιστα τήν ἀρχιερωσύνη, τόν Ἐπίσκοπο. Καί ταυτόχρονα ἡ Γερόντισσα ἔχει μεγάλη αὐτομεμψία. Προχωρεῖ:
«Γιά ἐμένα, παιδί μου, νά εὔχεσαι νά μοῦ δώση ὁ Θεός ταπείνωση καί μετάνοια».
Αὐτό δέν τό λέει ὁ διάβολος, δέν τό λένε οἱ πλανεμένοι.
«Γι’ αὐτό μέ ἔχει ὁ Θεός ἐδῶ ἀκόμα. Ἀλήθεια, ποιό Θεό ἔχουμε! Ἐμένα θά ἔπρεπε νά μοῦ δίνη νερό νά πίνω ἀπό τούς βόθρους τῆς Νέας Ὑόρκης, γιατί τοῦ χωριοῦ μου οἱ βόθροι εἶναι καθαροί. Καί ὅμως μέ φροντίζει καί κάθε μέρα βλέπω τήν προστασία Του καί τήν ἀγάπη Του. Σάν ἕνα μικρό παιδάκι εἶναι καί τό στέλνω στίς παραγγελιές. Μόλις Τοῦ ζητήσω κάτι, ἀμέσως μοῦ τό στέλνει. Καμμιά φορά καθυστερεῖ, ἀλλά δέν ἀνησυχῶ γιατί ξέρω πώς θά ἔρθη. Νά εὔχεσαι νά ἀποκτήσω τήν ἁγία μετάνοια καί πολλή εὐγνωμοσύνη στό Θεό».
Ἐδῶ βλέπετε καθαρά μιά γυναίκα πού ἔχει πάρα πολύ μεγάλη μετάνοια, πολύ μεγάλη αὐτομεμψία καί ταυτόχρονα καί παρρησία μέ τόν Θεό. Συνεχίζει μέ τά πιό ἐκπληκτικά, τά πιό θεολογικά.
«Τίς νύχτες καμμιά φορά κάθομαι καί σκέφτομαι, εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά κάθεται σέ θρόνους καί σέ καρέκλες; Ὅταν ὅμως πονῶ γιά τίς ἁμαρτίες μου», προσέξτε, ὅταν πονῶ, βλέπετε μετάνοια γιά τίς ἁμαρτίες της.. «λέω: “Πατέρα ἐπουράνιε, συγχώρεσέ με, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, Ἅγιο Πνεῦμα, φώτισέ με”, καί τότε ἔρχεται ἡ ἀπάντηση ἀπό ἄλλο τόπο, ὄχι ἀπό τήν κεφαλή πού εἶναι τρέλες καί φαντασίες, ἀλλά ἀπό τήν καρδιά πού τήν ὁδηγεῖ ὁ Θεός, πού εἶναι γεμάτη θεϊκά μηνύματα».
Ἐδῶ βλέπετε αὐτό πού σᾶς ἔλεγα πρίν, τήν διάκριση μεταξύ λογικῆς καί νοῦ -καρδιᾶς, καί γράφει ὅτι ἔρχεται ἡ ἀπάντηση «ὄχι ἀπό τήν κεφαλή πού εἶναι τρέλες καί φαντασίες», ἀλλά μέσα ἀπό τήν καρδιά πού ἔχει «θεϊκά μηνύματα».
«Ὅλο τό σύμπαν δέν εἶναι οὔτε ἕνα μικρό μπαλάκι στά ἅγια χέρια Του».
Προφανῶς εἶναι μιά ἐμπειρία πού σέ μιά ὑπέρ φύσιν κατάσταση εἶδε ὅλο τό σύμπαν νά εἶναι στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Συνεχίζει:
«Ὁ νοῦς δέν χωράει καί ἡ γλώσσα δέν τά ἐκφράζει. Δέν ὑπάρχει οὔτε ἀρχή οὔτε τέλος, ἄπλετον γαλαζόλευκο φῶς».
Αὐτό ἔχει μεγάλη σημασία, γιατί οἱ δαίμονες καί ὅσοι ἔχουν δαιμονική ἐμπειρία κυρίως βλέπουν φῶς τό ὁποῖο εἶναι κόκκινο, ὅπως εἶναι ὁ διάβολος. Ἡ Γερόντισσα γράφει γιά «ἄπλετον γαλαζόλευκον φῶς τῆς δόξας Του». Γράφει:
«Ἕνα μποροῦμε νά ποῦμε: ὁ ἀληθινός Θεός εἶναι ὁ Τριαδικός Θεός καί γεμίζει τόν ἄνθρωπο μέ τό Φῶς τῆς ἀγάπης Του ἀπό τήν κορυφή μέχρι τά νύχια, καί δέν ξέρεις ἀπό ποῦ βλέπεις».
Ὅποιος διαβάζει τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τά βλέπει ὅλα αὐτά, πού σᾶς εἶπα προηγουμένως, ὅτι ἔβλεπε τά χέρια του, τά πόδια του μέσα στό φῶς, αὐτό πού τό λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι εἴμαστε μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, καί πῶς θά ἁμαρτήσουμε, ἀφοῦ ἔχουμε τά μέλη τοῦ Χριστοῦ; (Α΄ Κορ. στ΄, 15). Ἐκείνη τό βλέπει καί ἀμέσως τώρα μιλάει γι’ αὐτό τό Φῶς πού βγαίνει ἀπό παντοῦ μέχρι τά νύχια καί λέει:
«Μετά νιώθω σκουλήκι καί κλαίω γιά τίς ἁμαρτίες μου».
Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ἡ Γερόντισσα ἔχει μιά τέτοια μεγάλη ἐμπειρία, ἀλλά δέν ὑπερηφανεύεται, ὁμοιάζει μέ τόν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος, ὅταν εἶδε τόν Θεό, εἶπε: «Ἐγώ εἰμι γῆ καί σποδός» ἤ ὁ Ἡσαΐας πού λέει, «ὦ, τάλας ἐγώ». Ἡ Γερόντισσα γράφει ὅτι αἰσθανόταν «ὡς σκουλήκι μετά καί κλαίω γιά τίς ἁμαρτίες μου».
«Ἀγαπῶ ὅλον τόν κόσμο καί τόν ἑαυτό μου μισῶ».
Ἄλλη μεγάλη ἀλήθεια. Αἰσθανόταν μιά ἀγάπη γιά ὅλον τόν κόσμο καί ἕνα μίσος γιά τόν ἑαυτό της.
«Μόνο τά σωματικά μάτια τῶν ἁγίων βλέπουν».
Ἐδῶ εἶναι ἕνα ἄλλο μεγάλο θέμα. Ἐκείνη ἦταν τόσο ἁπλή πού νόμιζε ὅτι οἱ ἅγιοι τά βλέπουν αὐτά μέ τά σωματικά τους μάτια, ἐνῶ ἡ ἴδια τά ἔβλεπε «μέ τό μηχάνημα τῆς καρδιᾶς».
«Στούς ἁμαρτωλούς σάν καί μένα τό μηχάνημα τῆς καρδιᾶς τά βλέπει, γιά νά μᾶς γλυκάνη καί νά μετανοήσουμε. Σᾶς ἐξομολογοῦμαι γιά νά μήν ἔχετε ἄλλη ἐντύπωση γιά τόν ἑαυτό μου. Πόσο καλός εἶναι ὁ Θεός πού καί τά πιό τιποτένια πλάσματά του σάν ἐμένα, τούς καλοπιάνει στήν μετάνοια».
Ὅλες αὐτές οἱ ἀποκαλύψεις δόθηκαν ἀπό τόν Θεό γιά τήν μετάνοια. Καί μόνο αὐτό τό γράμμα νά διαβάση κανείς βλέπει ὅτι αὐτή ἡ γυναίκα θεολογοῦσε, ὅ,τι ἔλεγε ἦταν μιά ὁλόκληρη ἐμπειρική θεολογία.
Στήν τελευταία ἐπιστολή της (9η) γράφει:
«Πάτερ Ἱερόθεε, ἅγιε Δέσποτα τῆς Ἐκκλησίας, τήν εὐχή σου ζητῶ. Ἤθελα νά ἐπικοινωνήσουμε νά σοῦ ἀνοίξω τήν καρδιά μου. Νιώθω πώς μέ καταλαβαίνεις καί δέν θά σκανδαλιστῆς. Σέ ὅλους τούς ἄλλους σιωπῶ, γιά νά μή δημιουργοῦνται πλάνες ἐντυπώσεις γιά μένα. Παρά τά γεράματά μου μέ ἔχει ἀκόμα ὁ Θεός καί ζῶ. Χίλιες δόξες νά ἔχη τό ὄνομά Του. Μέ ἀφήνει νά ζῶ γιατί περιμένει τήν μετάνοιά μου. Δέν θέλω νά λέω ὅτι εἶμαι ἡ μεγαλύτερη ἁμαρτωλή, γιατί πολλοί τό λένε καί κρύβουν τόν μεγαλύτερο ἐγωισμό. Ἐγώ τό νιώθω, παιδί μου. Μέσα στά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, πού ὁ νοῦς δέν χωρεῖ καί γλώσσα δέν διηγᾶται, ἐγώ νιώθω χειρότερη ἀπό κοπριά. Νιώθω πώς ἔχω κάνει ὅλες τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου καί ταυτίζομαι μέ ὅλο τόν ἁμαρτωλό κόσμο. Κλαίω καί ζητῶ ἔλεος, ἀλλά ὁ πανάγαθος Θεός μέ λυπᾶται καί μοῦ στέλνει καρδιακές παρηγοριές πού ὁ νοῦς δέν χωρεῖ. Τόσο καλός εἶναι ὁ Θεός μας. Ἔχω φοβερούς πόνους, ἀλλά μοῦ δίνει δύναμη καί ἀντέχω. Νά εὔχεσαι γιά μένα νά ἔχω καλό τέλος καί καλή ἀπολογία. Ἐξασθενεῖ ἡ μνήμη μου, ἀλλά νά μήν ἐξασθενήση ποτέ ἡ καρδιά μου, αὐτή πού γίνεται βαθειά σάν τό πηγάδι πού δέν ἔχει πάτο καί γνωρίζει τό Θεό.
Σέ φιλῶ μητρικά σάν τήν μάνα σου καί τήν γιαγιά σου, φιλῶ τά χεράκια καί ζητῶ τήν εὐχή σου. Μέ σεβασμό καί ἀγάπη, Γερόντισσα Γαλακτία».
Τί βλέπουμε ἐδῶ; Βλέπουμε ὅτι ἔχει μεγάλες ἐμπειρίες, ἀλλά διακρίνεται ἀπό μιά μεγάλη ταπείνωση, αὐτογνωσία, κυρίως αὐτομεμψία. Κλαίει γιά τίς άμαρτίες της καί ὁ Θεός τῆς στέλνει «καρδιακές παρηγοριές». Ἐπίσης, κάνει τήν διάκριση μεταξύ μνήμης στήν λογική, καί μνήμης στήν καρδιά, ἡ ὁποία εἶναι βαθειά σάν πηγάδι πού δέν ἔχει τέλος καί αὐτή γνωρίζει τόν Θεό. Ἀκόμη ἔχει ἰσχυρούς πόνους, ἀλλά αἰσθάνεται εὐγνωμοσύνη στόν Θεό πού τῆς δίνει δύναμη νά ἀντέχη τούς πόνους. Αἰσθάνεται ὅτι ὁ Θεός τήν ἀφήνει στήν ζωή νά μετανοήση καί εὔχεται νά ἔχη καλό τέλος καί νά δώση καλή ἀπολογία στόν Χριστό. Ὅλη ἡ μικρή αὐτή τελευταία ἐπιστολή της ἔχει πολλά θαυμάσια θεολογικά μηνύματα, πού δείχνουν τήν θεολογική ἐμπειρία.
Ἀλλά καί σέ ὅλες τίς ἄλλες ἐπιστολές της εἶναι ἀποκαλυπτική. Κάνει λόγο γιά «τό μάτι τῆς ψυχῆς», «πού βλέπει μέσα ἀπό τήν καρδιά»· γιά «τήν κεφαλή τῆς καρδιᾶς πού δέν ξεχνᾶ»· γιά τό ὅτι «ὄντως ἡ καρδιά κρύβει μεγάλο μυστήριο»· γιά τό ὅτι «ἔχει ἀχόρταγη τήν ἀγάπη στόν Χριστό», ὅτι «ἀγαπῶ ὅλο τόν κόσμο», ἀλλά «μισῶ τόν ἑαυτό μου»· «μισῶ τούς φαμφαρονισμούς καί τίς ἐπιδείξεις»· «εἶμαι ἕνα σκουλήκι καί ἄχυρο»· «βλέπω τό Φῶς τοῦ προσώπου Του καί χαίρομαι», ἀλλά ἐκεῖνο πού θέλω εἶναι «νά μετανοήσω»· «ἐγώ μέσα στό φῶς βλέπω τά χάλια μου, χτυπῶ τό πρόσωπό μου καί μετά φωνάζω δυνατά πού ἔχω κάνει ὅλες τίς ἁμαρτίες»· «ταυτίζομαι μέ ὅλο τόν κόσμο, λέω στόν ἑαυτό μου πώς εἶμαι ληστίνα, πόρνη καί ἔχω κάνει ὅλα τά κακά, πονᾶ ἡ καρδιά μου, κλαίω καί ἀναστενάζω καί τότε ἔρχονται τά γλυκάδια τοῦ Θεοῦ»· «περιμένω τόν Ἀρχιστράτηγο, ἀλλά καθυστερεῖ γιατί θέλει νά μετανοήσω»· «νά εὔχεσαι νά μέ βρῆ σέ ὥρα προσευχῆς ὁ θάνατος, νά σωθῶ, παιδί μου»· «νά βρῶ ἕνα μικρό μικρό τοπαλάκι στήν Βασιλεία Του, ἀλλά νά βλέπω τό Φῶς τοῦ προσώπου Του καί νά χαίρομαι»· «δέν ξεχνῶ καί σένα, Ἅγιε Ἀρχιερέα τοῦ Χριστοῦ, μή μέ ξεχάσης καί ἐσύ, παιδί μου, καί τώρα καί ὅταν θά φύγω γιά τόν οὐρανό» κλπ.
4. Συμπερασματικός λόγος
Εἶναι λίγα αὐτά τά τμήματα ἀπό τήν πρώτη καί τήν τελευταία ἔνατη ἐπιστολή πού μοῦ ἔστειλε, ἀλλά καί μερικές φράσεις πού κατέγραψα ἀπό τίς ἄλλες ἐνδιάμεσες ἐπιστολές καί θέλω, τελειώνοντας, νά πῶ ὅτι ἡ Γερόντισσα Γαλακτία ἦταν μιά ζωντανή φιλοκαλική παράδοση, ἦταν μιά ὁλόκληρη ζωντανή θεολογία, ἦταν ἕνα θεολογικό γεγονός, δέν ἦταν μιά ἁπλή γυναίκα. Σάν ἁπλή γυναίκα τήν ἔβλεπε κανείς, ὅταν ὅμως τήν πλησίαζε πιό κοντά ἔλεπε ὅτι ἦταν ὁλόκληρη ἕνας ὀφθαλμός καί ὁλόκληρη μιά ἀκοή, ἦταν ἡ περίληψη τῆς ζωντανῆς Φιλοκαλίας. Καί, ἄς μοῦ ἐπιτρέψετε νά πῶ ὅτι ἦταν ἐπιβεβαίωση - τουλάχιστον ἐγώ ἔτσι τό ἔβλεπα - ὅλης τῆς θεολογίας πού δίδασκε ὁ π. Ἰωάννης ὁ Ρωμανίδης, πού εἶναι μιά ζωντανή ἐμπειρική δογματική. Καί, ἄς μοῦ ἐπιτρέψετε παλι νά σᾶς πῶ -ἐγώ τουλάχιστον ἔτσι τό ἔζησα, ἔτσι τό κατάλαβα καί γι’ αὐτό μοῦ τήν ἔστειλε ὁ Θεός-, ὅτι ἦταν μιά ἐπιβεβαίωση αὐτῶν πού προσπαθῶ νά γράψω στά βιβλία μου.
- Προβολές: 104