Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Ληστές τοῦ μέλλοντος
Πρωτοπρεσβυτέρου Θωμᾶ Βαμβίνη
Ὁ τίτλος εἶναι μιά προσαρμογή τῆς ἔκφρασης «κλοπή τοῦ μέλλοντος» σ’ αὐτά πού στήν συνέχεια θά διατυπωθοῦν. Βρίσκεται σέ ἄρθρο τοῦ καθηγητῆ Ν. Σεβαστάκη πού ἔχει τίτλο «Ἡ ἐπινόηση τοῦ μέλλοντος» (Τό Βῆμα, 17.11.2024). Σ’ αὐτό τό ἄρθρο παρουσιάζονται θέσεις ἀπό ἕνα βιβλίο τοῦ καθηγητῆ Τζόναθαν Γουάιτ, τό ὁποῖο μιλᾶ γιά τό μέλλον ὡς πολιτική ἰδέα. Ἡ «κλοπή τοῦ μέλλοντος» ὅμως πραγματοποιεῖται ἀπό κάποιους ληστές. Εἶναι φανερό, λοιπόν, ὅτι αὐτοί πρέπει νά ἐντοπιστοῦν γιά νά ἀποτραπῆ, ἄν εἶναι δυνατόν, ἡ συνέχιση τῆς καταστροφικῆς δράσης τους.
Τό ἄρθρο τοῦ κ. Ν. Σεβαστάκη εἶναι ἀμιγῶς πολιτικό, ὅμως σέ κάποιες πολιτικές παθογένειες πού ἀναφέρεται ὑπάρχουν ἀντίστοιχα φαινόμενα στήν σύγχρονη ἐκκλησιαστική ζωή, τά ὁποῖα προφανῶς ἔχουν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον.
Ὁ τίτλος πάντως πού ἐπιλέχθηκε, «ληστές τοῦ μέλλοντος», μπορεῖ νά διαβαστῆ μέ δύο τουλάχιστον τρόπους. Πρῶτον, ὡς νά ἀναφέρεται στούς μελλοντικούς ληστές, στό πῶς, δηλαδή, θα εἶναι οἱ ληστές στό μέλλον καί πόσο διαφορετικά καταρτισμένοι θά εἶναι στήν «τέχνη» τους, ἐπίσης τί μέσα θά χρησιμοποιοῦν ἀπό τήν ἠλεκτρονική τεχνολογία τῆς ἐποχῆς τους καί τί κυρίως θά προτιμοῦν ὡς ἀντικείμενο τῆς ληστείας τους κ.λπ.. Δεύτερον, ὡς νά ἀναφέρεται σέ αὐτούς πού ληστεύουν τό μέλλον, πού ληστεύουν δηλαδή ἕνα ἀντικείμενο πού εἶναι τό σημαινόμενο ἑνός ἀφηρημένου οὐσιαστικοῦ. Τό μέλλον σύμφωνα μέ τήν γραμματική εἶναι ἕνα ἀφηρημένο οὐσιαστικό. Τό μέλλον οἱ ἄνθρωποι τό φαντάζονται σχηματοποιώντας το μέ τά ὑλικά τοῦ παρόντος. Δέν μποροῦν νά κάνουν διαφορετικά. Γιά τό μέλλον διαφορετικά μιλοῦν μόνον οἱ θεόπνευστοι προφῆτες, πού δέν σχεδιάζουν, ἀλλά δέχονται ἀποκαλύψεις στόν καθαρό ἀπό φαντασίες νοῦ τους. Κι αὐτός πού δίνει τίς ἀποκαλύψεις εἶναι ὁ προαιώνιος Λόγος τοῦ Πατρός, ὁ «ἀεὶ ὤν» καί «ὡσαύτως ὤν» μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, γιά τόν Ὁποῖο τά παρελθόντα καί τά μέλλοντα εἶναι παρόντα. Ὁπότε οἱ Προφῆτες μιλοῦν γιά συγκεκριμένα πράγματα. Ἡ «κλοπή τοῦ μέλλοντος» σέ ἀνθρώπινο ἐπίπεδο εἶναι ἡ καταστροφή ἤ ἡ ἀπουσία μακροπρόθεσμων σχεδιασμῶν. Στήν πολιτική αὐτό χαρακτηρίζεται ὡς ἀπουσία ὁράματος γιά τήν προοπτική τοῦ ἔθνους ἤ τοῦ κράτους. Στό πεδίο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς «κλοπή τοῦ μέλλοντος» εἶναι ἡ ἀντικατάσταση τοῦ ἀποκαλυπτικοῦ λόγου τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί ἀγίων Πατέρων μέ στοχασμούς ἀνθρώπινους, πού φράζουν, σέ ὅσους τούς δέχονται, τόν δρόμο τῆς χωρίς τέλος σωστικῆς πορείας τῆς κάθαρσης, τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς θεώσεως.
Νά σημειωθῆ ὅτι ἡ ἔκφραση «κλοπή τοῦ μέλλοντος» θυμίζει μιά ἔκφραση ἀπό ἐκκλησιαστικό ὕμνο πού ἀναφέρεται στίς Μυροφόρες γυναῖκες. Ὅταν οἱ Μυροφόρες πῆγαν στόν τάφο τοῦ Χριστοῦ καί δέν βρῆκαν τό σῶμα Του, ὁ ὑμνογράφος βάζει στό στόμα τους τήν ἐναγώνια ἐρώτηση: «Τίς ἔκλεψεν ἡμῶν τὴν ἐλπίδα;». Ἐδῶ ἔχουμε κλοπή τῆς ἐλπίδας καί ἡ ἐλπίδα συνδέεται μέ τό μέλλον. Ὅ,τι ἐλπίζουμε, δέν τό ἔχουμε τώρα, τό περιμένουμε νά πραγματοποιηθῆ ἤ νά μᾶς δοθῆ στό μέλλον. Ἡ ἐλπίδα γενικά εἶναι καί αὐτή ἕνα ἀφηρημένο οὐσιαστικό, ἐκφράζει μιά ἀφηρημένη ἔννοια, ὅμως γιά τίς Μυροφόρες δέν ἦταν ἀφηρημένο οὐσιαστικό, ἦταν συγκεκριμένο, γιατί ἦταν πρόσωπο, ἦταν ὁ Χριστός. Γενικά, ἡ ἐλπίδα μέσα στό πλαίσιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς «οὐ καταισχύνει», διότι δέν εἶναι ἀφηρημένο οὐσιαστικό, ἀλλά εἶναι ὁ Χριστός πού εἶναι ἀδιάσπαστα ἑνωμένος μέ τήν Ἐκκλησία, τό Σῶμα Του.
Θά παρατεθοῦν κάποια ἀποσπάσματα ἀπό τό ἄρθρο τοῦ κ. Ν. Σεβαστάκη, στά ὁποῖα εὔκολα διαπιστώνονται ἀνάλογα «συμπτώματα» σέ μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ δημοκρατία συνδέεται μέ τό μέλλον. Ἐντοπίζει τίς προσδοκίες τοῦ λαοῦ τίς κάνει πολιτικό πρόγραμμα, πού ὑπόσχεται τήν ἱκανοποίησή τους στό μέλλον. «Ἐδῶ καί κάποια χρόνια ὅμως ἔχει συντελεστεῖ μιά “κλοπή τοῦ μέλλοντος”. Ἡ ἀποθέωση τοῦ ἐφήμερου καί παροντικοῦ, ἡ κλιματική κρίση, ἡ συντριπτική αἴσθηση τῶν ἐπειγόντων ὠθοῦν σέ λογικές ἄμεσης ἀνακούφισης. Ἡ ἐξασθένηση τῆς πολιτικῆς ἰδέας τοῦ μέλλοντος συνδέεται μέ τήν ἀναζήτηση ταχύρρυθμων λύσεων στίς κρίσεις καί τήν προσφυγή σέ ἀμφιλεγόμενες θεραπεῖες».
Στίς μέρες μας ὅλα πρέπει νά γίνονται ἐδῶ καί τώρα. Ἔχουμε «ἀποθέωση τοῦ ἐφήμερου καί παροντικοῦ». Μιά τέτοια νοοτροπία τῶν «ταχύρρυθμων λύσεων» καί τῆς προσφυγῆς «σέ ἀμφιλεγόμενες θεραπεῖες» τήν βλέπουμε καί μέσα στήν ἐκκλησιαστική ζωή σέ διάφορα ἐπίπεδα. Κεντρικό σημεῖο εἶναι ἡ ἀποφυγή τοῦ μακροχρόνιου ἀγώνα γιά τήν ἀπέκδυση «τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου», δηλαδή γιά τήν μεταμόρφωση τῶν διαβλητῶν παθῶν σέ ἀδιάβλητα, μέ τόν νόμιμο ἀγώνα τῆς ἀσκήσεως στίς εὐαγγελικές ἐντολές. Εἶναι δύσκολο τό «ἥμαρτον» στίς μέρες τῆς ἱεροποίησης τῶν δικαιωμάτων, ἀκόμη εἶναι δύσκολο νά γίνη δεκτός ὁ κανόνας τῆς νηστείας καί τῆς περιεκτικῆς ἐγκράτειας πού ἀντιστρατεύεται ἐπιθυμίες, δέν μπορεῖ ἐπίσης νά γίνη κατανοητό τό ὅτι ἡ μετοχή στήν θεία Κοινωνία δέν εἶναι ἀπροϋπόθετο δικαίωμα, ἀλλά ἔχει προϋποθέσεις. Νά σημειωθῆ, ἐπιπλέον, ὅτι δέν λύνονται ὅλα τά πνευματικά προβλήματα μέ τό νά σταυρώση ὁ Ἱερέας τόν πιστό μέ ἕναν συγκεκριμένο σταυρό, λέγοντάς τον μάλιστα ἀπό ποιά σωματική ἀσθένεια πάσχει. Αὐτά εἶναι «ταχύρρυθμες λύσεις» γιά προβλήματα πού ἀπαιτοῦν πολύ χρόνο καί πόνο· εἶναι προσφυγή «σέ ἀμφιλεγόμενες θεραπεῖες» γιά ἀσθένειες πού ἀπαιτοῦν τήν γνώση καί τήν διάκριση τῆς «ἐν Πνεύματι ἰατρικῆς ἐπιστήμης», τήν ὁποία διδάσκουν οἱ ἱεροί Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
Στό ἄρθρο πού ἀναφερόμαστε ἐπίσης γράφεται: «Τό ξέρουμε καλά ἀπό τήν Ἱστορία: τό αἴσθημα πώς “δέν περισσεύει χρόνος” εὐνοεῖ εἴτε τήν ἀπόδραση ἀπό τήν πολιτική εἴτε τήν φαντασίωση αὐταρχικῶν λύσεων. Ἔτσι μπορεῖ νά πεῖ κανείς ὅτι ἡ πολιτική ἀφάνεια τοῦ μέλλοντος στρώνει τόν δρόμο σέ ὅσους ἀπευθύνονται στίς κοινωνίες μέ ὅπλο τήν ὠμότητα καί ἕναν ἀναίσχυντο “ρεαλισμό”. Ἡ ἀπουσία ἐνδοιασμῶν καί συστολῆς ἰδιοποιεῖται τόν χῶρο τῆς ἀλήθειας καί τῆς εἰλικρίνειας».
Τό «αἴσθημα πώς “δέν περισσεύει χρόνος”» δέν ἀφήνει νά ἀντιμετωπισθοῦν σοβαρά τά προβλήματα πού θέτει στόν λαό τῆς Ἐκκλησίας ἡ σύγχρονη ζωή, ὅπως, γιά παράδειγμα, ἡ πρόοδος τῆς βιοτεχνολογίας, ἡ ἐξέλιξη τῆς λεγόμενης «τεχνητῆς νοημοσύνης» ἤ τό κίνημα τοῦ «γουοκισμοῦ». Τό αἴσθημα ὅτι «δέν ἔχουμε χρόνο» εἶναι ἕνας πειρασμός ἤ μᾶλλον πρόσχημα, ὥστε μέ «πρόχειρες λύσεις» νά περάσουν στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπόψεις ἀσύμβατες μέ τήν ζωή καί τήν διδασκαλία της. Δίνει, δηλαδή, τήν εὐκαιρία σέ ὁρισμένους ἐπιτηδευμένα βιαστικούς νά διατυπώσουν ἀπόψεις πού βγάζουν τόν θεολογικό λόγο ἔξω ἀπό τό κλίμα τῆς ἀποστολικῆς καί πατερικῆς παράδοσης καί τόν ἐκφυλίζουν σέ ἕναν ἀνθρώπινο θνητό λόγο, ὁ ὁποῖος κλέβει τήν ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, πού ἐπαγγέλλεται ἡ Ἐκκλησία. «Ἡ ἀπουσία ἐνδοιασμῶν καί συστολῆς», ἀπέναντι στό «μυστήριον τοῦ θελήματος [τοῦ Θεοῦ]» πού ἐκφράζει ἡ ἀποστολική καί πατερική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, «στρώνει τόν δρόμο» σέ ὅσους «μέ ὅπλο τήν ὠμότητα καί ἕναν ἀναίσχυντο “ρεαλισμό”» περιθωριοποιοῦν τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά νά προβληθῆ ὡς ἀλήθεια ὁ στοχασμός μερικῶν φιλοσόφων τῆς ἐπικαιρότητας. Καί ἡ ὠμότητα τῶν ἀντιπαραδοσιακῶν ἀπόψεών τους προβάλλεται ὡς εἰλικρινής στάση ἀπέναντι στήν σύγχρονη ζωή καί τήν Ἐκκλησία.
Στό ἄρθρο τοῦ κ. Ν. Σεβαστάκη, γιά τά πολιτικά πράγματα, τίθεται τό ἐρώτημα: «Ποιόν μπορεῖς νά ἐμπιστευθεῖς; “Ποιός μπορεῖ νά ἐνσαρκώσει σήμερα τό πεδίο τῆς δημοκρατικῆς ὑπόσχεσης;”». Καί ἀπαντᾶ μέ τήν ἀκόλουθη τοποθέτηση: «Δέν διαθέτουμε παρ’ ὅλα αὐτά ἄλλον τρόπο νά φανταστοῦμε τήν ἀναζωογόνηση τῆς δημοκρατίας παρά μέσα ἀπό τήν ἐνθάρρυνση τοῦ πολιτικοῦ ἀνταγωνισμοῦ γιά τά μέλλοντα».
Ἡ ἀναζωογόνηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς πραγματοποιεῖται μέ τήν ὑπακοή στήν προτροπή τοῦ ἀπ. Παύλου, πού μέσω τοῦ ἀπ. Τιμοθέου ἀπευθύνεται σέ ὅλα τά χαρισματοῦχα μέλη τῆς Ἐκκλησίας: «ἀναμιμνήσκω σε ἀναζωπυρεῖν τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ» (Β΄Τιμ. 1,6). Αὐτή ἡ προτροπή δέν ἀφορᾶ μόνον ὅσους ἔλαβαν τό χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης, ἀλλά ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας πού ἔλαβαν τήν χάρη τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος. Χρειάζεται ἀνύστακτη μέριμνα γιά διαρκῆ ἀναζωπύρωσή του. Αὐτή ἡ μέριμνα ἔχει κινητήριο περιεχόμενο τήν ἄλλη προτροπή τοῦ ἀπ. Παύλου πρός τόν Τιμόθεο: «ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως· ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθης»(Α΄ Τιμ. 6,12). Ἡ αἰώνιος ζωή, τῆς ὁποίας γεύσεις ἀπό τώρα χαρίζει ὁ Θεός στούς εἰλικρινεῖς ἐπιθυμητές της, θά εἶναι μόνιμη κατάσταση στήν «μέλλουσα Βασιλεία», στήν «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ».
Ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος καθοδηγεῖ τήν καθημερινή ζωή τοῦ πιστοῦ στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπό τήν ὁποία συναντᾶ ὁ πιστός τόν Χριστό καί ἀναζωογονεῖται ἡ ἐλπίδα καί ἡ ἐπιθυμία του γιά τήν μέλλουσα δόξα. Τό παρόν δέν περιγράφεται εὐχάριστο· «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε»(Ἰωάν. 16,33). Ὅλη ἡ κτίση, μαζί μέ τούς ἀνθρώπους «συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νῦν»(Ρωμ. 8,22).
Ἡ «ἀποκαραδοκία» ὅλης τῆς κτίσεως ἀπόκειται στό μέλλον, ὅταν ὁ Χριστὸς φανερωθῇ «ἐν δόξῃ» μαζί μέ τούς ἐκλεκτούς Του.
- Προβολές: 289