Περί τοῦ Φωτός
Ἀρχιμανδρίτου Καλλινίκου Γεωργάτου, Πρωτοσυγκέλλου
Ὁμιλία σέ παλαιότερη ἐκδήλωση τοῦ Συλλόγου Φιλολόγων Ναυπάκτου μέ θέμα τό φῶς. Ἐδῶ δημοσιεύεται μέ ἄλλη εἰσαγωγή.
«Ὁ Θεός φῶς ἐστι, καί σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία» (Α' Ἰω. α').
«Φῶς ὁ Πατήρ, Φῶς ὁ Λόγος, Φῶς καί τό Πανάγιον Πνεῦμα, ὅπερ ἐν γλώσσαις πυρίναις τοῖς Ἀποστόλοις ἐπέμφθη, καί δι' αὐτοῦ πᾶς ὁ κόσμος φωταγωγεῖται, Τριάδα σέβειν Ἁγίαν» (ἐξαποστειλάριον Πεντηκοστῆς). Κάθε δώρημα τέλειο δίνεται-καταβαίνει «ἄνωθεν» ἀπό τόν Θεό, ὅπως ὁμολογοῦμε στήν ὀπισθάμβωνο εὐχή τῆς θείας Λειτουργίας. Πράγματι, ἡ τέλεια ἀγάπη, ἡ τέλεια ταπείνωση, ἡ τέλεια σοφία, τό τέλειο Φῶς, κατέρχονται ἄνωθεν, ὡς δωρεές τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί γίνονται «ἁπτά» «κτήματα» τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων πού μέ καρδιά ἀγαθή τά ἐπιθυμοῦν, τά ζητοῦν καί τά αἰτοῦνται παρακαλώντας καί κρούοντας (πρβλ. Ματθ. ζ', 7-8) στήν θύρα τοῦ Θεοῦ. Καί, δυστυχῶς, ὑπάρχει μιά τάση τά τέλεια αὐτά δωρήματα νά μονοπωλοῦνται λεκτικῶς καί καταχρηστικῶς ἀπό τόν κόσμο, ὁ ὁποῖος κόσμος δέν τά κατέχει καί δέν μπορεῖ νά τά καταλάβη, γιατί δέν «θεωρεῖ» τόν δωρεοδότη (πρβλ. Ἰω. ιδ', 17).
Αὐτά ὅμως τά τέλεια δωρήματα δίνονται «ἄνωθεν» στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, στά μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτό, μιλώντας στήν Ἐκκλησία γιά τό Φῶς, δέν βρισκόμαστε «ἐκτός ἁρμοδιότητος», ἀλλά κινούμαστε μέσα στόν φυσικό μας χῶρο, ἐφ' ὅσον ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους Πατέρες πού Τό εἶδαν, ἐφ' ὅσον σεβόμαστε τίς ἀσκητικές προϋποθέσεις καί ἐφ' ὅσον ἔχουμε κληθῆ νά εἴμαστε «φωτόμορφα τέκνα τῆς Ἐκκλησίας» (πρβλ. ὠδή ε' τῆς Πεντηκοστῆς).
*
Ποιούς λόγους ἡ φιλολογία φιλεῖ καί σέ ποιούς λόγους ἡ θεολογία ἀδολεσχεῖ;
Ὁ Μέγας Βασίλειος χρησιμοποιεῖ ἕνα πολύ σημαντικό κριτήριο, τό ὁποῖο παρακαλεῖ καί τούς νέους νά χρησιμοποιοῦν, ὥστε νά ὠφελοῦνται ἀπό τά ἑλληνικά γράμματα. Εἶναι τό κριτήριο τῆς αἰωνιότητος. Ὅποιος λόγος ἀντέχει στόν χρόνο, ἔχει ἀξία γιά τόν ἄνθρωπο. Ὅποιος λόγος δέν ἀντέχει στόν χρόνο, εἶναι ψευδής καί δέν ἀξίζει νά ἀπασχολῆ τόν ἄνθρωπο καί τόν νέο. Ἀξία παιδαγωγική ἔχουν καί οἱ λόγοι ἐκεῖνοι πού καλλιεργοῦν τίς ἀρετές καί ἀποτελοῦν ἔτσι προπαιδεία γιά τούς λόγους τῆς αἰωνιότητας. Τήν αἰωνιότητα δέν τήν ὁρίζει μόνον ποσοτικά, χρονικά, ἀλλά καί ποιοτικά. Λέγει: Ἄν ἀθροίση κανείς ὅλη τήν εὐτυχία ἀπό τότε πού δημιουργήθηκε ὁ ἄνθρωπος καί τήν συγκεντρώση σέ ἕνα ἄθροισμα, δέν θά εἶναι οὔτε ἕνα μικρό μέρος ἀπό τήν αἰωνιότητα.
Πάντως, ἡ μή ἀντοχή στόν χρόνο καθιστᾶ τόν λόγο ἐφήμερο καί ἐλαφρό. Ἡ ἀντοχή στόν χρόνο τόν ἀναδεικνύει κλασικό. Ἡ δέ ὑπέρβαση τοῦ χρόνου καθιστᾶ τόν λόγο αἰώνιο. Ὑπάρχουν, λοιπόν, λόγοι ψευδεῖς, λόγοι εὐτράπελοι, λόγοι ἐφήμεροι, λόγοι κλασικοί, ἀλλά καί λόγοι πού διαρκοῦν αἰωνίως, ὄχι μόνον διά τῆς γραφῆς στήν μνήμη τῶν ἀνθρώπων πού ζοῦν, ἀλλά κυρίως διά τῆς μνήμης τοῦ νοῦ στούς ἀνθρώπους, καί σέ αὐτήν τήν ζωή καί στήν ζωή μετά τόν θάνατο. Αὐτούς τούς λόγους, πού διαρκοῦν στόν χρόνο καί πέρα ἀπό αὐτόν μελετοῦν οἱ θεολόγοι.
Αὐτό ἰσχύει καί γιά τό Φῶς. Καί ἐδῶ κριτήριο εἶναι ἡ αἰωνιότητα.
Ὑπάρχει φῶς πραγματικό, φῶς φάσμα καί φῶς συμβολικό. Ὑπάρχει φῶς πού δέν εἶναι φῶς, ἀλλά ἐμεῖς τό ὀνομάζουμε μεταφορικά φῶς, τό λεγόμενο φιλοσοφικό ἤ ἠθικό ἤ φανταστικό φῶς. Ὑπάρχει φῶς φυσικό, πού ὅμως γίνεται καί ἀπογίνεται σέ μικρότερο ἤ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Καί εἶναι ἄλλο Φῶς πραγματικό, πού ἐνῶ δέν ἄρχισε ποτέ νά φέγγη, δέν θά παύση ποτέ νά φωτίζη.
Αὐτοῦ τοῦ τελευταίου Φωτός, τοῦ ἀδημιούργητου καί ἀτελεύτητου, ὅμως πραγματικοῦ, μελετητές ἤ καλύτερα ἀναζητητές καί προσκυνητές εἶναι οἱ θεολόγοι. Εἶναι τό Φῶς γιά τό ὁποῖο θά ἔχετε ἀκούσει πολύ συχνά τόν Μητροπολίτη τοῦ τόπου μας νά ὁμιλῆ καί νά τό ὀνομάζη ἄκτιστο Φῶς. Καί ὁμιλεῖ περί τοῦ ἀκτίστου Φωτός ὄχι μόνον σέ θεολογικά Συνέδρια οὔτε μόνον σέ ἐξειδικευμένα ἀκροατήρια σέ αἴθουσες Πανεπιστημίου, ἀλλά σέ κάθε Ναό, σέ κάθε χωριό τῆς Ἐπαρχίας μας, σέ κάθε κύκλο ἀνθρώπων, καί στούς ἁπλούς κατοίκους τῶν χωριῶν καί στούς μορφωμένους τῶν πολιτειῶν. Γιατί τό ἄκτιστο Φῶς εἶναι τό Ἕν οὗ ἐστι χρεία (πρβλ. Λουκ. ι΄).
Ἴσως γιά πρώτη φορά τό ἄκουσμα τοῦ ὅρου νά ξενίζη κάποιους, ἀλλά τό ἄκτιστο Φῶς δέν ἀποτελεῖ πολυτέλεια μιᾶς διανοουμενίστικης ἐλίτ, ἀλλά ἀποτελεῖ τήν ὑπόσταση τοῦ κόσμου πού ζοῦμε, ἀφοῦ «φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον», καί συγχρόνως ἀποτελεῖ τό ζητούμενο κάθε ἀνθρώπινης συνείδησης καί καρδιᾶς, ἀφοῦ ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό «λάμψον καί ἡμῖν... τό Φῶς σου τό ἀΐδιον».
Φῶς εἶναι ὁ Θεός: «ὁ Θεός φῶς ἐστι» (Ἰω. α΄, 5). Φῶς ὁ Πατήρ, Φῶς ὁ Λόγος, Φῶς καί τό Ἅγιον Πνεῦμα.
Ὁ Θεός εἶναι Φῶς, ὄχι κατά τήν οὐσία Του, τήν ὁποία δέν γνωρίζουμε, ἀλλά κατά τήν ἐνέργειά Του, τήν ὁποία ἀποζητοῦμε. Ὁ Θεός ἔχει οὐσία καί ἐνέργεια. Ἡ οὐσία Του εἶναι ἄγνωστη καί ἀμέθεκτη. Ἡ ἐνέργειά Του γνωστή καί μεθεκτή. Ὅπως γιά τόν φυσικό ἥλιο δέν γνωρίζουμε τόν πυρήνα του, ἀλλά ἀναζητοῦμε τίς ἀκτίνες καί τήν ἐνέργειά του, τίς ὁποῖες γνωρίζουμε.
Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ γίνεται γνωστή στόν ἄνθρωπο, τοῦ ἀποκαλύπτεται. Καί ἐπειδή ἀπ' ὅλα τά φυσικά πράγματα τό φυσικό φῶς εἶναι τό πιό κατάλληλο γιά νά ἐκφρασθῆ κάπως ἡ ἐμπειρία τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, γι' αὐτό τήν ὀνομάζουμε Φῶς. Ὀνομάζεται ἐνέργεια Θεοῦ, Φῶς, Χάρη τοῦ Θεοῦ, θεία Χάρη, Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὅπως μία εἶναι ἡ ἐνέργεια τοῦ φυσικοῦ ἡλίου, ἀλλά πολλά τά ἀποτελέσματά της: καί φωτίζει καί θερμαίνει καί καίει καί ζωοποιεῖ καί κινεῖ, ἔτσι ἡ μία καί ἁπλή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ καί φωτίζει καί καίει καί δημιουργεῖ καί συντηρεῖ. Ὅσον ἀφορᾶ τόν ἄνθρωπο, τόν ζωοποιεῖ, τόν σοφοποιεῖ, τόν καθαρίζει, τόν φωτίζει, τόν ἁγιάζει.
Τό Φῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστο. Δηλαδή, δέν ἔχει ἀρχή, δέν ἔχει τέλος. Οὔτε ποτέ κάποιος τό ἄναψε, οὔτε ποτέ θά σβήση. Εἶναι ἀδημιούργητο, ἀναλλοίωτο, ἀμείωτο, ἀπροσδεές, ἄχρονο. Τό ἄκτιστο Φῶς δέν εἶναι συμβολικό, ἠθικό, διανοητικό, φανταστικό, φασματικό. Εἶναι Φῶς πραγματικό. Καί ὄχι ἁπλῶς πραγματικό, ἀλλά καί δημιουργό τῆς πραγματικότητας. Τίποτε δέν θά ὑφίστατο, ἄν δέν τό δημιουργοῦσε τό Φῶς τοῦ Θεοῦ καί τίποτε δέν θά διετηρεῖτο, ἄν ἔπαυε νά τό συντηρῆ τό Φῶς τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἐκτός τοῦ κόσμου, ἀλλά δημιουργεῖ, συνέχει καί συντηρεῖ τόν κόσμο. Ὄχι ὡς ἀπρόσωπη δύναμη, ἀλλά ὡς ἐνέργεια καί πρόνοια τοῦ Προσωπικοῦ Θεοῦ.
Τό ἄκτιστο τοῦ Θεοῦ Φῶς εἶναι ἐνυπόστατο.
Δηλαδή, πηγάζει ἀπό τόν Θεό, ἀπό τά τρία Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί δέν εἶναι μιά ἀπρόσωπη δύναμη. Ὅποιος βλέπει τό ἄκτιστο Φῶς, χωρίς καμμιά ἀμφιβολία ἀντιλαμβάνεται ὅτι πίσω ἀπό τό Φῶς εἶναι τό Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ, τά τρία Πρόσωπα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τό Φῶς ὑπόσταση. Ἀλλά πηγάζει ἀπό τήν ἐνυπόστατη φύση τοῦ Θεοῦ.
Τό ἄκτιστο Φῶς δέν ὁρᾶται μόνον, ἀλλά αὐτό πρῶτα ὁρᾶ. Δέν ἀκούεται μόνον, ἀλλά αὐτό πρῶτα ἀκούει. Δέν ἐκλέγεται ἀπό τόν ἄνθρωπο, ἀλλά αὐτό πρῶτα ἐκλέγει. Τό ἄκτιστο Φῶς δέν κατέχεται, ἀλλά μετέχεται∙ δέν χειραγωγεῖται, ἀλλά χειραγωγεῖ∙ δέν ἐρευνᾶται, ἀλλά ἐρευνᾶ τά βάθη τοῦ ἀνθρώπου∙ δέν κατασκευάζεται, ἀλλά «φίλους Θεοῦ καί προφῆτες κατασκευάζει».
Γι' αὐτό, κανείς ἐμπαθής, κανείς αὐτόνομος, κανείς ἐπιτήδειος, κανείς φίλαυτος, κανείς φιλάργυρος, κανείς μισάνθρωπος, κανείς ἀλαζόνας δέν μπορεῖ νά ἐκμεταλλευθῆ, νά ἐμπορευθῆ, νά καπηλευθῆ, νά χρησιμοποιήση καθ' οἱονδήποτε τρόπο τό ἄκτιστο Φῶς. Ὁ Θεός ποτέ δέν φωτίζει καί δέν ἐμπιστεύεται τήν αἰώνια καί ἀθάνατη καί ἄπειρη αὐτή δύναμη πού δημιούργησε καί συντηρεῖ τόν κόσμο στά χέρια ἑνός ἐμπαθοῦς. Στά φυσικά πράγματα μπορεῖ ἕνας ἐμπαθής, ἕνας φίλαυτος, ἕνας ρατσιστής, ἕνας ἀκόμη καί παρανοϊκός νά ἀποκτήση, γιά παράδειγμα, πυρηνική ἐνέργεια καί νά τήν χρησιμοποιήση κατά τό δοκοῦν. Ὅμως τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ ποτέ δέν «θά πέση στά χέρια» ὁποιουδήποτε ἐμπόρου, ἐκμεταλλευτοῦ, γόητος, παρανοϊκοῦ, ὁποιουδήποτε ἐμπαθοῦς.
Δέν εἶναι φῶς συγχύσεως, ἀπροσδιοριστίας, ἀσάφειας, ἀταξίας. Δέν εἶναι καί ἔτσι καί ἀλλιῶς. Ἔχει συγκεκριμένα ἀποτέλεσματα-καρπούς-γνωρίσματα-χαρίσματα: Εἶναι Φῶς ἀγάπης, χαρᾶς, εἰρήνης, χρηστότητος, μακροθυμίας, ἀγαθωσύνης, πίστεως, πραότητος, ἐγκράτειας. Δέν εἶναι φῶς τῶν ἀντιθέτων ἀπό αὐτά: «ὁ λέγων ἐν τῷ φωτὶ εἶναι, καὶ τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῶν, ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶν ἕως ἄρτι» (Α΄ Ἰω.). Δέν ἔχει οὐδεμία κηλίδα ἤ σκοτία μέσα του: «Ὁ Θεός φῶς ἐστί καί σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστι οὐδεμία. ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ σκότει περιπατῶμεν, ψευδόμεθα καὶ οὐ ποιοῦμεν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω.).
Τό ἄκτιστο Φῶς δέν ἀναγκάζει, δέν καταπλήττει, δέν βιάζει, δέν πληγώνει. Οἱ μόνες «πληγές» πού προκαλεῖ εἶναι τῆς μετανοίας καί τῆς ἀγάπης.
Δέν παραμένει ἄγνωστο καί ἀπρόσιτο στούς ἀνθρώπους. Γίνεται γνωστό ἐνσυνειδήτως, νοητῶς καί αἰσθητῶς, ἀπό τόν ἄνθρωπο, διά τῆς ἀποκαλύψεως καί τῆς θεώσεως. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά μάθη, νά δῆ, νά βιώση, νά γευθῆ, νά νοήση, νά ἐγκολπωθῆ, νά ἀνακραθῆ, νά φωτισθῆ ἀπό τό ἄκτιστο Φῶς τοῦ Θεοῦ. Ὅταν θέλη κάποιος νά ὁμιλήση περί τοῦ Φωτός, δέν φαντάζεται, οὔτε στοχάζεται, ἀλλά ρωτᾶ ὅσους ἔχουν ἐμπειρική γνώση τοῦ Φωτός καί ἀκολουθεῖ τήν μέθοδο γνώσεώς του, μιά μέθοδο πού μέσα ἀπό τήν ἱστορική πορεία τῆς Ἐκκλησίας ἔχει λάβει τό ὄνομα ἡσυχασμός.
Ἄλλο εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἀκτίστου Φωτός, ἄλλο εἶναι μετοχή στό ἄκτιστο Φῶς. Ἄλλο εἶναι δημουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἄλλο εἶναι ἀναδημιουργία καί ἀναγέννηση. Ὅλοι εἶναι δημιουργήματα τοῦ θείου Φωτός, ἀλλά δέν εἶναι ὅλοι παιδιά, υἱοί καί θυγατέρες τοῦ Φωτός. Καί αὐτό, γιατί ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν ἐλευθερία, μετά τήν ἐκ τοῦ μηδενός δημιουργία του, νά ἑνωθῆ μέ τό Φῶς τοῦ Θεοῦ ἤ νά τό ἀρνηθῆ. Τό Φῶς τοῦ Θεοῦ θά ἀναχωνεύση τά σύμπαντα κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου, θά ἀναστήση τά ἀνθρώπινα σώματα καί θά καταστήση τήν κτίση πνευματική καί ἄφθαρτη.
Ὅποιος ἀναζητᾶ τό Φῶς, ἀπευθύνεται προσωπικά, μέ λόγο προσωπικό, πρός τήν πηγή τοῦ Φωτός: «ποῦ εἶσαι, Φῶς μου;», «τί εἶσαι ἐσύ, τό Φῶς;», «φώτισόν μου τό σκότος». Ὅπως θέλει νά τό δῆ, δέν διανοεῖται, δέν συλλογίζεται, δέν φτιάχνει μηχανές, οὔτε πληρώνει χρήματα, οὔτε συγκεντρώνει κοσμικές δυνάμεις. Γράφει ὁ ἅγιος Σιλουανός: «πολλοί πλούσιοι θά ἔδιναν πολλά χρήματα γιά νά δοῦν τόν Κύριο καί τήν Ἄχραντη Μητέρα Του», μέσα ἐννοεῖται στό Φῶς, «ὅμως ὁ Κύριος δέν φανερώνεται στούς πλουσίους, ἀλλά στούς ταπεινούς καί καθαρούς στήν καρδιά».
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος πού μετέχει τοῦ ἀκτίστου Φωτός κάνη κάποια κίνηση πού λυπεῖ τό Φῶς, τότε τό Φῶς τόν ἐγκαταλείπει καί ὁ ἄνθρωπος αὐτός ζῆ πάλι στό σκοτάδι τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μέσα στό θνητό του σῶμα. Αὐτό φοβοῦνται οἱ ἅγιοι καί αὐτό σημαίνει φόβος Θεοῦ: φόβος μήν χάση ὁ θεόπτης τό Φῶς τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί ἐξαιτίας μιᾶς μικρῆς ἐσωτερικῆς κινήσεώς του.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ὑμνοῦμε τό ἄκτιστο Φῶς, μάλιστα δέ μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῶν Φώτων:
Ἐπεφάνης σήμερον τῇ οἰκουμένῃ, καί τό φῶς σου, Κύριε, ἐσημειώθη ἐφ' ἡμᾶς, ἐν ἐπιγνώσει ὑμνοῦντας σε∙ Ἦλθες ἐφάνης τό Φῶς τό ἀπρόσιτον.
Ἐπεφάνη ὁ Σωτήρ, ἡ χάρις ἡ ἀλήθεια, ἐν ρείθροις τοῦ Ἰορδάνου, καί τούς ἐν σκότει καί σκιᾷ, καθεύδοντας ἐφώτισε∙ καί γάρ ἦλθεν ἐφάνη, τό φῶς τό ἀπρόσιτον.
Φῶς ἐκ φωτός ἔλαμψε τῷ κόσμῳ, Χριστός ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ ἐπιφανείς Θεός∙ τοῦτον λαοί προσκυνήσωμεν.
Τό ἀληθινόν φῶς ἐπεφάνη, καί πᾶσι τόν φωτισμόν δωρεῖται, ...
Οἰ ὀρθόδοξοι Χριστιανοί συμβολίζουμε τό ἄκτιστο Φῶς μέ τό ἄναμμα τῶν κανδηλιῶν, καί αὐτό τό Φῶς δηλώνουμε ὅτι ποθοῦμε μέ τό ἄναμμα τῶν κεριῶν.
Τό ζωγραφίζουμε, στίς Ἐκκλησίες, στίς εἰκόνες, σέ κάθε γωνιά τῆς ζωῆς μας, στά σπίτια μας, πάνω ἀπό τίς κούνιες τῶν παιδιῶν μας. Ἀφοῦ αὐτό εἶναι πού ἀντακλᾶ στίς καρδιές καί τά πρόσωπα τῶν ἁγίων, τῆς Παναγίας, τοῦ Χριστοῦ, καί γι' αὐτό καί τό ζωγραφίζουμε ὀφθαλμοφανῶς μέ τόν φωτοστέφανο πού τούς στεφανώνει. Γιατί αὐτό τό ἄκτιστο Φῶς ὀφθαλμοφανῶς εἶδαν ἁγνά μάτια παιδικά καί «ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι», δηλαδή κατά πάντα φυσικοί συνάνθρωποί μας, πού δέν στραμπούληξαν τήν λογική τους ψάχνοντας νά ἀναθέσουν στήν τυχαιότητα τό θαῦμα τῆς δημιουργίας, ἀλλά ἀναζήτησαν τόν δημιουργό μέσα ἀπό τά δημιουργήματά Του. Καί εἶδαν τόν Δημιουργό μέσα στό Φῶς. Ἡ ἐκκλησιαστική ἁγιογραφία ἀναδεικνύει τό Φῶς πού ἀντανακλᾶ ἀπό τόν Θεό στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, καί ἀπό ἐκεῖ ἀντιφέγγει στό πρόσωπο, τήν κεφαλή του, τό σῶμα του. Ἀναδεικνύει καί τό Φῶς πού ἀντανακλᾶ καί σέ ὅλη τήν κτίση.
Αὐτό τό Φῶς ζητᾶμε νά φωτίζη τήν ζωή μας, αὐτό τό Φῶς ζητᾶμε νά κάψη κάθε ψευδές εἴδωλο πού ταλαιπωρεῖ τήν ψυχή μας. «...Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες ἔβλεπα τό ἑσπερινό φῶς τοῦ ἥλιου καί συγχρόνως ἕνα ἄλλο Φῶς, τό ὁποῖο τρυφερά μέ περιέβαλλε καί ἤρεμα εἰσέδυε στήν καρδιά μου, κάνοντάς με μέ περίεργο τρόπο νά αἰσθάνομαι συμπάθεια καί ἀγάπη πρός τούς ἀνθρώπους πού μέ μεταχειρίζονταν σκληρά. Αἰσθανόμουν ἐπίσης μιά ἀνώδυνη συμπάθεια γιά ὅλα τά ὄντα γενικά. Ὅταν ὁ ἥλιος ἔδυε, ἀποσυρόμουν, ὡς συνήθως, στό κελλί μου... καί τό Φῶς δέν μέ ἄφηνε σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς προσευχῆς» (Γέροντας Σωφρόνιος).
Αὐτό τό Φῶς ζητᾶμε νά συνοδεύη τούς ἀγαπητούς μας καί νά συνοδεύση καί ἐμᾶς μετά τό πέρας τῆς ζωῆς αὐτῆς. «Μέγα Σάββατο, ... τό Φῶς μέ ἐπισκέφθηκε μετά τήν θεία Κοινωνία. Τό αἰσθάνθηκα σάν ἄγγιγμα τῆς θείας αἰωνιότητος στό πνεῦμα μου. Ἱλαρό, γεμᾶτο εἰρήνη καί ἀγάπη, τό Φῶς παρέμεινε μαζί μου τρεῖς ἡμέρες. Διέλυσε τόν γνόφο τῆς ἀνυπαρξίας πού μέ καταπόντιζε. Ἀναστήθηκα. Μέσα μου, μαζί μου ἀναστήθηκε ὅλος ὁ κόσμος. Οἱ λόγοι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου στό τέλος τῆς Πασχαλινῆς λειτουργίας, ἠχοῦσαν μέ συγκλονιστική δύναμη: "Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος". Βασανισμένος μέχρι τότε ἀπό τό φάσμα τοῦ καθολικοῦ θανάτου, αἰσθάνθηκα τώρα ὅτι καί ἡ ψυχή μου ἀναστήθηκε ἐπίσης καί ὅτι δέν ὑπῆρχαν πιά νεκροί...».
Αὐτό τό Φῶς βλέπουν οἱ μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅταν, ἐνῶ τούς βασανίζουν ἀπάνθρωπα, αὐτοί χαίρονται καί λάμπουν, ὅπως, γιά παράδειγμα ὁ μάρτυς Κάρπος, ὁ ὁποῖος τήν ὥρα πού μαστιγωμένο καί γδαρμένο τόν κάρφωναν πάνω στά ξύλα πού θά τόν ἔκαιγαν, αὐτός χαμογέλασε. Καί στό ἐρώτημα τῶν δημίων, γιατί χαμογέλασε, αὐτός ἀπάντησε: «εἶδα τήν δόξα, δηλαδή τό Φῶς, τοῦ Κυρίου καί χάρηκα».
Σεβασμιώτατε, ἀγαπητοί μου,
Ὅλοι ἀναζητᾶμε τήν ἐλπίδα. Ἀλλά γιά τόν ἄνθρωπο πού ἡ αἰωνιότητα δέν ἀποτελεῖ κριτήριο τῶν λόγων του, τῶν πράξεών του, τῆς ζωῆς του, δέν ὑπάρχει καμμιά ἐλπίδα. Γιατί ἁπλούστατα δέν ὑπάρχει τίποτε πού νά ἀντέχη στόν χρόνο. Ἀκόμη καί ἀπό χρυσό νά κατασκευάση κανείς τόν ἄνθρωπο, θά 'ρθη στιγμή πού καί ὁ χρυσός θά ἀναχωνευθῆ. Δέν ὑπάρχει τίποτε σέ ὁποιαδήποτε σφαίρα τοῦ ἐπιστητοῦ, πού νά διεκδικῆ τό ἄχρονο καί ἄκτιστο καί ἄφθαρτο. Γι' αὐτό, καί γιά ὅσους ἀπωθοῦν τήν αἰωνιότητα ἀπό τόν ὁρίζοντά τους, δέν ὑπάρχει καμμιά ἐλπίδα πέρα ἀπό τήν ἐλπίδα –ἀλίμονο, ἄν αὐτό μπορεῖ νά ὀνομασθῆ ἐλπίδα– ὅτι ὁ θάνατος θά σβήση τήν συνειδητότητά τους. Γιά τόν ἄνθρωπο, τόν φιλοσοφημένο, τόν πονεμένο, τόν διψασμένο, τόν ψαγμένο, τόν φίλο τῶν λόγων, πού ἡ αἰωνιότητα ἀποτελεῖ μελέτη του, κριτήριο καί μέτρο τῆς ζωῆς του, ἡ ἀδιάσειστη ἐλπίδα εἶναι αὐτή:
Τό ἄκτιστο ἐνυπόστατο θεῖο Φῶς, τό ὁποῖο δέν προχέεται μόνον ἀπό τήν ἀπρόσιτη φύση τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀλλά καί ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι τό μόνο ὑλικό, φυσικό σῶμα, πού πηγάζει, ὄχι ἁπλῶς ἀντανακλᾶ, ἀλλά πηγάζει τό ἄκτιστο Φῶς. Αὐτό εἶναι τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό εἶναι ἡ ζωή τῶν ὀρθοδόξων Χριστιανῶν.
Ἀπό τό μαστιγωμένο, καρφωμένο, λογχευμένο Σῶμα Του πηγάζει τό ἀδημιούργητο, ἄχρονο, ἀθάνατο, ἄκτιστο Φῶς: «ἐγὼ φῶς εἰς τόν κόσμον ἐλήλυθα, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ἐν τῇ σκοτίᾳ μὴ μείνῃ». Καί αὐτό τό Σῶμα ἀγγίζουμε μέ τά Μυστήρια, μέ τήν ἄσκηση, μέ τήν προσευχή, μέ τήν ἐπίκληση, μέ τήν πονεμένη καρδιά, μέ τήν ἄρνηση τῆς ἰδιοτέλειας, μέ τήν θυσιαστική βιοτή.
Ὅλα ὅμως αὐτά κανείς φιλόλογος –ἀκόμη καί ἄν ἐκ γενετῆς γνώριζε ἄριστα καί τήν ὁμηρική καί τήν ἀττική διάλεκτο– δέν θά μποροῦσε νά τά περιγράψη ποτέ σέ ὁποιονδήποτε. Αὐτά γίνονται ἐμπειρικά ἀντιληπτά ἀπό τούς ἀνιδιοτελεῖς ἀναζητητές τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων πού εἶδαν τό Φῶς οἱ λόγοι –εἴτε εἶναι ἁπλοί, ὅπως τῶν ἁλιέων, εἴτε καλλιεπεῖς, ὅπως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου πού ἔγραφε ποιήματα στήν ὁμηρική– αὐτοί οἱ λόγοι ἑλκύουν τήν ψυχή πρός τήν τελείωση∙ σ' αὐτούς τούς λόγους ἀδολεσχεῖ ὁ θεολόγος, ὄχι μέ τήν ἀκαδημαϊκή ἔννοια, καί δέν ἐπιθυμεῖ νά ἀκούη τίποτε ἐφήμερο καί ἀνάξιο τῆς αἰωνιότητας. Καί ἐμεῖς οἱ ἀμύητοι –καί στόν λόγο καί στό Φῶς– μόνον νουθετούμαστε καί διδασκόμαστε. Καί ὡς μαθητές σήμερα παρουσιάσαμε τήν ἀτελῆ καί κολοβή αὐτή εἰσήγησή μας, ἐλπίζοντας ἡ προσοχή σας νά ἑλκύστηκε ἀπό τό ἄκτιστο Φῶς καί ὄχι ἀπό τόν ἄπλαστο λόγο μας.
Εὐχαριστῶ.
- Προβολές: 2199