Skip to main content

Συνοπτική Ἐκκλησιαστική ἱστορία τῆς Ναυπάκτου

᾿Αρχιμανδρίτου Εἰρηναίου Κουτσογιάννη, ῾Ιεροκήρυκος

῾Η διάδοσις καί ἡ ἐπικράτησις τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Ναύπακτο καί γενικότερα στήν Αἰτωλοακαρνανία, δέν μπορεῖ νά στηριχθῆ σέ ἀσφαλεῖς πηγές καί εἰδήσεις. ῞Οπως εἶναι γνωστόν ἡ διάδοσις τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Ἑλλάδα ὀφείλεται κυρίως στόν Ἀπόστολο τῶν ᾿Εθνῶν Παῦλο καί τούς συνεργάτες του (Τιμόθεο, Τίτο κ.ἄ.), ἀλλά καί στό κήρυγμα ἄλλων Ἀποστόλων, εἴτε ἀπό τόν κύκλο τῶν Δώδεκα, εἴτε ἀπό τόν εὐρύτερο τῶν ἑβδομήκοντα, ὅπως τοῦ Πρωτοκλήτου Ἀνδρέα, τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, τοῦ Ἡρωδίωνος, τοῦ Ρούφου, τοῦ Ἰάσονος καί τοῦ Σωσιπάτρου.

Εἶναι πολύ πιθανόν τό Εὐαγγέλιο νά κηρύχθηκε στήν Αἰτωλοακαρνανία ἀπό τήν Ἀχαΐα, ὅπου κήρυξε ὁ Ἀπόστολος ᾿Ανδρέας. Ἄλλωστε ἡ Ἀχαΐα περιελάμβανε ὡς Ρωμαϊκή ἐπαρχία τήν σημερινή Αἰτωλοακαρνανία. ᾿Αλλά καί ἀπό τήν Νικόπολη τῆς Ἠπείρου, ὅπου ἔφθασε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἦταν εὔκολη ἡ διάδοσις τοῦ χριστιανισμοῦ στήν γειτονική Ἀκαρνανία, καθώς ἐπίσης καί ἀπό τήν Ἐκκλησία τῶν Νέων Πατρῶν (Ὑπάτη Φθιώτιδος) ἡ ὁποία ἀπετέλεσε τήν πρώτη χριστιανική ἑστία τῆς κεντρικῆς ῾Ελλάδος καί ὁ μάρτυρας ἐπίσκοπός της Ἡρωδίων ἀνῆκε στούς ἑβδομήκοντα Ἀποστόλους.

1. ᾿Επισκοπή Ναυπάκτου

Στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.) δέν ἀναφέρεται ὅτι ἔλαβε μέρος ἐπίσκοπος Ναυπάκτου, χωρίς αὐτό νά σημαίνη τήν μή ὕπαρξη ἐπισκοπῆς στή Ναύπακτο. Κατά τόν Θεοδώρητο, στήν Σύνοδο τῆς Νικαίας ἔλαβαν μέρος «ὅσοι τῆς ὁδοιπορίας τόν πόνον ἐνεγκεῖν ἠδυνήθησαν». Πάντως ἕδρα ἐπισκοπῆς στήν Ναύπακτο μαρτυρεῖται ἐπίσημα ἀπό τά μέσα τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνος μέ πρῶτο ἐπίσκοπο τόν Μαρτύριο, ὁ ὁποῖος τό 343 μ.Χ. ἔλαβε μέρος στήν Σύνοδο τῆς Σαρδικῆς-Σόφιας. Ἀπό τό 395 μ.Χ. (ἐπί αὐτοκράτορος Θεοδοσίου) ἡ Ναύπακτος ὡς ἐπισκοπή καί ἡ Αἰτωλία, μαζί μέ τά Σάλωνα (Ἄμφισσα) καί τούς Δελφούς - σύμφωνα μέ τόν Συνέκδημο τοῦ Ἱεροκλέους - ἀνῆκε στήν ἐκκλησιαστική ἐπαρχία Ἀχαΐας, ὑπό τόν μητροπολίτη Κορίνθου. ῾Ο ἐπίσκοπος Ναυπάκτου ἐμφανίζεται νά φέρη τόν τίτλο «ἔξαρχος πάσης Αἰτωλίας» καί νά βρίσκεται σέ ἐπιφανέστερη θέση ἔναντι τῶν ὑπολοίπων ἐπισκοπῶν τῆς περιοχῆς καί ἰδιαιτέρως ἀπό τόν 6ο αἰῶνα καί μετά. Τήν ἴδια περίοδο (πρωτοβυζαντινή ἐποχή, 284-717 μ.Χ.) ἡ Ἀκαρνανία ἀνῆκε στήν ἐκκλησιαστική ἐπαρχία Παλαιᾶς Ἠπείρου ὑπό τόν μητροπολίτη Νικοπόλεως. Πάντως σύμφωνα μέ διάφορες ἱστορικές πηγές ἡ εὐρύτερη περιοχή τῆς Ναυπάκτου, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλες οἱ περιοχές τῆς Ἑλληνικῆς χερσονήσου, ὑπαγόταν ἐκκλησιαστικά στό Βικαριάτο τοῦ Ἰλλυρικοῦ, ὑπό τόν ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης. Τό Βικαριάτο τοῦ Ἰλλυρικοῦ ἀνῆκε ἀρχικά στήν δικαιοδοσία τοῦ Πάπα Ρώμης καί ἀπό τό 731-2 καί μετά, στήν δικαιοδοσία τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ἄλλοι γνωστοί ἱεράρχες τῆς ἐπισκοπῆς Ναυπάκτου, εἶναι ὁ «Καλλικράτης ἐπίσκοπος πόλεως Ναυπάκτου», ὁ ὁποῖος συμμετεῖχε στήν Γ´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ἐφέσου τό 431 μ. Χ. καί ὁ «Εἰρηναῖος ἐπίσκοπος πόλεως Ναυπάκτου», ὁ ὁποῖος συμμετεῖχε στήν Δ´ Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Χαλκηδόνος τό 451 μ. Χ.. Στίς Συνόδους τοῦ 869-870 καί 879-80 στήν Κωνσταντινούπολη γιά τήν καταδίκη καί ἀποκατάσταση τοῦ Μεγάλου Φωτίου, πῆρε μέρος ὁ «᾿Αντώνιος ἐπίσκοπος Ναυπάκτου».

2. Μητρόπολις Ναυπάκτου

Μέχρι τό 731 μ.Χ. στήν κυρίως ῾Ελλάδα ὑπῆρχαν οἱ ἑξῆς μητροπόλεις:

1) ῾Η Θεσσαλονίκης, 2) ἡ Νικοπόλεως (Παλ. Ἠπείρου), 3) ἡ Δυρραχίου (Νέας Ἠπείρου), 4) ἡ Λαρίσης (τῆς Θεσσαλίας), 5) ἡ Κορίνθου (στήν ὁποία ὑπαγόταν ἡ ἐπισκοπή Ναυπάκτου) καί 6) ἡ Κρήτης. Στά τέλη τοῦ 9ου αἰῶνος παρατηρεῖται μεγάλη παρακμή τῆς Νικοπόλεως, ἡ ὁποία μέχρι τότε ἦταν ἕδρα διοικήσεως τοῦ ὁμωνύμου θέματος, μέ ἀποτέλεσμα ἡ ἕδρα αὐτή νά μεταφερθῆ νοτιότερα στό ἀσφαλές φρούριο τῆς Ναυπάκτου. Αὐτό ὅμως εἶχε σάν συνέπεια καί τήν ἀπόσπαση τῆς ἐπισκοπῆς Ναυπάκτου ἀπό τόν μητροπολίτη Κορίνθου καί τήν ἀνύψωσή της σέ μητρόπολη Παλαιᾶς Ἠπείρου, μεταξύ τῶν ἐτῶν 896-900.

῾Η μητρόπολις Ναυπάκτου πού περιελάμβανε τήν Παλαιά Ἤπειρο καί τήν Δυτική Στερεά ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 10ου αἰῶνος, ἀναφέρεται μέ διάφορες ὀνομασίες ὅπως, «ὁ Ναυπάκτου Νικοπόλεως», «ὁ Ναυπάκτου πάσης Αἰτωλίας» κ.λ.π. ᾿Επίσης ἡ θέση της στήν σειρά τῶν μητροπόλεων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, δέν ἦταν σταθερή, ἀλλά ἄλλαζε ἀπό ἐποχή σέ ἐποχή. Πάντως στά «Τακτικά» τοῦ Λέοντος ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ (886-912), τοῦ Πατριάρχου Νικολάου Μυστικοῦ (901-907) καί τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου (912-959), ἡ μητρόπολις Ναυπάκτου κατεῖχε τήν 35η θέση καί ἡγεῖτο ὁλοκλήρου τῆς Δυτικῆς Ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος. Σ᾿ αὐτήν ὑπάγονταν ἐννέα ἐπισκοπές, ἀπό τίς ὁποῖες οἱ τρεῖς ἦταν νέες καί καταλάμβαναν μάλιστα τίς τρεῖς πρῶτες θέσεις, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιπες ἕξι προϋπῆρχαν καί ὑπάγονταν στήν μητρόπολη Νικοπόλεως. Οἱ ἐννέα αὐτές ἐπισκοπές κατά σειρά εἶναι οἱ ἑξῆς:

α) Ἐπισκοπή Βονδίτζης. Κατεῖχε τήν πρώτη θέση ἀνάμεσα στίς ἐπισκοπές τῆς μητροπόλεως Ναυπάκτου καί πρόκειται γιά τήν ἐπισκοπή Βονίτσης Ἀκαρνανίας, ἡ ὁποία ἀναγράφεται καί ὡς ἐπισκοπή Βομίτζης, Βοντίτζης καί Βουνδίτζης. Γνωστοί ἐπίσκοποι εἶναι ὁ Γεώργιος (πρίν τό 1218), ὁ Νικόλαος (1218-1227), ὁ Ἰωάννης (1227) καί ἀργότερα ὁ Δαβίδ (1665), ἐνῶ μνημονεύονται καί δύο ἀνώνυμοι ἐπίσκοποι.

β) Ἐπισκοπή Ἀετοῦ. Κατεῖχε τήν δεύτερη θέση μέ ἕδρα τόν Ἀετό Ἀκαρνανίας καί ἀπό τόν 16ο αἰῶνα καί ὕστερα ἀναφέρεται ὡς ἐπισκοπή Ἀετοῦ καί Ἀγγελοκάστρου. Γνωστοί ἐπίσκοποι εἶναι ὁ Νικόδημος (1229), ὁ Διονύσιος (1592), ὁ Ἰωάσαφ (1587), ὁ Μᾶρκος (17ος αἰ.), ὁ Ἀντώνιος (1665) καί ἕνας ἀνώνυμος πού ἴσως ταυτίζεται μέ τόν Διονύσιο.

γ) Ἐπισκοπή Ἀχελώου. Κατεῖχε τήν τρίτη θέση καί οἱ μελετητές προτείνουν διάφορες θέσεις γιά τήν ὁμώνυμη πόλη, πού ἦταν ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς. Πάντως ἀπό τά μέσα τοῦ 17ου αἰῶνος ἡ ἕδρα μεταφέρθηκε στό Ἀγγελόκαστρο, καί ὁ ἐπίσκοπος ἔφερε πλέον τόν τίτλο Ἀχελώου-Ἀγγελοκάστρου. Μνημονεύονται πέντε ἐπώνυμοι ἐπίσκοποι, ὁ Ἰωακείμ (533), ὁ Ἰωάννης (1220), ὁ Εὐστάθιος (1222), ὁ Ἰωάσαφ (1587) καί ὁ Ἀντώνιος (1665), ἐνῶ τό 1370 ὑπάρχει ἀναφορά σέ ἀνώνυμο ἐπίσκοπο Ἀχελώου. ῾Η ἐπισκοπή Ἀχελώου, ὅπως καί οἱ προηγούμενες ἐπισκοπές Ἀετοῦ καί Βονδίτζης, μνημονεύονται γιά τελευταία φορά τό 1708, σέ γράμμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυπριανοῦ (1708-1709) καί (1713-1714).

δ) ᾿Επισκοπή Ρωγῶν. ῾Η ἐπισκοπή αὐτή εἶχε ἕδρα τήν πόλη Ρωγοί ἤ Ἀρωγοί πού ἦταν κτισμένη στίς ὄχθες τοῦ Λούρου ποταμοῦ (νομός Πρεβέζης). Ἀργότερα μέ τήν ἐπισκοπή αὐτή ἑνώθηκε ἡ ἐπισκοπή Κοζύλης καί ὁ ἐπίσκοπός της ἔφερε τόν τίτλο Ρωγῶν καί Κοζύλης. Γνωστοί ἐπίσκοποι εἶναι ὁ Δωρόθεος (1590-1601), ὁ Ἰωάσαφ (1645), ὁ Παρθένιος (1720) καί ὁ Δανιήλ (1792).

ε) Ἐπισκοπή Ἰωαννίνων. ῾Η ἐπισκοπή Ἰωαννίνων ἀντικατέστησε τήν ἐπισκοπή Δωδώνης, ἡ ὁποία εἶχε καταστραφῆ τό 550 μ.Χ. ἀπό τούς Γότθους. Τό 1285, ἐπί Ἀνδρονίκου Παλαιολόγου, ἀνυψώθηκε σέ μητρόπολη ἔχοντας στήν δικαιοδοσία της τίς ἐπισκοπές Κερκύρας, Βουθρωτοῦ, Βελλᾶς, Δρυϊνουπόλεως καί Χειμάρρας. Ἱεράρχες τῆς ἐπισκοπῆς Ἰωαννίνων μνημονεύονται ὁ Ζαχαρίας, ὁ ὁποῖος πῆρε μέρος τό 879 στήν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Νεόφυτος (1226) καί ὁ Ἰωάννης (1230).

στ) Ἐπισκοπή Φωτικῆς ἤ Φωτίκης. Πρόκειται γιά τήν ἐπισκοπή Βελλᾶς, ἀφοῦ ἡ κώμη Βελλᾶ, κοντά στόν ποταμό Καλαμᾶ, ταυτίζεται μέ τήν ἐρειπωμένη ἀρχαία πόλη τῆς Ἠπείρου Φωτική ἤ Φωτίκη. Γιά τό χρονικό διάστημα πού ὑπαγόταν στήν μητρόπολη Ναυπάκτου γνωρίζουμε τούς ἐπισκόπους Κωνσταντῖνο (1226), Μανουήλ (1227) καί Λέοντα (1229).

ζ) Ἐπισκοπή Ἀδριανουπόλεως (Δρυϊνουπόλεως). Παλαιά ἐπισκοπή τῆς Βορείου Ἠπείρου, ὑπαγόταν ἀρχικά καί ἀπό τόν 5ο αἰῶνα στήν μητρόπολη Νικοπόλεως, μέ γνωστούς ἐπισκόπους τούς: Εὐτύχιο (451), Ὑπάτιο (ἀρχές 6ου αἰ.), Κωνσταντῖνο (523) καί Κοσμᾶ (787) καί μετά στήν μητρόπολη Ναυπάκτου, μέ γνωστό ἐπίσκοπο τόν Θωμᾶ (1219-1229). Τόν 11ο αἰῶνα ὑπαγόταν στήν ἀρχιεπισκοπή Ἀχρίδος καί ἀπό τό 1285 καί μετά στήν μητρόπολη Ἰωαννίνων, ἐνῶ ἡ ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς ἀργότερα μεταφέρθηκε ἀπό τήν Δρυϊνούπολη στό Ἀργυρόκαστρο.

η) Ἐπισκοπή Βουθρωτοῦ. ῞Εδρα τῆς ἐπισκοπῆς ἦταν ἡ ἀρχαία πόλη Βουθρωτό, κτισμένη στά δυτικά παράλια τῆς Ἠπείρου, ἀπέναντι ἀπό τήν Β.Α. παραλία τῆς Κέρκυρας. Μνημονεύονται οἱ ἐπίσκοποι Στέφανος (458), Εὐθύμιος (516), Ματθαῖος (523) καί Δημήτριος (1229).

θ) Ἐπισκοπή Χειμάρρας. ῾Η ἐπισκοπή αὐτή τῆς Β. Ἠπείρου ὑπήχθη στήν δικαιοδοσία τῆς μητροπόλεως Ναυπάκτου ἀπό τά τέλη τοῦ 10ου αἰῶνος. Γνωστοί ἐπίσκοποι εἶναι ὁ Γεώργιος (περί τό 1225) καί ἕνας ἀνώνυμος τῆς ἴδιας περιόδου.


Ἀργότερα ὑπήχθησαν στήν μητρόπολη Ναυπάκτου καί οἱ ἑξῆς ἐπισκοπές:

ι) Ἐπισκοπή Ἄρτης. Ἱδρύθηκε περί τά μέσα τοῦ 12ου αἰῶνος καί γνωστοί ἐπίσκοποί της εἶναι: ὁ Βασίλειος (1156), Ἀνώνυμος (τέλη 12ου αἰ.), Κωνσταντῖνος (1222) καί Ἰωάννης (1223).

ια) Ἐπισκοπή Κοζύλης. Ἀπό τήν ἵδρυσή της μέχρι τό 1020 καί ἀπό τό 1050 περίπου μέχρι τό 1285, ἡ ἐπισκοπή αὐτή ὑπαγόταν στόν Ναυπάκτου.  

Ὡς ἕδρα μητροπόλεως ἡ Ναύπακτος γνώρισε μεγάλη ἐκκλησιαστική ἀκμή καί αἴγλη. Ἀπό τόν 10ο αἰῶνα χρησιμοποιήθηκε σάν ἐπίσημο λιμάνι τῆς αὐτοκρατορίας γιά τήν ἐπικοινωνία της μέ τή Δύση καί συνδεόταν ὁδικῶς μέ τήν Κωνσταντινούπολη.

Τό 1026 ἀναφέρεται «ἀνώνυμος» ἐπίσκοπος Ναυπάκτου, ὁ ὁποῖος ἔλαβε μέρος σέ ἐξέγερση τοῦ λαοῦ τῆς Ναυπάκτου, ἐξ αἰτίας τῆς δυσβάστακτης φορολογίας, διαπομπεύθηκε δημόσια καί τυφλώθηκε. Τό 1156 ὁ Ναυπάκτου Βασίλειος ἔλαβε μέρος στήν Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπί αὐτοκράτορος Μανουήλ Κομνηνοῦ. Λίγο ἀργότερα (1172) γίνεται λόγος γιά τόν «Λέοντα τόν Σεμνόν Ναυπάκτου θυηπόλον». Τήν περίοδο αὐτή ἐποίμαναν τήν μητρόπολη Ναυπάκτου σπουδαῖοι καί ἐπιφανεῖς ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες, ὅπως ὁ λόγιος Κωνσταντῖνος Μανασσῆς (1175;-1187;), ὁ Ἀνδρέας Τζίρος (1187;-1199;), ὁ πολύς Ἰωάννης Ἀπόκαυκος (1199-1232), σπουδαία ἐκκλησιαστική προσωπικότητα καί ὁ Ἰωάννης Ξηρός (1236-1272;).

3. Μητρόπολις Ναυπάκτου καί Ἄρτης

Ὁ αὐτοκράτορας Ἀνδρόνικος Β´ Παλαιολόγος (1282-1328) ἀνύψωσε τήν μέχρι τότε ἐπισκοπή Ἰωαννίνων σέ μητρόπολι, κάτι πού ἐπικυρώθηκε τό 1318-19 καί μέ Συνοδική πράξι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Στήν δικαιοδοσία τῆς νέας μητροπόλεως, πού κατέλαβε τήν 53η θέσι περιῆλθαν οἱ ἐπισκοπές Παραμυθίας, Βελλᾶς, Δρυϊνουπόλεως καί Χειμάρρας, οἱ ὁποῖες ἀποσπάσθηκαν ἀπό τήν μητρόπολι Ναυπάκτου. ῾Η προαγωγή τῆς ἐπισκοπῆς Ἰωαννίνων σέ μητρόπολι εἶχε ἄμεση σχέσι μέ τήν κατάληψι τῆς Ναυπάκτου τό 1294 ἀπό τούς ᾿Ιταλούς, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἀπό τό 1307 ἐγκατέστησαν στήν πόλι Λατῖνο ἀρχιεπίσκοπο. ῎Ετσι ὁ ᾿Ανδρόνικος Β´ Παλαιολόγος, ἀνύψωσε τά ᾿Ιωάννινα σέ μητρόπολι, «ἵνα τό τῆς ἀποσπασθείσης μητροπόλεως ἐν αὐτῇ διασώζοιτο καί διατηροῖτο σχῆμα... τοῦτο δέ ἵνα καί αἱ ὑπ᾿ αὐτήν οὖσαι ἐπισκοπαί ὑπό μίαν μητρόπολιν ὡσανεί μητέρα ἤ κεφαλήν τάττοιντο».

῾Η ἐγκατάστασις Λατίνου ἐπισκόπου στή Ναύπακτο ἔκανε προβληματική τήν παραμονή τοῦ οἰκείου μητροπολίτου στήν ἕδρα του. ᾿Από τό 1307 μέχρι τό 1365 χειροτονήθηκαν τρεῖς μητροπολίτες Ναυπάκτου, ἀπό τούς ὁποίους οἱ δύο ἀναγκάσθηκαν νά ἐγκαταλείψουν τήν ἕδρα τους, ἐνῶ ὁ τρίτος δέν ἔφθασε σ᾿ αὐτήν. Τό 1365 χειροτονήθηκε μητροπολίτης ᾿Ιωαννίνων ὁ Σεβαστιανός καί ἡ Σύνοδος τῆς Κωνσταντινουπόλεως «...διέγνω καί κατεπράξατο, ὡς ἄν ἡ ...μητρόπολις (αὐτοῦ), τά Ἰωάννινα, ἐπέχῃ τόν τόπον τῆς Ναυπάκτου, καί πᾶσαι αἱ τελοῦσαι ἐπισκοπαί, τελῶσιν ὑπό τά Ἰωάννινα, αἵ τε ὑπό τήν Ναύπακτον καί αἱ ὑπό τά Ἰωάννινα, μέχρις ἄν ἡ τοιαύτη Ναύπακτος ὑπό τῶν Λατίνων κατέχηται...».

Τό 1367 ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου Ματθαῖος, καθορίζεται ὅτι «ὀφείλει ἔχειν τήν αὐτοῦ καθέδραν ἐπί τῆς ὑπ᾿ αὐτόν ἁγιωτάτης ἐπισκοπῆς τῆς ἐν Ἀκαρνανίᾳ Ἄρτης». Ἄν καί ἡ ἐγκατάστασις τοῦ Ναυπάκτου στήν Ἄρτα ἦταν προσωρινή, ἔκτοτε ἡ ἐπισκοπή Ἄρτης ἔμεινε χωρίς ἐπίσκοπο καί οὐσιαστικά ταυτίσθηκε μέ τήν μητρόπολι Ναυπάκτου. ῾Ο μητροπολίτης διετήρησε τόν τίτλο του (Ναυπάκτου) γιά πολλά χρόνια καί μόλις τό 1507 ὁ μητροπολίτης Ναυπάκτου Εὐθύμιος, ἀποκτᾶ τόν σύνθετο τίτλο «Ναυπάκτου καί Ἄρτης», ὁ ὁποῖος τίτλος διατηρήθηκε σέ ὅλους τούς μετέπειτα μητροπολίτες, μέχρι τήν Ἐθνεγερσία τοῦ 1821.

Μητροπολίτες Ναυπάκτου καί Ἄρτης διετέλεσαν κατά καιρούς ἐξέχουσες προσωπικότητες μέ πλούσιο συγγραφικό ἔργο, ὅπως ὁ Ἅγιος Δαμασκηνός Στουδίτης (1574-1577) ὁ συγγραφέας τοῦ γνωστοῦ βιβλίου «Θησαυρός», ὁ φιλόσοφος Θεόφιλος Κορυδαλλεύς (1640-1641), ὁ ἱστορικός καί γεωγράφος Μελέτιος Μήτρου (1691-1696), ὁ Νεόφυτος Μαυρομμάτης (1703-1722), ὁ Ἰγνάτιος ὁ μετέπειτα Οὐγγροβλαχίας (1794-1805) καί ἄλλοι.

4. Μητρόπολις Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας

Στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας ἡ μητρόπολις Ναυπάκτου καί Ἄρτης διχοτομήθηκε, ἐφ᾿ ὅσον ἡ Ναύπακτος καί ὁλόκληρη ἡ Αἰτωλοακαρνανία συμπεριελήφθη στό ἐλεύθερο Ἑλληνικό Κράτος. ῾Η μητρόπολις Ἄρτης διετήρησε ὑπό τήν δικαιοδοσία της τά τμήματα πού τελοῦσαν ἀκόμη ὑπό τόν Τουρκικό ζυγό.

Μετά τήν ἵδρυσι τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους μέ διάταγμα τοῦ 1833 ἡ ἐπαρχία Ναυπακτίας καί οἱ ἐπαρχίες Ἀκαρνανίας, Μεσολογγίου καί Ἀγρινίου ἀπετέλεσαν τήν «᾿Επισκοπή Ἀκαρνανίας καί Αἰτωλίας» μέ ἕδρα τό Μεσολόγγι. Τήν ἐπισκοπή αὐτή ἐποίμαναν «ὁ μέχρι τοῦδε Ναυπάκτου καί Μεσολογγίου Σ. Μητροπολίτης» καί πρώην Ναυπάκτου καί Ἄρτης Πορφύριος (1833-1838) καί ὁ Ἱερόθεος (1841-1847), ἐνῶ ἡ διοίκησις τῆς ἐπισκοπῆς στό διάστημα 1847-1852 ἀνατέθηκε σέ ἐπισκοπική ἐπιτροπή.

Τό 1852 διά τοῦ Σ´ Νόμου ἡ Ναυπακτία ἀπεκόπη ἀπό τήν ἐπισκοπή Ἀκαρνανίας καί Αἰτωλίας καί μαζί μέ τήν Εὐρυτανία ἀπετέλεσαν ξεχωριστή ἐπισκοπή. ῾Ο σχετικός νόμος ὅριζε ὡς ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς τό Καρπενήσι, ἡ Ἱερά Σύνοδος ὅμως στίς 12 ᾿Ιουλίου 1852 πρότεινε, «ὅπως ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας εἶναι ἡ Ναύπακτος» καί λίγο ἀργότερα (30 Σεπτεμβρίου τοῦ ἰδίου ἔτους), ὑπέδειξε ὅπως ἡ μέν Ναύπακτος εἶναι χειμερινή ἕδρα, τό δέ Καρπενήσι θερινή.

Μέ τόν ΒΧΔ´ Νόμο τοῦ 1899 ἡ Ναυπακτία προσαρτήθηκε πάλι στήν ἐπισκοπή Ἀκαρνανίας, ἡ δέ Εὐρυτανία ἀπετέλεσε ξεχωριστή ἐπισκοπή μέ ἕδρα τό Καρπενήσι καί μέ ἐπίσκοπο τόν Σεραφείμ Δομβοΐτη πού ἐκλέχθηκε τό 1901. Τό 1909 ὅμως μετά ἀπό νέα διαίρεσι τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους, τροποποιήθηκαν καί τά ὅρια μερικῶν ἐπισκοπῶν. ῾Η Ἱερά Σύνοδος γιά ἱστορικούς λόγους καί γιά τόν λόγο ὅτι ἡ ἐπισκοπή Ἀκαρνανίας κατελάμβανε τεράστια ἔκτασι καί παρουσίαζε διοικητικά προβλήματα, ἀπεφάνθη «...ὑπέρ τῆς ἐπανακτήσεως τῆς Ἐπισκοπῆς Εὐρυτανίας» τῆς, πρό τοῦ 1899, δικαιοδοσίας αὐτῆς ἐπί τῆς ἐπαρχίας Ναυπακτίας μεθ᾿ ἧς οὕτω συναπαρτισθήσεται ἡ πάλαι Ἐπισκοπή Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας. Ἔτσι ἀπό τίς 26-5-1910 ὁ Σεραφείμ εἶναι ἐπίσκοπος Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας.

Τό 1923 ἡ ἐπισκοπή Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας, ὀνομάστηκε διά νόμου μητρόπολις (ὅπως ἄλλωστε καί ὅλες οἱ ἐπισκοπές τῆς Ἑλλάδος) ἐνῶ μέ τό βασιλικό διάταγμα τῆς 3ης ᾿Ιανουαρίου 1923 νόμιμη ἕδρα τῆς μητροπόλεως ὁρίσθηκε ἡ Ναύπακτος.

Στήν ΙΕ´ συνεδρία τῆς 21ης Ὀκτωβρίου 1931 τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφασίστηκε ἡ κατάργησις καί ἡ συγχώνευσις τῆς μητροπόλεως Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας σέ γειτονικές μητροπόλεις. Σύμφωνα μέ τήν ἀπόφασι αὐτή, «Εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας συγχωνεύονται οἱ τέως δῆμοι Ἀρακυνθίων, Εὐρυτανίας, Παρακαμπυλίων, Ἀγραίων καί Ἀπεραντίνων. Εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Φαναρίου καί Θεσσαλιώτιδος οἱ τέως δῆμοι Ἀγράφων καί Δολόπων. Εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Φωκίδος συγχωνεύεται ἡ ἐπαρχία Ναυπακτίας καί εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Φθιώτιδος ὁ τέως δῆμος Κτημεντίων».

῾Η διαίρεσις ὅμως αὐτή, ἡ ὁποία στηρίχθηκε σέ ἔκθεσι ἐπιτροπῆς Ἀρχιερέων, δέν πραγματοποιήθηκε, διότι στή συνεδρία τῆς 10ης Σεπτεμβρίου 1932 τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος, ὁ μητροπολίτης Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας Ἀμβρόσιος (Νικολαΐδης) μετατιθέμενος στήν μητρόπολι Φθιώτιδος, ὑπέδειξε νέα διαίρεσι τῆς ὑπό διάλυσι μητροπόλεως Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας, σύμφωνα μέ τήν ὁποία: «1) ῾Η ἐπαρχία Ναυπακτίας μετά τῶν τέως δήμων Παρακαμπυλίων καί Ἀπεραντίων καί τῶν ἐνοριῶν Ἐπισκοπῆς, Παλαιοχωρακίου, Τριποτάμου καί τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τατάρνης, τοῦ τέως δήμου Ἀγραίων τῆς ἐπαρχίας Εὐρυτανίας ὑπάγονται εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας. 2) Οἱ τέως δῆμοι Καρπενησίων, Εὐρυτάνων, Ἀρακυνθίων, Ἀγραίων (πλήν τῶν ἐνοριῶν Ἐπισκοπῆς, Παλαιοχωρακίου, καί Τριποτάμου μετά τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τατάρνης, ὑπαγομένων εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Αἰτωλίας καί Ἀκαρνανίας) ὡς καί ὁ δῆμος Κτημεντίων, ὑπάγονται εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Φθιώτιδος, καί 3) Οἱ τέως δῆμοι Δολόπων καί Ἀγράφων ὑπάγονται εἰς τήν Ἱεράν Μητρόπολιν Φαναρίου καί Θεσσαλιώτιδος».

῾Η κατάργησις τῆς μητροπόλεως Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας ἦταν προσωρινή, ἀφοῦ στήν συνεδρία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας στίς 9 Ὀκτωβρίου 1933 ἀνασυστήθηκε μέ τόν ἴδιο τίτλο καί μέ τά ἴδια ὅρια πού εἶχε καί ἡ διοίκησίς της ἀνατέθηκε σέ τοποτηρητή μέχρι τόν Μάρτιο τοῦ 1936, ὁπότε ἐξελέγη μητροπολίτης ὁ Γερμανός Γκούμας. ῾Η μητρόπολις Ναυπακτίας καί Εὐρυτανίας διατηρήθηκε μέχρι τό 1978, ὁπότε καταργήθηκε καί πάλι. ῾Η Εὐρυτανία ἀπετέλεσε τήν μητρόπολι Καρπενησίου καί ἡ Ναυπακτία μέ τόν τέως δῆμο Παρακαμπυλίων τῆς ἐπαρχίας Τριχωνίδος τήν μητρόπολι Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου.

5. Ἐπισκοπή Λιδωρικίου

Τό βόρειο ὀρεινό τμῆμα τῆς σημερινῆς ἐπαρχίας Ναυπακτίας (Κράβαρα), δέν ἀνῆκε ἐκκλησιαστικά στήν κοντινή μητρόπολι Ναυπάκτου, ἀλλά ἄγνωστο ἀπό ποιά ἐποχή ὑπαγόταν στήν ἐπισκοπή Λιδωρικίου, ἡ ὁποία μέ τή σειρά της ὑπαγόταν στήν μακρινή μητρόπολι Λαρίσης.

Δέν εἶναι σίγουρο βέβαια, ἄν ὅλα τά Κράβαρα ὑπάγονταν στήν ἐπισκοπή Λιδωρικίου. Σέ Πατριαρχικό σιγίλλιο (1749) γιά τό μοναστήρι τῆς Παναγίας Ἀμπελακιωτίσσης ἀναφέρεται· «...Ἵνα τό εὐρημένον κατά τήν ἐπισκοπήν Λοιροδικίου ἐν τῷ βιλαγετίῳ τοῦ Κραβάρου πλησίον τοῦ χωρίου Κοζίτσας κείμενον, ἱερόν καί σεβάσμιον μοναστήριον τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου τῆς Μεταστάσεως τό ἐπικεκλημένον τῆς Ἀμπελακιωτίσσης, μετά πάντων τῶν προσόντων κτημάτων τε, καί πραγμάτων, ὑποστατικῶν, καί ἀφιερωμάτων τῶν κειμένων κατά τό χωρίον Πόργιαρι τῆς ἐπαρχίας Ναυπάκτου καί Ἄρτης ἐν τῷ αὐτῷ βιλαγετίῳ τοῦ Κράβαρη...». Ἑπομένως ἐκτός ἀπό τό νότιο πεδινό τμῆμα τῆς Ναυπακτίας (Βενέτικο) στή μητρόπολι Ναυπάκτου καί Ἄρτης ὑπαγόταν τόν 18ο αἰῶνα καί τό χωριό Πόργιαρι (Λουτρά Στάχτης) τῶν Κραβάρων. Πιθανόν νά ὑπάγονταν καί ὁρισμένα ἀκόμη χωριά τῶν νοτίων Κραβάρων.

῾Η ἐπισκοπή Λιδωρικίου ἀναφέρεται στά «Τακτικά» τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ (886-912), ὡς μία ἀπό τίς 25 ἐπισκοπές πού ὑπάγονταν στήν μητρόπολι Λαρίσης, ἡ ὁποία κατεῖχε τήν 41η θέσι.

Κατά καιρούς ὁ ἐπίσκοπος Λιδωρικίου ἔφερε καί τόν τίτλο «ἐπίσκοπος Δωρίδος», «ἐπίσκοπος Λιδωρικίου καί Πάσης Λοκρίδος» καί «ἐπίσκοπος Λιδωρικίου καί Κραβάρων». ῾Η ἕδρα τῆς ἐπισκοπῆς ἦταν κυρίως τό Λιδωρίκι καί τό Βελούχοβο (Κάλλιο). Σέ δύσκολες περιόδους ὅμως ἡ ἕδρα μεταφερόταν στήν Γρανίτσα, στό Κλῆμα, στή Βιτρινίτσα, στά Τριζόνια, στήν Ἀμόρανη καί ἀλλοῦ, ἐνῶ τό 1829 βρισκόταν στή Ναύπακτο. Τόν 18ο αἰῶνα γιά μεγάλο διάστημα μεταφέρθηκε καί στή Χώμορη τῶν Κραβάρων, ἀφοῦ ἀπό τό χωριό αὐτό, κατάγονταν οἱ ἑξῆς τρεῖς ἐπίσκοποι Λιδωρικίου:

  • α) Νεόφυτος ᾿Ανδρεόπουλος. Χειροτονήθηκε στόν Ἅγιο Ἀχίλλιο Λαρίσης τό 1706 καί παραιτήθηκε τό 1732.
  • β) Γαβριήλ (Γεώργιος) Λογοθέτης. Μνημονεύεται στίς 13-2-1759 στό Πατριαρχικό σιγίλλιο γιά τήν Παναγία Βερνικοβίτισσα τοῦ Δαδιοῦ. Παραιτήθηκε τό 1793.
  • γ) Διονύσιος Λογοθέτης. Διαδέχθηκε τόν Γαβριήλ καί ἦταν ἀνηψιός του. Παραιτήθηκε τό 1807 καί τό 1817 ἀπαντᾶται ὡς «πρώην Λιδωρικίου».

 

  • Προβολές: 2077