Φιλοκαλικές Σελίδες - «Παϊσιανά παράλληλα»
Φιλοκαλικές Σελίδες
ἐκ τῶν βίων τῶν ὁσίων Παϊσίου τοῦ «Μεγάλου» (†417) καί Παϊσίου τοῦ «Ἁγιορείτου» (†1994)
Ἐάν στίς ἡμέρες μας ἔχει συνδεθῆ ἕνα ὄνομα μέ τό πρότυπο τοῦ ἀσκητῆ μοναχοῦ καί ἐν γένει τήν ὁσιότητα καί τήν πληρότητα τῶν μοναχικῶν ἀρετῶν, ἀκόμη καί ἀπό ἀνθρώπους ἀδιάφορους πρός τήν ἐκκλησιαστική ζωή, αὐτό εἶναι τό ὄνομα Παΐσιος. Λόγω τοῦ πλέον δημοφιλοῦς ἁγίου τῶν ἡμερῶν μας, ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου (12 Ἰουλίου), τό ὄνομα αὐτό ἔχει γίνει εὐρύτατα γνωστό παγκοσμίως, ὄχι μόνο στούς ἑλληνόφωνους πληθυσμούς, ἀλλά καί «ἁπανταχοῦ τῆς γῆς», εἰς Ὀρθοδόξους καί μή.
Τό ὄνομα Παΐσιος εἶναι ἡ ἑλληνοποιημένη ἐκδοχή τοῦ κοπτικῆς προελεύσεως ὀνόματος Πισώη (Pishoy - P'shoy) ἤ Μπισώη (Bishoy). Σέ ἀντίθεση μέ παρόμοια αἰγυπτιακά ὀνόματα ἀββάδων πού συναντᾶμε στά «Γεροντικά», ὅπως ἀββᾶ Σισώη, Ματώη, Τιθώη κτλ., πού στήν ἑλληνική γραμματεία κράτησαν τήν κοπτική τους προφορά, τό ὄνομα Πισώη μετετράπη στήν λατινική σέ Paisius καί στήν ἑλληνική στό γνωστό σέ ὅλους μας Παΐσιος. Στό «Γεροντικόν» συναντᾶμε καί τό ὄνομα Ψόη τό ὁποῖο πιθανῶς εἶναι ἡ ἑλληνική γραφή τοῦ κοπτικοῦ P'shoy. Ἡ ἑρμηνεία του ὀνόματος εἶναι «ὁ ἐν ὑψηλοῖς».
Τό ὄνομα ἔγινε γνωστό μέσω τοῦ ὑπερφυοῦς ἀσκητοῦ τῆς ἐρήμου τῆς Νιτρίας, ὁσίου Παϊσίου τοῦ Μεγάλου (19 Ἰουνίου). Ἀγαπήθηκε ἀπό τούς ἀνά τούς αἰῶνας μοναχούς μιᾶς καί ὁ Μέγας Παΐσιος εἶναι μία ἐμβληματική φυσιογνωμία τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ πού ἐνέπνεε καί ἐμπνέει τούς «μοναστάς καί μιγάδας» σέ μεγάλους πνευματικούς ἀγῶνες μέσα ἀπό τόν πραγματικά θαυμαστό βίο του, ὁ ὁποῖος εἶναι πολύ συνοπτικά ὁ ἑξῆς:
Γεννήθηκε στήν Αἴγυπτο ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς καί σέ μικρή ἡλικία ἔμεινε ὀρφανός ἀπό πατέρα. Μέ ἀγγελική προσταγή ἀπετάγη τόν κόσμο καί προσεκολλήθη στόν μεγάλο ἐρημίτη-ἀσκητή ὅσιο Παμβώ, διαπρέποντας στό ἄθλημα τῆς ὑπακοῆς. Μετά τήν κοίμηση τοῦ Γέροντός του, συγκατοίκησε γιά κάποιο διάστημα μέ τόν πνευματικό του ἀδελφό ὅσιο Ἰωάννη τόν Κολοβό. «Αἰχμαλωτισθείς ἀπό τόν ἔρωτα τῆς ἡσυχίας», εἰσῆλθε στήν «ἐσωτέρα ἔρημον». Κάνοντας ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, καί ἔχοντας περάσει ἐπιτυχῶς τά στάδια τοῦ φωτισμοῦ καί τῆς καθάρσεως, ὁδεύοντας τήν ὁδό τῆς τελειώσεως, βγῆκε καί πάλι στήν «ἔξω ἔρημον», γιά νά βοηθήση τούς ἀδελφούς του. Κοντά του συναθροίσθηκε πληθύς μοναχῶν. Ὅλη του ἡ ζωή ἦταν γεμάτη θεοφάνειες καί θαυμαστά σημεῖα, ἀλλά καί ὑπεράνθρωπη ἄσκηση καί ἀδιάλειπτη προσευχή. Εἶχε στενή φιλία μετά τοῦ ὁσίου Παύλου καί ἐτελειώθη «εἰς βαθύτατον γῆρας». Τήν βιογραφία του συνέγραψε ὁ συνασκητής του ὅσιος Ἰωάννης ὁ Κολοβός.
Τά βιογραφικά του ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου εἶναι λίγο πολύ γνωστά. Ἐπιγραμματικῶς ἀναφέρουμε τά ἑξῆς:
Γεννήθηκε στά Φάρασα τῆς Καππαδοκίας, ὡς πρόσφυγας μεγάλωσε στήν Κόνιτσα, μόνασε ἀρχικῶς στό Ἅγιον Ὄρος, στίς μονές Ἐσφιγμένου καί Φιλοθέου, ἐν συνεχεία στή μονή Στομίου Κονίτσης, ἀργότερα στήν ἔρημο τοῦ ὄρους Σινᾶ καί ἐπέστρεψε στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου καί ἔζησε ἡσυχαστικῶς σέ διάφορα κελλιά τοῦ Ἄθωνα. Ἐκοιμήθη στό Ἱερό Ἡσυχαστήριο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στά Βασιλικά Σουρωτῆς. Ἀξίζει νά παραθέσουμε μιά λεπτομέρεια τοῦ βίου του, ἤτοι τό γιά ποιόν λόγον ὁ Ὅσιος ἔλαβε τό μοναχικό ὄνομα Παΐσιος.
Ὡς γνωστόν τό βαπτιστικό ὄνομα τοῦ ἁγίου ἦταν Ἀρσένιος, ὄνομα πού τοῦ δόθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Φαρασιώτη ἅγιο Ἀρσένιο τόν Καππαδόκη, πού τόν βάπτισε, «γιά νά ἀφήσει καλόγερο στό πόδι του». Γενόμενος ρασοφόρος μοναχός στή μονή Ἐσφιγμένου ἔλαβε τό ὄνομα Ἀβέρκιος, ἴσως κατά τήν τότε κρατοῦσα συνήθεια νά λαμβάνη ὁ μοναχός ὄνομα πού νά ξεκινᾶ ἀπό τό ἀρχικό γράμμα τοῦ βαπτιστικοῦ του ὀνόματος. Στή μονή Φιλοθέου, ὅπου ἀσκοῦνταν καί ὁ θεῖος του παπα-Συμεών, ἐκάρη μικρόσχημος μοναχός μέ τό ὄνομα Παΐσιος. «Τό ὄνομα "Παΐσιος" τό πρότεινε ὁ παπα-Συμεών, ὁ ὁποῖος ὡς Φαρασιώτης εἶχε στενοχωρηθῆ πού ὁ πατήρ Ἀβέρκιος δέν εἶχε πλέον τό ὄνομα τοῦ ὁσίου Πατρός Ἀρσενίου (Χατζεφεντῆ). Γι' αὐτό καί παρακάλεσε τόν γερο-Σάββα νά τοῦ δώση τό ὄνομα τοῦ γενναίου Φαρασιώτη Ἐπισκόπου Παϊσίου Β΄». (ΟΑΠ, σελ. 148)
Ἄξιον λόγου καί τό ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Καισαρείας Παΐσιος Β΄ (†1871), ἦταν φορέας «τοῦ κολλυβαδικοῦ πνεύματος, τό ὁποῖο παρέλαβε ἀπό τόν διδάσκαλό του» ἱερομόναχο Γερμανό ἐξ Ἀλεξανδρέττας, μαθητή τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Παρίου καί γνωστοῦ τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Νοταρᾶ. (βλ. εἰς «Καραμανλῆδες Ἐκκλησιαστικοί λόγιοι», Γ. Χριστοδούλου)
Διαβάζοντας τόν θαυμαστό βίο τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Μεγάλου ἀπό τό «Νέον Ἐκλόγιον», συναντήσαμε πολλές ὁμοιότητες μέ τόν βίο τοῦ συγχρόνου μας ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου. Παρακάτω θά παραθέσουμε τρία ἀπό αὐτά τά «Παϊσιανά παράλληλα» ἀπό τούς βίους τῶν δύο ἁγίων. Χάριν συντομίας θά παραλείψουμε κάποια παράλληλα ὅπως, π.χ. τήν ἀπροθυμία τους νά ἐγκαταλείψουν τήν ἔρημο, ἀλλά καί τήν ἐν τέλει ἀποδοχή τῆς ποιμαντικῆς διακονίας ὕστερα ἀπό θεῖα πληροφορία, τίς ὑπερφυσικές νηστεῖες, τήν ἔκφραση ἀγάπης των ἕως τοῦ σημείου νά ἀλλάξουν θέση μέ κολασμένο, διηγήσεις γιά τά "μαθηματικά" τοῦ Θεοῦ κ.ἅ.
***
1ο παράλληλο: Περί "γλωσσολαλιᾶς".
Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Μεγάλου:
«Εἰς τά μέρη τῆς Συρίας ἦτον ἕνας ἀγωνιστής, ἐστολισμένος μέ διαφόρους ἀρετάς· τοῦτος προσευχόμενος μίαν φοράν ἦλθεν εἰς τοιοῦτον λογισμόν· ἆράγε ἔφθασε νά γένῃ ὅμοιος μέ κανένα ἀπό ἐκείνους ὁποῦ εὐηρέστησαν εἰς τόν Θεόν; καί ἐκεῖ ὁποῦ ἐσυλλογίζετο ταῦτα, ἤκουσε φωνήν ἄνωθεν, λέγουσαν εἰς αὐτόν· ὕπαγε εἰς τήν Αἴγυπτον, καί ἐκεῖ θέλεις εὕρης ἕνα ἀγωνιστήν Παΐσιον, τό ὄνομα, ὁ ὁποῖος μεταχειρίζεται τήν ταπείνωσιν, καί τήν πρός Θεόν ἀγάπην παρόμοια μέ ἐσέ. Ὁ δέ τίμιος ἐκεῖνος γέρων, δέν ἐψήφισε παντελῶς τό μάκρος τῆς στράτας, ἀλλ’ ἐκίνησε παρευθύς νά ὑπάγῃ εἰς τήν Αἴγυπτον, καί φθάσας εἰς τό ὄρος τῆς Νιτρίας, ἐρωτοῦσε ποῦ εὑρίσκετο ὁ Παΐσιος· καί ἐπειδή τό ὄνομα τοῦ Παϊσίου ἦτον κηρυγμένον εἰς ὅλους, δέν ἐλάνθασε τόν γέροντα ὁ τόπος τῆς κατοικίας τοῦ Παϊσίου· οὐδέ τόν Παΐσιον ἐλάνθασε ὁ ἐρχομός τοῦ γέροντος· διότι καθώς ὁ γέρων ἐμβῆκεν εἰς τήν ἔρημον, καί ἐπήγαινε κατ’ εὐθεῖαν εἰς τόν Παΐσιον, παρευθύς τόν συναπαντᾷ ἐκεῖνος εἰς τήν στράταν, καί γνωρισθέντες ἀναμεταξύ τους, διά τῆς θείας χάριτος, ἐνηγκαλίσθησαν μετά χαρᾶς, καί ἔκαμαν τόν ἐν Χριστῷ ἀσπασμόν· ἔπειτα πηγαίνοντες εἰς τό κελλίον τοῦ Παϊσίου, καί προσευξάμενοι ἐκάθησαν· καί ἀρχίζωντας ὁ γέρων νά λέγῃ πρός τόν θεῖον Παΐσιον, ὡμιλοῦσε μέ τήν διάλεκτον τῶν Σύρων· ὁ δέ Παΐσιος, ὄντας Αἰγύπτιος, ἤξευρε μόνην τήν διάλεκτον τῶν Αἰγυπτίων· ὅθεν λυπούμενος πολλά ὁποῦ δέν ἐκαταλάμβανε τά ψυχωφελῆ λόγια τοῦ γέροντος, καί εὐθύς ἀνυψώσας εἰς τούς οὐρανούς καί τά ὀμμάτιά του, καί τόν νοῦν του, ἀνεστέναξεν ἐκ βάθους καρδίας, καί εἶπεν· υἱέ Θεοῦ καί Λόγε, δός τήν χάριν σου, εἰς ἐμένα τόν δοῦλόν σου, διά νά γνωρίσω τήν δύναμιν τῶν λόγων τοῦ γέροντος• καί, ὦ τοῦ θαύματος, διά τήν ὀγλίγωρον ἐπίσκεψιν τοῦ Κυρίου! παρευθύς ὁμοῦ μέ τόν λόγον, καί ὡμιλοῦσε καί ἐκαταλάμβανε τήν γλῶσσαν τῶν Σύρων». (ΝΕ, σελ. 121)
*
Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου:
Πνευματικό τέκνο τοῦ Ἁγίου διηγεῖται:
«Μιά μέρα πῆγα πολύ πρωΐ στήν "Παναγούδα". Μόλις εἶχε φωτίσει. Χτύπησα τό σιδηράκι καί μοῦ ἄνοιξε ὁ Γέροντας χαμογελώντας. Μέ ρώτησε:
-Τί λές ἐσύ, παπα-... ὅταν ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος ἐπισκέφθηκε τόν Μέγα Βασίλειο, χρειάσθηκαν διερμηνέα;
-Νομίζω ὄχι, Γέροντα, τοῦ εἶπα.
Πέρασα στό Ἀρχονταρίκι καί βρῆκα ἕναν ἀλλοδαπό ἐπισκέπτη. Μέχρι νά ἑτοιμάση ὁ Γέροντας τό κέρασμα, μέ τά λίγα Ἀγγλικά πού ἤξερα, πιάσαμε τήν συζήτηση καί μοῦ εἶπε ὅτι χθές βράδυ ἦρθε ἀργά. Καθυστέρησε, γιατί ἔχασε τόν δρόμο, πέρασε ἡ ὥρα καί ὁ Γέροντας τόν φιλοξένησε. Στήν ἀρχή δέν μποροῦσαν νά συνεννοηθοῦν. Ὁ Γέροντας τόν ἄφησε γιά δέκα λεπτά (φαίνεται ἔκανε προσευχή) καί μετά συνεννοοῦνταν χωρίς καμμία δυσκολία. Ὁ Γέροντας μιλοῦσε Ἑλληνικά καί ὁ ἀλλοδαπός Ἀγγλικά, ἀλλά καταλάβαινε ὁ ἕνας τόν ἄλλο». (ΒΟΠ σελ. 616-617)
2ο παράλληλο: Περί τοῦ ὁρᾶν ἤ μή, τήν χάριν τοῦ Βαπτίσματος.
Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Μεγάλου:
«Ἓνας Μοναχός ἁπλοῦς πολλά κατά τήν διάνοιαν, ἦτον μαθητής τοῦ Ἱεροῦ Παϊσίου, καί ὑπήκουε καλῶς εἰς ὅλα του τά προστάγματα· ἐτοῦτος πηγαίνωντας μίαν φοράν εἰς τήν Αἴγυπτον, διά νά πωλήσῃ ἐργόχειρον, ἀπάντησεν εἰς τόν δρόμον ἕνα Ἑβραῖον, καί ἐπήγαινεν ὁμοῦ μέ αὐτόν. Ὁ δέ Ἑβραῖος γνωρίσας τήν ἁπλότητα τοῦ Μοναχοῠ, ἔχυσεν εἰς αὐτόν, μέ τήν μιαράν του γλῶσσαν, τό φαρμάκι τοῦ ψυχοφθόρου ὄφεως, ὁποῦ εἶχε μέσα εἰς τήν καρδίαν του, λέγωντας εἰς αὐτόν· ὦ Μοναχέ διά τί πιστεύετε εἰς τόν ἐσταυρωμένον ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχεν, ὁποῦ αὐτός δέν εἶναι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας; διά τί ἄλλος εἶναι ἐκεῖνος, καί ὄχι ἐτοῦτος ὁποῦ πιστεύετε ἐσεῖς οἱ Χριστιανοί· καί ὁ Μοναχός ἀπό ἀκακίαν καί ἁπλότητα τῆς καρδίας του ἐπλανήθη, καί τοῦ εἶπεν· ἴσως εἶναι ἔτζι, καθώς ἐσύ λέγεις· καί παρευθύς, ἀλλοίμονον διά τήν συμφοράν ὁποῦ ἔπαθεν ὁ δυστυχής! ἐξέπεσε ἀπό τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματος, καθώς θέλει γένει φανερόν ἀπό τά ἀκόλουθα· διά τί ὅταν ἐγύρισεν εἰς τήν ἔρημον, καί τόν εἶδεν ὁ θεῖος Παΐσιος, δέν τόν ἐδέχετο παντελῶς, οὐδέ κἄν νά τόν ἰδῇ δέν ἤθελεν, οὐδέ νά πλησιάσῃ εἰς αὐτόν καί νά συνομιλήσῃ μαζύ του, ἀλλά τόν ἀπεστρέφετο· ὁ δέ μαθητής, βλέπωντας τόν γέροντά του, ὅτι τόν ἀπεστρέφετο, ἐλυπεῖτο πολλά, καί ἀποροῦσε τήν αἰτίαν· ὅθεν προσπίπτωντας εἰς τούς πόδας του, τοῦ εἷπε· διά τί, Πάτερ, μέ ἀποστρέφεσαι τόν ἄθλιον, καί δέν θέλεις νά μέ ἰδῇς, ἀλλά μέ συχαίνεσαι ὡς βδέλυγμα, ὁποῖον ἄλλοτε δέν μοῦ τό ἔκαμες; Ὁ δέ γέρων τοῦ εἶπε· καί ποῖος εἶσαι ἐσύ ὦ ἄνθρωπε, ὅτι δέν σέ γνωρίζω; Καί ὁ μαθητής τοῦ εἶπε· καί ποῖον ἀσυνήθιστον πρᾶγμα εἶδες, ὦ Πάτερ! εἰς ἐμέ, διά τό ὁποῖον δέν μέ γνωρίζεις; δέν εἶμαι ἐγώ ὁ δεῖνα μαθητής σου; Ὁ δέ γέρων εἶπεν· ἐκεῖνος ὁ μαθητής μου ἦτον Χριστιανός, καί εἶχε βάπτισμα, ὁ μή ἐσύ δέν εἶσαι τοιοῦτος· εἰ δέ εἶσαι ἐκεῖνος ὁ μαθητής μου, τό βάπτισμα ἔφυγεν ἀπό λόγου σου, καί τά σημεῖα τῶν Χριστιανῶν· εἰπέ μου, τί σοῦ ἠκολούθησε; καί τί ἔπαθες εἰς τόν δρόμον;». (ΝΕ, σελ. 122)
*
Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου:
«Ἂλλη φορά ἐνῶ μιλοῦσε μέ ἐπισκέπτες, διέκοψε ξαφνικά τήν συζήτηση καί πῆγε κοντά σέ ἕνα παλληκάρι πού στεκόταν πιό πέρα. Μίλησε γιά λίγα λεπτά μαζί του καί τό παλληκάρι ἔφυγε. Ἐπιστρέφοντας ὁ Ὅσιος εἶπε στούς ἄλλους νέους ὅτι ὁ νέος αὐτός εἶχε προσχωρήσει σέ μία αἵρεση. Οἱ ἐπισκέπτες ρώτησαν:
-Γέροντα, πῶς τόν καταλάβατε καί τόν πλησιάσατε;
-Εἶδα ὅτι τοῦ ἔλειπε ἡ σφραγίδα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶπε ὁ Ὃσιος. Τήν σφραγίδα αὐτήν τήν παίρνει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν βαπτίζεται καί χρίεται μέ τό Ἃγιο Μύρο. Ἐάν ὅμως ἀρνηθῆ τήν Ὀρθόδοξη πίστη, τήν χάνει. Τοῦ εἶπα ὅτι δέν γίνεται νά ξαναβαπτισθῆ, ἀλλά στό πρῶτο Μοναστήρι πού θά πάη, νά ζητήση νά ἐξομολογηθῆ, καί νά τόν χρίσουν πάλι μέ τό Ἃγιο Μύρο». (ΟΑΠ, σελ. 497)
3ο παράλληλο: Περί βοηθείας εἰς κεκοιμημένον.
Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Μεγάλου:
Περί τοῦ αἰτήματος Γέροντός τινος διά τόν ράθυμον ὑποτακτικόν του ὅστις ἀπέθανε ὄντας ανυπότακτος καί ἐκολάσθη.
«Ὁ δέ γέρων, διηγούμενος τήν συμφοράν τοῦ μαθητοῦ του (εἰς τόν μέγαν Παΐσιον), καί τάς δεήσεις ὁποῦ ἐπρόσφερεν εἰς τόν Θεόν ὑπέρ αὐτοῦ, καί τήν ἀπόφασιν ὁποῦ ἤκουσεν, ὅτι θέλει παιδεύεται εἰς τόν ᾅδην ἕως τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου, τοῦ εἶπε· διά τοῦτο ἦλθα νά παρακαλέσω τήν ὁσιότητά σου, διά νά μέ συμπονέσῃς τόν τάλαίπωρον, καί νά παρακαλέσῃς τόν Θεόν, διά τόν ἄθλιον μαθητήν μου· διότι πιστεύω, ὅτι ἄν τόν παρακαλέσῃς, θέλει σοῦ εἰσακούσει· λοιπόν μή μέ ἀφήσης παραπονεμένον, ἀλλά παρακάλεσαί τον· διά τί ἀλλέως δέν φεύγω ἀπ’ ἐδῶ. Ταῦτα λέγων ὁ καλός ἐκεῖνος γέροντας, ἐκατάπεισε περισσότερον μέ τά δάκρυά του, παρά μέ τά λόγια τόν μέγαν Παΐσιον, νά δεηθῇ τοῦ Θεοῦ, καί νά ἐξιλεώσῃ τούς οἰκτιρμούς του· καί λέγει πρός τόν γέροντα· ὦ ἱερά κεφαλή, δέν εἶναι δυνατόν εἰς ἐμέ νά ἐπιχειρισθῶ τοιοῦτον ἔργον· ὅτι τοῦτο εἶναι ἔργον ἐδικόν σου, καί τῆς ἐδικῆς σου μεγαλονοΐας· ἀγκαλά καί κατά τό παρόν δέν σοῦ εἰσακούει ὁ Θεός διά τάς αἰτίας ὁποῦ ἠξεύρει μόνος αὐτός, ὡσάν ὁποῦ τά κρίματα αὐτοῦ εἶναι ἄβυσσος πολλή. Ὅμως διά νά μήν παρακούσω τό πρόσταγμά σου, ἰδού παρακαλῶ τόν Θεόν μαζύ μέ τήν ὁσιότητά σου, καί ὅ,τι φανῇ ἀρεστόν εἰς αὐτόν, ἄς γένῃ· λοιπόν μένωντας ἐσύ εἰς τοῦτον τόν τόπον, παρακάλεσαι τόν Θεόν, καί ἐγώ ὑπάγω εἰς τήν ἐσωτέραν ἔρημον νά τόν παρακαλέσω· καί πηγαίνωντας ἐκεῖ, ἐστάθη εἰς προσευχήν, καί ὑψώσας τάς χεῖρας καί τόν νοῦν του εἰς τόν οὐρανόν εἶπε· "δημιουργέ τῶν ἁπάντων, ἐπίβλεψον εἰς τάς δεήσεις ἡμῶν, τῶν ἀναξίων δούλων σου, καί ὡς ἀγαθός ἐλευθέρωσον ἀπό τά δεσμά τοῦ ᾅδου, τήν ψυχήν τοῦ μαθητοῦ τοῦ γέροντος"· Ταῦτα καί τά τούτοις ὅμοια προσευχόμενος εἰς τόν Θεόν, δέν ἦτον τρόπος νά μήν εἰσακουσθῇ, κατά τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσιν ὁποῦ ἔλαβεν• Ἀλλά παρευθύς ὁ Χριστός, ὁ πανταχοῦ παρών ἀοράτως, φανερώνεται εἰς αὐτόν, καί τοῦ λέγει• τί ζητεῖς ὁλοψύχως δοῦλε μου Παΐσιε; ἐκεῖνος ἀπεκρίθη· σύ Κύριε ὁποῦ γινώσκεις τά πάντα, ἠξεύρεις, ὅτι ζητῶ νά ἐλεήσῃς τόν παρήκοον καί ἁμαρτωλόν μαθητήν τοῦ γέροντος, ὁποῦ βασανίζεται, ἀλλοίμονον! εἰς τόν ᾅδην ὁ ταλαίπωρος· λοιπόν δέομαί σου ἐπάκουσόν μου τοῦ δούλου σου, καί ὡς συμπαθής καί πολυεύσπλαγχνος λύτρωσαι αὐτόν. Εἶπε δέ πρός αὐτόν ὁ Σωτήρ· ἀλλ’ ἐγώ ἀπεφάσισα νά μένῃ ἐκεῖνος εἰς τόν ᾅδην, καί νά βασανίζεται διά τήν παρακοήν του καί τήν ἁμαρτίαν του, ἕως ὁποῦ νά ἔλθω ἐπί νεφελῶν μετ’ Ἀγγέλων. Ὁ δέ ἐκλεκτός τοῦ Κυρίου Παΐσιος, παρακαλῶντάς τον πάλιν εἶπε· Δέσποτα τῶν ἁπάντων, καί τί πρᾶγμα δέν ὑποτάσσεται εἰς τό πρόσταγμά σου, ὅταν θελήσῃς; εὔκολον εἶναι εἰς ἐσέ τόν Δεσπότην τῶν αἰώνων, καί ποιητήν ὅλων τῶν ὄντων, νά κάμῃς καί τώρα τόν αὐτόν τρόπον ἐκείνης τῆς μελλούσης παρουσίας σου· καί ἀκούσας ταῦτα ὁ Σωτήρ, ἀνέβη εἰς τούς οὐρανούς. Ἐπειτα καταβαίνει ἐπί νεφελῶν μέ δόξαν πολλήν, μέ Ἀγγέλους καί Ἀρχαγγέλους, καί μέ σάλπιγγας, ἅμα δέ καί μέ χορούς δικαίων, καί μέ ὅλα ἐκεῖνα, μέ ὅσα ἔχει νά καταβῇ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως· καί ἀκολούθως ἐτέθησαν θρόνοι, καί καθέδρα φοβερά· ὕστερον ἐνεκλήθη καί ἡ ψυχή τοῦ ἀποθανόντος ὑποτακτικοῦ, καί εὐγῆκεν ἀπό τόν ᾅδην, καί παρασταθεῖσα εἰς τόν Κριτήν, ἐδόθη εἰς τάς χεῖρας τοῦ Παϊσίου· ἔπειτα ἐδόθη εἰς τόν γέροντά του· ὁ ὁποῖος τήν ὥραν ἐκείνην ἐπροσηύχετο μέ πολύν ἀγῶνα (καθώς ἐσυμφώνησαν πρότερον, ὅτι καί οἱ δύο νά προσεύχωνται) καί ἤκουσε φωνήν ἄνωθεν λέγουσαν· ἀπόλαβε τήν ψυχήν τοῦ μαθητοῦ σου, διά τῶν χειρῶν τοῦ θεράποντός μου Παϊσίου, ἡ ὁποία ἠλευθερώθη ἀπό τόν ᾅδην, καί δέν θέλεις τήν ἰδῇς πλέον εἰς τά βάσανα, ἀλλά εἰς ἀνάπαυσιν· καί παρευθύς ἦλθεν ἡ ψυχή τοῦ μαθητοῦ, καί παρεστάθη ἔμπροσθεν εἰς τόν γέροντα, καί ὡμολόγει, ὅτι πολλά ἔπαθε ἀπό τά βάσανα τῆς κολάσεως, διά τήν παρακοήν· ἐπειδή καί αὐτή τοῦ ἔγινεν αἰτία, νά πέσῃ εἰς ἁμαρτίαν, καί δι’ αὐτήν ἐδοκίμασε τά δεινά τοῦ ᾅδου· ἀλλά διά μέσου τῶν ἐδικῶν σου εὐχῶν, καί τοῦ θείου Παϊσίου, μέ εὐσπλαγχνίσθη ὁ φιλάνθρωπος Θεός καί μέ ἠλευθέρωσεν ἀπό τά δεσμά τοῦ ᾅδου· καί ἰδού ὑπάγω εἰς τόν τόπον τῶν δικαίων». (ΝΕ, σελ. 115-116)
*
Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου:
Διηγήθηκε ὁ Ὃσιος:
«Μιά γνωστή μου γριά ἦταν πολύ τσιγγούνα. Ἡ κόρη της ἦταν πολύ καλή καί ὅ,τι ἤθελε νά δώση ἐλεημοσύνη τό ἔρριχνε ἀπό τό παράθυρο ἔξω, ἔβγαινε μέ ἄδεια χέρια, γιατί τήν ἔλεγχε μήπως πῆρε τίποτε, καί ὕστερα τό ἔπαιρνε καί τό ἔδινε. Ὃμως ἄν τῆς ἔλεγε ὅτι ὁ καλόγηρος (ἐγώ δηλαδή), εἶπε νά μοῦ δώσης αὐτό τό πρᾶγμα, τό ἔδινε.
Μετά τόν θάνατό της βλέπω ἕνα νέο (θἄτανε ὁ φύλακάς της Ἂγγελος) καί μοῦ λέει: "Ἒλα καί σέ θέλει ἡ...". Δέν μπόρεσα νά καταλάβω τί μοῦ συνέβη καί βρεθήκαμε στήν Κόνιτσα, μπροστά σ' ἕναν τάφο. Κάνει τό χέρι του ἔτσι καί ἀνοίγει ὁ τάφος. Βλέπω μέσα ἕνα πολτό ἀπό γλίτσες καί τήν γνωστή μου γριά, πού εἶχε ἀρχίσει νά λειώνη καί νά φωνάζη:"Καλόγερε, σῶσε με".
Τήν πόνεσα, τήν λυπήθηκα. Χωρίς νά τήν σιχαθῶ κατέβηκα μέσα, τήν ἀγκάλιασα καί τήν ρωτοῦσα: "Τί ἔχεις;". Μοῦ λέει: "Πές μου, ὅ,τι μοῦ ζήτησες ἐγώ πρόθυμα δέν σοῦ τὄδωσα;". "Ναί, ἔτσι εἶναι", εἶπα. "Ἐντάξει", τήν καθησύχασε ὁ νέος (φύλακας Ἂγγελός της).
Ἒκανε πάλι τό χέρι του ἔτσι καί ξανατράβηξε τόν τάφο σάν κουρτίνα καί βρέθηκα πάλι στό Καλύβι.
Οἱ ἀδελφές ἀπό τήν Σουρωτή μέ ρώτησαν: "Τί σοῦ συνέβη τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα;". Ἀπαντῶ: "Νά κάνετε προσευχή γι' αὐτήν τήν ψυχή".
Σέ δυό μῆνες τήν βλέπω πάλι. Ὑπῆρχε ἕνα χάος καί ψηλά σ' ἕνα ἴσιωμα ἦταν παλάτια, σπίτια πολλά, ἄνθρωποι πολλοί. Ἐκεῖ πάνω ἦταν ἡ γριά πολύ χαρούμενη. Τό πρόσωπό της ἦταν σάν μικροῦ παιδιοῦ• μόνο ἕνα σημαδάκι εἶχε καί ἕνα Ἀγγελάκι τό ἔτριβε γιά νά καθαρίση καί αὐτό.
Βαθειά στό χάος εἶδα κάποιους νά χτυπιοῦνται, νά ταλαιπωροῦνται καί νά προσπαθοῦν νά ἀνέβουν πάνω.
Τήν ἀγκάλιασα ἀπό χαρά. Τήν πῆρα πιό πέρα, γιά νά μήν μᾶς βλέπουν καί πληγώνονται. Μοῦ εἶπε: "Ἒλα νά σοῦ δείξω ποῦ μέ ἔβαλε ὁ Κύριος"». (ΒΟΠ, σελ. 235-236)
***
Οἱ δύο ὅσιοι παρ' ὅλο πού ἀπέχουν μεταξύ τους πλέον τῆς μιάμισης χιλιετίας ἀκολουθοῦν στήν οὐσία τήν ἴδια ζωή. Βεβαίως ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔχουν τήν ἴδια ζωή, πού εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή, ἀλλά στόν κάθε ἅγιο αὐτή ἐκδηλώνεται ποικιλοτρόπως.
Ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης συγκρίνοντας τόν ἑαυτόν του μέ τόν Μέγα Παΐσιο ἔλεγε μέ πολύ ταπείνωση: «Ἐγώ μπροστά του εἶμαι τενεκές ξεγάνωτος», καί συνέχιζε, «πάντα πρέπει νά συγκρίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τούς Ἁγίους καί νά βλέπουμε πόσο ἀπέχουμε, καί ὄχι μέ τούς πολύ κοσμικούς γιά νά νομίζουμε ὅτι εἴμεθα ἅγιοι». (ΑΕ, σελ. 149)
Φυσικά ὁ ἴδιος ἔνιωθε κατ' αὐτόν τόν τρόπο ἀπέναντι στόν ἅγιό του ἀπό ταπείνωση, ἀλλά ὁ βίος του τόν ἀνέδειξε ἕναν κατά πάντα ἄξιο κομιστή τοῦ ὀνόματος τοῦ πραγματικά Μεγάλου Παϊσίου τῆς ἐρήμου τῆς Νιτρίας, πράγμα πού παραδόξως βεβαιώνουν καί τά ἴδια τά λόγια τοῦ Ἁγιορείτου Ἁγίου καθώς ἔλεγε ὅτι: «οἱ προσευχές πού κάνουμε γιά κάποιον κεκοιμημένο εἶναι σάν νά δίνουμε ἕνα ἀναψυκτικό σέ κάποιον φυλακισμένο πού καίεται στήν δίψα. Αἰσθάνονται δηλαδή κάποια ἀνακούφιση ἐκείνη τήν ὥρα, ἀνάλογα βέβαια καί μέ τήν παρρησία πού ἔχει ἡ προσευχή μας. Ἄν κανείς εἶναι γνωστός στόν Βασιλέα μπορεῖ νά ζητήση νά τόν μεταθέσουν τόν φυλακισμένο σέ καλύτερο κελλί - πιό φωτεινό - ἤ καί νά τόν ἀπαλλάξη καί τελείως ἀπό τήν φυλακή, ἄν εἶναι σάν τόν Ἅγιο Παΐσιο τόν Μέγα». (ΑΕ, σελ. 161-162)
Στό ἰδιόμελο τοῦ Ν΄ ψαλμοῦ τῆς ἀσματικῆς Ἀκολουθίας τοῦ ὁσίου Παϊσίου τοῦ Αγιορείτου ψάλλουμε μεταξύ ἄλλων καί τόν κάτωθι στίχο: «ἰδού γάρ ὁ πατήρ ἡμῶν Παΐσιος ὁ νέος, τοῦ παλαιοῦ ὁμότροπος φανείς», καί θά ἀκριβολογούσαμε κατά πάντα ἐάν χαρακτηρίζαμε τόν ὅσιο Παΐσιο τόν Ἁγιορείτη ὡς τόν «Μέγα Παΐσιο» τῶν ἡμερῶν μας.
«Τήν εὐχή τους νά ἔχουμε. Ἀμήν».-
Δ.Π.
Συντομογραφίες: Νέον Ἐκλόγιον, ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου (ΝΕ) // Βίος ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, Ἰσαάκ ἱερομονάχου (ΒΟΠ) // Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, Ἱ.Ἡ. Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος (ΟΑΠ) // «ἅ ἑωράκαμεν καί ἀκηκόαμεν», Ἱερομονάχου Παϊσίου (ΑΕ)
- Προβολές: 2733