Κωνσταντίνου Παπαδημητρίου: Ἡ «Ἐαρινή ἐπίθεση τῶν Ἰταλῶν»
Ἔμπαινε ὁ Μάρτης τοῦ 1941 καί ἡ Γερμανία ἄρχισε κιόλας νά ἀναταράζεται καί νά ὀρθώνη τόν βαρύ της ἴσκιο στόν ἑλληνικό ὁρίζοντα. Καί ὁ Μουσολίνι στήν Ρώμη δέν ἡσυχάζει. Χρειάζεται μία τουλάχιστον στρατιωτική νίκη στήν Ἀλβανία, ὅσο γίνεται πιό ἐντυπωσιακή, προτοῦ ἐπέμβει ὁ συνεταῖρος του Χίτλερ. Γράφει στόν ἀρχιστράτηγο Καμπαλλέρο: «Ὀφείλουμε νά ἔχουμε τουλάχιστον μία στρατιωτική ἐπιτυχία πρίν οἱ Γερμανοί ἀρχίσουν τίς ἀρχές Ἀπριλίου τήν ἐπίθεσή τους».
Ἀρχίζει ἔτσι ἡ προετοιμασία γιά τήν μεγάλη «ἐαρινή ἐπίθεση» τῶν Ἰταλῶν. Δέκα νέες Μεραρχίες μεταφέρονται στήν Ἀλβανία ἀπό τήν Ρώμη. Τώρα τό σύνολο τῶν ἰταλικῶν δυνάμεων ἀνέρχεται στούς 560.000 ἄντρες. Στά ὑψώματα τῆς Τρεμπεσίνας καί τοῦ Σεντέλι πέρα ἀπό τίς ἑλληνικές γραμμές, κρύβονται οἱ 12 Μεραρχίες μέσα σέ χαράδρες καί σέ φυλλωσιές μέ τετρακόσια κανόνια καί ὅλα τά ἄλλα ὅπλα, ἕτοιμες νά ξεμπουκάρουν, ὅταν θά ἀκούσουν τό σύνθημα τῆς ἐπίθεσης, ἐνῶ ταυτόχρονα 200 ἀεροπλάνα θά ἀλωνίζουν ἀπό πάνω ἀπό τίς ἑλληνικές θέσεις χύνοντας φωτιά καί ἀστροπελέκι.
Ἡ ἐπίθεση ὁρίστηκε γιά τίς 9 Μαρτίου καί τό σχέδιο προέβλεπε νά ἀνοιχτῆ ἕνα ρῆγμα στό κέντρο τοῦ ἑλληνικοῦ μετώπου, στήν κοιλάδα τῆς Ντεσνίτσας, νά χωρίση τίς ἑλληνικές δυνάμεις στά δύο, τῆς Τρεμπεσίνας ἀπό τή μία, τοῦ Ἄψου ἀπό τήν ἄλλη καί τότε νά προελάσουν μέ τά τάνκς πρός τήν Πρεμετή.
Στό μεταξύ ἔχει ἔρθει κρυφά καί μέ προσωπικό ἀεροπλάνο, πού τό «πιλοτάρει» ὁ ἴδιος, καί ὁ Ντοῦτσε στήν Ἀλβανία. Τόν συνοδεύουν 14 ἄλλα βομβαρδιστικά καί καταδιωκτικά ἀεροπλάνα. Ἐπισκέπτεται ὅλες τίς μεγάλες μονάδες καί τίς ἐμψυχώνει γιά τήν μεγάλη ἐπίθεση. Ὕστερα ἀνεβαίνει στό παρατηρητήριο τῆς Ρέχοθα, γιά νά παρακολουθήση καί νά χαρῆ τή νίκη πού τήν περίμενε στά σίγουρα.
Ἡ Κυριακή 9 Μαρτίου ξημέρωνε συννεφιασμένη. 6:30 ἡ ὥρα, γλυκοχάραμα. Καί ξαφνικά ἄναψε ὁ τόπος, σείστηκε ἡ γῆ. «Τά ἐχθρικά πυρά, ἀστραπές ἀσταμάτητες ἀνάσκαβαν τά πάντα, τίναζαν τά δέντρα στόν ἀέρα, τό χῶμα κόχλαζε σάν καζάνι πού βράζει. Τετρακόσια ἰταλικά πυροβόλα ἐκσφενδόνιζαν τό καυτό τους σίδερο κατά τίς ἑλληνικές γραμμές, χιλιάδες μικρότερα ὅπλα κροτάλιζαν καί τόνιζαν ἁρμονική μουσική μέ τό βρόντο τῶν κανονιῶν σάν μικρά κουταβάκια πού γαβγίζουν μαζί μέ μεγάλους σκύλους, ἐνῶ 200 ἀεροπλάνα, σωστά ἀτσάλινα πουλιά, αὐλάκωναν τόν οὐρανό. Βογκοῦσε κι ἔτρεμε ἡ γῆ ὡς τά ἔγκατά της καί ὁ οὐρανός φλεγόταν ὡς πέρα μακριά. Ἀπό τό χωριό Ροντέν μέχρι τά κράσπεδα τοῦ Σεντέλι δέν μένει τίποτα ὄρθιο”!
Καί ὅταν σταμάτησε τό πυροβολικό καί ἀποσύρθηκαν τά ἀεροπλάνα, τά ἰταλικά τμήματα, κύματα κύματα, ὁρμοῦσαν γιά νά σκαρφαλώσουν στίς πλαγιές τοῦ 731 καί τῶν ἄλλων διπλανῶν ὑψωμάτων. Ἀπό κεῖνα ὅμως στά ὑψώματα, πού μέχρι πρίν ἀπό λίγο δέν φαινόταν πώς ἀνάσαινε κανένα ζωντανό, ξεπήδησαν ἀνθρώπινα κορμιά, σωστοί βρυκόλακες. Χούφτιασαν καί τήν ξιφολόγχη καί ἀναπήδησαν ἀπό τά χαρακώματα. Ἦταν οἱ ἄντρες τῆς 1ης Μεραρχίας μας πού περίμεναν τήν ἐπίθεση.
Τά ἑλληνικά πολυβόλα ἄρχισαν τώρα καί αὐτά νά κροταλίζουν καί οἱ ὅλμοι νά γαυγίζουν. Ὁ τόπος ὅλος ἔγινε καπνός καί φλόγα, ἄλλαξε μορφή. Τό 717 ὕψωμα παίρνεται ἀπό τούς Ἰταλούς, μά πάλι τό χάνουν. Τρεῖς φορές ἄλλαξε ἀφεντικό καί στό τέλος μένει πάλι στούς Ἕλληνες. Τρεῖς ὧρες κράτησε ἡ φοβερή ἐκείνη μάχη. Κόπασε ὕστερα λίγο γιά νά ἀρχίση στίς 9:00 καί μέ τό ἴδιο πάθος καί τήν ἴδια μανία. Καί τή νύχτα ἄρχισε πάλι τό ἰταλικό πυροβολικό νά σκάβη τή γῆ, νά κομματιάζη τούς βράχους, νά ξεριζώνη τά δέντρα. Ὁ οὐρανός φλεγόταν, τά βουνά ἅρπαζαν φωτιά καί τό μουγκανητό τῶν κανονιῶν τράνταζε τόν ἀέρα. Μεγαλόπρεπο καί φοβερό θέαμα.
Ὁ Μουσολίνι παρακολουθοῦσε ὅλη τή μέρα τίς ἐξελίξεις τῆς μάχης καί στό τέλος ἀπογοητεύτηκε. Ἤλπιζε νά γίνη κάτι τήν ἄλλη μέρα. Τή δεύτερη ρίχνονται στήν ἐπίθεση οἱ διαλεχτές του Μεραρχίες «Κάλιαρι», «Πουλιέ», «Μπάρι» καί “Πουστερία”. Καί αὐτές ἀποκρούονται μέ βαριές ἀπώλειες.
Τό 731 καί τό «Μνῆμα τῆς Γρηᾶς» ὅπως ἔμεινε γνωστό στήν πολεμική ἱστορία καί τῶν δύο ἀντιπάλων, ὑπῆρξε ἴσως ἕνα ἀπό τά πιό αἱματοβαμμένα ὑψώματα ὁλόκληρου τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οἱ πλαγιές τους εἶχαν κατασκαφτῆ ἀπό τόν κανονιοβολισμό καί τά δέντρα εἶχαν ξεριζωθῆ ἤ κοπῆ. Τό ἔδαφός τους, ὅπως καί αὐτό τοῦ γειτονικοῦ ὑψώματος 717 σκέπαζαν χιλιάδες πτώματα. Στίς 21 Μαρτίου Ἰταλός ἀξιωματικός καί στρατιωτικοί ἱερεῖς, πού ἐπισκέφθηκαν τούς ἀμυνόμενους γιά νά διαπραγματευτοῦν τούς ὅρους ὀλιγόωρης τοπικῆς ἀνακωχῆς γιά τήν περισυλλογή καί ταφή τῶν νεκρῶν, ἀντίκρυσαν ἕνα μακάβριο καί φρικιαστικό θέαμα. Ἰταλός ἱερέας, ὅταν τοῦ ἀφαιρέθηκε ὁ ἐπίδεσμος ἀπό τά μάτια στίς ἑλληνικές γραμμές, κάλυψε ἀμέσως τά μάτια του μέ τά χέρια, ὅταν ἀντίκρυσε τά ἀποτελέσματα τῆς ἄγριας ἀνθρωποσφαγῆς ψελλίζοντας “terribile”. Στό ὕψωμα 731 ὕψωσαν οἱ Ἰταλοί τό γενικό μνημεῖο τῶν πεσόντων στήν Ἀλβανία μαχητῶν τους καί τό ὀνόμασαν «Ἱερή Ζώνη».
Τήν τρίτη μέρα τά ἴδια καί χειρότερα. Δύο τάγματα Μελανοχιτώνων παγιδεύονται καί ἀφανίζονται. 501 Ἰταλοί αἰχμάλωτοι, 3 ταγματάρχες καί 17 κατώτεροι ἀξιωματικοί. Καί τήν τέταρτη μέρα δύο ὁμάδες μας αἰχμαλωτίζουν 235 Ἰταλούς μέ ἕναν ἀντισυνταγματάρχη καί ἄλλους 11 ἀξιωματικούς. Καί τά πτώματα τῶν νεκρῶν εἶναι σωρευμένα τό ἕνα πάνω στό ἄλλο. Ἀπό τότε μία ἀπό κεῖνες τίς χαράδρες ὀνομάστηκε «χαράδρα τοῦ θανάτου». Καί οἱ δικές μας ἀπώλειες ὅμως δέν ἦταν μικρές. Προπαντός ἡ δεύτερη (2η) καί ἡ δέκατη ἕβδομη (17η) Μεραρχία εἶχαν ἀποδεκατιστῆ. Σέ αὐτά ἡ Ἰταλία δέν ἔχασε ἁπλῶς κάποιες μάχες, ἔχασε τόν πόλεμο.
Σ’ ἐμᾶς τούς Ἕλληνες σήμερα τό ὄνομα 731 ἀντηχεῖ σάν σάλπιγγα στήν ψυχή μας καί θυμίζει νίκες καί δόξες. Ἀγνοεῖ ὅμως ἴσως ἡ νεότερη γενιά τήν κορυφή πού φέρνει τό ὄνομα τῆς «Γρηᾶς τό Μνῆμα». Μᾶς θυμίζει ὁ λογοτέχνης καί πολεμιστής στίς ἡρωϊκές ἐκεῖνες μάχες Ἄγγελος Βλάχος στό βιβλίο του «Τῆς Γρηᾶς τό Μνῆμα».
«Τό πιό προχωρημένο σημεῖο τοῦ μετώπου, κορυφή τῆς παγωμένης Κάμνια, μέ ὑψόμετρο 2.100 μ.. Ἀπό μακριά φαντάζει σάν στοιχειωμένο κάστρο, τυλιγμένο πάντα σέ κάτι ἀντάρες, ἀπόκοσμο, ἀπειλητικό, ἀπάτητο. Ἄλλον καιρό ἀπό τή χιονοθύελλα δέν ἤξερε τό ὕψωμα αὐτό καί γῆ δέν εἶχε, μονάχα χιόνι. Πού καί πού κάτι γυμνά τυραννισμένα ἔλατα ξεχώριζαν μές τήν ἀσπρίλα. Τ’ ὄνομά του δέν ξέρω ἀπό ποῦ τό πῆρε, μά ἦταν ἀληθινό μνῆμα. Ἄν τύχει καί πεῖς σέ κανέναν ἐπιτελικό πώς ἤσουνα κεῖ πάνω θά ξαφνιαστεῖ, θά σέ κοιτάξει λοξά μήπως τόν γελᾶς. Σ’ αὐτό τό ὕψωμα ὁ στρατός γνώρισε μέρες θανάτου» (Τό Μνῆμα τῆς Γρηᾶς, σελ. 7)
Ὁ ἴδιος λογοτέχνης καθώς καί ὁ Γιάννης Μπεράτης στό βιβλίο του «Τό πλατύ ποτάμι», πού ἔζησαν τίς μαρτυρικές συνθῆκες ἐκείνων τῶν μαχῶν στά ὑψώματα 731 καί τό «Μνῆμα τῆς Γρηᾶς» καί ὅλη τήν ἀγωνία τοῦ ἀλβανικοῦ μετώπου μᾶς μεταδίδουν τά σχετικά βιώματά τους.
«Ἀπό τίς 13 τοῦ Μάρτη οἱ συγκρούσεις τῶν ἀντιπάλων πάνω στό «Μνῆμα τῆς Γρηᾶς» συνεχίζονταν πιό ἄγριες καί φονικές. Ἡ 13 Μαρτίου, χαρακτηρίζεται σάν «κόλαση φωτιᾶς» τήν ὁποία δημιουργεῖ τό πυροβολικό καί ἡ ἀεροπορία τοῦ ἐχθροῦ. Ἐκτός ἀπό τίς χιλιάδες ὀβίδες, πού κατά διαταγή τοῦ Ντοῦτσε ρίχνουν τά κανόνια του μόνο σέ δύο ὧρες ρίχτηκαν 100.000 ὀβίδες συμμετέχουν στή μάχη καί 60 βομβαρδιστικά καί καταδιωκτικά τῶν Ἰταλῶν πού σφυροκοποῦν τίς ἑλληνικές θέσεις. Ἡ μάχη διαρκεῖ ὁλόκληρη σχεδόν τήν ἡμέρα, χωρίς ὅμως ἀποτέλεσμα. Συνεχίζεται καί τή νύχτα μέ αἰφνιδιαστικές ἐπιθέσεις πού ἀποκρούονται ἐπίσης.
Τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἡ μάχη κορυφώνεται σέ ἔνταση, ἀλλά καί ἀγριότητα. Συχνά οἱ Ἕλληνες ἀποκρούουν «διά τῆς ξιφολόγχης» καί οἱ κραυγές πόνου τῶν λογχιζομένων σμίγουν μέ τίς ἰαχές «ἀέρα!» μέ τίς ὁποῖες αὐτοεμψυχώνονται οἱ δικοί μας. Ἡ ἀτμόσφαιρα εἶναι ἐφιαλτική μέσα στό πολεμικό της μεγαλεῖο. Καί τό ἀναπεπταμένο πεδίο τῆς τραχύτατης αὐτῆς μάχης στρώνεται ἀπό ἑκατοντάδες νεκρούς. Μία χαρακτηριστική εἰκόνα: Ἀπό τούς βομβαρδισμούς τοῦ ἰταλικοῦ πυροβολικοῦ καί τῆς ἀεροπορίας ἕνα ὁλόκληρο δάσος πού κάλυπτε τό ὕψωμα 731 καί τά γύρω του ἐξαφανίζεται καί ὅλη ἡ περιοχή δείχνει ἀνασκαμμένη. Ὁ Μουσολίνι συγκαλεῖ νέα σύσκεψη κατά τήν ὁποία διαπιστώνεται ὅτι οἱ ἀπώλειες τῶν τριῶν σωμάτων τοῦ ἰταλικοῦ στρατοῦ πού μετέχουν στήν «ἐαρινή ἐπίθεση» ἔχουν φτάσει ὡς τή στιγμή ἐκείνη στό 12.000 νεκρούς καί τραυματίες. Ἐντούτοις ὁ Ἰταλός δικτάτορας ἐπιμένει ὅτι πρέπει νά συνεχιστεῖ ἡ προσπάθεια ἄσχετα ἀπό τίς θυσίες. Ἀπαιτεῖ τήν κατάληψη τῆς Κλεισούρας. Καί φωνάζει στούς στρατηγούς του: «Τήν ἡμέρα πού θά γίνει γνωστό ὅτι κυριέψαμε τήν Κλεισούρα, ὁ ἑλληνικός στρατός θά καταρρεύσει».
Τήν ἴδια ἀποτυχία ἔχουν καί τήν ἑπόμενη. Ἡ «ἐαρινή ἐπίθεση» ἔχει ἐκφυλιστῆ. Ὁ Ντοῦτσε συγκαλεῖ τή μεγάλη σύσκεψη τῶν στρατηγῶν. Γιά νά τούς ἐνθαρρύνη ἀναφέρει ὅτι ἡ Γιουγκοσλαβία θά προσχωρήση στόν Ἄξονα καί ὅτι 14 γερμανικές μεραρχίες εἶναι ἕτοιμες νά εἰσβάλουν στήν Ἑλλάδα.
Ἀλλά προσθέτει:
«Ἐπιμένω ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά ἐπιτεθοῦμε προτοῦ νά ριχτεῖ ἔστω καί μία γερμανική ὀβίδα... τά χρονικά ὅρια εἶναι γιά μᾶς περιορισμένα. Πρέπει νά βαδίσουμε στή νίκη μέ ὅλες μας τίς δυνάμεις γιά νά μποροῦμε νά λέμε ὅτι ἐμεῖς νικήσαμε τούς Ἕλληνες. Παίζεται ἡ στρατιωτική τιμή τοῦ Ἔθνους. Εἶναι ἀπαράδεκτο νά μήν εἴμαστε ἱκανοί νά δώσουμε ἕνα μαστίγωμα στούς Ἕλληνες. Ἄν ἐπιτεθοῦμε τήν 1η Ἀπριλίου θά ἔχουμε ὅλο τόν καιρό νά τό κάνουμε. Θά μποροῦσα νά ζητήσω ἀπό τόν Χίτλερ νά καθυστερήσει τή δράση του κατά 2-3 ἡμέρες. Ὄχι περισσότερο».
Ἦταν ἡ τελευταία προσπάθεια τοῦ Μουσολίνι νά ἐμψυχώση τά στρατεύματά του, ἀλλά δέν περίμενε ἀποτέλεσμα. Γνώριζε ὅτι «Ἡ ἐπίθεσίς του» εἶχε ὁριστικά ἀποτύχει. Μόλις τελείωσε ἡ σύσκεψη εἶπε ἰδιαιτέρως στόν ὑφυπουργό τῆς ἀεροπορίας Πρίκολο: «Ἀπεφάσισα νά ἐπιστρέψω αὔριο στή Ρώμη. Αὐτό τό περιβάλλον ἐδῶ μοῦ προκαλεῖ ἀηδίαν. Δέν προχωρήσαμε οὔτε βῆμα. Μέ ξεγελοῦσαν ἕως τώρα. Περιφρονῶ βαθύτατα ὅλους αὐτούς τούς ἀνθρώπους. Ἀπόψε ὑπέβαλα ἔκθεση στόν βασιλέα».
Καί τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἔφυγε ἀπό τήν Ἀλβανία κατησχυμμένος μπροστά στά μάτια τοῦ λαοῦ του, ἀλλά καί τῆς διεθνοῦς κοινῆς γνώμης, πού εἶχε πληροφορηθῆ στό μεταξύ τή μετάβασή του στό μέτωπο καί τήν ἐκεῖ παραμονή του ἐπί 13 ὁλόκληρες ἡμέρες. Ὁ Ἰταλός δικτάτορας εἶχε κρατήσει, ὅπως εἴδαμε, ἀπολύτως μυστική ἀπό τόν ἰταλικό καί τόν ξένο τύπο τήν μετάβασή του στήν Ἀλβανία. Ἀλλά ἡ εἴδηση διέρρευσε.
Καί πράγματι ἐπρόκειτο περί «ἄνευ προηγουμένου ταπεινώσεως» τοῦ ὑπερφίαλου δικτάτορα διότι, ἐκτός τοῦ προσωπικοῦ ἐξευτελισμοῦ του εἶχε καί ὁ στρατός του ὑποστῆ μία συνταρακτική ἧττα. Ὁ Ἄγγλος στρατιωτικός κριτικός Σύριλ Φώλς χαρακτήρισε τή συντριβή τῆς «ἐαρινῆς» μουσολινικῆς ἐπιθέσεως ὡς τήν μεγαλυτέραν ἑλληνικήν νίκην τήν ὁποία κατήγαγε ὁ ἑλληνικός στρατός ἀπό τῶν πρώτων ἑβδομάδων τοῦ πολέμου ἴσως δέ καί τῆς μεγίστης του ὅλου πολέμου».
Τέσσερεις ἡμέρες ἀργότερα, καί συγκεκριμένα τήν 27η Μαρτίου, ὁ Χίτλερ τούς κάλεσε νά σταματήσουν κάθε ἐπιθετική ἐνέργεια. Ἔστειλε τό ἑξῆς τηλεγράφημα στόν Ἰταλό σύμμαχό του: «Σᾶς παρακαλῶ τώρα θερμῶς, Ντοῦτσε, νά μήν ἐπιχειρήσετε νά ἀναλάβετε κατά τάς προσεχεῖς ἡμέρας περαιτέρω πρωτοβουλίαν εἰς τήν Ἀλβανίαν».
Καί ὁ Ἰταλός «συνέταιρος» τοῦ Χίτλερ κατέπινε τήν προσβολή καί ἀπαντοῦσε τήν ἑπομένη ἀμέσως ἡμέρα: «Ἔδωσα προσωπικῶς διαταγήν εἰς τόν Καβαλέρο νά ἀναστείλει τήν ἐπίθεσιν, τῆς ὁποίας ἡ ἔναρξις ἐπέκειτο»!
Μέ τό τηλεγράφημα αὐτό, πού θά αἰσθάνθηκε βαρύτατη ντροπή ὅταν τό ὑπέγραφε ὁ Μουσολίνι ἀποδέχονταν τήν ὑποταγή του πρός τόν παντοδύναμο σύμμαχό του. Καί συγχρόνως ἔθετε καί τέρμα στίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις του κατά τῆς Ἑλλάδος, οἱ ὁποῖες πέραν τῶν ταπεινώσεων καί τοῦ διασυρμοῦ, εἶχαν στοιχίσει στό ἰταλικό ἔθνος καί πολύ αἷμα: Νεκροί 13.755, τραυματίες 50.874, κρυοπαγημένοι 12.368, ἀγνοούμενοι (αἰχμάλωτοι ἤ λιποτάκτες) 25.067 καί νοσηλευθέντες σέ διάφορα νοσοκομεῖα 52.108. Οἱ ἀντίστοιχες ἑλληνικές θυσίες ἦταν ἐπίσης μεγάλες: Νεκροί 13.408, τραυματίες 42.485, κρυοπαγημένοι ἀκαθόριστος ἀριθμός, ἀγνοούμενοι ἐλάχιστοι. Ἐάν προστεθοῦν στούς ἀριθμούς αὐτούς τά θύματα τῶν βομβαρδισμῶν καί οἱ τεράστιες γιά τήν οἰκονομική μας ἀντοχή πολεμικές δαπάνες φτάνουμε στό δραματικό συμπέρασμα ὅτι ἡ Ἑλλάδα πλήρωσε τόν πόλεμο ἐκεῖνο μέ βαρύτατο τίμημα.
Καί χωρίς ἀνταπόδοση πέρα ἀπό τήν προσάρτηση τῆς Δωδεκανήσου. Ἡ Βόρειος Ἤπειρος πού εἴχαμε ἀπελευθερώσει ποτίζοντάς την γιά ἄλλη μία φορά μέ πολύ αἷμα, παρέμεινε ὑποδουλωμένη, ὄχι κἄν στόν Ἰταλό ἐπιδρομέα, ἀλλά στόν Ἀλβανό ὑπηρέτη του. Καί ἡ σκληρότατη αὐτή ἀδικία τῶν ἰσχυρῶν τοῦ κόσμου ἦρθε νά κάνη ἀκόμα πικρότερες τίς τόσες θυσίες μας.
Σέ ἐκείνη τή φοβερή μάχη τῆς 25 τοῦ Μάρτη, ἔμπαινε τέρμα στίς πολεμικές συγκρούσεις τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου. Καί τί ἀπόμεινε γιά τόν παντοδύναμο Ἰταλό δικτάτορα, πού θά ἔσπαζε τά πλευρά τῆς Ἑλλάδας; Τίποτα ἄλλο ἀπό τήν ταπείνωση καί τό διασυρμό του. Καί ἀκόμα τό ἀθῶο αἷμα πού πότιζε τά ἀλβανικά βουνά καί ἀπό τά δύο ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα.
Ἡ ἐαρινή ἐπίθεση τῶν Ἰταλῶν τσακίστηκε προπαντός πάνω στό ὕψωμα 731 καί τά ἄλλα τῆς Τρεμπεσίνας. Θά κατέβαινε ὅμως σέ λίγο ὁ Βόρειος σύντροφός του Μουσολίνι, ὁ βεληγκέκας τοῦ βορρᾶ νά ξεπλύνει τήν ντροπή του. Οἱ σιδερόφραχτες οἱ γερμανικές φάλαγγες, ἀπό τή διαλυμένη Γιουγκοσλαβική ἄμυνα ξεχύνονται πρός τά κάτω ἀσυγκράτητες. Σωστή λάβα ἡφαιστείου. Ἡ μικρή Ἑλλάδα περνᾶ ὧρες ἀγωνίας. Τότε εἶναι πού ὁ Γεώργιος Βλάχος ἔγραψε στό Χίτλερ τήν περίφημη «ἀνοιχτή ἐπιστολή» πού ἀνάμεσα στά ἄλλα ἔλεγε: «Ὁ ὀλίγος ἤ πολύς στρατός τῶν Ἑλλήνων πού εἶναι ἐλεύθερος, ὅπως στάθη εἰς τήν Ἤπειρον, θά σταθεῖ ἄν κληθεῖ εἰς τήν Θράκην. Καί τί θά κάμει; Θά πολεμήσει. Καί ἐκεῖ. Καί θά ἀγωνιστεῖ καί ἐκεῖ καί θά ἀποθάνη καί ἐκεῖ. Γιά νά μεταβάλλει εἰς δαυλόν τήν λαμπάδα καί φέρει τήν πυρκαϊάν εἰς τόν μικρόν αὐτόν τόπον ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔμαθε τόν κόσμο ὅλον νά ζῆ, πρέπει τώρα νά τόν μάθει καί νά ἀποθνήσκει».
... ... ...
Ἦταν Πάσχα ἡ 20ή Ἀπριλίου 1941. Οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν ὅμως ἐκείνη τή Λαμπρή δέν σήμαναν τήν Ἀνάσταση, ἀλλά τήν κηδεία τοῦ Ἔθνους μας.
Ἔτσι ἦρθε ὁ κατήφορος τῆς ἐκστρατείας μ’ ἐκείνη τή «Συμφωνία». Τό ἀναποδογύρισμα, ἡ Κάθοδος καί ἡ ὑποχώρηση. Γκρέμισμα δηλαδή ὅσων μέ τόσους κόπους θυσίες καί αἷμα οἰκοδομήθηκε στή «Συμφωνία». Καί τό γκρέμισμα ἀκολουθεῖ ἡ πίκρα καί ἡ ἀπογοήτευση. Ἀλλεπάλληλες συγκλονιστικές εἰκόνες καί ἀναδρομές. Ὁ ἡρωικός στρατός τῆς «Συμφωνίας» μεταβάλλεται σέ μπουλούκια στήν «Κάθοδο». Ξεφτίζουν πιά οἱ ἰδέες, χάνεται ἡ ἀξιοπρέπεια, οἱ ἥρωες γίνονται ἀνθρώπινα ράκη, ἕρμαια τοῦ φόβου καί φεύγουν νά γλιτώσει ὁ καθένας τό σαρκίο του. Μέσα στήν «Κάθοδο» μπορεῖ ὁ καθένας νά προβλέψει καί τά σπέρματα τῆς κατοχῆς πού θ’ ἀκολουθήσει.
Ἔπαιρνε ὁ ἔνδοξος Στρατός μας, οἱ θρυλικοί ἰταλομάχοι μας, βλαστημώντας καί ἀναθεματίζοντας τούς αἴτιους, τό δρόμο τοῦ γυρισμοῦ μέ σκυμμένο τό κεφάλι. ἑδάφη παρμένα μέ θυσίες καί αἷμα, κρατημένα μέ τά δόντια μέσα στίς ἄγριες βαρυχειμωνιές, τώρα τά παρέδιναν «ἄνευ ὅρων». Κάθε βουνοκορφή, κάθε διάσελο καί κάθε χωριό πού ποτίστηκε μέ τόσο ἑλληνικό αἷμα, τώρα ἔπρεπε νά ξεχαστεῖ. Μαζί καί ἡ ἑξάμηνη ἐκστρατεία, ὁ χειμώνας, ἡ πείνα πού τούς εἶχαν ἐξαντλήσει, τούς εἶχαν ἀποδεκατίσει.
Ἕνας στρατός φαντασμάτων γύριζε ἀπό τήν Ἀλβανία. Ὅ,τι ἔφτιαξε μέ τόσο κόπο καί αἷμα δέν τοῦ ἀνήκει πιά. τοῦ παίρνουν ὅλες του τίς ἐλπίδες. Ἀκόμα τό τουφέκι καί τό ξίφος. Καί ἦρθε ἡ Λαμπρή καί ἔμεινε καί χωρίς λαμπάδα. Πῶς νά γιορτάσει καί νά προσευχηθεῖ;
Γράφει ὁ Κ. Στολίγκας:
«Μερικοί πέφτουν κάτω, κλαῖνε, ἀσπάζονται τό χῶμα. Ἄλλοι μέ δακρυσμένα μάτια ἀποχαιρετοῦν τά κορφοβούνια καί τό χαμένο ὄνειρο πού τόσον καιρό ἐκεῖ στό χιόνι, στό ἀντίσκηνο, στή σκοπιά, στήν περίπολο, στίς ἀτέλειωτες παγωμένες νύχτες, τούς θέρμαινε νά γυρίσουν κάποτε πίσω νικητές μέ βῆμα γοργό, συνταγμένοι, μέ σπαθιά πού νά ἀστράφτουν, οἱ σάλπιγγες νά σαλπίζουν, τά μαντήλια νά τούς καλωσορίζουν, τά «ζήτω» νά τούς φουσκώνουν τά στήθη. Ἐνῶ τώρα...
Τήν τραγική εἰκόνα τοῦ στρατοῦ μας πού γύρισε ἀπό τήν Ἀλβανία ἐκφράζει ὁ ποιητής Γιάννης Ρίτσος μέ τούς παρακάτω στίχους του:
«Κατηφόρισαν μέ σκισμένα χιτώνια, μέ παλιά τουφέκια
δίχως ψωμί στό γυλιό δίχως σφαῖρες…
Εἶχαν βαδίσει μῆνες καί μῆνες πάνου σ’ ἄγνωστες πέτρες
πάνου στό χιόνι μαζί μέ τίς ἐλιές τους καί τά ἀμπέλια τους
ἄλλος ἄφησε κεῖ πάνου ἕνα πόδι, ἕνα χέρι,
ἄλλος ἄφησε ἕνα μεγάλο κομμάτι ἀπ’ τήν ψυχή του
καθένας καί ἕναν ἤ πιότερους νεκρούς...»
Καί ὁ Ἄγγελος Βλάχος συνεχίζει:
«Πρίν ξεκινήσω γύρισα νά δῶ. Ἐκεῖ στό βάθος, σβησμένο σάν σκιά τοῦ ἀέρα τό Μνῆμα τῆς Γρηᾶς. Γιατί δέν ἔπεσα καί ἐγώ ἐκεῖ πάνω; Νά ‘πεφτα πολεμώντας μέ τό ὅπλο μου στά χέρια φωνάζοντας «ἀέρα» στούς Ἰταλούς … Χαρά σου Σεραφείμ... Ἀρχίσαμε νά τσακίζουμε. Σήμερα εἶναι Δευτέρα πρωί. Περπατᾶμε ἀπό τό Σάββατο. Μεγάλη Δευτέρα σήμερα. Τήν ἄλλη Κυριακή ἔχουμε Πάσχα. Πάσχα; Τί πάει νά πεῖ Πάσχα; Γιορτή;
Ὁ γυλιός εἶναι βαρύς. Τσακίζει τίς πλάτες, μουδιάζει τή μέση. Τό στόμα κι ὁ λάρυγγας καῖνε ἀπό τή δίψα. Νά φτάσουμε στά χιόνια, νά φουχτώσουμε λίγο νά δροσιστοῦμε! Καί περπατᾶμε. Καί περπατᾶμε πάνω στό δρόμο τόσες χιλιάδες ἄνθρωποι δίχως μία λέξη, μία φωνή, μ’ ἕναν κόμπο στό λαιμό κι ἕνα σφίξιμο στά στήθια. Καί νιώθεις τά δόντια σφιγμένα ἀπό ἕνα κάποιο τί πού μοιάζει μέ λύσσα, ἀπελπισία, ἀπόγνωση, πίκρα. Σάν ἕνα σῶμα περπατάει αὐτός ὁ στρατός. Πελώριο φίδι σφιχτοδεμένο, πού σέρνεται σέ χιλιόμετρα δρόμο χωρίς ἕνας νά πέφτει, ἕνας νά μιλάει, ἕνας νά κάθεται νά ξεκουραστεῖ.
Στήν ἄκρη ἑνός μικροῦ χωριοῦ νά ἕνα ἐρημοκλήσι καί στό πλατύσκαλό του ἀκουμπησμένος ἕνας γέροντας. Φαινόταν ἐξαντλημένος. Ἀνασηκώθηκε χαρούμενος ὅταν μᾶς εἶδε, ἀγκάλιασε τούς στρατιῶτες μας καί μέ δάκρυα στά μάτια μίλησε:
«Σέ τοῦτο τό ἐκκλησάκι ἀρκετοί παπάδες σφαγιάστηκαν ἀπό τούς τουρκαλβανούς, πολλά παλικάρια σκοτώθηκαν, πονεμένες γυναῖκες ἄναβαν τά καντήλια χρόνια καί χρόνια. Τώρα οἱ ἐχθροί τῆς πίστης μᾶς τό ρήμαξαν. Οἱ τουρκαλβανοί, ἀφοῦ κρεμάσανε τόν πάτερ Νικόδημο, σπάσανε μέ τά τσεκούρια τήν ἐξώθυρα τό ρημοκλκσιοῦ καί χιμήξανε μέσα στό ἱερό νά τό συλήσουν. Βρῆκαν τό Ἅγιο Δισκοπότηρο ὅλο ἀπό ἀτόφιο ἀσήμι, βρῆκαν τά κλαδωτά τά μεταξοΰφαντα ἄμφια τοῦ Νικόδημου, βρῆκαν καί τήν καντήλα τήν ἀσημοδεμένη. Πῆραν τό Τετραβάγγελο πού ἦταν μαλαμοκαπνισμένο, καί τό ρίξανε σ’ ἕνα σακί. Ὕστερα ἐξοργισμένοι πού δέν πέτυχαν τίποτα πιό ἀκριβό νά τό σκυλέψουνε, σήκωσαν τά χαντζάρια καί βαρέσανε τά εἰκονίσματα. Βγάλανε τά μάτια τῆς Παναγίας πού κρατοῦσε τό Βρέφος στήν ἀγκαλιά Της, τρύπησαν τίς κόγχες τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ - Θεέ μου, συγχώρεσέ με!- καί τῶν τεσσάρων Εὐαγγελιστῶν πού στέκανε ὄρθιοι στίς τέσσερις γωνίες, τούς βγάλανε τά μάτια.
Κι ἕνας ἀπό τούς ἁγιογδύτες, ὁ πιό σκληρόκαρδος, τράβηξε τήν πιστόλα του καί σημάδεψε τή Μητέρα τοῦ Θεοῦ κατάστηθα. Τό βόλι καρφώθηκε στό ἅγιο στῆθος, ὅμως,- νά, τό θαῦμα - τό διάβα τοῦ βολιοῦ δέν τρύπησε τήν εἰκόνα, μόν’ ἔσβησε εὐθύς ἀμέσως τ’ ἀχνάρι του καί ἀπόμεινε σάν ἕνα δάκρυ τόσο δά μικρό, ἄλικο ἀπάνω στό λευκό πουκάμισό Της. Σά νά μή χόρτασαν τά σκυλιά, τσάκισαν μέ τά τσεκούρια τους τά στασίδια - 8 ἦταν ὅλα ὅλα- σέ χίλια κομμάτια θρύψαλα. Ἐκείνη τήν ὥρα πού εἶναι ὁ Κύριος ὀργισμένος, ἔσεισε τά οὐρανοθέμελα ὡς τό κατακλείδι τους, μέ τ’ ἀστραπόβροντό Του, καί οἱ ἄπιστοι, ὡσάν τρελοί ἀπό τό φόβο τά παράτησαν ὅλα καί πηλαλοῦνε τόν κατήφορο ὡς τό κονάκι τοῦ μπέη κραυγάζοντας «Ἀλλάχ, Ἀλλάχ!...»
Ἀπό κείνη τή νυχτιά κανένας δέν ξανανέβηκε στήν Ἁγία Τριάδα. ...Σέ λίγα λεπτά γέμισε τό ἐκκλησάκι μέ φαντάρους.
Καί ἡ συναρπαστική πένα τοῦ Γιάννη Μπεράκη συμπληρώνει:
«Μέσα ψέλνανε ψέλνανε ὅλοι μαζί σάν ἕνα στόμα. Φωνές τραχιές καί βραχνιασμένες, πρόσωπα παιδεμένα καί ἀγριωπά, ὅλοι τους βουτημένοι στό χακί, ὁ ἕνας κολλητά κολλητά στόν ἄλλον, ὅλα τα κεφάλια ξεσκούφωτα δίχως δίκωχα μ’ ἕνα κομματάκι κερί ὁ καθένας στό χέρι, νά κοιτάζει μέ χαμηλωμένα μάτια τή φλόγα του καθώς τρεμόπαιζε μπροστά στή φωνή.
Δέν ἔβλεπα κανέναν παπά. Πῆγα καί συμμαζώχτηκα δίπλα σ’ ἕνα στασίδι. Μοῦ φαινότανε πώς κάνω μεγάλη φασαρία μ’ ὅλα τοῦτα τά σιδερικά πού κουβαλάω ἐπάνω μου. Ἔβγαλα προσεκτικά τήν κάσκα, ἔκανα μέ κατάνυξη τό σταυρό μου. Ναί, «ἐκ νυκτός ὀρθρίζει τό πνεῦμα μου πρός σέ, ὅπως ψέλνανε οἱ φωνές. Εἶχα ἐντελῶς ξεχάσει πώς σήμερα ἀρχίζει ἡ Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν. Ἔνιωθα μιά μεγάλη ἀδυναμία, τά νεῦρα μου τσακισμένα, ἀπό μέσα μου ὅλο κάτι φούσκωνε καί ἀνέβαινε, μοῦ ‘σφιγγε τό λαιμό, ἕτοιμο νά ξεσπάσει σέ κλάμα. Ὄχι, δέν ἤτανε μόνο γιά τόν ἑαυτό μου καί γιά τήν κατάντια του πού ἤθελα νά κλάψω, ἀλλά ὅλοι τοῦτοι ἐδῶ οἱ στρατιῶτες τώρα πού ψέλνανε ἔτσι δεητικά, μοῦ θυμίζανε κάτι ἄλλους συγκεντρωμένους στρατιῶτες, πού τόσες λίγες μέρες πρωτύτερα, στίς 25 Μαρτίου, τραγουδούσανε μέ τέτοια πεποίθηση καί μέ τέτοια ἀνδρειωμένη παλληκαριά τόν Ὕμνο μας τῆς Λευτεριᾶς πάνω στίς ἀλβανικές βουνοκορφές.
«Ἐπί τῷ ὀδυρμῷ νῦν προσθέσωμεν ὀδυρμόν» γιόμισε πένθιμα ὁ ψαλμός στήν ἐκκλησία. Τότε μέ μιᾶς δέν μπόρεσα νά κρατηθῶ καί ἔβγαλα βιαστικά- βιαστικά τό μαντήλι μου κάνοντας πώς σκουπίζω τό ἱδρωμένο μου πρόσωπο. Ἔμεινα γιά μερικές στιγμές ἀκόμη. Δέν ἤξερα κανέναν ψαλμό κι ἔνιωθα, ἴσως γι’ αὐτό, κάπως παρείσακτος ἐδῶ μέσα. Πατώντας ὅσο ἀθόρυβα μποροῦσα πάνω στίς μύτες τῶν ποδιῶν, τράβηξα κατά τήν πορτούλα πού ‘χε μείνει μισάνοιχτη. Ἔξω εἶχε σηκωθεῖ πολύς ἀέρας, βαριά σύννεφα μαζευόντουσαν ἀπό παντοῦ, θά ξέσπαγε πάλι βροχή, τά κυπαρίσσια ἔγερναν ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ τίς κορφές τους καί βουΐζανε πάνω ἀπ’ τό κεφάλι μου».
- Προβολές: 2797