Γραπτὸ Κήρυγμα: Κυριακή 23 Ἰουλίου - Ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος
Γραπτὸ Κήρυγμα
Τήν προηγούμενη Κυριακή, ἀγαπητοί ἀδελφοί, εἴδαμε πῶς ἡ Γ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἀντιμετώπισε τήν αἵρεση τοῦ Νεστορίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, πῶς τόν κατεδίκασε καί πῶς ὁριοθέτησε τήν πίστη γιά τόν Θεάνθρωπο Χριστό καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ὕστερα μάλιστα ἀπό τήν συμφωνία, τίς λεγόμενες «Διαλλαγές» πού ἔγιναν τό 433 μ.Χ. μεταξύ τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί τοῦ Ἰωάννου Ἀντιοχείας.
Ὅμως, μετά τήν ἐκδημία τῶν δύο αὐτῶν Πατριαρχῶν (Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας καί Ἰωάννου Ἀντιοχείας) οἱ φανατικοί μαθητές τους ἀνεκίνησαν τό θέμα αὐτό, θεωρώντας ὅτι καί οἱ δύο ὑπεχώρησαν ἀπό τίς θέσεις τους πού ὑποστήριζαν προηγουμένως, πράγμα τό ὁποῖο δημιούργησε προβλήματα στήν Ἐκκλησία.
Πρόκειται γιά τόν Εὐτυχῆ, τόν Διόσκορο καί ἄλλους Ἀντιοχειανούς Θεολόγους. Ὁ Εὐτυχής δίδασκε μέν ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός εἶχε δύο φύσεις πρίν τήν ἕνωση, ἀλλά ὁμολογοῦσε μία φύση μετά τήν ἕνωση. Δηλαδή ἔλεγε ὅτι μετά τήν ἕνωση τῶν δύο φύσεων ἀπορροφήθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν θεία φύση. Αὐτό τό πρόβλημα συνεχιζόταν, γιατί ἀκόμη γινόταν σύγχυση μεταξύ τῆς φύσεως καί τοῦ προσώπου, ὁπότε θεωροῦσαν ὅτι τό ἕνα πρόσωπο, συνδέεται μέ τήν μία φύση.
Τότε συνεκλήθη ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος στήν Χαλκηδόνα, μέ ἀπόφαση τῶν Αὐτοκρατόρων Μαρκιανοῦ καί Πουλχερίας, τό 451 μ.Χ., μέ τήν προεδρεία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ἀνατολίου καί τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Πάπα Ρώμης Λέοντος. Ἡ Σύνοδος αὐτή ἀποδέχθηκε τήν ἀπόφαση τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ἀκολουθώντας τούς προηγουμένους Πατέρες, δηλαδή «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσιν», ὅπως γράφεται, ἀποφάσισε ὅτι ἐμεῖς ὁμολογοῦμε ὅτι ἕνα εἶναι τό πρόσωπο καί μία εἶναι ἡ ὑπόσταση τοῦ Λόγου, «ἐν δύο φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζομένη» καί ὅτι πουθενά δέν ἀναιρεῖται ἡ διαφορά τῶν φύσεων λόγῳ τῆς ἑνώσεως, ἀλλά σώζεται ἡ ἰδιότητα κάθε φύσεως γιά τήν ἑνότητα στό ἕνα πρόσωπο-ὑπόσταση τοῦ Λόγου.
Ὅλο αὐτό τό θέμα μπορεῖ νά φαίνεται φιλοσοφικό, πού δέν ἔχει σχέση μέ τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά αὐτό δέν ἰσχύει γιά τούς ἑξῆς λόγους.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ τήν μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, Παλαιᾶς καί Νέας Διαθήκης, ἰδίως μέ τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ στούς Ἀποστόλους, γνώριζαν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός, ὁ ὁποῖος ἐνηνθρώπησε γιά νά νικήση τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο. Στόν Ἰορδάνη ποταμό φανερώθηκε ἡ ὕπαρξη τῆς Ἁγίας Τριάδος. Στό Ὄρος Θαβώρ ἔλαμψε τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκά ὅπως τό φῶς. Ἐπίσης, ἡ φωτεινή νεφέλη ἐκάλυψε τούς Μαθητές καί ἀκούσθηκε ἡ φωνή τοῦ Πατρός. Αὐτό τό Φῶς δέν ἦταν κτιστό, ἀλλά θεῖο, ἄκτιστο, ἦταν τό Φῶς τῆς θεότητος. Στόν Χριστό ὑπῆρχε ἡ ἀνθρώπινη φύση (ψυχή, σῶμα), ἀλλά ἀπό μέσα ἐξερχόταν καί ἡ λάμψη τῆς θεότητος. Αὐτό τό Φῶς δέν ἦταν μία ἄλλη φύση, ἀλλά ἡ θεία φύση πού ἦταν ἑνωμένη μέ τήν ἀνθρώπινη φύση στόν Χριστό. Ἔτσι, φανερώθηκε ἡ θεότητα τοῦ Χριστοῦ χωρίς νά καταργῆται ἡ ἀνθρώπινη φύση. Αὐτό ἔκανε τούς Πατέρες νά ποῦν ὅτι οἱ δύο φύσεις –θεία καί ἀνθρωπίνη– ἐνεργοῦν στήν ὑπόσταση-πρόσωπο τοῦ Λόγου «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως».
Αὐτήν τήν ἐμπειρία τήν εἶχαν πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τό βλέπουμε καθαρά στόν Μέγα Βασίλειο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο καί σέ πολλούς μεταγενέστερους Πατέρες, ὅπως τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ καί ἄλλους. Καί γι’ αὐτό ὅλοι οἱ Πατέρες ἔχουν ταυτότητα ἐμπειρίας καί πίστεως μέ τούς Προφῆτες καί τούς Ἀποστόλους.
Ἔπειτα, αὐτήν τήν διατύπωση δέν τήν ἔκαναν γιά νά φιλοσοφήσουν λογικά γιά τόν Χριστό, διότι αὐτό τό μυστήριο δέν μπορεῖ νά κατανοηθῆ λογικά, οὔτε τό ἔκαναν γιά νά ἀναπτύξουν τήν φιλοσοφία, ἀλλά τό ἔκαναν γιά νά ἀπαντήσουν στούς αἱρετικούς τῆς ἐποχῆς τους, οἱ ὁποῖοι φιλοσοφοῦσαν. Ἔτσι, οἱ αἱρετικοί θεολόγοι προσπαθοῦσαν νά κατανοήσουν αὐτό τό μυστήριο μέ τούς ὅρους τῆς φιλοσοφίας, ἐνῶ οἱ Πατέρες χρησιμοποίησαν μερικούς ὅρους, ὅπως οὐσία, φύση, πρόσωπο, ὑπόσταση, γιά νά ἀπαντήσουν στούς αἱρετικούς θεολόγους καί νά ἀποδομήσουν τόν φιλοσοφικό τρόπο σκέψεώς τους.
Αὐτό σημαίνει ὅτι τό δόγμα, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, εἶναι ἡ φανέρωση-ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες στήν Παλαιά Διαθήκη ἀσάρκως καί στούς Ἀποστόλους στήν Καινή Διαθήκη ἐν σαρκί. Ἀντίθετα, οἱ ὅροι εἶναι οἱ λέξεις, εἶναι ρήματα, πού χρησιμοποίησαν οἱ Πατέρες γιά νά διαφυλάξουν τό δόγμα, τήν ἀποκάλυψη τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό οἱ ὅροι δηλώνουν τά ὅρια μεταξύ ἀληθείας καί πλάνης.
Τίς ἀποφάσεις τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅπως καί τῶν ἄλλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἡ Ἐκκλησία τίς ἔκανε τροπάρια, τά ὁποῖα ψάλλουμε στήν Ἐκκλησία, καί γίνονται προσευχή, ὁπότε συνδέονται στενά τό δόγμα, οἱ ὅροι τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων μέ τήν λατρεία τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό δείχνει τήν μεγάλη ἀξία τῆς λατρείας, μέσα στήν ὁποία ὁμολογοῦμε καί ζοῦμε τόν Θεάνθρωπο Χριστό.
Ο Μητροπολιτης
† Ο Ναυπακτου και Αγιου Βλασιου
ΙΕΡΟΘΕΟΣ
- Προβολές: 2926