Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, 28 Ἰανουαρίου

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς:  Ὅσιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος, 28 ἸανουαρίουὉ ὅσιος Ἐφραίμ γεννήθηκε στίς ἀρχές τοῦ 4ου αἰώνα μ.Χ. στήν Νίσιβη τῆς Συρίας ἀπό γονεῖς Ὁμολογητές καί Μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι τήν περίοδο τῶν σκληρῶν διωγμῶν ἐπί Διοκηλητιανοῦ ἔδωσαν μέ παρρησία τήν ὁμολογία τους γιά τόν ἀληθινό Θεό καί τήν σφράγισαν μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου τους. Γι’ αὐτό καί ὁ ὅσιος, ὅταν ἀναφερόταν σέ αὐτούς, ἔλεγε: «Μαρτύρων συγγενής εἰμί». Διδάσκαλο εἶχε τόν Ἐπίσκοπο Ἰάκωβο, ἄνδρα μεγάλης θεολογικῆς παιδείας, ὁ ὁποῖος τόν χειροτόνησε διάκονο. Ἄλλη χειροτονία δέν ἔλαβε. Ὑπῆρξε γνήσιος ἀσκητής, φλογερός ρήτορας καί περίφημος συγγραφέας. Τόν ἀπεκάλεσαν προφήτη τῶν Σύρων, στύλο τῆς Ὀρθοδοξίας, στόμα καί κιθάρα τοῦ Πνεύματος, καί κρατήρα κατανύξεως. Λίγο πρίν ἀπό τήν κοίμησή του ἐπισκέφθηκε στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας τόν Μέγα Βασίλειο.

Ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ.

Στήν συνέχεια, θά προσπαθήσουμε νά εἰσέλθουμε στόν εὐώδη λειμώνα τῶν θεοπνεύστων γραφῶν του, προκειμένου νά δρέψουμε μερικά ἄνθη, τά ὁποῖα εἶναι γεμάτα μέ θεσπέσιο μεθυστικό ἄρωμα, γιά νά τά προσφέρουμε σέ ἐκείνους πού εἶναι ἐθισμένοι στά οὐράνια ἀρώματα. Μέ ἄλλες λέξεις, θά παρατεθοῦν, ἀποσπάσματα ἀπό τούς λόγους τοῦ Ὁσίου, οἱ ὁποῖοι εἶναι πάντοτε ἐπίκαιροι, διδακτικοί καί ὠφέλιμοι.

- «Ἀπό τό χωράφι προέρχεται ἡ χαρά τοῦ θερισμοῦ, ἀπό τό ἀμπέλι οἱ καρποί πού τρῶμε, καί ἀπό τίς Γραφές ἡ διδασκαλία πού ζωογονεῖ. Τό χωράφι ἔχει θερισμό μιά φορά τόν χρόνο, καί τό ἀμπέλι ἔχει τρύγο μιά φορά τόν χρόνο, ἡ Γραφή ὅμως ὅταν ἀναγινώσκεται, ἀναβλύζει πάντοτε διδασκαλία πού ζωογονεῖ. Τό χωράφι ὅταν θερισθῆ, ἀδειάζει, καί τό ἀμπέλι ὅταν τρυγηθῆ χάνει τόν καρπό του, ἡ Γραφή, ὅμως, καί ἄν ἀκόμη θερίζεται κάθε ἡμέρα, δέν λείπουν ἀπό αὐτήν τά στάχυα ἐκείνων πού τήν ἑρμηνεύουν∙ κάθε ἡμέρα τήν τρυγοῦν, καί ὅμως τά σταφύλια τῆς ἐλπίδας, πού ὑπάρχουν σέ αὐτήν, δέν ἐξαντλοῦνται».

Εἶναι φανερό ὅτι θέλει νά τονίση τήν μεγάλη ἀξία τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τήν ὠφέλεια πού ἀποκομίζει κανείς ἀπό τήν μελέτη της. Πράγματι, ἡ Ἁγία Γραφή εἶναι βρώση καί πόση πνευματική, πού τρέφει, δροσίζει καί ζωογονεῖ τόν ἄνθρωπο, τόν «μεθᾶ» κυριολεκτικά, καί τοῦ πτερώνει τήν ἐλπίδα. Ἀλλά ὅσους καρπούς της καί νά δρέψη κανείς, αὐτή παραμένει ἀνεξάντλητη σέ οὐράνια νοήματα καί ἐλπιδοφόρα μηνύματα.

 

«Ὀκτώ εἶναι ὅλοι οἱ λογισμοί πού προξενοῦν τίς ἁμαρτίες∙ ἡ γαστριμαργία, ἡ πορνεία, ἡ φιλαργυρία, ὁ θυμός, ἡ ἄκαιρη λύπη, ἡ ἀκηδία, ἡ κενοδοξία καί ἡ ὑπερηφάνεια»

 

 

- «Ὀκτώ εἶναι ὅλοι οἱ λογισμοί πού προξενοῦν τίς ἁμαρτίες∙ ἡ γαστριμαργία, ἡ πορνεία, ἡ φιλαργυρία, ὁ θυμός, ἡ ἄκαιρη λύπη, ἡ ἀκηδία, ἡ κενοδοξία καί ἡ ὑπερηφάνεια». Δηλαδή, οἱ λογισμοί μέ τούς ὁποίους μᾶς πολεμᾶ ὁ διάβολος εἶναι ὀκτώ καί ἔχουν σχέση μέ τά παραπάνω πάθη. Καί ὅσο τά πάθη  αὐτά νικῶνται καί καταπραΰνονται, τόσο ἀτονεῖ καί ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου μέ τούς λογισμούς. Ὁ ὅσιος, ὅμως, δέν ἀρκεῖται στήν ἀπαρίθμησή τους, ἀλλά ὡς ἔμπειρος πνευματικός ἰατρός ὑποδεικνύει καί τόν τρόπο θεραπείας τους, ὁ ὁποῖος εἶναι διαφορετικός γιά τό κάθε πάθος, ἀφοῦ «ἡ γαστριμαργία θεραπεύεται μέ τήν ἐγράτεια καί τόν φόβο τοῦ Θεοῦ∙ ἡ πορνεία μέ τήν ἀγρυπνία, τήν δίψα καί τήν μνήμη τοῦ θανάτου∙ ἡ φιλαργυρία μέ τήν ἀκτημοσύνη καί τήν λιτότητα∙ ὁ θυμός μέ τήν πραότητα, τήν μακροθυμία, τήν προσευχή καί τήν συγχώρηση∙ ἡ ἄκαιρη λύπη μέ τό νά μή λυπᾶται κανείς γιά τά πρόσκαιρα πράγματα. Ἐπίσης, ἄν δαρῆ ἤ ἐξευτελισθῆ ἤ καταδιωχθῆ νά μή λυπηθῆ, ἀλλά νά χαίρεται, καί νά λυπᾶται μόνον ὅταν διαπράξη κάποια ἁμαρτία. Ἀλλά καί τότε νά λυπᾶται μέ μέτρο, γιά νά μή πέση στήν ἀπελπισία καί ὁδηγηθῆ στήν ἀπώλεια∙ ἡ ἀκηδία μέ τήν ἐργασία, τήν μελέτη, τήν προσευχή καί τήν διαρκῆ παραμονή κοντά στόν Θεό∙ ἡ κενοδοξία μέ τό νά μή ἀγαπᾶ κανείς τούς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων, οὔτε τήν πρωτοκαθεδρία, καί μέ τήν αὐτομεμψία∙ καί ἡ ὑπερηφάνεια μέ τό ὅ,τι καί νά κάνη κανείς, νά μήν λέη ὅτι μέ τόν δικό του κόπο ἔγινε ἤ μέ τήν ἀνδρεία του, ἀλλά μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ».

Ὅποιος ἐνίκησε τά πάθη του αὐτός διατηρεῖ τόν νοῦ του καθαρό ἀπό τούς λογισμούς. Καί ὁ καθαρός νοῦς φωτίζεται ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἀποκτᾶ μνήμη Θεοῦ καί ἀδιάλειπτη προσευχή.

- «Ἡ ὑπομονή δέν εἶναι μία, ἀλλά ἀναζητεῖται μέσα σέ πολλές ἀρετές. Διότι ὁ ὑπομονετικός σχετίζεται μέ ὅλες τίς ἀρετές. Χαίρεται, δηλαδή, μέσα στίς θλίψεις καί προοδεύει μέσα στίς ταλαιπωρίες∙ ἀγάλλεται μέσα στούς πειρασμούς... στήν μακροθυμία εἶναι ὥριμος, στήν ἀγάπη εἶναι τέλειος, στίς προσβολές πού τοῦ γίνονται εὐλογεῖ... στίς νηστεῖες εἶναι πρόθυμος, στήν προσευχή ὑπομονετικός, στίς ὑπηρεσίες πρός τούς ἄλλους εὐγενικός, στίς συσκέψεις εὐχάριστος. Αὐτός πού ἀπέκτησε ὑπομονή, ἀπέκτησε ἐλπίδα, διότι ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος εἶναι στολισμένος μέ κάθε καλό ἔργο».

Χωρίς ὑπομονή τίποτε δέν μπορεῖ νά κατορθωθῆ, οὔτε ὑλικό οὔτε πνευματικό. Ἡ ὑπομονή γεννᾶται ἀπό τήν ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί γεννᾶ τήν ἐλπίδα. Διώχνει τό ἄγχος, τήν σύγχρονη αὐτή μάστιγα, καί χαρίζει τήν ἐσωτερική εἰρήνη. Καί τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται εὐγενικός καί εὐχάριστος.

- «Νά λές στόν Θεό πολλά, καί στούς ἀνθρώπους λίγα. Καί ἄν ἀκόμη ἁπλώνεις τό χέρι σου σέ ἐργασία, τό στόμα σου ἄς ψάλλει, καί ὁ νοῦς σου ἄς προσεύχεται. Ἡ ψαλμωδία εἶναι γαλήνη τῆς ψυχῆς καί χορηγός τῆς εἰρήνης∙ ἡ ψαλμωδία εἶναι σύνδεσμος τῆς φιλίας, ἕνωση τῶν ἀπομακρυσμένων, συμφιλίωση αὐτῶν πού ἐχθρεύονται μεταξύ τους. Ἡ ψαλμωδία εἶναι προσέλκυση τῆς βοήθειας τῶν Ἀγγέλων, ὅπλο γιά τούς νυκτερινούς φόβους, ἀνάπαυση γιά τούς κόπους τῆς ἡμέρας, ἀσφάλεια γιά τά νήπια, κόσμημα γιά τούς γέρους, παρηγοριά γιά τούς ἡλικιωμένους, πολύ ταιριαστό στολίδι γιά τίς γυναῖκες... Συνετίζει τά πλήθη τῶν πόλεων. Εἶναι τό ἀλφάβητο γιά τούς ἀρχάριους, ἡ αὔξηση γι’ αὐτούς πού προοδεύουν, τό στήριγμα γι’ αὐτούς πού προχωροῦν στήν τελειότητα, φωνή τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτή λαμπρύνει τίς γιορτές∙ αὐτή προξενεῖ τήν λύπη, πού εἶναι σύμφωνη μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, διότι ἡ ψαλμωδία βγάζει δάκρυα ἀκόμη καί ἀπό πέτρινη καρδιά. Ἡ ψαλμωδία εἶναι ἔργο τῶν ἀγγέλων, τό οὐράνιο πολίτευμα, τό πνευματικό θυμίαμα. Ἡ ψαλμωδία εἶναι ὁ φωτισμός τῶν ψυχῶν, ὁ ἁγιασμός τῶν σωμάτων».

Ἐμεῖς, συνήθως, κάνουμε τό ἀντίθετο. Δηλαδή λέμε στούς ἀνθρώπους πολλά καί στόν Θεό λίγα ἤ καί καθόλου. Ἄν θέλουμε νά προκόψουμε θά πρέπει νά μάθουμε νά προσευχόμαστε πολύ καί νά μιλᾶμε λίγο. Καί κατά τήν ὥρα τῆς ἐργασίας καλόν θά εἶναι νά ψάλλουμε, κυρίως ὅταν ἐργαζόμαστε χειρωνακτικά. Τότε ὁ νοῦς μας θά ἐλευθερώνεται ἀπό τούς  ἐμπαθεῖς λογισμούς και ἡ ψυχή μας θά γαληνεύη.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 4112