Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνός: Νεομάρτυς Δῆμος ὁ ἁλιεύς, 10 Ἀπριλίου
Ὁ Νεομάρτυς Δῆμος ἔζησε τόν 18ο αἰώνα μ.Χ. Καταγόταν ἀπό τήν περιοχή τῆς Ἀνδριανουπόλεως καί ἐργαζόταν ὡς ἁλιεύς (ψαράς) στήν Σμύρνη. Ἐργάστηκε καί σέ ἰχθυοπωλεῖο, ἀλλά ὁ Τοῦρκος ἰδιοκτήτης τόν ἐκμεταλλευόταν καί ἀντί νά τοῦ δίνη τά χρήματα πού ἐδικαιοῦτο νά λαμβάνη, τοῦ κατελόγισε καί χρέος. Τό ἑπόμενο ἔτος ἀνέλαβε ἄλλος τήν διεύθυνση τοῦ ἰχθυοπωλείου καί ζήτησε ἀπό τόν Δῆμο νά δουλέψη ἐκεῖ. Καί τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι, ὅταν ἐξοφλήση τό χρέος του θά τοῦ δώση τά χρήματα πού δικαιοῦται νά λαμβάνη. Ἐκεῖνος ἀρνήθηκε νά ἐργασθῆ ξανά στό συγκεκριμένο ἰχθυοπωλεῖο, γι’ αὐτό καί ὁ νέος ἰδιοκτήτης τόν συκοφάντησε ὅτι τάχα εἶπε πώς θά γίνη μουσουλμάνος καί τώρα τό ἀρνεῖται, καί τόν κατήγγειλε στόν δικαστή μαζί μέ κάποιους ψευδομάρτυρες. Μάταια ὁ Δῆμος προσπαθοῦσε νά ἀποδείξη τήν ἀθωότητά του λέγοντας ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι συκοφαντίες. Ὁμολόγησε, ὅμως, μέ θάρρος τήν πίστη του, γι’ αὐτό καί τόν βασάνισαν σκληρά καί τόν ἔριξαν στήν φυλακή. Τέλος τόν ἀποκεφάλισαν στίς 10 Ἀπριλίου 1763, καί ἔτσι ἔλαβε τό ἀμάραντο στεφάνι τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Χριστιανοί τῆς περιοχῆς, ἀφοῦ ἔδωσαν «ἀργύρια ἱκανά» στούς δημίους, πῆραν τό μαρτυρικό σῶμα καί τό ἔθαψαν στόν ἱερό Ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ὅταν ἀργότερα ἔκαναν ἀνακομιδή, τά ὀστά τοῦ Νεομάρτυρος εὐωδίαζαν καί θεράπευσαν πολλούς, οἱ ὁποῖοι ἔπασχαν ἀπό ἀνίατες ἀσθένειες. Οἱ πιό ἐντυπωσιακές ἀπό αὐτές τίς θεραπεῖες εἶναι σημειωμένες στά Συναξάρια. Καί διαβάζοντάς τες κανείς δέν μπορεῖ παρά νά ἀναφωνήση μαζί μέ τόν ἱερό Ὑμνογράφο: «Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος, ὅτι ὀστέα γυμνά ἐκβλύζουσιν ἰάματα, δόξα τῷ μόνῳ Θεῷ ἡμῶν».
Ὁ βίος καί ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τήν ἀφορμή νά τονίσουμε τά ἀκόλουθα:
Ἡ ἁλιεία ἦταν τό ἔργο τῶν Ἀποστόλων πρίν νά κληθοῦν ἀπό τόν Χριστό στό ἀποστολικό ἔργο. Ὅμως, καί ὡς Ἀπόστολοι ἐξακολούθησαν νά ἁλιεύουν, ἀλλά ἁλίευαν λογικούς ἰχθεῖς, ἤτοι ἀνθρώπους, ὅπως τό εἶπε ὁ Χριστός στόν Ἀπόστολο Πέτρο: «μή φοβοῦ, ἀπό τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν». Ὅταν κάποτε ὁ Χριστός ἀνέβηκε στό πλοῖο τοῦ Πέτρου καί δίδασκε, μόλις περάτωσε τόν λόγο εἶπε στόν Πέτρο νά πάη στό βάθος τῆς λίμνης καί νά ρίξη τά δίκτυα. Ἐκεῖνος, ἀφοῦ πρῶτα εἶπε ὅτι ὅλο τό βράδυ πού ψάρευαν δέν ἔπιασαν κανένα ψάρι, στήν συνέχεια ἔκανε ὑπακοή καί ἔριξε τά δίκτυα μαζί μέ τούς συνεργάτες του. Καί ὅπως εἶναι γνωστόν ἔπιασαν τόσα ψάρια πού μέ δυσκολία μπόρεσαν νά σύρουν τά δίκτυα στήν στεριά. Τότε ἔπληκτος ὁ Πέτρος ἔπεσε στά πόδια τοῦ Χριστοῦ καί τόν παρακάλεσε νά βγῆ ἔξω ἀπό τό πλοῖο του, λέγοντάς του: «ἔξελθε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι ἀνήρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε». Ὁ Χριστός τόν καθησύχασε λέγοντάς του νά μή φοβᾶται διότι ἀπό τώρα καί στό ἑξῆς θά ἁλιεύη ἀνθρώπους. Καί πράγματι μετά τήν Πεντηκοστή ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅπως καί οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι, μέ τό «καλάμι» τοῦ κηρύγματος ἁλίευσαν πλῆθος ἀνθρώπων, τούς ὁποίους ἀνέσυραν ἀπό τόν βυθό τῆς ἀγνωσίας, τῆς πλάνης καί τῆς ἁμαρτίας καί τούς ὁδήγησαν στήν γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ.
- Ἦταν ψαράς καί μέ τόν βίο καί τήν πολιτεία του ἔγινε θεολόγος, ὁμολογητής καί μάρτυρας. Ὅπως οἱ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν στούς ἀπίστους, ἔτσι καί αὐτός ἐκήρυξε τήν ἀληθινή πίστη.
Ὅλα τά παραπάνω δέν εἶναι ἄσχετα μέ τόν βίο καί τήν πολιτεία τοῦ Νεομάρτυρος Δήμου, γιατί καί αὐτός ἦταν ψαράς καί μέ τόν βίο καί τήν πολιτεία του ἔγινε θεολόγος, ὁμολογητής καί μάρτυρας. Ὅπως οἱ Ἀπόστολοι ἐκήρυξαν στούς ἀπίστους, ἔτσι καί αὐτός ἐκήρυξε τήν ἀληθινή πίστη, ὄχι βέβαια «εἰς πάντα τά ἔθνη», μπροστά, ὅμως, σέ ἀπίστους, μέ γενναιότητα καί λεβεντιά. Καί δέν δίστασε νά θυσιάση καί τήν ζωή Του γιά τόν Χριστό. Ὅμως, δέν ἔφθασε σέ αὐτό τό πνευματικό ἐπίπεδο ἔτσι ξαφνικά. Γιατί ἕνας ἄνθρωπος δέν φθάνει στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ, καρπός τῆς ὁποίας εἶναι τό μαρτύριο, ἀπό τήν μιά στιγμή στήν ἄλλη, ἀλλά γίνεται φανερό ὅτι μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τόν προσωπικό του ἀγώνα ἀξιώθηκε νά προοδεύση πνευματικά, νά φθάση στήν γνώση τοῦ Θεοῦ καί νά ἀποκτήση τήν τέλεια ἀγάπη. Καί μέ τόν βίο καί τήν πολιτεία του διδάσκει κάθε πιστό ὅτι θά πρέπει νά καταβάλλη καθημερινά κόπο, ἤτοι νά ἀγωνίζεται νά ζῆ σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί νά προχωρῆ ἀπό τά μικρότερα καί χαμηλότερα στά μεγαλύτερα καί ὑψηλότερα, ὅπως π.χ. νά κόβη καθημερινά τό θέλημά του ἐφαρμόζοντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά προσεύχεται, νά νηστεύη, νά ἐκκλησιάζεται τακτικά, νά πηγαίνη ἐνωρίς στήν Ἐκκλησία, θυσιάζοντας λίγο ἀπό τόν ὕπνο του, κλπ. Γιατί ἄν δέν συνηθίση νά κάνη τά εὔκολα, πῶς εἶναι δυνατόν νά κάνη τό μέγιστο, πού εἶναι τό νά θυσιάση τήν ζωή του γιά τόν Χριστό;
Ὁ ἅγιος Ἀνδρέας, Ἐπίσκοπος Κρήτης, στήν ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Κανόνος, λαμβάνοντας ἀφορμή ἀπό τόν βίο τοῦ Πατριάρχη Ἰακώβ, στήν Παλαιά Διαθήκη, τονίζει ὅτι χωρίς ἀγώνα καί κόπο δέν μπορεῖ νά κατορθωθῆ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, πολύ δέ περισσότερο ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ, καρπός τῆς ὁποίας εἶναι τό μαρτύριο. Ὁ Πατριάρχης Ἰακώβ θέλησε νά λάβη ὡς σύζυγό του τήν Ραχήλ. Συμφώνησε μέ τόν πατέρα της καί γι’ αὐτό, σύμφωνα μέ τήν συνήθεια πού ἐπικρατοῦσε, ἐργάσθηκε στά κτήματά του ἑπτά ἔτη. Ἐκεῖνος ὅμως ἀθέτησε τήν συμφωνία καί ἔδωσε στόν Ἰακώβ τήν Λία, ἡ ὁποία ἦταν μεγαλύτερη. Ἔτσι, ὁ Ἰακώβ ἀναγκάσθηκε νά ἐργασθῆ ἄλλα ἑπτά ἔτη, γιά νά μπορέση νά νυμφευθῆ καί τήν Ραχήλ. Ἔχοντας, λοιπόν ὑπ’ ὄψη του τά παραπάνω ὁ ἅγιος Ἀνδρέας γράφει: «Γυναίκας μοι δύο νόει, τήν πρᾶξιν τε καί τήν γνῶσιν ἐν θεωρίᾳ. Τήν μέν Λίαν πρᾶξιν ὡς πολύτεκνον, τήν Ραχήλ δέ γνῶσιν ὡς πολύπονον· καί γάρ ἄνευ πόνων, οὐ πρᾶξις οὐ θεωρίᾳ ψυχή κατορθωθήσεται». Δηλαδή, παρομοιάζει τήν Λία, ἡ ὁποία ἦταν πολύτεκνη, μέ τήν πράξη, τήν πρακτική ζωή, πού εἶναι ὁ ἀγώνας γιά τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Καί τήν Ραχήλ, ἡ ὁποία ἦταν ἀνώτερη στό κάλλος καί τήν ὡραιότητα, τήν παρομοιάζει μέ τήν γνώση καί τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία εἶναι ἀσύγκριτη στό κάλλος καί τήν πνευματική ὡραιότητα, ἀλλά εἶναι πολύπονος. Καί καταλήγει λεγοντας ὅτι χωρίς κόπο, χωρίς προσπάθεια καί ἀγώνα δέν κατορθώνεται οὔτε ἡ πράξη οὔτε ἡ θεωρία.
Ἡ περίοδος τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς πού διανύουμε εἶναι στάδιο πνευματικῶν ἀγώνων, γι’ αὐτό θά πρέπει νά ὑπάρξη μεγαλύτερη προσπάθεια γιά βίωση τῶν θείων ἐντολῶν καί ἐσωτερική ἀναγέννηση, προκειμένου νά κατορθωθῆ ἡ θεωρία τοῦ Θεοῦ, πρῶτος βαθμός τῆς ὁποίας εἶναι ἡ εἰλικρινής μετάνοια.
- Προβολές: 3967