Γεωργίου Παναγόπουλου: «Εἰσαγωγὴ στὴν Ἱστορία τῆς Δυτικῆς Θεολογίας»
Καθηγητοῦ Γεωργίου Παναγόπουλου
(Ἡ εἰσήγηση τοῦ καθηγητοῦ Γ. Παναγόπουλου κατὰ τὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου του στὴν Πάτρα. βλ. ἀναφορὰ στὸ προηγούμενο τεῦχος).
Ἔτος 1653: Ἡ Ὀθωμανικὴ αὐτοκρατορία βυθίζεται στὴν δίνη μιᾶς βαθιᾶς καὶ ἐπώδυνης γιὰ τὸν πολυεθνοτικὸ πληθυσμό της, κρίσης. Ὑπὸ τὴν σκιώδη βασιλεία τοῦ μόλις 11ετοῦς Σουλτάνου Μεχμὲτ Δ', ἕνας ἰδιαιτέρως αἱμοσταγὴς Μέγας Βεζίρης, ὁ Ἀχμὲτ Πασᾶς, ἀναλαμβάνει νὰ συγκρατήση τὸ κράτος ἀπὸ τὴν ὁλοκληρωτικὴ κατάρρευση: ναυτικὸς ἀποκλεισμὸς τῶν Δαρδανελλίων ἀπὸ τοὺς Βενετούς, δημόσια οἰκονομικὰ καθημαγμένα ἀπὸ τὴν διαφθορὰ καὶ τὴν κακοδιοίκηση πυροδοτοῦν ἕναν θηριώδη πληθωρισμό, ποῦ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν σιτοδεία στὶς πόλεις γίνεται αἰτία ἐξάπλωσης ἑνὸς καταστροφικοῦ λιμοῦ. Ἐκείνη τὴν χρονιὰ ἡ δεύτερη Κυριακὴ τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ποῦ ἑορτάστηκε τὴν 9η Μαρτίου, βρίσκει τοὺς Ὀρθόδοξους Ρωμηοὺς τῶν Κυκλάδων ἀνάστατους: διαμαρτύρονται σὲ δημόσιες συγκεντρώσεις καὶ ἀναθεματίζουν τοὺς Φράγκους μισιονάριους, καθὼς καὶ ἕναν Ἰησουΐτη ὀνόματι Φρ. Ρουσιέ. Τί εἶχε συμβῇ; Στὴν γειτονικὴ Σαντορίνη ὁ ἐν λόγῳ Ἰησουΐτης διακήρυσσε δημόσια ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς (ὁ κορυφαῖος ὑπέρμαχος τῆς ἐκκλησιαστικῆς παράδοσης τὸν 14ο αἱ.) εἶναι «ψευδοάγιος», ἐνῷ παράλληλα προπαγάνδιζε τὶς ἰδέες αὐτὲς διακινῶντας ἕνα βιβλίο ἀνάμεσα στὰ λαϊκότερα στρώματα τοῦ πληθυσμοῦ. Οἱ ὀρθόδοξες κοινότητες τῶν Κυκλάδων τίθενται ἐπὶ ποδὸς πολέμου, ἐνῷ ἀκόμα καὶ τὰ παιδιὰ περνῶντας μὲ λιτανεία ἔξω ἀπὸ τὸ ρωμαιοκαθολικὸ μοναστήρι τῆς Νάξου ἐκτοξεύουν ἀναθεματισμοὺς κατὰ τῶν Λατίνων μὴν μπορῶντας νὰ συγκρατήσουν τὴν ὀργή τους.
Διερωτᾶται κανείς: τί εἶναι αὐτὸ ποῦ σηκώνει στὸ πόδι ἕναν ὁλόκληρο λαὸ γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς μνήμης ἑνὸς ἁγίου; Τί εἶναι, ἐν τέλει, αὐτὸ ποῦ ὠθεῖ ἕναν ὁλόκληρο λαὸ νὰ ἀγωνιστὴ γιὰ «πράγματα μὴ παραδεδεγμένης χρησιμότητας», ὅπως θὰ ἔλεγε ὁ Παπαδιαμάντης, τὴν ἴδια στιγμὴ ποῦ διαβιοῖ πενόμενος ὑπὸ τὴν κυριαρχία ἑνὸς ἀλλόδοξου καὶ πολιτισμικὰ κατώτερου δυνάστη; Γιατί τὸ γένος μας, παρὰ καὶ εἰς πεῖσμα τῆς ἀτέρμονης σειρᾶς τῶν ἱστορικῶν δυστυχημάτων, ἀλλὰ καὶ λαθῶν του, εὕρισκε τὴν δύναμη νὰ στέκεται ὄρθιο καὶ τὴν δυνατότητα νὰ διακρίνη καί, κατὰ τὸ αἰσχύλειο παράγγελμα, νὰ φθογγίζη «τὰ καίρια»;. Γιατί οἱ Ἕλληνες τοῦ Ἀρχιπελάγους, ποῦ τὸ Μάρτη τοῦ 1653, ἐν μέσῳ γενικῆς κοινωνικῆς, οἰκονομικῆς καὶ πολιτικῆς παράλυσης, ἐξανίστανται καὶ διαμαρτύρονται ὄχι γιὰ μισθούς, ἐπιδόματα καὶ δικαιώματα, ἀλλὰ ἐπειδὴ θίχθηκε στὸν πυρῆνα της ἡ πίστη του, εἶναι ἕνας λαὸς ποῦ φθογγίζει τὰ καίρια: λαϊκὸ σῶμα ποῦ ἐξακολουθεῖ νὰ διαθέτη ἀντισώματα πνευματικοῦ ἠρωϊσμοῦ καὶ διάκρισης, διάκρισης τῆς ἀλήθειας ἀπὸ τὸ ψεῦδος, τοῦ οὐσιώδους ἀπὸ τὸ ἐπουσιῶδες ἤ, κατὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου, τοῦ «ἑνὸς ἐστὶ χρεία».
Ἀκόμα καὶ ἀθέλητα σκέφτεται κανεὶς ὅτι ἡ ἀντιπαραβολὴ τοῦ τότε μὲ τὸ σήμερα μόνον σὲ μελαγχολία μπορεῖ νὰ μᾶς ἐμβάλη. Ἀλήθεια, πόσοι ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες μας σήμερα εἶναι σὲ θέση, ὄχι νὰ ξιφουλκήσουν γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς ὀρθόδοξης πνευματικότητας, ἀλλὰ νὰ ἀπαντήσουν ἁπλῶς στὸ ἐρώτημα ποιός ἦταν ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς καὶ τί σημαίνει τὸ ἔργο τοῦ γιὰ τὴν πνευματικὴ ὑπόσταση αὐτῶν ποῦ, ὅπου γῆς, πιστεύουν εἰς Χριστὸν ὀρθοδόξως; Πόσα ἀπὸ τὰ παιδιά μας ἄραγε δὲν συγχέουν τὸν Γρηγόριο Παλαμᾶ μὲ τὸν συνεπώνυμό του ἐθνικὸ ποιητή μας Κωστῆ Παλαμᾶ; Δὲν μᾶς τρομάζει ἡ αὐτονόητη ἀπάντηση στὸ ρητορικὸ αὐτὸ ἐρώτημα; Ἢ μᾶς ἀρκεῖ ποῦ ἀκόμα καὶ τὰ σχολιαρόπαιδα γνωρίζουν λεπτομερῶς τὰ τεκταινόμενα στὰ ἐνδότερα τοῦ ὀθωμανικοῦ παλατίου τοῦ μεγαλοπρεποῦς σουλτάνου;
Πόσοι ἀλήθεια γνωρίζουν τί εἶναι ὁ ἡσυχασμός, ἡ φιλοκαλικὴ παράδοση τῶν νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ποιά πάλη μὲ τὸ ἰλιγγιῶδες ἐρώτημα γιὰ τὸ νόημα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καὶ τοῦ κόσμου ἀντιπροσωπεύουν αὐτὰ τὰ μεγέθη; Ἀκόμα καὶ οἱ ἐκπρόσωποι τῆς ἰντελιγκέντσιας, οἱ λεγόμενοι πνευματικοί μας ταγοί, εἶναι ἄραγε ἔστω καὶ ὑποψιασμένοι γιὰ τὸ πενταπόσταγμα ἁγιοπνευματικῆς πείρας καὶ ζωῆς ποῦ ἐνσωματώνεται σὲ αὐτὸ ποῦ θὰ ἀποκαλοῦσα - προσφεύγοντας καταχρηστικὰ σὲ ἕναν πολυχρησιμοποιημένο ὅρο – πολιτισμὸ τῆς θεώσεως;
Ἑτοιμαζόμενος γιὰ τὴν σημερινὴ παρουσίαση τοῦ βιβλίου: Εἰσαγωγὴ στὴν Ἱστορία τῆς Δυτικῆς Θεολογίας, ἄκουσα, ὄχι ἅπαξ, ὅτι ἡ παρουσίαση ἑνὸς θεολογικοῦ πονήματος στὶς μέρες τοῦτες περιττεύει: Στὴν ἐποχὴ τοῦ ἀσφυκτικοῦ δημοσιονομικοῦ νάρθηκα, στὸν ὁποῖο ἐνθηκεύεται ἑκὼν ἄκων ὁ λαός μας, ἡ θεολογία μοιάζει πολυτέλεια περιττὴ καὶ ἄρα ἐξοβελιστέα. Στὴν σημερινὴ Ἑλλάδα τῆς ὁλικῆς φθίσης καὶ παρακμῆς, στὴν Ἑλλάδα τῆς τριτοκοσμικὴς δουλοκτησίας τύπου Μανωλάδας ἢ τῶν γκανγκστερικῶν ἐπιθέσεων, ὅπως αὐτὲς τῶν ὁποίων ἐσχάτως ἔγινε θέατρο ἡ πόλη μας, δὲν ὑπάρχει οὔτε χρόνος οὔτε διάθεση γιὰ θεολογία: «τεθήκαμεν ψεῦδος τὴν ἐλπίδα ἡμῶν καὶ τὼ ψεύδει σκεπασθησόμεθα»; (σ. 28, 15).
Αὐτὸ τὸ ψεῦδος, αὐτὴν τὴν ἀπάτη εἶναι ὥρα νὰ ἀποτινάξουμε. Καὶ ἂν σὲ κάποιους ἡ θεολογία φαντάζη ἄκαιρη ἐνασχόληση, γιὰ κάποιους ἄλλους ὁ λόγος τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας παράδοσης γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεό, τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο εἶναι ἀνάγκη στοιχειώδης καὶ πρωταρχική, εἶναι ὅρος ἐπιβίωσης, ὅμοια ὅπως γιὰ τοὺς Πατέρες μας ὁ λόγος καὶ ἡ ἐν Χριστῷ ζωῇ τῆς Ἐκκλησίας μας ἦταν ὁ «σηματωρός», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε τὸν Ἐλύτη, ποῦ ζητοῦσε ἡ ψυχή τους στὰ σταυροδρόμια τῆς πολυώδυνης ἱστορίας μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ κριτικὸς ἀναστοχασμὸς ἐπὶ τῆς πνευματικῆς ἰδιοπροσωπίας μας συνιστᾶ κατ’ ἐξοχὴν πράξη ἀντίστασης σὲ μιὰ κοινωνία ποῦ ξέμαθε τὴν Ἱστορία τῆς πρὸς χάρη τῆς νέας καθαρογραμμένης ἀφήγησης τοῦ πολιτικὰ ὀρθοῦ, ποῦ, θαρρεῖς, ἔχασε τὴν πίστη καὶ τὴν ψυχή της γιὰ μερικὰ ψιχία εὐρωκοινοτικῶν εἰσροῶν, ἢ τὴ δανειοστεγαστικὴ θαλπωρὴ τῆς νεοπλουτίστικης μεζονέτας... Πόσο δίκιο εἶχε ἡ Σαπφώ: «Πλοῦτος ἄνευ ἀρετῆς οὐκ ἀσινὴς πάροικος».
Τὸ βιβλίο ποῦ παρουσιάζεται σήμερα ἀντιπροσωπεύει μιᾶς πρώτης τάξεως εὐκαιρία γιὰ ἀναστοχασμὸ καὶ κριτικὴ αὐτοεξέταση μέσα ἀπὸ μιὰ ἀντιπαράθεση μὲ τὴν δυτικὴ θρησκευτικὴ σκέψη καὶ πνευματικότητα, ἡ ὁποία δὲν μένει στὰ ἐπιφαινόμενα, δὲν ἐνδιατρίβει μὲ ὁμολογιακὴ μικρόνοια στὰ ἐπιπολάζοντα, ἀλλὰ ἐξικνεῖται μέχρι τὴν ἀνίχνευση τοῦ ἱστορικοφιλοσοφικοῦ καὶ πολιτισμικοῦ ὑποβάθρου ποῦ ἀντιδιαστέλλει τὴν δυτικὴ Χριστιανοσύνη ἀπὸ τὴν ζῶσα παράδοση τῆς Μίας Καθολικῆς τοῦ Χριστοῦ Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Εἶναι, φρονῶ, προφανὲς ὅτι κάθε ἐγχείρημα ἑρμηνείας τοῦ «ἀλλοτρίου» συνιστᾶ ἕναν τρόπο ἐπανακαθορισμοῦ καὶ ἐπιβεβαίωσης τοῦ ἰδίου, ὄχι ὁπωσδήποτε μὲ τὴν ἔννοια τῆς αὐτοσυγκρότησης τῆς οἰκείας ταυτότητας μέσα ἀπὸ τὴν δημιουργία ἑνὸς «ἀντιπάλου δέους». Μᾶλλον πρόκειται γιὰ ἕναν «ἀνακαινισμὸ» μὲ ὅρους κατοπτρικῆς πρόσληψης τοῦ «ἰδίου» μέσα ἀπὸ τὸ «ἕτερον».
Ἑπομένως, τὸ ἐν λόγῳ πόνημα ἐνσωματώνει πρωτίστως μιὰ δοκιμὴ καὶ ἐν ταυτῷ ἕνα κάλεσμα αὐτογνωσίας. Φιλοδοξεῖ νὰ λειτουργήση ὡς ἕνα ἐρέθισμα ἀναψηλάφησης τῆς πνευματικῆς μας ἰδιοπροσωπίας στὰ ὅρια δυὸ κόσμων, τῆς ἡγεμονευόμενης πιὰ ἀπὸ τὴν Γερμανία Εὐρώπης καὶ τοῦ ἀνανεωμένου στὴν βάση τῆς τουρκοϊσλαμικὴς σύνθεσης νεοοθωμανικοῦ ἡγεμονισμοῦ, οἱ ὁποῖοι ἐκ νέου συναντῶνται στὴν ἑλλαδικὴ ἐσχατιὰ τῆς Εὐρασιατικὴς ἠπείρου, ἀναβιώνοντας τὶς συνθῆκες τῆς ἱστορικῆς περικύκλωσης ἐκ δυσμῶν καὶ ἐξ ἀνατολῶν, ποῦ ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα ἔχει ἐξαναγκάσει τὸν ἱστορικὸ λαό μας σὲ ἕναν διμέτωπο ἀγῶνα ἐπιβίωσης.
Τὶς πνευματικὲς συντεταγμένες αὐτοῦ τοῦ διμέτωπου ἀγῶνα ἐπιβίωσης, ἀλλὰ καὶ δημιουργίας, ἐξετάζω σὲ δυὸ ἐρευνητικὲς φάσεις. Τὸ βιβλίο ποῦ παρουσιάζεται σήμερα ἐνσωματώνει τὴν ἐρευνητικὴ φάση ποῦ ἀφορᾶ τὴν ἐκ δυσμῶν πρόκληση ὑπὸ τὴν μορφὴ τῆς ἀλλοτρίωσης τῆς ἐκκλησιαστικῆς πίστης καὶ ζωῆς, τῆς ραχοκοκαλιᾶς τῆς Ρωμηοσύνης. Σὲ μιὰ ἑπόμενη συγγραφικὴ ἀπόπειρα, ποῦ εὐελπιστῶ ὅτι θὰ δὴ τὸ φῶς τῆς δημοσιότητας μέχρι τὸ τέλος τοῦ τρέχοντος ἔτους, φιλοδοξῶ νὰ ψηλαφήσω τὴν πνευματικὴ διάσταση τῆς ἐξ ἀνατολῶν πρόκλησης: Πρόκειται γιὰ μιὰ σειρὰ μελετημάτων μὲ θέμα τὴν ἑλληνικὴ θεολογικὴ σκέψη καὶ ἐκκλησιαστικὴ ζωὴ στὴν Τουρκοκρατία. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν φρονῶ ὅτι θὰ παρουσιάσω σὲ ἕνα συγγραφικὸ δίπτυχο, βεβαίως ἁδρομερῶς, τὸ πνευματικὸ ἀποτύπωμα τῆς σοβούσας ἐδῶ καὶ 1000 περίπου χρόνια στρατηγικῆς περικύκλωσης τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Παράλληλα τὸ σήμερα παρουσιαζόμενο βιβλίο, μολονότι ἔρχεται νὰ ἐκθέση τὴν σκέψη θεολόγων τῆς δυτικῆς παράδοσης ποῦ ἔχουν ἐλάχιστα ἀπασχολήσει τὴν σύγχρονη ἑλληνικὴ ἐπιστήμη, δὲν φιλοδοξεῖ νὰ πρωτοτυπήση, ἀλλὰ νὰ ξαναπιάση τὸν μίτο ψηλάφησης τῶν ὅρων συγκρότησης τῆς πνευματικῆς μας αὐτοσυνειδησίας ἀπὸ ἐκεῖ ποῦ τὸν ἄφησαν γίγαντες τῆς ὀρθόδοξης θεολογικῆς σκέψης, ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους, κατὰ τὴν ἀντίληψή μου, ἰδιαιτέρως ξεχωρίζει ὁ μακαριστὸς π. Ἰω. Σ. Ρωμανίδης. Πνεῦμα μαθητείας χαρακτηρίζει τὸ βιβλίο αὐτὸ καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴν ὀφειλή μου σὲ μιὰ σειρὰ ἄξιων συνεχιστῶν τοῦ Ρωμανίδη ἢ συνοδοιπόρων του, οἱ ὁποῖοι, ἂν καὶ ὄχι πάντα διὰ τῆς ἴδιας ὁδοῦ καὶ μεθόδου, συνέβαλαν στὴν ἐπανανακάλυψη τῆς ὀρθόδοξης πατερικῆς σκέψης καὶ τὸ μπόλιασμα τῆς ἄνικμης ἀκαδημαϊκῆς μας θεολογίας μὲ τὴν ἐμπειρικὴ διάσταση τῆς ἀσκητικῆς καὶ μυστηριακῆς ζωῆς τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος: Οἱ ἅγιοι Ι. Πόποβιτς, Ντ. Στανιλοάε, Γ. Μαντζαρίδης, Ν. Ματσούκας εἶναι μερικοὶ ἀπὸ τοὺς πρωτεργάτες τῆς νεοπατερικῆς σύνθεσης, στοὺς ὁποίους ἀναγνωρίζω ἀναφανδὸν τὶς πολλαπλὲς ὀφειλές μου. Μέριμνά μου ὑπῆρξε τέλος νὰ συνδέσω τὶς θεολογικὲς ζυμώσεις τῆς ἑλλαδικῆς ὀρθόδοξης θεολογίας μὲ τὶς θεολογικὲς ἐξελίξεις στὴν Ρωσία. Γι’ αὐτὸ καὶ προσπάθησα νὰ συνθεωρήσω, ὅσο τὸ ἐπέτρεπαν τὰ ὅρια καὶ ἡ κεντρικὴ θεματολογία τοῦ βιβλίου, κάποιες ἀπὸ τὶς ἀπαντήσεις τῆς ρωσικῆς ὀρθόδοξης θεολογίας στὴν δυτικὴ πρόκληση.
Ξεχωριστὴς μνείας, ὅμως, χρήζει ἐν προκειμένῳ ἡ περίπτωση τοῦ κεντρικοῦ ὁμιλητῆ τῆς σημερινῆς ἐκδήλωσης, τοῦ Σέβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἐδῶ παρουσία τοῦ σήμερα τιμᾶ ὅλους μας, κατ’ ἐξοχὴν δὲ τὸν ὑποφαινόμενο. Καὶ τοῦτο γιατί στὸ πρόσωπό του συνδυάζονται ἡ μαρτυρικὴ εὐθύνη τῆς ἀρχιερατείας μὲ μιά, δίχως ὑπερβολή, ἠφαιστειακὴ θεολογικὴ καὶ συγγραφικὴ φλέβα, ποῦ μᾶς χάρισε μέχρι τώρα ἄνω τῶν 60 βιβλίων καὶ δυσεξαρίθμητα ἄρθρα, μὲ τὰ ὁποία γαλουχήθηκε μιὰ ὁλόκληρη γενιά, ὄχι μόνον θεολόγων καὶ κληρικῶν, ἀλλὰ καὶ φιλόθεων λαϊκῶν κάθε ἐπαγγελματικῆς καὶ κοινωνικῆς κατηγορίας.
Στὰ ἴχνη τῶν ὡς ἄνω προαναφερθέντων γιγάντων στοιχῶν καὶ ἐγὼ μὲ πνεῦμα μαθητείας, ἐκφράζω τὴν εὐχὴ ἡ εἰσαγωγικὴ αὐτὴ δοκιμὴ νὰ διαβαστῇ καὶ ἐκτὸς τῶν στενῶν ὁρίων τῆς ἀκαδημαϊκῆς κοινότητας ἀπὸ ἕνα εὐρύτερο κοινὸ ἀναγνωστῶν, ἐνδιαφερομένων γιὰ τὴν πνευματικὴ προϊστορία τῆς σύγχρονης Εὐρώπης, ἀλλὰ καὶ τὴν πάλη τῶν πνευματικῶν Πατέρων τοῦ Γένους μας ἐνάντια στὴν παραχάραξη τῆς παραδοσιακῆς ἐκκλησιαστικῆς πνευματικότητας ἀπὸ τὶς ὀθνεῖες ἐπιδράσεις.
Ρώτησαν κάποτε, στὴν Ἀθήνα τοῦ 4ου π. Χ. αἰῶνα, τὸν κυνικὸ φιλόσοφο Διογένη γιατί προσέρχεται στὸ θέατρο ἀφοῦ ἔχει λήξει ἡ παράσταση καὶ ὁ κόσμος ἀπέρχεται, καὶ ὁ φιλόσοφος ἀπάντησε, «γιὰ νὰ δείξω ποιός εἶναι ὁ ἀληθὴς σκοπὸς τῆς φιλοσοφίας, δηλ. τὸ ἀναποδογύρισμα τῆς λογικῆς τοῦ κόσμου». Τοσοῦτο μᾶλλον αὐτὸ ἰσχύει γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους: Ἡ θεολογία εἶναι ὁ λόγος τοῦ Σταυροῦ, ποῦ στὸν κόσμο φαντάζει μωρία, γι’ αὐτὸ καὶ μᾶς προκαλεῖ σὲ μιὰ ἀντιστροφὴ τῶν ὅρων κατανόησης τοῦ κόσμου καὶ τὴ ζωῆς μας ὑπὸ τὸ φῶς τοῦ ἐν Χριστῷ δοξασμοῦ τῆς ἀδαμιαίας φύσης μας: «Ξένον τόκον ἰδόντες, ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοὺν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες».
- Προβολές: 2870