Κώστα Παπαδημητρίου: Παντελῆς Πρεβελάκης (Α')
Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου
Α' Ἰδέες καὶ χαρακτῆρες τοῦ ἔργου του
Σπάνια, ἀπὸ καταβολῆς τῆς λογοτεχνίας, συναντᾶς Ἕλληνα λογοτέχνη ποὺ τὸ θεῖο μὲ κάποιες μορφές του νὰ μὴν ἀποτέλεσε ἐρέθισμα γιὰ ἔρευνα, ἀπάντηση σὲ ἐρωτήματα ἢ κίνητρο γιὰ δημιουργία. Ἡ ὁμηρικὴ μυθολογία, ἡ ἠσιόδεια θεογονία, προσωκρατικὴ καὶ σωκρατικὴ θεολογία, ἡ τραγωδία καὶ γενικὰ κάθε δημιουργία πνευματικὴ ἔχει ἀδιαμφισβήτητη μήτρα της τὴν θρησκεία. Τὸ διαβεβαιώνει ἐξάλλου καὶ ὁ Πλούταρχος ποὺ ἐπισημαίνει ὅτι κανεὶς καὶ ποτὲ δὲν συνάντησε "ἀνίερον πόλιν καὶ ἄθεον".
Δὲν ἀποτέλεσε ἐξαίρεση καὶ ὁ ποιητής, πεζογράφος, ἱστορικὸς τῆς τέχνης, ἀπὸ τοὺς κορυφαίους τῆς μεσοπολεμικὴς καὶ μεταπολεμικῆς περιόδου, Παντελὴς Πρεβελάκης. Κρητικὸς στὴν καταγωγή, μὲ πολυετεῖς σπουδὲς στὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Εὐρώπη, τακτικὸ μέλος τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μὲ τὴν Κρήτη. "Ἡ Κρήτη, εἶχε δηλώσει, εἶναι τὸ πάθος μου καὶ ἡ λύτρωσή μου". Τῆς ἀφιέρωσε ἑφτὰ μυθιστορήματα καὶ τρία δράματα. Λίγοι σύγχρονοί του μποροῦν νὰ τὸν παραβγοὺν στὴν μαστοριὰ τῆς γλώσσας του. Περιγράφει τὸν ἀγῶνα καὶ τὴ ζωὴ τοῦ κρητικοῦ λαοῦ, ἰδιαίτερα στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1866. Τὰ ἄψυχα ντοκουμέντα του τὰ μεταβάλλει σὲ ρωμαλέες εἰκόνες ζωῆς. Ὅλα τὰ ἔργα τοῦ βουΐζουν καὶ ἀπὸ σάλαγο τοῦ πολέμου. Εἶναι πυκνά, γεμᾶτα ἐπεισόδια καὶ λεπτομέρειες.
Τὸν ἔτρεφε ὅμως καὶ μιὰ παραίσθηση αἰωνιότητας. "Τὸ εἶναι μου", θὰ πῆ ὁ ἴδιος, "ἀγωνιοῦσε μαγκωμένο ἀνάμεσα σὲ δύο τείχη: τὴ γέννησή μου καὶ τὸν βέβαιο θάνατό μου... Ζήτησα μιὰ ἔξοδο, γύρεψα μιὰ ἕνωση μὲ κάτι ποὺ νὰ 'ναι διαρκέστερο ἀπὸ μένα. Πόθησα μιὰ ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ μου. Γύρισα τὰ μάτια μοῦ στὸν οὐρανό...". Καὶ στὸ ἔργο του "Τὸ ἱερὸ σφάγιο" θὰ προσθέση: "Πρὶν ἀπὸ μᾶς ἡ θρησκεία ἔσμιγε τὸ πλάσμα μὲ τὸν Πλάστη του. Ἕνωνε τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸν κόσμο. Ἡ ἀπιστία μᾶς τοὺς ξεταίριασε. Ποιός θὰ μᾶς φανερώσει ἀπὸ δὼ καὶ μπρὸς τὸ σκοπὸ τῆς ζωῆς; Ρωτάω τὸ νοῦ μου. Δὲν ἔχω ἄλλη πόρτα νὰ χτυπήσω...". Καὶ συνεχίζει: "Πόσοι ἀπὸ τοὺς συγκαιρινοὺς μᾶς νιώθουν τὸ δρᾶμα τοῦ καιροῦ μας; Πολὺ λίγοι σ' ἀναλογία μὲ τὸ σύνολο. Τὸ ὑφίστανται βέβαια ὅλοι. Τὸ ὑφίστανται τυφλά, ἀσύνειδα, μηχανικά. Εἶναι ἕνα κοπάδι ἀπὸ ἀρνιὰ ποὺ τὰ δέρνει ἡ βροχὴ καὶ τρέχουν νὰ κρυφτοῦν στὸ μαντρί τους. Θέαμα τέτοιο προκαλεῖ τὸν οἶκτο, τὸν ἔλεο, ὄχι ὅμως καὶ τὸ φόβο....".
Στὸ ἔργο του "Ὁ Λάζαρος", ποὺ εἶναι ἔργο καθαρὰ ἐσωτερικό, ὁ Λάζαρος ξαναγεννιέται στὸν κόσμο μὲ τὴ θαυματουργὸ ἐπέμβαση τοῦ Ἰησοῦ καὶ ψάχνει νὰ βρῆ τὸ νόημα τῆς ζωῆς του. Ἀναρωτιέται: "Τί ἀξίζει, Μάρθα, ἡ ζωή, ἂν δὲν ξέρουμε γιατί ἤρθαμε στὸν κόσμο; Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ πέθανε ὁ Θεός –τὸν σκότωσε ὁ ἄνθρωπος- ὅλα τὰ ἀνθρώπινα εἶναι πρόσκαιρα νομίσματα, μιὰ ἀνυπόστατη φαντασμαγορία" (Κεφαλὴ τῆς Μέδουσας, σ. 43). "Ἀναζητῶ ἕνα νόημα στὸν κυκεῶνα τοῦ κόσμου, ὅπου ἀπόλυτος κύριος εἶναι ὁ θάνατος".
Στὸ βιβλίο τοῦ "Ὁ Ἥλιος τοῦ θανάτου" ὁ θάνατος μὲ τὴν ἀδιάκοπη παρουσία του κυριαρχεῖ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ὡς τὸ τέλος καὶ ὁ καθένας πρέπει μόνος του νὰ κανονίση τοὺς λογαριασμούς του μαζί του. Ὁ θάνατος εἶναι μιὰ δεύτερη γέννηση, πιὸ πραγματικὴ ἀπὸ τὴν πρώτη, γιατί τώρα ἀνακαλύπτει ὁ ἄνθρωπος πῶς ἡ ζωὴ ἔχει τὸ τέρμα της καὶ πῶς ὁ κάθε ἄνθρωπος δὲν εἶναι τὸ κέντρο τοῦ κόσμου. Ὁ θάνατος εἶναι ἡ ὑπέρτατη δοκιμασία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τὸ καμίνι ποὺ κάνει νὰ πέση ἀπὸ πάνω μας ἡ σκουριὰ καὶ νὰ λάμψη στιλπνὸ καὶ καθαρὸ τὸ μέταλλο τῆς ψυχῆς. Κι ὁ μελλοθάνατος ἀρχίζει "κάτω ἀπ' τὸ ἀδέκαστο φῶς του νὰ ξεχωρίζει τί ἔχει ἀξία στὴ ζωὴ καὶ τί εἶναι γιὰ πέταμα" (σ. 160). Δὲν φοβᾶται πιὰ καὶ δὲν κρύβεται. Βιάζεται νὰ βρεθῇ ἀντιμέτωπος μὲ τὴ Μεγάλη Στιγμή του "νὰ κριθεῖ" (σ. 341).
Στὸ "Ὁ Ἄρτος τῶν Ἀγγέλων" ὁ Ὀδυσσέας (Πρεβελάκης) γυρίζει στὴν Ἰθάκη του. Ἐκεῖ μέσα στὸ ἐρημόσπιτό του, μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ μὲ τὴν ἄσκηση γυρεύει, καθὼς γράφει ὁ ἴδιος, νὰ γευτῇ τὸν "Ἄρτο τῶν Ἀγγέλων", ποὺ εἶναι ἡ ὑπέρτατη, ἡ οὐράνια γεύση τῆς Ἀθανασίας. Γυρεύει τὴν "ἐκπύρωση τῆς ὕπαρξης", τὴν "ὑπέρβαση τοῦ ἑαυτοῦ του" τὴ "σφοδρὴ φώτιση", τὴν "ἀπολύτρωση ἀπὸ τὴ βαναυσότητα" (σ. 61).
Σ' αὐτὸ τὸ βιβλίο του εἶναι ὁ πλάστης τοῦ ἑαυτοῦ του, τῆς πνευματικῆς του μορφῆς. Ἀποδεσμεύεται ἀνεπαίσθητα ἀπὸ τὸ παρελθόν του καὶ γίνεται ὁ ταπεινὰ αὐτοϋψωνόμενος, ποὺ μόνος του γυρεύει ἕναν σταυρό. Μὰ ὁ κόσμος ὅμως δὲν τὸν βλέπει. Κοιτάζει ἀλλοῦ.
Ὁ Ντομολίνος ποὺ σπούδασε στὴ Δύση, στὸ "Ὁ Ἥλιος τοῦ θανάτου" νιώθει τώρα τὸν ἑαυτό του ἐξόριστο ἀπὸ τὸν πνευματικὸ παράδεισο. Σκέπτεται τὸν κόσμο τῆς ἁπλῆς σοφίας καὶ τῆς ἐγκάρδιας ἀγάπης τῆς θρησκείας, νοσταλγεῖ τὴ χαμένη Ἐδὲμ καὶ καταδικάζει τὸν δυτικὸ πολιτισμὸ ποὺ τὸν ἔθρεψε πνευματικά. "Ἅς εἶχα τὴ δύναμη (τῆς θρησκείας) καὶ ἅς εἶχα στερηθεῖ τὰ φῶτα τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ! Αὐτὰ τὰ φῶτα εἶναι ποὺ μᾶς ἔκαψαν" ("Ἡ Κεφαλὴ τῆς Μέδουσας" σ. 62-63). Ὑποκλίνεται μπροστὰ στὶς ἀρχὲς ποὺ ἀντιπροσωπεύουν τὴν χριστιανικὴ θρησκεία, λογαριάζει γιὰ ἄνθρωπο μόνον ὅποιον βάνει πάνω ἀπὸ τὴν πεῖνα τοῦ τὸ δίκιο καὶ τὸ πρεπούμενο, τιμᾶ ὅσους "ἔχουν ἐπάγγελμα νὰ σώζουν ψυχὲς" (σ. 322) καὶ κάποτε ξεσπᾶ σὲ ἀφορισμούς: "Μόνο ἐκεῖνος ποὺ ξέρει ν' ἀγαπᾶ ἔχει τὴ δύναμη νὰ καταφρονὰ τὰ βασίλεια τοῦ κόσμου! Χωρὶς τὴν ἀγάπη ὁ βίος εἶναι ἀβίοτος". ("Ἡ Κεφαλὴ τῆς Μέδουσας" σ. 152). "Ὅταν βλέπω μιὰ μάνα νὰ κλαίει τὸ παιδί της ποὺ ἔχασε, μοῦ φαίνεται πῶς ξεχωρίζω τὸ νόημα τοῦ κόσμου. Στὸ κάθε παιδὶ ποὺ χάνεται, ἡ Δημιουργία κάνει ἕνα πάτημα τὰ πίσω. Τὰ μάτια τῆς μάνας δὲν ἔπρεπε νὰ ξέρουν τὰ δάκρυα" ("Ὁ Ἥλιος τοῦ Θανάτου" σ. 255). Καὶ ὅμως ὁ ἐγωϊσμός του δὲν τὸν ἀφήνει νὰ λυτρωθῇ ἀπὸ ἄλλον. "Αὐτὸ 'ναι ἡ περηφάνεια τοῦ καὶ ἡ καταδίκη τοῦ" ("Ἡ Κεφαλὴ τῆς Μέδουσας" (σ. 135).
Ἡ πολιτεία του εἶναι μιὰ πολιτεία ποὺ σβήνει, πνίγεται στὸν κουρνιαχτό. Τὸ καράβι ποὺ ρουφήχτηκε ἀπὸ τὴν ἄμμο στὰ ρηχὰ καὶ ποὺ ξαρμάτωσε μὲ ἐγκαρτέρηση τὸ ἴδιο τὸ τσοῦρμο εἶναι μιὰ εἰκόνα τῆς ἴδιας τῆς πολιτείας του, τοῦ Ρέθυμνου. Σιγά-σιγά αὐτὸ τὸ καράβι τὸ καταπίνει ὁ ἄμμος ὥσπου μιὰ μέρα δὲ φαίνεται καθόλου. Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο προχωρεῖ καὶ ἡ δική του πολιτεία στὸ δικό της ἠθικὸ βούλιαγμα. Ἔπρεπε, λοιπόν, νὰ βρεθοῦν στηρίγματα νὰ τὴν γλιτώσουν ἀπὸ τὴν καταστροφή. Νὰ σταματήσουν τὴν ἀταξία, τὴ σύγχυση καὶ τὸν σκοτισμὸ τῶν συμπολιτῶν του, φαινόμενα ποὺ παρατηροῦνται σὲ ὅσους ἀπιστοῦν ἀπὸ τὶς ρίζες τους. Καὶ τὰ βρίσκει αὐτὰ τὰ ἀντιστηρίγματα, στὶς δοκιμασμένες συνήθειες, στὸν οἶνο τῆς γερῆς καὶ καθαρὴς ζωῆς, στὸ δέσιμο τῶν πολιτῶν μὲ τὸν θησαυρὸ τῶν θρησκευτικῶν καὶ ἠθικῶν παραδόσεων. Ὑπῆρχαν εὐτυχῶς ἄτομα ποὺ εἶχαν κάνει σημαία τους αὐτὲς τὶς παραδόσεις. Ὁ συγγραφέας Πρεβελάκης προβάλλει αὐτὰ τὰ ἄτομα γιὰ νὰ μιμηθοῦν τὴ διαγωγή τους καὶ οἱ ἄλλοι συμπολῖτες ποὺ παραπαίουν ἀνερμάτιστοι. Ἰδιαίτερα ξεχωρίζει τὰ παρακάτω ὑπαρκτὰ πρόσωπα στὶς μέρες τους. Ζοὺν τὴν καθημερινότητα στὶς ἀνθρώπινες διαστάσεις της.
α) Ἡ θεία Ρουσάκη.
Πάνω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ πρόσωπα στέκεται αὐτὴ ἡ γυναῖκα. Εἶναι ἡ ζωντανότερη καὶ πλατύτερη, σὲ περιεχόμενο ἀνθρώπινο, γυναικεία μορφὴ τῶν ἔργων τοῦ Πρεβελάκη. Τὴν ἐκτίμησε ἰδιαίτερα, πλάτυνε τὴ μορφή της καὶ τῆς ἔδωσε διαστάσεις συμβόλου. Αὐτὴ ἡ ἀγράμματη χωρικὴ ἐνσαρκώνει τὸν ἄγραφο νόμο τῆς παράδοσης. Ὑπῆρξε μάνα καὶ δάσκαλος ζωῆς γιὰ τὸν νεαρὸ καὶ ὀρφανὸ ἀνηψιό της Γιωργάκη, χήρα μὲ ἕναν γιὸ στὸν πόλεμο ἡ ἴδια... "Μοῦ μεταβίβασε, θὰ πὴ ὁ ἴδιος ὁ Γιωργάκης, αὐτὴ ἡ χωριάτισσα θειά μου Ρουσάκη τὴν πεῖρα τῶν προγόνων... Μὲ ποδηγέτησε στὴ διαβίωση μέσα στὴν κοινωνία... Κυρίως μοῦ δίδαξε τὸ θεϊκὸ νόμο ποὺ κρίνει τὶς πράξεις μου, ποὺ ξεχωρίζει τὸ δίκαιο ἀπ' τὸ ἄδικο καὶ κατευθύνει τὸ βίο μου χωρὶς διφορούμενα. Τὸ νόμο ποὺ γίνεται πάλι ὁδηγός μου, ὅταν οἱ ἰδέες μαραίνονται καὶ μαδοῦν" (Ἡ Κεφαλὴ τῆς Μέδουσας, σ. 305-306). Ἂν καὶ ἀγράμματη ἔχει μιὰν ἀπέραντη σοφία, δίχως τὴ μεσολάβηση τῶν βιβλίων καὶ τῆς δανεικῆς γνώσης. Δὲν ἤξερε νὰ διαβάζει κι ὅμως τὴ Σύνοψη δὲν τὴν ἀποχωριζόταν. Τὴν ἄνοιγε καὶ βυθιζόταν στὶς τέσσερις εἰκόνες τοῦ βιβλίου: τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, τῆς Γέννησης, τῆς Σταύρωσης καὶ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου. Νὰ τὴν ἄκουγες νὰ τὶς διαβάζει, νόμιζες πῶς ἄκουγες ἕναν νέο Εὐαγγελιστή. Καὶ μὴ νομίσετε πῶς ἔβλεπε μονάχα ὅσα εἶχε ζωγραφίσει ὁ ζωγράφος. Πετοῦσε ὁ νούς της ἀπ' τὸ λησμονημένο παρελθὸν στὸ τώρα καὶ στὸ μέλλον. Γινόταν ἄλλος ἄνθρωπος ὅταν ἔφτανε στὴν αἰωνιότητα. Ἡ ψυχή της εἶναι τὸ Τετραβάγγελο. Ὁ λόγος της ἀναβλύζει καθαρὸς καὶ ἀμάλαγος, ὀλόϊσια ἀπ' τὴν πηγὴ τῆς καρδιᾶς της. Κουβεντιάζει μὲ τὰ φυτὰ καὶ τὰ ζῶα, μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ τοὺς ἁγίους. Στέκει καταμεσὶς στὴ Δημιουργία καὶ νιώθει γύρω της φιλικὸ καὶ οἰκεῖο τὸν κόσμο τῶν ἀλόγων πλασμάτων καὶ τὸν ὑπερφυσικὸ κόσμο τῶν πνευμάτων.
Μιὰ μέρα μπροστὰ στὴν παρέα της μὲ ἄλλες γυναῖκες, κυλοῦσε τὸ κουβάρι του ἕνας σκάθαρος:
"-Καλῶς τὸν ψωμᾶ! εἶπε μὲ συμπόνια ἡ θειά. Ἤτανε ψωμᾶς, ἄνθρωπος καὶ κεῖνος, σὰν ἐμᾶς. Μὰ εἶχε τὰ ζύγια ξίκικα καὶ τὸν καταδίκασε ὁ Θεὸς νὰ κάνει ψωμιὰ ἀπὸ κοπριά.
-Ναῖσκε! Ναῖσκε! Τὰ περισσότερα πουλιὰ καὶ ζούμπερα ἦταν ἄνθρωποι. Ὁ γκιώνης ἤτανε δραγάτης. Μιὰ νύχτα μπῆκε στὸ ἀμπέλι ὁ ἀδερφός του νὰ κλέψει κάνα σταφύλι -καλὴ ὥρα σὰν ἐμᾶς προψές!- καὶ κεῖνος τὸν σκότωσε. Παρακάλεσε τὸ Θεὸ νὰ τὸν κάνει πουλὶ νὰ κλαίει τὸν ἀδερφό του τὸν Ἀντώνη. Γι' αὐτὸ φωνάζει: Ντών! Ντών!... Τὸ σφαλάγγι ἦταν νεκροθάφτης. Μὰ κάποτε ἔθαψε ἕναν ζωντανὸ κι ὁ Θεὸς τὸν καταράστηκε νὰ τυφλωθεῖ καὶ νὰ σκάφτει παντοτινὰ τὸ μνῆμα τοῦ... Ἔχω νὰ σοῦ πὼ κι ἄλλα, μὰ βιάζει ἡ δουλειά...."
Πιστεύει στὸ Θεό, στὴ δύναμη καὶ τὴν καλοσύνη Τοῦ. Ἡ ἐσωτερικὴ οὐσία Τοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἀγάπη γιὰ κάθε ζωντανὸ πλάσμα. Ἡ ἀγάπη της γέμιζε τὴν καρδιὰ δύναμη ὥστε τὶς μέρες τῆς πείνας νὰ ζητιανεύη ἀπὸ τοὺς χωριανοὺς γάλα γιὰ τοὺς ἀρρώστους. Δὲν ξεχώριζε φίλους καὶ ἐχθρούς. Οἱ Βούλγαροι αἰχμάλωτοι ἦταν γι' αὐτὴν ἄνθρωποι ποὺ βασανίζονταν. Τοὺς ἐπισκέφθηκε μιὰ μέρα.
-Ἔφερα φαγάκι γιὰ τοὺς συντρόφους σου, εἶπε στὸν ἀρχηγὸ ποὺ γνώριζε ἑλληνικά. Εἶναι φτωχικό, γιατί εἶμαι φτωχιὰ κι ἐγώ. Τὸ ἔκαμα μὲ τὴν καρδιά μου. Ἔχετε τὸ ταχτικό σας; Πῶς ζεῖτε; τοὺς ρώτησε.
-Μὴ ρωτᾶς πῶς ζοῦμε, ρώτα μας πῶς πεθαίνουμε, τῆς ἀπάντησε ὁ Βούλγαρος.
Καὶ σὲ ἄλλο Βούλγαρο αἰχμάλωτο ποὺ δὲν ἤξερε ἑλληνικὰ "τοῦ ἔδειχνε τὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ ἔλεγε: Χριστός!, Χριστόους! -Χριστόους, ἀποκρινόταν καὶ κεῖνος καὶ ἡ Ρουσάκη ἦταν σίγουρη πὼς καὶ τὸ ἱερὸ ὄνομα ἦταν ἱκανὸ νὰ ἐξηγήσει τὰ ἀνείπωτα..."(σελ. 204).
Στὴν ἀπορία κάποιας ἂν πρέπει νὰ βοηθᾶμε τοὺς ἐχθρούς μας, ὅπως ἦταν οἱ Βούλγαροι, ἀπάντησε ἡ Ρουσάκη: "Μὲ πέτρα σὲ βαροῦν οἱ ἄλλοι, ἐσὺ βάρα μὲ ψωμὶ" (σέλ. 89). Κι ὅταν ὁ ἄρρωστος Χαρίδημος ἔσβηνε μέρα μὲ τὴ μέρα γιὰ λίγο γάλα, γιατί οἱ χωριανοί του ἤθελαν νὰ τὸ κάμουν τυρὶ νὰ κερδίσουν περισσότερα, ἡ Ρουσάκη γύριζε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριὸ νὰ βρεὶ παπᾶ νὰ ρθεῖ νὰ διαβάσει τὸ ἀναπαψιμάρι. Γύριζε ἀμίλητη σὰν θεοπαρμένη. "Εἶναι ἴδια ἡ Παναγιά!, ἔλεγαν οἱ ἀναμάρτητοι" (σέλ. 300). Δίκαια ἔγραψε κάποιος ξένος λογοτέχνης πῶς "Ἂν πάνω σὲ τούτη τὴ γῆ μπορούσαμε νὰ βροῦμε τέτοιες μητέρες δασκάλους, τί περισσότερο θὰ μπορούσαμε νὰ ζητήσουμε, ποιά μεγαλύτερη εὐλογία;"
Προκειμένου νὰ ὑποστηρίξη τὴν πίστη της στὸ Θεὸ τὰ βάζει κόντρα καὶ μὲ τὸν σπουδασμένο στὴ Δύση καὶ δάσκαλο τοῦ ἀνηψιοῦ της, τὸν Νταμολίνο. Ἄνθρωπος τοῦ καθαροῦ στοχασμοῦ ἐκεῖνος καὶ μολυσμένος ἀπὸ τὴν γνώση καὶ τὴν ἀρρώστια τοῦ αἰῶνα του, τὴν ἀπιστία, θὰ τοῦ ἀποδώση ὁ Πρεβελάκης στὸν "Κρητικὸ" (σέλ. 35) τὸν τίτλο τοῦ ἀνέστιου, τοῦ ἐξόριστου.: "Ὅποιος εἶναι κολασμένος, θὰ πή, θὰ παρακυλάει ξυλάρμενο, θὰ τὸν χτυποῦν ὅλοι οἱ ἄνεμοι".
Τοῦ λέει μιὰ μέρα ἡ θειὰ Ρουσάκη:
-...Μά, σὲ λένε μασόνο. Μὲ συμπαθᾶς ποὺ σὲ ρωτῶ.
-Θὰ μπόρειε νὰ μὲ ποὺν αἱρετικό, ἀρνησόθεο, ὄργανο τοῦ Ἑωσφόρου. Μὰ ἕνα μόνο μοῦ ταιριάζει: ξενιτεμένος. Πὲς κάλλιο: ἐξόριστος! Ὅταν ἀκούω νὰ μουρμουρίζουνε στὴ ράχη μου "περνάει ὁ ἐξόριστος", ξαφνιάζομαι ποὺ βρῆκαν, δίχως νὰ τὸ ξέρουν, τὸ ὄνομά μου.
Τί θὲς νὰ πείς;
Εἶναι ἐξόριστος αὐτὸς ποὺ ἔχασε τὴν πίστη του καὶ δὲν ἔβαλε στὸν τόπο της μιὰ ἄλλη. Δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ ἐξηγήσει τὸν κόσμο. Ὅλα τοῦ φαίνονται πῶς γίνονται στὰ κουτουροῦ. Ἕνα χάος!......
Ἐσὺ κάθε πρωΐ ποὺ σηκώνεις τὸ χέρι σου νὰ κάνεις τὸ σταυρό σου, βάνεις σὲ κίνηση τὰ σύμπαντα. Ἐσὺ γνωρίζεις ποιό εἶναι τὸ δίκιο, τὸ ἄδικο, τὸ στραβό, τὸ ἴσιο. Ἡ γνώμη σοῦ δὲ διστάζει. Στὴν ἀρρώστια, στὴ χαρά, στὸ θάνατο, σοῦ τὸ 'χουν ἕτοιμο ἐκεῖνο ποὺ θὰ κάμεις. Στὴ φουρτούνα ἔχεις ἕναν ἅγιο νὰ κράξεις! Ὁ ἐξόριστος...
Μὰ ἀφοῦ τὸ βλέπεις τὸ κακό, γιατί δὲ γυρίζεις πίσω σ' αὐτὰ ποὺ ἀρνήθηκες;
Αὐτὸ θὰ πεὶ ἐξόριστος: δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω πίσω...
Ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ ἀλλάζει τὴν πίστη του ἀλλάζει τὴν ταυτότητά του.
β. Ὁ παπα-Γιάννης
Μιὰ μέρα ἡ θειὰ Ρουσάκη λέει στὸν ἀνηψιό της Γεωργάκη: "Ἔλα μαζί μου. Θέλω ν' ἀκούσεις τί θὰ πὼ μὲ τὸν παπα-Γιάννη. Θὰ γνωρίσεις ἕναν ἅγιο! Εἶχε βρεθεῖ στὸ μοναστήρι, τὸ Ἀρκάδι, ὅταν πέταξαν στὸν ἀέρα τὰ μπαρούτια του ποὺ χάθηκαν ἑξακόσια γυναικόπαιδα. Τὸ ἀνεμοσίφουνο ποὺ γίνηκε τὸν ἅρπαξε καὶ κεῖνον σὰ σκύβαλο μὰ τὸν ἀπόθεσε στὰ κεραμίδια τῆς ἐκκλησιᾶς. Τότε ἦταν δεκατριῶν χρονῶν παιδὶ" (Ὁ Ἥλιος τοῦ Θανάτου", σέλ.82). Ἦταν ὁ μόνος ἄνθρωπος ποῦ ἔβλεπα ὅταν πρωτόρθα στὸ χωριό. Τὸν ἔχω γιὰ ἅγιο, προσκυνῶ τὴν ἁγιοσύνη του. Μόνο ποὺ εἶναι δογματικός, ὅπως ὅλοι οἱ ἅγιοι" (ὅ.π. σ. 217).
Τοὺς καλοδέχτηκαν στὸ σπίτι τους ὁ παπα-Γιάννης μὲ τὴν παπαδιά. Ὅλα ἐκεῖ φτωχὰ κι ἀπέριττα. "Μιὰ στάμνα ψηλὰ στὸ σταμνοστάτη, πλαγιασμένη σ' ἕνα χλωρὸ ἀγκάθι καὶ παρέκει ἕνα χαλκοματένιο τάσι. Καὶ τὰ ἄλλα τὰ συγύρια τοὺς ἕνα πιθαρόπουλο ποὺ τὸ 'χουν γιὰ τὸ λάδι, ἕνα βαρελάκι ποὺ βάνουν τὸ κρασί τους, ἕνα γιατάκι στρωμένο στὸ χτιστὸ πεζούλι... Στὸν τοῖχο ἔβλεπες δυὸ τρία εἰκονίσματα καὶ μιὰ λιθογραφία: Τὸ ὁλοκαύτωμα τοῦ Ἀρκαδίου" (ὅ.π. σ. 89).
"Ἡ παπαδιὰ ἄναψε τὸ λύχνο κι ἔβαλε νὰ δειπνήσουν. Δυὸ βρεγμένα παξιμάδια, τὸ γοβάδι μὲ τὶς παστὲς ἐλιὲς καὶ τὸ κουμάρι τὸ κρασί. Ὁ παπᾶς εὐλόγησε τὴ βρώση. Πρόσφερε κι ἕνα πρόσφορο ποὺ εἶχε ἀπάνω του, στὸ ἄντερί του. Ἔβγαλε τὰ ψίχουλα ποὺ εἶχαν πέσει στὴν τσέπη του καὶ τὰ μπούκωσε στὸ στόμα του. Μερικὰ καθίσανε στὰ γένια του. Καὶ μασούλαγε σὰν κουνέλι χωρὶς νὰ δείχνει πῶς πεινᾶ ἢ πῶς εὐφραίνεται" (ὅ.π. σ. 88).
"Τούτη εἶναι ἡ ἁγιοσύνη, συλλογίστηκε ὁ Γεωργάκης: Νὰ γεύεσαι ἀτάραχα καὶ νὰ χορταίνεις μὲ μερικὰ ψίχουλα σὰν τὸ πουλί...".
Ὁ Γεωργάκης τὸν κοίταζε καὶ ἀναρωτιόταν πῶς γλίτωσε ὁ γέροντας ἀπ' τὴ φωτιὰ στὸ Ἀρκάδι. Πρόλαβε τὴν ἐρώτησή του ὁ παπα-Γιάννης:
"Ὅποιους ἀγαπᾶ ὁ Κύριος, τοὺς βάφει στὸ καμίνι του. Αὐτοὶ ξέρουν ὕστερα ποὺ νὰ βρίσκουν τὴ δροσιά. Ὁ κόσμος τοὺς βλέπει καὶ λέει: "Εἶναι μουρλοί". Ὁ Θεὸς τοὺς βλέπει καὶ λέει: "Εἶναι τὰ μάτια μοῦ στὸν κόσμο ποὺ ἔπλασα" (σ. 89).
Ὅταν σὲ μιὰ στιγμὴ ἡ θειὰ Ρουσάκη τὸν διέκοψε λέγοντας μὲ συντριβή: "Εἴμαστε ἕνα τίποτα. Γιατί δὲν πέφτει πάνω μας τὸ θεϊκὸ σπαθί;", ἐκεῖνος ἀπάντησε: "Τίποτα εἶναι ὁ ἄθεος. Ρούφηξε μέσα σου Θεὸ καὶ θὰ γίνεις ἄγγελος! Ξέρεις τί ἦταν ἡ νυχτερίδα πρὶν γίνει πουλί; Ποντικός! Μὰ ἔφαε κάποτε τὸ ἀντίδωρο κι ἀπὸ τὴ χάρη του ἔβγαλε φτερά..." (σέλ. 85)
Αὐτὸς ὁ φτωχόπαπας ἦταν ὁ στυλοβάτης τοῦ χωριοῦ ποὺ κρατοῦσε τοὺς χωρικοὺς πιστοὺς στὶς ἁγνὲς παραδόσεις
γ. Ὁ Ἡγούμενος Γαβριήλ
Ἡ Κρήτη ἦταν πάντα ἡ καρδιὰ τῶν Κρητικῶν. Αὐτὴ εἶναι ἡ γήϊνη πατρίδα τους. Μὰ ὅταν τοὺς ἔζωναν οἱ κίνδυνοι, νὰ καὶ ἄλλη πατρίδα, ὄχι χωμάτινη, ὄχι πέτρινη, μὰ ἕνας ἄλλος τόπος ἄϋλος. Ἡ σκλαβιὰ δὲν τὴν πατάει αὐτή, δὲν τὴν καταλεὶ καὶ δὲν τὴν βλέπεις. Εἶναι ἡ ἀπάνω πατρίδα, ἡ οὐράνια, ποὺ τὴν κατοικεῖ ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων. Τὴ νιώθεις ὅταν μπὴς στὴν ἐκκλησιά, ὅταν χτυπάη ἡ καρδιά σου ἀπὸ ἀγάπη, αὐτὴ ἡ ἱερὴ πατρίδα, ἡ ἀμαγάριστη ἀπὸ τυράννους σὲ κάνει νὰ νιώθης τοῦ οὐρανοῦ τὴν εὐωχία καὶ τὰ φυλλοκάρδια σου ν' ἀναφτερώνουν. Ἔτσι ἔνιωσαν ἐκείνη τὴ νύχτα οἱ Κρητικοί, κλεισμένοι στὸ Ἀρκάδι.
"Ὁ γούμενος ἤξερε καλὰ τί τοὺς ἔφερνε ἡ μέρα ποὺ φωτοχάραζε. Ἔβαλε καὶ ξαναχτύπησε τὸ σήμαντρο καὶ συνάχτηκαν οἱ κλεισμένοι στὸν ὄρθρο. Οἱ γυναῖκες πέσανε στὰ γόνατα κι ἀρχίσανε τὶς στρωτὲς μετάνοιες. Ἡ ἀκολουθία διαβάστηκε μέσα σὲ μιὰ σιγαλιὰ ποὺ δὲν τὴν ἔκοβε παρὰ ὁ βρόντος ἀπ' τὰ πυροβόλα. Ὁ γούμενος βγῆκε στὴν ἁγία Πύλη μὲ τ' ἅγια σηκωμένα στὸ κούτελο. Πάνω στὶς πλάκες τῆς ἐκκλησιᾶς μονακουστήκανε τὰ πετρογόνατα τῶν ἀντρῶν, ποὺ ταπεινώνονταν στὸ αἷμα τοῦ Κυρίου. Γένηκε τότες ἕνα πρᾶμα ποὺ μῆδε γλῶσσα μῆδε χαρτὶ τὸ σηκώνουν. Ὁ ἕνας ἔπαιρνε τ' ἀλλουνοῦ συγχώρεση καὶ σίμωνε καὶ τὸν μεταλάβαινε ὁ γούμενος. Σὰ νὰ γεννιόταν σ' ἄλλον κόσμο! Ἡ φωτιὰ ποὺ ἔβανε μέσα του ἔνιωθε νὰ τοῦ καθαρίζει τὴν ψυχή, νὰ τόνε κάνει ἄχολο σὰν τὸ περιστέρι. Λησμονοῦσε ποιός ἦταν κι ἂν εἶχε ὄνομα κι ἔβλεπε μονάχα ἀδελφοὺς καὶ συγγενάδια γύρω του... Ἅς ἤτανε θεριὰ στὴν ὄψη, μαῦροι ἀπ' τὸ μπαρούτι καὶ μ' ἀναμμένα μάτια ἀπ' τὴν ἀγρυπνία σμίγαν ἀγκαλιαστὰ καὶ σταυροφιλιούντανε, γιατί ἀποχαιρετοῦσε ὁ καθένας τ' ἀδέρφια του, ὡς ὅτου ξανανταμώσουνε στοὺς κόλπους τοῦ Μεγαλοδύναμου.... ("Πέρ. Νέα Ἑστία, τ. 944, 1966, σέλ. 190-191).
Εἶχαν μπροστά τους ἕναν ἄξιο κληρικό, χαρισματικὸ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν ὡς τὸ θάνατο.
δ) Ὁ Δεσπότης Διονύσιος
Ἀλλὰ οἱ Κρητικοὶ δὲν ἔβλεπαν τὴν οὐράνια πολιτεία μὲ τὸ νοῦ τους μόνον ὅταν ἔμπαιναν στὴν ἐκκλησία ἢ ὅταν ἡ καρδιά τους ξεχείλιζε ἀπὸ ἀγάπη, μὰ στὶς καθημερινὲς ἀπασχολήσεις τους. Μυστικὲς ἀνταποκρίσεις τοὺς ἕνωναν μὲ τὸ ἔργο ποὺ ἐπιτελοῦσαν. Ὑπῆρχε θρησκευτικὴ ἁρμονία μεταξὺ ἐργαζόμενου καὶ ἔργου. Ἄρχιζαν καὶ τελείωναν τὴν ἐργασία τους μὲ τὸ σταυροκόπημα. Κι ἂν ἦταν σοβαρὸ τὸ ἔργο προηγεῖτο θρησκευτικὴ προετοιμασία, ὅπως νηστεία καὶ πνευματικὴ συγκέντρωση. Τρανὸ παράδειγμα ὁ δεπότης Διονύσιος. Ἀφοῦ ζωγράφισε ἐπὶ βδομάδες τὴν τεράστια μορφὴ τοῦ Παντοκράτορα στὸ θόλο καὶ ἀφοῦ συνῆλθε ἀπ' τὴν ἀρρώστια καὶ τὸν κόπο, πάει νὰ λειτουργήση ἀλλὰ δὲν κοτάει νὰ σηκώση τὰ μάτια του στὴ μορφὴ ποὺ ἔπλασε καὶ ὅταν, ὑποχρεωμένος ἀπὸ τὴν ἱερουργία, τὸ ἀποφασίζη τρέμοντας ἀπὸ δέος καὶ ταπείνωση, ἡ συγκίνησή του ξεσπάει καὶ τὰ δάκρυα τρέχουν ποτάμι καὶ ὅλο τὸ ἐκκλησίασμα κλαίει μαζί του.
Τέτοια στηρίγματα, ἄνθρωποι μὲ ἦθος, ἀγάπη καὶ εὐλάβεια, κληρικοὶ καὶ λαϊκοί, γραμματισμένοι καὶ ἀγράμματοι, στήριξαν τὸν κρητικὸ λαὸ στὴν πιὸ δύσκολη καμπὴ τῆς ἱστορίας του. Αὐτοὶ τοὺς καθοδηγοῦσαν κι ἔβλεπαν τὸ Θεὸ σὰν καπετάνιο στὸ τιμόνι, τὸ καράβι νὰ διασχίζη τὸ κῦμα καὶ ν' ἀρμενίζη γιὰ ἀπάνεμο λιμάνι. Αὐτοὶ ἦταν τὸ ἁλάτι ποὺ δὲν ἄφησε τὴν κοινωνία τους νὰ σαπίση.
(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο: Παντελῆς Πρεβελάκης (Β'))
- Προβολές: 3059