Ναυπάκτου Ἱεροθέου: Ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία (Α')
Ἐκφωνήθηκε στὴν Λευκωσία, μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν καθιερώσεως τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ νέου Ἱεροῦ Ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας (βλ. ἀναφορά, σέλ. 5).
***
Θὰ ἤθελα νὰ εὐχαριστήσω θερμότατα τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου κ. Χρυσόστομο γιὰ τὴν πρόσκλησή του νὰ ἔλθω σήμερα στὴν Κύπρο, αὐτὴν τὴν σημαντικὴ ἡμέρα καὶ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστής, καὶ νὰ ἀναπτύξω τὸ θέμα «Ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία», σὲ συνδυασμὸ μὲ τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ποὺ καθορίσθηκε νὰ ἐορτάζη κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστής.
Ἡ Κύπρος γιὰ μένα εἶναι τὸ ἱερὸ νησί, τὸ νησὶ τῶν ἁγίων, ποὺ δέχθηκε τὸν Χριστιανισμὸ ἀπὸ τὶς πρῶτες ἡμέρες μετὰ τὴν Πεντηκοστή, καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ διατηρῇ καὶ τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν Ἀποστολικὴ Παράδοση, μὲ ἁπλότητα, ἀγάπη καὶ βιωματικὸ τρόπο. Αὐτὸ τὸ διαπιστώνω κάθε φορὰ ποὺ ἔρχομαι στὴν Κύπρο. Δὲν βλέπω μόνον τὴν παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἀλλὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ποὺ βαπτίσθηκε μέσα στὴν ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, τὸν ἐκχριστιανισμένο Ἑλληνισμό.
Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ἔρχομαι στὴν Κύπρο πάντα ὡς ταπεινὸς προσκυνητὴς καὶ ὄχι ὡς διδάσκαλος, καὶ μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια θὰ πρέπει νὰ δῆτε καὶ τὴν σημερινή μου ὁμιλία ποὺ κινεῖται σὲ θεολογικό, ἐκκλησιαστικὸ καὶ πατερικὸ ἐπίπεδο.
Θὰ διαιρέσω τὸ θέμα μου σὲ τέσσερεις ἐπὶ μέρους ἑνότητες. Πρῶτον, ὁ Χριστός, ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ δεύτερον οἱ Ναοὶ μὲ τὴν ὀνομασία Ἁγία Σοφία τρίτον, ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστὴς καὶ τέταρτον ἡ πορεία ἀπὸ τὴν Ἀνάσταση στὴν Πεντηκοστή.
1. Ὁ Χριστός, ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ
Εἶναι βασικὴ διδασκαλία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης βρίσκεται στὸ ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καταγράφονται οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀσάρκου Λόγου, τοῦ Μεγάλης Βουλῆς Ἀγγέλου, τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, ἐνῷ στὴν Καινὴ Διαθήκη καταγράφεται ἡ ἀποκάλυψη τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου. Ἔτσι, ἕνα ἀπὸ τὰ ὀνόματα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ. Κατὰ τὸν π. Γεώργιο Φλωρόσφκι «τὸ ὄνομα τῆς σοφίας εἶναι ἕνα βιβλικὸ ὄνομα» ποὺ χρησιμοποιεῖται ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο. Πράγματι, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἀναφερόμενος στοὺς Ἰουδαίους καὶ τοὺς Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς του, λέγει ὅτι οἱ μὲν Ἰουδαῖοι ζητοῦν νὰ δοὺν σημεῖο καὶ οἱ Ἕλληνες-εἰδωλολάτρες ζητοῦν σοφία-φιλοσοφία, «ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοὶς κλητοῖς Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Ἂ’ Κόρ. α', 22-24). Καὶ πιὸ κάτω γράφει: «ἐξ αὐτοῦ δὲ ὑμεῖς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὃς ἐγεννήθη ἡμῖν σοφία ἀπὸ Θεοῦ, δικαιοσύνη τε καὶ ἁγιασμὸς καὶ ἀπολύτρωσις» (Ἂ’ Κόρ. α', 30).
Συνήθως λέγεται ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Χριστὸς χαρακτηρίζεται ὡς Μεσσίας. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό, γιατί στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Μεσσίας ἦταν, ὅπως τὸ λέγει καὶ ἡ λέξη, ὁ χρισμένος, καὶ αὐτὸ ἀναφερόταν στοὺς βασιλεῖς καὶ τοὺς Προφῆτες, ποὺ καλοῦνταν ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ χρίονταν γιὰ μιὰ εἰδικὴ ἀποστολὴ στὸν Ἰσραήλ. Ἔτσι, ὁ Μεσσίας στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν ἄνθρωπος. Ὅμως, τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη χαρακτηριζόταν ὡς ὁ Μεγάλης Βουλῆς Ἄγγελος, Σοφία τοῦ Θεοῦ. Κυρίως, τὸ ὄνομα Σοφία τοῦ Θεοῦ συναντᾶται στὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης: Παροιμίες καὶ Σοφία τοῦ Σολομῶντος καὶ ἀναφέρεται στὸν Χριστό.
Ἔτσι, ὁ Χριστὸς δὲν ἦταν ὁ Μεσσίας, δηλαδὴ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παναγία, ἀλλὰ ἦταν ὁ ἄσαρκος Λόγος ποὺ προσέλαβε τὴν ἀνθρώπινη φύση μὲ τὴν ἐνανθρώπηση, ἡ ὁποία χρίσθηκε ἀπὸ τὴν θεία φύση καὶ ἔγινε Μεσσίας γιὰ νὰ σώση τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ νὰ τὸ ἀπαλλάξη ἀπὸ τὸν διάβολο, τὸν θάνατο καὶ τὴν ἁμαρτία. Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι παρατηρεῖ ὅτι «ἡ ἀναγνώριση τῆς "Σοφίας" ὡς ἑνὸς ἀπὸ τὰ ὀνόματα τοῦ Δευτέρου Προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔγινε ὁ κοινὸς τόπος τῆς πατερικῆς ἑρμηνείας καὶ θεολογίας. Ὁ Ὠριγένης θεωρεῖ τὸ ὄνομα "Σοφία" ὡς τὸ πρῶτο καὶ κύριο ὄνομα τοῦ Υἱοῦ (Ὑπόμν. εἰς Ἰωάννην ἰ', 22). Καὶ ἡ "Σοφία" καὶ ἡ "Δύναμις" μνημονεύονται στὸ Σύμβολο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Νεοκαισαρείας. Τὸν τέταρτο αἰῶνα καὶ οἱ Ἀρειανοὶ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι συμφωνοῦν ὅτι ἡ Ἁγία Σοφία ποὺ περιγράφεται στὸ βιβλίο τῶν Παροιμιῶν ἦταν ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».
Ὁ σοφὸς Σολομῶν προσευχόμενος στὸν Θεὸ τῶν Πατέρων καὶ Κύριο τοῦ ἐλέους, μεταξὺ τῶν ἄλλων, λέγει: «δὸς μοὶ τὴν τῶν σὼν θρόνων πάρεδρον σοφίαν καὶ μὴ μὲ ἀποδοκιμάσης ἐκ παίδων σου... καὶ μετὰ σοῦ ἡ σοφία ἡ εἰδυία τὰ ἔργα σου καὶ παροῦσα, ὅτε ἐποίεις τὸν κόσμον, καὶ ἐπισταμένη τί ἀρεστὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου καὶ τί εὐθὲς ἐν ἐντολαῖς σου. Ἐξαπόστειλον αὐτὴν ἐξ ἁγίων οὐρανῶν καὶ ἀπὸ θρόνου δόξης σοῦ πέμψον αὐτήν, ἵνα συμπαροῦσὰ μοὶ κοπιάση καὶ γνὼ τί εὐάρεστόν ἐστι παρὰ σοί. οἵδε γὰρ ἐκείνη πάντα καὶ συνίει καὶ ὁδηγήσει μὲ ἐν ταὶς πράξεσί μου σωφρόνως καὶ φυλάξει μὲ ἐν τῇ δόξη αὐτῇς καὶ ἔσται προσδεκτὰ τὰ ἔργα μου, καὶ διακρινῶ τὸν λαόν σου δικαίως καὶ ἔσομαι ἄξιος θρόνων πατρὸς μοῦ» (Σόφ. Σολομῶντος θ', 1-12).
Εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ σοφὸς Σολομῶν ἐδῶ κάνει λόγο γιὰ τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ποὺ εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ Πατρός, καὶ εἶναι πάρεδρος στὸν θρόνο τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ, καὶ κατὰ τὴν δημιουργία τοῦ κόσμου, καὶ ζητᾶ νὰ Τὸν ἀποστείλη σὲ αὐτὸν γιὰ νὰ τὸν καθοδηγῇ στὴν διακονία του.
Τὸ ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ φαίνεται ἀπὸ τὴν λέξη «Σοφία» ἡ ὁποία ἐκφωνεῖται εἴτε μόνη της εἴτε μὲ κάποια ἄλλη παρακέλευση στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, ὅπως «ὀρθοί, πρόσχωμεν» καὶ μάλιστα πρὶν ἀπὸ τὴν φράση «ὁ ὧν εὐλογητός, Χριστὸς ὁ ἀληθινὸς Θεὸς ἡμῶν» στὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, καθὼς ἐπίσης μετὰ τὴν ἀκολουθία τῆς Ἀρτοκλασίας καὶ πρὶν τὴν φράση «εὐλογία Κυρίου καὶ ἔλεος ἔλθοι ἐφ’ ὑμᾶς». Φαίνεται καθαρὰ ὁ σύνδεσμος τῆς Σοφίας, ποὺ εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, μὲ τὶς φράσεις ποὺ ἀναφέρονται σὲ Αὐτόν. Ἐπίσης, τὸ «Σοφία» ἐκφωνεῖται κατὰ τὴν μικρὴ Εἴσοδο τῆς θείας Λειτουργίας, ὅταν ὁ Διάκονος ἢ ὁ Ἱερεὺς σηκώνη τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, ἐπειδὴ μέσα σὲ αὐτὸ περιέχονται οἱ λόγοι τοῦ Χριστοῦ.
Ἔτσι, καλοῦνται οἱ Χριστιανοὶ νὰ σηκωθοῦν καὶ νὰ ἀπονείμουν σεβασμὸ στὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστό. Ἡ λέξη αὐτὴ (Σοφία) ἐκφωνεῖται καὶ πρὶν τὰ ἀποστολικὰ καὶ εὐαγγελικὰ ἀναγνώσματα, γιατί σὲ αὐτὰ περιέχεται ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἀποστόλων ποὺ εἶναι τὰ μέλη τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ. Κατὰ τὸν ἴδιο λόγο ἐκφωνεῖται τὸ «Σοφία» καὶ στὴν Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων πρὸ τοῦ «Φῶς Χριστοῦ φαίνει πᾶσι» καὶ στὸν Ἑσπερινὸ πρὶν τὸ «Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης» ποὺ ἀναφέρεται στὸν Χριστό.
Ἐπειδὴ ἀναφερόμαστε στὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ ποὺ περιγράφεται στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀλλὰ καὶ στὴν διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καὶ ἐννοεῖται ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος –ποὺ εἶναι πράγματι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ– θὰ πρέπει νὰ γίνη μιὰ ἀναφορὰ καὶ στὸ μεγάλο θέμα τῆς σοφιολογίας ποὺ εἶναι μιὰ φιλοσοφικοθεολογικὴ διδασκαλία γνωστικοῦ χαρακτῆρος, ὅπως τὴν ἐξέφρασαν μερικοὶ Ρῶσοι στοχαστές. Ἐνῷ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας σαφῶς ὁρίζουν ὅτι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, μιὰ ὁμάδα Ρώσων στοχαστῶν θεολόγων ὁμίλησαν γιὰ τὴν σοφία, κατὰ ἕναν διαφορετικὸ τρόπο.
Πρῶτος ὁ Βλαδίμηρος Σολοβιὼφ περιέγραψε τὴν σοφία «ὡς θῆλυ ἐξόχου καλλονῆς», «ὡς «αἰωνίαν φίλην», ὡς «τὴν καθαρὰν καὶ πλήρη ἀνθρωπότητα, τὴν ὑψηλοτέραν καὶ περιεκτικωτέραν μορφὴν καὶ ζῶσαν ψυχὴν τῆς φύσεως καὶ τοῦ σύμπαντος, ἥτις εἶναι πάντοτε ἡνωμένη μὲ τὴν θεότητα καὶ ἑνώνει τὸ πὰν μετ’ αὐτῆς». Ὁ Πάβελ Φλωρένσκι, ἀναφερόμενος στὴν σοφία, λέγει ὅτι εἶναι ἡ πνευματικὴ ὡραιότητα, ἡ τέταρτη ὑπόσταση ποὺ μετέχει στὴν ζωὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος. Περισσότερο, ὅμως, ἀπὸ τοὺς προηγούμενους ὁ Μπουλγκάκωφ δὲν ταυτίζει τὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν Χριστό, ἀλλὰ μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι κοινὴ καὶ στὰ τρία πρόσωπα. Κατ’ αὐτόν, ἡ σοφία εἶναι τὸ ἴδιο μὲ τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ, τὸ αἰώνιο πρότυπο τοῦ κτισθέντος ἀπὸ τὸν Θεὸ κόσμου, καὶ ἐνίοτε ἐμφανίζεται ὡς μιὰ μεσολαβοῦσα ὕπαρξη μεταξὺ Θεοῦ καὶ κτίσματος, καὶ ἐνίοτε ταυτίζεται μὲ τὸν Θεὸ ἢ τὸ κτίσμα.
Ἡ διδασκαλία ὅτι ἡ Σοφία εἶναι, τρόπον τινά, μιὰ τέταρτη ὑπόσταση τῆς Ἁγίας Τριάδος καταδικάσθηκε ὡς αἵρεση ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ρωσικὴ Ἐκκλησία, γιατί ἡ θεωρία αὐτὴ ὁδηγεῖ στὸν κίνδυνο τοῦ μυστικισμοῦ, τοῦ γνωστικισμοῦ καὶ τοῦ πανθεϊσμοῦ. Κατὰ τὴν πάγια διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ Δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ νὰ νικήση τὸν θάνατο, τὸν διάβολο καὶ τὴν ἁμαρτία.
Ἔτσι, ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, «ἡ ἀνάπαυσις ὑπάρχει ὅλης τῆς κτίσεως». Εἶναι χαρακτηριστικὰ ὅσα λέγει ὁ ἱερὸς Νικόλαος Καβάσιλας γιὰ τὸν Χριστό. Αὐτὸς γεννᾶ τοὺς Χριστιανούς, Αὐτὸς αὐξάνει καὶ τρέφει, Αὐτὸς εἶναι φῶς καὶ πνοή. Ὁ Χριστὸς κατασκευάζει τὸν πνευματικὸ ὀφθαλμό, τὸν φωτίζει καὶ παρέχει τὴν δύναμη νὰ βλέπη. Ὁ Χριστὸς εἶναι τροφεύς, δηλαδὴ παρέχει τὸν ἄρτο τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ Αὐτὸς εἶναι ἡ τροφή. Αὐτὸς εἶναι ἡ ὁδὸς Αὐτὸς μᾶς δίνει τὴν δύναμη νὰ βαδίζουμε καὶ Αὐτὸς εἶναι τὸ κατάλυμα καὶ τὸ τέρμα τῆς ὁδοῦ. Ὅταν ἀγωνιζόμαστε, συναγωνίζεται μαζί μας, ὅταν εὐδοκιμοῦμε στοὺς ἀγῶνες Αὐτὸς εἶναι ἀγωνοθέτης καὶ ὅταν νικοῦμε Αὐτὸς γίνεται τὸ στεφάνι τῆς νίκης.
2. Οἱ Ναοὶ τῆς Ἁγίας Σοφίας
Ἐπειδὴ ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός, ὁ ἄσαρκος Λόγος στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ ὁ σεσαρκωμένος στὴν Καινὴ Διαθήκη, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἀνοικοδόμησαν Ἱεροὺς Ναοὺς πρὸς τιμὴν τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἀπεκάλεσαν «Ἁγία Σοφία». Δὲν πρόκειται γιὰ κάποια Μάρτυρα γυναῖκα ἢ ἀσκήτρια, ποὺ λεγόταν Σοφία, ἀλλὰ γιὰ τὸν Χριστό, τὸν Λόγο τοῦ Πατρός.
Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι γράφει ὅτι ὁ πρῶτος Ναὸς στὴν Κωνσταντινούπολη, ποὺ ἀφιερώθηκε στὴν Ἁγία Σοφία, πιθανῶς νὰ σχεδιάσθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Μ. Κωνσταντῖνο, ἀλλὰ τὸ κτίσιμο ὁλοκληρώθηκε ἀργότερα καὶ ἐγκαινιάσθηκε τὸ ἔτος 360 μ.Χ. Δὲν εἶναι ἐξακριβωμένο πότε γιὰ πρώτη φορὰ δόθηκε τὸ ὄνομα Ἁγία Σοφία στὸν Ναὸ αὐτό. Στὴν συνέχεια αὐτὸς ὁ πρῶτος Ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας ἔγινε ὁ μετέπειτα μεγαλοπρεπέστατος Ναός, ἐπὶ τοῦ Ἰουστινιανοῦ.
Δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι μετὰ τὴν Ἂ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἡ ὁποία ἀντιμετωπίζοντας τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου ἀπεφάνθη γιὰ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ «ὡς φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τὼ Πατρὶ δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο», ἦταν φυσικὸ νὰ ἀνοικοδομήση Ναὸ ἐπ' ὀνόματι τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας σὲ κεντρικὸ σημεῖο τῆς Πρωτεύουσας τοῦ νέου Κράτους γιὰ νὰ ὁμολογήση στὴν πράξη τὴν πίστη στὸ δόγμα τῆς Ἂ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἔτσι, ἡ Κωνσταντινούπολη ἀφιερώθηκε στὴν Παναγία, ὅπως τὸ βλέπουμε στὸ γνωστὸ κοντάκιο «Τὴ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια ἀναγράφω σοι ἡ πόλις σου, Θεοτόκε...». Στὸ κέντρο δὲ τῆς Πόλεως ὑπῆρχε ὁ Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Μὲ αὐτὴν τὴν ἀφιέρωση εἶναι ὡσὰν νὰ εἰκονογραφῆται πάνω στὸν χῶρο ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ποὺ κρατᾶ στὴν ἀγκαλιά της τὸν Χριστό.
Σὲ κείμενο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὅρους μὲ θέμα «Τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ ἡ παιδεία τοῦ γένους μας» γίνεται ἀναφορά, μεταξὺ τῶν ἄλλων καὶ στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας: «Κέντρο τῆς ζωῆς μας ὁ Χριστός, κέντρο τῆς κοινότητος ὁ ναός. Κέντρο τοῦ Γένους μας ὁλοκλήρου ἡ Ἁγία-Σοφία, ἡ μεγάλη τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία. Ὅταν ὑπῆρχε ἡ αὐτοκρατορία, ἀπὸ τὴν Ἁγία-Σοφία μετροῦσαν τὶς ἀποστάσεις κάθε μιᾶς πόλεως καὶ χώρας τῆς οἰκουμένης. Μητέρα μας εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ ζωή μας ὅλη προχέεται, στεγάζεται καὶ εὐλογεῖται ἀπ' αὐτήν. Καὶ ὅταν ἡ Πόλι ἔπεσε, δὲν ἔπεσε ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ κράτησε τὸ Γένος, τὴ ζωή μας, τὸ κουράγιο μας. Αὐτὴ περιέθαλψε τὸ λαὸ μᾶς ὡς ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς. Ἡ καρδιά μας καὶ τὸ ἴνδαλμά μας ἡ Ἁγία-Σοφία, ποὺ δὲν εἶναι εἴδωλο οὔτε ἀπειλὴ γιὰ κανένα, ἀλλὰ εὐλογία γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Μπορεῖ νὰ ἔπεσε ἡ Πόλι, νὰ ξεσκίσθηκαν τὰ ψηφιδωτὰ τῆς Μονῆς τῆς Χώρας, νὰ ἀτιμάστηκαν τὰ ἁγιάσματα, νὰ ἔγινε τζαμί, μουσεῖο ἡ Μεγάλη Ἐκκλησία. Κάτι ὅμως δὲν πέφτει, δὲν ξεσχίζεται, δὲν ἀτιμάζεται. Ἡ Ἁγία-Σοφία λειτουργεῖ. Ἡ Ἐκκλησία ζή. Κάθε ξωκκλήσι, κάθε Λειτουργία, κάθε πιστὸς εἶναι Ἀγιά-Σοφιά».
Εἶναι σημαντικὸ ὅτι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο κτίσθηκε ὁ Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας δείχνει, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τὸ φῶς τῆς θείας δόξης. Ὅλοι ὅσοι ἀσχολοῦνται μὲ τὴν ἑρμηνεία τοῦ Ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως τονίζουν τὸ φῶς ποὺ περιλούζει τὸν Ἱερὸ Ναό, ἀφοῦ οἱ ἀρχιτέκτονες Ἀνθέμιος καὶ Ἰσίδωρος ἤθελαν νὰ δηλώσουν τὸ ἄκτιστο Φῶς ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸν Χριστό, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ Σοφία καὶ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ὅπως καὶ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν Μεταμόρφωση φωτίσθηκε ὁλόκληρο ἀπὸ τὸ φῶς τῆς θεότητος, ἔτσι καὶ ἡ Ἀγιὰ Σοφιὰ λάμπει ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου.
Ὁ καθηγητὴς Κωνσταντῖνος Καλοκύρης σημειώνει: «Τὸ ἄπλετον φῶς, τὸ ὁποῖον καταιονιστικῶς εἰσβάλλει διὰ τῶν παραθύρων (τὰ ὁποία εἶναι ἑκατὸν) "ἡ τοσαύτη τοῦ φωτὸς παρουσία" (Προκόπιος) καταυγάζει τὸν χῶρον καὶ συμβάλλει εἰς τὴν ἐντύπωσιν τῆς ἐξαϋλώσεως καὶ μεταστοιχειώσεως τῶν πάντων. Εἰς τὴν ἐντύπωσιν αὐτὴν σημαντικὴ εἶναι ἡ συμβολὴ τῶν πολυχρώμων μαρμάρων, τῶν κιόνων καὶ τῆς ὀρθομαρμαρώσεως, τῶν τοίχων καὶ τῶν πεσσῶν, τοῦ χρυσοῦ, τῶν ψηφιδωτῶν, τῶν θόλων καὶ τῶν τόξων, ὡς καὶ τοῦ διάτρητου γλυπτικοῦ διακόσμου τῶν μετοπών, τῶν κιονοκράνων καὶ τῶν γείσων, ὁ ὁποῖος, τεχνηέντως ἁπλούμενος (δηλ. ὄχι πλαστικῶς, ἀλλὰ φωτοσκιαστικῶς) συγκεντρώνει τὴν προσοχὴν εἰς τὸ παιχνίδι τοῦ φωτὸς καὶ τῆς σκιᾶς καὶ τοιουτοτρόπως δὲν καθιστᾶ ἀντιληπτὴν τὴν λειτουργίαν τῶν κιονοκράνων καὶ τόξων, τὰ ὁποία φέρουν τὰ βάρη τῶν κιονοστοιχιῶν».
Ὁ Ἀλέξανδρος Μασσαβέτας παρατηρεῖ ὅτι «στὴν Ἀγιὰ Σοφιὰ τὸ δίδυμο (Ἀνθέμιος καὶ Ἰσίδωρος) ἐπεδόθη σὲ ἕνα ἄνευ προηγουμένου πείραμα τρισδιάστατης γεωμετρίας, δημιουργῶντας αὐτὸ ποὺ ὁ Ernest Mamboury χαρακτήρισε "θαῦμα ἐπιστήμης καὶ τόλμης"». Γιὰ τὸ ἐσωτερικὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας γράφει: «Ἡ ὀμορφιὰ τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας μάγεψε ὅλους ποὺ εἶχαν τὴν τύχη νὰ τὴν δοὺν πρὶν τὸν ἐξισλαμισμό της. Ἐξακολουθεῖ νὰ καταπλήσσει, παρὰ τὴν ταλαιπωρία τῶν αἰώνων καὶ τὶς καταστροφὲς ποῦ προκάλεσαν οἱ Σταυροφόροι καὶ οἱ Ὀθωμανοί. Μόλις μπεὶς στὸ κεντρικὸ κλίτος, πάνω σου ἀνοίγεται ἕνας τεράστιος ἑνιαῖος χῶρος, ὅπου τὰ πάντα εἶναι καμπύλες καὶ φῶς».
Ὁ τροῦλος τῆς Ἁγίας Σοφίας ἔχει πολλὴ ὀμορφιὰ καὶ μεγάλη σημασία: «Ὁ τεράστιος τροῦλος, ὕψους πενῆντα πέντε μέτρων, συμβολίζει τὸν Παντοκράτορα ποὺ ἀγκαλιάζει τὴν πλάση καὶ εἶναι τὸ κύριο στοιχεῖο τῆς σύνθεσης. Ἀφήνει τὴν ἐντύπωση ὅτι αἰωρεῖται στὸ κενό. Μιὰ ἀνάλαφρη σύνθεση ἀέρα καὶ φωτὸς κυριαρχεῖ, καὶ τὸ κτίριο δὲν αἰσθάνεσαι νὰ σὲ πλακώνει, νὰ σὲ ἐκμηδενίζει. Αἰσθάνεσαι πῶς κάτι σὲ ἀνυψώνει, πῶς ὅπου νά ‘ναὶ θὰ πετάξεις. Γιὰ τὸν Προκόπιο, ὁ τροῦλος τῆς Ἁγίας Σοφίας εἶναι σὰν τὸν ἥλιο πάνω ἀπ' τὴ γῆ».
Τὸ φῶς στὴν Ἁγία Σοφία ἐκτὸς τοῦ ὅτι εἰσέρχεται ἀπὸ τὸν τροῦλο, συνδέεται στενὰ μὲ τὰ μάρμαρα καὶ τὶς ψηφῖδες καὶ δείχνει σὰν νὰ προέρχεται μέσα ἀπὸ τὸ κτίσμα. Γράφει: «Τὰ τεχνάσματα τοῦ φωτισμοῦ εἶναι ποὺ μετατρέπουν τὴ μᾶζα σὲ κάτι τὸ ἀέρινο. Τὰ μάρμαρα γίνονται χρῶμα καὶ φῶς. Ἀρχικά, τὰ παράθυρα δὲν εἶχαν ὑαλοπίνακες, ἀλλὰ πλάκες ἀπὸ λεπτότατα φύλλα ὄνυχa, ποὺ "ἔβαφαν" χρυσὸ τὸ φῶς ποὺ τὰ διαπερνοῦσε. "Φωτὶ δὲ καὶ ἡλίου μαρμαρυγαῖς ὑπερφυῶς πλήθει" γράφει ὁ Προκόπιος σχολιάζοντας ὅτι ὁ ναὸς ἀφήνει τὴν ἐντύπωση πῶς δὲν φωταγωγεῖται ἀπὸ τὸν ἥλιο, ἀλλὰ ὅτι ἡ πηγὴ τοῦ φωτὸς βρίσκεται στὸ ἐσωτερικό. Χιλιάδες κεριὰ καὶ κανδῆλες χρησιμοποιοῦνταν γιὰ τὸ φωτισμό. Μπροστὰ στὸ θέαμα αὐτό, λέει τὸ χρονικὸ τοῦ Ρώσου μοναχοῦ Νέστορος, οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Βλαδιμήρου, πρίγκιπα τοῦ Κιέβου, νόμισαν πῶς βρέθηκαν στὸν παράδεισο.
Στὴν Ἁγία Σοφία, τὸ κύριο στοιχεῖο τῆς ἐσωτερικῆς διακόσμησης ἦταν τὰ τριάντα ἑκατομμύρια χρυσὲς ψηφῖδες ποὺ κάλυπταν τὸ ἄνω μέρος τῶν τοίχων, ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ σταματοῦσε ἡ ὀρθομαρμάρωση, καὶ τὴν ὀροφή. Καθὼς τὸ φῶς, ἤδη βαμμένο χρυσὸ ἀπὸ τὸν ὄνυχα τῶν παραθύρων, ἔπεφτε πάνω τους, μιὰ χρυσῆ λάμψη κατέκλυζε τὸν χῶρο, κάνοντας τὰ μάρμαρα νὰ λαμπυρίζουν».
Βέβαια, αὐτὸ τὸ καταπληκτικὸ θέαμα τοῦ φωτὸς χάθηκε ἐν πολλοῖς σήμερα, ὕστερα ἀπὸ τοὺς δύο «βιασμοὺς» ποὺ ὑπέστη ἡ Ἁγία Σοφία, ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους τὸ 1204 καὶ τοὺς Ὀθωμανοὺς τὸ 1453, καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ τοὺς ἀλλεπάλληλους σεισμούς. «Τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ τὶς χρυσὲς ψηφῖδες χάθηκε. Τὶς ἀντικατέστησαν μὲ μπογιὰ τῆς ὀθωμανικῆς περιόδου, ποὺ μιμεῖται τὸ χρυσὸ χρῶμα καὶ τὰ φυτικὰ μοτίβα ποὺ προϋπῆρχαν στὸ ψηφιδωτό. Ὁ χῶρος σήμερα μοιάζει περισσότερο μὲ τὸ κουφάρι ἑνὸς βεβηλωμένου πολιτισμοῦ παρὰ μὲ τὸ αἰσθητικὸ θαῦμα ποὺ ὑπῆρξε».
Μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ βλέπει καὶ ὁ ζωγράφος Κόρδης τὸ φῶς ποὺ συνδέεται μὲ τὸν Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως. Τὸ φῶς ποὺ εἰσέρχεται ἀπὸ τὸν τροῦλο τοῦ Ναοῦ φωτίζει ὅλον τὸν ἐσωτερικὸ χῶρο, «εἰσέρχεται ἥσυχα ἀπὸ τὴν ὀροφὴ ἀπὸ τὸ στεφάνι τῶν παραθύρων τοῦ τρούλου καὶ δοξάζει τὸ κτίσμα, δοξάζει τὴν ὕλη, καὶ φέρνει τὸν οὐρανὸ στὴ γῆ». Τὸ κτίσμα δείχνει «πῶς ὁ οὐρανὸς γειώνεται γιὰ νὰ ἀπογειώσει τὴν ὕλη μὲ τὴ σειρά του. Ἡ κίνηση δηλαδὴ δὲν εἶναι μονῆς ἄλλα διπλῆς κατεύθυνσης κι αὐτὸ εἶναι ποὺ κάνει τὸ ναὸ ἐτοῦτο ἀληθινὰ χριστιανικὸ καὶ ὀρθόδοξο. Γιατί, ἂν μονάχα ἀποτυπωνόταν ἡ ἀπογείωση τῆς ὕλης, τότε τὸ κτίσμα θὰ ἦταν ὕμνος στὴν ἔκσταση καὶ στὸ ἀσώματο πνεῦμα. Θὰ ἦταν ἕνα κάλεσμα γιὰ νὰ καταργηθεῖ ἡ ὕλη καὶ νὰ ἐκστασιαστεῖ ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν χῶρο τοῦ πνεύματος ποὺ ἔτσι θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ ἀντίθετο στὴν ὕλη. Ὅμως ἡ Ἀγιὰ Σοφιὰ διακηρύσσει τὸ πιὸ μεγάλο καὶ σπουδαῖο πρᾶγμα. Πῶς ὁ Οὐρανός, τὸ ἄκτιστο, ὁ Λόγος κατέρχεται ἥσυχα, εἰρηνικά, σεμνὰ καὶ ἀνέρχεται πάλι παίρνοντας μαζί του γιὰ πάντα τὸ κτιστό, τὸ γήινο, τὸ ἀνθρώπινο».
Καὶ πιὸ κάτω γράφει γιὰ τὸ φῶς ποὺ περιλούζει τὴν Ἁγία Σοφία: «Ὅταν παρατηρεῖ κανεὶς ἀπὸ μέσα τὴν Ἁγία Σοφία βλέπει τὸν τροῦλο νὰ κατέρχεται μέσα ἀπὸ ἕνα σύστημα τόξων καὶ ἁψίδων μέχρι τὸ ἔδαφος. Τὸ ἄκτιστο φτάνει μέχρι κατωτάτων τῆς γῆς. Καὶ ὕστερα ἀνεβαίνει πάλι μέσα ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ πλημμυρίζει τὸ χῶρο καὶ ἐνεργοποιεῖ τὰ πάντα καὶ κάνει τὰ πάντα φῶς. Κι αὐτὸ πετυχαίνει καὶ μὲ τὶς φόρμες τὶς ἀρχιτεκτονικὲς ἄλλα καὶ μέσα ἀπὸ τὸ σύστημα ὀρθομαρμάρωσης ποὺ εἶναι περίτεχνα δομημένο σὰν ἕνα ρῖγος ποὺ διαπερνᾶ τοὺς τοίχους καὶ δίνει ἐνέργεια παντοῦ σὲ κάθε σημεῖο. Τὰ μάρμαρα δὲν εἶναι διακόσμηση ἐδῶ. Εἶναι δομὴ χρωματικὴ ποὺ κι ὁ ἴδιος ὁ Σεζὰν θὰ ζήλευε. Ἀντίστιξη θερμῶν καὶ ψυχρῶν χρωμάτων, ἀντίστιξη σταθερῶν καὶ κινουμένων ἐπιφανειῶν. Τὰ νεῦρα τῶν μαρμάρων γίνονται χέρια ποὺ κυματίζουν καὶ ἀνυψώνονται καὶ ἱκετεύουν καὶ χειροκροτοῦν καὶ ἐκλιπαροῦν καὶ δοξάζουν καὶ ἑνώνουν. Προπάντων ἑνώνουν τὰ πρὶν διεστώτα στοιχεῖα τοῦ κόσμου τούτου, ἔτσι ὥστε τίποτα νὰ μὴν εἶναι πιὰ μέσα στὴν Ἐκκλησία ποὺ νὰ μένει ξένο καὶ ἀλλότριο, ποὺ νὰ μὴν μετέχει στὴν παραδείσια πανήγυρη, στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, στὴ λαμπρότητα τῆς Ἁγίας Σοφίας.
Τὸ ἐπίτευγμα (εἶναι) πιὸ μεγάλο γιατί ἔλλογο καὶ γιὰ τοῦτο καὶ εἶναι μάθημα καὶ παράδειγμα. Δὲν εἶναι ἐπίτευγμα τῆς στιγμῆς ἀτομικὸ καὶ παραμιλητό, δὲν εἶναι ἁπλὰ μιὰ κραυγή, γιὰ γλωσσολαλιά. Εἶναι λόγος γιὰ τὸ πῶς ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος. Ἡ Ἀγιὰ Σοφιὰ εἶναι θεολογία, λέει μὲ τὴν γλῶσσα τῆς πέτρας πῶς προσελήφθη καὶ σώθηκε ὁ ἄνθρωπος, λέει μὲ τὰ χέρια τῶν μαρμάρων πῶς τὸ μέγα ζητούμενο, αὐτὸ ποὺ μπορεῖ νὰ σώσει τὸν κόσμο δὲν εἶναι ἡ ἀτομικὴ εὐτυχία, ἡ καλοπέραση, τὸ ὄνειρο τῆς καλοζωΐας, ἀλλὰ ἡ τῶν πάντων ἑνότης. Αὐτὸ εἶναι ποὺ διακηρύσσει ἡ Ἀγιὰ Σοφιὰ καὶ γιὰ τοῦτο εἶναι μεγαλεῖο καὶ θαῦμα καὶ λόγος γιὰ τὸν Θεό, δηλαδὴ θεολογία ποὺ μιλᾶ στὴν αἴσθηση τοῦ νοῦ καὶ στὸ σῶμα».
Ὁ Χαράλαμπος Σταθάκης σὲ ἕνα βιβλίο τοῦ μὲ τίτλο Ἡ Ἁγία τοῦ Θεοῦ Σοφία, τὸ μυστικὸ φῶς τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καὶ τὸ ἀρχιτεκτονικό του ἔνδυμα γράφει ὅτι μὲ τὶς ἐπανειλημμένες ἐπισκέψεις του στὴν Ἁγία Σοφία προσπάθησε νὰ ἐξετάση αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ λάμπει μέσα στὸν ἐσωτερικὸ ναό, μὲ τὸ ὁποῖο κατόρθωσαν οἱ ἀρχιτέκτονές της νὰ τὴν φωτίζουν. Καθὼς πέρασε τὴν Αὐτοκρατορικὴ Πύλη περιγράφει τὸ θέαμα ποὺ ἀντίκρυσε, βλέποντας μπροστά του τὸν ἐσωτερικὸ χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ. Γράφει: «Μπροστᾶ σου ἁπλώνεται τεράστιος ἑνιαῖος χῶρος. Ὅλα ἐκεῖ εἶναι λουσμένα σὲ ἕνα περίεργο, λαμπρό, χρυσαφένιο, μυστικὸ φῶς. Φαίνεται νὰ ἔρχεται ἀπὸ ἀμέτρητα παράθυρα, ποὺ βρίσκονται σὲ ἐπίπεδες καὶ κυρτὲς ἐπιφάνειες, ἀπὸ τοίχους ποὺ δὲν εἶναι τοῖχοι, ἀλλὰ φωτεινὰ παραπετάσματα ποὺ περικλείουν μιὰ φωτεινὴ ὀντότητα. Τὰ μάτια αὐτόματα περνᾶνε μέσα ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄϋλη μᾶζα τοῦ φωτὸς καὶ στρέφονται πρὸς τὸν τεράστιο τροῦλο, τριάντα ἕνα μέτρα διαμέτρου, μὲ τὰ σαράντα παράθυρα στὴ βάση του. Ὁ τροῦλος φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ ἐπιστέγασμα αὐτοῦ τοῦ παράξενου φωτός. Καὶ τὸ φῶς φαίνεται σὰν νὰ κρέμεται ἀπὸ ὑψηλά, ἀπὸ τὸν τροῦλο, χείμαρρος λαμπερός, χαροποιὸς αὐγὴ κι εὐχάριστο ἡλιοβασίλεμα, ὄχι ἀπέραντο καὶ μακρινό, ἀλλὰ οἰκεῖο καὶ ἀνθρώπινο».
Σὲ ἄλλο σημεῖο γράφει ὅτι ἡ Ἀγιὰ Σοφιά, ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κίονες καὶ τὰ κομμάτια μάρμαρα κορωνίδων, «εἶναι κτισμένη μὲ τοῦβλα». Ὅλα τὰ τοῦβλα εἶναι σφραγισμένα μὲ σφραγῖδες καὶ εὐχὲς γιὰ τὴν στερέωση τοῦ ναοῦ. Προκειμένου νὰ κατασκευάσουν τὸν τροῦλο ἔπρεπε νὰ εἶναι τοῦβλα ἐλαφρά, καὶ τὰ κατασκεύασαν περίπου ὅπως τὸ κάνουμε καὶ ἐμεῖς σήμερα. «Στὴν Ρόδο ἔφτιαξαν αὐτὰ τὰ ἐλαφριὰ τοῦβλα, τὸ ἕνα πέμπτο τοῦ βάρους τῶν κανονικῶν ἢ κατ’ ἄλλους τὸ ἕνα δωδέκατο καὶ μὲ τὰ ἴδια ὕψωσαν καὶ τὰ τέσσερα μεγάλα τόξα». Τὰ τοῦβλα αὐτὰ δέθηκαν μεταξύ τους πολὺ γερά, «γιατί καὶ ὁ ἀσβέστης ζυμώθηκε μὲ λάδι ἀντὶ γιὰ νερό, ὥστε ὁ ναὸς νὰ γίνει πιὸ ἀνθεκτικὸς καὶ ἡ βροχὴ καὶ ἡ ὑγρασία νὰ μὴν περνοῦν στὸ ἐσωτερικό του... Ἔτσι, μόνο οἱ βάσεις της εἶναι ἀπὸ πέτρα καὶ ὅλη ἡ Ἀγιά-Σοφιὰ εἶναι κτισμένη ἀπὸ τοῦβλα. Οὔτε πέτρα, οὔτε πολύτιμα ὑλικά. Χῶμα ψημένο θὰ ὀργανωθεῖ σὲ ἀρχιτεκτονικὰ μέλη, ποὺ μὲ τὴ σειρά τους θὰ ὀργανώσουν καὶ μεταμορφώσουν τὸ ἡλιακὸ φῶς στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ. Ἐκεῖ τὸ μεταμορφωμένο διὰ τῆς ὕλης φῶς, θὰ μεταμορφώσει μὲ τὴ σειρά του τὴν ὕλη τὴ γήινη καὶ θὰ τὴν κάνει ἀβαρὴ καὶ διάφανη... Περνῶ στὸν κυρίως ναό. Βλέπω τὸ ἴδιο φῶς λαμπερό, ἑνιαῖο νὰ κρέμεται ἀπὸ τὸν τροῦλο μέχρι τὸ ὕψος τῶν κάτω κιόνων, αἰωρούμενο χαροποιό».
Ἀλλοῦ γράφει: «Αἰσθάνομαι πῶς δὲν εἶναι ὁ ναὸς καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ ποὺ δημιούργησαν τὸ φῶς, ἀλλὰ ὅτι τὸ φῶς εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δημιούργησε τὸ ναό». «Ὁ τροῦλος φαίνεται νὰ αἰωρεῖται ἐπάνω ἀπὸ τὸ κτήριο, μετέωρο, φωτεινό». «Καταλαβαίνω ὅτι τὸ φῶς ποὺ μπαίνει ἀπὸ τὰ σαράντα παράθυρα τοῦ τρούλου, καθὼς κατεβαίνει πρὸς τὰ κάτω ἐξασθενημένο, ἐνισχύει καὶ ἐνισχύεται ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ μπαίνει ἀπὸ τά, εἰκοσιτέσσερα συνολικά, παράθυρα τῶν, βορείου καὶ νοτίου, ἡμικυκλικῶν τοίχων». Καὶ τὸ φῶς ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸ δυτικὸ μεγάλο παράθυρο συναντιέται μὲ τὸ φῶς πο ἔρχεται ἀπὸ τὰ παράθυρα τῶν ἡμικυκλικῶν τοίχων καὶ ἔτσι τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ναοῦ φωτίζεται καὶ ὁμοιάζει μὲ φῶς.
Μέσα στὸν Ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας φαίνεται αὐτὸ τὸ παιχνίδι καὶ ἡ δύναμη τοῦ φωτός. Αὐτὸ τὸ φῶς ποὺ κανόνισαν οἱ ἀρχιτέκτονες τῆς Ἁγίας Σοφίας νὰ πλημμυρίζη τὸν Ναό, νὰ κατεβαίνη ἀπὸ τὸν τροῦλο καὶ νὰ συναντᾶται μὲ τὸ φῶς ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὰ παράθυρα τοῦ δυτικοῦ, τοῦ βόρειου καὶ τοῦ νότιου τμήματος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ, φανερώνει ὅτι ὁ Χριστός, ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ, εἶναι τὸ ἱλαρὸν Φῶς τοῦ κόσμου. Αὐτὸ τὸ Φῶς φωτίζει τὸν κόσμο καὶ τὸν γεμίζει μὲ τὴν παρουσία Τοῦ. Αὐτὸ δείχνει ὅτι σκοπός μας εἶναι νὰ φωτισθοῦμε ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ καὶ νὰ σοφισθοῦμε ἀπὸ τὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ.
Εἶναι ἀξιοπρόσεκτα τὰ ὅσα γράφονται στὸ κείμενο τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὅρους ποὺ μνημονεύσαμε γιὰ τὴν μεγάλη ἀξία τῆς Ἀγια-Σοφιᾶς:
«Μπαίνοντας μέσα στὴν Ἀγια-Σοφιὰ νοιώθεις σ’ ὅλη σου τὴν ὕπαρξι τί σημαίνει "καινὴ κτίσις", μένεις ἀκίνητος. Σβήνουν ὅλες οἱ περιγραφὲς ποὺ ἔχεις ἀκούσει, ὅπως σβήνουν τὰ ἀστέρια, μόλις ἀνατείλει ὁ ἥλιος. Γίνεσαι μάρτυρας τοῦ μυστηρίου τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, τῆς Ἀναστάσεως, Ἀναλήψεως, τῆς Δευτέρας Παρουσίας.
Ἕνας ἄλλος κόσμος σὲ δέχεται. Κάτι τὸ μεγαλόπρεπο, οὐράνιο, ἀπεριόριστο καὶ ταυτόχρονα τὸ ζεστό, ἀνθρώπινο καὶ οἰκεῖο. Βλέπεις πῶς τὸ τεράστιο, τὸ βαρύ, τὸ ἀσήκωτο μπορεῖ νὰ ὑψωθῇ, νὰ ἀναληφθῇ καὶ νὰ γίνη οὐρανὸς μένοντας ταυτόχρονα γῆ. Μιὰ οὐράνια ὀπτασία μὲ ὑλικὴ ὑπόστασι φωτίζει τὸ εἶναι σου. Δὲν εἶναι ὀφθαλμαπάτη ὅτι ἡ γῆ ἔγινε οὐρανός, ἀλλὰ γεγονὸς ἱστορικό. Ἐδῶ πέρα βεβαιώνεται πῶς ἡ Παναγία εἶναι "ἡ οὐρανώσασα τὸ γεῶδες ἡμῶν φύραμα". Βρίσκεσαι ἐνώπιος ἐνωπίῳ. Διαβάζεις ἀρχιτεκτονικὰ διατυπωμένο τὸ δόγμα τῆς Συνόδου τῆς Χαλκηδόνος. Ἀκοῦς μέσα σὲ ἀπόλυτη σιγὴ τοῦ οὐρανίου τρούλλου τὴ θεία Λειτουργία. Βρίσκεσαι στὴν καρδιὰ τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀναστάσεως καὶ στὴν καρδιὰ τῆς ἱστορίας τοῦ Γένους μας καὶ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, μέσα στὸν κόσμο τὸν καινό, ὅπου συνουσιοῦται ἡ στιγμὴ μὲ τὴν αἰωνιότητα, τὸ κτιστὸ μὲ τὸ ἄκτιστο.
Καταλαβαίνεις γιατί οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Βλαδιμήρου τῆς Ρωσίας, ὅταν μπῆκαν μέσα ἐδῶ, ἔμειναν ἐνεοί. Δὲν μπόρεσαν νὰ ἐπισκεφθοῦν ἄλλη χώρα γιὰ ἄλλη θρησκεία, δὲν χωροῦσε καμμιὰ συζήτησι. Ἐδῶ, εἶπαν, βρίσκεται ὁ οὐρανὸς πάνω στὴ γῆ. Οἱ συζητήσεις γίνονται πρὶν συμβῇ αὐτὸ τὸ θαῦμα. Ὅταν αὐτὸ τελεσθῇ, τότε ἀνοίγει ἡ αὐλαία τῆς λάλου σιγῆς ἄλλου κόσμου. Δὲν ἀνήκει ἁπλῶς σὲ ἕνα ἔθνος ὁ ναὸς αὐτός, ἀλλὰ σώζει τὴν ὑφήλιο. Δὲν εἶναι κατόρθωμα τέχνης, ἀλλὰ θεολογικὴ ἐπίτευξι καὶ ἄνωθεν δωρεὰ ἁπτὴ μαρτυρία τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ ποὺ "ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη".»
Δὲν σβήνει ἡ κανδήλα τῆς χάριτος στὴν Ἀγια-Σοφιά, καὶ ἂν γίνη τζαμὶ ἢ μουσεῖο. Δὲν καταστρέφεται, καὶ ἂν γίνη χῶμα. Ἱερουργεῖται στὸ διηνεκὲς τὸ μυστήριο τῆς σαρκωθείσης τοῦ Θεοῦ Σοφίας. "Ἰδοὺ θυσία μυστικὴ τετελειωμένη δορυφορεῖται. Πίστει καὶ πόθῳ προσέλθωμεν, ἵνα μέτοχοι ζωῆς αἰωνίου γενώμεθα". Ὁ Λόγος ἐσαρκώθη. Τὸ δόγμα τῆς Χαλκηδόνος διετυπώθη. Ἡ Ἀγια-Σοφιὰ ἐκτίσθη. Ἡ Λειτουργία τῆς σωτηρίας τοῦ σύμπαντος κόσμου ἱερουργεῖται. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄξονας τῆς ἱστορίας μας». Πάντως, αὐτὸς ὁ μεγαλοπρεπέστατος Ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως ἔγινε ὑπόδειγμα γιὰ τὴν κατασκευὴ καὶ τὴν ὀνομασία παρομοίων Ναῶν σὲ μικρότερο βέβαια μέγεθος σὲ πολλὰ τμήματα τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (τοῦ Βυζαντίου). Θὰ ἤθελα νὰ μνημονεύσω μερικοὺς ἀπὸ αὐτούς.
Εἶναι ὁ Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας Θεσσαλονίκης, γιὰ τὴν ὁποία πολλὰ διαθρυλοῦνται. Μερικοὶ ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Ναὸς αὐτὸς κτίσθηκε τὴν ἴδια χρονικὴ περίοδο μὲ τὸν Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας στὴν Κωνσταντινούπολη ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ (527-565) καὶ μάλιστα μὲ σχέδια τοῦ ἴδιου ἀρχιτέκτονα, τοῦ Ἀνθέμιου. Βέβαια, ἡ ἐπικρατέστερη ἄποψη εἶναι ὅτι ὁ Ναὸς κτίσθηκε τὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 8ου αἰῶνος πάνω σὲ θεμέλια προϋπάρχουσας «βασιλικῆς». Τὸ γεγονός, πάντως, εἶναι ὅτι ὁ Ναὸς αὐτὸς κτίσθηκε πρὸς τιμὴ τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ ἔχει πολλὰ κοινὰ χαρακτηριστικὰ μὲ τὸν Ναὸ τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως.
Ἀκόμη, νὰ ἀναφερθῇ καὶ ὁ Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας στὸ Κίεβο, περίφημο κτίσμα, ἀντίζηλο τῆς Ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, ποὺ κτίσθηκε τὸν 11ον αἰῶνα. Ἔπειτα, νὰ ἀναφερθῇ ὁ Ναὸς τῆς Ἁγίας Σοφίας Βουλγαρίας, ποὺ εἶναι κτίσμα τοῦ 12ου αἰῶνος. Μάλιστα δὲ ἀπὸ τὸν Ναὸ αὐτὸ ἔλαβε καὶ ἡ πόλη τὴν ὀνομασία, δηλαδὴ Σόφια.
Σὲ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ ἐντάσσεται καὶ ὁ Ναὸς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας τὸν ὁποῖο ἀνοικοδομήσατε ἐδῶ στὴν Κύπρο, ποὺ εἶναι μεγαλοπρεπέστατος καὶ δείχνει ὅτι εἶσθε συνέχεια τῆς Χριστιανικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, ὅτι θέλετε νὰ παραμείνετε στὴν πολιτιστικὴ παράδοση ποὺ ἐκφράζει ἡ Ἀγια-Σοφιὰ καὶ προπαντὸς θέλετε νὰ παραμείνετε ἑνωμένοι μὲ τὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστό, καὶ νὰ περιλούεσθε ἀπὸ τὸ ἄκτιστο Φῶς Του.
(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο: Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου: ἡ τοῦ Θεοῦ Σοφία (Β'))
- Προβολές: 4285