Κώστα Παπαδημητρίου: Μακρυγιάννης (Α')
Κώστα Παπαδημητρίου, ἐπ. Σχολικοῦ Συμβούλου
"Ὁ Μακρυγιάννης", γράφει ὁ Βλαχογιάννης, "ἦταν ὁ πολεμικώτατος τῶν ἀνδρῶν, ὁ γνησιώτατος στρατιωτικὸς χαρακτῆρας τῆς Ἐπανάστασης τοῦ Εἰκοσιένα καὶ ὁ πιστότατος καὶ φωτισμένος Χριστιανός".
Ἐμεῖς σὲ τούτη τὴ φτωχική μας ἐργασία θὰ ἀσχοληθοῦμε ἰδιαίτερα μὲ τὴν δεύτερη ἰδιότητά του, αὐτὴν τοῦ φωτισμένου Χριστιανοῦ. Θὰ προσπαθήσουμε, ὅπως λέει ὁ Ἄγγελος Σικελιανὸς στὸ ποίημά του:
".....τὴ βαθειὰ πῶς θὲ ν' ἀκούσουμε φωνή του,
καθὼς ἀπάνου στὴν πιὸ πλούσια τῆς καρδιᾶς του ἀνάβρα
κάνοντας ἔφοδο γιὰ τοῦ ἴδιου τουρανοῦ τὶς πύλες,
ἥρωας μιλοῦσε μὲ τὸ Θεό, στόμα μὲ στόμα,
κι εἶχε σὲ χείλη καὶ καρδιὰ φωτιὰ τὸ Λόγο:
"Τί καρτερεῖς ἀκόμα τάχα, Δικαιοκρίτη;
Ποιός μὲ χαλκᾶ τοὺς ἀνέμους θὰ νὰ Σοῦ δέσει,
ἢ ποιός στὰ νέφη Σοῦ θὰ βάλει χαλινάρι;
Στὴ γῆ, ὅπου ἀπόμεινε ἄνυδρη, ἄκαρπη καὶ στεῖρα,
ποτιστικὰ πότε θὰ στείλεις τὴ βροχή Σου
νὰ σκώσει κύματα ψηλὰ ἀσταχυὼν τὸ σπόρο,
ποῦ στ' ὄνομά Σου ἐγώ' σπειρα ἀπὸ τόσα χρόνια;"
ΚΑΤΑΓΩΓΗ-ΓΕΝΝΗΣΗ
Τραχειά, σκληρή, πνιγμένη στὴ φτώχεια ἦταν ἡ ζωὴ τῆς μεγαλοφαμελιὰς τοῦ Δημήτρη καὶ τῆς Βασιλικῆς Τριανταφύλλου. Ἡ ἀνάγκη, ἡ ἀνέχεια, ἡ μεγάλη φαμελιὰ ἔριχναν βαρὺ φορτίο ἐπάνω της. Ἔπρεπε νά'δουλεύουν σκληρὰ σὲ κάποια ξεροχώραφα ἐκεῖ στὰ τραχειὰ βουνὰ τῆς Δωρίδας, ποῦ ἦταν τὸ χωριό τους ὁ Ἀβορίτης.
Ἕνα ἤρεμο καὶ γλυκὸ πρωϊνὸ τοῦ 1797, ὅπως τὶς περισσότερες μέρες τοῦ χρόνου, ἡ Βασιλικὴ βρέθηκε στὸ λόγγο. Ἐκεῖ τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι τῆς γέννας. Ξάπλωσε ἀνάμεσα σὲ κάτι καλαμποκιὲς καὶ σὲ λίγο γλίστρησε ἀπὸ πάνω της ὁ δικός της καρπός. Ἦταν ὁ ἀργότερα μεγάλος Μακρυγιάννης, ποῦ τὸ ριζικὸ τοῦ ἔγινε ἔτσι ἕνα μὲ τὴ γῆ.
Ὁ ἴδιος ὁ Μακρυγιάννης διηγεῖται τὸ γεγονὸς τῆς γέννησής του:
"Φορτώνοντας (ἡ μάνα του) τὰ ξύλα στὸν ὦμο της, φορτωμένη εἰς τὸν δρόμον, εἰς τὴν ἐρημιά, τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι καὶ γέννησε ἐμένα μόνη της ἡ καημένη καὶ ἀποσταμένη ἐκιντύνεψε καὶ αὐτήνη τότε καὶ ἐγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της καὶ σιγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα καὶ χόρτα ἀπάνω εἰς τὰ ξύλα καὶ ἀπὸ πάνω ἐμένα καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ χωρίον". (Ἀπομνημονεύματα Μακρυγιάννη, τόμος Α σελ. 19).
Ἀπὸ τὰ πρῶτα του χρόνια ὁ μικρὸς Μακρυγιάννης ἔνιωσε βαρὺ τὸ χνῶτο τῆς φτώχειας νὰ τὸν καίη. Μὰ δὲν ἦταν μόνο ἡ φτώχεια. Περισσότερο βάραινε ὁ φόβος τῆς σκλαβιᾶς. Καὶ τὸ χειρότερο ἀπὸ τὴν δεύτερη δὲν ἄργησε νὰ ἔρθη. Ἕνα βράδυ οἱ Τοῦρκοι στρατοκαρτέρεψαν τὸν Δημήτρη Τριανταφύλλου καὶ τὸν δολοφόνησαν γιατί δὲν ἔσκυβε εὔκολα τὸ κεφάλι. Λογάριαζαν μάλιστα νὰ ξεπαστρέψουν ὅλο του τὸ σόϊ. Δὲν ἔμεινε, λοιπόν, ἄλλος δρόμος σωτηρίας ἀπὸ τὸ φευγιό.
Ἔτσι μιὰ νύχτα ἡ χήρα πιὰ Βασιλικὴ μὲ μιὰ λάκα παιδιὰ καὶ τὸ τελευταῖο βυζανιάρικο, τυλιγμένο σ' ἕνα κιλίμι φεύγουν ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ ἀπὸ μονοπάτι σὲ μονοπάτι φτάνουν στὴ Λειβαδιά. Ἐξάλλου δὲν τοὺς βάραιναν οὔτε σιγύρια βαριὰ οὔτε βόδια οὔτε γαϊδουρομούλαρα. Δυὸ γίδες ἦταν ὅλη κι ὅλη ἡ κινητή τους περιουσία.
Καὶ κεὶ στὴ Λειβαδιὰ ἡ ζωὴ ἴδια, ἴσως καὶ χειρότερη. Φτώχεια καὶ ἀναπαραδιά. Ἡ Τριανταφυλλοδημήτραινα δὲν μποροῦσε νὰ τὰ βγάλη πέρα μόνη της ὅσο κι ἂν προσπαθοῦσε. Ὄχι πῶς τὴν πήρανε μπροστὰ τὰ χρόνια. Καὶ νέα καὶ δυνατὴ καὶ πανέμορφη ἦταν. Ὅμως τὰ βάσανα, ἡ πίκρα γιὰ τὸν σκοτωμένο ἄντρα της, τὸ ξένο μεροκάματο, τὴν εἶχαν τσακίσει. Ἔτσι πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ βάλη καὶ τὸν μικρὸ Γιάννη στὴν βιοπάλη. Τὸν ἔδωσε σὲ κάποιον προύχοντα νὰ τὸν πληρώνη ἑκατὸ παρᾶδες τὸ χρόνο. Λίγο ἦταν, ὅμως ἦταν μιὰ συνδρομὴ στὴ φαμελιά. Τὸ ἀφεντικὸ ὅμως δὲν τοῦ φερόταν καλά. Τοῦ ἀνέθετε τὶς πιὸ ταπεινὲς δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ. Ὁ περήφανος Μακρυγιάννης δὲν τὸ ἀνεχόταν αὐτὸ καὶ φεύγει. Ἔρχεται στὴ Δεσφίνα. Ἦταν πιὰ δεκατετράχρονος.
Συμφωνία μὲ τὸν Ἅγιο
Ἐκεῖ στὴν Δεσφίνα ἔπιασε δουλειὰ στὸ σπίτι ἑνὸς ζαμπίτη (ἀστυνομικοῦ). Εἶχε ρίξει ἀρκετὸ μπόϊ παρόλες τὶς στερήσεις του. Μιὰ μέρα συνέβη τὸ ἑξῆς περιστατικὸ ποῦ τὸ διηγεῖται ὁ ἴδιος:
"Ἦταν γιορτὴ καὶ παγγύρι τ' Ἀγιαννιοῦ. Πήγαμεν εἰς τὸ παγγύρι' μόδωσε τὸ ντουφέκι του νὰ τὸ βαστῶ. Ἐγὼ θέλησα νὰ τὸ ρίξω, ἐτζακίσθη. Τότε μ'έπιασε σὲ ὅλον τὸν κόσμον ὀμπρὸς καὶ μὲ πέθανε εἰς τὸ ξύλο. Δὲν μ' ἔβλαψε τὸ ξύλο τόσο, περισσότερον ἡ ντροπὴ τοῦ κόσμου. Τότε ὅλοι τρώγαν καὶ πίναν καὶ ἐγὼ ἔκλαιγα. Αὐτὸ τὸ παράπονον δὲν ηὗρα ἄλλον κριτὴ νὰ τὸ εἰπῶ νὰ μὲ δικιώση, ἔκρινα εὔλογον νὰ προστρέξω εἰς τὸν Ἀϊγιάννη, ὅτι εἰς τὸ σπίτι του μόγινε αὐτείνη ἡ ζημιὰ καὶ ἀτιμία.
Μπαίνω τὴν νύχτα μέσα εἰς τὴν ἐκκλησία τοῦ καὶ κλειὼ τὴν πόρτα κι' ἀρχινῶ τὰ κλάματα μὲ μεγάλες φωνὲς καὶ μετάνοιες' τ' εἶναι αὐτὸ ὀπούγινε σ' ἐμέναν, γομάρι εἶμαι νὰ μὲ δέρνουν; Καὶ τὸν περικαλὼ νὰ μοῦ δώση ἅρματα καλὰ κι ἀσημένια καὶ δεκαπέντε πουγγιὰ χρήματα καὶ ἐγὼ θὰ τοῦ φκιάσω ἕνα μεγάλο καντήλι ἀσημένιον. Μὲ τῆς πολλὲς φωνὲς κάμαμεν τῆς συμφωνίες μὲ τὸν ἅγιον". (Ἀπομνημονεύματα, τ. 1, σελ. 16,17)
Καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ βέβαιος πῶς εἶχε ἐξασφαλισμένη τὴν συμπαράσταση τοῦ Ἁγίου. Στὰ ἑπόμενα χρόνια ὑπῆρξε ραγδαία ἡ βελτίωση τῶν ὅρων ζωῆς τοῦ νεαροῦ τώρα Μακρυγιάννη καὶ τὰ οἰκονομικὰ τοῦ ἀνέβηκαν. Ἀπάνω στὴν οἰκονομική του εὐμάρεια θυμᾶται τὸν προστάτη του Ἅγιο καὶ σπεύδει νὰ φανῇ συνεπὴς στὴν συμφωνία ποῦ εἶχε μαζί του:
"Τότε ἔφκειασα ντουφέκι ἀσημένιον, πιστιόλες καὶ ἅρματα καὶ ἕνα καντήλι καλό. Καὶ ἀρματωμένος καὶ συγυρισμένος τὸ πῆρα καὶ πῆγα εἰς τὸν προστάτη μου καὶ εὐεργέτη μου κι ἀληθινὸν φίλον, τὸν Ἀϊγιάννη, καὶ σώζεται ὡς τὴν σήμερον-ἔχω καὶ τ' ὄνομά μου γραμμένο εἰς τὸ καντήλι. Καὶ τὸν προσκύνησα μὲ δάκρυα ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰ σπλάχνα μου, ὅτι θυμήθηκα ὅλες μοῦ τῆς ταλαιπωρίες ὅπου δοκίμασα". (ὅ.π.σελ. 18).
(συνεχίζεται στὸ ἑπόμενο)
- Προβολές: 2922