Ἑορτὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν ἀρχαία Κόρινθο - «Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»
Εἴχαμε τὴν εὐλογία ἐφέτος, μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τοῦ φιλόξενου Μητροπολίτου Κορίνθου κ. Διονυσίου πρὸς τὸν Ποιμενάρχη μας κ. Ἰερόθεο, νὰ λάβουμε μέρος στὶς λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις ποῦ πραγματοποιήθηκαν πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν Παύλου στὴν Κόρινθο, ἡ ὁποία εἶναι μία ἀπὸ τὶς πόλεις ποῦ εὐλογήθηκαν τόσο μὲ τὴν παρουσία καὶ τὴν προφορικὴ διδασκαλία τοῦ Ἀποστόλου, ὅσο καὶ μὲ τὴν σύνταξη ἐπιστολῶν πρὸς αὐτὴν ποῦ μάλιστα κάποιες ἀπὸ αὐτὲς ἔχουν συμπεριληφθῇ στὸν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ὁ ἑορτασμὸς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στὴν Κόρινθο ἔχει συνοδικὸ χαρακτῆρα, ἐφ' ὅσον μὲ ἐνέργειες τοῦ νὺν Μητροπολίτου κ. Διονυσίου συμμετέχουν μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου κάθε περιόδου. Στὸν φετινὸ ἑσπερινὸ καὶ τὴν πάνδημη λιτανεία προεξῆρχε καὶ κήρυξε τὸν θεῖο λόγο ὁ Μητροπολίτης Βύρωνος καὶ Ὑμηττοῦ κ. Δανιήλ, ἐκπρόσωπος τοῦ Μακαριωτάτου, ἐνῷ κατὰ τὴν θεία Λειτουργία προεξῆρχε καὶ ὁμίλησε ὁ Μητροπολίτης Ἄρτης κ. Ἰγνάτιος. Συμμετεῖχαν ἐπίσης οἱ Μητροπολῖτες Ὕδρας κ. Ἐφραίμ, Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Σύρου κ. Δωρόθεος, Χαλκίδος κ. Χρυσόστομος, Χαρτοὺμ κ. Ἐμμανουήλ, Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομος, Ἰλίου, κ. Ἀθηναγόρας.
Ὅλες οἱ λατρευτικὲς ἐκδηλώσεις εἶχαν ἰδιαίτερη λαμπρότητα καὶ ἦταν μεγάλη ἡ συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ. Μιὰ ἀπὸ τὶς πολλὲς ἰδιαίτερες εἰκόνες τῆς λιτανείας ἦταν καὶ ἡ πομπή, ἐπὶ τῶν χειρῶν τῶν μελανοφορούντων μοναζουσῶν τῆς Μητροπόλεως, τῶν ἱερῶν Λειψάνων τῶν ἁγίων: Ἀποστόλου Παύλου, Ἀποστόλου Ἰάσονος, Ἱερομαρτύρων Βλασίου καὶ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Σωφρονίου Ἱεροσολύμων καὶ Μακαρίου Κορίνθου, Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου, Ὁσίων Παταπίου, Νίκωνος τοῦ νέου καὶ Ὑπομονῆς, καθὼς καὶ ἡ εἰκόνα πάντων τῶν Κορινθίων Ἁγίων.
Ἡ ἀκολουθία, ὅμως, ποὺ ἦταν πρωτόγνωρη γιὰ μᾶς, ἦταν ὁ ἑσπερινὸς στὸν ἀρχαιολογικὸ χῶρο τῆς Ἀρχαίας Κορίνθου, στὸ Βῆμα τοῦ Γαλλίωνος, ὅπου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁδηγήθηκε γιὰ νὰ ἀπολογηθῇ στὸν Ρωμαῖο ἀνθύπατο, σύμφωνα μὲ τὴν διήγηση τοῦ βιβλίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων (Πράξ. ἰη', 12-17).
Ὁ ἀρχαιολογικὸς χῶρος τῆς ἀρχαίας Κορίνθου, μεγάλος σὲ ἔκταση, εἶναι διάσπαρτος ἀπὸ τὰ ἀπομεινάρια μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς ποῦ μαρτυροῦν δύναμη, πλοῦτο καὶ μεγάλο πληθυσμό. Τὸ ὅλο τοπίο θαυμάσιο: πεῦκα, ἐλιές, μαρμάρινες κολῶνες ἀρχαίων ναῶν, διάσπαρτα ἐρείπια δουλεμένα καὶ χρωματισμένα ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὴν φθορά, πάνω σὲ ὁμαλοὺς λοφίσκους, κάτω ἀπὸ τὸν καστρογυρισμένο Ἀκροκόρινθο, λουσμένα ὅλα στὸ ἁπαλὸ ἑσπερινὸ φὼς τοῦ ἑλληνικοῦ καλοκαιριοῦ.
Σὲ αὐτὸ τὸ τοπίο, μέσα ἀπὸ τὴν κεντρικὴ μαρμαρόστρωτη ἀρχαία λεωφόρο εἰσῆλθε θριαμβευτικὰ ἡ λατρευτικὴ πομπὴ μὲ τὰ ἱερὰ τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ δεκάδες ἱεροφορεμένους Ἱερεῖς, μὲ τὸν βυζαντινὸ χορὸ ἱεροψαλτῶν, τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ ἑκατοντάδες τοῦ λαοῦ ποῦ ἀκολουθοῦσε. Καὶ σὲ λίγο ὅλος ὁ χῶρος γέμισε ἀπὸ τὴν μεγαλόπρεπη, συνάμα καὶ κατανυκτική, βυζαντινὴ προσευχητικὴ μελωδία, τὴν ὁποῖα δὲν ἄκουγαν μόνον τὰ πλήθη τῶν πιστῶν, ἀλλὰ καὶ ὅλη ἡ γύρω κτίση ποῦ «συστενάζει καὶ συνωδίνει ἄχρι τοῦ νὺν» καὶ προσμένει νὰ ἐλευθερωθῇ «ἀπὸ τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς δόξης τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ» (Ρώμ. ἡ', 19-22). Ἡ ἐκκλησιαστικὴ πομπὴ μέσα στὴν ἀρχαία Κόρινθο θύμιζε τὴν μέλλουσα ἀποκαλυπτικὴ εἴσοδο τῶν λευκοφορεμένων ἁγίων, καὶ τὸ κατανυκτικὸ φὼς θύμιζε τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ ποῦ θὰ περιλάμψη τότε, κατὰ τὴν ἔνδοξη Δευτέρα παρουσία Του, σὲ ὅλον τὸν κόσμο καὶ θὰ τὸν ἀνακαινίση.
Καὶ ἦταν σὲ μιὰ θαυμάσια ἁρμονία: ἡ ἑλληνικὴ φύση καὶ ἡ ὀρθόδοξη προσευχὴ τὰ μνημούρια τοῦ ἀρχαίου κόσμου, τὸν ὁποῖον ἀνέστησε ἀπὸ τὴν πλάνη τοῦ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου, καὶ τὰ ἱερὰ τῆς Ἐκκλησίας μας τὸ σύγχρονο κήρυγμα γιὰ τὴν «Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἀρχαίας Ἐκκλησίας» καὶ οἱ σύγχρονοι πιστοὶ ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων Κορινθίων ποῦ γέμισαν τὴν ἀρχαία Κόρινθο καὶ προσευχήθηκαν μὲ κατάνυξη. Ἦταν, ὄντως, ἐμπειρία πρωτόγνωρη...
Στὸ βῆμα τοῦ Γαλλίωνος εἶχε στηθῇ ἐξέδρα, ὅπου τελέσθηκε ἡ ἐπιλύχνιος ἀκολουθία, πολυαρχιερατικὸς ἑσπερινὸς μὲ τὴν συμμετοχὴ τῶν Σέβ. Μητροπολιτιὼν Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, ποῦ προεξῆρχε τοῦ ἑσπερινοῦ, Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου, Καισαριανὴς κ. Δανιήλ, Ζιχνὼν κ. Ἱεροθέου, Χαρτοὺμ κ. Ἐμμανουήλ, Ἰλίου κ. Ἀθηναγόρου, καί, βεβαίως, τοῦ οἰκείου Ποιμενάρχου κ. Διονυσίου.
Στὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ κήρυξε τὸν θεῖο λόγο ὁ Σέβ. Μητροπολίτης μᾶς κ. Ἰερόθεος, μὲ θέμα «Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας». Τὸν λόγο αὐτὸ δημοσιεύουμε στὴν συνέχεια. Ἡ ἐκδήλωση ἔκλεισε μὲ τὸν λόγο ποῦ ἀπηύθυνε μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ καρδιακὰ αἰσθήματα στὸν λαὸ ὁ οἰκεῖος Ποιμενάρχης κ. Διονύσιος, ὁ ὁποῖος εἶχε καὶ τὴν ὅλη μέριμνα καὶ εὐθύνη γιὰ τὶς ἐορτατικὲς ἐκδηλώσεις τῆς Κορίνθου πρὸς τὸν μεγάλο Ἀπόστολό της.
Α.Κ.
«Ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας»
Κήρυγμα στὸν Ἑσπερινὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, στὸ Βῆμα τοῦ Γαλλίωνος στὴν ἀρχαία Κόρινθο, 29 Ἰουνίου 2011
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Εὐχαριστῶ τὸν Σέβ. Μητροπολίτη Κορίνθου κ. Διονύσιο καὶ ἀγαπητὸ ἐν Χριστῷ ἀδελφὸ ποῦ μὲ προσκάλεσε νὰ ἔλθω αὐτὴν τὴν σημαντικὴ ἡμέρα στὴν Κόρινθο καὶ νὰ συμμετάσχω στὶς λατρευτικὲς αὐτὲς ἐκδηλώσεις γιὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, τὸν πολιοῦχο τῆς ἀποστολικῆς αὐτῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, καὶ νὰ ὁμιλήσω σὲ αὐτὸ τὸ Βῆμα τοῦ Γαλλίωνος, ὅπου ὁδηγήθηκε ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ νὰ δικασθῇ (Πράξ. ἰη', 12-17), γιὰ τὸν μεγάλο Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν καὶ πνευματικὸ πατέρα τῶν Κορινθίων. Τὸν εὐχαριστῶ ἐκ καρδίας καὶ χαίρομαι γιὰ τὴν παρουσία τόσου πλήθους ἀνθρώπων ποῦ εἰσέρρευσαν σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἀποδίδουν, ὡς πνευματικὰ παιδιὰ καὶ ἀπόγονοι τῶν τότε Κορινθίων, τὸν πρέποντα σεβασμὸ στὸν μεγάλο Ἀπόστολο καὶ θαυμαστὸ πνευματικὸ Πατέρα τους.
Ἔχοντας τὴν τιμὴ νὰ ἀναφερθῶ σὲ αὐτὴν τὴν σύναξη στὸν μεγάλο Ἀπόστολο Παῦλο θὰ λάβω ἀφορμὴ ἀπὸ τὶς δύο ἐπιστολὲς ποῦ ἀπέστειλε ὁ ἴδιος στοὺς Κορινθίους, οἱ ὁποῖες περιελήφθησαν στὸν κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τιμᾶται αὐτὴ ἡ πόλη καὶ ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες. Θὰ τονίσω δὲ δύο σημεῖα.
Τὸ πρῶτο σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ποῦ ἦταν ὁ ἱδρυτὴς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου, ὅπως καὶ ἄλλων Ἐκκλησιῶν, ἦταν θεόπτης Ἀπόστολος, ὅπως ἔγραφε στοὺς Κορινθίους: «Παῦλος, κλητὸς ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ διὰ θελήματος Θεοῦ» (Α' Κόρ. α', 1). Βεβαίως δὲν ἀνῆκε στοὺς πρώτους Ἀποστόλους, ποῦ εἶχε καλέσει ὁ Χριστὸς στὸ ἀποστολικὸ ἀξίωμα, στὴν ἔναρξη τοῦ ἔργου του, μετὰ τὴν Βάπτισή Του, καὶ οἱ ὁποῖοι Ἀπόστολοι τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔλαβαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἔγιναν μέλη τοῦ ἀναστημένου Σώματός Του, ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος ἔγινε Ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴν ἐμφάνιση καὶ σὲ αὐτὸν τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ. Στοὺς Κορινθίους ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ τὸ σημαντικὸ γεγονός. «Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος;... οὐχὶ τὸν Κύριον Ἰησοῦν ἑώρακα;...» (Α' Κόρ. θ', 1). Ἐπίσης, γράφει σὲ ἕνα σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του: «Παρέδωκα γὰρ ὑμῖν ἐν πρώτοις ὃ καὶ παρέλαβον». Καὶ ἀφοῦ ἀναφέρεται στὶς ἐμφανίσεις τοῦ ἀναστάντος Χριστοῦ καταλήγει: «ἔσχατον δὲ πάντων ὠσπερεὶ τὼ ἐκτρώματι ὤφθη καμοὶ» (Α’ Κόρ. ἰε', 1-8). Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος εἶναι Ἀπόστολος, ἀφοῦ εἶδε τὸν Χριστὸ καὶ ἀπέκτησε κοινωνία μαζί Του, βίωσε τὸ μυστήριο τῆς Πεντηκοστῆς. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον οἱ Κορίνθιοι δὲν ἔπρεπε νὰ ἀναζητοῦν ἄλλον Ἀπόστολο γιὰ νὰ τοὺς κατευθύνη στὴν πνευματική τους ζωή.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπέκτησε μιὰ σπάνια πνευματικὴ ἐμπειρία, ἕνα μεγάλο πνευματικὸ χάρισμα, νὰ ἀνέλθη μέχρι τρίτου οὐρανοῦ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ εἰσέλθη στὸν Παράδεισο, καὶ νὰ συμμετάσχη στὴν οὐράνια δόξα, τὴν ἄκτιστη θεία Λειτουργία τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Πρόκειται γιὰ ὑπερβολὴ τῶν ἀποκαλύψεων, ὅπως τὸ ὁμολογεῖ ὁ ἴδιος στὴν ἐπιστολή του στοὺς Κορινθίους (Β', Κόρ. ἰβ', 1-7). Ἦταν ἕνας θεολόγος μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ πατερικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀφοῦ εἶδε ἐν δόξῃ τὸν Χριστό, τὸν γνώρισε καὶ ὁμιλοῦσε γι’ Αὐτόν.
Γράφοντας γιὰ τὰ θέματα αὐτὰ στοὺς Κορινθίους ἤθελε νὰ τοὺς φανερώση τὴν ἀποστολική του ἰδιότητα ποῦ συνδέεται μὲ τὴν πνευματικὴ ἐμπειρία καὶ ὄχι μὲ τὴν γνώση τῆς φιλοσοφίας καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρωπίνων χαρισμάτων, καθὼς ἐπίσης ἤθελε νὰ τοὺς ὑπογραμμίση ὅτι ὁ σκοπὸς καὶ ὁ προορισμὸς τῶν Χριστιανῶν εἶναι νὰ εἰσέλθουν καὶ ἐκεῖνοι σὲ αὐτὴν τὴν οὐράνια θεία Λειτουργία.
Τὸ δεύτερο σημεῖο εἶναι ὅτι, διαβάζοντας τὶς δύο αὐτὲς ἐπιστολὲς πρὸς Κορινθίους, βλέπουμε ὅτι ἡ ἐπικοινωνία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου μὲ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Κορίνθου ἦταν στενὴ καὶ χαρισματική. Αὐτὸς τοὺς ἐγέννησε πνευματικά, γι’ αὐτὸ τοὺς ἔγραφε: «ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ οὐ πολλοὺς πατέρας ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ τοῦ εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα» (Α' Κόρ. δ', 15). Καὶ οἱ Κορίνθιοι ζοῦσαν αὐτὴν τὴν χαρισματικὴ ζωή, καὶ στὸν γάμο καὶ στὴν παρθενία, γι’ αὐτὸ γράφει: «ἕκαστος ἴδιον χάρισμα ἔχει ἐκ Θεοῦ, ὃς μὲν οὕτως, ὃς δὲ οὕτως» (Α' Κόρ. ζ', 7). Καὶ ἡ προσευχή τους δὲν ἦταν τυπική, ἀλλὰ χαρισματική, ὅπως φαίνεται στὸ χωρίο «οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α' Κόρ. ἰβ', 3). Πρόφεραν τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μὲ Πνεῦμα Ἅγιον.
Βεβαίως ὑπῆρξαν καὶ διάφορα λυπηρὰ γεγονότα στὴν Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου, ἀλλὰ αὐτὰ ἦταν ἐξαιρέσεις, ἀφοῦ παρὰ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διατηρεῖται καὶ ἡ ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων, τὴν ὁποῖα σέβεται καὶ Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Τὸ γεγονὸς εἶναι ὅτι ἡ πλειοψηφία τῶν Κορινθίων εἶχε πνευματικὰ χαρίσματα γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τοὺς προτρέπει: «ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα». (Α’ Κόρ. ἰβ', 31).
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ Χριστιανοὶ τῆς Κορίνθου δὲν ἦταν συνηθισμένοι ἄνθρωποι, ἐκκοσμικευμένοι Χριστιανοί, ἄλλα ἦταν μέτοχοι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, εἶχαν ποικίλα χαρίσματα. Βεβαίως, δὲν εἶχαν ἀποκτήσει τὸ μεγάλο ἀποστολικὸ χάρισμα, ποῦ εἶχε ὁ Πνευματικὸς τοὺς Πατέρας καὶ Διδάσκαλος, ἀλλὰ καὶ ἐκεῖνοι εἶχαν διάφορα καὶ ποικίλα πνευματικὰ χαρίσματα. Δὲν ἐννοῶ τὰ φυσικὰ χαρίσματα ποῦ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν, ἀλλὰ τὰ ἰδιαίτερα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ Κορίνθιοι ἦταν «ἡγιασμένοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Α' Κόρ. α', 2) καὶ ἔφθασε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος νὰ τοὺς γράψη ὅτι διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ: «ἐπλουτίσθητε ἐν αὐτῷ, ἐν παντὶ λόγῳ καὶ πάση γνώσει, καθὼς τὸ μαρτύριον τοῦ Χριστοῦ ἐβεβαιώθη ἐν ὑμῖν, ὥστε ὑμᾶς μὴ ὑστερεῖσθαι ἐν μηδενὶ χαρίσματι» (Α' Κόρ. α', 4-7). Δηλαδή, εἶχαν ἀποκτήσει ὅλη τὴν πνευματικὴ γνώση, τὴν χαρισματικὴ θεολογία, καὶ δὲν ὑστεροῦσαν σὲ κανένα πνευματικὸ χάρισμα.
Διαβάζοντας κανεὶς τὴν Α’ πρὸς Κορινθίους ἐπιστολὴ ἐκπλήσσεται ἀπὸ τὰ χαρίσματα ποῦ ὑπῆρχαν στὴν πρώτη Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου. Ἀριθμοῦνται ὅλες οἱ κατηγορίες τῶν χαρισματούχων, ὅπως οἱ ἀπόστολοι, οἱ προφῆτες, οἱ διδάσκαλοι, οἱ δυνάμεις, ἀλλὰ καὶ τὰ χαρίσματα ἰαμάτων, τῆς γλωσσολαλιὰς καὶ τῆς ἑρμηνείας τῶν γλωσσῶν (Α’ Κόρ. ἰβ', 29-31). Ἐπίσης, ἐκπλήσσεται κανεὶς ὅταν διαβάζη αὐτὰ ποῦ γράφει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὰ χαρίσματα τῶν Κορινθίων ποῦ ἐκδηλώνονταν στὴν σύναξή τους. Τοὺς γράφει: «Ὅταν συνέρχησθε ἕκαστος ὑμῶν ψαλμὸν ἔχει, διδαχὴν ἔχει, γλῶσσαν ἔχει, ἀποκάλυψιν ἔχει, ἑρμηνείαν ἔχει πάντα πρὸς οἰκοδομὴν γινέσθω» (Α’ Κόρ. ἰδ', 26). Δηλαδή, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐφώτιζε τοὺς Χριστιανοὺς καὶ ἐκδηλώνονταν τὰ χαρίσματά τους, ἤτοι ὁ ψαλμός, δηλαδὴ προσευχὴ μὲ τοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαυίδ, ἡ διδαχή-διδασκαλία, ἡ γλωσσολαλιά, ποῦ ἦταν ἡ νοερὰ προσευχή, ἀφοῦ δὲν ἀκουγόταν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἡ ἀποκάλυψη καὶ ἡ ἑρμηνεία τῆς ἀποκαλύψεως.
Προσπαθῶ νὰ καταλάβω πῶς λειτουργοῦσε ἡ πρώτη Ἐκκλησία στὴν Κόρινθο κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας, ἰδίως κατὰ τὴν θεία Εὐχαριστία, γιατί σήμερα δὲν ἔχουμε ἀνάλογη ἐμπειρία. Ἦταν μιὰ Ἐκκλησία ζωντανή, γεμάτη ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία Ἐκκλησία ἱδρύθηκε ἀπὸ ἕναν μεγάλο Ἀπόστολο, τὸν Παῦλο, καὶ κατευθυνόταν ἀπὸ αὐτὸν ποῦ εἰσῆλθε στὸν Παράδεισο καὶ εἶχε ἀποκτήσει τὴν γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἱερᾶς ἀκολουθίας, τῆς θείας Εὐχαριστίας, οἱ Χριστιανοὶ τῆς Κορίνθου ἀποκτοῦσαν ἱερὰ ἔμπνευση, καταλαμβάνονταν ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκδηλώνονταν αὐτὰ τὰ χαρίσματα μὲ τὸν θεολογικὸ λόγο, τὴν νοερὰ προσευχὴ κλπ. Ἡ εἰκόνα τῶν μικρῶν παιδιῶν ποῦ σφύζουν ἀπὸ ζωὴ καὶ χαίρονται ὑπερβολικὰ ὅταν βρίσκωνται στὴν φύση καὶ παίζουν μὲ ζωντάνια μπορεῖ κάπως νὰ ἀποδώση τὴν ζωὴ τῆς πρώτης καὶ ἀρτιγενοῦς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου. Ἦταν μιὰ Ἐκκλησία γεμάτη πνευματικὴ ζωὴ καὶ ἐκδηλώνονταν τὰ χαρίσματα αὐθόρμητα καὶ σὲ τέτοιον ἀπίστευτο βαθμό, ποῦ δὲν μποροῦσαν νὰ τὰ συγκρατήσουν.
Σήμερα στὴν Ἐκκλησία μας ἔχουν γραφὴ εὐχές, ἀκολουθίες, τροπάρια, ὕμνοι. Ἐπίσης, ἔχει καταρτισθῇ τὸ τυπικὸ τὸ ὁποῖο καθορίζει τὸ τί θὰ ποὺν ὁ Ἀρχιερεύς, ὁ Ἱερεύς, ὁ διάκονος, ὁ ψάλτης, ὁ ἀναγνώστης, καὶ μὲ ποιά σειρά. Ἔτσι, δὲν παρατηρεῖται χάσμα στὴν θεία Λατρεία. Τότε, ὅμως, δὲν ὑπῆρχε τὸ τυπικὸ αὐτό, ἀλλὰ ὑπῆρχε ἔκδηλη ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἐκδηλωνόταν αὐθόρμητα. Ὁπότε, φθάνει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὸ σημεῖο νὰ τοὺς ὀρίση ἕνα τυπικό, ποῦ θὰ καθορίζη τὴν σειρὰ ποῦ θὰ ἐκδηλώνωνται τὰ χαρίσματα στὴν θεία Εὐχαριστία. Ὅταν εἶχαν τὸ χάρισμα τῆς γλωσσολαλιὰς δὲν ἔπρεπε νὰ ὁμιλοῦν ἢ νὰ σιωποῦν ὅλοι μαζί, ἀλλὰ ἦταν ἀπαραίτητο νὰ ὑπῆρχε καὶ ἐκεῖνος ποῦ θὰ ἑρμήνευε. Τὸ ἴδιο ἔπρεπε νὰ γίνεται καὶ μὲ τοὺς προφῆτες, δηλαδὴ νὰ ὁμιλοῦν δυὸ ἢ τρεὶς καὶ οἱ ἄλλοι νὰ διακρίνουν, νὰ ξεχωρίζουν. Ἐὰν σὲ κάποιον Χριστιανὸ ἀποκαλυφθῇ κάτι τὴν ὥρα ποῦ κάποιος ἄλλος μιλοῦσε, τότε ὁ πρῶτος ἔπρεπε νὰ σιωπήση. Μὲ τὴν τάξη αὐτὴ ποῦ τοὺς ἐπιβάλλει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μποροῦν ὅλοι νὰ προφητεύουν, ὥστε ὅλοι νὰ μαθαίνουν καὶ ὅλοι νὰ παρηγοροῦνται. Ἔτσι, «καὶ πνεύματα προφητῶν προφήταις ὑποτάσσεσθαι», δηλαδὴ τὰ χαρίσματα τῶν Προφητῶν πρέπει νὰ ὑποτάσσωνται στοὺς Προφῆτες καὶ νὰ μὴν ἐκδηλώνωνται ἀνεξέλεγκτα, γιατί ὁ Θεὸς δὲν εἶναι Θεὸς ἀκαταστασίας, ἀλλὰ Θεὸς τῆς εἰρήνης (Ἂ‘ Κόρ. ἰδ', 26-32), ἀλλὰ καὶ οὔτε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καταργεῖ τὴν ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων.
Πολλὲς φορὲς σκέπτομαι ὅτι θὰ ἦταν φοβερὴ ἐμπειρία νὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ συμμετάσχη στὴν εὐχαριστιακὴ σύναξη τῆς τότε Ἐκκλησίας, ἐδῶ στὴν Κόρινθο, μέσα στὴν ὁποῖα ὑπῆρχαν ἀπόστολοι, προφῆτες, διδάσκαλοι, θαυματουργοί, γλωσσολαλοῦντες, ποῦ εἶχαν νοερὰ προσευχή, διερμηνεύοντες, καὶ νὰ ἐκδηλώνωνται ὅλα αὐτὰ τὰ χαρίσματα, ποῦ φανέρωναν τὴν παρουσία τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Ἦταν μιὰ ζωντανὴ Ἐκκλησία. Μὲ τί ζέση γινόταν ὅλη αὐτὴ ἡ εὐχαριστιακὴ σύναξη, ὥστε χρειαζόταν ἕνα τυπικὸ γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐκφράζονταν καὶ θὰ ἐκδηλώνονταν τὰ πνευματικὰ αὐτὰ χαρίσματα μὲ τὴν σειρὰ γιὰ τὴν οἰκοδομὴ ὅλων!
Κάποιος σύγχρονος θεολόγος (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης), ἀναφερόμενος σὲ αὐτὰ ποῦ συνέβαιναν στὴν Κόρινθο κάνει λόγο γιὰ τὴν «θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας». Πράγματι, ἂν σκεφθοῦμε ὅτι ἡ ἐμπειρικὴ θεολογία εἶναι πνευματικὸ χάρισμα, μὲ τὸ ὁποῖο γνωρίζει κανεὶς προσωπικὰ τὸν Θεὸ καὶ ὁμιλεῖ γι’ Αὐτόν, τότε ἡ θεολογία συνδέεται μὲ τὴν προφητεία, καὶ ὁ θεολόγος εἶναι ὁ προφήτης, ποῦ βλέπει τὸν Θεὸ καὶ στὴν συνέχεια ἀποκαλύπτει τὰ ὀραθέντα καὶ γι' αὐτὸ λέγεται «ὁρῶν» καὶ «βλέπων», τότε μπορεῖ νὰ ἀποδώση τὸν χαρακτηρισμὸ «Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» τῆς Κορίνθου στὴν πρώτη αὐτὴ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Ἐδῶ, λοιπόν, στὴν Κόρινθο λειτούργησε αὐτὴ ἡ ζωντανὴ Θεολογικὴ Σχολή, ἡ Σχολὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ «βασίλειον ἰεράτευμα», ὄχι μὲ προεδρικὰ διατάγματα καὶ κρατικοὺς νόμους, ἀλλὰ μὲ τὴν παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ λυπᾶται κανεὶς ὅταν συγκρίνη αὐτὴν τὴν πρώτη «Θεολογικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ» μὲ τὴν σημερινὴ κατάσταση, ποῦ ἐρχόμαστε στοὺς Ναοὺς τυπικά, μηχανικά, καὶ ὁ νούς μας βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν Ναό, μακρυὰ ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ παραμένει ἄκαρπος. Ἔχουμε ὡραίους Ναούς, ἐξαίρετη ὑμνογραφία καὶ μουσική, θαυμάσια τυπικά, ἀλλὰ δὲν ἔχουμε τὴν ζωντάνια τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἔτσι, δὲν ἔχουμε μόνο οἰκονομικὴ κρίση σήμερα στὸν τόπο μας, ἀλλὰ καὶ πνευματική-θεολογικὴ κρίση.
Σεβασμιώτατε ἅγιε Κορίνθου,
Καμαρώνω καὶ χαίρομαι πνευματικὰ διότι εἶσθε Ἐπίσκοπος μιᾶς τέτοιας Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποῖα λειτούργησε ἡ «Θεολογικὴ Σχολὴ» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τὸ διαβάζουμε στὶς δύο πρὸς Κορινθίους Ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Χαίρομαι ποῦ καὶ ἡ Ἱερὰ Μητρόπολη Ναυπάκτου, στὸν παλαιὸ καιρὸ ὅταν ἦταν Ἐπισκοπή, ἀνῆκε στὴν Μητρόπολη Κορίνθου, μὲ τὴν τόσο μεγάλη πνευματικὴ παράδοση. Κάθε φορὰ ποῦ περνῶ ἀπὸ τὴν Κόρινθο πηγαίνοντας πρὸς τὴν Ἀθήνα ἢ ἐρχόμενος ἀπὸ αὐτὴν προσεύχομαι γιὰ σᾶς καὶ τὸ ποίμνιό σας, ποῦ κατέκλυσε αὐτὸν τὸν χῶρο σήμερα, σὲ αὐτὴν τὴν πνευματικὴ σύναξη, ἐδῶ ποῦ ἔζησε καὶ ὁμιλοῦσε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, καὶ νοσταλγῶ αὐτὴν τὴν πρώτη «Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» τῆς Κορίνθου, ὅπως περιγράφεται στὶς δύο ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρὸς τοὺς Κορινθίους.
Συγχρόνως, ὁραματίζομαι μιὰ τέτοια Ἐκκλησία, στὴν ὁποῖα οἱ Χριστιανοὶ θὰ εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ πνευματικὰ χαρίσματα, σὲ τέτοιο βαθμὸ ποῦ νὰ χρειάζεται νὰ ὑπάρχη κάποιος Προφήτης γιὰ νὰ ἐπιβάλη τάξη γιὰ τὸ πῶς θὰ ἐκδηλωθοῦν μιὰ Ἐκκλησία ποῦ νὰ ἀγαπᾶ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ μιὰ Ἐκκλησία ποῦ θὰ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὖας πρὸ τῆς ἁμαρτίας στὸν Παράδεισο. Βεβαίως, δὲν ἐξέλιπαν ποτὲ τὰ χαρίσματα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, γιατί ἡ Ἐκκλησία πάντοτε λειτουργεῖ μὲ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ οἱ Χριστιανοὶ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἔχουν ἐκκοσμικευθῇ. Γι' αὐτὸ πρέπει νὰ σεβόμαστε τὸ χάρισμα τῆς Ἱερωσύνης, κυρίως τὸ χάρισμα τοῦ Ἐπισκόπου, ἀλλὰ καὶ ὅλα τὰ ἄλλα χαρίσματα, τὰ ὁποῖα διακρίνουν τοὺς Χριστιανούς. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ χαρίσματα, ἀναζητᾶμε τὴν πρώτη Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου μὲ τὴν «Θεολογικὴ τῆς Σχολὴ» καὶ στὴν ὁποῖα οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν ἐμπειρίες τοῦ Χριστοῦ, εἶχαν τὴν πίστη ἐκ θεωρίας καὶ ὄχι ἁπλῶς τὴν πίστη ἐξ ἀκοῆς.
Αὐτοὺς τοὺς πνευματικοὺς Προπάτορες ἔχετε, ἀγαπητοὶ Κορίνθιοι. Εἶσθε ἀπόγονοι τέτοιων μεγάλων μορφῶν, ἡ Ἐκκλησία σας εἶναι συνέχεια τῆς πρώτης λαμπρᾶς ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ποῦ φαίνεται στὶς δύο ἐπιστολὲς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ποῦ ἐστάλησαν στοὺς Κορινθίους, καὶ αὐτὸ εἶναι τιμὴ γιὰ σᾶς, ποῦ εἶσθε γνωστοὶ σὲ ὅλο τὸν χριστιανικὸ κόσμο, ἀλλὰ ἔχετε καὶ εὐθύνη νὰ συνεχίζετε αὐτὴν τὴν παράδοση. Ἅς παρακαλοῦμε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, τὸν ἱδρυτὴ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου, νὰ μᾶς δώση ἔμπνευση γιὰ νὰ ζοῦμε ἐκκλησιαστικά, νὰ ἔχουμε ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, ἀλλὰ καὶ νὰ νοσταλγοῦμε τὴν πρώτη ἐκείνη Ἐκκλησία, ὥστε νὰ γίνουμε ἄξιοι διάδοχοι ἐκείνων τῶν μεγάλων ἀποστολικῶν μορφῶν καὶ τελικὰ νὰ γίνουμε φοιτητὲς αὐτῆς τῆς «Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας» τῆς Κορίνθου.–
- Προβολές: 3905