Skip to main content

Δύο σημαντικὲς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας - Ἀπορρίφθηκαν αἰτήσεις μελῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως

Πρόσφατα (Μάρτιος 2011) ἐκδόθηκαν δύο σημαντικὲς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας ἐπὶ ἀντιστοίχων προσφυγῶν Ἱερομονάχων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Σκάλας Ναυπάκτου. Οἱ ἀποφάσεις αὐτὲς σηματοδοτοῦν τὸ τέλος τῆς μακροχρόνιας δικαστικῆς προσπάθειας τῶν ὑπευθύνων τῆς Μονῆς νὰ ἀνατρέψουν μὲ ἐξωεκκλησιαστικὰ μέσα ἀντίστοιχες ἀποφάσεις τῶν Συνοδικῶν Δικαστηρίων καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.

Συγκεκριμένα, ἕνδεκα χρόνια μετὰ τὴν ἔναρξη τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀνακρίσεων σὲ βάρος τοῦ τότε ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Σκάλας Ναυπάκτου, Ἱερομόναχου Σπυρίδωνος Λογοθέτου, πέντε χρόνια μετὰ τὴν τελεσίδικη ἀπόφαση τοῦ Δευτεροβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου, τὸ ὁποῖο τοῦ ἐπέβαλε τὴν ποινὴ τῆς ἐκπτώσεως ἀπὸ τὴν θέση τοῦ ἡγουμένου, καὶ πέντε χρόνια μετὰ τὴν προσφυγή του, μαζὶ μὲ ἄλλα ὀκτὼ μέλη τῆς Ἀδελφότητος, στὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ἐξεδόθησαν δύο ὁριστικὲς ἀποφάσεις τοῦ Γ' Τμήματος (πενταμελὴς σύνθεση) ποῦ ἀπορρίπτουν τὶς αἰτήσεις τῶν ἱερομονάχων, καὶ ἐπιβεβαιώνουν ἀφ' ἑνὸς μὲν τὸ δίκαιο τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Μητροπολίτου καὶ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀφ' ἑτέρου δὲ τὴν λανθασμένη τακτικὴ καὶ νοοτροπία ποῦ ἐξέφρασαν οἱ ὑπεύθυνοι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα.

Τὸ σύντομο ἱστορικὸ τῆς ὑπόθεσης ἔχει ὡς ἑξῆς:

Μετὰ ἀπὸ συκοφαντικὲς προκλήσεις, διατάχθηκαν (τὸ ἔτος 2000) ἐκκλησιαστικὲς ἀνακρίσεις κατὰ τοῦ τότε ἡγουμένου π. Σπυρίδωνος Λογοθέτη. Στὸ κατηγορητήριο περιλαμβάνονταν κατηγορίες, γιὰ αἵρεση, ἀπείθεια, ἀνυπακοὴ πρὸς τὸν Ἐπίσκοπο καὶ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο καὶ καταφρόνηση αὐτῶν, ἀλλοίωση τοῦ ὀρθοδόξου μοναχισμοῦ διὰ τῆς ἱδρύσεως Σωματείων καὶ Ἐμπορικῶν Ἑταιρειῶν, ἀπόκρυψη ἐσόδων καὶ ἐξόδων, σύγχυση τοῦ ταμείου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς μὲ τὰ ταμεῖα τῶν Σωματείων, ἄρνηση τοῦ ἐλέγχου νομιμότητος, ἄρνηση τοῦ ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διαχειριστικοῦ ἐλέγχου, ἐξύβριση καὶ συκοφαντικὴ δυσφήμηση τοῦ Μητροπολίτου, σκανδαλισμὸς τῶν πιστῶν, φατρία καὶ τυρεία σὲ βάρος τοῦ Μητροπολίτου τοῦ κ.ἄ.

Ἡ διενέργεια τῶν ἀνακρίσεων ἀνεστάλη τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2002, ὅταν ὁ τότε ἡγούμενος ζήτησε γραπτῶς συγγνώμη γιὰ τὶς συκοφαντίες του. Ὅταν ὅμως λίγους μῆνες ἀργότερα, μὲ δύο ἐπιστολές του, τὸν Μάρτιο καὶ τὸν Μάϊο τοῦ 2003, συκοφάντησε καὶ τὸν τότε Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος, μακαριστὸ κυρὸ Χριστόδουλο, ὅτι τὸν ἐκβίασε γιὰ νὰ ζητήση συγγνώμη, οἱ ἀνακρίσεις μὲ ἔγγραφο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου συνεχίσθηκαν καὶ προστέθηκε ἡ κατηγορία «ὕβρει καὶ δεινὴ συκοφαντία τοῦ Προέδρου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Χριστοδούλου».

Ἡ ὑπόθεση ἀπὸ τὸ Ἐπισκοπικὸ Δικαστήριο διαβιβάσθηκε στὸ Πρωτοβάθμιο Συνοδικὸ Δικαστήριο.

Τόσο τὸ Πρωτοβάθμιο ὅσο καὶ τὸ Δευτεροβάθμιο Συνοδικὸ Δικαστήριο κήρυξαν τὸν κατηγορούμενο ἔνοχο γιὰ τὸ σύνολο τῶν κατηγοριῶν –ἐκτὸς ἀπὸ τὴν πρώτη περὶ αἱρέσεως, «ἕνεκεν θεολογικῆς ἀνεπαρκείας»– καὶ τοῦ ἐπιβλήθηκε ἡ ποινὴ τῆς ἐκπτώσεως ἐκ τῆς θέσεως τοῦ ἡγουμένου.

Κατόπιν τούτου, ὁ πρώην ἡγούμενος, μὲ ἄλλα ὀκτὼ μέλη τῆς ὑπ' αὐτὸν ἀδελφότητος προσέφυγε στὸ Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ζητῶντας ἔκδοση προσωρινῆς διαταγῆς περὶ ἀναστολῆς, ἀναστολὴ καὶ ἀκύρωση καὶ τῶν δύο ἀποφάσεων, τοῦ Πρωτοβαθμίου καὶ τοῦ Δευτεροβαθμίου Συνοδικῶν Δικαστηρίων.

Ὅλες οἱ αἰτήσεις περὶ ἀναστολῆς ἀπορρίφθηκαν.

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰερόθεος, ἂν καὶ εἶχε ἀπορριφθῇ ἡ αἴτηση περὶ ἐκδόσεως προσωρινῆς διαταγῆς, ἀνέμενε καὶ τὴν ἀπόφαση περὶ ἀναστολῆς, καὶ τότε ζήτησε ἀπὸ τὴν Ἀδελφότητα τῆς Μονῆς νὰ προβῇ σὲ ἐκλογὴ νέου Ἡγουμένου.

Ἡ Ἀδελφότητα, μὲ μιὰ ἀνυπόστατη καὶ ἀστήρικτη πράξη, κατὰ παράβαση τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη, ἐπανεξέλεξε τὸν ἐκπεσόντα Ἱερομόναχο ὡς ἡγούμενο τῆς Μονῆς (1-7-2007).

Αὐτὴ ἡ ἐνέργεια, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἔκδοση ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (4-9-2007), μὲ τὴν ὁποῖα κηρύχθηκε ἄκυρη ἡ ἀπόφαση περὶ ἐπανεκλογῆς καὶ ἐπιβλήθηκε τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας στὸν πρώην ἡγούμενο, στὰ τότε μέλη τοῦ ἠγουμενοσυμβουλίου καὶ τὸν γραμματέα του.

Οἱ ἐπιτιμηθέντες Ἱερομόναχοι προσέφυγαν στὸ Σ.τ.Ε. καὶ ἐναντίον τῆς ποινῆς τῆς ἀκοινωνησίας.

Ἔτσι, φθάσαμε στὴν ἐκδίκαση ἀπὸ τὸ Σ.τ.Ε. τῶν δύο αἰτήσεων ἀκυρώσεως, δηλαδὴ α) τὴν αἴτηση κατὰ τῶν ἀποφάσεων τῶν Συνοδικῶν Δικαστηρίων ποῦ κήρυξαν ἔκπτωτο τὸν Ἱερομόναχο Σπυρίδωνα Λογοθέτη καὶ β) τὴν αἴτηση κατὰ τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου περὶ ἐπιβολῆς τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας στὰ τέσσερα μέλη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Ἡ ἐκδίκαση ἔγινε στὶς 28 Ἰανουαρίου 2010 καὶ οἱ ἀποφάσεις 685 καὶ 686/2011 ἐκδόθηκαν στὶς 28 Μαρτίου 2011.

Τὰ κύρια σημεῖα τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν εἶναι τὰ ἑξῆς:

  • Διακηρύσσεται ἡ ἐλευθερία τῆς Ἐκκλησίας νὰ κανονίζη τὰ τοῦ οἴκου της.
  • Ἐπιβεβαιώνεται ὁ πνευματικὸς χαρακτῆρας τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας.
  • Ἐπιβεβαιώνεται τὸ ἀπαράδεκτο τῆς προσφυγῆς ἐναντίον πράξεων τῆς Ἐκκλησίας ἀμιγῶς πνευματικοῦ χαρακτῆρος.
  • Ἐπιβεβαιώνεται ἡ συνταγματικότητα τοῦ Κανονικοῦ καὶ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαίου.
  • Προστατεύεται ἡ ἐσωτερικὴ μυστηριακὴ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μὲ τὰ μέλη της καὶ δὴ τοὺς Κληρικούς
  • Τονίζεται δεόντως τὸ αὐτοπροαίρετο τῆς ἐπιλογῆς τῶν Κληρικῶν γιὰ τὴν ἐσωτερικὴ μυστηριακὴ σχέση τοὺς μὲ τὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποδίδεται σὲ αὐτοὺς ἡ εὐθύνη γιὰ τὴν ἀποδοχὴ τῶν ὑποχρεώσεών τους ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἱερῶν Κανόνων της.
  • Ἐπιβεβαιώνονται οἱ ἐκκλησιολογικὲς προϋποθέσεις κάθε θρησκευτικοῦ λειτουργήματος, δηλαδὴ δὲν μπορεῖ κάποιος νὰ τελῇ ὁποιοδήποτε ἐκκλησιαστικὸ λειτούργημα, ἐφ' ὅσον ἔχει διακοπὴ ἡ πνευματική του σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία.
  • Τόσο ὁ Ἐπίσκοπος ὅσο καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος θεωροῦνται ὡς οἱ κατ' ἐξοχὴν ὑπεύθυνοι γιὰ τὴν διατήρηση τῆς πνευματικῆς σχέσεως ἑνὸς μέλους μὲ τὴν Ἐκκλησία του (αὐτὸ σὲ σχέση καὶ μὲ τὴν ὑπ' ἀριθμ. 687/2011 ἀπόφαση τοῦ Σ.τ.Ε. γιὰ παρόμοια περίπτωση).
  • Δίδεται ἕνα πρώτης τάξεως μάθημα ἐκκλησιολογίας σὲ παρεκτραπέντας πρὸς μιὰ πολιτειοκρατικὴ ἀντίληψη μοναχούς.
  • Ἀποδίδονται τὰ δέοντα στὸν νομικισμὸ καὶ τὴν καταφρόνηση τῶν ἀποφάσεων τῆς ἐκκλησιαστικῆς καὶ τῆς πολιτειακῆς Δικαιοσύνης.

Τὰ κυριώτερα ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς δύο αὐτὲς ἀποφάσεις δημοσιεύουμε εὐθὺς ἀμέσως, διότι τὶς θεωροῦμε πολὺ σημαντικὲς τόσο γιὰ τὴν ἐπίλυση τοῦ προβλήματος ποῦ ἔχει δημιουργήσει ἡ Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως στὴν Μητρόπολή μας καὶ τὴν Ἐκκλησία ἐν γένει, ὅσο καὶ γιὰ τὶς σχέσεις Ἐκκλησίας-Πολιτείας.

Ἀπόφαση Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας 685/2011

Περὶ τῆς ἀκοινωνησίας

Τὸ ἀντικείμενο τῆς αἰτήσεως τῶν Ἱερομονάχων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Σκάλας Ναυπάκτου:

... 

«2. Ἐπειδή, μὲ τὴν αἴτηση αὐτὴ ζητεῖται ἡ ἀκύρωση της ἀπὸ 4.9.2007 ἀποφάσεως τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἐλλαδος, μὲ τὴν ὁποία ἐπεβλήθη τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας στοὺς αἰτοῦντες, ἱερομονάχους ποὺ ἀσκοῦσαν στὴν Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Ναυπάκτου τὰ διοικητικὰ καθήκοντα α) ὁ πρῶτος τοῦ ἡγουμένου καὶ προέδρου τοῦ ἠγουμενοσυμβουλίου, β) ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος τῶν μελῶν τοῦ ἠγουμενοσυμβουλίου καὶ γ) ὁ τέταρτος τοῦ γραμματέα».

Τὸ σκεπτικὸ τοῦ Δικαστηρίου ποῦ ἀπορρίπτει ὡς ἀπαράδεκτη γενικὰ κάθε αἴτηση ποῦ ἀναφέρεται σὲ πνευματικὰ θέματα, ὅπως εἶναι αὐτὸ τῆς ἀκοινωνησίας:

«3. Ἐπειδή, ὅπως ἔχει κριθεῖ, τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας, ποὺ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία στοὺς λειτουργούς της, δὲν προβλέπεται ἀπὸ πολιτειακὸ νόμο. Ἀνάγεται στὴν ἐσωτερικὴ μυστηριακὴ σχέση κοινωνίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μὲ τοὺς λειτουργούς της, στὴ σχέση δὲ αὐτὴ οἱ τελευταῖοι αὐτοπροαιρέτως προσχωροῦν διὰ τῆς ἱερωσύνης. Τὸ ἐπιτίμιο αὐτὸ ἐπιβάλλεται ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς πνευματικὸ ὀργανισμὸ καὶ προβλέπεται ἀπὸ ἱεροὺς κανόνες πνευματικῆς φύσεως. [Κανὼν 5 Α' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Κανὼν 8 Δ' Οἰκουμενικῆς Συνόδου, Κανόνες 2 καὶ 17 Συνόδου Ἀντιοχείας, Κανόνες 29 (37) καὶ 79 (87) Συνόδου Καρθαγένης κ.α.]. Ἡ ἐπιβολὴ δὲ τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας, ὡς πράξη πνευματικοῦ περιεχομένου μὴ προβλεπομένη ἀπὸ πολιτειακὸ νόμο καὶ συνεπαγομένη τὴν στέρηση τῆς μεταλήψεως τῆς θείας κοινωνίας, τὴν ἀδυναμία μεταδόσεως τῆς θείας κοινωνίας στοὺς πιστούς, καθὼς καὶ τὴν ἀπαγόρευση τελέσεως τῆς θείας λειτουργίας καὶ τῶν ἄλλων ἱεροπραξιῶν, δὲν εἶναι ἐκτελεστὴ διοικητικὴ πράξη ὅπως αὐτὴ νοεῖται στὸ ἄρθρο 95 παρ. 1 α' τοῦ Συντάγματος καὶ στὸ ἄρθρο 45 τοῦ π.δ 18/1989 (Α'8) καὶ δὲν ὑπόκειται στὸν ἀκυρωτικὸ ἔλεγχο τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας (ΣτΕ 2976-2991/1996 Ὁλομ., 616/2004 κ.α)».

Ἡ κρίση τῆς συγκεκριμένης περίπτωσης καὶ ἡ ἀπόρριψη τῆς αἰτήσεως τῶν Ἱερομονάχων:

«4. Ἐπειδή, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ φακέλου, ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἡ ὁποία ἀσκεῖ κάθε ἐκκλησιαστική-διοικητικὴ ἐξουσία κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνες, τὶς ἱερὲς παραδόσεις καὶ τοὺς νόμους κατὰ τὸ διάστημα ποὺ μεσολαβεῖ μέχρι τὴ σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας (βλ. ἄρθρο 9 παρ. 2 του ν. 590/1977, Α' 146), ἐπιληφθεῖσα ἀναφορᾶς τοῦ Μητροπολίτη τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου, στὴν περιφέρεια τοῦ ὁποίου, ὡς ἐπιχωρίου ἐπισκόπου, ὑπάγεται ἡ Ἱερὰ Μονὴ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ναυπάκτου, ἐπέβαλε μὲ τὴν προσβαλλόμενη πράξη τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας σὲ ὅλους [τοὺς] αἰτοῦντες, διότι μετὰ τὴν ἔκπτωση τοῦ πρώτου αἰτοῦντος, δυνάμει ἀποφάσεως Συνοδικοῦ Δικαστηρίου, ἀπὸ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἡγουμένου τῆς ἐν λόγῳ Ἱερᾶς Μονῆς "...ὅλως ἀντικανονικῶς καὶ προκλητικῶς προέβησαν εἰς ... διαδικασίαν ἐπανεκλογῆς αὐτοῦ κατὰ παράβασιν τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας....". Περαιτέρω, μὲ τὴν ἴδια πράξη ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος "ἐντέλλεται τὴ Μοναστικὴ Ἀδελφότητι...όπως προβῇ εἰς τὴν ἐκλογὴν νέου Ἠγουμενοσυμβουλίου". Τέλος στὸ ὑπ' ἀριθμ. 3519/1921/6.9.2007 ἔγγραφό της, μὲ τὸ ὁποῖο γνωστοποιήθηκε τὸ περιεχόμενο τῆς προσβαλλομένης πράξεως, ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος, ἀπευθυνομένη στοὺς αἰτοῦντες, ἀναφέρει μεταξὺ ἄλλων τὰ ἑξῆς: "Κατὰ τὴν περίοδον ταύτην τοῦ ἐπιτιμίου, στερεῖσθε τῆς δυνατότητος ἵνα τελῆτε τὴν Θείαν Λειτουργίαν καὶ οἱανδήποτε ἱεροπραξίαν καὶ τελετὴν καὶ μετέχητε τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας... Ἡ ἐν τοῖς πράγμασι μετάνοια ὑμῶν θέλει ἀποκαταστήσει ὑμᾶς εἰς τὴν Κοινωνίαν μετὰ τοῦ πληρώματος τῆς καθ' ὅλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας". Μὲ τὰ δεδομένα, ὅμως, αὐτὰ ἡ κρινόμενη αἴτηση εἶναι ἀπορριπτέα, ὡς ἀπαράδεκτη, διότι στρέφεται κατὰ πράξεως πνευματικοῦ περιεχομένου ποὺ δὲν ὑπόκειται στὸν ἀκυρωτικὸ ἔλεγχο τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, σύμφωνα μὲ τὰ ἐκτεθέντα στὴν προηγούμενη σκέψη.

Διὰ ταῦτα

Ἀπορρίπτει τὴν αἴτηση ...».

Ἀπόφαση Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας 686/2011

περὶ ἐκπτώσεως ἐκ τῆς θέσεως τοῦ Ἡγουμένου

Τὸ ἀντικείμενο τῆς αἰτήσεως τῶν Ἱερομονάχων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Σκάλας Ναυπάκτου:

«2. Ἐπειδή, μὲ τὴν αἴτηση αὐτὴ ζητεῖται ἡ ἀκύρωση α) της ὑπ' ἀριθμ. 26/2005 πράξεως τοῦ Πρωτοβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ Πρεσβυτέρους, Διακόνους καὶ Μοναχούς, μὲ τὴν ὁποία ἐπεβλήθη στὸν πρῶτο αἰτοῦντα, Ἱερομόναχο, ἡ ποινὴ τῆς ἐκπτώσεως ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως Σωτῆρος Ναυπάκτου λόγῳ πειθαρχικῶν παραπτωμάτων του καὶ β) της ὑπ' ἀριθμ. 9/2006 πράξεως τοῦ Δευτεροβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ Πρεσβυτέρους, Διακόνους καὶ Μοναχούς, μὲ τὴν ὁποία ἀπορρίφθηκε "ἔφεση" τοῦ πρώτου αἰτοῦντος κατὰ τῆς πρώτης προσβαλλομένης πράξεως καὶ ἐπικυρώθηκε ἡ ἐπιβληθεῖσα μὲ τὴν ὡς ἄνω πράξη πειθαρχικὴ ποινή.

Τὸ σκεπτικὸ τοῦ Δικαστηρίου ὅσον ἀφορᾶ τὸ παραδεκτὸ τῆς αἰτήσεως:

«3. Ἐπειδή, τὰ "ἐκκλησιαστικὰ δικαστήρια" εἶναι πειθαρχικὰ ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὰ ὁποῖα ἱδρύθηκαν γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ἐκκλησιαστικῆς πειθαρχίας καὶ τὴν τιμωρία τῶν κληρικῶν καὶ μοναχῶν ποὺ ὑποπίπτουν σὲ παραπτώματα. Κατὰ τὴν ἄσκηση τῆς πειθαρχικῆς ἁρμοδιότητάς τους τὰ "ἐκκλησιαστικὰ δικαστήρια" ἐπιβάλλουν ποινές, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλες μὲν ἔχουν πνευματικὴ μόνο φύση, ἄλλες δὲ ἐπηρεάζουν ἀμέσως τὴν ὑπηρεσιακὴ σχέση τοῦ κληρικοῦ ἢ τοῦ μοναχοῦ καθὼς καὶ τὰ δικαιώματα ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ αὐτὴ τὴ σχέση. Στὴ δεύτερη περίπτωση οἱ πράξεις τῶν "ἐκκλησιαστικῶν δικαστηρίων" ὑπόκεινται σὲ αἴτηση ἀκυρώσεως ὡς ἐκτελεστὲς διοικητικὲς πράξεις (ΣτΕ 825/1988 Ὁλομ. κ.α.). Εἰδικότερα, ἡ πράξη "ἐκκλησιαστικοῦ δικαστηρίου" μὲ τὴν ὁποία ἐπιβάλλεται σὲ ἱερομόναχο ἡ ποινὴ τῆς ἐκπτώσεως ἀπὸ κατεχόμενη θέση ἡγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς, ὑπόκειται σὲ αἴτηση ἀκυρώσεως ὡς πράξη ποὺ συνεπάγεται στέρηση ἁρμοδιότητας διοικήσεως νομικοῦ προσώπου δημοσίου δικαίου, δεδομένου ὅτι σύμφωνα μὲ τὰ ἄρθρα 1 παρ. 4 καὶ 39 παρ. 4 καὶ 5 του ν. 590/1977 (Α'146) κάθε Ἱερὰ Μονὴ εἶναι, ὡς πρὸς τὶς νομικὲς σχέσεις της, νομικὸ πρόσωπο δημοσίου δικαίου ποὺ διοικεῖται ἀπὸ ἠγουμενοσυμβούλιο, τοῦ ὁποίου προΐσταται ὁ ἡγούμενος».

Ἡ ἀπόρριψη ἀπὸ τὸ Δικαστήριο τῆς συναιτήσεως τῶν ἄλλων μελῶν τῆς Ἀδελφότητος, πλὴν τοῦ πρ. Ἡγουμένου:

«5. Ἐπειδή, οἱ λοιποί, πλὴν τοῦ πρώτου, αἰτοῦντες ἐπικαλοῦνται πρὸς θεμελίωση ἐννόμου συμφέροντος γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς κρινομένης αἰτήσεως τὴν ἰδιότητά τους ὡς μελῶν τῆς Ἀδελφότητας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ναυπάκτου καὶ τὴν συνύπαρξή τους "στὴν ἴδια εὐχαριστιακὴ κοινότητα ὑπὸ τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση" τοῦ πρώτου αἰτοῦντος. Ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος ἐξ αὐτῶν ἐπικαλοῦνται καὶ τὴν ἰδιότητά τους ὡς μελῶν του ἠγουμενοσυμβουλίου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς. Μὲ τὶς ἰδιότητες, ὅμως, αὐτὲς δὲν θεμελιώνεται ἄμεσο καὶ προσωπικὸ ἔννομο συμφέρον γιὰ τὴν ἄσκηση τῆς κρινομένης αἰτήσεως. Συνεπῶς, ἡ αἴτηση εἶναι ἀπορριπτέα ὡς ἀπαράδεκτη καθ' ὁ μέρος ἀσκεῖται ἀπὸ τοὺς λοιπούς, πλὴν τοῦ πρώτου, αἰτοῦντες».

Ἡ σύνδεση τῆς ἐκπτώσεως ἐκ τῆς θέσεως τοῦ Ἡγουμένου μὲ τὴν ἐπιβολὴ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας:

«6. Ἐπειδή, μετὰ τὴν ἔκδοση τῆς προσβαλλομένης ὑπ' ἀριθμ. 9/2006 πράξεως τοῦ Δευτεροβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιὰ Πρεσβυτέρους, Διακόνους καὶ Μοναχούς, μὲ τὴν ὁποία ἐπικυρώθηκε, σύμφωνα μὲ τὰ ἐκτεθέντα, ἡ ἐπιβληθεῖσα στὸν πρῶτο αἰτοῦντα πειθαρχικὴ ποινὴ τῆς ἐκπτώσεως ἀπὸ τὴν θέση τοῦ ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ναυπάκτου, ἡ Ἀδελφότητα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς ἐπανεξέλεξε τὸν πρῶτο αἰτοῦντα ὡς ἡγούμενό της. Ὅπως, ὅμως, ἔγινε δεκτὸ μὲ τὴν ἀπὸ 4.9.2007 πράξη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἡ ὁποία ἀσκεῖ κάθε ἐκκλησιαστική-διοικητικὴ ἐξουσία κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνες, τὶς ἱερὲς παραδόσεις καὶ τοὺς νόμους κατὰ τὸ διάστημα ποὺ μεσολαβεῖ μέχρι τὴ σύγκληση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας (βλ. ἄρθρο 9 παρ. 2 του ν. 590/1977), ἡ ὡς ἄνω ἐπανεκλογὴ τοῦ πρώτου αἰτοῦντος στὴ θέση τοῦ ἡγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Ναυπάκτου ἔγινε "ὅλως ἀντικανονικῶς καὶ προκλητικῶς... κατὰ παράβασιν τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας..." καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἐπεβλήθη, μὲ τὴν ἴδια πράξη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, στὸν πρῶτο αἰτοῦντα καὶ σὲ ἄλλα τρία μέλη τῆς Ἀδελφότητας τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, τὰ ὁποῖα συνέπραξαν γιὰ τὴν ἐπανεκλογή του, ἡ πνευματικὴ ποινὴ τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας. Μὲ τὴν ἴδια πράξη ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος "ἐντέλλεται τὴ Μοναστικὴ Ἀδελφότητι... ὅπως προβῇ εἰς τὴν ἐκλογὴν νέου Ἠγουμενοσυμβουλίου". Γνωστοποιῶντας δὲ αὐτὴ τὴν πράξη της καὶ ἀπευθυνόμενη στὸν πρῶτο αἰτοῦντα καὶ στὰ ὡς ἄνω τρία μέλη τῆς Ἀδελφότητας ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος ἀνέφερε, μεταξὺ ἄλλων, τὰ ἑξῆς: "Κατὰ τὴν περίοδον ταύτην τοῦ ἐπιτιμίου, στερεῖσθε τῆς δυνατότητος ἵνα τελῆτε τὴν Θείαν Λειτουργίαν καὶ οἱανδήποτε ἱεροπραξίαν καὶ τελετὴν καὶ μετέχητε τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας... Ἡ ἐν τοῖς πράγμασι μετάνοια ὑμῶν θέλει ἀποκαταστήσει ὑμᾶς εἰς τὴν Κοινωνίαν μετὰ τοῦ πληρώματος τῆς καθ' ὅλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας" (Βλ. τὸ ὑπ' ἀριθμ. 3519/1921 /6.9.2007 ἔγγραφο τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου)».

Ἡ διαπίστωση ὅτι α) ἡ Ἐκκλησία δὲν ἦρε τὴν ποινὴ τῆς ἀκοινωνησίας καὶ β) τὸ Σ.τ.Ε. ἀπέρριψε αἴτηση τῶν ἀκοινωνήτων γιὰ ἀκύρωση τῆς ἀποφάσεως τῆς Ἐκκλησίας:

«7. Ἐπειδή, μέχρι τὸ χρόνο τῆς συζητήσεως τῆς κρινομένης αἰτήσεως στὸ ἀκροατήριο τοῦ Δικαστηρίου ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος δὲν εἶχε ἄρει τὴν πνευματικὴ ποινὴ τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας, τὴν ὁποία ἐπέβαλε μὲ τὴν ἀπὸ 4.9.2007 πράξη της. Ἐξ ἄλλου, ἡ αἴτηση ἀκυρώσεως, ἡ ὁποία ἀσκήθηκε ἀπο τὸν πρῶτο αἰτοῦντα καὶ τὰ ὡς ἄνω τρία μέλη τῆς Ἀδελφότητας κατὰ τῆς πράξεως αὐτῆς, ἤδη ἀπορρίφθηκε ὡς ἀπαράδεκτη μὲ τὴν ὑπ' ἀριθμ. 685/2011 ἀπόφαση τοῦ Δικαστηρίου».

Τὸ βασικὸ σκεπτικὸ τοῦ Δικαστηρίου:

«8. Ἐπειδή, στὸ ἄρθρο 1 παρ. 4 του ν. 590/1977 ὁρίζεται ὅτι: "4. Κατὰ τὰς νομικὰς αὐτῶν σχέσεις ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, αἱ Μητροπόλεις...αι Μοναί....είναι Νομικὰ Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου...". Περαιτέρω, στὸ ἄρθρο 39 παρ. 1, 4 καὶ 5 τοῦ ἴδιου νόμου ὁρίζονται τὰ ἑξῆς: "1. Ἡ Ἱερὰ Μονὴ εἶναι θρησκευτικὸν καθίδρυμα διὰ τὴν ἄσκησιν τῶν ἐν αὐτῇ ἐγκαταβιούντων ἀνδρῶν ἢ γυναικῶν, συμφώνως πρὸς τὰς μοναχικὰς ἐπαγγελίας καὶ τοὺς περὶ μοναχικοῦ βίου ἱεροὺς κανόνας καὶ παραδόσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. 2....3....4. Τὰ τῆς ὀργανώσεως καὶ προαγωγῆς τοῦ πνευματικοῦ βίου καὶ τὰ τῆς διοικήσεως τῆς Μονῆς καθορίζονται ὑπὸ τοῦ Ἠγουμενοσυμβουλίου συμφώνως πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνας, τὰς μοναχικὰς παραδόσεις καὶ τοὺς νόμους τοῦ Κράτους.... 5. Ὁ Ἡγούμενος καὶ τὰ μέλη του Ἠγουμενοσυμβουλίου.... ἐκλέγονται... ὑπὸ τῆς μοναχικῆς ἀδελφότητος... Ἡ Δ.Ι.Σ δύναται δι' ἠτιολογημένης ἀποφάσεως... νὰ ἐγκρίνει τὴν διενέργειαν νέας ἐκλογῆς πρὸς ἀνάδειξιν Ἡγουμένου".

Ἀπὸ τὶς διατάξεις αὐτὲς συνάγεται ὅτι ὁ ἡγούμενος Ἱερὰς Μονῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἔχει καθῆκον α) τῆς ὀργανώσεως καὶ προαγωγῆς τοῦ πνευματικοῦ βίου θρησκευτικοῦ καθιδρύματος κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ β) τῆς διοικήσεως νομικοῦ προσώπου δημοσίου δικαίου κατὰ τοὺς νόμους τοῦ Κράτους. Ἡ κτήση καὶ ἡ διατήρηση τῆς θέσεως τοῦ ἡγουμένου, γιὰ τὴν ἄσκηση τοῦ διττοῦ αὐτοῦ καθήκοντος, προϋποθέτει τὴν ἐκκλησιολογικὴ ἱκανότητά του νὰ ἀσκεῖ τὰ πνευματικά του καθήκοντα, ἡ ὁποία ὅμως παύει νὰ ὑφίσταται σὲ περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία αὐτὸς καθίσταται ἀκοινώνητος λόγῳ ἐπιβολῆς τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας σὲ βάρος του, ποὺ ἔχει ὡς συνέπεια τὴν ἀδυναμία του νὰ τελεῖ θεία λειτουργία καὶ κάθε ἄλλη ἱεροπραξία καὶ νὰ μετέχει τοῦ μυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας (πρβλ. ΣτΕ 2979/1966 Ὁλομ.). Ἐν προκειμένῳ, τὸ ἄμεσο καὶ προσωπικὸ ἔννομο συμφέρον τοῦ πρώτου αἰτοῦντος γιὰ τὴν ἀκύρωση τῆς ὑπ' ἀριθμ. 9/2006 πράξεως τοῦ Δευτεροβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου τῆς Ἑλλάδος γιὰ Πρεσβυτέρους, Διακόνους καὶ Μοναχοὺς (καί, συναφῶς, γιὰ τὴν ἀνάκτηση τῆς θέσεως τοῦ ἡγουμένου, ἀπὸ τὴν ὁποῖα ἐξέπεσε δυνάμει αὐτῆς τῆς πράξεως), τὸ ὁποῖο ἦταν πρόδηλο κατὰ τὸ χρόνο τῆς ἐκδόσεως τῆς πράξεως αὐτῆς καὶ τὸ χρόνο τῆς ἀσκήσεως τῆς αἰτήσεως ἀκυρώσεως, δὲν ὑφίσταται καὶ κατὰ τὸ χρόνο τῆς συζητήσεως τῆς ὑποθέσεως στὸ ἀκροατήριο τοῦ Δικαστηρίου, κατὰ τὸν ὁποῖο ὁ ἴδιος στερεῖται ἐκκλησιολογικῆς ἱκανότητας ἀσκήσεως πνευματικῶν καθηκόντων ἡγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς λόγῳ διατηρήσεως, σύμφωνα μὲ τὰ ἐκτεθέντα, τοῦ ἐπιτιμίου τῆς ἀκοινωνησίας ποὺ ἐπεβλήθη σὲ βάρος του μὲ τὴν ἀπὸ 4.9.2007 πράξη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου. Συνεπῶς, δεδομένου ὅτι, ὅπως παγίως γίνεται δεκτό, προϋπόθεση τοῦ παραδεκτοῦ της αἰτήσεως ἀκυρώσεως εἶναι ἡ ὕπαρξη ἐννόμου συμφέροντος τοῦ ἑκάστοτε αἰτοῦντος καὶ κατὰ τὸ χρόνο τῆς συζητήσεως τῆς ὑποθέσεως στὸ ἀκροατήριο τοῦ Δικαστηρίου, ἡ κρινόμενη αἴτηση εἶναι ἀπορριπτέα ὡς ἀπαράδεκτη καὶ καθ' ὁ μέρος ἀσκεῖται ἀπὸ τὸν πρῶτο αἰτοῦντα. Ἂν καὶ κατὰ τὴ γνώμη τοῦ Προέδρου τοῦ Τμήματος ... καὶ τῆς Συμβούλου ..., ὁ πρῶτος αἰτῶν παραδεκτῶς ζητεῖ τὴν ἀκύρωση τῆς ὑπ' ἀριθμ. 9.2006 πράξεως τοῦ Δευτεροβαθμίου Συνοδικοῦ Δικαστηρίου γιὰ Πρεσβυτέρους, Διακόνους καὶ Μοναχούς, παρὰ τὴν ἀδυναμία του νὰ ἀσκεῖ κατὰ τὸν παρόντα χρόνο καθήκοντα ἡγουμένου Ἱερὰς Μονῆς λόγῳ τῆς ἀκοινωνησίας τοῦ σύμφωνα μὲ τὰ ἐκτεθέντα, διότι πάντως ἔχει ἠθικὸ ἔννομο συμφέρον νὰ ἀμφισβητεῖ τὴ νομιμότητα τῆς ἔκπτωσής του ἀπὸ τὴ θέση τοῦ ἡγουμένου λόγῳ κατάγνωσης πειθαρχικῶν παραπτωμάτων σὲ βάρος του ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ δικαστήριο»

(σχ. Ἡ μειοψηφία τοῦ Δικαστηρίου ἔθεσε θέμα ἠθικοῦ ἔννομου συμφέροντος τοῦ αἰτοῦντος, δηλαδὴ ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ συζητηθῇ ἡ αἴτησή του ἐπὶ τῆς οὐσίας ἢ ὄχι, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνη ὅτι ἀπαραιτήτως ἦταν καὶ ὑπὲρ τοῦ δικαίου τοῦ περιεχομένου τῆς αἰτήσεως).

Ἡ τελικὴ κρίση τοῦ Δικαστηρίου:

9. Ἐπειδή, σύμφωνα μὲ τὴν γνώμη ποὺ ἐπεκράτησε, ἡ κρινόμενη αἴτηση εἶναι ἀπορριπτέα ὡς ἀπαράδεκτη στὸ σύνολό της,

Διὰ ταῦτα

Ἀπορρίπτει τὴν αἴτηση».

ΜΟΝΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ - ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

  • Προβολές: 4044