Γιαγιάδες Ἀγράμματες-Σοφές
Ζωῆς Δενδραμῆ
Ἤμουν πολὺ τυχερὴ στὴν ζωή μου, ποὺ γνώρισα τὶς δυὸ γιαγιάδες μου, τὶς μητέρες καὶ τῶν δυὸ γονιῶν μου. Μ' ἀγαποῦσαν πολὺ καὶ μὲ συμβούλευαν συνέχεια χωρὶς νὰ ἀντιλαμβάνομαι τότε πόσο σοφὲς ἦταν οἱ κουβέντες τους. Κουβέντες διδάγματα ποὺ καθημερινὰ σχεδὸν σκουντουφλᾶνε στὸ ὑποσυνείδητό μου, προσπαθῶντας νὰ κάνουν θόρυβο γιὰ νὰ τοὺς δώσω σημασία. Νὰ μὲ ταρακουνήσουν, νὰ μὲ ξυπνήσουν. Νὰ μὴν ξεχάσω ὅσα οἱ «ἀγράμματες» ἐκεῖνες γυναῖκες μὲ δίδαξαν. Ἐκτὸς ἀπὸ τὶς συνηθισμένες συμβουλὲς (ποὺ δίνουν ὅλες οἱ γιαγιάδες στὰ ἐγγόνια τους), μὲ μάθαιναν πρῶτα ἀπ' ὅλα πῶς νὰ εἶμαι καλὴ νοικοκυρά. Πῶς νὰ ἀνοίγω φύλλα γιὰ πίτα, πῶς νὰ φτιάχνω ψωμί, νὰ διαλέγω τὶς φακὲς κλπ. Μὲ μάθαιναν ὅμως καὶ πῶς νὰ αὐτοσυντηροῦμαι γιὰ νὰ μὴν ἔχω κανέναν ἀνάγκη, ὅπως ἔκαναν κι ἐκεῖνες. Πῶς, δηλαδή, νὰ καλλιεργῶ διάφορα λαχανικὰ στὸν κῆπο, νὰ ἀρμέγω τὴν κατσίκα, νὰ περιποιοῦμαι τὶς κότες, τὰ κουνέλια, νὰ πλέκω, πῶς νὰ στοιβάζω ξύλα στὸ τζάκι γιὰ καλύτερη φωτιὰ καὶ ὅλες αὐτὲς τὶς δουλειὲς ποὺ γιὰ ἐκεῖνες ἦταν δεδομένο ὅτι ἔπρεπε κάθε κορίτσι νὰ ξέρη. Ἀπαραιτήτως! Ἀνάμεσα στ' ἄλλα ἔβρισκα ἐπίσης πάρα πολὺ ἐνδιαφέρουσες τὶς γνώσεις τους γιὰ διάφορα θαυματουργὰ γιατροσόφια, χρησιμοποιῶντας ὑλικὰ ἀπὸ τὴν φύση, ὅπως χαμομήλι, σκόρδο, τσουκνίδα, κρεμμύδι, λεμόνι κ.ά., ποὺ ἐπιβαλλόταν νὰ τὰ γνωρίζουν γιατί δὲν ὑπῆρχαν στὴν ἐποχὴ τοὺς φαρμακεῖα. Οἱ «παλιοὶ» ἤξεραν πάντα τί νὰ πιοῦν, ὅταν εἶχαν πονόλαιμο, πονόκοιλο, τί νὰ βάζουν πάνω σὲ μιὰ πληγή, ἀλλὰ καὶ πῶς νὰ βγάλουν ἕναν δύσκολο λεκὲ ἀπὸ τὰ ροῦχα χρησιμοποιῶντας π.χ. ξύδι ἢ χυμὸ ντομάτας, καθὼς καὶ πῶς νὰ φτιάχνουν ἀλισίβα ἀπὸ στάχτη, τὸ καλύτερο ἀπορρυπαντικὸ ρούχων. Ὅ,τι χρειάζονταν γιὰ τὴν διαβίωσή τους τὸ ἔφτιαχναν μόνες τους.
Οἱ γιαγιάδες μου ὅμως, δυστυχῶς, ἔφυγαν γιὰ τὴν ἄλλη, τὴν αἰώνια ζωή, πρὶν ἀκόμα κλείσω τὰ 18. Πρὶν καλὰ καλὰ ἐμπεδώσω ὅσα ἤθελαν κατὰ βάθος νὰ καταλάβω. Ἡ ἀπουσία τους μοῦ ἦταν πολὺ αἰσθητῆ. Ἔνοιωθα ὅτι ἔλειπαν κομμάτια τοῦ ἑαυτοῦ μου, ποὺ μόνον ἐκεῖνες μποροῦσαν νὰ συμπληρώσουν.
Αὐτὲς οἱ ἁπλὲς ἁγνὲς συμβουλές τους μὲ τὴν αὐστηρή, ἀλλὰ τρυφερὴ συγχρόνως ματιά, ἦταν «τροφὴ» γιὰ μένα, ἀστείρευτης ἀγάπης καὶ γνώσης ποὺ δὲν τὴν βρίσκεις σὲ κανένα βιβλίο. Ἀπὸ τότε ποὺ τὶς ἔχασα, ὅποτε τύχαινε νὰ βρεθῶ μὲ ἡλικιωμένα ἄτομα, πάντα τὰ πλησίαζα μὲ ἀγάπη καὶ μὲ λαχτάρα προσπαθοῦσα νὰ ἀποκομίσω, ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερα, ἀπὸ τὴν ἀνεξάντλητη πηγὴ τῶν ἐμπειριῶν καὶ ἀναμνήσεών τους. Ἔτσι ἀκριβῶς, ὅπως ἔκανα μὲ τὶς γιαγιές μου. Τὸ ἴδιο συνεχίζω νὰ κάνω καὶ σήμερα. Προσπαθῶ νὰ σκαλίσω καὶ τὴν πιὸ μικρὴ κρυφὴ γωνιὰ τοῦ μυαλοῦ τους, νὰ φέρω στὴν ἐπιφάνεια διάφορες λεπτομέρειες τῆς ζωῆς τοὺς καὶ νὰ διδαχθῶ ἀπὸ αὐτούς. Συναντῶντας σήμερα γιαγιάδες καὶ παπποῦδες πολλὲς φορὲς μᾶς φέρνει ἡ κουβέντα καὶ στὸ θέμα τῆς οἰκονομικῆς κρίσης. Ὅλοι τους σχεδὸν σχολιάζουν μὲ τὸν ἴδιο τρόπο τὴν σημερινὴ κατάσταση. «Ἄσε μας ἐμᾶς, παιδάκι μοῦ» μοῦ λένε. «Ἐμεῖς ἔχουμε ζήσει καὶ στὴν Κατοχή. Παλέψαμε μὲ τὸν κατακτητή, τὴν πεῖνα καὶ τὴν ψεῖρα. Ἔχουμε περάσει πολὺ χειρότερα. Ἀκόμα κι ἂν μᾶς κόψουν τὴν σύνταξη, ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε στὴν ἐπαρχία δὲν θὰ πεινάσουμε ποτέ. Θὰ πᾶμε νὰ μαζέψουμε χόρτα νὰ φᾶμε, θὰ κόψουμε φροῦτα ἀπὸ κανένα δένδρο, θὰ βγάλουμε λάδι ἀπὸ τὶς ἐλιές μας, θὰ μαζέψουμε ξύλα γιὰ νὰ πυρωνόμαστε στὸ τζάκι. Ἀλλοίμονο σὲ ἐκείνους ποὺ ζοῦν στὶς πόλεις καὶ δὲν ἔχουν μιὰ στάλα γῆ γιὰ νὰ φυτέψουν. Ἀλλοίμονο περισσότερο στοὺς νέους ποὺ δὲν ξέρουν νὰ ξεχωρίσουν ποιά ἀγριολάχανα εἶναι φαγώσιμα γιὰ νὰ τὰ μαζέψουν. Τὰ νέα παιδιὰ σκεφτόμαστε καὶ κλαίει ἡ ψυχή μας».
Αὐτὰ μοῦ λένε οἱ σοφοὶ φίλοι μου καὶ τότε σκέφτομαι: «Ἄχ, καλές μου γιαγιές... Πόσο δίκηο εἴχατε, ὅταν θέλατε νὰ μοῦ μάθετε τόσα ἁπλά, ἀλλὰ σημαντικὰ πραγματάκια. Ἄλλοτε σᾶς ἄκουγα καὶ ἄλλοτε γέλαγα, νομίζοντας ὅτι δὲν θὰ χρειαζόταν ποτὲ οὔτε κὰν νὰ τὰ ξαναθυμηθῶ. Μακάρι νὰ κατέγραφα σ' ἕνα χαρτὶ ὅσα μοῦ λέγατε. Μακάρι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ θυμόμασταν τὶς συμβουλὲς τῶν γιαγιάδων καὶ τῶν παππούδων μας. Τί ὡραῖα καὶ μεγάλη ἐκδίκηση θὰ ἦταν πρὸς τὴν κάθε κυβέρνηση, ἂν ξέραμε πῶς νὰ αὐτοσυντηρούμαστε, χωρὶς νὰ χρειάζεται νὰ πᾶμε στὸ σοῦπερ μάρκετ, στὸν φοῦρνο, στὸν γιατρό, στὸ φαρμακεῖο, στὸ συνεργεῖο, στὴν πιτσαρία, στὸ κομμωτήριο, στὴν τράπεζα, στὴν ἐφορία... Νὰ μὴν εἴχαμε ἀνάγκη ἀπὸ αὐτοκίνητο, ὑπολογιστή, πλυντήριο, κινητὸ τηλέφωνο, πιστωτικὲς κάρτες... Ἂν ζοῦσαν οἱ γιαγιάδες μας θὰ τὰ κατάφερναν. Μάλιστα θὰ γέλαγαν μαζί μας, ἂν μᾶς ἔβλεπαν πόσο ἐξαρτημένοι εἴμαστε ἀπὸ ἄψυχα ἀντικείμενα. Θὰ ἔκλαιγαν ὅμως βλέποντας πόσο "ξένοι" εἴμαστε μεταξύ μας. Πόσο μῖσος, ζήλεια, ἀγένεια, φιλαργυρία, ψέμα καὶ ὑποκρισία κυριαρχεῖ στὴν ψυχή μας. Καὶ δὲν φτάνει ποὺ "ἐξοντώνουμε" τὸν πλησίον μας σὲ κάθε εὐκαιρία, κάνουμε καὶ ὅ,τι εἶναι δυνατὸν γιὰ νὰ καταστρέψουμε καὶ τὸν πλανήτη μας, ἐφόσον αὐτὸ μᾶς ἐπιφέρει κέρδος. Ἄχ, καλές μου γιαγιάδες, μακάρι νὰ σᾶς εἶχα πάλι κοντά μου νὰ μὲ συμβουλεύατε πῶς νὰ ἀντιμετωπίσω τὰ διάφορα προβλήματα. Ἄχ, καλές μου γιαγιοῦλες, τί τυχερὲς ἤσασταν ποὺ ζήσατε μιὰ ἄλλη ἐποχή... Ἀναρωτιέμαι... Ὅλοι αὐτοὶ ποὺ μᾶς κυβερνᾶνε δὲν γνώρισαν ποτὲ γιαγιά;»
(Ἀναδημοσίευση ἀπὸ «Τὸ Βῆμα τῶν Συντακτῶν»)
- Προβολές: 3125