«Ἱερεύς τις τοῦ 20οῦ Αἰῶνος»
Τὸ κείμενο «Ἱερεύς τις τοῦ 20οῦ αἰῶνος» δημοσιεύθηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς «Πειραϊκὴ Ἐκκλησία» καὶ κυκλοφόρησε σὲ πολλὲς ἱστοσελίδες τοῦ διαδικτύου, ἄλλοτε αὐτοτελὲς καὶ ἄλλοτε ἐντεταγμένο σὲ ἕνα γενικότερο κείμενο μὲ τίτλο «Ἐνθύμιο Χειροτονίας εἰς Πρεσβύτερο Π. Εὐαγγέλου ἐξ ἰατρῶν 14/11/2009», τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ τὸν χειροτονητήριο λόγο τοῦ Ἱερέως ἰατροῦ π. Εὐαγγέλου. Ὅπως ὁ ἴδιος μᾶς πληροφορεῖ, ὁ Ἀρχιερέας Γρηγόριος τοῦ ζήτησε νὰ ἀναφέρη στὸν λόγο τοῦ τὴν ἱστορία τοῦ π. Νικολάου: «Γράψε, Εὐάγγελε, τὴν ζωὴ τοῦ π. Νικολάου, νὰ τὴν μοιράσουμε σὰν ἐνθύμιο τὴν ἥμερα τῆς χειροτονίας σου». Καὶ ὅπως σημειώνει ὁ π. Εὐάγγελος, «ἔτσι γιὰ ὑπακοὴ τὴν ἔγραψα εἰς ἀποκάλυψη τῆς μυστικῆς ἐργασίας του. Καὶ διαρκῆ ὑπόμνησή μου τοῦ τί εἶναι Ὀρθόδοξος παπᾶς».
Τὸν εἶδα αἰφνίδια μέσα στὸν τεράστιο θάλαμο μὲ τὰ ἐξηνταπέντε-ἑβδομῆντα κρεβάτια, μέσα στὸ πανδαιμόνιο ποὺ κάνουν ἑβδομῆντα ἄνθρωποι, ὅταν μαζεύονταν καὶ στριμώχνονταν σὲ ἕναν μικρὸ χῶρο. Τὸ φὼς πολύ. Ἔμπαινε ἀπὸ τὰ μεγάλα παράθυρα μὲ τὰ σιδερένια κάγκελα. Ἦταν πρωὶ περίπου 9 ἢ ὥρα, ὅταν ἄνοιξε ἢ βαριὰ πόρτα, ἐξωτερική, καὶ ἀνεβήκαμε ἢ νέα ὁμάδα τῶν δέκα φοιτητῶν, στὸ τμῆμα ἀποτοξίνωσης στὸ Δαφνί. Πρόσωπα ἐκινοῦντο ἀέναα μέσα στὸ φαρδὺ διάδρομο ποὺ ἄφηναν τὰ κρεβάτια τους. Ἄνθρωποι ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς πατρίδας καὶ ἀπὸ πιὸ πέρα ἀκόμη. Μὲ τὶς χαρακτηριστικὲς προφορὲς τῶν Λαρισινὼν ἢ τῶν Κρητικῶν καὶ τῶν νησιωτῶν. Κοντοί, ψηλοί, μελαχρινοί, ἄσπροι, ἀδύνατοι παχεῖς, πάσχοντες, ὅλος ὁ κόσμος ἀναγκασμένος νὰ συμβιώνη. Καὶ μέσα σὲ αὐτὴν τὴν ἄμπωτη καὶ πλημμυρίδα τῶν ἀνθρώπων ἕνας ψηλὸς ξανθωπὸς μὲ μαῦρα ροῦχα καὶ περιλαίμιο λευκό, μὲ λίγο ὑποτυπῶδες γένι ξανθό, ἄρχοντας, ἀτάραχος, γαλήνιος μέσα σ’ αὐτὴ τὴν ταραχή. Κατάλαβα ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ Ἱερέα. Εὐτυχῶς, εἶπα μέσα μου, ἕνας καθολικὸς Ἱερέας στὸ τμῆμα ἀποτοξίνωσης. Εὐτυχῶς ποὺ δὲν εἶναι ὀρθόδοξος. Νὰ ξεφτιλιζόμαστε στοὺς γιατροὺς καὶ στοὺς συμφοιτητές μας!!! Εὐτυχῶς.
Χωριστήκαμε σὲ δυὸ ὁμάδες, βάλαμε τὶς ἰατρικές μας μπλοῦζες καὶ μὲ τὸν ὑπεύθυνο γιατρὸ προχωρήσαμε στὸ κρεβάτι τοῦ πρώτου ἀσθενοῦς. Τὸν φώναξε ὁ ὑπεύθυνος ἀπὸ τὴν παρέα του, ἦρθε ἕνας μικρὸς μαγκάκος ἀπὸ τὴν Λάρισα ὁμιλητικὸς ἀλλὰ μαγκάκος. Δὲν θυμᾶμαι τίποτα ἀπὸ τὸ πρῶτο αὐτὸ μάθημα οὔτε γιατί ἦταν μέσα ὁ ἀσθενὴς οὔτε τί φάρμακα ἔπαιρνε, ἁπλῶς στὴν ρύμη τῶν λόγων τοῦ εἶπε. «Ἔχουμε καὶ τὸν παπᾶ νὰ μᾶς βοηθᾶ καὶ περνᾶμε καλὰ καὶ ἐνῷ ἔπρεπε νὰ φύγουμε σὲ τρεὶς μῆνες ἐπισπεύσαμε τὸ πρόγραμμα χάρις σ’ αὐτὸν καὶ θὰ φύγω σὲ 1,5 μῆνα». Τότε μὲ τάραξε ὁ λογισμός μου, ἕνας καθολικὸς παπᾶς μὲ τὸ κουστουμάκι του βοήθησε αὐτὸν ἐδῶ; Ἀδύνατον, ἕνας καθολικὸς παπᾶς!!!!
Στὴν πρώτη μας αὐτὴ συνάντηση οὐδὲν ἔπραξα, παρ’ ὅλο τὸν φυσικό μου κοινωνικὸ χαρακτῆρα. Ἔφυγα, ὅταν τελείωσε ὁ ὑποχρεωτικός μου χρόνος τῆς παρουσίας. Στὴν δεύτερη ἐπίσκεψη τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα πάλι τὰ ἴδια, ἄλλος ἀσθενὴς καὶ νέα ἀποκάλυψη: «εὐτυχῶς ποὺ ἔχουμε τὸν παπᾶ καὶ μᾶς βοηθᾶ, εἰδικὰ τὰ βράδια ποὺ μένουμε μὲ τοὺς ἑαυτούς μας, μᾶς παρηγορεῖ, μᾶς ἐμψυχώνει. Εἶναι δικός μας παπᾶς, ὀρθόδοξος!».
Ἕνα κρύο ρεῦμα μὲ διαπέρασε, γκρεμίστηκαν ὅλα, ὁ εὐσεβισμὸς μοῦ δὲν μποροῦσε νὰ δεχτῇ ὅτι ἕνας παπᾶς ὀρθόδοξος ἦταν μέθυσος, εἶχε ἀνάγκη ἀποτοξίνωσης καὶ βρισκόταν πίσω ἀπὸ τὰ σίδερα μὲ ἄλλους παρανόμους, μέθυσους καὶ ναρκομανεῖς. Οὔτε κὰν σὲ κάποιο ἰδιωτικὸ κέντρο ἀποτοξίνωσης. Ἡ ἰδέα ποὺ εἶχα γιὰ ἄσπιλη Ἐκκλησία, καὶ ὀφειλόταν στὴν νεότητά μου, ξεθώριασε ἀπότομα.
Τὸν πλησίασα, στεκόταν ὄρθιος καὶ συνομιλοῦσε μὲ ἕναν ἄλλο ἀσθενῆ, ποὺ ἔτρεμαν τὰ χέρια του. Συνομιλοῦσε ἁπλὰ γιὰ τὸ τίποτα, ὁ ἄλλος τὸν ἄκουγε, τοῦ ἔλεγε γιὰ τὰ προβλήματά του, τοῦ μιλοῦσε γρήγορα, ὁ παπᾶς ἄκουγε μὲ μία ἀπέραντη στοργὴ κοιτάζοντας τόν. Εἶχε πρόσωπο καθαρό, μάτια γαλάζια-θάλασσα, ἡλικία 55 χρονῶν περίπου, χέρια ἄσπρα, δάκτυλα μακριά, τέλος πάντων, ὅλα πάνω του εἶχαν κάτι τὸ ἀρχοντικό. Τοῦ ἀπάντησε σιγὰ μὲ μιὰ προφορὰ μὲ ἀγγλικὴ ἠχῶ. Ἦταν ξένος. Παπᾶς ὀρθόδοξος, ξένος. Μόλις τελείωσε μὲ τὸν ἄρρωστο στράφηκε σὲ μένα καὶ μὲ ρώτησε: «Χάου ἀρ γιοῦ;». Ἔμαθα ὅτι ἦταν ‘Ἕλληνας ποὺ γεννήθηκε στὸ ἐξωτερικό, οἱ γονεῖς του εἶχαν φύγει γιὰ τὴν πέρα ἀπὸ τὸν Ἀτλαντικὸ Ἀμερική. Τὸν ἔστελναν ὅμως οἱ γονεῖς του στοὺς παπποῦδες του στὴν Κατερίνη, ἔτσι εἶχε μάθει καλὰ ἑλληνικὰ καὶ εἶχε ἕνα σύνδεσμο μὲ τὴν παράδοση τῆς χώρας μας. Ἔνιωθα ἤδη ἄνετα σὰν νὰ τὸν γνώριζα ἀπὸ χρόνια, εἶχαν φύγει ὅλοι οἱ ἐνδοιασμοί μου. «Τί θέλετε ἀπὸ μένα;», μὲ ρώτησε. «Θέλω νὰ μάθω γιατί βρίσκεστε σὲ αὐτὸ τὸ χῶρο καὶ θεραπεύεστε, τέλος πάντων νὰ σᾶς γνωρίσω». «Ἐλᾶτε στὸ δωμάτιό μου».
Ναί, μέσα σὲ αὐτὸ τὸ χάλι ὑπῆρχε ἕνα μικρὸ δωματιάκι, στενὸ δωματιάκι μὲ ἕνα κρεβάτι, παράθυρο βορινό, τοῖχοι πανύψηλοι, τέσσερα μέτρα ὕψος, ἕνα γραφεῖο, εἰκόνες ρωσικές, καντήλι, κομποσκοίνι, θυμιατήρι, πετραχήλι, φάρμακα πάνω στὸ γραφεῖο καὶ βιβλία. Ἦταν ἕνα μικρὸ καλογερικὸ κελὶ μέσα στὴ ταραχὴ ἑβδομῆντα τροφίμων τοῦ ψυχιατρείου. Ἐκεῖ ἄρχισε ἡ ἀποκάλυψη τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Τὸ ὄνομα Νικόλαος, ὀρθόδοξος ἱερέας τῆς ἀρχιεπισκοπῆς τῆς Ἀμερικῆς. Καθηγητὴς τοῦ Χάρβαρντ στὴν ἕδρα τῶν Παλαμικῶν σπουδῶν καὶ ποιμαντικῆς ψυχολογίας. Καθηγητὴς στὸ Χάρβαρντ στὸ μεγαλύτερο πανεπιστημιακὸ ἵδρυμα τῆς Ἀμερικῆς καὶ τώρα τρόφιμος τῆς ψυχιατρικῆς πτέρυγας τοῦ Δαφνίου στὸ τμῆμα ἀποτοξινώσεως, ἡ διαφορὰ εἶναι ἰλιγγιώδης.
–Πάτερ; Πῶς φτάσατε ἐδῶ;
–Ἤμασταν μία παρέα φίλοι ποὺ τελειώσαμε τὴν Σχολὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὴν Βοστόνη. Παντρευτήκαμε, κάναμε παιδιὰ καὶ γίναμε Ἱερεῖς. Ὁ καλύτερος ὅλων μᾶς πρὶν περίπου δέκα χρόνια πέθανε αἰφνίδια. Τὸν κηδεύσαμε καὶ γυρίσαμε στὰ σπίτια μας. Τότε μὲ κατέλαβε ἕνα πνεῦμα λύπης καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισα νὰ πίνω. Τέλος πάντων, σὲ λίγο καιρὸ ἤμουν ἐξαρτημένος ἀπὸ τὸ ποτό, ἐὰν δὲν ἔπινα ἔτρεμα. Δὲν μποροῦσα νὰ διευθετήσω τὰ θέματά μου. Στὴν ἀρχὴ τὸ ἔκρυβα ἀπὸ τὴν γυναῖκα μου καὶ τὰ παιδιά μου, δὲν μεθοῦσα, ἀλλὰ ἔπινα, ἤμουν μὲ ἕνα ποτήρι στὸ χέρι. Πειράχτηκε καὶ τὸ ἧπαρ μου.
Ὅλο τὸ θέμα ἦταν μία πρόκληση γιὰ τὴν ἰατρική μου γνώση, τίποτα ἀπὸ τὰ παραπάνω δὲν συμβάδιζε μὲ τὴν νηφαλιότητα τοῦ ἀνδρὸς μὲ τὴν ἀρχοντιά του καὶ τὴν ἔλλειψη νευρικότητας. Εἶχε ἔρθει ἡ ὥρα νὰ φύγουμε. Τοῦ ζήτησα νὰ τοῦ φέρω κάτι γιὰ παρηγοριὰ τοῦ μέσα σὲ αὐτοὺς τοὺς τοίχους. Ἕνα βιβλίο τοῦ Ρωμανίδη, μοῦ λέει, τὸν εἴχαμε δάσκαλο τὸν Ρωμανίδη. Στὴν νέα συνάντησή μας τὴν ἑπόμενη ἑβδομάδα κρατοῦσα στὸ χέρι μου τὸ δεμένο βιβλίο τοῦ Ρωμανίδη «ΡΩΜΑΙΟΙ Ἢ ΡΩΜΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ». Ἀνέβηκα τρέχοντας τὰ σκαλιὰ νὰ συναντήσω τὸν Νικόλαό μου τὸν ἄρρωστό μου, τὸν βρῆκα στὸ δωμάτιό του καθισμένο σὲ μία μικρὴ πολυθρόνα καὶ στὸ χέρι τοῦ ἕνα μικρὸ κομποσκοίνι. Τοῦ ἔδωσα τὸ βιβλίο στὰ χέρια του. Εἶχε κόκκινο σκληρὸ ἐξώφυλλο, τὸ γύρισε μὲ ἀγάπη, διάβασε τὰ κεφάλαια. Χάρηκε σὰν μικρὸ παιδί.
-Εἶμαι ἐδῶ πάνω ἀπὸ τρεὶς μῆνες, βγαίνω σπάνια δὲν ἔχω ποὺ νὰ πάω, δὲν μοῦ ἔχουν φέρει ἕνα δῶρο. Πόσο χαίρομαι γιὰ αὐτὸ ποὺ μοῦ ἔφερες. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἔφερε ἀέρα ὀρθοδοξίας, γκρέμισε τὸ σχολαστικισμὸ τῆς γερμανικῆς ἰδεολογίας, ἔδειξε τὸν πλοῦτο μας!!! Ὅτι μᾶς ἔλεγε ὁ γέρο-Ιωσήφ, αὐτὸς τὸ ἔβαλε στὰ Πανεπιστήμια.
–Ποιός γέρο Ἰωσήφ;
–Ὁ ἡσυχαστής, ὁ παπποῦς, ὁ σπηλαιώτης. Τὸν γνώρισα τὸ 1960 ὅταν πήγαινα στὸ Ἅγιο Ὅρος, στὴ Νέα Σκήτη, μὲ δεχόταν στὸ κελάκι του. Μοῦ ἔμαθε νὰ προσεύχομαι μὲ τὸ κομποσκοίνι ὧρες καὶ ὧρες, φωτόμορφος, γλυκύς, αὐστηρός. Προσοχὴ ἔλεγε στὸ νοῦ, πρῶτα προσβολὴ μετὰ συζήτηση μὲ τὸν λογισμὸ μετὰ συγκατάθεση!!! Συγκατάθεση, θάνατος, ἀρχὴ ἁμαρτίας, ἡ ἁμαρτία δόντι ἰοβόλο τοῦ θανάτου. Προσοχὴ ὄχι συζήτηση μὲ τὸν λογισμό, νήψη.
Αὐτὰ ποὺ ὁ γέροντας τὰ παρέδωσε ἐμπειρικά, ὁ Ρωμανίδης τὰ κατέγραψε τὰ στήριξε ἁγιοπατερικὰ καὶ τὰ ἐξαπέστειλε στὰ πέρατα τῆς γῆς, ὥστε νὰ ἔχουμε καὶ ἐμεῖς χαρὰ ἐκεῖ στὴν Ἀμερική.
Ὅταν ἔγινα Ἱερέας, μὲ τὸν πρῶτο μου μισθὸ ἔστειλα ἕνα δῶρο στὸν γέροντα Ἰωσήφ, τοῦ ἔστειλα ράσα καλογερικά, ὄχι κάτι τὸ ἀκριβό, τὰ εἶχα τυλίξει καὶ σὲ ἕνα γκρὶ χαρτί, ἔγραψα τὴν διεύθυνση καὶ τὰ ἔστειλα. Μετὰ ἀπὸ πέντε χρόνια τὸν ἐπισκέφθηκα στὸ κελλί του, ὅπως καθόταν εἶδα πίσω του στὸ περβάζι τὸ δῶρο μου ἀνέγγιχτο. Ἀμέσως σκούρυνε τὸ προσωπό μου. Τοῦ λέω: «Γέροντά σου ἔστειλα ἕνα δῶρο μὲ τὰ πρῶτα μου χρήματα καὶ ἐσὺ οὔτε ποὺ τὸ ἄγγιξες!!!».
Μοῦ λέγει: «Π. Νικόλαε, παιδί μου, δὲν μοῦ λείπει τίποτα, ἔχω τὸν Χριστό. Δὲν μοῦ λείπει τίποτα. Τὸ δῶρο σου τὸ εἶδα, ἔσκισα μία ἄκρη καὶ τὸ εἶδα. Τὸ ἄφησα ἐδῶ χρόνια νὰ μοῦ λέγει ὁ λογισμὸς ἄνοιξέ το καὶ νὰ τὸν ξεχνῶ ἀλλὰ νὰ σὲ θυμᾶμαι. Θὰ μποροῦσα νὰ τὸ ἔχω δωρίσει σὲ τόσους ποὺ ἔρχονται ἐδῶ ἀλλὰ τὸ ἄφησα γιὰ τὸν παπᾶ Νικόλα, ἔλα νὰ βάλουμε τὸν πλάγιο τοῦ δεύτερου ἤχου νὰ παρηγορηθεῖς».
Μοῦ ἔμαθε νὰ προσεύχομαι μὲ τὸ κομποσκοίνι γιὰ τὸν κόσμο γιὰ τὶς ἁμαρτίες μου καὶ πάλι ἔμπονα γιὰ τὸν κόσμο. Ὅλες τὶς ἀκολουθίες τὶς ἔκανε μὲ τὸ κομποσκοίνι ἐκτὸς τῆς Θείας Λειτουργίας.
–Πάτερ, ἀπορῶ πῶς ἐσεῖς, ποὺ γνωρίσατε ἕνα τόσο ἅγιο ἄνθρωπο, πέσατε σ’ αὐτὸ τὸ πάθος τῆς οἰνοποσίας. Ἡ προσευχὴ δὲν σᾶς προστάτεψε, δὲν σᾶς βοήθησε νὰ γλιτώσετε ἀπὸ τὸν πειρασμὸ αὐτόν;
–Εὐάγγελε, μὴν ξεχνᾶς τὸ «ἀρκεῖ σοὶ ἡ χάρις μου» τοῦ Παύλου.
–Ξέρετε μὲ σκανδάλισε στὴν ἀρχὴ τοὐλάχιστον τὸ θέμα σας.
–Σὲ σκανδάλισε ἢ σὲ φόβισε γιὰ τὸ εὐόλισθον τῆς φύσεώς μας; Εἶσαι αὐτάρκης στὴν νομιζόμενή σου καθαρότητα καὶ φοβᾶσαι μήπως τὴν χάσεις, μήπως κάνεις κάποιο λάθος καὶ χάσεις τὴν καλῆ γνώμη γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους. Σὲ νοιάζει τί θὰ πεὶ ὁ κόσμος. Ἀδελφέ μου καὶ φίλε μου, ἡ νεότητά σου εἶναι κακὸς σύμβουλος, ὅπως καὶ σὲ μένα κάποτε. Ἡ πεῖρα τοῦ βίου καὶ ἡ συναντίληψη τῆς Χάριτος μὲ ἔπεισε ὅτι ὅποιος καὶ ἂν εἶμαι ὅ,τι καὶ ἂν κάνω εἶμαι δεμένος μὲ τὸν Χριστὸ καὶ φωνάζω «ἐλέησον μὲ ὁ Θεός, ἐλέησον μὲ Κύριε ὡς οἴδας καὶ ὡς θέλεις ἐλέησόν με». Καὶ λέω μέσα μου «ὅλοι σώζονται, ἐγὼ κολάζομαι». Ἐλπίζω στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Παναγία. Ἐλπίζω στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ποὺ χαρίζει τὸν παράδεισο σ’ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν ὅτι εἶναι ἀνάξιοι τοῦ παραδείσου.
Καὶ πάλι ὁ ἀδυσώπητος χρόνος τελείωνε.
–Πάτερ θέλετε νὰ σᾶς φέρω κάτι τὴν ἑπόμενη συνάντησή μας;
–Ναί, θέλω κάτι ἐπειδὴ ἔχω τέσσερα παιδάκια στὴν πατρίδα καὶ τὰ ἔχω ἐπιθυμήσει. Φέρε μου σὲ παρακαλῶ ἕνα μικρὸ παιδάκι καὶ φώναξέ με νὰ βγὼ στὸ παράθυρο ἀπὸ τὰ κάγκελα νὰ τὸ δὼ νὰ δὼ τὰ ματάκια του νὰ παρηγορηθῶ.
–Βρῆκα τὸν μικρό μου βαπτισμένο Σωτήριο τὸν πῆρα ἀγκαλιά, πέρασα τὴν πόρτα καὶ σταθήκαμε κάτω ἀπὸ τὰ σίδερα.
–Π. Νικόλαε, π. Νικόλαε, ἤρθαμε.
Πρόβαλε ἡ φιγούρα του πίσω ἀπὸ τὰ σίδερα ἅπλωσε τὰ χέρια του ἀπὸ ψηλά, μᾶς κοίταζε, μᾶς χαμογελοῦσε, μιλάγαμε ἀπὸ ἐκεῖ. Χάρηκε, θυμήθηκε τὰ δικά του, ἁπλώθηκε ἡ νοσταλγία. Δὲν ἦταν πίκρα ἦταν μία νοσταλγία γιὰ τὸν παράδεισό μας. Μᾶς εὐλόγησε καὶ ἀποχωρήσαμε. Ποιός εἶναι πλούσιος, Λωξάνδρα μου, ἐν τὼ ὀλίγῳ ἀναπαυόμενος, τζόγια μου...
–Πάτερ, ἡ Ἀμερικὴ φημίζεται γιὰ τὰ ἀποτοξινωτικά της κέντρα, πῶς ἤρθατε σ’ αὐτὲς τὶς ἄθλιες συνθῆκες.
–Εὐάγγελε, πρὶν πολλοὺς μῆνες προκηρύχθηκε μιὰ θέση παλαμικῶν σπουδῶν στὸ πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας. Ἦρθα λοιπὸν κι ἐγώ, ἀφοῦ πῆρα τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιό μου νὰ βάλω τὰ χαρτιά μου γι’ αὐτὴ τὴν ἕδρα. Οἱ μῆνες περνοῦν, δὲν γινόταν τίποτα. Καθηγητικὲς ἴντριγκες, συνεδριάσεις ἐπὶ συνεδριάσεων, τίποτα. Τὴν ἕδρα μου στὸ Χάρβαρντ τὴν εἶχε πρὶν ἀπὸ μένα ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκι. Αὐτὸς εἶναι ἕνας μεγάλος Θεολόγος καὶ πραγματικὸς φιλέλληνας καὶ εἶναι ὁ γέροντάς μου.
–Ἀπὸ ἔκπληξη σὲ ἔκπληξη.
–Γέροντάς σας αὐτὸς ὁ μέγας;
–Ναί, καὶ εἶναι πραγματικὰ μεγάλος πνευματικὸς Θεολόγος καὶ σημειοφόρος ἄνθρωπος θυσίας. Σπουδαγμένος καὶ στὴν ποιμαντικὴ Ψυχιατρικὴ καὶ στὴν ψυχολογικὴ ἀντιμετώπιση τῶν ἐθισμένων χρηστῶν σὲ οὐσίες καὶ ποτό. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀσκοῦσε μὲ ἀπέραντη ἀγάπη καὶ ὑπομονή. Γιὰ νὰ κατανοήσης τὸ μέγεθος τοῦ ἀνδρὸς θὰ σοῦ πὼ μία ἱστορία στὴν ὁποῖα ἤμουν μάρτυρας τῆς θαυμαστῆς θεραπείας ἑνὸς ἐφήβου. Μιὰ οἰκογένεια ἔφερε τὸ παιδὶ τῆς 18 ἐτῶν ποὺ ἔπασχε ἀπὸ ἠβηφρενία. Ἡ κατάσταση ἦταν δύσκολη, ἀθεράπευτη σχεδόν, τὸν παρακάλεσαν νὰ τὸν δεχθῇ νὰ τὸν ἀναλάβη. Πράγματι, τὸν πῆρε σὲ ἕνα σπίτι στὴν ἐξοχὴ ποὺ εἶχε πολλὰ στρέμματα, μὲ σημύδες ἕνα μεγάλο ἀγρόκτημα. Μπῆκαν μέσα οἱ δυό τους, τὸ ἀγρίμι καὶ ὁ π. Γεώργιος καὶ ἔκλεισαν τὴν βαριὰ πόρτα. Μετὰ τρεὶς μέρες παρέδωσε τὸ παιδὶ ὑγιὲς καὶ σῶφρον στοὺς γονεῖς. Τὸ παιδὶ αὐτὸ σπούδασε καὶ εἶναι ὑγιὴς ἔκτοτε καὶ μάλιστα τώρα εἶναι καὶ Ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας μας.
–Ὅταν τὸν ρώτησα «π. Γεώργιε, πῶς ἔγινε αὐτό;», μοῦ εἶπε ὅ,τι πῆρε τὸ παιδὶ καὶ τοῦ εἶπε: «Παιδί μου, ἐγὼ θὰ καθίσω σ’ αὐτὴν τὴν σημύδα. Ὅλος ὁ χῶρος εἶναι δικός σου, κάνε ὅ,τι θέλεις καὶ ὅταν θέλης ἔλα νὰ μιλᾶμε». Τρεὶς μέρες καὶ τρεὶς νύχτες ἔκανε ὅ,τι ἤθελε. Κατέστρεψε τὸ ψυγεῖο, τὴν βιβλιοθήκη μου, τὰ λουλούδια καὶ ὅποτε ἤθελε μὲ πλησίαζε καὶ μιλάγαμε. Ἐγὼ καθόμουν στῆς σημύδας τὸν κορμὸ καὶ περίμενα χωρὶς νὰ ταράζομαι γιὰ ὅ,τι γινόταν, τρεὶς μέρες ἐκεῖ δὲν σηκώθηκα, δὲν ἔφαγα, δὲν ἤπια νερό. Τὴν τρίτη ἥμερα ἦρθε τὸ παιδὶ γαλήνιο, μοῦ φίλησε τὸ χέρι, μὲ σήκωσε, μὲ βοήθησε νὰ περπατήσω, γιατί ἤμουν σὰν πεθαμένος, ἀνοίξαμε τὴν πόρτα καὶ τὸν παρέδωσα στοὺς γονεῖς του. Ἰματισμένο καὶ σωφρονούντα.
–Πάτερ Γεώργιε, καὶ τρεὶς ἡμέρες πῶς κάνατε τὶς στοιχειώδεις ἀνάγκες σας;
–Τὰ ἔκανα πάνω μου, δὲν μετακινήθηκα καθόλου, ἤθελα νὰ δώσω μία θυσία γι’ αὐτὸν στὸν Θεό, τὴν ὑπομονή μου, τὴν κατάργηση τῶν συμβατικῶν καθημερινῶν πρακτικῶν. Δὲν εἶναι τίποτα, ὁ Θεὸς μοῦ χάρισε ὑγιῆ τὸν ἄνθρωπο καὶ δι' αὐτοῦ μοῦ χάρισε καὶ γεύση τῆς Βασιλείας Του. Τέτοιος ἄνθρωπος ἦταν αὐτός, ἀληθὴς Θεολόγος, ἄνθρωπος τῆς Λειτουργίας ἀλλὰ καὶ πέρα ἀπ’ αὐτήν. Πάντα ἔλεγε: «δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον, σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρα τῆς βασιλείας σου».
Συζήτηση περὶ τῆς ζωῆς τοῦ Ἱερέως
Ἀπὸ τὶς συζητήσεις ποὺ εἴχαμε καταθέτω ἐδῶ μερικά.
–Πρόσεχε, ἱερεῦ, τὸν ἑαυτό σου, μὴν ξεχάσης νὰ βλέπης τὸν Θεό. Ὁρκίστηκες νὰ ἔχης τὸν νοῦ σου στὴν σωτηρία τόσο τὴν δική σου ὅσο καὶ τῶν ἄλλων. Κάθε καιρὸς εἶναι κατάλληλος γιὰ νὰ δώσης τὸ Βάπτισμα καὶ τὴν θεία Κοινωνία, γιατί κάθε καιρὸς εἶναι κατάλληλος γιὰ τὸν θάνατο. Νὰ θυμᾶσαι ὅτι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ πὴ ὄχι στὸν Θεό, ὁ Θεὸς δὲν μπορεῖ νὰ πὴ ὄχι στὸν ἄνθρωπο. Αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ εἴμαστε Ἱερεῖς, ποὺ ἐπιτρέπει στὸ πλάσμα του νὰ πὴ «ὄχι, νὰ μὴν γίνη τὸ θέλημά σου» δηλαδή, νὰ γεννήση τὴν κόλαση. Στοὺς ἀνθρώπους μπορεῖς νὰ πὴς ὅτι ὁ Χριστὸς κατέβηκε στὸν Ἅδη, ἐκεῖ μᾶς ἀναμένει, ὅσο πιὸ βαθὺς εἶναι ὁ Ἅδης σου, τόσο βαθύτερα εἶναι ὁ Χριστός. Ἡ ὀδύνη εἶναι τὸ ψωμὶ ποὺ ὁ Θεὸς μοιράζεται μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ ἔχει ὑποχρέωση ὁ δοῦλος του, ὁ παπᾶς, νὰ μοιρασθῇ κι αὐτὸς μὲ τὸ σύνολό του. Στὸν Σταυρὸ ὁ Θεός, ἐνάντια σὲ ὅ,τι εἴχαμε ποτὲ φαντασθῇ γιὰ θεό, τάχθηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, δηλώνει τὴν ἀγάπη Του, ζητᾶ τὴν ἀγάπη μας καὶ μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπὸ κάθε ὀφειλή. Ὁ ἀγῶνας μας εἶναι ἡ προσοχὴ στὴν πνευματικὴ πηγὴ τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖο δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν φύση, ἀλλὰ συντελεῖται μέσα στὸ πνεῦμα. Αὐτὸς ποὺ εἶδε τὴν ἁμαρτία του εἶναι πιὸ μεγάλος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ γνώρισαν ἀγγέλους. Τότε, ἀπὸ τὴν ἄβυσσο τῶν ἁμαρτιῶν μου ἐπικαλοῦμαι τὴν ἄβυσσο τῆς Χάριτός Σου. Πρόοδος στὸν ἁγιασμό σου, παπᾶ μου, φαίνεται ὅταν ἡ καρδιά σου ἥσυχη διαστέλλεται καὶ ἀνθίζει σὲ κοσμικὴ εὐσπλαχνία, δὲν μπορεῖ νὰ κρίνη κανέναν, σηκώνει τὸ κακὸ ὅλου τοῦ κόσμου, περνᾶ τὴν Γεθσημανὴ καὶ καλύπτει τὰ πάντα μὲ τὸν μανδύα τῆς ἀγάπης. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ρίχνει τὸ βέλος, τὸν Μονογενῆ Τοῦ Υἱό, ἀφοῦ ἔβρεξε τὴν ἀκίδα τοῦ βέλους μὲ τὸ ζωοποιὸ Πνεῦμα. Ἡ ἀκίδα εἶναι ἡ πίστη ποῦ ὄχι μόνο εἰσάγει τὸ βέλος ἀλλὰ καὶ τὸν τοξότη μαζί της.
Εὐάγγελέ μου, ἂν ποτὲ γίνεις Ἱερέας νὰ θυμᾶσαι ὅτι αὐτὸ ποὺ σκανδαλίζει τοὺς ἄπιστους δὲν εἶναι οἱ Ἅγιοι, ἀλλὰ τὸ ἀναμφισβήτητο γεγονὸς ὅτι δὲν εἴμαστε ὅλοι ἅγιοι. Ἡ κατάσταση τοῦ κόσμου μοιάζει μὲ αὐτὴν τὴν πρὸ τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, καὶ χειρότερη, γιατί τότε οἱ ἄνθρωποι ἦσαν εἰδωλολάτρες, τώρα εἶναι ἄθεοι. Ἔτσι, ἀντὶ ἡ Ἐκκλησία νὰ κρίνη τὸν κόσμο, ἡ Ἐκκλησία κρίνεται ἀπὸ τὸν κόσμο, γιατί ὁ κόσμος μπορεῖ νὰ τὴν κατηγορήση ὅτι μέσα σὲ τόσους αἰῶνες ἔχασε τὴν ἱκανότητα τῆς μαγιᾶς καὶ ἀντανακλᾶ τὸν κόσμο καὶ μάλιστα πιστά. Ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ ἀρραβωνιαστικιὰ ἔγινε θρησκευτικὴ κοινωνία. Τὸ Εὐαγγέλιο ἐξεγείρει, ἀνατρέπει ὄχι τὴν δομὴ τοῦ κόσμου ἀλλὰ τὴν δομὴ τοῦ ἀνθρώπινου πνεύματος. Ὁ Χριστὸς ἐντός. Ἀπόκτησε τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ πλῆθος ἀνθρώπων θὰ βρὴ τὴν εἰρήνη δίπλα σου.
Παπᾶ μου, τὸ νὰ πλησιάσης τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο εἶναι τέχνη. Τὸ οὐσιῶδες εἶναι νὰ μεταφερθῇς στὴν θέση του, νὰ σβήσης τὸν ἑαυτό σου καὶ νὰ ἀφήσης τὸν Χριστὸ νὰ μιλήση. Ὅλη σου ἡ Θεολογία ποὺ σὲ ἔμαθαν σωριάζεται σὰν θρύψαλα μπροστὰ σὲ ἕναν ἐγκληματία, ἕναν νεκρό, μιὰ μοναξιά. Ὅμως ἡ ζωντανὴ ζεστασιὰ τῆς παλάμης σου, μπορεῖ νὰ κάνη ἀνθρώπους σβησμένους, λερωμένους κι ἄσχημους νὰ ἀκτινοβολοῦν ξαφνικὰ ἀκτῖνες Φωτὸς καὶ νὰ ἀνασύρης στὴν ἐπιφάνεια αὐτὸ ποὺ κοιμᾶται. Τὴν κοινωνία. Ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, ἡ θεία Κοινωνία, ποὺ ἑτοιμάζεις εἶναι μυστήριο ἐν πορείᾳ, γι’ αὐτὸ στεκόμαστε ὄρθιοι. Καὶ ἂν γίνουμε ἀπόβλητοι ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ ζωὴ πρέπει νὰ ὡριμάσουμε σὰν μία γενιὰ ὁμολογητῶν.
–Πάτερ Νικόλαε, εἶδα ὅτι εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Σὲ παρακαλῶ πές μου ποιά εἶναι ἡ μυστική σου ἐργασία, τί μοῦ κρύβεις;
–Εὐάγγελέ μου, ἦλθε ἡ ὥρα νομίζω νὰ μάθεις ὅλα τὰ κατ’ ἐμὲ σὰν μία παρακαταθήκη διδασκάλου πρὸς μαθητή. Δὲν εἶμαι ἄρρωστος, τοὐλάχιστον δὲν πάσχω ἀπὸ ἀλκοολισμό!!!! Μεταξὺ τῶν σπουδῶν μου εἶναι καὶ ἡ ψυχολογία τοῦ χρήστη. Ἀφοῦ ἦρθα στὴν Ἀθήνα καὶ κατέθεσα τὰ χαρτιά μου καὶ ὁ καιρὸς περνοῦσε, μὲ τὸ σήμερα-αὔριο, μίλησα μὲ τὸν διευθυντὴ τῆς κλινικῆς ποὺ εἶναι φίλος μου ἀπὸ τὴν Ἀμερική, τοῦ εἶπα γιὰ προγράμματα στὴν Ἀμερική, ὅπου ὁ γιατρὸς ζὴ μαζὶ μὲ τοὺς ἀρρώστους γιὰ ὅλο τὸν χρόνο τοῦ προγράμματός τους μὲ ἐξαιρετικὰ ἀποτελέσματα. Ἔτσι παρακολουθῶ τὸ πρόγραμμα, χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ γνωρίζει ἀπὸ τοὺς συναρρώστους μου. Ζὼ ἔγκλειστος τρεὶς μῆνες περίπου, ἐπιταχύνθηκε τὸ πρόγραμμα, ἀλλὰ κυρίως αὐτοὶ ποὺ ἔφυγαν αὐτὸ τὸ διάστημα δὲν ὑποτροπίασαν.
–Μὰ τί μοῦ λέτε, πουλήσατε τὸν ἑαυτό σας σὰν δοῦλο ἐδῶ μέσα, δὲν βλέπετε οὔτε κὰν παιδιά, ὑποφέρετε τὴν τρέλα τοῦ καθενός!
–Ναί, ἀλλὰ ἔχω τὸ δωματιάκι μου, τὴν προσευχή μου, τὴν πίστη μου, ἔχω τὸν καθρέφτη μου, ὅλους τοὺς ἀδελφοὺς τοὺς ἔγκλειστους.
Ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ξεσχίζει τὰ σπλάχνα ἦταν ὅτι δὲν μποροῦσα νὰ λειτουργῶ. Τώρα τελευταῖα παίρνω κι ἐγώ, ὅπως ὅλοι, μία ἄδεια καὶ πηγαίνω ἐδῶ σὲ ἕνα μοναστηράκι νὰ λειτουργῶ καὶ ἐπανέρχομαι.
–Μὰ δὲν τρελαθήκατε ἐδῶ μέσα, φυλακισμένος ἀναίτια τόσους μῆνες;
–Πιέστηκα, πιέστηκα, ἦταν ἐμπειρία τάφου, ἀλλὰ ὅμως γνώρισα ὅλους αὐτοὺς τοὺς φίλους τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἐλάχιστους. Αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν ὅτι εἶναι ἀνάξιοι τοῦ παραδείσου, τοὺς συμπαραστάθηκα, τοὺς ἄκουσα, τοὺς ἔδωσα λίγο νερό, λίγη πίστη καί, κυρίως, ἐπλατύνθηκα κι ἐγὼ καὶ πάλι δοῦλος ἀχρεῖος εἶμαι. Ἀναλογίζομαι τὴν ὥρα τῆς ἐξόδου μου καὶ ἐλπίζω στὸ ἔλεος τῆς Ἐκκλησίας Τοῦ καὶ στὸ ἰδικό Του.
–Πάτερ Νικόλαε, εἶστε τόσο νέος οὔτε πενῆντα τριῶν.
Ἦταν Τετάρτη τῆς πρώτης τῶν νηστειῶν ποὺ κάναμε αὕτη τὴν κουβέντα τῆς καρδιᾶς, ποὺ μοῦ χάραξε τὴν καρδιά.
–Τὴν Παρασκευὴ θὰ πάρω ἄδεια, θὰ πάω στὸ μοναστηράκι ποὺ σᾶς εἶπα γιὰ τοὺς Χαιρετισμοὺς καὶ γιὰ Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἐλᾶτε κι ἐσεῖς νὰ σᾶς δοῦμε. Πᾶρτε ἕνα τηλέφωνο τὸ Σάββατο νὰ σᾶς ποῦμε τὴν ὥρα τῆς Λειτουργίας τὴν Κυριακή.
Πράγματι, τὸ Σάββατο τῶν Ἁγίων Θεοδώρων τηλεφώνησα.
–Εὐλογεῖτε, πάτερ.
–Ὁ Κύριος.
–Σᾶς παρακαλῶ, θέλω νὰ μιλήσω στὸν πατέρα Νικόλαο.
–Δὲν γίνεται, μοῦ εἶπε.
–Πότε νὰ ξαναπάρω γιὰ τὸν π. Νικόλαο, πότε;
–Μόλις πρὸ ὀλίγου τελείωσε τὴν θεία Λειτουργία, κατέλυσε καὶ πέθανε μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα, τὴν ὥρα ποὺ τὴν ἀσπαζόταν γιὰ νὰ βγὴ ἀπὸ τὸ Ἱερό. Ἐπειδὴ ἀργοῦσε νὰ βγή, μπῆκε ὁ ἐκκλησάρης καὶ τὸν βρῆκε γονατιστὸ ἀλλὰ χωρὶς πνοή. Ἔχει ἔρθει ἡ ἀστυνομία, θὰ τὸν πᾶνε γιὰ νεκροτομή, θὰ τὸν στείλουν στὴν Ἀμερική.
–Δὲν ξέρω τί λέτε, πάτερ, ἐγὼ προχτὲς τοῦ μίλησα, τέλος πάντων ἤμασταν μαζί. Ἦταν μιὰ χαρά. Δὲν μπορεῖ, δὲν εἶναι αὐτός.
–Ὄχι, αὐτὸς εἶναι.
Ἔτσι τὸ ἤθελε ὁ Θεός. Ἔτσι ἐτελειώθη ὁ Νικόλαος ὁ ἄρχων, ὁ ἐργάτης τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ κρυφός, ὁ φίλος μου, ὁ ὀλιγοήμερος, ὁ γνήσιος ποιμένας ποὺ ἄφησε τὰ ἐνενῆντα ἐννιὰ γιὰ τὸ ἕνα, ποὺ πουλήθηκε δοῦλος σὰν κι αὐτὸν τὸν Ἐπίσκοπο τοῦ γεροντικοῦ, ὁ Ἱερέας τοῦ 20ου αἰῶνος τοῦ ἀπατεῶνος ποὺ τὰ μάτια τοῦ δὲν ἀπατήθηκαν, ἀλλὰ εἶδε καθαρὰ τὴν εἰκόνα τοῦ κόσμου χωρὶς φαντασία. Ἅς ἔχουμε τὴν εὐχή του.–
- Προβολές: 2948