Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: Περὶ καφενειακῶν συζητήσεων …

Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁρισμένες φορὲς οἱ θεολογικὲς συζητήσεις –σὲ ἡμερίδες, συνέδρια ἢ συμπόσια– φέρνουν στὸν νοῦ τὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ παραδοσιακοῦ καφενείου. Δὲν θυμίζουν, δηλαδή, ναὸ μέσα στὸν ὁποῖον ἐπιτελεῖται ἡ «λειτουργία τοῦ Λόγου», δηλαδὴ ἡ μύηση στὴν κοινωνία, γνώση καὶ προσκύνηση τοῦ μυστηρίου τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Γιὰ νὰ ἐξηγηθῇ κάπως αὐτὴ ἡ, ἴσως προκλητική, ἄποψη εἶναι χρήσιμο νὰ δώσουμε μιὰ περιγραφὴ τοῦ «ἑλληνικοῦ καφενείου», ὅπως φυσικὰ ἐμεῖς ἀντιλαμβανόμαστε τὴν καθημερινὴ λειτουργία του.

Πρέπει νὰ ὁμολογηθῇ ὅτι οἱ συζητήσεις στὰ παραδοσιακὰ καφενεῖα εἶναι ἀπολαυστικές. Ἐκεῖ ἀντιμετωπίζονται καὶ «λύνονται» ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ προβλήματα πολιτικά, κοινωνικά, οἰκονομικά, ἐκκλησιαστικά, ἀκόμη καὶ ἐπιστημονικά. Μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ καφενείου ὅλοι ἀποκτοῦν κάποια αἴσθηση εἰδικότητας ἢ ἔστω στοιχειώδους ἐπάρκειας γιὰ ὅλα τὰ πεδία τῆς ἀνθρώπινης δραστηριότητας. Ὁ καφές, τὸ ποτὸ καὶ ἡ ἀνάγκη νὰ βρεθῇ θέμα γιὰ συζήτηση γεννοῦν ἀπόψεις καὶ κριτικὲς ἀποτιμήσεις γιὰ ὅλους καὶ γιὰ ὅλα.

Στοὺς θαμῶνες τοῦ καφενείου εἶναι δυνατὸν νὰ διαπιστώση κανεὶς διάφορες ποιότητες ἀνθρώπινων συμπεριφορῶν, τὶς ὁποῖες σχηματικὰ μποροῦμε νὰ τὶς κατατάξουμε σὲ τρεὶς κατηγορίες: Στὴν πρώτη ἀνήκουν οἱ σοβαροὶ συζητητές, αὐτοὶ ποῦ ἔχουν γνώσεις καὶ εὐαισθησίες. Στὴν δεύτερη ἀνήκουν οἱ πρόχειρα ἐνημερωμένοι «εἰδήμονες», ποῦ ἔχουν γιὰ ὅλα τὰ θέματα γνώμη καὶ κρίση, καὶ μάλιστα συνήθως αἰχμηρή. Στὴν τρίτη, τέλος, κατηγορία ἀνήκουν αὐτοὶ ποῦ θέλουν ἁπλῶς νὰ περνᾶνε καλὰ καὶ εἶναι ἀδιάφοροι γιὰ ἱερὰ καὶ ὅσια καὶ γιὰ ὅ,τι ξεπερνᾶ τὶς σωματικὲς αἰσθήσεις τους.

Οἱ πρῶτοι –ποῦ ἀποτελοῦν τὴν μειοψηφία– στὶς συζητήσεις τους θυμοῦνται συνήθως τὸ παρελθόν, τὸ κρίνουν, λυποῦνται ἢ χαίρονται γι’ αὐτό, ἀλλὰ ἔχουν καὶ τὴν δυνατότητα νὰ σχολιάζουν μὲ ὀξυδέρκεια τὸ παρόν. Αὐτοὶ συνήθως ἀγαποῦν τὴν ἱστορία καὶ εἶναι εὐαίσθητοι στὶς ταλαιπωρίες τῶν ἀνθρώπων. Σέβονται τὰ ἱερὰ ποῦ διασώζει ἡ παράδοσή μας. Εἶναι γερὰ θεμελιωμένοι στὸ παρελθόν, χωρὶς ὅμως νὰ χάνουν τὴν ἐπαφὴ μὲ τὴν σύγχρονη πραγματικότητα. Γι’ αὐτοὺς τὸ καφενεῖο λειτουργεῖ σὰν μιὰ «μικρὴ ἀγορὰ τοῦ δήμου», σὰν χῶρος ζύμωσης ἀπόψεων καὶ διαμόρφωσης τῆς λεγόμενης κοινῆς γνώμης.

Γιὰ τὴν δεύτερη καὶ τὴν τρίτη κατηγορία –ποῦ ἀποτελοῦν τὴν πλειοψηφία– τὸ καφενεῖο δὲν λειτουργεῖ σὰν «μικρὴ ἀγορὰ τοῦ δήμου». Δὲν εἶναι χῶρος σύγκρουσης ἢ ζύμωσης ἀπόψεων. Εἶναι μόνον ἕνας τρόπος νὰ «σκοτώνεται ἡ ὥρα», νὰ περνᾶ ὁ χρόνος χωρὶς τὴν αἴσθηση τοῦ ὑπαρξιακοῦ κενοῦ, χωρὶς τὴν κατὰ πρόσωπον ἀντιμετώπιση τῶν βασανιστικῶν ἐρωτημάτων γιὰ τὸ νόημα τῆς ζωῆς. Κάποιοι ἀπὸ αὐτούς, χωρὶς νὰ μιλοῦν, ἁπλῶς «ἀγοράζουν λόγια», γιὰ νὰ ἔχουν μὲ κάτι νὰ ἀπασχολοῦν τὸν νοῦ τους. Κάποιοι ἄλλοι δῆθεν θυμώνουν μὲ τὶς νοοτροπίες, τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐπικαιρότητας, χωρὶς ὅμως νὰ διακατέχονται ἀπὸ βαθὺ πόνο ἢ ἔστω ἀπὸ πραγματικὸ κοινωνικὸ ἐνδιαφέρον. Ἁπλῶς ὁ θυμός τους τοὺς δίνει τὴν αἴσθηση κάποιου κύρους ἢ μιὰ ψευδαίσθηση ζωῆς μὲ νόημα.

Γι’ αὐτὲς τὶς κατηγορίες τῶν θαμώνων ὁ χῶρος τοῦ καφενείου χρησιμοποιεῖται μόνον ὡς θάλαμος ψυχολογικῆς ἀποσυμπίεσης, ὡς θεραπευτήριο τῶν ἐφήμερων αἰσθημάτων, κυρίως ὡς παυσίπονο γιὰ τὰ ἄλγη τῆς ἀνίας. Γι’ αὐτοὺς ὑπάρχει μόνο τὸ σήμερα μὲ τὰ πάθη καὶ τὰ «λόγια» του. Τὸ παρελθόν, εἰδικὰ ἡ διδακτικὴ ἱστορία, τοὺς εἶναι ἄγνωστη ἢ ἀνεπιθύμητη. Ἂν ὁρισμένοι ἀπὸ αὐτοὺς διαθέτουν κάποια εὐαισθησία, πνίγονται στὰ ἄγχη τῆς σύγχρονης πραγματικότητας. Γι’ αὐτὸ πάντα μιλοῦν γιὰ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ, ὥστε τὸ «ρωμαίϊκο» νὰ μὴν εἶναι μόνιμα οὐραγὸς τῆς Εὐρώπης. Μέσα στὸ ἐκσυγχρονιστικὸ πάθος τους, μάλιστα, θέλουν ἀλλαγὲς ἀκόμη καὶ στὴν Ἐκκλησία. Θέλουν ἡ «συντηρητική», κατὰ τὴν γνώμη τους, Ἐκκλησία μας νὰ περάση στὴν «μετα-πατερικὴ θεολογία», νὰ συναντηθῇ μὲ τὴν ἐποχή μας καὶ νὰ βρὴ τὶς «συνάφειές» της μὲ ὅλα τὰ σύγχρονα θρησκευτικὰ καὶ ἀντιθρησκευτικὰ ρεύματα, μὲ τὰ κοινωνικὰ συστήματα (μαρξιστικὰ ἢ φιλελεύθερα), καθὼς καὶ μὲ τὶς ἀπόψεις τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης.

Ἤδη ὅμως περάσαμε σὲ «καφενειακὲς» θεολογικὲς συζητήσεις... Ἅς δοῦμε, λοιπόν, μὲ συντομία τὶς ἀντιστοιχίες τους μὲ ὅσα προαναφέραμε γιὰ τὴν ἀτμόσφαιρα τῶν παραδοσιακῶν καφενείων.

Ὑπάρχουν θεολογικὲς συνάξεις –ἡμερίδες ἢ συνέδρια– ποῦ εἶναι πράγματι μυσταγωγίες. Αὐτὸ ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ θέμα τους, ἀλλὰ πρωτίστως ἀπὸ τοὺς εἰσηγητές τους. Ὑπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλες συνάξεις ποῦ δημιουργοῦν προβληματισμοὺς καὶ ἀπορίες ὄχι γιατί τάχα διευρύνουν τὴν σκέψη μας, ἀνοίγοντάς την σὲ ἄγνωστους μέχρι τώρα δρόμους θεολογικῆς σκέψεως καὶ ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς, ἀλλὰ γιατί δὲν μπορεῖ νὰ χωρέση τὸ μυαλό μας τὶς παραμορφωτικὲς ἐπανερμηνεῖες καὶ τὸ μέγεθος τῆς παραχάραξης ἁπλῶν βιωμένων ἀληθειῶν τῆς πίστεώς μας, ποῦ εἶναι θεμέλιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Συνήθως, πάντως, σὲ ὅλες τὶς θεολογικὲς συνάξεις ὑπάρχουν εἰσηγητὲς μὲ γνώση, πεῖρα καὶ εὐαισθησίες, οἱ ὁποῖοι γνωρίζουν τὰ ὅρια τῆς ἐπιστημονικῆς ἔρευνας, τὴν ὁποῖα διαχωρίζουν ἀπὸ τὴν διατύπωση ἀτομικῶν ὁραματισμῶν γιὰ τὸ μέλλον τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ κόσμου. Γνωρίζουν τὴν μεγάλη σημασία ποῦ ἔχει ἡ μελέτη τῆς ἱστορίας, τὴν ὁποίαν ἐρευνοῦν ἀπροκατάληπτα καὶ μέσα ἀπὸ τὴν ἔρευνά της προσδιορίζουν τὸ περιεχόμενο τῶν ὅρων μὲ τοὺς ὁποίους περιγράφηκε ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ διατυπώθηκε ἡ θεολογία της.

Ὑπάρχουν ὅμως ὁρισμένοι ποῦ δὲν ἀναπαύονται σ’ αὐτὴν τὴν περιοριστικὴ ἐπιστημονικὴ ἐργασία. Ἀγαποῦν τὶς «ὑπερβάσεις» καὶ τὰ «ἀνοίγματα». Αὐτὰ ὅμως ἀπαιτοῦν ἐμπειρικοὺς γνῶστες τῆς θεολογίας μας. Ἀπαιτοῦν θεολόγους-προφῆτες τῆς νέας χάριτος. Ἄν, λοιπόν, θέλουμε μιὰ τέτοια σύγχρονη θεολογία, γιὰ νὰ εἶναι ὀρθόδοξη, δηλαδὴ σωστική, θὰ πρέπει νὰ τὴν ἀναμένουμε ἀπὸ σύγχρονους προφῆτες, δηλαδὴ ἀπὸ θεόπτες πατέρες. Γιατί μόνον αὐτοί, λόγῳ τῆς ἐμπειρικῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ ποῦ διαθέτουν, μποροῦν νὰ ἐκφράσουν μὲ πιστότητα τὴν ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψη, χρησιμοποιῶντας, μαζὶ μὲ τοὺς καθαγιασμένους ὅρους τῆς πίστεως μας, καὶ ἐκφραστικὰ μέσα ἀπὸ τὸ πολιτισμικὸ περιβάλλον τῆς μεταμοντέρνας ἐποχῆς μας.

Δυστυχῶς ὅμως, στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, ἀπὸ αἰώνων, ὑπάρχουν πολλοὶ ποῦ αὐτοθεωροῦνται εἰδήμονες γιὰ θέματα ποῦ εἶναι πολὺ πάνω ἀπὸ τὶς δυνατότητές τους ἢ ἔξω ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τους. Ἔτσι, γιὰ γεγονότα, τῶν ὁποίων δὲν εἶναι αὐτόπτες, ἔχουν ἄποψη καὶ ἡ κριτικὴ ποῦ ἀσκοῦν στοὺς ἀντιφρονοῦντες εἶναι συνήθως αἰχμηρή. Γι’ αὐτὸ ὁ Μ. Βσίλειος, ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχή του, διαπίστωνε «πολλὴν τινα καὶ ὑπερβάλλουσαν τήν τε πρὸς ἀλλήλους καὶ τὴν πρὸς τὰς θείας Γραφὰς διαφωνίαν τῶν πολλῶν». Κι’ αὐτὸ ὀφειλόταν στὸ ὅτι πολλοὶ ἀπομακρύνονταν ἀπὸ τὴν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ καὶ προσπαθοῦσαν νὰ ἐπιβάλλουν «λογισμοὺς τινας καὶ ὅρους ἰδίους».

Αὐτοὶ ποῦ ἀγαποῦν τὶς «ὑπερβάσεις» καὶ τὰ «ἀνοίγματα» συνήθως δὲν ἀγαποῦν τὴν ἱστορία ἢ τὴν μελετοῦν μὲ καχυποψία, χρησιμοποιῶντας ὡς κριτήρια ἀπόψεις ἀπὸ τὸ σύγχρονο κοσμικὸ περιβάλλον. Ὁρισμένοι μάλιστα μιλοῦν μὲ ἕναν μᾶλλον προσποιητὸ θυμό, γι’ αὐτοὺς ποῦ περιχαρακώνουν τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀλλοιώνουν ἔτσι τὸν αὐθεντικὸ Χριστιανισμό. Αὐτοί, ἐπίσης, διαπιστώνουν στοὺς ἁγίους Πατέρες ἀντιφεμινισμὸ καὶ ἐνσπείρουν ἀμφισβήτηση γιὰ τὸ κῦρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, λέγοντας ὅτι ἦταν ὑποκείμενες στὶς ἰδιοτελεῖς ἐπιδιώξεις τῶν αὐτοκρατόρων. Σὰν νὰ μὴν ἐνεργοῦσε μέσα στοὺς ἁγίους Πατέρες, ποῦ συγκρότησαν αὐτὲς τὶς Συνόδους, ἡ λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Οἱ «ἀνοικτοὶ» θεολόγοι στὴν θέση τῆς ἱστορίας ἔχουν βάλει τὰ σύγχρονα θρησκευτικά, κοινωνικὰ καὶ ἐπιστημονικὰ ρεύματα, στὰ ὁποῖα θέλουν νὰ βρίσκουν «συνάφειες» μὲ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας.

Αὐτὲς οἱ «συναφειακὲς» θεολογικὲς συζητήσεις, γιὰ κάποιους εἶναι ἀποτέλεσμα ποιμαντικοῦ καὶ θεολογικοῦ πόνου, γιὰ κάποιους ἄλλους, ὅμως, μᾶλλον εἶναι ἀναπλήρωση ψυχικοῦ κενοῦ ἢ ἀποφόρτιση ψυχολογικῆς ἔντασης, ὅπως οἱ συζητήσεις στὰ παραδοσιακὰ καφενεῖα γιὰ τοὺς ψυχολογικὰ φορτισμένους θαμῶνες τους. Οἱ συζητήσεις αὐτὲς τοὺς ἀποφορτίζουν ἀπὸ τὸ ἄγχος ποῦ αἰσθάνονται γιὰ τὴν «πτωχὴ Ὀρθοδοξία», στὶς ἐπαφὲς ποῦ ἔχουν μὲ τὴν πλούσια Δύση. Ἐννοεῖται φυσικὰ ὅτι αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν δὲν αἰσθάνονται τὸν δικό τους ἄφθαρτο θεολογικὸ καὶ ἐκκλησιαστικὸ πλοῦτο.

Πάντως, αὐτὲς οἱ συζητήσεις μᾶς βοηθοῦν νὰ γνωρίσουμε κάπως τὰ πνεύματα τῶν καιρῶν, ἀλλὰ μᾶς ἐπισημαίνουν ταυτόχρονα καὶ τὴν ἀνάγκη νὰ ζοῦμε ἐν τῇ Ἐκκλησία, ὥστε νὰ καταλαβαίνουμε ποιά πνεύματα «ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστί».–

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 2989