Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: Ἐφαρμόσιμες «οὐτοπικὲς» προτάσεις
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἡ ἑλληνικὴ οἰκονομικὴ κρίση ἔχει δημιουργήσει μεγάλο θυμὸ στὸν λαό, θυμὸ ποὺ δὲν εἶναι ἀκόμη γνωστόν, παρὰ ὁρισμένες πρῶτες ἐνδείξεις, τὸ πῶς τελικὰ θὰ ἐκφρασθῇ. Ἤδη εἴχαμε τὰ πρῶτα ἀνθρώπινα θύματα, μὲ θύτες κάποιους ἀγνώστους, οἱ ὁποῖοι μέσα ἀπὸ τὸν θυμωμένο λαό, ποὺ διαδήλωνε εἰρηνικὰ τὴν ἀντίθεσή του στὴν ἐθνικὴ οἰκονομικὴ ὑποδούλωσή μας, ἐπετέλεσαν τὸ φονικὸ ἔργο τοὺς μὲ σκοποὺς ἄδηλους.
Πάντως, ὁ θυμὸς γενικὰ φορτίζεται μὲ μεγάλη ἔνταση, ὅταν πλήττεται ἡ φιλαυτία μας, ὅταν πληγώνεται τὸ φιλότιμό μας. Αὐτὸς ὅμως ὁ ἔντονος θυμὸς συνήθως δὲν εἶναι δημιουργικὸς καὶ συχνὰ ἀποβαίνει καταστροφικός. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται, ὡς λαός, νὰ μηχανευθοῦμε τρόπους, ὥστε νὰ ἐκφρασθῇ ὁ θυμός μας ὡς δύναμη ἀνακαινιστική, πρῶτα τοῦ ἑαυτοῦ μας, κατόπιν τῆς κοινωνίας μας καὶ τελικὰ τοῦ Κράτους μας.
Ὁ θυμὸς εἶναι φυσικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς. Εἶναι, σύμφωνα μὲ τὸν Μ. Βασίλειο, «τὸ νεῦρο τῆς ψυχῆς», ποὺ ὡς ὑπομονὴ στὰ λυπηρά, ἐπιμονὴ στὰ καλὰ ἔργα καὶ ἀνδρεῖα στοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνες ἀνορθώνει τὴν παράλυτη ψυχὴ καί, σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, «νοὺν ἀποθανόντα» ἀνασταίνει. Καὶ στὶς μέρες εἶναι πολὺ ἀπαραίτητο νὰ ἔχουμε νοῦ ζωντανὸ ποὺ θὰ βλέπη μὲ εὐκρίνεια τὰ πράγματα στὴν ἄδηλη «ἔσω» ὄψη τους, ὥστε σὲ ἁρμονικὴ σχέση μὲ τὴν ὀξυδερκῆ λογικὴ νὰ μᾶς βοηθᾶ νὰ «πολιτευόμαστε» μὲ σύνεση μέσα στὸ φυσικό, ἀλλὰ καὶ μέσα στὸ ἀνθρώπινο καὶ διεθνὲς ἀνταγωνιστικὸ περιβάλλον.
Ὁπότε, σὲ τελευταία ἀνάλυση, δὲν θὰ πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι εἴμαστε Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι, ποῦ, πέρα ἀπὸ τὴν κατὰ κόσμον σύνεση, διδασκόμαστε ἀπὸ τὴν ἁγιογραφικὴ καὶ πατερικὴ παράδοσή μας ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀφήνουμε τὸν θυμό μας χωρὶς χαλινό, ἀτιθάσευτο, ἐλεύθερο, δηλαδή, σὲ ἄλογη πορεία. Ὁ θυμὸς ὡς φυσικὴ δύναμη τῆς ψυχῆς πρέπει νὰ κινῆται ἔλλογα, ὑποταγμένος στὸ νοῦ, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν σειρά του, γιὰ νὰ ἔχη αὐτὴ τὴν ἡγεμονικὴ δύναμη, θὰ πρέπει νὰ μαθητεύη στὰ νοήματα ποὺ ἐνέπνευσε τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ νὰ ἔχη σὲ κάποιο βαθμὸ κοινωνία μὲ τὴν φωτιστικὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά, ὅπως λένε πολλοὶ «σοφοὶ κατὰ σάρκα», αὐτὰ εἶναι γιὰ τοὺς θεολόγους... Γι’ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς, χωρὶς νὰ δεχόμαστε αὐτὴν τὴν ἀφοριστικὴ ἄποψη, θὰ σημειώσουμε στὴν συνέχεια ὁρισμένα πράγματα ποὺ εἶναι γιὰ ὅλους.
Θὰ καταγράψουμε, λοιπόν, χωρὶς νὰ κάνουμε σαφῆ ἀναφορὰ στὸ ὀρθόδοξο χριστιανικὸ ὑπόβαθρό μας, ὁρισμένα πράγματα γιὰ τὸ πῶς μποροῦμε νὰ μηχανευθοῦμε τρόπους ἐξόδου ἀπὸ τὴν οἰκονομικὴ κρίση ἢ τοὐλάχιστον τρόπους συνετῆς ἀντιμετωπίσεώς τῆς, στὰ πλαίσια τῆς προσωπικῆς, οἰκογενειακῆς καὶ κοινωνικῆς μας ζωῆς.
Πρὶν ἀπ' ὅλα πρέπει νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ συνυπάρχουμε οἰκονομικὰ μὲ πολλούς. Ἡ οἰκονομία ἐπιβάλλει μιὰ ἀναγκαστικὴ σχέση, ἡ ὁποία, ἂν τὴν δοῦμε μακροσκοπικὰ ἀπὸ φιλοσοφικὴ περιωπή, λειτουργεῖ σὰν ἕνα ὑποκατάστατο τῆς ὑποβαθμισμένης προσωπικῆς σχέσης. Εἴτε θέλουμε, λοιπόν, εἴτε ὄχι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ σχετιζόμαστε οἰκονομικὰ μὲ πολλοὺς συναθρώπους μας μὲ παραγωγούς, κατασκευαστές, ἐμπόρους, δασκάλους, γιατροὺς καὶ ἄλλους μὲ εἰδικὲς γνώσεις καὶ δεξιότητες, ποὺ ἐμεῖς δὲν ἔχουμε. Αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τὸ θεωρεῖ σὰν μιὰ πρόκληση, γιὰ νὰ ἐκδηλώνουμε τὴν ἀγάπη μας καὶ τὴν ἑνότητά μας ὡς ἀνθρώπινη κοινωνία. Βέβαια, ἔξω ἀπὸ τὸ ζωντανὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν γίνεται δεκτὴ ἡ πρόκληση αὐτὴ μὲ τέτοιο λογισμό. Ἀντίθετα μάλιστα εἶναι ἀφορμὴ κερδοφορίας γιὰ ὅσους ἐκμεταλλεύονται παραγωγικὰ τὶς κτήσεις, τὶς γνώσεις καὶ τὶς δεξιότητές τους. Γενικά, οἱ οἰκονομικὲς σχέσεις μέσα στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία δὲν διακρίνονται ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς ὑπέρβασης τοῦ ἰδίου θελήματος, δὲν διαπνέονται, δηλαδή, ἀπὸ τὴν «ἀσκητικὴ τοῦ προσώπου». Στὶς καλὲς ἐξελιγμένες περιπτώσεις χαρακτηρίζονται ἀπὸ τὴν ρύθμιση τῶν ἰδιοτελῶν συμφερόντων, μὲ «συγκρουσιακὲς συμφωνίες», ποὺ ἐπιδιώκουν, κατὰ τὸ δυνατόν, τὴν ἱκανοποίηση ὅλων τῶν θελημάτων τῶν συμβαλλομένων. Πρᾶγμα τὸ ὁποῖο φυσικὰ εἶναι ἀνέφικτο στὴν πληρότητά του.
Ἐπειδή, λοιπόν, στὶς μέρες οὔτε οἱ «συγκρουσιακὲς συμφωνίες» εἶναι βέβαιες, ἀφοῦ οἱ συλλογικὲς συμβάσεις ὑποσκάπτονται ἀπὸ τὶς ἀπαιτήσεις τῶν «προστατῶν» δανειστῶν μας, κι’ ἀκόμη, ἐπειδὴ ἡ ἐπιφαινόμενη κρίση μας εἶναι χρηματοπιστωτική, ἀφοῦ ἀπὸ τοὺς πιστωτές μας πήραμε χρήματα, τὰ ὁποῖα ἐπειδὴ μέχρι στιγμῆς τοὐλάχιστον δὲν τὰ χρησιμοποιήσαμε ἀποδοτικά, δυσκολευόμαστε τώρα νὰ τὰ ἐπιστρέψουμε μαζὶ μὲ τοὺς τόκους τους, κάτι πρέπει νὰ κάνουμε μὲ τὴν χρήση τῶν χρημάτων, καθὼς καὶ μὲ τὰ ἀναγκαῖα ἀγαθά, τὰ ὁποῖα ἐξασφαλίζουμε μὲ αὐτὰ τὰ χρήματα.
Ὅσα στὴν συνέχεια διατυπώσουμε μπορεῖ νὰ μοιάζουν οὐτοπικά, θεωροῦμε ὅμως ὅτι γιὰ τὶς περιστάσεις ποὺ ζοῦμε εἶναι μᾶλλον ρεαλιστικά, ἂν δὲν ἔχη χαθῇ τελείως ἀπὸ τὴν κοινωνία μας ἡ σύνεση καὶ ἡ ἀλληλεγγύη. Τὸ πρῶτο, λοιπόν, ποὺ πρέπει νὰ ἐπιδιώξουμε, ὁ καθένας στὴν οἰκογενειακή του οἰκονομία, εἶναι ἡ σταδιακὴ μείωση τῆς ἀναγκαιότητας τοῦ χρήματος γιὰ τὴν διαβίωσή μας. Βέβαια, οἱ κοινωνικὲς καὶ οἰκονομικὲς δομὲς μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦμε δὲν μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἀπαλλαγοῦμε τελείως ἀπὸ τὴν ἀναγκαιότητά του. Ἄλλωστε ἡ ἐπινόησή του, ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα ἀκόμη χρόνια, ἦλθε σὰν ἱκανοποίηση μιᾶς ἀνάγκης. Ἔχει γίνει ὅμως παγκόσμιος δυνάστης. Γι’ αὐτὸ χρειάζεται νὰ μειώσουμε ὅσο μποροῦμε τὴν ἐξουσία του. Αὐτὸ θεωροῦμε ὅτι μπορεῖ νὰ γίνη μὲ δυὸ δραστηριότητες:
Πρῶτον, μὲ τὸ νὰ παράγουμε καὶ νὰ κατασκευάζουμε μόνοι μας ὅσα μποροῦμε ἀπὸ τὰ ἀναγκαῖα γιὰ τὴν διαβίωση καὶ διατροφή μας. Τὰ νοικοκυριά, δηλαδή, νὰ γίνουν πάλι «παραδοσιακὰ νοικοκυριά», ἐργαστήρια παραγωγῆς «παραδοσιακῶν» τροφίμων, περιορίζοντας κατὰ πολὺ τὴν καταφυγὴ στὰ σοῦπερ μάρκετ. Ταυτόχρονα ὅσοι ἔχουν τὴν δυνατότητα τῆς κηπευτικῆς παραγωγῆς ἢ κάποια δεξιότητα σὲ ἐρασιτεχνικὰ μαστορέματα, θὰ πρέπη νὰ ἐνεργοποιήσουν αὐτὲς τὶς δυνατότητες γιὰ νὰ μειώσουν, ἔστω ἐλάχιστα, τὴν ἐξάρτησή τους ἀπὸ τὸ χρῆμα.
Δεύτερον, θὰ πρέπει νὰ βρεθῇ τρόπος ἐνίσχυσης τοῦ ἀντιπραγματισμοῦ, δηλαδὴ τῆς ἀνταλλαγῆς ἀγαθῶν καὶ ὑπηρεσιῶν μὲ ἄλλα ἀγαθὰ καὶ ὑπηρεσίες, –«ἀγορὰ» μὲ ἀνταλλαγὴ σὲ εἶδος– χωρὶς τὴν μεσολαβητικὴ χρήση τῶν χρημάτων. Ἂν καὶ στὶς μέρες μᾶς δὲν ἔχη ἐξαλειφθῇ τελείως ὁ ἀντιπραγματισμός, ἐν τούτοις στὶς ἀστικὲς κοινωνίες εἶναι δύσκολο νὰ ἐφαρμοσθῇ. Σὲ μικρὲς κοινότητες ὅμως δὲν εἶναι ἀνεφάρμοστος, ὅπως καὶ σὲ εὐρύτερες κοινωνίες, στὶς ὁποῖες ὅμως ἔχει ἀναπτυχθῇ τὸ κοινοτικὸ πνεῦμα καὶ ἡ ἀλληλεγγύη.
Θὰ κλείσουμε μὲ μιὰ πρόταση ποὺ ἀφορᾶ τοὺς «ἔχοντες» καὶ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦν νὰ ἀποδειχθοῦν χρήσιμοι γιὰ τὴν πατρίδα μας.
Τελευταῖα διατυπώθηκε ὁ νεολογισμός: «νέος πατριωτισμός», ποὺ ἀφορᾶ κυρίως στὴν εὐσυνείδητη σχέση τῶν πολιτῶν μὲ τὶς φοροεισπρακτικὲς ὑπηρεσίες τοῦ Κράτους. Μέσα σ’ αὐτὸν τὸν νεολογισμὸ ἔχουμε τὴν γνώμη ὅτι πρέπει νὰ προστεθῇ ἀκόμη ἕνας: ἡ «νέα ἐθνικὴ εὐεργεσία». Εἶναι γνωστοὶ οἱ μεγάλοι ἐθνικοὶ εὐεργέτες. Οἱ «νέοι ἐθνικοὶ εὐεργέτες» ἔχουμε τὴν γνώμη ὅτι μπορεῖ νὰ εἶναι ἐπιχειρηματίες ποὺ θὰ ἀναπτύξουν δραστηριότητες ἀγνοῶντας τὸ προσωπικὸ τοὺς κέρδος. Δρῶντας τελείως ἀντικαπιταλιστικά, δὲν θὰ ἔχουν ὡς κινητήρια ἐπιχειρηματικὴ δύναμή τους τὸν πολλαπλασιασμὸ τῶν χρημάτων τους, ἀλλὰ τὴν δημιουργία πολλῶν θέσεων ἐργασίας, καθὼς καὶ τὴν κάλυψη τομέων τῆς ἐθνικῆς οἰκονομίας στοὺς ὁποίους παρουσιάζεται ἀπροθυμία γιὰ ἐπενδύσεις. Ἀρκούμενοι σὲ ὅσες κερδοφόρες ἐπιχειρήσεις ἤδη ἔχουν, θὰ δημιουργοῦν νέες, κυρίως σὲ περιοχὲς μὲ μεγάλη ἀνεργία, στὶς ὁποῖες θὰ προγραμματίζουν τὸ κέρδος τους νὰ εἶναι μηδενικό, ἀλλὰ οἱ θέσεις ἐργασίας ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ πολλὲς καὶ ἡ παραγωγικότητα ἱκανοποιητικὰ ὑψηλή.
Ὅταν καὶ μὲ τέτοιες «ἐθνικὲς εὐεργεσίες» θὰ παρουσιάζεται παραγωγικότητα σὲ τομεῖς ποὺ προηγουμένως δὲν ὑπῆρχε καὶ ταυτόχρονα θὰ κτυπιέται ἀποτελεσματικὰ ἡ ἀνεργία, τότε γενικὰ ἡ ἐθνικὴ οἰκονομία θὰ μπορῇ νὰ παρουσιάση ἀνάκαμψη. Ἴσως αὐτὴ ἡ τελευταία πρόταση νὰ ἔχη γιὰ κάποιους ἀρκετὸ ρομαντισμό –ἐμεῖς θὰ λέγαμε ὅτι δηλώνει στοιχειώδη Χριστιανισμό– ὅμως δὲν εἶναι οὐτοπική. Οἱ οἰκονομολόγοι γνωρίζουν τὸ πῶς μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθῇ. Σὲ κάθε περίπτωση ὅμως χρειάζεται πολλοὺς ἀνθρώπους μὲ ἀνιδιοτέλεια –κρατικοὺς φορεῖς καὶ συνεργάτες τῶν ἐπιχειρηματιῶν– γιὰ νὰ μπορέση νὰ καρποφορήση μιὰ τέτοια πρόταση. Κάπως ἔτσι πιστεύουμε ὅτι ὁ θυμὸς ποὺ διακατέχει τὸν πολὺ λαὸ μπορεῖ νὰ γίνη δημιουργικός, ἐννοεῖται γιὰ τὸ κοινὸ καλὸ καὶ ὄχι γιὰ τὸ στενὰ ἀτομικό.–
- Προβολές: 3070