Φωτεινὲς Ἀνταύγειες Χριστιανοσύνης στὴν ποίηση τοῦ Γιάννη Ρίτσου
Κώστα Δ. Παπαδημητρίου συνταξιούχου ἐπιθεωρητοῦ Α θμιας ἐκπαίδευσης
Ὁ Γιάννης Ρίτσος ὑπῆρξε ἕνας μεγάλος ποιητής. Οἱ κριτικοὶ τῆς τέχνης τὸν ἐντάσσουν στὴν πρώτη πεντάδα τῶν μεγάλων Ἑλλήνων λογοτεχνῶν. Εἶναι ἕνας ποιητὴς ποταμός. Kατηφορίζει ἀπὸ τὶς ρίζες τῆς Ρωμηοσύνης καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ἀγκαλιάζει ὅλον τὸν κόσμο.
Ἀπὸ τὴν νεαρή του ἡλικία φάνηκε τὸ μπόϊ του. Ὁ γερο Παλαμᾶς διέγνωσε ἀπὸ νωρὶς τὴν ἀξία του. Κι ὅταν τὸν χτυποῦσαν οἱ ὁμοϊδεάτες τοῦ ἀριστεροὶ κριτικοὶ ὡς μὴ προλεταριακὸ ποιητὴ καὶ οἱ δεξιοὶ ὡς ἐπαναστάτη ποιητῆ, ὁ Παλαμᾶς πῆρε θέση καὶ διεκήρυξε: «Τὸ Ρίτσο δίχως νὰ προσμείνω ἀπὸ τὰ νέα του χρόνια τὸν ἐχαιρέτησα:
- «Τὸ ποίημά σου τὸ πικρὸ τὸ ζοῦν ἰχὼρ κι αἰθέρας
- καθάριος ὄρθρος τῆς αὐγῆς, μηνάει το φῶς τῆς μέρας.
- Σὲ μιὰ φρικίαση τραγικὴ χαμογελάει μιᾶς πλάσης
- ρυθμός. Παραμερίζουμε ποιητὴ γιὰ νὰ περάσεις»
Ὁ διανοούμενος Μητροπολίτης Λαοδικείας Ἰερόθεος, ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, ἔγραψε στὸν Παλαμᾶ: Νὰ παραμερίσουμε γιὰ νὰ περάσει. Εἶναι μεγάλος ὁ λόγος αὐτὸς ποὺ λέτε στὸν νέον ποιητὴν Γιάννην Ρίτσο. Ἕνας γέρος Παλαμᾶς, τὸ βουνό, θὰ παραμερίσει γιὰ νὰ περάσει ὁ νέος...Τον χρίετε ἔτσι, βάζετε ἐπάνω του τὸ χέρι σας. Τὸ πρᾶγμα θυμίζει λίγο τὴν χειροτονίαν νέου Ἐπισκόπου ὑπὸ Πατριάρχου. Τὸν ἐνδύει τὴν ἀρχιερατικὴν περιβολήν του, ἀφήνει νὰ μοιράσει τὸ ἀντίδωρον καὶ ἀποσύρεται. Φιλῶ τὸ σεμνόν σας μέτωπον. Ἕνας θαυμαστής σας. Ὁ Μητροπολίτης Λαοδικείας Ἰερόθεος.» («Αἰολικὰ Γράμματα» 1975, σελ. 259)
Καὶ ὁ Παλαμᾶς ἀπαντᾶ:
«...Ὁ Ρίτσος εἶναι ἕνας νέος ποιητὴς ποὺ θὰ φτάνει, ὑποθέτω, τὸ βάρος τῆς γεροντικῆς μου ἐπιβολῆς τὸ ὕψος τῆς ποιητικῆς του χάριτος ποὺ τὸν ἀνέβασε ἡ ποιητική του ἔμπνευση....Θαύμασα καὶ κήρυξα τὴν πρωτοφανῆ του δεξιοσύνη, ἀκούραστο στὸ στίχο καὶ τὴ μεγαλοσύνη του στὴν ποίηση. Τὰ καλλιτεχνικά μας γράμματα, παρ’ ὅλα αὐτὰ τὰ σταθερὰ κάποτε καὶ δυνατά τους κάπου γνωρίσματα, πρώτη φορὰ βρίσκουν χορευτὴ ἔτσι σοβαρὸ καὶ τολμηρό. Ἡ τέχνη ὅσο κι ἂν δυναμώνει προβαίνοντας γερή, ἀπὸ τὰ νιᾶτα φαίνεται».
Κ. Παλαμᾶς 21 Ἰουνίου 1938.
Ὁ Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε τὴν Πρωτομαγιὰ τοῦ 1909, στὴν ἱστορικὴ Μονεμβασιά της Λακωνίας. Ὁ πατέρας του μεγαλοκτηματίας καὶ ἀπόγονος ἀγωνιστῶν τοῦ 21. Ξέπεσε ὅμως ἡ οἰκογένειά του καὶ δοκιμάστηκε ἀπὸ πολλὰ θλιβερὰ γεγονότα. Δύο θάνατοι ἀγαπημένων του προσώπων, τῆς μάνας του καὶ τοῦ ἀδερφοῦ τοῦ Δημήτρη, τοῦ σημάδεψαν ὅλη τὴν ψυχική του ἐξέλιξη. Σὰν μνῆμες καὶ θύμισες τοῦ ἀνακάτευαν τὴ ζωή. Γιὰ νὰ προστεθοῦν ὕστερα καὶ ἄλλα τραγικὰ δεινά: ἡ οἰκονομικὴ κατάρρευση τῆς οἰκογενείας του, ἡ προσωπική του περιπέτεια μὲ τὴν προσβολὴ τοῦ ἀπὸ φυματίωση, ἡ τρέλλα τοῦ πατέρα του καὶ τὸ κλείσιμό του στὸ Δαφνί, γιὰ ν’ ἀκολουθήση ἀργότερα καὶ ἡ πολυαγαπημένη του ἀδελφή, ἡ Λούλα, κ.α. Ὁλόκληρη ἡ ζωή του ἦταν σωστὴ τραγωδία.
Σὲ τοῦτες καὶ ἄλλες ἀργότερα συμφορές, πoὺ θὰ ἦταν ἱκανὲς νὰ γονατίσουν καὶ γίγαντες, ὁ Ρίτσος προσπαθεῖ νὰ βρῇ ἀντιστύλι στὴν ποίηση. Θὰ πῇ ὁ ἴδιος:
- Ἔτσι ἡ ζωή μου στράγγιξε καὶ χάρη καὶ χαρά
- καὶ καταφύγιο μοῦ’ μεινε ἡ τέχνη κι ὁρμητήριο
- σὲ κρύο χελώνας καύκαλο τραβιέμαι θλιβερό
- ν’ ἀντισταθῶ περήφανος στοῦ πόνου τὸ μαρτύριο..»
Ὁ ψυχικὸς κόσμος τοῦ Γ. Ρίτσου διαμορφώθηκε σ’ ἕνα ἐπαρχιακὸ περιβάλλον ὅπου μόνη πνευματικότητα ἦταν ἡ Ὀρθοδοξία. Ὁ Χριστὸς ἦταν ἡ πυξίδα τῆς παιδικῆς ζωῆς του, ὁ Χριστὸς τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ σταυρωθεὶς καὶ ἀναστάς. Αὐτὸς πρωτοκατοίκησε στὰ βαθύτερα στρώματα τῆς ψυχῆς του.
Τὰ πρῶτα του ποιητικὰ δοκίμια τὰ στέλνει ὁ Ρίτσος νὰ δημοσιευθοῦν στὸ περιοδικὸ «Διάπλαση τῶν Παίδων», ποὺ τὸ διηύθυνε ὁ Γρήγ. Ξενόπουλος. Σὲ γράμμα ποὺ τὰ συνόδευε ἐξιστοροῦσε τὸ ψυχικό του ἄλγος ἀπὸ τὰ οἰκογενειακά του δεινά, ποὺ συγκίνησε τὸν Ξενόπουλο καὶ τοῦ ἀπάντησε μὲ τοῦτα τὰ λόγια:
«...Πολὺ μὲ συγκίνησε τὸ γράμμα σου. Ἰδανικὸ ὅραμα, ἀγαπητέ μου φίλε, ποὺ πρώτη φορά μου γράφεις. Ναί, τὰ δυστυχήματά σου ἦταν τόσο μεγάλα, ποὺ δύσκολα θὰ’ βρισκε κανεὶς λόγια παρηγοριᾶς. Ἀλλὰ εἶσαι τόσο νέος ἀκόμα κι ἔχεις μπροστά σου μιὰ τόσο μεγάλη ζωή! Ποὺ τὸ ξέρεις! Οἱ μοῖρες τῶν ἀνθρώπων εἶναι τόσο διαφορετικές! Ἄλλοι εὐτυχοῦν μικροὶ καὶ δυστυχοῦν μεγάλοι, ἄλλοι γνωρίζουν τὴ δυστυχία ἀπ’ τὰ πρῶτα τους χρόνια καὶ ὕστερα βρίσκουν τὶς πιὸ μεγάλες χαρές. Ποὺ ξέρεις! Ἔλπιζε μόνο, ὑπόμενε, ἐργάζου, κάνε τὸ χρέος σου».
Καὶ πραγματικά, τὰ οἰκογενειακά του παθήματα δὲν τὸν κάμπτουν. Ἀντίθετα γίνονται ποιητικὰ σύμβολα. Καὶ συνέβη ὅ,τι στὴν περίπτωση τοῦ Παλαμᾶ, ποὺ ὁ θάνατος τοῦ τετράχρονου μικροῦ του Ἄλκη, ποὺ τὸν βούλιαξε στὴν ὀδύνη, λειτούργησε ὅμως ὡς ἀκέραιος ποιητής.
Στὰ 17 του χρόνια ὁ Ρίτσος μεταφέρεται στὸ Νοσοκομεῖο «Σωτηρία» μὲ φυματίωση. Καὶ ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα σέρνεται ἀπὸ Σανατόριο σὲ Σανατόριο, ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶναι γιὰ ἄπορους, γιατί ἐκεῖ τὸν ἔχει ρίξει ἡ οἰκονομική του κατάσταση. Ἐκεῖ στὸ «Σωτηρία», πληγωμένος ψυχικὰ ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη τῆς κοινωνίας, προσφέρεται σὲ ἀνατρεπτικὴ κατήχηση. Φυλλάδες καὶ φυλλάδες πέφτουν στὰ χέρια του. Κλίμα κατάλληλο νὰ ἐκκολαφθῇ ἕνας κομμουνιστής. Ὁ κομμουνισμός του παρουσιάζεται ὡς λυτρωτής. Ἐγγυᾶται νὰ τοῦ θεραπεύση τὰ ψυχικά του τραύματα, νὰ ἰκανοποιήση τὸν νεανικό του ρομαντισμό.
Τὸ 1942 προσχωρεῖ στὸ ΕΑΜ. Ἐκεῖ ξεφεύγει ἀπὸ τὴ μοναξιά του καὶ βρίσκει θαλπωρὴ ἀπὸ μιὰ κοινότητα ἰδεῶν καὶ παθημάτων ἑνὸς πιστοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ. Τὸ κόμμα στὸ ἑξῆς προσδιορίζει τὴν ποίησή του.
Ἡ ποίησή του τώρα δείχνει ἕναν Ρίτσο ἀφιερωμένο στὴν ἐπανάσταση. Στὸ καμίνι της σφυρηλατεῖται μιὰ καινούργια πυξίδα πλεύσης. Παίρνει ἡ ποίησή του τὴν μορφὴ στρατευμένης τέχνης. Ντύνεται τὸ πρόσωπο τοῦ τυφλοῦ πάθους. Στὸ ποίημά του «Τὸ καπνισμένο τσουκάλι», θὰ πῇ:
- «Ἡ καρδιά μου σήμερα δὲ μοιάζει μὲ κανένα σύγνεφο χρυσό
- ποὺ λαμπαδιάζει στὸ λιόγερμα,
- μήτε μὲ κανέναν ἄγγελο ποὺ στρώνει τὸ τραπέζι μές
- στὰ δέντρα του παράδεισου.
- Τίποτα τέτοιο. Ἡ καρδιά μου τώρα εἶναι φαρδί
- χωμάτινο τσουκάλι
- ποὺ μαγείρεψε χιλιάδες φορὲς γιὰ τοὺς φτωχούς»
- Καὶ ἀλλοῦ: «Εἶναι οἱ φτωχοί, οἱ δικοί μας, οἱ δυνατοί.
- Εἶναι οἱ δικοί μας Χριστοί, οἱ δικοί μας ἅγιοι».
Δὲν τὸν ἐμπνέει τόσο ἡ ἐπαναστατικὴ θεωρία ὅσο οἱ δοκιμασίες του δίπλα στοὺς συντρόφους του. Αὐτὲς εἶναι ὁ κύριος δεσμός του. Θὰ πῇ: «Πιστεύω πὼς ἡ πρώτη δικαιοσύνη εἶναι ἡ σωστὴ διανομὴ τοῦ ψωμιοῦ. Πιστεύω πὼς ἡ πρώτη πρόοδος εἶναι ἡ αὔξηση παραγωγῆς γιὰ ὅλους. Πιστεύω πὼς τὸ πρῶτο χρέος μας εἶναι ἡ εἰρήνη...»
Ὁ Ρίτσος ἀκολουθεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ καιροῦ του. Τὸ περιοδικὸ «Νέα Ἐπιθεώρηση» κεῖνα τὰ χρόνια δημοσιεύει ποιήματα ρωσικῆς προέλευσης. Ἡ γνώμη τοῦ σοβιετικοῦ Μαγιακόβσκι εἶναι πὼς ἡ ποίηση ἔχει ἀποστολὴ κοινωνικὴ καὶ κομματική. Ἐπηρεάστηκε ἀπὸ αὐτὴ τὴ γραμμὴ ὁ Ρίτσος καὶ ὁ ἴδιος θὰ γράψη:
- «Ἡ ποίηση πρέπει νὰ’ ναί
- ἕνας ὁδηγὸς μάχης κι εὐτυχίας
- ἕνα ὅπλο στὰ χέρια τοῦ λαϊκοῦ ἀγωνιστῆ
- μιὰ σημαία στὰ χέρια τῆς Ἐλευθερίας» («Οἱ γείτονες τοῦ Κόσμου», Ἐπίκαιρα 7)
Τὸ ποίημά του «Μεγάλη Ὥρα» εἶναι ἕνα πολιτικό-προπαγανδιστικὸ ποίημα ποὺ ἀναφέρεται στὸν κόσμο τῆς διαλεκτικῆς. Τὸ ἴδιο πνεῦμα καὶ στὸ ποίημά του «Μάρξ», ποὺ ὁ Ρίτσος ὁμολογεῖ πίστη νεοφώτιστου, γράφει:
- «Τὶς σφαλιστὲς τοῦ σύμπαντος πόρτες ἀνοιεὶς μιὰ μιά
- μὲ τὸ χρυσόδετο κλειδὶ τῆς διαλεκτικῆς...»
Καὶ τότε δὲν εἶναι φανατισμένος κομμουνιστὴς ὁ Ρίτσος. Καὶ σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση εἶναι ἕνας τραγικὸς ἄνθρωπος, ποὺ αἰσθάνεται τὶς ἀντίρροπες δυνάμεις νὰ τοῦ συνθέτουν τὴ ζωή. Πολλὲς φορὲς ἀπωθεῖ τοὺς ἐσωτερικούς του κλυδωνισμούς, εἴτε γιὰ λόγους κομματικῆς πειθαρχίας ἡ γιὰ νὰ τηρήση τὸ ἦθος τοῦ ἐπαναστάτη.
- «Πολλὰ πρόσωπα ἀλλάξαμε, πολλά, ὄχι προσωπεῖα.
- Πίσω ἀπ’ τὰ χίλια πρόσωπα κρυφτήκαμε. Μπλεχτήκαμε
- μὲ θεοὺς καὶ μύθους, μ’ ἄλλους φωτισμούς, μ’ ἄλλους χρόνους
- γιὰ νὰ σκεπάσουμε τὸ πρόσωπό μας τὸ βαθύ, τὸ πικρό, τὸ ἀμετάβλητο,
- τὸ ἄφταιγο, τὸ τιμωρημένο, τὸ μόνο δικό μας...»
Παράλληλα ὅμως διατηρεῖ τὰ συναισθηματικὰ κατάλοιπα ἀπ’ τὸ χριστιανικὸ περιβάλλον ποὺ τὸν ἀνάθρεψε καὶ τὸν διέπλασε. Νιώθει τὴν παλιά του εὐλάβεια ἀλλὰ καὶ τὴν τωρινή του θέση:
- «Τὸ βλέμμα του ἤτανε σὰν τὸ ἐσωτερικὸ μεγάλου ναοῦ μέσα στὴ νύχτα.
- Ἡ κεντρικὴ πύλη ἀνοιχτή. Σβησμένοι οἱ πολυέλαιοι. Μαντεύονταν
- τὰ σκοτεινὰ μανουάλια ἀσάλευτα σ’ ἕνα βάθος ἀόριστο
- κι οἱ μεγάλες ὁλόσωμες εἰκόνες ποὺ εὐωδιάζουν ἀπ’ τὴν ὑγρασία,
- κερὶ λιωμένο, μακρινὴ καπνιά, μύρτα καὶ μαραμένα βάγια
- ἐκείνη ἡ μυστικὴ ἐλευθερία κ’ ἡ στενόμακρη κάθετη ὀρότητα.
- Μιὰ συντροφιὰ πέρασε ἀπ’ ἔξω τὰ μεσάνυχτα. Ἡ πρώτη τους κίνηση,
- νὰ μποῦνε μέσα, νὰ προσευχηθοῦν, νὰ ἐξομολογηθοῦν, νὰ γονατίσουν.
- Μὰ ἔνιωσαν μονομιᾶς ἀνέτοιμοι, ἔνοχοι. Τὰ γόνατά τους ἄκαμπτα
- βαριὰ λασπωμένα τὰ παπούτσια τους. Κι οἱ σπίθες τῶν ἄστρων τόσο ἀπόμακρες.
- Ἔστριψαν τοῖχο-τοῖχο τὴ Μητρόπολη, ὅσο μποροῦσαν πιὸ ἀθόρυβα
- καὶ τράβηξαν πιὸ κεῖ ὡς τὸ καπηλειό. Σὲ λίγο ἀκούστηκαν
- τὰ μεθυσμένα τους τραγούδια, δυνατά, σχεδὸν πεισμωμένα
- καὶ ἡ πύλη τοῦ ναοῦ
- ἔχασκε ἀπέναντι, τρομαχτικὰ μεγάλη κι ἀδιάβατη μέσα στὴ νύχτα»
- («Νυχτερινὸς ναός»)
Πολὺ συχνὰ βρίσκεται μπροστὰ στὸ δίλημμα καὶ ἡ προσωπικότητά του διχάζεται σ’ ἕναν ξένο καὶ τὸν ἑαυτό του, ἐκεῖνον ποὺ ἔχει οἰκοδομήσει ἀπὸ μικρός. Στὰ ποιήματά του «Πυραμίδες» καὶ «Ὁ Ξένος» ὑποδέχεται ἕναν ξένο ποὺ ἀντιπροσωπεύει τὴν ἀντιθρησκευτικὴ δύναμη καὶ τοῦ λέει:
- «Κρατοῦσα μὲς τὰ δυό μου χέρια
- τὸν ἀσημένιο δίσκο τοῦ ὁρίζοντα
- καὶ σοῦ προσφέρω σὲ κρυστάλλινο δίσκο
- τὸ ἀθάνατο νερό.
- Καὶ τὸ κύπελλο πλημμύρισε αἷμα.
- Ἔσφαξα τὸ Θεό μου μὲ τὰ χέρια μου
- ὁ δίσκος ἔσκασε μπροστὰ στὰ πόδια σου»
Ὑποτάσσεται γιὰ λίγο στὸν ξένο (ἀντιπροσωπεύει τὴν κοσμικὴ ζωὴ) καὶ τοῦ λέει:
- «Περνῶ τὰ δάχτυλά μου μὲς τοὺς κρίκους
- τῆς ἁλυσίδας ποὺ μοῦ χάρισες
- κι ἀρραβωνιάζομαι τὸν κόσμο.
- Εὐχαριστῶ......»
Ὅμως μιὰ φωνὴ ἀπὸ μέσα του φωνάζει νὰ ἀντισταθῇ καὶ νὰ μὴν ὑποταχθῇ. Καὶ τὰ βάζει μὲ τὸν ξένο:
- «Κοντὰ σοῦ ξέχασα τὸ δρόμο μου
- καὶ ὁ θυμνὸς τῶν στοιχείων
- προστάζει τὸν ἀφανισμό μου.
- Μέσα μου ὑπάρχει
- κάτι σκληρὸ κι ἀτίθασο κι ἀφιλίωτο
- ποὺ καμιὰ δύναμη δὲ δύναται
- νὰ τὸ ὑποτάξει.....
- Πάντα στέκεται ἀνάμεσά μας τὸ ἄπειρο.
- Δὲν μπορῶ ν’ ἀποφύγω τὴ φωνή του
- τὸ φέγγος τῶν ματιῶν μου σκίζει
- τὴν τρυφερὴ σκια ποὺ μούριξες στοὺς ὤμους...»
Ὁ ξένος στενοχωριέται γι’ αὐτὴ τὴ θέση καὶ τὸν παροτρύνει:
- «Κρύψου μέσα στὸ δέρμα σου
- φυλάξου ἀπ’ τὴ φωνή μου
- Αὐτὸς ὁ δρόμος δὲν ἔχει γυρισμό.
- Ὅμως ἐγὼ θὰ φύγω. Δὲν μπορῶ νὰ μὴ φύγω....»
Ἀποκαλύπτεται στὸ διάλογο αὐτὸ ἡ ἐσωτερικὴ διαμάχη τοῦ ποιητῆ. Κι αὐτὸς νὰ μοιάζη μὲ ἐκκρεμὲς ποὺ αἰωρεῖται ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὡς τὸν Μάρξ. Ἡ ἐσωτερική του ἀγωνία δὲν καθησυχάζεται οὔτε ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ πίστη, οὔτε ἀπὸ τὴν κομματικὴ ἰδεολογία. Τὰ μεγάλα μεταφυσικὰ προβλήματα τὸν τυραννοῦν. Καὶ ὅταν ἀκόμα ὑπηρετῇ τὴν πολιτικὴ σκοπιμότητα δὲν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ ἰδεῶδες. Τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ εἶναι γερὰ δομημένο μέσα του καὶ καταφάσκει. Ἀκόμα καὶ σὲ θέματα ποὺ ἔχουν ἀντίπαλο περιεχόμενο καὶ κεῖ παντρεύει τὴν ἐνδόμυχη ἐπιθυμία του μὲ τὴν πολιτικὴ ἰδεολογία. Φαίνεται αὐτὸ καὶ στὸ ποίημά του «Ὁ Μαῦρος Ἅγιος». Ἐδῶ ἀναφέρεται στὸ μνημόσυνο τοῦ Κογκολέζου Λουμπούμπα ποὺ τὸν τοποθετεῖ δίπλα στὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ λέει:
- «Τὸ αἷμα ἐχύθη ἀπ’ τὶς πληγὲς καὶ τῶν δυό μας
- κάτω ἀπ’ τὰ ἴδια καρφιά, κάτω ἀπ’ τὴν ἴδια λόγχη, κάτω ἀπ’ τὰ ἴδια ἀγκάθια.
- Ἔχει τὸ ἴδιο χρῶμα μαῦρο, ὄχι ἄσπρο-κόκκινο χρῶμα, Κύριε σὰ λάβαρο τῆς δικαιοσύνης.
Ὁ μεταφυσικός του προβληματισμὸς δὲν νεκρώνεται μέσα του. Τὰ κομματικὰ συνθήματα δὲν θεραπεύουν τὴν ἐγγενῆ δυστυχία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ δρόμος ποὺ εἶχε χαράξει ἀκολουθῶντας τὴν μαρξιστικὴ γραμμὴ δὲν τὸν ἠρεμεῖ. Μοιάζει μὲ τὴν κορφὴ ψηλοῦ δέντρου ποὺ καὶ τὸ πιὸ ἀνεπαίσθητο ἀεράκι τὴν ταράζει. Τὸ καταλαβαίνει πὼς ἡ ἀχλῦς τῆς ἀπιστίας πάει νὰ σκεπάση τὰ βαθιὰ κοιτάσματα τῆς ψυχῆς του. Κι αὐτὸς ὁ τραγικὸς μελισμός του τὸν σκοτώνει. Καὶ πάνω στὴ νοσταλγία τοῦ χαμένου παρελθόντος του, ἐξασθενίζει ὁ κομματικὸς μηχανισμός του. Θέλει νὰ ξαναγυρίση στὴν παλιά του στράτα, ἐκείνη τῶν παιδικῶν του χρόνων. Συναισθάνεται τὴν ἀπόσταση ποὺ τὸν χωρίζει ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ γράφει στὶς «Πυραμίδες» :
- «Θεέ μου, ποὺ πῆγαν οἱ ἄνθρωποι; Ποὺ πῆγε ἡ εὐωδιά
- τοῦ νεανικοῦ μου δέρματος καὶ ἡ θέρμη τῶν ἥλιων;» («Μόνωση», Ἄ, 63)
Καὶ ἀλλοῦ, ὅταν συνθλιμμένος ἀπ’ τὸ βάρος τῶν συμφορῶν του ποὺ δὲν ἔχουν τέλος, λὲς καὶ κάποια θεϊκὴ κατάρα του ταλανίζει τὴν οἰκογένεια ποὺ πάει νὰ ξεκληριστῇ, στὸν Ἰησοῦ προστρέχει γιὰ νὰ πραϋνθῇ ἡ ψυχή του καὶ νὰ βρῇ ἀνασασμὸ στὸ κοίταγμά του στὰ μάτια Ἐκείνου:
- «Κύριε, ποιό τάχα ἁμάρτημα παλιό, προγονικό,
- πάνω στὴ ζωή μου βάρυνε κι ὀργίστηκε ἡ βουλή σου;
- Τὰ χέρια σταυρωτὰ κρατῶ, τὴ νιότη μου νικῶ
- καὶ γλείφω, δές, τοὺς κρίκους τῆς ἁλύσου.
- Εὐδόκησε ἡ ἀνήσυχη ψυχή μου νὰ πραϋνθῇ
- καὶ νὰ μὲ ἰδοῦν πονετικὰ τὰ γαλανά σου μάτια...» («Ταπείνωση», Ἄ, 66)
Κάποτε ὅμως, «ὅταν ἡ ζωή του», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος, «στράγγιξε καὶ χάρη καὶ χαρά», ὅταν ὁ κρυφὸς καρκίνος ροκανίζει τὴ σάρκα τῆς ἀδελφῆς του, τῆς Λούλας, ὅταν βλέπη νὰ βυθίζεται τὸ σπίτι του χωρὶς καμιὰ θεϊκὴ παρουσία, δὲν ἀντέχει. Σ’ ἐκεῖνες τὶς τραγικὲς διλημματικὲς στιγμὲς πονᾶ ἀφάνταστα. Μόνο τὰ ἀνδρείκελα δὲν ἔχουν δικαίωμα στὰ τραγικὰ δάκρυα, εἶπε κάποιος. Τότε ξανὰ δυσπιστεῖ γιὰ τὰ πάντα. Καὶ τὴν δυσπιστία του ἐκείνη τὴν περνᾶ στὸ στόμα τῆς χαροκαμένης μάνας ποὺ μοιρολογεῖ τὸ σκοτωμένο παιδί της στὸ ποίημά του «Ἐπιτάφιος»:
- «Κι ἄχ, Θεέ μου, ἂν ἤσουν Θεὸς κι ἄν
- εἴμασταν παιδιά σου θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ
- τὰ δόλια πλάσματά σου.
- Κι ἂν ἤσουν δίκαιος, δίκαια θὰ μοίρασες τὴν πλάση
- κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει....»
Τούτη ἡ ὀλιγοπιστία καὶ ἀγανάκτηση σὲ μιὰ συγκλονισμένη ἀπὸ ψυχικὸ ἀναβρασμὸ εἶναι μιὰ στιγμὴ ἀδυναμίας παροδική, γιατί σὲ ὅλο του τὸ ποίημα ἔχει ταυτιστῇ μὲ τὰ γεγονότα τῆς Μ. Παρασκευῆς. Οὔτε κι ἐδῶ ὁ Ρίτσος ἀπομακρύνεται ἀπ’ τὰ θεϊκὰ παθήματα.
Χρόνια σκληρά, ἀθεϊκά, εἶχαν ἀποξενώσει τὸν ποιητὴ ἀπὸ τὰ μεγάλα μεταφυσικὰ θέματα. Μὲ τὴν ἀκαταμάχητη ὅμως δύναμη τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου κλωτσάει τὰ ταπεινὰ καὶ ἐφήμερα καὶ παραδίνεται στὸ ἐσωτερικό του δαιμόνιο. Ξανάρχονται στὴ μνήμη του τὰ παιδικά του χρόνια καὶ τότε «βγάνει τὸ σκοῦφο του, κάνει τὸ σταυρό του καὶ μπαίνει στὴν ἐκκλησιά». Σαράντα χρόνια περιπλάνησης χρειάστηκαν γιὰ νὰ θυμηθῇ «τὴν παλιά του στράτα», θὰ πῇ ὁ Πρεβελάκης. («Ὁ ποιητὴς Γ. Ρίτσος»)
Στὸ ποίημά του «Μιὰ πυγολαμπίδα φωτίζει τὴ νύχτα», ὁ ἄξονας ποὺ γύρω του περιστρέφονται οἱ ἀναμνήσεις του εἶναι ὁ Χριστός. Ὁ Χριστὸς δὲν ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴ βουκολικὴ ποίησή του. Αὐτὸς καθοδηγεῖ τὸν ἀγρότη καὶ τὸν τσοπάνη.
Νὰ μερικοὶ στίχοι του:
- «Τότε μᾶς ἀγαποῦσε ὁ Χριστός, ὁ καλὸς Χριστὸς τοῦ σπιτιοῦ,
- τῆς μικρῆς ἀσβεστωμένης ἐκκλησιᾶς καὶ τοῦ δάσους.
- Αὐτὸν τὸ Χριστὸ δὲν τὸν ξέρουν οἱ μεγάλοι.
- Ὁ δικός μας Χριστὸς δὲν εἶχε πρόσωπο χλωμό, μήτε μεγάλα
- δάκρυα λαμπερὰ κρεμασμένα στὰ ξανθὰ ματόκλαδά του.
- Δὲ μύριζε σκια καὶ καρτερία. Δὲν ἔλεγε :Μή!
- Τὸ δέρμα του ἦταν ρόδινο σὰ μικροῦ κοριτσιοῦ καὶ μύριζε ὅλος πορτοκάλι.
- Ἐρχόταν τὸ βράδυ ἀπ’ τὴ γυαλιστερὴ θάλασσα τῶν σταχυών
- γιὰ νὰ μοιράσει στὰ ἥσυχα παιδιὰ παπαροῦνες καὶ παιχνίδια»
Καὶ ἀλλοῦ:
- «Χριστέ μου γιατί φόρεσες αὐτὸ τὸ πένθιμο μακρὺ φουστάνι
- κι αὐτὰ τ’ ἀγκάθια στὸ κεφάλι σου; Χαθήκαν τὰ λουλούδια;
- Ἡ τάχατες ἂν φοροῦσες παπαροῦνες πάνω στ’ ἀχτένιστα
- μαλλιὰ δὲ θὰ σ’ ἀνοίγανε τὴν πόρτα τ’ οὐρανοῦ;
- Μὴ χαμογελᾶς πούχω κι ἐγὼ δεμένο τὸ κεφάλι...»
Σὲ πολλὰ ποιήματά του ὑπερτονίζεται τὸ ἐθνικὸ ἰδεῶδες. Ἀνταμωμένα ὅμως τὰ σύμβολα τῆς πατρίδος καὶ τῆς πίστης.
- «Μὲς στὸ βαθὺ ξωκκλήσι τῆς Ἑλλάδας ψαλμουδιές, βουή, θυμιάματα
- καὶ τὰ ψαλτήρια δέντρα στῆς νυχτιὰς τὴν Ἅγια Λαύρα
- καὶ τ’ ἀναλόγια καρυοφίλια τὸ λιβάνι βόλια.
- Δόξα ἐν Ὑψίστοις, νὰ κι ὁ Παπαφλέσσας μ’ ἀνασκουμπωμένα ράσα» (Ἐπίκαιρα», 154).
- «Τὴν ὥρα ποὺ οἱ Ἄγγελοι μπαρουτοκαπνισμένοι ροβολάγανε μὲ φωτοσκάλες ἀπ’ τα καταρράχια
- κι ἡ ἀστροφεγγιὰ τίναζε ὑγρὴ τὴν κίτρινη ποδιά της...
- Καὶ νὰ τὰ περιστέρια τῆς Γραφῆς μ’ ἕνα χρυσὸ ρολὸ στὸ στόμα
- χρυσῆ γραφὴ καὶ λέει: Ἀντάρτες βγῆκαν στὸ βουνό, βγῆκαν οἱ ἀρματολοὶ κι’οι κλέφτες....»
- («Ἐπίκαιρα» 148-149)
Στὸ ποίημα «Ἡ Κυρὰ τῶν Ἀμπελιῶν», ποὺ ἐννοεῖ τὴν Παναγία (κατ’ ἄλλους τὴν Πατρίδα), ἐμπνέεται ἀπὸ τοὺς Θεομητορικοὺς ὕμνους. Ἡ ἔμπνευσή του βρῆκε ἔναυσμα στοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας. Τὸ σπίτι του καθιερώνεται σὰν ἐκκλησιά.
- «Ἐδῶ ἡ Μαρία κι ὁ Ἰωσὴφ κι ὁ γιός τους κι ἄλλος Πατέρας
- πιὸ πέρα ὁ Μεγαλέξανδρος, ἡ θεια Παρασκευούλα κι ὁ Κολοκοτρώνης
- κι ἐσὺ ἀχνοφέγγοντας, Κυρὰ τῶν Ἀμπελιῶν πίσω ἀπ’τά λιόδεντρα
- πίσω ἀπ’ τὰ κυπαρίσσια
- σταυρός, σπαθὶ καὶ δόξα, ἀγνάντια ὅλων τῶν ἐχθρῶν
- καὶ μέσα κι ὄξω τα λεφούσια...»(Β` 79-80)
-
Κι ἀλλοῦ:
- «Κι ἀπάνου κεῖ στὸ ξέγναντο ξωκκλήσι, μὲ τὰ χέρια δεμένα
- καὶ γύρω το ραβδί του
- ν’ ἀκούει τὴ λειτουργία τῶν κορδαλὼν καὶ τῶν προβάτων ὁ
- Παπαδιαμάντης
- τὸν ὄρθρο μουρμουρίζοντας καὶ «τόνειρο στὸ κῦμα» (Β` 84-89)
Στὸ «Τραγούδι τῆς ἀδελφῆς μοῦ» βλέπει τὴ συγγραφική του ἀποστολὴ νὰ ἐκμηδενίζεται ἀπὸ τὴν ὀδύνη καὶ τὶς δυσκολίες του καὶ θέλει νὰ πορευθῇ πρὸς τὸ φῶς. Ἐκεῖ ταυτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὸ Χριστό, τὸ ἀρχέτυπο τοῦ μαρτυρίου, ποὺ ζῆ στὸ ὑποσυνείδητό του. Καὶ λέει:
- «Ω, ἡ ἀκολουθία ποὺ καρτεροῦσε
- τὴν εἴσοδό μου στὰ Ἱεροσόλυμα.
- Σὰν ἀμίλητος Χριστός
- μάντευα τοὺς δρόμους
- μὲ βάγια στρωμένους...
- Γύρισε, ἀδελφή μου
- στὴ μικρὴ Βηθλεέμ
- ποὺ μᾶς γέννησε ὡραίους καὶ ταπεινούς
- κι ἐγώ, θὰ δεῖς, θὰ μαδήσω
- τὰ ὄνειρα τῶν Ἱεροσολύμων
- ποὺ μ’ ἔπαιρναν μακριά σου....»
Στὸ ποίημα «Μεγάλη Πέμπτη» ἡ κατανυκτικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς βραδιᾶς ἐμπνέει τὸν ποιητὴ καὶ τὸν στρέφει πρὸς τὸ μυσταγωγὸ τῆς νιότης του:
- «Ἀπόψε ἀκοῦμε πάλι
- γύρω ἀπ’ τὴ στέρνα τοῦ σπιτιοῦ
- τὸ θρόϊσμα τῆς χλόης ἀπ’τό βῆμα σου.
- Κρύβουμε τὰ μάτια μας μὲς τὰ χέρια
- μὴ δοῦμε στὰ νερὰ τὴ λάμψη τῆς μορφῆς σου
- κι ἀκολουθήσουμε τὸ βῆμα σου.
- Ἔχουμε ἀκόμα δάκρυα πολλά
- στὸ μυστικὸ δοχεῖο ποὺ μᾶς ἐδώρισες
- ἔχουμε ἀκόμα δάκρυα πολλά
- γιὰ νὰ ποτίσουμε τὸ χῶμα τῶν ἀγρῶν σου....»
- Στὸ ποίημα «Χῶμα καὶ Φῶς» :
- «Ὅταν νυχτώνει ὁ μεγάλος ἴσκιος δροσίζει τὰ λιθάρια
- ἀκοῦμε τὸ Θεὸ νὰ περπατάει ξυπόλυτος, κάτου ἀπ’ τα
- δέντρα κ’ οἱ πατοῦσες του γεμίζουν ρετσίνι....»
Τὸ ὅτι ἡ ποιητικὴ εὐαισθησία τοῦ Ρίτσου ἀναπτύχθηκε κάτω ἀπὸ τὴ σκέπη τοῦ Χριστοῦ μας τὸ λέει ὁ ἴδιος στὸ ποίημά του «Στὸ Χριστό»:
- «Χριστέ, ποὺ μοῦ ἄνθισε ἡ καρδιὰ κάτω ἀπ’ τὸν ἴσκιο τὸ φαιό
- τοῦ Λόγου σου- ἄνθος σιωπηλό, τῆς εὐλογίας σου πλάσμα-
- καὶ μὲς στὴ φούχτα σου χολὴ κι ὄξος ρουφοῦσα τὸ Θεό,
- μ’επιείκεια δέξου το, παλιὸ τάμα, τὸ νέο μου ἆσμα.
- Ἀξίωσε τὸ δοῦλο σου νὰ σ’ ἀντικρύσει στὴ ματιά,
- μὲ τοῦ οἴχτου ὠχρὰ τὰ δάχτυλα ν’ ἀγγίξει τὴν πληγή σου,
- λευτερωμένο ἀπ’ τὴ βαθιὰ τοῦ μυστηρίου σου γητεία
- νὰ γδύσει σὲ ἀπ’ τὸ ἔνδυμα τῆς φωτεινῆς σιγῆς σου.....»
Στὰ ποιήματά του «Σχῆμα ἀπουσίας» καὶ στὴ μεγάλη σύνθεσή του «Τὸ χρονικό των Σφουγγαράδων» ταυτίζεται μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδοξίας στὰ θέματα τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀνάστασης τῶν νεκρῶν. Ἑρμηνεύει τὸ θάνατο ὡς ἕνα πέρασμα πρὸς τὴν ἄλλη ζωή. Καὶ ἡ προσδοκία τῆς ἀνάστασης χύνει βάλσαμο στὶς χαίνουσες πληγές. Γράφει:
- «Ἀκολουθοῦν σιωπηλοὶ οἱ μικροὶ σταυροί
- τοῦ παιδικοῦ νεκροταφείου
- περιμένοντας παράλληλα μαζί μας τὴν ἀνάσταση..»
Πέρα ἀπ’ τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβεια καὶ στὸ θέμα τῆς ἀγάπης ταυτίζεται μὲ τὴν ἄποψη τοῦ Εὐαγγελίου. Τὴν διακρίνει ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ ἔρωτα, ποὺ ἔχει κοσμικὲς προεκτάσεις, καὶ τὴ θεωρεῖ μορφὴ ἁγιότητας. Αὐτὴ δένει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό, ἑνώνει τα κάτω μὲ τὰ ἄνω. Ἔτσι βλέπει στὴν «Ἐαρινὴ Συμφωνία» ὅπου γράφει:
- «Ἡ ἀγάπη πιὸ μεγάλη ἀπ’ τὴ σιωπή
- γεφυρώνει τὸ Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο
- καὶ γεμίζει τὸ ἀπέραντο χάσμα
- μὲ φτερὰ καὶ λουλούδια....»
- Καὶ ἀλλοῦ:
- «Ἄχ, νὰ βουίξει Ἀνάσταση καταμεσῆς τοῦ δρόμου κι οὖλοι
- οἱ ἄνθρωποι
- ν’ ἀγκαλιάζονται, νὰ φιλιοῦνται κι οἱ καρδιὲς ἀπ’ τη
- χαρά τους κοκκινοβαμμένοι
- σὰν τὰ λαμπριάτικα τ’ αὐγά...» («Μαντατοφόρες»)
Χωρὶς Θεὸ ὁ ἄνθρωπος παραπαίει. Δὲν ξέρει ποιό εἶναι τὸ δίκαιο καὶ ποιό τὸ ἄδικο. Καὶ ὁ ποιητὴς καταφέρεται γι’ αὐτὸ κατὰ τῆς ἀθεΐας καὶ τῆς ἄρνησης:
- «Ὅταν ζοῦσαν οἱ θεοί, μᾶς λέγαν τί νὰ κάνουμε.
- Εἴχαμε κάπου κι ἐμεῖς ν’ ἀποταθοῦμε καὶ νὰ ρωτήσουμε
- γιὰ τ’ ἀρνιά, τὰ παιδιά μας, τὴ ροδιά, τὴ μονόφθαλμη ἀγελάδα.
- Τώρα
- ὅλα τ’ ἀναποδογυρίσανε-βωμούς, ἐκκλησιές, κοιμητήρια.
- Μονάχα τὸ νερό της ἀρνησιὰς σταλάζει ἀργὰ τὴ νύχτα
- μὲς στὸν ἄδειο σταῦλο...» («Τὸ τέλος της Δωδώνης», σελ. 70)
Στὸ ποίημα «Ἐμβατήριο τῶν Ὠκεανῶν» γράφει:
- «...Δὲν ξέρουμε νὰ περπατᾶμε
- πάνω στοὺς δρόμους ποὺ κάθε μέρα βάφονται
- μὲ τὸ αἷμα τοῦ ξανθοῦ Ἰησοῦ...»
- Κύριε, Κύριε
- φέρε μου πάλι
- τὸ οὐρανὶ φόρεμα τῆς προσευχῆς...»
Ὁ πόνος δίνει νόημα στὴ ζωὴ καὶ ἀνεβάζει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἀνώτερα στρώματα.
- «Κι ἔλεγα μέσα μου δὲ φτάνει τὸ τραπέζι, μήτε κάμποσος
- παρᾶς στὴν τσέπη,
- μήτε καὶ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ φιλί-δὲ φτάνει.
- Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πιὸ τρανὸς ἀπ’ τὴν καθημερινὴ τὴν ἔγνοια...»(«Αποχαιρετισμός»)
- Καὶ σᾶς βεβαιῶ τώρα μὲ τὸ αἷμα μου:
- Ποτὲ δὲν ἦταν τόσο εὐτυχισμένος ὁ Χριστός
- ὅσο τὴν ὥρα ποὺ τὸ τελευταῖο καρφὶ τὸν ἄφηνε ἀκίνητο
- χωρὶς νὰ τὸν σκοτώσει
- γιὰ νὰ κοιτάξει κατάματα τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ θυσία του....» («Ἀποχαιρετισμός»
Ὁ Χριστιανισμὸς εἶναι ἡ δεξαμενὴ ἀπ’ ὅπου ὁ Γιάννης Ρίτσος ἀντλεῖ τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ τὰ σύμβολά του. Κι ὅλα προέρχονται ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, τὰ χριστιανικὰ ἔθιμα, τὴν χριστιανικὴ εἰκονογραφία, ὅπως «Ὁ Γάμος της Κανά», «Ἅγια Τράπεζα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου», «Ὁ Ἀη Γιώργης», «Τὰ κλειδιά της Παράδεισος», «Ὁ Ἐσταυρωμένος», «Τὰ Πάθη καὶ ἡ Ἀνάσταση». Καὶ στοὺς περισσότερους στίχους του εἶναι φανερὴ ἡ ἐνδόμυχη ἐπιθυμία του νὰ μὴν ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸ χριστιανικὸ περιβάλλον. Τὸ ὀρθόδοξο ὑποσυνείδητό του ἐκτινάσσει παντοῦ τὴ λάβα του. Κάποιες θνησιμαῖες ἐντυπώσεις ποὺ κάποτε ἐπικαλύπτουν τὴ μορφὴ τοῦ Ἰησοῦ, μὲ νέους στίχους του διαλύονται. Παντοῦ βλέπει τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Θεὸς γίνηκε πάλι ἕνα τζιτζίκι καὶ τραγουδάει στὴν καρδιά μας», θὰ πῇ ὁ ἴδιος. Ὅμως τὴν τελικὴ ἀπάντηση στὰ ἔσχατα ἐρωτήματα τοῦ ποιητῆ θὰ τὴν ἔδινε ὁ Ἰησοῦς κατὰ τὸ Μυστικὸ Δεῖπνο. Μὲ τὴ φαντασία του ὁ ποιητὴς πηγαίνει κοντά του καὶ τὸν ψάχνει. Λέει ὁ ἴδιος στὸ ὁμώνυμο ποίημά του:
- «...Ἀγγίζουμε τὰ χνάρια του μὲ ματωμένα δάχτυλα. Ποὺ πῆγε;
- Ποὺ’ ναὶ τὰ χείλη του; τὰ στήθια του; τὰ πόδια του;
- Μέσα στὸν ἴσκιο του ἔχει μείνει. Δὲν τὸν βρίσκουμε, ἔλεγε (ὁ Ἰωάννης).
- Δὲν ξέρω, δὲν μπορῶ-χρυσῆ νεφέλη μου τὸν σκεπάζει.
- Πὼς νὰ πιαστῶ ἀπ’ τὸ χέρι τοῦ ἴσκιου του; Πὼς νὰ πιαστῶ ἀπὸ μιάν
- ἀκτῖνα
- νὰ μείνω κρεμασμένος στὸ γαλάζιο σὰν καρπὸς στὸ δέντρο;
- Ποὺ εἶναι; («Μυστικὸς Δεῖπνος»)
Εἶναι δύσκολη βέβαια ἡ συνάντησή μας μὲ τὸν Ἰησοῦ, γιατί πολλὲς φορὲς ποὺ χτυπᾶμε τὶς πόρτες τ’ οὐρανοῦ μας ἀποκρίνεται ἡ σιωπή. Εἶχε διαβῇ ὁ Κύριος καὶ μεὶς δὲν προφτάσαμε –τυρβάζαμε περὶ ἄλλων- ν’ ἀγγίξουμε τὰ ἱμάτιά του. Καὶ κατακαθίζει μέσα μας τότε ἡ πίκρα καὶ τὸ παράπονο γιατί ὁ οὐρανὸς σωπαίνει στὴν ἐπίμονη ἀναζήτησή του. Καὶ ὁ Ρίτσος ἀπελπίζεται καὶ πάει νὰ τὸν ἀρνηθῇ μὰ δὲν τὸν ἀρνιέται. Καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ τὸν ἀναζητῇ. Ἄραγε τὸν συνάντησε; Ποιός ξέρει; Εἶναι χωριστὸ τῆς κάθε ψυχῆς τὸ μονοπάτι καὶ στενὸ σὰν κόψη μαχαιριοῦ. Ἕνα μόνο εἶναι σίγουρο, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ποίησή του: Ὅτι ὁ Γιάννης Ρίτσος δὲν εἶναι θεομάχος, οὔτε ἀντίθεος, οὔτε ἄθεος.
- Προβολές: 3854