Skip to main content

Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ μηνὸς: Νεομάρτυρας Ἰωάννης ὁ ἐξ Ἰωαννίνων 18 Ἀπριλίου

Πρωτοπρεσβύτερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ὁ Νεομάρτυρας Ἰωάννης γεννήθηκε στὰ Ἰωάννινα ἀπὸ γονεῖς εὐσεβεῖς, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀνέθρεψαν «ἐν παδείᾳ καὶ νουθεσία Κυρίου». Ἐξασκοῦσε τὸ ἐπάγγελμα τοῦ ράπτη καὶ τὰ ἔσοδα ἀπὸ τὴν ἐργασία του τὰ μοίραζε σὲ τρία ἴσα μέρη. Τὸ ἕνα μέρος τὸ ἔδινε στοὺς γονεῖς του, τὸ δεύτερο τὸ ἔδινε ἐλεημοσύνη καὶ τὸ τρίτο τὸ κρατοῦσε γιὰ τὰ δικά του ἔξοδα. Μετὰ τὴν κοίμηση τῶν γονέων του μετακόμισε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ὁ Ἰερεμίας ὁ Α (1525-1545), ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἦταν ἐνάρετος νέος, προικισμένος μὲ πολλὰ σωματικὰ καὶ ψυχικὰ χαρίσματα καὶ αὐτὸ προκάλεσε τὸν φθόνο κάποιων Τούρκων, οἱ ὁποῖοι τὸν πίεζαν νὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστη του καὶ νὰ γίνη μουσουλμᾶνος. Ὁ Ἰωάννης ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Πνευματικοῦ τοῦ Πατέρα γιὰ νὰ προχωρήση στὸ μαρτύριο, ἐπειδὴ καταλάβαινε ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα νὰ δώση τὴν ὁμολογία του γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τὴν σφραγίση μὲ τὸ αἷμα του, ἀλλὰ ἐκεῖνος τὸν συμβούλευσε νὰ περιμένη. Τελικά, πείσθηκε ὅτι αὐτὸ ἦταν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν Ἰωάννη καὶ τοῦ ἔδωσε τὴν εὐλογία του. Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ Τοῦρκοι, ποὺ δὲν ἔπαυσαν οὔτε στιγμὴ νὰ τὸν ἐνοχλοῦν καὶ νὰ τὸν πιέζουν νὰ ἀλλαξοπιστήση, τὸν συκοφάντησαν ὅτι τάχα κάποτε στὰ Τρίκαλα ἀρνήθηκε τὸν Χριστό. Ὁ Ἰωάννης τους εἶπε ὅτι αὐτὸ δὲν ἔγινε ποτέ, ἀλλὰ οὔτε καὶ πρόκειται νὰ γίνη στὸ μέλλον. Τότε ἐκεῖνοι ἐξαγριωμένοι τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔσυραν στὸν δικαστή, μπροστὰ στὸν ὁποῖο ὁμολόγησε καὶ πάλι τὴν πίστη του στὸν Χριστὸ καὶ γι’ αὐτὸ βασανίστηκε ἄγρια καὶ ρίχθηκε στὴν φυλακή. Μέσα στὴν φυλακή, γεμᾶτος ἐσωτερικὴ γαλήνη, προσευχόταν καὶ ὑμνοῦσε τὸν Θεὸ καὶ ἐπειδὴ συνέχισε νὰ παραμένη σταθερὸς καὶ ἀκλόνητος στὴν πίστη του τὸν καταδίκασαν σὲ θάνατο.

Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατόρθωσε νὰ ἀναβάλη τὴν ἐκτέλεσή του, ἀλλὰ ἀργότερα τὸν κάλεσαν καὶ πάλι νὰ ἀρνηθῇ τὴν πίστη του καὶ τότε ἐκεῖνος πυρπολημένος ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἔψαλλε μπροστά τους τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Τότε ἄναψαν φωτιὰ γιὰ νὰ τὸν κάψουν ζωντανό, ἀλλὰ δὲν πρόλαβαν νὰ τὸν σπρώξουν μέσα, ἐπειδὴ ἀναπήδησε μόνος του μέσα στὴν φωτιά. Τὴν ὥρα ποὺ καιγόταν, τὸν ἀπεκεφάλισεν ὁ δήμιος καὶ ἔτσι παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του στὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ, τὸν Ὁποῖο τόσο πολὺ ἀγάπησε. Ὅ,τι διασώθηκε ἀπὸ τὸ ἱερὸ λείψανό του, περισυνελέγη ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ διαφυλάχθηκε στὸν Πατριαρχικὸ Ναό.

Ὁ Νεομάρτυς Ἰωάννης δὲν ἄργησε νὰ γίνη πασίγνωστος λόγῳ τῶν πολλῶν θαυμάτων, τὰ ὁποῖα τέλεσε ὁ Θεὸς διὰ τῶν προσευχῶν του. Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:

Πρῶτον. Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ἀπευθυνόμενος στὸν ἅγιο Ἰωάννη του λέγει, μεταξὺ τῶν ἄλλων, καὶ τὰ ἑξῆς: «τῶν γὰρ μαρτύρων ζηλώσας τὴν ἄθλησιν, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας». Δηλαδή, ἐτέλεσες τὸν μαρτυρικό σου ἀγῶνα μέσα στὴν φωτιά, κυριευμένος ἀπὸ τὸν ἴδιο ζῆλο ποὺ εἶχαν οἱ μάρτυρες τῶν πρώτων Χριστιανικῶν χρόνων. Πράγματι, οἱ Νεομάρτυρες δὲν ὑστέρησαν σὲ ζῆλο καὶ ἀνδρεῖα ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς Μάρτυρες, ἀλλά, ὅπως καὶ ἐκεῖνοι, προχώρησαν στὸ μαρτύριο μὲ τὸ ἴδιο θάρρος καὶ τὴν ἴδια ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό, ἀφοῦ εἶχαν τὸν ἴδιο τρόπο ζωῆς. Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, μάλιστα, λέγει ὅτι οἱ Νεομάρτυρες ὄχι μόνον δὲν ὑστέρησαν τῶν παλαιῶν Μαρτύρων, ἀλλὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἀνώτεροι ἀπὸ αὐτούς, ἐπειδὴ «ἐκεῖνοι ἠγωνίσθησαν κατὰ τῆς πολυθεΐας καὶ εἰδωλολατρείας, ἡ ὁποία εἶναι μία προφανὴς ἀσέβεια, ποὺ δύσκολα μπορεῖ νὰ ἀπατήση ἕναν λογικὸ νοῦν, ἐνῷ αὐτοὶ ἠγωνίσθησαν κατὰ τῆς τῶν ἀλλοπίστων μονοπροσώπου μονοθεΐας, ἡ ὁποία εἶναι μία κεκρυμμένη ἀσέβεια ὁποὺ εὐκόλως δύναται νὰ ἀπατήση τὸν νοῦν. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ Μάρτυρες αὐτοὶ εἶναι νέοι κατὰ τοὺς χρόνους, ἀλλὰ κατὰ τὰ μαρτύρια εἶναι παλαιοὶ• εἶναι ἔσχατοι κατὰ τὴν διαδοχὴν τοῦ γένους, ἀλλὰ κατὰ τοὺς στεφάνους εἶναι πρῶτοι». Καὶ στὴν συνέχεια, ὁ ἅγιος Νικόδημος τονίζει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ συνέχεια τῆς Πρώτης Ἐκκλησίας, ἔχει τὴν ἴδια πίστη καὶ τὰ ἴδια δόγματα μὲ αὐτὴν καὶ σὲ τίποτα δὲν διαφέρει ἀπὸ αὐτήν. Γι’ αὐτὸ καὶ ἔχει ἅγια Λείψανα, ἀφοῦ ἀναδεικνύει συνεχῶς ἀνὰ τοὺς αἰῶνας ὁσίους καὶ μάρτυρας. Καὶ καταλήγει λέγοντας ὅτι «οὗτοι (οἱ Νεομάρτυρες) εἶναι τέκνα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τὰ δόγματα ταύτης κατέχοντες... καθὼς αὐτοὶ εἶναι Ἅγιοι καὶ εὐάρεστοι τῷ Θεῷ ἔτσι καὶ ἡ πνευματικῶς γεννήσασα αὐτοὺς Ἀνατολικὴ Ἐκκλησία, ἑπομένως, εἶναι Ἁγία καὶ εὐάρεστος τῷ Θεῷ καὶ ταμιοῦχος τῆς θείας Χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος».

Δεύτερον. Ὅταν ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου καίγεται ἡ μᾶλλον πυρπολεῖται ἀπὸ τὸ πῦρ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ ὁποῖο ὅμως δὲν κατακαίει, ἀλλὰ δροσίζει, τότε ὁ ἄνθρωπος δὲν ὑπολογίζει κόπους καὶ θυσίες, ἀλλὰ οὔτε καὶ αὐτὴ τὴν ζωή του, τὴν ὁποία προσφέρει ὡς ὁλοκάρπωμα καὶ θυσία στὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεό, ἀλλὰ καὶ πρὸς χάρη τῶν συνανθρώπων του, τῶν ἔμψυχων εἰκόνων τοῦ Χριστοῦ. Ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ ἀγάπη τόσο μεγαλύτερος εἶναι καὶ ὁ πόνος, ἀλλὰ αὐτὸς ὁ πόνος μαλακώνει καὶ γλυκαίνει ὅταν συνοδεύεται ἀπὸ τὴν εὐχαριστία καὶ τὴν δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀληθινὴ ἀγάπη μπορεῖ νὰ κατορθώση τὸ ἀκατόρθωτο, εἶναι σὲ θέση νὰ μετακινήση ἀκόμη καὶ βουνά. Στὴν ἀντίθετη περίπτωση ἐπιστρατεύονται ἕνα σωρὸ δικαιολογίες, οἱ ὁποῖες, στὴν πραγματικότητα, ἀποκαλύπτουν τὴν πνευματικὴ ἔνδεια καὶ γυμνότητα.

Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος φλέγεται ἀπὸ τὸ πῦρ τῆς θείας ἀγάπης, καταφρονεῖ τὸ πῦρ τῶν ἐφήμερων ἡδονῶν, τῶν αἰσθησιακῶν ἀπολαύσεων καὶ τῶν πολυποίκιλων πειρασμῶν καὶ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ὑπερβαίνη ὄχι μόνον τὶς καθημερινὲς δυσκολίες τῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν τὸν θάνατο καὶ γι’ αὐτὸ βιώνει ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, τὴν «αἰώνιον θείαν ζωὴν ἐν τῷ Φωτὶ» καὶ χαίρεται ἀληθινὰ τὴν ζωή του.

ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ

  • Προβολές: 3338