Skip to main content

Μητροπολίτης Ναυπακτίας Χριστόφορος. Παύλου Καραγιάννη, οἱ συναντήσεις μας

Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὶς συναντήσεις μου μὲ τὸν Μητροπολίτη Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας κυρὸ Χριστοφόρο

Παύλου Καραγιάννη, Θεολόγου


Θέλω νὰ εὐχαριστήσω τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη μας γιὰ τὴν τιμὴ ποὺ μοῦ ἔκανε νὰ μὲ συμπεριλάβη στοὺς ὁμιλητὲς τῆς σημερινῆς ἐκδήλωσης πρὸς τιμὴν τοῦ μακαριστοῦ Χριστοφόρου. Θέλω, ἐπίσης, νὰ διαβεβαιώσω τοὺς ἀκροατὲς ὅτι ἡ ἀναφορά μου σὲ πρόσωπα τῆς οἰκογενείας μου, ποὺ εἶχαν μὲ τὸν ἄλφα ἡ βῆτα τρόπο συνδεθῇ μὲ τὸν ἀείμνηστο Χριστοφόρο, γίνεται γιὰ ἕναν καὶ μόνο λόγο, γιὰ νὰ φωτισθοῦν κάποιες πτυχὲς τοῦ μεγαλείου τῆς ψυχῆς του.

Εκδήλωση για τον Μητροπολίτη Ναυπακτίας Κυρό Χριστόφορο

Θὰ φέρω στὴ μνήμη μου μερικὰ γεγονότα ποὺ ἔζησα κοντὰ στὸν ἀείμνηστο Χριστοφόρο, τὴν ἐποχὴ ποὺ ἤμουνα φοιτητής. Ὁ πατέρας μου, Παπαχρῆστος, ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε κληρικὸς μέχρι τὴν ἡμέρα ποὺ συνταξιοδοτήθηκε ὑπηρέτησε πιστά, ἀφοσιωμένα καὶ ἀνιδιοτελῶς τρεῖς Μητροπολῖτες. Τὸν μακαριστὸ Χριστοφόρο, τὸν προκάτοχό του Γερμανὸ Γκούμα καὶ τὸν Δαμασκηνὸ Κοτζιά. Μὲ τὸν Χριστοφόρο ὁ Παπαχρῆστος διατηροῦσε στενότερο δεσμό. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ πατέρας μου εἶχε μιὰ μακρινὴ συγγένεια, ἔτρεφε ἀπέραντη ἐκτίμηση καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστοφόρο ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἦταν ἀκόμη λαϊκός. Ὁ ἴδιος τὸν προέτρεψε νὰ εἰσέλθη στὶς τάξεις τοῦ Κλήρου καὶ ἀπὸ τὴν θέση αὐτὴ νὰ προσφέρη τὶς ὑπηρεσίες του στὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πατρίδα. Τὸν τοποθέτησε Πρωτοσύγκελλο τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, θέση ποὺ τοῦ ἄνοιξε τὸ δρόμο γιὰ τὸν τρίτο βαθμὸ τῆς Ἱερωσύνης, τὸν βαθμὸ τοῦ Ἐπισκόπου. Φυσικὰ ἕναν τόσο ταλαντοῦχο Ἐπίσκοπο, ὅπως ἦταν ὁ Χριστοφόρος, ποὺ μέχρι τὴ στιγμὴ ἐκείνη εἶχε δικαιώσει πλήρως τὶς προσδοκίες του, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν τοῦ ἀναθέση τὴν διαποίμανση τοῦ ὑπερήφανου λαοῦ τῆς Μητρόπολης Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας, ποὺ ἦταν ἄλλωστε καὶ ἰδιαιτέρα του πατρίδα.

Ὁ μακαριστὸς Χριστοφόρος ἦταν, ὅπως ἀκριβῶς τὸν σκιαγράφησε ἡ δυνατὴ πέννα του π. Δοσιθέου. Ἤπιος, ἤρεμος, μὲ εὐγένεια ψυχῆς, ἄριστος λειτουργός, αὐστηρὸς τηρητὴς τοῦ τυπικοῦ τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν, δυνατὸς κήρυκας τοῦ λόγου καὶ βαθὺς γνώστης τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς. Ἀγαποῦσε ὅλους τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ὅταν ἀκόμη ἐκνευριζόταν γιὰ σοβαροὺς ὑπηρεσιακοὺς λόγους, ὁ ἐκνευρισμός του δὲν κρατοῦσε πολύ. Ἐνδεικτικὸ τοῦ μεγαλείου τῆς ψυχῆς του εἶναι τὸ περιστατικό, ποὺ συνέβη στὸ Ἱερὸ Βῆμα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, τὸ πρωΐ τῆς Κυριακῆς τοῦ Πάσχα, κάποιας χρονιᾶς. Εἶχε φορέσει τὴ στολή του καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ βγῇ στὴν Ὡραία Πύλη. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸν πλησίασε ὁ Παπαχρῆστος καὶ χαμηλόφωνα τοῦ λέει: «Σεβασμιώτατε, νὰ περιμένουμε λίγα λεπτὰ τὸν δεξιὸ ψάλτη. Θὰ τὸν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἔστειλα τὸ νεωκόρο νὰ τὸν φωνάξη». Τὸν ψάλτη τὸν ἐκτιμοῦσε πολὺ γιατί ἦταν καλλίφωνος καὶ γνώριζε καλὰ βυζαντινὴ μουσική. Ἐν τούτοις δὲν ἔκρυψε τὴ δυσφορία του. Κάποια στιγμὴ ἦλθε πρὸς τὸ μέρος μου καὶ μοῦ λέει: «Παῦλε, πρέπει νὰ εἴμαστε συνεπεῖς στὶς ὑποχρεώσεις μας καὶ νὰ σεβόμαστε τοὺς συνανθρώπους μας καὶ μάλιστα τέτοιες μέρες. Ὁ ψάλτης εἶναι ἀσυγχώρητος» Μόλις συνῆλθα ἀπὸ τὸ ξάφνιασμα: «Ἔχετε δίκηο, Σεβασμιώτατε, τοῦ ἀπάντησα. Ὅμως σήμερα κανένας δὲν εἶναι ἀσυγχώρητος. Συγχωροῦνται ὅλοι τὴ Ἀναστάσει, ἀκόμα καὶ αὐτοὶ ποὺ θὰ φτάσουν τελευταῖοι, σύμφωνα μὲ τὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου ποὺ θὰ διαβάσετε σὲ λίγο». Μειδίασε καὶ χωρὶς νὰ μοῦ ἀπαντήση, γύρισε στὴ θέση του. Στὸ τέλος τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐπηρεασμένος ἴσως ἀπὸ τὸ περιστατικό, διάβασε τὸ ὑπέροχο κείμενο τοῦ Κατηχητικοῦ Λόγου μὲ τέτοιο πάθος καὶ μελωδικὴ φωνή, ποὺ ἄφησε τὸ ἐκκλησίασμα ἐκστατικὸ καὶ ἄφωνο.

Ἀγαποῦσε πολὺ τὴν βυζαντινὴ μουσικὴ καὶ τοὺς καλλίφωνους ψάλτες. Ὁ ἴδιος ἦταν βαθὺς γνώστης τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς καὶ καλλίφωνος. Τὸν θυμᾶμαι τὴν Μεγάλη Παρασκευὴ μπροστὰ στὸν ὡραιότατα στολισμένο Ἐπιτάφιο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ἔχοντας δεξιά του τοὺς ψάλτες καὶ ἀριστερά του τὸν Δήμαρχο Σακελλάρη. Ἔψαλλαν τοὺς ὑπέροχους ὕμνους: «Σέ τον ἀναβαλλόμενον τὸ φῶς, ὦσπερ ἱμάτιον...», «Ὁ εὐσχήμων Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ξύλου καθελὼν τὸ Ἄχραντὸν Σοῦ σῶμα» καὶ «Ταῖς Μυροφόροις γυναιξί, παρὰ τὸ μνῆμα ἐπιστάς, ὁ Ἄγγελος ἐβόα...». Ἦταν τόσο μεγάλος ὁ ἐνθουσιασμός του, ποὺ νόμιζες ὅτι δὲν πατοῦσε στὴ γῆ. Καὶ τὸν ἐνθουσιασμό του τὸν μετέδιδε καὶ στοὺς Χριστιανοὺς ποὺ κατέκλυζαν τὸ Ναὸ νὰ τὸν ἀκούσουν, νὰ αἰσθανθοῦν ἐσωτερικὴ εὐχαρίστηση καὶ ψυχικὴ ἀνάταση. Κάθε φορὰ ποὺ φέρνω στὸ νοῦ μου τὴν εἰκόνα αὐτή, σκέπτομαι, πόσο ταιριάζει καὶ στὸν Χριστοφόρο ὁ τίτλος τοῦ «φτερωτοῦ Ἀγγέλου», μὲ τὸν ὁποῖο καθηγητὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν χαρακτήρισε τὸν μεγάλο Ποιμενάρχη Σεβαστιανό.

Στὰ Γραφεῖα τῆς Μητρόπολης πήγαινα τακτικά. Κάποιες φορὲς τὸν συναντοῦσα στὰ γραφεῖα τῶν κληρικῶν νὰ συζητάη μαζὶ τοὺς διάφορα θέματα γενικότερου ἐνδιαφέροντος καὶ ὄχι μόνον ὑπηρεσιακά. Βαθὺς γνώστης τῶν προβλημάτων τῆς ἐποχῆς του κρατοῦσε ἀδιάπτωτο τὸ ἐνδιαφέρον τῶν συνομιλητῶν του. Σ’ αὐτό, βέβαια, βοηθοῦσε πολὺ ἡ γλυκύτητα τοῦ προσώπου καὶ ὁ ἤπιος τόνος τῆς φωνῆς του. Πόσες φορὲς δὲν λέγαμε νὰ μὴν τελειώση ἡ συζήτηση! Κάποιες, ὅμως, φορὲς τὸν ἔβρισκα τελείως διαφορετικὸ ἀπὸ ὅ,τι τὸν ἤξερα. Μὲ πρόσωπο κατακόκκινο νὰ κάνη βόλτες στὸ διάδρομο τῶν γραφείων, νὰ κουβεντιάζη μὲ ὑψωμένη τὴ φωνὴ κουνῶντας νευρικὰ τὰ χέρια του. Καταλάβαινα ἀμέσως ὅτι εἶχε ἀνοίξει συζήτηση γιὰ τὴν Βιβλιοθήκη. Ἦταν ἕνα θέμα ποὺ τὸν πίκρανε πολύ. Τὸν κούρασε σωματικὰ καὶ ψυχικά. Κάποιοι παράγοντες τῆς πόλης καὶ μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς ἐκτέλεσης τῆς διαθήκης τοῦ δωρητῆ Παπαχαραλάμπους γιὰ τὴν ἀνέγερση τῆς Βιβλιοθήκης, ἤθελαν νὰ προσθέσουν στὰ συμβόλαια τὸν ὅρο νὰ μετατρέπεται ἡ Βιβλιοθήκη κάποιες φορὲς τὸ χρόνο σὲ αἴθουσα χοροεσπερίδων. Τὸν ὅρο αὐτὸ ὁ Δεσπότης, ὡς Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς, τὸν ἀπέρριψε ἀμέσως. Δὲν δεχόταν καμία κουβέντα καὶ ἀπὸ κανέναν. Ἀντιστάθηκε σθεναρὰ στὴν πρόταση αὐτὴ καὶ τὴν πολέμησε μὲ ὅλα τὰ μέσα ποὺ διέθετε. Δημοσίευε κάθε ἑβδομάδα πύρινα ἄρθρα στὸν «Νεολόγο» τῶν Πατρῶν, τὴν πιὸ γνωστὴ ἐφημερίδα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Προσπάθησε νὰ πείση, μὲ σοβαρὰ ἐπιχειρήματα, ὅσους εἶχαν ἀντίθετη ἄποψη, ὅτι εἶναι ἀδύνατη καὶ πέραν πάσης λογικῆς ἡ μετατροπὴ τῆς Βιβλιοθήκης σὲ αἴθουσα χοροεσπερίδων. Δέχθηκε σφοδρὲς ἐπιθέσεις καὶ ἄδικες ἐπικρίσεις, ἀλλὰ δὲν ὑποχώρησε. Ἔμεινε ἀκλόνητος στὶς ἀπόψεις του. Κατόρθωσε, μάλιστα, νὰ πείση μὲ τὶς ὁμιλίες τοῦ ἀπὸ ἄμβωνος καὶ μὲ τὰ ἄρθρα του στὶς ἐφημερίδες τῆς ἐποχῆς τὸν Ναυπακτιακὸ λαὸ γιὰ τὴν ὀρθότητα τῶν ἀπόψεών του. Ἔτσι σώθηκε ἡ Βιβλιοθήκη, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ σήμερα τὸ σημαντικότερο κόσμημα τῆς πόλεώς μας καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ καλύτερα πνευματικὰ ἱδρύματα, ὄχι μόνο τῆς Ναυπάκτου, ἀλλὰ καὶ τῆς εὐρύτερης περιοχῆς. Ἐδῶ βρίσκουν καταφύγιο οἱ νέοι μας καὶ γενικότερα ὅσοι ἀπὸ τοὺς συμπατριῶτες μας διψοῦν γιὰ πνευματικὴ τροφή.

Εἶναι, ἐπίσης, γνωστὸ ὅτι ὁ ἐμφύλιος πόλεμος ἀφησε ὅλα σχεδὸν τὰ χωριὰ τῆς ὀρεινῆς Ναυπακτίας καὶ τῆς Εὐρυτανίας χωρὶς ἱερεῖς. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἔφυγαν σὲ ἄλλα μέρη. Ὅσοι τόλμησαν νὰ μείνουν ἀψηφῶντας τὸν κίνδυνο, ἔπεσαν θύματα τοῦ μίσους ποὺ ἀναπτύσσεται σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις μεταξὺ τῶν ἐμπολέμων. Ὅταν τὰ πράγματα ἄρχισαν νὰ ὁμαλοποιοῦνται, ὁ Δεσπότης ἔθεσε ὡς μέλημά του νὰ πετύχη νὰ ἀκουστῆ ξανὰ ὁ ἦχος τῆς καμπάνας, ἂν ὄχι σὲ ὅλα τὰ χωριά, τουλάχιστο στὰ περισσότερα. Μὲ ὑπεράνθρωπες προσπάθειες καὶ πολλὰ ταξίδια στὴν πρωτεύουσα, ἔπεισε τοὺς ἁρμοδίους νὰ ἐγκρίνουν τὴν χειροτονία κληρικῶν μὲ μειωμένα προσόντα. Κι ὅταν καλοῦσε τοὺς ὑποψηφίους στὴν Ναύπακτο νὰ τοὺς χειροτονήση Διακόνους τὴν μία Κυριακὴ καὶ Πρεσβυτέρους τὴν ἄλλη, εἶχε τὴν ἀγωνία ποὺ θὰ μείνουν, γιατί γνώριζε ὅτι ἦσαν πάμφτωχοι. Ὁ Παπαχρῆστος καὶ οἱ ἄλλοι προσπαθοῦσαν νὰ τὸν καθησυχάσουν λέγοντάς του ὅτι θὰ τοὺς φιλοξενήσουν στὰ σπίτια τους, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπῆρχε στενότητα χώρου, γιατί ἦσαν πολυμελεῖς οἱ οἰκογένειες τῶν κληρικῶν.

Λόγῳ τῆς ἔλλειψης χώρου καὶ ἡσυχίας στὸ σπίτι μας, δέχθηκε μὲ προθυμία ὁ Δεσπότης τὴν παράκληση τοῦ πατέρα μου νὰ μοῦ ἐπιτρέψη νὰ πηγαίνω τὰ ἀπογεύματα στὴ Μητρόπολη καὶ στὸ γραφεῖο τοῦ ἐπάνω ὀρόφου νὰ μελετῶ γιὰ τὶς ἐξετάσεις στὸ Πανεπιστήμιο. Ὁ ἴδιος εἶχε ἐγκατασταθῇ στὸ κατάλληλα διαμορφωμένο ἰσόγειο, γιατί ὁ ἐπάνω ὄροφος εἶχε ὑποστῇ ζημιὲς ἀπὸ ἰσχυρὴ σεισμικὴ δόνηση.

Ὅταν ἐπισκεπτόταν τὰ χωριὰ καβάλα στὰ μουλάρια καὶ ἄκουγε τὶς καμπάνες νὰ ἠχοῦν χαρμόσυνα γιὰ νὰ καλωσορίσουν τὸν Δεσπότη, τὸ πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπὸ χαρά. Δύσκολα ἔκρυβε τὴν συγκίνησή του βλέποντας τοὺς χωρικοὺς νὰ προσέρχονται εὐλαβικὰ νὰ τοῦ φιλήσουν τὸ χέρι, νὰ πάρουν τὴν εὐλογία του καὶ νὰ τὸν καλωσορίσουν. Τοὺς ρωτοῦσε γιὰ τὰ δύσκολα χρόνια τοῦ ξεριζωμοῦ, γιὰ τὶς δυσκολίες ποὺ ἀντιμετώπιζαν προσπαθῶντας νὰ ξαναφτιάξουν ὅ,τι γκρέμισε ἡ λαίλαπα τοῦ πολέμου. Γιὰ τὶς ἐκκλησίες, τὰ σχολεῖα, τὰ σπίτια τους. Προσπαθοῦσε νὰ τοὺς ἐμψυχώση, νὰ τοὺς ἐνθαρρύνη νὰ συνεχίσουν τὸν ἀγῶνα τῆς ἀποκατάστασης, γιὰ νὰ ξανανθίσουν τὰ λουλούδια στὶς αὐλὲς καὶ τὸ χαμόγελο στὰ χείλη. Νὰ μὴ χάσουν τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἔρθουν καλύτερες μέρες. Τοὺς διαβεβαίωνε ὅτι ὁ Κύριος θὰ κάνη τὸ θαῦμα του καὶ θὰ τοὺς βοηθήση νὰ ξαναχτίσουν τὰ χωριά τους καὶ νὰ ζήσουν μὲ ὁμόνοια καὶ ἀγάπη ξεχνῶντας τὰ πέτρινα χρόνια. Εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ Χριστοφόρος εἶχε βαθειὰ ἐπίγνωση τῆς ἀποστολῆς του καὶ ἔντονη τὴν αἴσθηση τῆς εὐθύνης γιὰ τὸ ποίμνιό του.

Ἐπισκεπτόταν τακτικὰ τὸ σπίτι μας, ποὺ ἦταν ἀρκετὰ κοντὰ στὸ μέγαρο τῆς Μητρόπολης, γιὰ νὰ φάη, ὅπως ἔλεγε, τὴν νοστιμότατη χορτόπιτα ποὺ ἔφτιαχνε μὲ ἰδιαίτερη φροντίδα ἡ μητέρα μου. Δὲν ἔκρυβε μάλιστα τὴν ἱκανοποίησή του, γιατί εἶχε συμβάλει τὰ μέγιστα στὴν ἀγορὰ τοῦ σπιτιοῦ μας, προτρέποντας τὸν διστακτικὸ Παπαχρῆστο νὰ ἀποφασίση: «Νὰ χρεωθῇς, Παπαχρῆστο, καὶ νὰ ὑπολογίζης καὶ στὴν δική μου βοήθεια, ἂν βρεθῇς σὲ δύσκολη θέση». Χρήματα, βέβαια, δὲν εἶχε ὁ Δεσπότης, εἶχε ὅμως τέτοια ἐκτίμηση ἀπὸ τοὺς οἰκονομικὰ εὐκατάστατους τῆς πόλης μας, ὥστε ἕνα τηλεφώνημά του ἦταν ἀρκετὸ νὰ τοῦ ἐξασφαλίση τὸ ποσὸν γιὰ τὴν συγκεκριμένη ἀνάγκη. Δὲν ἔχει σημασία ὅτι δὲν χρειάστηκε νὰ γίνη αὐτὸ τὸ τηλεφώνημα. Σημασία ἔχει ὅτι τὸν Δεσπότη τὸν ἀπασχολοῦσαν, πέραν τῶν ἄλλων, καὶ τὰ προβλήματα ποὺ ἀντιμετώπιζαν οἱ στενοί του συνεργάτες. Ἔκανε ὅ,τι περνοῦσε ἀπὸ τὸ χέρι του γιὰ νὰ βοηθήση στὴν ἐπίλυσή τους.

Ἔφυγε νωρὶς ἀπὸ τὴ ζωή. Ἄφησε, ὅμως, πίσω του μνήμη ἁγίου Ποιμενάρχη. Μπορῶ νὰ πῶ, χωρὶς ὑπερβολή, ὅτι ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους Ἱεράρχες τῆς ἐποχῆς του ποὺ ἔφερε ἐπάξια τὸν τίτλο «ἅγιος». Ἦταν ἕνας σπουδαῖος γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἀνθρώπους Ἐπίσκοπος.

Ἡ Ναύπακτος στερήθηκε τῆς τιμῆς καὶ τῆς εὐλογίας νὰ φιλοξενῇ στὸ Δυτικὸ Κοιμητήριό της, ὅπου οἱ τάφοι καὶ ἄλλων Ἀρχιερέων, τὸν ἐπὶ πολλὰ χρόνια πνευματικό της Ποιμένα. Ἡ ἐπιθυμία τῶν Ναυπακτίων καὶ οἱ σοβαρὲς προσπάθειες τῶν Ἀρχῶν τῆς πόλεώς μας δὲν στάθηκαν ἱκανὲς νὰ πείσουν τοὺς συγγενεῖς του νὰ μὴν ἐπιμείνουν στὴν ἀπαίτησή τους νὰ ταφῆ στὴ γενέτειρά του, τὸ Ἀγρίνιο. Νομίζω ὅτι ἡ πόλη της Ναυπάκτου ἄξιζε νὰ ἔχη κι αὐτὴ ἕναν Χριστοφόρο προστάτη, ὅπως τὸ Ἀγρίνιο ἔχει τὸν Ἅγιο Χριστόφορο, προστάτη καὶ πολιοῦχο.

Κλείνω μὲ τὴν ὑπόσχεση ὅτι θὰ τὸν εὐγνωμονῶ ἐς ἀεὶ γιὰ τὴν καθοριστικὴ συμβολή του στὴν ἐπιτυχία μου στὸ Πανεπιστήμιο. Ὅτι θὰ τὸν κρατῶ στὴν μνήμη μου καὶ τὴν προσευχή μου, παρακαλῶντας τὸν Κύριο νὰ ἔχη στὴν ἀγκαλιά Του τὴν ὡραία, τὴν ἁγνὴ καὶ παιδικὴ ψυχή του.–

  • Προβολές: 3092