Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: Ἀνάγκη φωτιστικοῦ καὶ ὄχι διαφωτιστικοῦ λόγου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Ἕνας παλαιὸς πολιτικὸς μιλῶντας σὲ ἐπιχειρατίες μὲ ἀφορμὴ τὴν Διεθνῆ Ἔκθεση Θεσσαλονίκης ―πολλὰ χρόνια πρὶν ἀναφανῆ ἡ σύγχρονη χρηματοπιστωτικὴ κρίση― ἐπεσήμανε τὸν κίνδυνο, ποὺ ἐλλόχευε στὴν τότε κρατοῦσα νοοτροπία τῆς ἀγορᾶς, νὰ ἀποδειχθοῦμε ἄφρονες σὰν τὸν πλούσιο τῆς σχετικῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς ὄχι μόνο αὐτοὶ ποὺ σκέπτονταν ποῦ νὰ συνάξουν τοὺς καρπούς τους, ἀλλὰ καὶ ὅσοι ζοῦσαν ἕναν ἰδιότυπο πλουτισμὸ μὲ δανεικὰ ἀπὸ τὶς Τράπεζες.
Δὲν θυμᾶμαι τὸ πλαίσιο τῶν νοημάτων μέσα στὸ ὁποῖο ἔγινε αὐτὴ ἡ πολιτικὴ ἀναφορὰ στὸν «ἄφρονα πλούσιο», πάντως σὲ κοσμικὸ ἐπίπεδο μοιάζει προφητική, ἂν στὸ «ἅ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται» δοῦμε τὶς σύγχρονες πτωχεύσεις μεγάλων ἑταιρειῶν, μὲ μετοχὲς ποὺ ἡ ἀξία τους ἀπὸ τὴν μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη ἐξανεμίζεται καὶ γίνονται εὔκολη λεία τῶν διαφόρων καιροσκόπων.
Πέρα ὅμως ἀπὸ τὸ κοσμικὸ ἐπίπεδο, στὸ ὁποῖο κυριαρχεῖ ἡ οἰκονομία τοῦ χρήματος, ὑπάρχει καὶ ἡ ἄβυσσος τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, μέσα στὴν ὁποῖα ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουτισμοῦ δείχνει τὶς βαρύτατες πνευματικὲς ἐπιπτώσεις της. Ὁ πλοῦτος, σύμφωνα μὲ τὰ νοήματα τῆς παραβολῆς τοῦ «ἄφρονος πλουσίου», συνδέεται μὲ τὸν θάνατο πρῶτον, γιατί εἶναι ἀνίκανος νὰ περάση τὸ κατώφλι τοῦ βιολογικοῦ θανάτου καὶ νὰ συνοδεύση τὸν ἄνθρωπο στὸ αἰώνιο ταξίδι του, καὶ δεύτερον, γιατί προκαλεῖ συνήθως τὴν νέκρωση τῆς ψυχῆς, τὸν πνευματικὸ θάνατο, τὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὸν Θεό, ἀφοῦ συνδέεται στενὰ μὲ τὴν πλεονεξία «ἥτις ἐστὶν εἰδωλολατρία». Ἡ ἐξαίρεση τοῦ πλούσιου Ἀβραὰμ καὶ τῶν ὁμοτρόπων τοῦ —ποὺ δὲν λείπουν— δὲν ἀνατρέπει τὸν κανόνα.
Βέβαια, αὐτὲς οἱ πνευματικές ―μὴ κοσμικὲς― προσεγγίσεις τῶν διαφόρων κοινωνικῶν καὶ οἰκονομικῶν θεμάτων δὲν ἀγγίζουν τὴν πλειονότητα τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων, κυρίως τῶν «διαφωτισμένων», δηλαδή, τῶν αἰχμαλωτισμένων ἀπὸ τὴν παρωχημένη δόξα τοῦ διαφωτισμοῦ. Παραθεωροῦνται σὰν λεπτομέρειες, ἢ μᾶλλον σὰν ἰδιορρυθμίες, κάποιων ἐξαρτημένων ἀπὸ δοξασίες τοῦ παρελθόντος. Ἡ ἄποψή τους ὅμως αὐτὴ λίγο μετράει σὲ ὅσους ἀποφασίζουν μὲ εἰλικρίνεια νὰ ἀντιμετρηθοῦν μὲ τὰ προβλήματα ποὺ βιώνονται πίσω ἀπὸ τὰ σωματικά τους αἰσθητήρια καὶ βαθύτερα ἀπὸ τὰ κέντρα καὶ τὰ κύτταρα τοῦ ἐγκεφάλου. Γιατί ὑπάρχει στὸν ἄνθρωπο βάθος τὸ ὁποῖο ὁ διαφωτισμὸς ἀγνόησε καὶ τὸ ὁποῖο χρειάζεται φωτισμὸ καὶ θεραπεία.
Ἡ ἀναγκαιότητα τῆς στροφῆς στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴν θεολογικὴ ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων γίνεται ἔντονα αἰσθητῆ στὶς μέρες μας σὲ ὅσους ―μέσα στὸν χαλασμὸ― μποροῦν καὶ μένουν νηφάλιοι. Εἶναι ἀνάγκη τοῦ κόσμου ποὺ «ἀποφοίτησε» ἀπὸ τὸ σχολεῖο τοῦ διαφωτισμοῦ, στὸ ὁποῖο ἔμαθε νὰ ζὴ μιὰ ἐπίπεδη ζωή, χωρὶς βάθος καὶ ὕψος. Αὐτὴ ἡ ἐπίπεδη ζωὴ συνιστᾶ τὴν πνευματικὴ τραγωδία τοῦ ἀνθρώπου, τὴν καχεξία του, καὶ ἑρμηνεύει τὰ δεινά του.
Ὁ καθηγητὴς κ. Μάριος Μπέζγος στὴν εἰσαγωγὴ τοῦ βιβλίου τοῦ «Φιλοσοφικὴ Ἀνθρωπολογία τῆς Θρησκείας», ποὺ ἐκδόθηκε τὸ 1994, περιγράφει τὸν πνευματικὸ ὁρίζοντα τοῦ δυτικοῦ ἀνθρώπου τῶν Νέων Χρόνων, τὰ ἰδανικὰ τοῦ καὶ τὴν ἀπογοήτευσή του στὰ τελευταῖα χρόνια τοῦ 20ου αἰῶνα. Πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι ἡ ἀπογοήτευση αὐτὴ στὶς μέρες μας ἔχει φθάσει σὲ μεγάλη ἔνταση μὲ παγκόσμιες διαστάσεις. Ἡ περιγραφὴ τοῦ κ. Μπέζγου εἶναι συνοπτικὴ καὶ περιεκτικὴ καὶ οἱ παρατηρήσεις του διεισδυτικές. Γράφει: «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τόσο στενὰ συνδεδεμένος μὲ τὸ περιβάλλον του, ὥστε ἀρκεῖ νὰ ἀναφερόμαστε σὲ αὐτὸ γιὰ νὰ κάνουμε λόγο γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι λοιπὸν ἡ πρόοδος τῆς ἀνθρωπότητας ἔγινε συνώνυμο τῆς ποιότητας τοῦ περιβάλλοντός μας, τόσο τοῦ κοινωνικοῦ ὅσο καὶ τοῦ φυσικοῦ. Πιστέψαμε ὅτι χρειάζεται καὶ ἀρκεῖ νὰ εὐδοκιμοῦν ἡ φύση καὶ ἡ κοινωνία γιὰ νὰ εὐτυχεῖ ὁ ἄνθρωπος. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο καθιερώσαμε δύο ἰδανικὰ στὰ ὁποῖα ἐναποθέσαμε ὅλη τὴν ἐλπίδα μας γιὰ ἕνα καλύτερο αὔριο. Πρόκειται γιὰ τὸ δίπτυχο ἴνδαλμα τοῦ μοντέρνου ἀνθρώπου, ποὺ ἐμφανίζεται στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη τῶν Νέων Χρόνων: βιοτικὴ εὐημερία καὶ πολιτικὴ ἐλευθερία» (σελ. 19-20).
Ἔτσι, «δύο εἶναι οἱ μεγάλες δυνάμεις ποὺ δεσπόζουν στὴν καθημερινὴ ζωὴ τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου: ἡ τεχνολογία καὶ ἡ ἰδεολογία. Καθεμιὰ ὑπηρετεῖ ἕναν ἀπὸ τοὺς δίδυμους στόχους τῆς ἀνθρώπινης εὐτυχίας. Ἡ τεχνικὴ προωθεῖ τὴ βιοτικὴ εὐημερία καὶ ἡ πολιτική [μὲ τὴν ἰδεολογία τοῦ διαφωτισμοῦ] προάγει τὴν ἐλευθερία»(σελ. 22).
Ὁπότε, «ἂν ὑπάρχει κάποιος "ἐπίγειος παράδεισος" γιὰ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο ποὺ μπορεῖ νὰ "προσδιοριστεῖ" γεωγραφικά, τότε οἱ συντεταγμένες του δίνονται ἀπὸ τὴν τεχνολογία καὶ τὴν ἰδεολογία. Τὸ γεωπολιτιστικὸ "μῆκος" τῆς νοητῆς ἐδὲμ ὅλων μας σήμερα εἶναι ἡ βιοτικὴ εὐημερία καὶ τὸ ἀντίστοιχο "πλάτος" εἶναι ἡ πολιτικὴ ἐλευθερία. Αὐτὸ εἶναι τὸ καθημερινὸ κοσμοείδωλό μας στὸ ὁποῖο συνοψίζονται καὶ συμποσοῦνται ὅλα τὰ ἰδανικά, τὰ ἰδεώδη καὶ τὰ ἰνδάλματα τοῦ μοντέρνου ἀνθρώπου στὴν ὑφήλιό μας».(σελ. 23).
Ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ γενίκευση (ποὺ αὐτονόητα ἔχει ἐξαιρέσεις) μπορεῖ νὰ δημιουργήση ἀντιδράσεις, ὁ κ. Μπέζγος ρωτᾶ καὶ θέτει ταυτόχρονα τὰ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα τοῦ ἰσχυρισμοῦ του: «Ὑπάρχει ἄραγε κάποιος ποὺ ἀμφιβάλλει γιὰ τὴν ἀλήθεια τοῦ παραπάνω ἰσχυρισμοῦ μου; Ἅς δείξει τὸ ἀντίθετο! Ἅς ἐξηγήσει γιὰ ποιό λόγο μόνο αὐτὸ τὸ δίδυμο ἰδεῶδες προβάλλεται ἀπὸ τὴν παιδεία, τὴν πολιτικὴ ἡγεσία κάθε ἀπόχρωσης σὲ ὅλες τὶς χῶρες (ἐκτὸς ἴσως ἀπὸ κάποιες "σκληροπυρηνικὲς" ἰσλαμικὲς ἐπικράτειες), ἀπὸ τὴ διαφήμιση στὰ μέσα μαζικῆς ἐπικοινωνίας καὶ ἄλλους φορεῖς πολιτισμοῦ»(σελ. 23).
Μιὰ αὐτονόητη παρατήρηση εἶναι ὅτι «ἡ εὐμάρεια καὶ ἡ ἰσοπολιτεία εἶναι ὅροι τῆς εὐτυχίας, ἀναγκαῖοι βέβαια, ὄχι ἐπαρκεῖς ὅμως. Πάντοτε ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται κάτι περισσότερο, κατιτὶ ἀλλιώτικο γιὰ νὰ νοιώσει ὁλοκληρωμένος»(σελ. 20). Ὅμως εἶναι γεγονὸς ἐπίσης ὅτι «κανεὶς σήμερα πιὰ δὲν ἰσχυρίζεται ὅτι ἡ φιλοσοφία, ἡ θρησκεία ἢ ἡ τέχνη εἶναι τόσο ἀναγκαῖες ὅσο τοὐλάχιστον τυχαίνει νὰ εἶναι ἡ τεχνολογία καὶ ἡ ἰδεολογία». Τὸ τραγικὸ στὶς μέρες μας εἶναι ὅτι «οἱ δύο μεγάλες δυνάμεις τοῦ μοντέρνου τρόπου ζωῆς δὲν μποροῦν πιὰ νὰ ἐγγυηθοῦν ὅ,τι ὑπόσχονται. Οὔτε ἡ τεχνολογία οὔτε ἡ ἰδεολογία εἶναι σὲ θέση νὰ πραγματώσουν αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ἐπαγγέλλονται: τὴν εὐημερία καὶ τὴν ἐλευθερία»(σελ. 26). Ἡ χρήση τῆς τεχνολογίας στὴν πολεμικὴ βιομηχανία, οἱ οἰκολογικὲς καταστροφές, τὰ διαφόρων ἰδεολογικῶν χρωμάτων στρατόπεδα συγκεντρώσεως αἰχμαλώτων ἢ ἀντιφρονούντων δείχνουν ὅτι «σήμερα βιώνουμε τὴ δύση τῆς ἰδεολογίας καὶ τῆς τεχνολογίας». Καὶ ὁ κ. Μπέζγος εἰσάγοντας στὸ θέμα τοῦ βιβλίου συμπληρώνει: «...γι’ αὐτὸ βλέπουμε νὰ ἀνατέλλει στὸν ὁρίζοντα ἡ ἀνθρωπολογία» (σελ. 26).
Ἐμεῖς ὁδεύοντας πρὸς τὸ τέλος τῆς πρώτης δεκαετίας τοῦ 21ου αἰῶνα μποροῦμε νὰ σημειώσουμε ὅτι στὴν καμπὴ ποὺ διερχόμαστε εἶναι καιρὸς νὰ ἀκουστὴ φωτιστικὸς καὶ ὄχι διαφωτιστικὸς λόγος γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Λόγος ποὺ νὰ μιλᾶ στὴν καρδιὰ κι ὄχι μόνο στὸ μυαλὸ τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ρίχνη φὼς στὸ κρυμμένο βάθος του, τὶς σχέσεις του, τὴν θεολογική του προοπτική.
Μὲ ἁπλότητα καρδιᾶς νὰ μὴν αἰσχυνόμαστε νὰ διακηρύττουμε ὅτι ὑπάρχουν «ἀγαθὰ» ποὺ μᾶς ἀκολουθοῦν στὴν ἄλλη ζωὴ κι ὅτι τὸ νόημα καὶ ἡ ὀμορφιὰ τῆς ἐδῶ ζωῆς «ἀνατέλλει» ὅταν ἀποστρέφουμε τὴν προσοχή μας ἀπὸ «ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον». Ἄλλωστε εἶναι ἀφροσύνη ―σὰν τοῦ «ἄφρονος πλουσίου» τῆς παραβολῆς― νὰ κάνουμε κέντρο τῆς ζωῆς μας πράγματα ποὺ δὲν ἔχουν διάρκεια καὶ σταθερότητα.
Αὐτὰ δὲν εἶναι μεταφυσικὲς ἀντιλήψεις. Εἶναι προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας γιὰ ἐμπειρικὴ ἐπιβεβαίωση μέσα στὸ ἐδῶ καὶ τὸ τώρα.
Βέβαια, δὲν ἀρκεῖ νὰ μὴν αἰσχυνόμαστε νὰ διακηρύττουμε τὴν γεύση ἀπὸ τώρα τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν. Χρειάζεται νὰ εἴμαστε καὶ πειστικοί. Ἡ τηλεοπτικὴ εἰκόνα ὅμως ὁρισμένων ἐκκλησιαστικῶν προσώπων δυσκολεύει τὸ σωστικὸ καὶ φωτιστικὸ ἐκκλησιαστικὸ κήρυγμα. Αὐτὸ εἶναι ὄντως ἕνας ἰσχυρὸς πειρασμὸς γιὰ τὴν θεολογία καὶ τὴν ποιμαντικὴ τῆς Ἐκκλησίας.–
- Προβολές: 3059