Ἀφιέρωμα γιὰ τὸν Ἱεροκήρυκα π. Ἀθηναγόρα Καραμαντζάνη. Ναυπάκτου Ἱερόθεος - Ἀρχιμανδρίτης π. Ἀθηναγόροας - Ἀρχιμανδρίτης π. Μάξιμος
Εἰσήγηση γιὰ τὸν π. Ἀθηναγόρα Ναυπάκτου κ. Ἱεροθέου
...Ὁ π. Ἀθηναγόρας ἐργάσθηκε στὴν Ναύπακτο καὶ σὲ ὅλη τὴν Ναυπακτία ὀκτὼ (8) χρόνια σὲ μιὰ κρίσιμη περίοδο, τὸ 1960-1968, καὶ παρέμεινε στὴν μνήμη τοῦ Ναυπακτιακοῦ λαοῦ.
...Δὲν ἤμουν τότε ἐδῶ στὴν Ναύπακτο, ὅταν ἦταν ἐκεῖνος ἱεροκῆρυξ, ἀλλὰ μπορῶ νὰ πὼ ὅτι ξέρω πῶς ἐργάσθηκε στὴν Ναύπακτο, διότι ἀμέσως μετά, τὸ 1968 ἀνέβηκε στὴν Μητρόπολη Ἐδέσσης Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας, στὴν ὁποῖα πῆγα κι ἐγὼ ὡς νεαρὸς τότε, μετὰ τὸ Πανεπιστήμιο... Τότε ἤμουν λαϊκὸς καὶ ἄκουγα γιὰ δύο-τρία χρόνια τὶς ὁμιλίες τὶς ὁποῖες ἔκανε ἐκεῖ καὶ μετὰ ἔγινα ὁ διάδοχός του, ὡς Ἱεροκῆρυξ στὴν Ἔδεσσα. Συνεργασθήκαμε πολὺ στὶς Κατασκηνώσεις καὶ σὲ ὅλο τὸ ποιμαντικὸ ἔργο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Ἦταν παρὼν σὲ ὅλα τὰ μεγάλα γεγονότα τῆς ζωῆς μου, στὴν κουρά μου ὡς Μοναχοῦ, στὶς χειροτονίες εἰς Διάκονος καὶ Πρεσβύτερον, στὶς χειροθεσίες μου σὲ Ἀρχιμανδρίτη καὶ Πνευματικό. Ἐγώ, πρέπει νὰ πώ, πολὺ ὠφελήθηκα ἀπὸ τὸν π. Ἀθηναγόρα. Εἶναι μιὰ προσωπική μου μαρτυρία.
Θέλω νὰ ἀναφέρω τέσσερα σημεῖα ποὺ μοῦ ἔκαναν ἐντύπωση ἀπὸ τὸν π. Ἀθηναγόρα:
Πρῶτον, ὅτι ἦταν ἕνας κατανυκτικὸς καὶ εὐλαβέστατος λειτουργός. Κατανυκτικὸς μὲ τὴν μελωδικὴ καὶ κατανυκτικὴ φωνὴ ἦταν ἕνας εὐλαβέστατος Κληρικός. Στὶς συνάξεις ποῦ κάναμε, ἔδινε πολὺ μεγάλη σημασία στὸν τρόπο ποῦ λειτουργεῖ ὁ Ἱερεύς. Μᾶς ἔλεγε: «Ὁ καλὸς Κληρικὸς φαίνεται στὸ πῶς προσεγγίζει τὴν Ἁγία Τράπεζα. Ὄχι σὰν νὰ ἀκουμπάη πάνω σὲ τραπέζι. Ὁ καλὸς Κληρικὸς φαίνεται πῶς κάνει συστολὴ μετὰ τὴ θεία Κοινωνία καὶ πῶς κάνει κατάλυση». Καὶ μᾶς ἔλεγε πάρα πολλὰ παραδείγματα. Τότε ἐμεῖς νεαροὶ ἀκούγαμε καὶ ὠφελούμασταν ἀπὸ τὸν λόγο του. Ἦταν, λοιπόν, ἕνας κατανυκτικὸς λειτουργὸς καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι.
Δεύτερον, ἦταν ἕνας μελίρρυτος καὶ γλυκύτατος ἱεροκήρυκας. Μὲ χάρισμα ρητορικὸ καὶ πολλὰ χαρίσματα μὲ τὰ ὁποῖα σαγήνευε τὸ ἀκροατήριο. Καὶ τὸ κήρυγμά του ἀνέδιδε μιὰ γλύκα καὶ ἐξέφραζε ὅλη τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας.
Τρίτον, ἦταν ἕνας πολὺ καλὸς Πνευματικὸς Πατέρας. Καὶ λέγω «καλὸς Πνευματικὸς Πατέρας», μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ἀγαποῦσε ὑπεράγαν τὰ πνευματικά του παιδιὰ καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὰ παιδαγωγήση. Τοὺς ἔδινε βιβλία νὰ διαβάζουν, τοὺς μιλοῦσε γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν εἶχα τελειώσει τότε τὸ Πανεπιστήμιο καὶ πῆγα στὴν Ἔδεσσα καὶ συνάντησα τὸν π. Ἀθηναγόρα, θυμᾶμαι ὅτι αὐξήθηκε ἡ ἔμπνευσή μου γιὰ τὴν μελέτη τῶν Πατερικῶν κειμένων. Καὶ μᾶς μιλοῦσε γιὰ τοὺς Πατέρες, γιὰ τοὺς Γέροντες, ὁπότε καὶ μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια λέγω ὅτι ὠφελήθηκα. Καὶ προσπαθοῦσε τὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ τὰ θεωρήση ὡς παιδιὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ τὰ ἀναγεννᾶ πνευματικά. Δὲν ἦταν ἀπὸ τοὺς Πνευματικοὺς Πατέρες ποῦ ἔκαναν ὀπαδοὺς καὶ ἤθελαν νὰ κρατήσουν τὰ πνευματικά τους παιδιὰ κοντά του, ἀλλά, ὅταν διέκρινε ὅτι κάποιος εἶχε ζῆλο καὶ κάποια ἀναζήτηση περισσότερη, μεγαλύτερη, δὲν δίσταζε νὰ τὸν διευκολύνη. Δηλαδὴ εἶχε μιὰ ἐλευθερία.
Γενικὰ εἶναι ἕνας Κληρικὸς ποὺ ἔχει ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Εἶναι πάρα πολὺ σημαντικὸ νὰ ἔχη ὁ Κληρικὸς ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα. Ἀγάπησε τὸν Θεό, ἀγάπησε τὴν Ἐκκλησία τὴν Πατερική μας παράδοση, καὶ σ’ αὐτὸ ποῦ λέμε θεσμό, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τῆς Ἐκκλησίας.
Ὅταν διαβάση κανεὶς τὸ βιβλίο ποῦ ἔγραψε «Ὅσα δὲν πῆρε ὁ ἄνεμος», βλέπει καὶ τὸ χιοῦμορ του, βλέπει καὶ τὴν ἀγάπη του πρὸς τὴν Ἐκκλησία, τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεό, βλέπει τὴν αὐτομεμψία τὴν ὁποῖα ἐκφράζει σὲ πολλὰ σημεῖα. Τὸ βιβλίο αὐτὸ εἶναι μιὰ δημόσια, θὰ ἔλεγα, αὐτοεξομολόγηση. Καὶ ἐκεῖ βλέπει κανεὶς καὶ μερικές, ἅς ποῦμε ἀδικίες, τὶς ὁποῖες δέχθηκε μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἀλλὰ τὶς ἀντιμετώπισε μὲ πάρα πολὺ καλὴ διάθεση, καὶ φαίνεται, ἄλλωστε, αὐτὸ καὶ στὸ βιβλίο. Γιατί μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἄνθρωποι εἴμαστε θὰ κάνουμε καὶ λάθη. Ἀλλὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ἀντιμετώπισε καὶ τὰ ἀντιμετωπίζει μὲ πίστη στὸ Θεό, μὲ μιά, θὰ ἔλεγα, καλογερικὴ διάθεση ὑπακοῆς. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Θεὸς τὸν εὐλόγησε. Θεωρῶ ὅτι καὶ αὐτὲς τὶς φαινομενικὲς ἀδικίες, ποῦ μπορεῖ νὰ γίνονται ἀπὸ ἀνθρώπους τῆς Ἐκκλησίας, τὶς διορθώνει ὁ Θεός. Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι εἶναι Πνευματικὸς Πατέρας δύο μεγάλων Μοναστηριῶν, ποῦ ἐπιτελοῦν ἕνα σημαντικὸ ἔργο στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Κίτρους καὶ Κατερίνης καὶ γενικότερα στὴν Μακεδονία.
Λοιπόν, κανεὶς ἔχει σκοπὸ νὰ γίνη τὸ α' ἢ τὸ β', ἀλλὰ πολλὲς φορὲς φεύγει ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτὸ χωρὶς νὰ ἀφήση ἔργο. Καὶ ἐκεῖνος εἶναι Πνευματικὸς Πατέρας δύο Μοναστηριῶν. Οἱ πιὸ στενοὶ συνεργάτες του εἶναι Ναυπάκτιοι. Ὁ π. Μάξιμος (Κυρίτσης) στὴν Ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Διονυσίου καὶ ἡ Γερόντισσα Εἰρήνη (Ζορμπά), ποῦ ἔχει τὸ γυναικεῖο μοναστήρι, ποῦ κατάγεται ἀπὸ τὸ Καταφύγιο. Ἑπομένως, δὲν εἶναι ἁπλῶς κανεὶς νὰ καταλάβη μιὰ θέση μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὸ θέμα εἶναι τί ἔργο κάνει καὶ ποιοί εἶναι οἱ καρποί, οἱ πνευματικοὶ τοὺς ὁποίους ἀποδίδει μέσα στὴν Ἐκκλησία. Δὲν θέλω νὰ πῶ περισσότερα πράγματα. Ἁπλῶς θέλω νὰ ἐκφράσω τὴν προσωπική μου μαρτυρία, ὅτι ὁ π. Ἀθηναγόρας εἶναι ἕνας Κληρικὸς ποῦ ἔχει ἀγαθὴ διάθεση, πνεῦμα Θεοῦ, πατερικὸ ἦθος, ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ νομίζω ὁ Θεὸς τὸν ἔχει πλουτίσει μὲ δῶρα καὶ τὸν ἔχει γεμίσει μὲ τὴν ἀγάπη Τοῦ καὶ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
***
Ἀντιφώνηση Ἄρχιμανδρίτου π. Ἀθηναγόρου Καραμαντζάνη, Ἱεροκήρυκος
1. Κατὰ τοὺς ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, δύο γενναῖοι ὀλυμπιονίκαι, παιδιὰ τοῦ γηραιοῦ Διαγόρα, ὕστερα ἀπὸ μιὰ περίλαμπρη νίκη τους, ἔβαλαν τὰ στεφάνια τοὺς στὸ κεφάλι τοῦ πατέρα τοὺς καὶ κρατῶντας τον στοὺς ὤμους, τὸν περιέφεραν μέσα στὸ στάδιο, εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ, εὐγνωμοσύνης καὶ ἀναγνωρίσεως, ὅτι ἡ νίκη τους ὠφείλετο στοὺς δικούς του μόχθους. Τὰ παριστάμενα πλήθη, ἐπικροτῶντας τὴν εὐγενέστατη καὶ λίαν συγκινητικὴ αὐτὴ πρᾶξι τους, ἀλάλαζαν μὲ οὐρανομήκεις ζητωκραυγὲς καὶ ἔλεγαν: «Κάτθανε Διαγόρα!» δηλ. Διαγόρα, τώρα πλέον μπορεῖς νὰ πεθάνης ἥσυχος καὶ εὐτυχισμένος!!!
Σεβασμιώτατοι, Ἀγαπητοὶ πατέρες, Ἀγαπητοὶ καὶ ἀλησμόνητοι Ναυπάκτιοι,
Εἶμαι ἀνέκφραστα συγκινημένος ἀπὸ τὴν ἀποψινὴ ἐκδήλωσι τῆς ἀγάπης καὶ τῆς τιμῆς ὅλων σας, πρὸς τὸ πρόσωπό μου. Θεωρῶ ὅτι, ὅπως οἱ γυιοὶ τοῦ Διαγόρα, ἔτσι καὶ σείς, σὰν νὰ ἐναποθέσατε στὸ γηρασμένο μου κεφάλι, τὰ στεφάνια τῶν εὐγενικῶν καὶ ἀνυποκρίτων ἐπαινετικῶν σας λόγων. Καὶ παρ’ ὅλον ὅτι τὸ βάρος τους εἶναι μεγάλο καὶ ἀσήκωτο, δὲν εὑρίσκω τρόπον ἀνταποδόσεως, πρὸς ὅλους ἐσᾶς, τοὺς ἐντοπίους, ἀλλὰ καὶ τούς: «ἐκ βορρᾶ καὶ θαλάσσης καὶ ἐώας» προσελθόντας πατέρας-μητέρας καὶ ἀδελφούς, εἰμὴ τὴν παράκλησίν μου νὰ δεχθῆτε ὅλοι σας ἀπὸ τὰ τρίσβαθα τῆς καρδιᾶς μου τὸ ταπεινό, αὐθόρμητο καὶ περιεκτικώτατό μου εὐχαριστῶ! Θεωρῶ, ὅτι, αὐτὴ ἡ τόσο μεγάλη, τιμητικὴ ἀλλὰ καὶ ἀπροσδόκητη ἐκδήλωσί σας δι’ ἐμέ, ἀφ' ἑαυτοῦ της τονίζει καὶ ἐπιβεβαιώνει, ὅτι, ἡ τοπικὴ Ἐκκλησία, ἡ παροικοῦσα ἐν Ναυπάκτῳ, μὲ ἐπί κεφαλῆς τὸν ὀτρηρὸν καὶ ρέκτην, ποιμενάρχη της, τὸν θεολόγον καὶ προχθὲς ἀναγορευθέντα ἐπίτιμον διδάκτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, τὸν παραγωγικώτατον καὶ πατερικώτατον συγγραφέα, τὸν Σέβ/τατον Μητροπολίτην σας, κύριον Ἰερόθεον, παλαιὸν συνέκδημον καὶ ὁμόκεντρόν μου συνιεροκήρυκα, παρὰ τὸ πλευρὸν τοῦ ἀοιδίμου Μητροπολίτου Ἐδέσσης, Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κυροῦ Καλλινίκου, γνωρίζει νὰ τιμᾶ, νὰ ὑψώνη καὶ νὰ στεφανώνη τὸ γῆρας καὶ δὴ τὸ ἱερατικὸ καὶ ἱεραποστολικό. Εὐλόγως καὶ δικαίως! Διότι οἱ διανύοντες τὴν λεγομένην τρίτην ἡλικίαν, εἶναι αὐτοὶ ποῦ ἔζησαν, ἔπαθαν, ἔμαθαν καὶ τώρα ξεύρουν πολλά. Ἀναγνωρίζονται ἀπὸ ὅλους ὡς οἱ πτυχιοῦχοι τοῦ μεγάλου Πᾶν/μίου τῆς ζωῆς. Καὶ τώρα σκύβουν κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἐτῶν τους καὶ τῆς ποικίλης ἐμπειρίας τους, σὰν τὰ μεστωμένα στάχυα καὶ τὰ ὥριμα σταφύλια, γινόμενοι ἔτσι ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος τῆς ζωῆς τῆς κοινωνίας καὶ τῆς Ἐκκλησίας.
Σεβασμιώτατε!...
Ὑπάρχει μία ρῆσις ποῦ λέγει: «ὁ τιμῶν τὸν ἕτερον ἑαυτὸν τιμᾶ». Ἔτσι λοιπόν, ἡ προσγινομένη ἐκ μέρους Σᾶς πρὸς τὸ ταπεινὸ πρόσωπό μου τιμή, ἐπιστρέφει νομοτελιακά, πολλαπλασία, πρὸς τὸ σεπτὸ πρόσωπό Σας. Ἡ πρᾶξις αὐτὴ ἀποδεικνύει τὴν εὐγένεια τῆς καρδίας Σας, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀνωτερότητά Σας. Ἀλλὰ καὶ τὴν πιστότητά Σας στὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ποῦ διακελεύει: «ἀπὸ προσώπου πολιοῦ ἐξαναστήση καὶ τιμήσεις πρόσωπον πρεσβυτέρου» (Λευϊτ. 19,32). Ὅπως ἐπίσης καὶ στὴν παραγγελία τοῦ Ἄποστ. Παύλου πρὸς τὸν Τιμόθεον: «Οἱ καλῶς προεστῶτες πρεσβύτεροι, διπλῆς τιμῆς ἀξιούσθωσαν, μάλιστα οἱ κοπιῶντες ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλία» (Α’ Τίμ. 5, 17). Ἡ ἀποψινὴ ἐκδήλωσις ἐξαίρει τὸ εὐαγγελικὸ Σᾶς ἦθος, τοσούτῳ μᾶλλον καθ’ ὅσον, σπανίως συναντᾶ κανεὶς σήμερα ἀντίστοιχα παραδείγματα, τόσο στὸν κοσμικό, ὅσον καὶ στὸν ἐκκλησιαστικό μας χῶρο. Διὰ τοῦτο ὁλόψυχες εἶναι πρὸς Σᾶς ἰδιαιτέρως, οἱ ἐξιδιασμένες εὐχαριστίες καὶ ἡ εὐγνωμοσύνη μου! Παρακαλῶ δὲ θερμὰ ὅλους Σᾶς -πέρα ἀπὸ τὰ ἐγκώμια καὶ τοὺς καλούς σας λόγους- νὰ εὔχεσθε στὸν Κύριο νὰ μοῦ δίδη μέχρι τέλους ταπείνωσι καὶ νέκρωσι πρὸ τῆς νεκρώσεως. Τότε ἀσφαλῶς, οὔτε οἱ ἔπαινοι, μὰ οὔτε καὶ οἱ ψόγοι τῶν ἀνθρώπων, θὰ μᾶς ἀλλοιώνουν, καθὼς δὲν ἀλλοιώνουν αὐτοὺς ποῦ βρίσκονται στὸ μνῆμα!...
2. Εἶναι ἀλήθεια, ἀγαπητοί μου, ὅτι τὰ ἐπίγεια χρόνια τοῦ ἀνθρώπου, ἀποκτοῦν ἕνα ἀνυπολόγιστο βάρος, ὄχι τόσο ἀπὸ τὸν ἀριθμό τους, ὅσο ἀπὸ τὴν ποιοτικὴ ἀξιοποίησί τους ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου. Διότι λέγει ἡ Θεία μας Γραφή: «τελειωθεῖς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακροὺς» (Σόφ. Σόλ. 4,13). Ἔτσι, τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου εἶναι, ἐὰν καὶ κατὰ πόσον τὸ πέρασμά του ἀπὸ τὴν παροῦσα τοῦ κόσμου σκηνή, θὰ ἀφήση ἴχνη φωτεινά, εὐεργετικὰ καὶ μόνιμα καὶ ἑπομένως ἀλησμόνητα, ἢ θὰ ἀφήση ἴχνη ποῦ γρήγορα θὰ σβήσουν καὶ θὰ χαθοῦν, χωρὶς νὰ προκαλέσουν κανενὸς τὴν προσοχή. Ἂν εἶναι βήματα ἀνθρώπου σὲ κάποια ἀμμουδιά, ποῦ πρὸς στιγμήν, ἀφήνει τὰ ἀποτυπώματά του, ἀλλὰ γρήγορα τὸ κῦμα τὰ ἐξαφανίζει, ἢ θὰ εἶναι σὰν αὐτόν, ποῦ θέλοντας νὰ ἀφήση πίσω του κάτι μόνιμο καὶ στερεό, κτίζει τὸ σπήτι του (τὸ ἔργο του) «ἐπὶ τὴν πέτραν» ποῦ εἶναι ὁ Χριστός. Ὁπότε «ἐὰν καταβῇ ἡ βροχὴ καὶ ἔλθουν οἱ ποταμοὶ καὶ πνεύσουν οἱ ἄνεμοι καὶ προσπέσουν τὴ οἰκία ἐκείνη» ἡ οἰκία (τὸ ἔργον) θὰ μείνη ἀσάλευτη «τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν Πέτραν» ὅπως βεβαιώνει ὁ Κύριος (Μάτθ. 7, 26).
3. Τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1960, νέος, 32 ἐτῶν, πατοῦσα τὸ πόδι μου στὴν πανέμορφη πόλη σας τὴν Ναύπακτο (Ἔπαχτο), ὡς ἱεροκῆρυξ τῆς ἑνιαίας τότε Μητροπόλεως Ναυπακτίας καὶ Εὐρυτανίας, ἐπὶ τοῦ ἀειμνήστου Μητροπολίτου Δαμασκηνοῦ, τοῦ Κοτζιά. Τὴν πρώτη Κυριακὴ τοῦ Νοεμβρίου 1960 ἐλειτούργησα γιὰ πρώτη φορὰ στὸν Μητροπολιτικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου, μετὰ ἀπὸ προσφώνησι τοῦ Μητροπολίτου, ἔλαβα τὸν λόγο καὶ εἶπα: «Δοξάζω σήμερα ἐν εὐχαριστίᾳ πολλὴ τὸν Κύριο, διότι ὡδήγησε τὰ βήματά μου πλησίον ἑνὸς διακεκριμένου καὶ ἐναρέτου Ἱεράρχου καὶ ἑνὸς λαοῦ μὲ πολλὲς στερήσεις, ἀλλὰ καὶ μὲ πολλὰ χαρίσματα. Τὴν ἱερὰ καὶ συγκινητικὴ αὐτὴ στιγμή -συνέχισα- ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ Μητροπολίτου μας, διαβεβαιώνω ὅλους σας, ὅτι θὰ προσφέρω ὅλες μου τὶς δυνάμεις γιὰ τὸν εὐαγγελισμὸ αὐτοῦ τοῦ λαοῦ καὶ προπαντὸς τῆς φερέλπιδος ναυπακτιακὴς νεολαίας». Δὲν ξέρω, ἂν στὴν 8ετία ποῦ παρέμεινα ἐδῶ ἐξεπλήρωσα τὴν ὑπόσχεσί μου. Ἐκεῖνο ποῦ ξέρω, εἶναι ὅτι ἡ Ναύπακτος ἔγινε ἔκτοτε ἡ δεύτερη μεγάλη καὶ πονεμένη ἀγάπη τῆς ἱεραποστολικῆς μου ζωῆς. Δεύτερη τὴν ὀνομάζω, ἐπειδὴ εἶχε προηγηθῇ τὸ Ναύπλιον, ὅπου διηκόνησα ἐπὶ 5ετίαν. Πονεμένη δὲ τὴν χαρακτηρίζω, γιατί ὁ πόνος, ποῦ τὴν ἀποχωρίσθηκα ἦταν τόσο μεγάλος ὥστε δὲν λέει ἀκόμη νὰ γιατρευθῇ.
4. Οἱ πρῶτες ἡμέρες τῆς ἐγκαταστάσεώς μου ἐδῶ πέρασαν βαριές. Ἔννοιωθα νὰ σφίγγεται ἡ καρδιά μου, γιατί αἰσθανόμουν τὴν μοναξιὰ ἐκείνου, ποῦ πάει σ’ ἕνα πολὺ μακρυνὸ τόπο, σ’ ἕναν ἄλλο λαό, ἄγνωστος μεταξὺ ἀγνώστων. Ἐθυμόμουν τὸν Παῦλο ποῦ ἔγραφε πρὸς τοὺς Κορινθίους: «Καὶ ἐγὼ ἐν ἀσθενείᾳ καὶ ἐν φόβῳ καὶ ἐν τρόμῳ πολλῷ ἐγενόμην πρὸς ὑμᾶς» (Α’ Κόρ. 2,3). Ὅμως οἱ πρωτόγνωρες, ἂν καὶ τότε λίγο πρωτόγονες, ὀμορφιὲς τῆς πόλεώς σας, ἀργότερα μὲ ἀποζημίωσαν ἀρκετά. Ἡ ἀμφιθεατρικὴ θέσις τῆς πόλεως, τὸ ἐντυπωσιακὸ καὶ ἠρωϊκό της κάστρο, τὸ ὀχυρό της λιμανάκι, τὸ ἄφθονο πράσινο καὶ τὰ κρύα της νερά, μοῦ ἔταζαν μιὰ εὐχάριστη διαμονή. Ὅταν ἀνέβηκα γιὰ πρώτη φορὰ στὸ Κάστρο τὰ ἔχασα!!! Ἡ πόλις ὁλόκληρη μπροστά μου σὰν πιάτο ἦταν ἕνα χάρμα ὀφθαλμῶν! Δὲν χόρταινα νὰ τὴν βλέπω!!!
Ἀπὸ τὴν πρώτη δὲ στιγμὴ κατάλαβα, ὅτι ὁ λαὸς ποὺ κατοικεῖ σ’ αὐτὸν τὸν τόπο, εἶναι πάμπτωχος καὶ στερημένος. Ὅμως μὲ τὸν καιρό, συνειδητοποίησα ὅτι πίσω ἀπὸ αὐτὴν τὴν φτώχεια καὶ μιζέρια του, κρυβόταν ἕνας ὑπέροχος, ἠρωϊκὸς καὶ συναισθηματικὸς λαός, ὁ ρουμελιώτικος λαός. Ἕνας λαὸς ποῦ ἔβγαλε, μεταξὺ ἄλλων, καὶ ἕνα Τζαβέλα, ἕνα Μπότσαρη, ἕνα Φαρμάκη, ἕνα νεαρὸ πυρπολητὴ Ἀνεμογιάννη, ἕνα Μακρυγιάννη, ἕναν ἅγιο Κοσμᾶ Αἰτωλὸ καὶ τόσους ἄλλους σπουδαίους ἄνδρας. Ἕνας λαός, ποῦ διέθετε σπάνια ψυχικὴ εὐγένεια, ποῦ ἦταν πρόθυμος νὰ μοιρασθῇ μαζί σου, ἀκόμη καὶ τὸ ξεροκόμματο τῆς μπομπότας του. (Πόσες φορὲς ἔβλεπα στὴν πόρτα μου κρεμασμένα δοχεῖα μὲ φαγητὸ καὶ γλυκίσματα, ἀπὸ ἀγνώστους...). Γιαυτὸ καὶ ἐγὼ τὸν ἀγάπησα πολὺ αὐτὸ τὸν λαό, τὸν ἀγκάλισα καὶ τὸν ἔκανα δικό μου. Καὶ τοῦ προσέφερα ἐκθύμως ὁλόκληρο τὸν ἑαυτόν μου.
Τὸν διηκόνησα στὴν τετράκτινη (τετραπλῆ) ἤτοι σταυρικὴ διακονία: τοῦ θυσιαστηρίου, τοῦ ἄμβωνος, τοῦ ἐξομολογητηρίου καὶ τῆς, διὰ πεζοπορίας ἢ ζωοκαβαλαρίας, ἐπισκέψεως, τῆς ἐγκαταλελειμμένης τότε ὑπαίθρου της, «τόπον ἐκ τόπου συνεχῶς διαμείβων» καὶ πλανώμενος «ἐν ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταὶς ὀπαῖς τῆς γῆς», «ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, ἐν κινδύνοις, ἐν ἀγρυπνίαις πολλάκις, ἐν λιμῷ καὶ δίψει», «διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας» κλπ. καθὼς λέγει καὶ ὁ Παῦλος (Β’ Κόρ. 6, 8). Ταῦτα δὲ πάντα μὲ ἀπόλυτα ἐκκλησιολογικὸ καὶ ἐπισκοποκεντρικὸ πνεῦμα, «μὴ πράττων οὐδέν, δίχα γνώμης τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου» ἀλλ’ ὑπακούων αὐτῷ, ὡς τὼ Σωτῆρι ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ. Κυρίως ὅμως χωρὶς νὰ μὲ ἐγκαταλείπη, οὐδ’ ἐπὶ στιγμήν, ἡ συναίσθησις ὅτι: «ἀχρεῖοι δοῦλοι ἐσμὲν καὶ ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λούκ. 17, 10) ἴσως «καὶ ὀλιγώτερον τούτου»!
5. Ἔτσι, ἀγαπητοί μου, πέρασαν ὀκτὼ ὁλόκληρα χρόνια. Καὶ ἦλθε ἡ ἀποφρὰς ἡμέρα τῆς ἀναχωρήσεώς μου. Ἀλλὰ θὰ ἐρωτήση ἴσως κανείς: Γιατί ἔφυγα; Τὸ ἐρώτημα, παραμένοντας πάντοτε ἀνοικτό, ἐπιδέχεται ὡστόσο πολλὲς ἀπαντήσεις. Ἡ ἰσχυρότερη ἀσφαλῶς εἶναι: «ἔφταιξε ἡ ἰδική μου ἀνθρώπινη ἀνεπάρκεια καὶ ἀτέλεια. Καὶ ἔφυγα μὲν ἐγώ, δὲν ἔφυγε ὅμως ἡ Ναύπακτος ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Τὴν πῆρα ἔκτοτε μαζί μου. Καὶ τὴν κρατῶ σφικτὰ ἐντός μου. Τὴν ἔχω πάντα ζωντανή, ἐν τὼ προσώπῳ δύο ἐκλεκτῶν γόνων της, τοῦ Πᾶν/τάτου Ἄρχιμ. π. Μαξίμου Κυρίτση, Ἡγουμένου τῆς Ι. Μονῆς Ὁσίου Διονυσίου τοῦ ἐν Ὀλύμπῳ (ἐκ Φροξυλιὰς) καὶ τῆς ὀσιολογ/τάτης Καθηγουμένης τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου Κολινδροῦ, Εἰρήνης Ζορμπὰ (ἐκ τοῦ Καταφυγίου) ἔτι δὲ καὶ τοῦ ἑτέρου Ναυπακτίου Ἱερομονάχου π. Ρωμανοῦ Ἀλεξόπουλου, ἀδελφοῦ σήμερον τῆς Ι. Μονῆς Παρακλήτου, ὡς καὶ τοῦ Καθηγ. Ἱερὰς Μονῆς Μακαριωτίσσης Λειβαδιὰς Ἄρχιμ. Νικόδημον Ζαμπάρα ἐκ Μηλιᾶς Ναυπακτίας, οἱ ὁποῖοι ἐργάζονται ἀόκνως στὴν ξένη γῆ, γιὰ τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸ μεγαλεῖον τοῦ μοναχισμοῦ. Αὐτοὶ ἀποτελοῦν τοὺς πιὸ μεστοὺς καὶ χυμώδεις καρποὺς τῆς 8ετοῦς διακονίας μου στὴν πόλι σας. Παρήχθησαν ὡστόσο, τόσον στὸν ἐκκλησιαστικό, ὅσον καὶ στὸν κοινωνικό σας ἀγρό, καὶ ἕνα σωρὸ ἄλλοι: κληρικοί, μοναχοί, διδάσκαλοι, καθηγηταί, ἐπιστήμονες, ἰατροί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, καρποὶ τῆς εὐλογημένης καὶ ἠρωϊκὴς ἐκείνης περιόδου, ποῦ ἀγωνίζονται τὸν καλὸν τῆς πίστεως ἀγῶνα, καὶ ποῦ τοὺς γεύεται καὶ τοὺς ἀπολαμβάνει μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία καὶ ἡ κοινωνία τῆς Ναυπάκτου. Δόξα τὼ Θεῶ πάντων ἕνεκεν!!!
6. Σεβασμιώτατε Δέσποτά μου, Προσφιλεῖς μου Ναυπάκτιοι.
Γνωρίζω ὅτι τὰ χρόνια μοῦ σκεπάσανε ἤδη τὴν κεφαλή! Ἐπὶ 57 τώρα χρόνια στέκω μὲ τὰ ὅπλα τοῦ Χριστοῦ στὸ χέρι. «Ὅλη τὴν μέρα πόλεμο τὸ βράδυ καραούλι»! Ὅμως αἰσθάνομαι ἀκόμη μάχιμος, παρὰ τὼ πλευρῷ τῶν Ἐπισκόπων μας καὶ δὴ τοῦ πεπνυμένου καὶ ἀκαμάτου Ποιμενάρχου μου, Σέβ/τοῦ Μήτρ/λίτου Κίτρους, Κατερίνης καὶ Πλαταμῶνος κ. Ἀγαθονίκου. Μὲ τὸ χέρι στὸ ἀλέτρι τοῦ Εὐαγγελίου, ἐπιθυμῶ νὰ διαθέσω καὶ τὴν τελευταία ἰκμάδα τῆς ζωῆς μου γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ τὴν Ἐκκλησία μας. Γιατί, εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ὁ ἄνθρωπος γερνᾶ ὄχι ὅταν δὲν ἔχει ἀπολαύσεις, ἀλλ’ ὅταν δὲν ἔχει ἐλπίδες, ὁράματα καὶ ἀγῶνες. Ἄλλωστε «τίποτε δὲν εἶναι τόσο ἐπονείδιστο, ὅπως εἶπε ὁ Σενέκας, γιὰ ἕνα ἡλικιωμένο, ὅσο τὸ νὰ μὴν ἔχη νὰ παρουσιάση σὰν ἀπόδειξι ὅτι ἔζησε, τίποτε ἄλλο, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ χρόνια του»!
7. Κλείνοντας, παρακαλῶ θερμὰ ὅλους σας, νὰ εὐχηθῆτε στὸν Κύριο νὰ μοῦ χαρίση «τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς μοῦ ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοία ἐκτελέσαι» καὶ καλὴν ἀπολογίαν ἐπὶ τοῦ φοβεροῦ βήματος τῆς Κρίσεώς Του! Καὶ ἐγὼ ὑπόσχομαι νὰ συνεχίσω νὰ ἀγαπῶ καὶ νὰ προσεύχωμαι, μὲ ἔμπονη καρδιά, γιὰ τὴν Ναύπακτο, τὸν καλὸν καὶ περισπούδαστον Ἐπίσκοπόν της, τὰ στελέχη καὶ τοὺς συνεργάτας του, καθὼς καὶ γιὰ τὸν καλὸ καὶ ἀλησμόνητο λαό της. Κατ’ ἐξοχὴν ὅμως, δὲν θὰ παύσω νὰ τὸν παρακαλῶ γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ἑνότητά σας, ἐν τὼ Ἐπισκόπῳ. Θέλω δὲ ἀκριβῶς, ἡ παρουσία μου ἀνάμεσά σας, νὰ θεωρηθῇ καὶ ὡς πρεσβεία καὶ ἱκεσία, ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνότητος. Γιὰ νὰ εἶσθε ὅλοι: Ἐπίσκοπος, ἱερεῖς, μοναχοί, ἄρχοντες καὶ φιλόχριστος λαὸς ἕνα συμπαγὲς καὶ θεοχαρίτωτο σῶμα καὶ μία ψυχή, πρὸς δόξαν τοῦ Τρισαγίου μας Θεοῦ καὶ προκοπὴ αὐτοῦ τοῦ θαυμασίου λαοῦ! Θὰ τελειώσω μὲ ἐκεῖνα τὰ λόγια, ποῦ μοῦ ἀνέβηκαν στὰ χείλη, καθὼς τὸ φέρυ-μπόουτ μὲ ἀπεμάκρυνε ἀπὸ τὴν θέα τῆς Ναυπάκτου, τὴν μελαγχολικὴ ἐκείνη ἡμέρα τῆς ἀναχωρήσεώς μου: Ἦταν τὸ κύκνειόν μου ἆσμα! «Χαῖρε ὧ Ναύπακτος, ποῦ τόσες πίκρες καὶ χαρὲς ἐζήσαμε μαζί. Χαῖρε γιὰ πάντα: "Οὐκέτι σοῦ τῆς τρυφῆς ἀπολαύσω!" "Χριστέ μου κράτα τὸ φῶς Σου ἀναμμένο γιὰ πάντα στὸν τόπο αὐτὸ"» Ἀμήν.
***
Ἀρχιμανδρίτης π. Μάξιμος
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς, Ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, Ἀδελφὲ ἐν Χριστῷ
Σήμερα ποὺ βγάλατε ὅλοι οἱ ὁμιλητές, ἀπὸ τὸ ἄκρο τῆς καρδιᾶς μου, τὴ μνήμη τῶν 8 ἐτῶν ποῦ προσπαθοῦσα νὰ ξεχάσω στὰ ἑπόμενα ἔτη ποῦ ἐπακολούθησαν καὶ προσπαθοῦσα γιατί θεωροῦσα ὅτι ἦταν μιὰ ἐκκλησιαστικὴ ζωή, ποῦ ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ ἦταν καὶ κάπως διαφορετική. Ὅμως ἀντιλαμβάνομαι ὅτι δὲν ἦταν ἔτσι ὅπως τὰ σκεφτόμουνα. Γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνη. Δὲν θὰ μπορούσαμε κάτι ἄλλο νὰ ἀντλήσουμε καὶ γιατί τὸ τὸ πνεῦμα τῆς ἐποχῆς ἦταν ἔτσι, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ ὅτι ἐμεῖς ὡς ἄπλαστοι νέοι τότε δὲ θὰ μπορούσαμε νὰ πάρουμε πιὸ σοβαρὰ μερικὰ πράγματα.
Ἐγὼ περισσότερο τὸν π. Ἀθηναγόρα δὲν τὸν ἀξιολογῶ στὴν περίοδο τῶν 8 ἐτῶν, ἀλλὰ τὸν ἀξιολογῶ στὴν περίοδο τῶν ὑπολοίπων ἐτῶν. Γιατί ζὼ μαζὶ τοῦ 39 ὁλόκληρα χρόνια, ἀπὸ τὸ 1969! Ὅταν ἀπελύθηκα ἀπὸ τὸ στρατὸ πῆγα κατ' εὐθεῖαν κοντά του. Βεβαίως ὅσα εἶπαν οἱ ὁμιλητὲς ἔτσι ἦταν. Πρῶτος ποῦ ἑλκύσθηκα ἤμουν ἐγώ, προτοῦ οἱ ἄλλοι γνωρίσουν τὸν π. Ἀθηναγόρα, ἀπὸ τὴν ὥρα ποῦ ἦρθε στὴ Ναύπακτο. Ἤμουν ἐργαζόμενος καὶ περνοῦσε ἀπὸ τὸ Στενοπάζαρο ποῦ δούλευα ἐγὼ προτοῦ πάω στὸ Γυμνάσιο, καὶ ἀντιλαμβανόμουν ὅτι κάτι διαφορετικὸ περνοῦσε ἀπὸ τὴν Μητρόπολη πρὸς τὸ σπίτι του. Αὐτὰ ποῦ εἶπαν δὲ θέλω νὰ τὰ ἐπαναλαμβάνω. Μοῦ ἔκαιε τὴν προσοχὴ καὶ ἀναγκαζόμουν ἀπὸ μιὰ δύναμη νὰ βγαίνω στὴν πόρτα τοῦ μαγαζιοῦ καὶ νὰ τὸν κοιτάω γιὰ νὰ μὲ κοιτάξη γιὰ νὰ μὲ χαιρετήση. Δὲν ἀρκούμουνα σ’ αὐτό, ἀλλὰ ἔπαιρνα τὸ ποδήλατο καὶ πήγαινα πέρα στὴν Ἁγία Παρασκευὴ καὶ γύριζα ἀπὸ τὸν κάτω δρόμο, γιὰ νὰ τὸν ξαναδῶ καὶ νὰ τὸν ξαναχαιρετήσω. Αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη μου γνωριμία καὶ ἐπαφὴ μὲ τὸν π. Ἀθηναγόρα. Καὶ αὐτὸ δὲ γινόταν μιὰ φορά. Γινόταν πολλὲς φορές. Ἔγινε αἰτία ὅμως, ὅταν ξεχώρισε μερικὰ παιδιὰ γιὰ νὰ τὰ κάνη ὀμαδόπουλα, δὲν ἤξερε τὸ ὄνομά μου, καὶ ἐγὼ ἤδη εἶχα πάει στὴν πρώτη Γυμνασίου, εἶπε σὲ ὅλα τὰ παιδιὰ ἐσύ, ἐσύ, ὁ τάδε καὶ ὁ τάδε θὰ μείνετε στὸ τέλος νὰ σᾶς πὼ κάτι καὶ μὲ ἐπέλεξε κι ἐμένα μὲ τὸ χέρι του. -Κι ἐσύ. Δὲν ἤξερε τὸ ὄνομά μου. Ἀπὸ κεὶ ἀρχίζει καὶ ἡ δική μου ἱστορία προσεγγίσεως τοῦ π. Ἀθηναγόρα. Ἀλλὰ δὲ θέλω νὰ πὼ αὐτὰ ποῦ εἶπαν οἱ ἄλλοι. Τὰ ἔχουν πὴ ἤδη.
Θέλω νὰ πὼ ὅμως ὅτι βιώνοντας τὸν π. Ἀθηναγόρα ἀπὸ κοντά, δὲν εἶναι καθόλου ἐκεῖνος ποῦ τὸν βλέπετε ἔτσι ἀπὸ μακριά. Καὶ γιὰ τὸ ὅτι εἶναι ἄνθρωπος, ἀλλὰ διότι ἔχει ἄλλα βάθη, τὰ ὁποῖα δὲν τὰ ἀνακαλύπτει κανείς, ἐὰν δὲν τὸν πλησιάση. Ἐπὶ παραδείγματι, ἡ παιδαγωγικὴ τῆς ἐξομολογήσεώς του καὶ τῆς πνευματικῆς του μεταλαμπαδεύσεως ποῦ ἔχει μέσα, δὲν εἶναι ἐκείνη ποῦ μεταλαμπαδεύεται μὲ τὰ κηρύγματά του, ποῦ εἶναι ἄξια καὶ ἀξιόλογη, τόσο ὅσο εἶναι ἐκείνη ποῦ μεταλαμπαδεύεται, ὅταν κανεὶς βρίσκεται κοντά του. Καὶ ἔχει δύο σκέλη αὐτὴ ἡ μεταλαμπάδευση. Τὸ πρῶτο σκέλος εἶναι καυτερό. Ὅταν βλέπη νὰ ἀναπτύσσεται ἀπὸ τὸν ὑποτακτικό του ἕνα πάθος δὲν κάθεται νὰ τὸ παρατηρήση, οὔτε νὰ τὸ χαϊδέψη, οὔτε νὰ τὸ ἀφήση νὰ πὴ δὲν πειράζει, ἐφόσον δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτε ἄλλο, ἅς ἀκολουθεῖ αὐτὸ ποῦ θέλει, ἀλλὰ σὰν καλὸς γιατρὸς μπαίνει μέσα μὲ τὸ νυστέρι καὶ τὸ κόβει. Καὶ αὐτὸ πονάει. Καὶ ἂν κανεὶς δὲν ἔχη τὴ δύναμη νὰ ὑπερβῇ τὶς σκέψεις τῆς στιγμῆς τοῦ πόνου καὶ νὰ ἀντιληφθῇ ὅτι μετὰ ἀπὸ τὸν πόνο τί θὰ ἐπέλθη, ἡ πρώτη ἀντίδραση ποῦ θὰ κάνη ἐκείνη τὴ στιγμὴ εἶναι νὰ πή: Ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ ζήσω κοντά του. Αὐτὸ τὸ εἴπαμε πολλὲς φορές, ἐγὼ τουλάχιστο. Γιατί εἶναι ἕνας ἄνθρωπος εὐθὺς καὶ ἀσυμβίβαστος μὲ τὴν ἁμαρτία. Δὲν μποροῦσε νὰ ἔχη ἕναν ἄνθρωπο δίπλα του καὶ νὰ κάνη μερικὰ πράγματα μὲ τὰ ὁποῖα ἐκεῖνος δὲν συμφωνοῦσε. Θέλεις νὰ ἀκολουθήσης τὸν Χριστό; Θὰ ὑποστῇς θυσίες. Καὶ μερικὲς φορὲς ἐρχόμασταν, ἐγὼ τουλάχιστο ἐρχόμουνα σὲ ἐσωτερικὴ ἀντίδραση καὶ ἂν δὲν εἶχα ἀπὸ τὴ μεριά μου τὴν ὑπομονὴ νὰ ὑπομείνω ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο μοῦ ὑπεδείκνυε ἢ μοῦ προσέφερε καὶ ἂν δὲν εἶχα τὴν ἐμπειρία μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια αὐτῆς τῆς ὠφελείας ποῦ ὑφιστάμεθα μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπέμβαση, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τὸν ἀντέξω. Ἔτσι εἶναι ἡ συμβίωση. Στὰ σύγχρονα ἀνδρόγυνα δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξη ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, διότι δὲν ὑπομένει τὴν ὠφέλεια ποῦ τυχὸν θὰ παρουσιασθῇ ἀπὸ μιὰ δυσκολία καὶ ἀπὸ μιὰ δυστροπία ποῦ θὰ ἐπέλθη ἀπὸ τὸν ἄλλον συνάνθρωπο.
Ὁ π. Ἀθηναγόρας μόλις ἔβλεπε τὴ στιγμὴ ποῦ δὲν ἀντέχαμε ἄλλο, ἐπενέβαινε καὶ ἄλλαζε τρόπο. Θυμοῦμαι μιὰ φορὰ μοῦ ἔκανε μιὰ ἐγχείρηση σοβαρή. Ἔφτασα μέχρι δακρύων. Μ’ αὐτὸ δὲ θέλω νὰ τὸν κατηγορήσω, πρὸς τιμὴν τοῦ τὸ λέω, καὶ τὸν εὐχαριστῶ γι’ αὐτὰ ποῦ μοῦ προσέφερε περισσότερο παρὰ μὲ τὶς διδασκαλίες, καὶ μετὰ ὅταν εἶδε ὅτι ἐγὼ ἔφτασα σὲ μιὰ ἀπελπισία, μὲ χαρούμενο τρόπο μὲ πλησίασε καὶ μοῦ ἔκανε δῶρο ἕνα σταυρό, χωρὶς νὰ πὴ τίποτε ἄλλο. Ἐμένα μὲ ἔσπασε αὐτό. Καὶ ἀντιλήφθηκα ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκεινοῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μόνο τὸ χάδι, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἡ ἐγχείρηση, οἱ ἐπεμβάσεις οἱ ὀδυνηρές. Ἔτσι εἶναι ἡ συμβίωση. Μέσα στὴ συμβίωση, κυρίως τὴν πνευματικὴ συμβίωση, ὅπως οἱ πολλοὶ Πατέρες ὑφίσταντο, ἐὰν δὲν κάνη κανεὶς αὐτὲς τὶς ὑπερβάσεις, νὰ ἀντιληφθῇ τὴν ὠφέλεια ποῦ προσφέρει μία ἐπέμβαση πνευματικοῦ ἰατροῦ, δὲν θὰ μπορέση οὔτε νὰ μείνη κοντά του, ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ ὑποστῇ αὐτὴ τὴν κατεργασία, ποῦ εἶναι ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους, ποῦ δὲν ἔχουν συμβίωση καὶ δὲν ἔχουν Πνευματικὸ καὶ δὲν ἔχουνε Γέροντα. Πάρα πολλὲς φορὲς πόνεσα μὲ τὴν «ἀρνητική» του θέση, ἀλλὰ πάρα πολλὲς φορὲς μέσα μου καὶ δὲν τολμοῦσα νὰ τὸ ἐκδηλώσω φοβούμενος μήπως μοῦ βγάλει κι ἄλλες ἐγχειρήσεις, ὠφελήθηκα καὶ εὐχαρίστησα τὸ Θεό, γιατί, ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτός, δὲν ξέρω ἐγὼ τί θὰ ἤμουν σήμερα.
Πολλὰ ἔχω νὰ πὼ στὰ 40 αὐτὰ χρόνια. Εἶναι ὅμως ὁ χρόνος ποῦ πιέζει, πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ τὰ λέει στὸ βιβλίο του. Ἐγὼ ἐκεῖνο ποῦ ἔχω νὰ καταθέσω αὐτὴ τὴ στιγμή: Ὅτι κοντὰ σὲ κεῖνον, ἂν μείνη κανείς, θὰ πάθη καὶ θὰ μάθη. Ἐὰν δὲν εἶναι διατεθειμένος νὰ πάθη δὲν θὰ πρέπει νὰ ἐλπίζη νὰ μάθη κάτι περισσότερο. Αὐτὸ εἶναι Μοναχισμός, αὐτὸ εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία, καὶ ἔτσι μαθαίνει κανεὶς τὰ θεῖα, ὅταν παθαίνη ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ θεραπευθῇ, ἐὰν δὲν περάση μέσα ἀπὸ τὴ θεραπεία τὴν σοβαρή, τὴν ἐσωτερικὴ καὶ δὲν μπορεῖ, ὅπως λέει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ νὰ λάβη πνεῦμα Θεοῦ, ἐὰν δὲ δώση ἱδρῶτα καὶ αἷμα. Ἔτσι συναντηθήκαμε, ἔτσι μείναμε κοντὰ τοῦ καὶ ἔτσι ἀγαπιόμαστε καὶ ἔτσι τὸν τιμῶ καὶ τὸν σέβομαι, ἔστω κι ἂν πολλὲς φορὲς δὲν ὑπακούω, ὅμως μέσα μου ἀντιλαμβάνομαι καὶ μὲ τὴν ὑπακοὴ ποῦ τοῦ κάνω, λίγες φορές, καὶ μὲ τὴν ἀνυπακοή, περισσότερες φορές, ἀντιλαμβάνομαι τὸ μεγαλεῖο ἑνὸς Γέροντα δίπλα ἀπὸ ἕναν Πνευματικό.
Εὐχαριστῶ.
- Προβολές: 3135