Παπαδιαμαντικὴ Παρέκβαση
Διαβάζοντας τὸ τελευταῖο βιβλίο τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου, τὸ ὁποῖο ἀναφέρεται στὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Κονίτσης Σεβαστιανό, συναντᾶμε στὴν σ. 92 τὴν ἑξῆς διήγηση ἑνὸς ἱερέα: «Ὅταν βρεθῶ μπροστὰ στὸ Θεὸ κατὰ τὴν Μέλλουσα Κρίση ὁ Θεὸς θὰ μοῦ πῇ: "Μιχαήλ, εἶσαι ἁμαρτωλός. Νὰ πᾶς στὴν Κόλαση". Πηγαίνοντας στὴν Κόλαση θὰ θυμηθῶ κάτι, θὰ ἐπιστρέψω καὶ θὰ πῶ στὸν Θεό: "Θεέ μου, κάτι καλὸ ἔκανα κι ἐγώ. Ἔκλεισα μιὰ Ἱερατικὴ Σχολή". Καὶ τότε ὁ Θεὸς θὰ μοῦ πῇ: "Στὸν Παράδεισο, στὸν Παράδεισο"».
Πρόκειται γιὰ ἱερέα, ὅπως διαβάζουμε προηγουμένως, ὁ ὁποῖος εἶχε ἄσχημες ἐντυπώσεις ἀπὸ μιὰ Ἱερατικὴ Σχολὴ τῆς Ἄρτας καὶ λόγῳ αὐτῶν τῶν γεγονότων ἀπέτρεπε πολλοὺς νὰ γίνουν ἱερεῖς καὶ προσπαθοῦσε νὰ κλείση τὴν Σχολὴ αὐτή. Βεβαίως τὰ λόγια αὐτὰ καὶ ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ θὰ φαίνονταν παράξενα καὶ ἂν ἀκόμα ἀνῆκαν σὲ λαϊκό. Τώρα ποὺ ἀνήκουν σὲ Κληρικὸ ξενίζουν πιὸ πολύ.
Ὁ ἐν λόγῳ ἱερέας ὅμως δὲν φαίνεται νὰ ἀστοχῇ ἐντελῶς. Ἑκατὸ περίπου χρόνια παλαιότερα ὁ Παπαδιαμάντης γράφοντας γιὰ τὴν μόρφωση τοῦ Κλήρου σημειώνει μεταξὺ τῶν ἄλλων: «Ὑπῆρχον τρεῖς ἡ τέσσαρες ἱερατικαὶ σχολαί, ὑπῆρχε, καὶ ὑπάρχει ἀκόμη, ἡ Ριζάρειος. Ἀπὸ τὰς ἱερατικὰς σχολᾶς ἐβγῆκε σμῆνος δικολάβων, δημοδιδασκάλων, δικαστικῶν κλητήρων καὶ δημοσίων ὑπαλλήλων. Ἀπὸ τὴν Ριζάρειον ἐβγῆκεν ὁλόκληρος σφηκιὰ δικηγόρων, ἀγέλη καθηγητῶν, ἰατρῶν, χρηματιστῶν καὶ πολιτευομένων».
Καὶ παρακάτω: «Ἀπὸ τὰς ἱερατικὰς σχολᾶς, καὶ ἀπὸ τὴν Ριζάρειον, ἐβγῆκαν ὀλίγιστοι καλοὶ ἱερεῖς, περισσότεροι ἴσως ὄχι πολὺ καθὼς πρέπει». Καὶ ἐπιλέγει στὸ θέμα αὐτό: «Μὴ πλανᾶσθε. Τὸ ράσον δὲν κάμνει τὸν μοναχὸν καὶ τὸ ἱεροδιδασκαλεῖον δὲν κάμνει τὸν ἱερέα. Πρέπει ὁ ἱερεὺς νὰ ἔχη κλίσιν μὲ ἰῶτα καὶ πρὸ πάντων κλῆσιν μὲ ἦτα... Πρέπει νὰ ἔχη πῦρ μέσα του».
Ἐκτὸς ἀπὸ τέτοια διάσπαρτα χωρία στὸ ἔργο του, ἀκόμα καὶ σὲ διηγήματα διαφορετικοῦ περιεχομένου, ὅπως τὸ «Ὄνειρο στὸ κῦμα», ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει καὶ ἕνα μικρὸ διήγημα ὅπου φαίνεται ὀξύτερα ἡ διάβρωση τοῦ κλίματος τῶν Ἱερατικῶν Σχολῶν καὶ τῆς σκέψεως τῶν σπουδαστῶν τοῦ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ Διαφωτισμοῦ. Πρόκειται γιὰ τὸ διήγημα «Ἡ κάλτσα της Νώενας»:
«–Καὶ τὰ κουνούπια πὼς νὰ ηὗραν τρόπον κ’ ἐσώθηκαν εἰς τὴν Κιβωτόν; Κ’ ἡ μυίγα; καὶ τὰ μυιγαράκια; κ’ οἱ μουσίτσες;
–Καὶ τὰ μικρόβια;
Αἱ δύο κυρίαι εἶχαν τὸν λόγον. Ἡ πρώτη, εὐτραφής, μεγαλόσωμος, καὶ καλοκαμωμένη, ὅσο ἐφαίνετο ὑπὸ τὰς ἀκτῖνας τῆς σελήνης, μέσῳ τοῦ δένδρου, Καὶ ὑπό το φῶς ἑνὸς φανοῦ ἐπὶ χαμηλοῦ στύλου, ἔξωθεν τοῦ ἐξοχικοῦ καφενείου, ἦτο σύζυγος τοῦ παρακαθημένου αὐτὴ ὑπερμεσήλικος κυρίου μὲ τὴν γενειάδα, ὅστις ἦτο ἐπαρχιώτης πολιτευόμενος. Ἡ ἄλλη, νεαρὰ ἀκόμη, ἄγαμος, ἦτο ἐν ἐνεργείᾳ δασκάλα. Εἰς γνώριμός των, νεαρὸς κύριος, συνεπλήρου τὴν τετράδα. Εἶχαν πίει τον καφέν των, τὴν θερινὴν ἐκείνην νύκτα, καὶ ἀνεψύχοντο.
–Κι ὁ ψύλλος τάχα ποὺ νὰ ἐτρύπωσε, καὶ κατώρθωσε νὰ γλυτώση; εἶπεν ἡ δασκάλα.
–Δὲν ἀμφιβάλλω ὅτι στὴν κάλτσα της Νώενας θὰ ἐχώθη, ἀπήντησεν ἡ μεγαλόσωμος.
Ὅλοι ἐκάγχασαν.
–Μὰ ἡ ψεῖρα;
–Ω, ἡ ψεῖρα; Χωρὶς ἄλλο θὰ ἐκόλλησε στὴν γενειάδα τοῦ Νῶε.
Ὁ γηραιὸς κύριος ἀκουσίως ἔψαυσε τὴν γενειάδα του.
Εἰς ἕνα ὅμιλον ἀντικρινὸν ἐκάθηντο τρεῖς λιμοκοντόροι. Οἱ δύο μόνον ἐφοροῦσαν στενά. Ὁ τρίτος, ἀμύστακος ἀκόμη, ἐφοροῦσε κομψὰ ρασάκια, καὶ εἶχε τὴν κοτσίδα του ὀπίσω δεμένην εἰς τὴν μέσην μὲ κορδέλαν. Ἴσως ἦτο Ριζαρείτης.
Κατὰ σύμπτωσιν, κ’ ἐκεῖ ἡ ὁμιλία ἦτο σχετικὴ μὲ τὴν Παλαιὰν Διαθήκην. Οἱ τρεῖς νέοι ὡμιλοῦσαν ἐν ἐξάψει, κ’ ἐφαίνοντο ὅτι εἶχαν δειπνήσει ἐν ἀφθονίᾳ.
–Καὶ τίνος τὰ πουλᾶς αὐτά, βρέ;... Πὼς μίλησεν ἡ γαϊδάρα τοῦ Βαρλαάμ; Τίνος τὰ πουλᾶς αὐτά, βρέ;
Τὸ βρὲ ὁ Ριζαρείτης τὸ ἀπηύθυνε βεβαίως εἰς τὸν ἀόρατον καὶ ἀπρόσωπον (τὸν) διευθυντὴν συντάκτην τῆς Ἱερᾶς Γραφῆς, πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπέστρεφε ρητορικῶς τὸν λόγον. Ἴσως εἰς τὸν προφήτην Μωϋσέα.
–Τίνος τὰ πουλᾶς αὐτά, ἐπανέλαβε καὶ τρίτην φοράν.
Ὁ νεαρὸς κύριος τοῦ γείτονος ὁμίλου, ἂν κ’ ἐγέλασε μὲ τὰς ἐλαφρᾶς εὐφυολογίας τῶν δύο γυναικῶν, φαίνεται ὅτι δὲν εὐηρεστήθη ἀπὸ τὴν βαναυσότητα τοῦ μικροῦ ρασοφόρου. Καὶ ἀποτεινόμενος πρὸς τὴν ἰδίαν ὁμάδα του, ἀρκετὰ μεγαλοφώνως ὥστε ν’ ἀκούεται καὶ ἀπὸ τοὺς γείτονας, εἶπε:
–Τίνος τὰ πουλᾶ; ...Μ’ αὐτὰ τὰ πράγματα, εἶναι εἴκοσιν αἰῶνες τώρα, ἐξακολουθοῦν νὰ πουλοῦνται εἰς ἑκατομμύρια ἀνθρώπων, καὶ μάλιστα αἱ Βιβλικαὶ Ἑταιρεῖαι τὰ πουλοῦν μεταφρασμένα εἰς τριακόσιες τόσες γλῶσσες... Κ’ ἔπειτα, ἐκεῖνος ποὺ τὰ πουλᾶ, ὡς θαῦμα ζητεῖ νὰ τὰ πουλήση καὶ ὄχι ὡς κοινὸν τί καὶ σύνηθες. Οὐδὲ βιάζει κανένα νὰ τὸ πιστεύση.
–Καὶ δὲν εἶναι καὶ πολὺ παράξενο ἂν ὡμίλησε μίαν φορὰν ἡ γαϊδάρα, εἶπεν ἀκάκως ὁ γηραιὸς κύριος. Πόσοι γαϊδάροι καὶ γαϊδάρες πόσες μιλοῦν!
–Ἂς τ’ ἀφήσουμε αὐτό, εἶπεν ὁ νέος. Μὰ ἰδέτε πόσον καλὰ ὁ νεαρὸς αὐτὸς ρασοφόρος μανθάνει τὰ «ἱερὰ γράμματα», ἀφοῦ τὸν Βαλαάμ, τὸν μάντιν, ποὺ ἔζησε χίλια χρόνια πρὸ Χριστοῦ, τὸν κάνει Βαρλαάμ, τὸν αἱρετικὸν τῆς 13ης μετὰ Χριστὸν ἑκατονταετηρίδος... Καὶ τὸ κάτω-κάτω, κύριε, ἐπέφερεν οἰονεὶ ἀποστρέφων τὸν λόγον πρὸς τὸν Ριζαρείτην, ἀφοῦ δὲν σ’ ἀρέσει, κύριε, ἡ Θρησκεία καὶ τὸ ἱερατικὸν στάδιον, διατὶ φορεῖς ράσα, καὶ διατὶ οἱ φιλόστοργοι γονεῖς σου σὲ στέλνουν νὰ φοιτᾶς εἰς τὴν Ριζάρειον; Ἕως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι;
Καὶ τὸ παπαδιαμαντικὸν κείμενο καὶ τὸ παράθεμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Μητροπολίτη Ἱεροθέου σὲ πρώτη ἀνάγνωση φαίνονται εὐτράπελα. Σὲ δεύτερη ὅμως ἀνάγνωση εἶναι πολὺ σοβαρὰ καὶ δείχνουν ἀλλοίωση τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους, τὸ ὁποῖο κατ’ ἐξοχὴν πρέπει νὰ διακρίνη καὶ νὰ χαρακτηρίζη μιὰ Ἱερατικὴ Σχολή, τοὺς σπουδαστές της καί, βεβαίως, τοὺς κληρικοὺς ποὺ θὰ χειροτονηθοῦν. Εἴτε αὐτὸ τὸ ἦθος ἀλλοιώνεται ἀπὸ τὴν ἐπιπολαιότητα, τὴν ποικίλη χαλαρότητα, τὴν δημοσιοϋπαλληλικὴ νοοτροπία ἡ κάτι παρόμοιο στὴν σύγχρονη Ἱερατικὴ Σχολὴ μιᾶς ἐπαρχιακῆς πόλεως, εἴτε ἀπὸ τὴν διείσδυση παλαιότερα τοῦ πνεύματος τοῦ ὀρθολογισμοῦ στὴν πιὸ ὀνομαστὴ Ἱερατικὴ Σχολή, τὴν Ριζάρειο.
Τελικῶς φαίνεται ὅτι μεγάλο βάρος εἶναι καὶ ἡ Ὀρθοδοξία, μεγάλο βάρος καὶ ὁ Ἑλληνισμὸς γιὰ τὸν Ἕλληνα. Καὶ ἡ ἐπιλογικὴ ἀποστροφὴ τοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ τοὺς ἀχαρακτήριστους Γραικύλους ἔχει ἰσχὺ ἕως σήμερα γιὰ ὅλους σχεδὸν τοὺς τομεῖς τοῦ ἀτομικοῦ καὶ συλλογικοῦ βίου. Δυστυχῶς.
- Προβολές: 2883