Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἱερομάρτυς Βαβύλας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ, 4 Σεπτεμβρίου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἅγιος ἱερομάρτυς Βαβύλας ἔζησε τὸν 3ο αἰῶνα μ. Χ., στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Νουμεριανοῦ, καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας. Ἐποίμανε τὸ ποίμνιό του μὲ θυσιαστικὴ ἀγάπη. Ἀξιώθηκε δὲ καὶ τοῦ μαρτυρίου καὶ γι’ αὐτὸ ἀποκαλεῖται Ἱερομάρτυρας. Δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξη τὸν βασιλιᾶ Νουμεριανὸ γιὰ ἔγκλημα ποὺ ἐκεῖνος διέπραξε καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἦταν ἡ ἀφορμὴ τοῦ μαρτυρίου του.
Ὁ Νουμεριανὸς κρατοῦσε αἰχμάλωτο τὸν γιὸ τοῦ βασιλέα τῶν Περσῶν καὶ τὸν θανάτωσε μὲ ἀπάνθρωπο τρόπο. Τότε ὁ ἅγιος Βαβύλας τὸν ἤλεγξε αὐστηρὰ γιὰ τὴν ἐνέργειά του αὐτή. Ὁ Νουμεριανὸς θέλησε νὰ ἐκδικηθῇ τὸν Ἐπίσκοπο καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν πολλοὺς ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς καὶ μάλιστα θέλησε νὰ πραγματοποιήση τὴν σκληρὴ ἀπόφασή του κατὰ τὴν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας. Ὅταν, ὅμως, ἐπεχείρησε νὰ εἰσέλθη στὸν Ἱερὸ Ναό, ὁ ἅγιος Βαβύλας τὸν ἤλεγξε καὶ πάλι καὶ τοῦ ἀπαγόρευσε τὴν εἴσοδο. Ἐκεῖνος ὀργισμένος, διέταξε τὴν ἑπομένη ἡμέρα νὰ τὸν σύρουν στὴν φυλακὴ καὶ ἐκεῖ τὸν ἀποκεφάλισε. Οἱ πιστοὶ πῆραν τὸ σῶμα τοῦ μάρτυρος Ἐπισκόπου τους καὶ τὸ ἐνταφίασαν μαζὶ μὲ τὰ δεσμά του, ὅπως ἦταν ἡ ἐπιθυμία του.
Μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τοῦ Ἱερομάρτυρος Βαβύλα συνεορτάζεται καὶ ἡ μνήμη τῶν τριῶν παιδιῶν, ποὺ μαρτύρησαν μαζί του. Τὸν ἀκολούθησαν μὲ αὐταπάρνηση ὅταν ἐκεῖνος ὁδηγεῖτο σιδηροδέσμιος στὴν φυλακή, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ συλληφθοῦν καὶ αὐτά. Ἐπειδὴ ὁμολόγησαν μὲ παρρησία τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ τὰ θανάτωσαν καὶ ἔτσι ἔλαβαν τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τοῦ ἁγίου Βαβύλα καὶ τῶν ἁγίων τριῶν παιδιῶν ποὺ μαρτύρησαν μαζί του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμὴ καὶ εὐλογία ἀπὸ τὸ μαρτύριο. Δηλαδὴ ἀπὸ τὸ νὰ ἀξιωθῇ κάποιος Χριστιανὸς νὰ δώση τὴν μαρτυρία του γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὴν σφραγίση μὲ τὸ αἷμα του. «Ὅπως ὁ Χριστὸς ἔχυσε τὸ αἷμα του γιά μας, ἄμποτε νὰ μᾶς ἀξιώση νὰ χύσουμε καὶ ἐμεῖς τὸ αἷμα μας γι’ Αὐτόν», ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς καὶ ὁ Θεὸς τὸν ἀξίωσε αὐτῆς τῆς ὑψίστης τιμῆς. Βέβαια, στὸ Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καταχωρημένοι ὡς μάρτυρες ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι σὲ καιροὺς διωγμῶν ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ καὶ στὴν συνέχεια σφράγισαν τὴν ὁμολογία τους αὐτὴ μὲ τὸ αἷμα τους. Μάρτυρες, ὅμως, ἀναδεικνύονται καθημερινὰ καὶ σὲ περιόδους εἰρήνης, ἐπειδὴ ὑπάρχουν πολλοὶ τρόποι μαρτυρίου. Μαρτύριο εἶναι καὶ ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπὸ τὰ πάθη, προκειμένου νὰ «ἐνοικήση καὶ ἐμπεριπατήση» σὲ αὐτὴν ὁ Θεός. Μαρτύριο εἶναι, ἐπίσης, τὸ νὰ ὑπομένη κανεὶς τὰ λυπηρὰ τῆς ζωῆς, τὰ ὁποῖα ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς γιὰ τὸν καταρτισμό μας, χωρὶς γογγυσμὸ καὶ ἀγανάκτηση, ἀλλὰ μὲ ὑπομονή, εὐχαριστῶντας καὶ δοξολογῶντας τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα. Μαρτύριο εἶναι καὶ τὸ νὰ ἀγαπᾶ κανεὶς ἀνιδιοτελῶς τοὺς πάντας, καὶ αὐτοὺς ἀκόμα τοὺς ἐχθρούς, καὶ νὰ προσεύχεται ἀδιαλείπτως γιὰ ὅλον τὸν κόσμο. «Τὸ νὰ προσεύχεσαι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους σημαίνει νὰ χύνης αἷμα... ἀλλὰ πρέπει νὰ προσευχόμαστε» (Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης).
Σημαντικὸ γεγονὸς στὴν ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι, καὶ ἔτσι πρέπει νὰ θεωρῆται, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο φεύγει ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο, ἐπειδὴ ἔχει σχέση μὲ τὸ αἰώνιο μέλλον του, ἀφοῦ, ἐνῷ ὁ ἐπίγειος βίος ἔχει τέλος, ἡ ζωὴ δὲν τελειώνει ποτέ. Γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ μᾶς ἀπασχολῇ σοβαρὰ καὶ νὰ προετοιμαζόμαστε σὲ ὅλη μας τὴν ζωὴ γιὰ τὴν ὥρα τῆς ἐξόδου μας. Ἄλλωστε, τὸ «νὰ ζῆ κανεὶς χριστιανικὰ εἶναι ἀκατόρθωτο. Χριστιανικὰ μπορεῖ κανεὶς μόνο νὰ πεθαίνει, ὅπως πέθαινε καθημερινὰ καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος» (Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ). Κάποιος, στὸ ἐρώτημα γιατί ἔγινε Ὀρθόδοξος ἀπάντησε: «Γιὰ νὰ μπορέσω νὰ πεθάνω καλά» («Ἐκκλησιαστικὴ Παρέμβαση», τεύχ. 141, σελ. 10). Δηλαδή, στὴν πραγματικότητα, γιὰ νὰ μπορέση νὰ ζῆ καλὰ αἰωνίως.
Δεύτερον. Τὰ τρία παιδιὰ ποὺ ἔδειξαν μεγάλη ἀγάπη στὸν Θεὸ καὶ ἀφοσίωση στὸν Ἐπίσκοπο καὶ πνευματικό τους Πατέρα, θυμίζουν μὲ τὸν βίο καὶ τὴν πολιτεία τους τὰ τρία παιδιὰ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τὸν Ἀνανία, τὸν Ἀζαρία καὶ τὸν Μισαήλ, τὰ ὁποῖα δὲν ὑπέκυψαν στὶς ἀπειλὲς τοῦ ἀσεβοῦς βασιλιᾶ Ναβουχοδονόσορα. Ἔμειναν πιστὰ στὸν Θεὸ τῶν Πατέρων τους καὶ γι’ αὐτὸ ρίχθηκαν στὴν κάμινο τοῦ πυρός, ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅμως, τὰ ἔσωσε ὁ Θεὸς μὲ θαυμαστὸν τρόπο. Ὁ Θεὸς τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη ὕπαρξη, μιὰ ἀνώτερη δύναμη ἀπρόσωπη, ἀλλὰ εἶναι Πρόσωπο, εἶναι Ἀγάπη. Εἶναι «ὁ Θεὸς τῶν Πατέρων ἡμῶν», ποὺ ἀγαπᾶ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλους μαζί, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν καθέναν ξεχωριστὰ καὶ ὅλοι ἔχουμε τὴν δυνατότητα νὰ ἀποκτήσουμε προσωπικὴ κοινωνία μαζί Του.
Ἡ ἀγάπη καὶ ἡ ὑπακοὴ στὸν Ἐπίσκοπο δὲν εἶναι προσωπολατρεία, ἀλλὰ φανερώνει ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα, ἐπειδὴ ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι «εἰς τύπον καὶ τόπον» τῆς Κεφαλῆς τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ ὁρατὴ παρουσία τοῦ Χριστοῦ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ γι’ αὐτό, «ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία» (Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ Θεοφόρος).
Στὶς ἡμέρες μας, δυστυχῶς, ὑπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω ἀπὸ τὰ ἐκκλησιολογικὰ θέματα, ἀκόμη καὶ σὲ πολλοὺς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ διακονοῦν ἀπὸ διάφορες θέσεις τὴν Ἐκκλησία. Κυρίως ἀπὸ ἐκείνους ποὺ εἰσέρχονται στὸν ἱερὸ Κλῆρο χωρὶς τὶς κανονικὲς προϋποθέσεις, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ δημιουργοῦνται σοβαρὰ προβλήματα καὶ νὰ προξενοῦνται πληγὲς στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διακονία μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ κυρίως ἡ εἰσδοχὴ στὸν ἱερὸ Κλῆρο πρέπει νὰ γίνεται μὲ τὶς ἀπαραίτητες κανονικὲς προϋποθέσεις, ἐπειδὴ ἡ παραβίαση τῶν ἱερῶν Κανόνων γενικά, ἀλλὰ καὶ εἰδικὰ τῶν Κανόνων ποὺ ἀναφέρονται στὰ «κωλυτικὰ» τῆς ἱερωσύνης εἶναι σοβαρὸ παράπτωμα μὲ πολλὲς παρενέργειες.
Ὁ σεβασμὸς στὴν Ἐκκλησία δὲν εἶναι ἀνεξάρτητος ἀπὸ τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ὑπακοὴ στὸν Ἐπίσκοπο, τὰ Δόγματα, τοὺς ἱεροὺς Κανόνας, ἀλλὰ καὶ τοὺς Θεόπτας Ἁγίους, ποὺ εἶναι τὰ πραγματικὰ μέλη της.
- Προβολές: 3518