Ναυπάκτου Ἱερόθεος: Ἡ Θεολογία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Δημοσιεύουμε κατωτέρω ἀποσπάσματα τῆς εἰσηγήσεως τοῦ Σεβασμιωτάτου κ. Ἱεροθέου κατὰ τὴν παρουσίαση τοῦ ἔργου τῆς πεντάτομης ἑρμηνείας ποὺ ἐκπόνησε ὁ Μητροπολίτης Γόρτυνος κ. Ἰερεμίας γιὰ τὰ βιβλία τῆς Πεντατεύχου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (βλ. τ. 139, Ἴαν. 2008).
***
α) Ἱερὰ ἱστορία
Ὅταν ὁμιλοῦμε γενικὰ γιὰ ἱστορία, ἐννοοῦμε τὰ διάφορα γεγονότα τὰ ὁποῖα συνέβησαν στὸν χρόνο καὶ τὸν χῶρο, καὶ τὰ ὁποῖα καθορίζουν τὸ μέλλον τῶν λαῶν, τῶν Ἐθνῶν καὶ τῶν ἀνθρώπων στὸ ἱστορικὸ ἐπίπεδο καὶ γίγνεσθαι.
Ὅμως, πέρα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἱστορία τὴν ὁποία καθορίζουν τὰ διάφορα γεγονότα ἡ οἱ χαρισματικὲς προσωπικότητες, ὑπάρχει καὶ ἡ ἱερὰ ἱστορία, ποὺ καθορίζουν οἱ Προφῆτες στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, ποὺ ἐδέχθησαν τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν μετέφεραν στοὺς ἀνθρώπους, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ καθορίζουν ἀκόμη καὶ τὸν ἱστορικὸ βίο τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Μωϋσής, γιὰ παράδειγμα, ἀνέβηκε στὸ Σινᾶ, εἶδε τὸν ἄσαρκο Λόγο, ἔλαβε τὸν νόμο Του καὶ στὴν συνέχεια αὐτὸς ὁ νόμος ἔγινε καθοδηγητικὸς γιὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸ λαό. Ἔτσι, πέρα ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη τοῦ ἱστορικοῦ βίου - κοινὴ ἱστορία- ὑπάρχει καὶ ἡ ἱερὰ ἱστορία, ποὺ δείχνει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Θεὸς προετοίμασε τοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ δεχθοῦν τὴν ὑπέρτατη ἀλήθεια, τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου Του καὶ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων μαζί Του.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος κάνει λόγο γιὰ τὴν ποικιλότροπη ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους. «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν Υἱῷ, ὀν ἔθηκεν κληρονόμον πάντων» (Ἑβραίους α , 1-2). Σὲ ἄλλη περίπτωση κάνει λόγο γιὰ τὸ ὅτι ὁ νόμος ἔγινε παιδαγωγὸς εἰς Χριστόν: «ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστὸν» (Γάλ. γ , 24). Ἡ ἱερὰ ἱστορία περιλαμβάνει το πὼς ὁ Θεὸς προετοίμαζε τοὺς Προφήτας στὴν Παλαιὰ Διαθήκη νὰ φθάσουν στὴν μέθεξη τοῦ ἀσάρκου Λόγου, καὶ πὼς προετοίμαζε γενικὰ τὸν ἰσραηλιτικὸ λαό, διὰ τῶν Προφητῶν, νὰ φθάσουν στὴν μέθεξη τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου.
Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶναι καὶ ἡ οὐσία τῆς λεγομένης παραδόσεως, ὅπως ἔλεγε στὶς προφορικές του παραδόσεις ὁ ἀείμνηστος π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Ὁ πυρῆνας τῆς παραδόσεως εἶναι ἡ μέθοδος ἐκείνη διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος περνᾶ ἀπὸ τὴν κάθαρση τῆς καρδιᾶς στὸν φωτισμὸ τοῦ νοῦ, διὰ τῆς νοερᾶς προσευχῆς, καὶ στὴν συνέχεια στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι καὶ ἡ θεολογία. Ὅλα τὰ ἄλλα εἶναι ἡ περιφέρεια τῆς παραδόσεως. Ὁπότε, ἡ μετάδοση τῆς Παραδόσεως ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιὰ εἶναι μετάδοση τῆς μεθόδου, διὰ τῆς ὁποίας ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στὴν θέωση, τὴν θεοπτία. Αὐτὴ ἡ μετάδοση τῆς Παραδόσεως γίνεται ἀπὸ τὸν Ἴδιο τὸν Χριστό, στοὺς μὲν Προφήτας στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀσάρκως, στοὺς δὲ Προφήτας τῆς Καινῆς Διαθήκης ἐν σαρκί. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι κάθαρση, φωτισμὸς καὶ θέωση ὑπάρχει τόσο στὴν Παλαιὰ ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη.
Ὁ νόμος ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἔχει σαφῶς ἀσκητικὸ χαρακτῆρα, γιατί προετοίμαζε τὸν ἄνθρωπο νὰ φθάση στὴν θεωρία τοῦ Λόγου, στὴν μέθεξη τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου. Δὲν δόθηκε ὁ νόμος γιὰ νὰ γίνη μιὰ νομοθεσία σὲ ἕνα ἔθνος, ὅπως ὑπάρχουν νόμοι καὶ σὲ ὅλα τὰ ἔθνη. Μπορεῖ ὁ νόμος τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης νὰ ἔχη ὁμοιότητες μὲ ἄλλους νόμους, ἀλλ’ ὅμως ἔχει σαφῆ προσανατολισμό, ἀφοῦ σκοπός του εἶναι νὰ ὀδηγήση τὸν λαὸ ἀπὸ τὴν κάθαρση στὸν φωτισμὸ καὶ τὴν θέωση. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια πρέπει νὰ δοῦμε καὶ τὶς τελετὲς καθάρσεως ποὺ ἔχουν νομοθετηθῇ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ καὶ ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, ὅτι, δηλαδή, εἶναι μιὰ κτιστὴ παραλλαγὴ τοῦ ἀκτίστου Ναοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος.
Ἔτσι, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος εἶναι καὶ ἄκτιστος Νόμος τὸν ὁποῖον εἶδε ὁ Μωϋσὴς ἐπάνω στὸ ὅρος Σινᾶ καὶ τὸν μετέφερε μὲ κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα, ἀλλὰ καὶ ἄκτιστος Ναὸς ποὺ ὁ Μωϋσὴς βίωσε καὶ ἔπειτα τὸν σχεδίασε μὲ κτιστὸ τρόπο. Ἄκτιστος Ναὸς εἶναι ὁ Λόγος, γιατί ὁ Λόγος εἶναι ἐν τῷ Πατρὶ καὶ ὁ Πατὴρ ἐν τῷ Λόγῳ. Ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, ποὺ ἀργότερα περιελήφθηκε στὸν Ναὸ τοῦ Σολομῶντος εἶναι ὁ κτιστὸς σχεδιασμὸς τοῦ ἀκτίστου Ναοῦ, καὶ φυσικὰ μὲ τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ καταργήθηκε καὶ ἀντικαταστάθηκε μὲ τὸν κτιστὸ ναὸ ποὺ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ὅτι «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν, καὶ ἐθεασάμεθα τὴν δόξαν αὐτοῦ, δόξαν ὡς μονογενοῦς παρὰ πατρός, πλήρης χάριτος καὶ ἀληθείας» (Ἰω. α , 14). Ἡ κτιστὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου ἀντικαταστάθηκε ἀπὸ τὴν κτιστὴ σκηνὴ τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία προσέλαβε ἀπὸ τὴν Παναγία.
Συνεπῶς, ἡ Παλαιὰ Διαθήκη, μὲ τὸν λόγο τῶν Προφητῶν, τὸν νόμο του Μωϋσέως, τὶς τελετὲς καθάρσεως, τὴν λατρεία κλπ. δὲν εἶναι μιὰ ἑβραϊκὴ ἱστορία, ἀλλὰ ἡ ἱερὰ ἱστορία, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο προετοίμασε ὁ Θεὸς τὴν ἀνθρωπότητα νὰ φθάση στὴν θεωρία τοῦ Λόγου, ἀλλὰ καὶ στὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ νὰ περάση ἀπὸ τὴν πνευματικὴ Ἐκκλησία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, στὴν ἐν σαρκὶ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία τῆς Καινῆς Διαθήκης. Αὐτὴ ἡ προετοιμασία γίνεται μὲ τὴν μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καὶ θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, ποὺ ὑπάρχει πλούσια καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη.
β) Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἔργο τῆς Ἐκκλησίας
Ἀπὸ τὰ προηγούμενα φαίνεται ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή, Παλαιὰ καὶ Καινὴ Διαθήκη, εἶναι ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ μέσα ἀπὸ αὐτὴν τὴν προοπτικὴ πρέπει νὰ μελετᾶται καὶ νὰ ἑρμηνεύεται.
Λέγοντας Ἐκκλησία ἐννοοῦμε τὴν κοινωνία τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Μὲ αὐτὴν τὴν ἔννοια ἡ Ἐκκλησία ὑπῆρχε καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὁ Κλήμης Ρώμης θὰ πῇ, ὅτι ἡ Ἐκκλησία στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν πνευματική, ἐνῷ στὴν Καινὴ Διαθήκη ἐκφράζεται ἐν τῇ σαρκὶ τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ἄνωθεν πρώτη, πρὸ ἡλίου καὶ σελήνης ἐκτισμένη, πνευματικὴ• πνευματικὴ δὲ οὖσα, ἐφανερώθη ἐν τῇ σαρκὶ τοῦ Χριστοῦ». Ἔτσι ἐξηγεῖται καὶ ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ὅτι ὁ Χριστός, μὲ τὴν ἐνσάρκωσή Του «Ἐκκλησίας σάρκα ἀνέλαβε» καὶ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης ὅτι ὁ Χριστὸς ἑνώθηκε μαζί της, ὅπως ἡ κεφαλὴ μὲ τὸ σῶμα της, «σωματοποιήσας τὴν Ἐκκλησίαν ὁ Λόγος».
Γίνεται ἀντιληπτὸ ὅτι ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης βρίσκεται στὸ ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καταγράφονται οἱ ἐμφανίσεις τοῦ ἀσάρκου Λόγου, ἐνῷ στὴν Καινὴ Δαθήκη καταγράφονται οἱ ἀποκαλύψεις τοῦ Λόγου ἐν σαρκί. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τὸ τροπάριο ποὺ ἀναφέρεται στὸν Χριστὸ καὶ στὶς ἀποκαλύψεις Του: «πρότερον μὲν ἄσαρκον ὡς Λόγον ὕστερον δὲ δι’ ἡμᾶς σεσαρκωμένον».
Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι γεμάτη ἀπὸ ἀποκαλύψεις, πρὸ τῆς ἐνσαρκώσεως, μετὰ τὴν ἐνσάρκωση, πρὸ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, πρὸ τῆς Ἀναλήψεως καὶ μετὰ τὴν Ἀνάληψή Του. Ὅταν κάνουμε λόγο γιὰ ἀποκάλυψη ἐννοοῦμε τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν θεοπνευστία, ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτεται στὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ποὺ ἔχει καθαρὴ καρδιὰ καὶ ἑπομένως ἔχει ὑποστῇ τὴν κάθαρση, καὶ ἀκόμη ὁ ἄνθρωπος ποὺ δέχεται τὴν ἀποκάλυψη βρίσκεται στὴν κατάσταση τῆς θεώσεως. Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ, γίνεται διὰ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἀποκαλεῖται θεούμενος εἶναι θεόπνευστος, ὁμιλεῖ ἀπλανῶς περὶ τοῦ ἀποκαλυφθέντος Θεοῦ. Δὲν στοχάζεται, δὲν ὁμιλεῖ φανταστικῶς, ἀλλὰ ἀποκαλυπτικῶς, θεοπνεύστως. Ὁ Προφήτης, τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὅπως ἔλεγε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, κοινωνεῖ μὲ τὸν ἄσαρκο καὶ σεσαρκωμένο Λόγο, βλέπει τὸν Θεὸ ὑπερβαίνοντας τὰ κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα καὶ στὴν συνέχεια ἐκφράζει αὐτὴν τὴν ἐμπειρία μὲ κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα, τὰ ὁποῖα, ὅμως, ποτὲ δὲν μποροῦν νὰ ἀντικαταστήσουν τὴν Ἀποκάλυψη, δηλαδὴ τὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως. Πάντως στὴν ἐμπειρία τῆς θεώσεως καταργεῖται καὶ ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινὴ Διαθήκη, καὶ αὐτὴ ἡ θεολογία.
Ὁ Βαρλαάμ, ἀκολουθῶντας τὴν αὐγουστίνεια παράδοση, ἰσχυριζόταν ὅτι τὰ ὁράματα τῶν Προφητῶν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἦταν σύμβολα, ἔξωθεν πραγματικότητες, κάτι ποὺ γινόταν καὶ ἀπογινόταν, καὶ γι αὐτό οἱ Προφῆτες ἦταν κατώτεροι τῶν φιλοσόφων καὶ οἱ ἀποκαλύψεις τους «χείρω τῆς ἡμετέρας νοήσεως». Αὐτὸς ἦταν ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖον περιφρονοῦσε καὶ περιφρονεῖ ἡ δυτικὴ θεολογία τὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Ὅμως, ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς ἀνήρεσε αὐτὴν τὴν ἄποψη, ὑποστηρίζοντας ὅτι τὰ ὁράματα τῶν Προφητῶν δὲν ἦταν σύμβολα καὶ φαντάσματα, κάτι ποὺ γίνεται καὶ ἀπογίνεται, ἀλλὰ ἀποκαλύψεις τοῦ ἀσάρκου Λόγου καὶ ταύτιζε τὶς ἀποκαλύψεις τῶν Προφητῶν μὲ τὶς ἀποκαλύψεις τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γι‘ αὐτό, μεταξὺ τῶν ἄλλων ἔγραφε: «τοῦτο τελειότης ἐστὶ σωτήριος ἐν τε γνώσει καὶ δόγμασι, τὸ ταυτὰ φρονεῖν προφήταις, ἀποστόλοις, πατράσι, πᾶσιν ἁπλῶς, δι’ ὤν τὸ ἅγιον Πνεῦμα μαρτυρεῖται λαλῆσαν περί τε Θεοῦ καὶ τῶν κτισμάτων αὐτοῦ».
Ἔτσι, ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ ὑπάρχει τόσο στὴν Παλαιὰ ὅσο καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Ἡ διαφορὰ ὅμως μεταξὺ τῶν ἀποκαλύψεων στὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινὴ Διαθήκη, βρίσκεται σὲ δύο βασικὰ σημεῖα.
Τὸ πρῶτο στὴν ἐνσάρκωση, ἀφοῦ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ὁμιλεῖ γιὰ τὸν ἀποκαλυπτόμενο στοὺς Προφήτας Λόγο, ἐνῷ ἡ Καινὴ Διαθήκη κάνει λόγο γιὰ τὸν Χριστό, τὸν ἐνσαρκωθέντα Λόγον. Ἔτσι, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὑπάρχει θέωση, ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ἀποκάλυψη, ἀλλὰ χωρὶς τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ποὺ σημαίνει ὅτι ὁ Προφήτης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔφθανε στὴν θέωση, ἦταν φίλος τοῦ Λόγου, χωρὶς ὅμως νὰ βλέπη τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, τὴν ὁποία ἀκόμη ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε προσλάβει. Ἄλλωστε, τὸ ὄνομα Χριστός, δηλώνει τὴν χρίση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως ἀπὸ τὴν θεότητα, ἐνῷ στὴν Παλαιὰ Δαθήκη ὁ Λόγος δὲν ἦταν κεχρισμένος. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Χριστὸς ἦταν ἄγγελος Κυρίου, Κύριος τῆς δόξης, Γιαχβέ, Κύριος Σαβαώθ, Μεγάλης βουλῆς Ἄγγελος. Εἶναι σημαντικὸ ὅτι στὴν Πεντάτευχο γίνεται ἀναφορὰ στὸν Κύριο τῆς δόξης, τὸν ἄγγελο Κυρίου, καὶ στὴν ἑρμηνεία της ποὺ γίνεται ἀπὸ τὴν Σοφία Σολομῶντος, αὐτὸς ὁ ἄγγελος τῆς δόξης χαρακτηρίζεται «Σοφία τοῦ Θεοῦ». Πρόκειται περὶ τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖο ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης καὶ περὶ τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ὁποία κάνει λόγο ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
Τὸ δεύτερο σημεῖο διαφορᾶς μεταξὺ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης βρίσκεται στὸ ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ μέθεξη τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ εἶναι προσωρινὴ καὶ γι’ αὐτὸ οἱ θεούμενοι πέθαιναν καὶ σωματικὰ καὶ ψυχικά, ἐνῷ στὴν Καινὴ Διαθήκη οἱ θεούμενοι μετέχουν κατὰ μόνιμο τρόπο στὴν δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος, διότι μετέχουν στὴν θεωθεῖσα σάρκα τοῦ Χριστοῦ, καὶ διότι καταργήθηκε ὁ θάνατος. Ὁ Προφήτης στὴν Παλαιὰ Διαθήκη μετέχει τοῦ ἀσάρκου Λόγου, ἐνῷ στὴν Καινὴ Διαθήκη μετέχει τοῦ σεσαρκωμένου Λόγου, μέσῳ τῆς τεθεωθείσης ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ.
Πέρα ἀπὸ αὐτὰ πρέπει νὰ κατανοηθῇ ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ στοὺς Ἀποστόλους ὅτι θὰ τοὺς ἀποστείλη τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ποὺ θὰ τοὺς ὀδηγήση «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰωάν. ἰε 13). Πρέπει νὰ ἀναλυθῇ αὐτὴ ἡ ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ, διότι μπορεῖ νὰ ἐκληφθῇ ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια, ὅτι δῆθεν οἱ ἀποκαλύψεις στὴν Παλαιὰ Διαθήκη εἶναι φάσματα τῆς ἀληθείας, καὶ ὅτι δῆθεν ὁ ἄνθρωπος ἀνεβαίνει προοδευτικὰ στὴν ἀλήθεια, περνῶντας ἀπὸ τὴν Παλαιὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Αὐτὸ δὲν εἶναι σωστό, γιατί, ὅπως εἴδαμε προηγουμένως, καὶ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἔχουμε μέθεξη τοῦ ἀσάρκου Λόγου διὰ τῆς θεώσεως τοῦ Προφήτου, ἔστω καὶ κατὰ προσωρινὸ τρόπο. Καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας γιὰ νὰ ὁμιλήσουν γιὰ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ τὴν Θεοφάνειά Του, ἀνέφεραν χωρία ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὰ ἑρμήνευσαν ὡς πραγματικὲς Θεοφάνειες.
Γιὰ παράδειγμα οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, στὰ ἔργα τους, ἀντιμετωπίζοντας τοὺς ἀρειανοὺς ποὺ ἰσχυρίζονταν ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν ὑπάρχει Θεοπτία, ἀλλὰ ὀσάκις οἱ Προφῆτες ἔβλεπαν τὸν Θεό, ἔβλεπαν τὸν κτιστὸ Λόγο, τὸν ἔβλεπαν διὰ τοῦ κτίσματος ποὺ ἦταν ἕνα σύμβολο καὶ δὲν ἦταν ἄκτιστο, ἀντέδρασαν λέγοντες ὅτι ὁ Λόγος ποὺ ἀποκαλυπτόταν στοὺς Προφήτας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁ Μεγάλης Βουλῆς ἄγγελος ἦταν ὁ ἄκτιστος Λόγος. Ὁπότε, ἡ συζήτηση μεταξὺ ἀρειανὼν καὶ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ἐὰν ὁ Μεγάλης Βουλῆς ἄγγελος ποὺ ἐμφανιζόταν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη στοὺς Προφήτας ἦταν κτιστὸς ἡ ἄκτιστος. Οἱ ἀρειανοὶ ὑποστήριζαν ὅτι ἦταν κτιστὸς καὶ αὐτὸς ὁ κτιστὸς Λόγος σαρκώθηκε, ἐνῷ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑποστήριζαν ὅτι ὁ Λόγος ποὺ ἐμφανιζόταν στοὺς Προφήτας ἦταν ἄκτιστος Λόγος. Ὁπότε, στὴν πραγματικότητα ἡ διαμάχη ἦταν γιὰ τὴν θεοπτία, ἂν ὁ Μεγάλης Βουλῆς ἄγγελος, ὁ Λόγος, εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα ἡ ἀνόμοιος μὲ Αὐτόν. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ Πατέρες ἔφθασαν στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ γνώριζαν ὅτι ὁ Κύριος τῆς δόξης ἔχει τὴν ἴδια δόξα μὲ τὸν Πατέρα καὶ γι αὐτό εἶναι ὁμοούσιος μὲ Αὐτόν, ἐνῷ οἱ ἀρειανοὶ δὲν εἶχαν αὐτὴν τὴν θεοπτικὴ ἐμπειρία καὶ κατέληξαν στὴν αἵρεση. Ὁπότε, προηγεῖται ἡ θεωρία καὶ ἀκολουθεῖ ἡ ἔκφρασή της μὲ τὸν ὅρο ὁμοούσιος, ποὺ εἶναι τὸ ρητό. Ἔτσι, τὸ ὁμοούσιος εἶναι τὸ νέο ποὺ ἐμφανίζεται, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα αὐτὸς εἶναι ἕνας ὅρος ποὺ ἐκφράζει τὴν ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου δόξης, ποὺ ἔβλεπαν καὶ βλέπουν οἱ θεόπτες, καὶ βεβαίως κατ’ ἐπέκταση σημαίνει ὅτι τὸ ὁμοούσιος δὲν κατανοεῖται φιλοσοφικῶς, ἀλλὰ ἐμπειρικῶς. Ἔτσι, ὅταν λέμε ὅτι ὁ Λόγος εἶναι ὁμοούσιος μὲ τὸν Πατέρα, σημαίνει ὅτι εἶναι ἄκτιστος καὶ αὐτὸ βεβαιώνεται ἀπὸ τὴν ἐμπειρία τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίση τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ Ἀρείου, ἀντλοῦσε ἐπιχειρήματα καὶ ἀπὸ τὶς δύο Διαθῆκες, ἤτοι ἀπὸ τὴν Παλαιὰ καὶ τὴν Καινή.
Ἔτσι, ὅταν ὁ Χριστὸς ὑποσχόταν στοὺς Ἀποστόλους ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα θὰ τοὺς ὀδηγήση «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν», δὲν ἐννοοῦσε ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὑπῆρχε ψεῦδος, ἡ μερικὴ ἀλήθεια, ἀλλὰ ἀναφερόταν στὴν διαφοροποίηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἡ Ἐκκλησία ἦταν πνευματική, ὑπῆρχε μέθεξη μὲ τὸν ἄσαρκο Λόγο, χωρὶς ἀνθρώπινη σάρκα, ἐνῷ στὴν Καινὴ Διαθήκη ὑπάρχει μέθεξη μὲ τὸν Χριστὸ στὴν τεθεωθεῖσα ἀνθρώπινη φύση Του. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Προφήτης ποὺ εἶδε τὸν Θεὸ ἔγινε ναός του, ἐνῷ στὴν Καινὴ Διαθήκη εἶναι κατοικητήριο τῆς τεθεωθείσης ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Χριστοῦ. Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Θεὸς μερίζεται ἀμερίστως ἐν μεριστοὶς σὲ κάθε Προφήτη, χωρὶς νὰ τεμαχίζεται, καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη, μετὰ τὴν Πεντηκοστή, ὅπως ὁμολογεῖται στὴν θεία Λειτουργία «μελίζεται καὶ διαμερίζεται ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ μελιζόμενος καὶ μὴ διαιρούμενος». Ἔτσι, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς ἔχουμε τὴν ἄλλη διάσταση τῆς Ἐκκλησίας, τὴν σαρκική, καὶ αὐτὸ δηλώνει ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα θὰ ἀποκαλύψη τὴν πᾶσαν ἀλήθειαν τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπερτάτη ἀλήθεια καὶ πέρα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ὡς Σώματος τοῦ Χριστοῦ, μέσα στὴν ὁποία ὁ ἄνθρωπος μετέχει της τεθεωθείσης Σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ, καὶ ὑπερβαίνει τὸν θάνατο, δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἀλήθεια.
γ) Ἑρμηνεία ὑπὸ θεουμένων
Γίνεται φανερὸ ἀπὸ ὅσα μέχρι τώρα ἐλέχθησαν ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῇ μὲ τὰ κριτήρια τῆς ἐθνικῆς ἱστορίας ἑνὸς λαοῦ, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἑρμηνευθῇ καὶ μὲ τὰ κριτήρια τῆς ἱερᾶς ἱστορίας, ὅτι, δηλαδή, περιγράφει τὴν προετοιμασία τῆς ἀνθρωπότητας ἀπὸ τὸν ἄσαρκο Λόγο γιὰ νὰ ἐνανθρωπήση γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὴν δημιουργία τῆς Ἐκκλησίας ὡς τοῦ ἐνδόξου Σώματός Του. Αὐτὴν τὴν δεύτερη ἑρμηνεία συναντοῦμε στὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, τῶν Προφητῶν τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Οἱ Πατέρες εἶναι θεούμενοι, ἔφθασαν στὴν μέθεξη τῆς ἀκτίστου δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ σαρκὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπέκτησαν τὴν ἴδια ἐμπειρία τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὁπότε εἶναι καὶ οἱ πλέον κατάλληλοι γιὰ νὰ τὴν ἑρμηνεύσουν μὲ κτιστὰ ρήματα καὶ νοήματα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι οἱ θεοφάνειες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἑρμηνεύονται μέσα ἀπὸ τὴν θεωρία τῶν ἁγίων τῆς Καινῆς Διαθήκης. Οἱ ἅγιοι ἀποκρυπτογραφοῦν τὴν προνοητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν κτίση καὶ τὴν ἱστορία. Ἄλλωστε, μέσα στὴν κτίση δὲν ὑπάρχουν μερικοὶ φυσικοὶ νόμοι ποὺ τὴν διευθύνουν ἀπρόσωπα καὶ μηχανικά, ἀλλὰ ἐνεργεῖ σὲ αὐτὴν ἡ ἄκτιστη συντηρητικὴ καὶ προνοητικὴ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Ὅσοι βρίσκονται σὲ κατάσταση φωτισμοῦ καὶ θεώσεως, μποροῦν νὰ βλέπουν αὐτοὺς τοὺς πνευματικοὺς λόγους, τοὺς λόγους τῶν ὄντων, νὰ τοὺς κατανοοῦν καὶ νὰ τοὺς ἑρμηνεύουν.
Θὰ μποροῦσαν νὰ ἀναφερθοῦν πολλὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἑρμηνευτικὴ διδασκαλία τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ πιστοποιοῦν αὐτὴν τὴν πραγματικότητα. Θὰ ἀρκεσθῶ ὅμως σὲ μερικὰ ἐνδεικτικά.
Ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου φανερώνει ὅτι ὑπάρχει ταυτότητα ἐμπειριῶν μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης καὶ ὅτι ὅλα ὅσα ἔγιναν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἀποτελοῦν τὴν ἱερὰ ἱστορία, ποὺ δείχνει το πὼς ὁ Θεὸς προετοίμασε τὸν λαὸ γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Χριστοῦ. Στὴν ἐπιστολὴ αὐτὴ φαίνεται ἡ δόξα τοῦ ἀκτίστου Ἀσάρκου καὶ σεσαρκωμένου Λόγου, ἡ ἀνωτερότητά Του ἀπὸ τοὺς κτιστοὺς ἀγγέλους, ἀπὸ τὸν Μωϋσὴ καὶ τὸν Ἀαρών, ἡ ἀνωτερότητα τῆς ἀρχιερωσύνης τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴ ἱερωσύνη, ἡ σχέση καὶ διαφορὰ μεταξὺ τῆς σκηνῆς καὶ τῆς λατρείας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μὲ τὸν λαὸ καὶ τὴν λατρεία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἡ πίστη τῶν δικαίων καὶ τῶν Προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ποὺ εἶναι πίστη ἐκ θεωρίας, ἡ εἴσοδός μας στὴν κατάπαυση τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ ἱερὸς ἡσυχασμός, ἡ παρότρυνση νὰ προχωρήσουμε στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Μωϋσὴς ἀνέβηκε στὸ ὅρος Σινᾶ καὶ ἡ προτροπὴ νὰ ὑπακούσουμε στοὺς ἡγουμένους ποὺ ἀποστέλλει ὁ Θεός, ὅπως ἀπέστειλε τοὺς ἡγουμένους-Προφήτας στὸν ἰουδαϊκὸ λαό. Εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου δείχνει πὼς ἑρμηνεύεται χριστολογικὰ καὶ ἁγιοπνευματικὰ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη καὶ πὼς ὑπάρχει ταυτότητα ἐμπειριῶν μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης, μὲ τὴν οὐσιαστικὴ διαφορὰ ὅτι στὴν Καινὴ Διαθήκη ὑπάρχει ἡ τεθεωθεῖσα ἀνθρώπινη φύση τοῦ Λόγου, ὡς ἡ πραγματικὴ σκηνὴ τοῦ Θεοῦ στὴν ἱστορία.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πέρα ἀπὸ τὶς ἑρμηνευτικὲς ἀναλύσεις σὲ διάφορα κείμενα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔχει ἀσχοληθῇ σὲ δύο ὁμιλίες του γιὰ τὴν ἀσάφεια τῶν προφητειῶν στὴν ἐποχὴ ποὺ ἐλέχθησαν, καθὼς ἐπίσης καὶ μὲ τὴν σύνοψη τῆς Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης «ὡς ἐν τάξει ὑπομνηστικοῦ», ὅπου ἀνευρίσκουμε ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες γιὰ τὴν ἑρμηνεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μέσα ἀπὸ τὸ «πνεῦμα» τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Κάπου ἀναφέρει ὅτι ἡ Παλαιὰ Διαθήκη ἔχει τρία μέρη «τὸ ἱστορικόν», «τὸ συμβουλευτικὸν» καὶ «τὸ προφητικόν». Ὅμως, στὴν πραγματικότητα, ὅπως γράφει, ὁ χωρισμὸς αὐτὸς εἶναι ἐξωτερικός, γιατί ὑπάρχει μιὰ σχέση μεταξύ τους, ἀφοῦ «ἐν ταῖς ἱστορίαις εὖροι τις ἂν προφητείαν• καὶ τῶν προφητῶν ἀκούσειεν ἂν πολλὰ ἱστορικὰ διαλεγομένων. Καὶ τὸ τῆς συμβουλῆς δὲ εἶδος καὶ τὸ τῆς παραινέσεως, ἐν ἑκατέρῳ τούτων, ἐν τε τὴ προφητεία, ἐν τε τὴ ἱστορία». Καὶ τὰ τρία αὐτὰ εἴδη - ἡ ἱστορία, ἡ συμβολὴ καὶ ἡ προφητεία - ἀποβλέπουν σὲ ἕνα, «τὴν τῶν ἀκουόντων διόρθωσιν». Ἀλλοῦ γράφει ὅτι ἡ Καινὴ Διαθήκη χαρακτηρίζεται Καινή-Νέα, ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὴν φύση τῶν γεγονότων ποὺ συνέβησαν, γιατί ὅλα ἀνακαινίσθηκαν καὶ ἔτσι εἶναι «καινὰ τὰ μυστήρια». Ὅμως, ὁ «σκοπὸς ἑκατέρωθεν τῶν διαθηκῶν εἰς, τῶν ἀνθρώπων ἡ διόρθωσις».
Οἱ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁμοιάζουν μὲ αἰνίγματα, γι αὐτό καὶ τὰ βιβλία εἶναι δυσνόητα, ἐνῷ ἡ Καινὴ Διαθήκη ὁμιλεῖ «σαφέστερα καὶ εὐκολότερα». Αὐτό, κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ὀφείλεται σὲ δύο βασικοὺς λόγους. Ὁ ἕνας στὸ ὅτι ἔπρεπε νὰ πραγματοποιηθοῦν τὰ γεγονότα καὶ νὰ ἐνανθρωπήση ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ γίνουν σαφέστερα, καὶ ὁ δεύτερος γιατί τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἐγράφησαν σὲ ἄλλη γλῶσσα, τὴν ἑβραϊκή, καὶ ἐμεῖς τὴν διαβάζουμε στὴν δική μας γλῶσσα, καὶ εἶναι γνωστὸν ὅτι «ὅταν γλῶττα ἑρμηνευθῇ εἰς ἑτέραν γλῶτταν, πολλὴν ἔχει τὴν δυσκολίαν».
Ἑρμηνεύοντας, ὅμως, σὲ ἄλλα κείμενά του ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τὴν Παλαιὰ Διαθήκη βλέπει αὐτὴν τὴν ἱερὰ ἱστορία, καὶ παρατηρεῖ ὅτι στοὺς δικαίους καὶ τοὺς προπάτορες, ποὺ εἶναι πατέρες μας, ἤτοι προπάτορες τῶν Πατέρων μας, ἐνεργεῖ ἡ καθαρτική, φωτιστικὴ καὶ θεοποιὸς ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Γιὰ παράδειγμα, παρουσιάζοντας τοὺς πρωτοπλάστους, πρὶν τὴν πτώση, περιγράφει τὴν ἀγγελικὴ ζωὴ ποὺ ζοῦσαν, καὶ τὸ προφητικὸ χάρισμα ποὺ εἶχε ὁ Ἀδάμ, ἀφοῦ εἶδε μετὰ ποὺ ξύπνησε ἀπὸ τὴν ἔκσταση καὶ τὴν ὕπνωση, τὸ πὼς δημιουργήθηκε ἡ Εὔα, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄλλα ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσαν μετὰ τὴν πτώση. Ἐπίσης, ἀναλύοντας τὴν ζωὴ τῆς προφήτιδος Ἄννης, τῆς Μητρὸς τοῦ Προφήτου Σαμουήλ, γράφει ὅτι εἶχε νοερὰ προσευχή, ποὺ φανερώνει ὅτι εἶχε φθάσει στὸν φωτισμό του νοός.
Ἀκόμη, πρέπει νὰ ἀναφερθῇ ὅτι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἀναλύοντας τί εἶναι ἡ τελειότητα, ἀναφέρει ὡς πρότυπο τελειότητος τὸν Προφήτη Μωϋσή, ποὺ ἔφθασε στὴν θεωρία τοῦ Θεοῦ καὶ εἶδε τὸν ἄκτιστο Λόγο. Ἀλλὰ καὶ ὁ Μ. Βασίλειος ἀναλύει τοὺς ψαλμοὺς τοῦ Δαυίδ, ἑρμηνεύει διάφορα γεγονότα καὶ πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὅπως τοὺς Μακκαβαίους, καὶ τὰ θέτει ὑποδείγματα στοὺς Χριστιανοὺς τῆς ἐποχῆς του. Τὸ ἴδιο κάνουν ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες πρᾶγμα ποὺ δείχνει ὅτι ἔβλεπαν τὴν ἑνότητα ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης καὶ ὅτι καὶ στὶς δύο Διαθῆκες διασώζεται ἡ ἴδια παράδοση ποὺ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν τελείωση καὶ τὸν ἁγιασμό.
- Προβολές: 3903