Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιος Αἰμιλιανὸς Ἐπίσκοπος Κυζίκου, 8 Αὐγούστου
Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἅγιος Αἰμιλιανὸς ἔζησε μεταξὺ 8ου καὶ 9ου αἰῶνα καὶ ἦταν Ἐπίσκοπος Κυζίκου, ἀπὸ τὸ 787 μέχρι τὸ 815. Ὑπῆρξε ἔνθερμος ζηλωτὴς καὶ ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἀγωνίσθηκε μὲ σθένος ἐναντίον τῆς αἱρέσεως τῶν εἰκονομάχων καὶ πρωτοστάστησε στὴν ἀναστήλωση τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Δοκίμασε ποικίλους πειρασμούς, θλίψεις, διωγμοὺς καὶ ἐξορίες, ἀφοῦ οἱ αἱρετικοὶ τὸν πολέμησαν μὲ κάθε τρόπο.
Ὡς Ἐπίσκοπος, παράλληλα μὲ τοὺς ἀγῶνες του γιὰ τὴν διαφύλαξη τῆς Ὀρθοδόξου πίσεως, ἀσχολήθηκε οὐσιαστικὰ μὲ τὸ λογικὸ ποίμνιο, ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστός, διὰ τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἀνέπτυξε μεγάλο ποιμαντικὸ καὶ κοινωνικὸ ἔργο, τὸ ὁποῖο ἦταν καρπὸς τῆς γνήσιας ἀγάπης τοῦ πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ κυρίως πρὸς τοὺς πάσχοντες καὶ πονεμένους. Ἐπίσης, ἐνίσχυε παντοιοτρόπως καὶ ὅλους ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ὑπέφεραν ἐξ αἰτίας τοῦ σκληροῦ διωγμοῦ τῶν εἰκονομάχων.
Μετὰ ἀπὸ πολλὲς ταλαιπωρίες καὶ κακουχίες, ὁ ἅγιος Αἰμιλιανὸς τελείωσε τὸν ἐπὶ γῆς βίο του στὴν ἐξορία. Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία του μᾶς δίνουν τὴν ἀφορμὴ νὰ τονίσουμε τὰ ἀκόλουθα:
Πρῶτον. Στὸ Ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου ἀναφέρονται, μεταξὺ ἄλλων καὶ τὰ ἑξῆς: «διὰ τοῦτο ὡς ποιμένα καὶ ἀθλητήν, τιμῶμεν σὲ κραυγάζοντες». Δηλαδὴ τιμᾶται ὁ ἅγιος, ἐπειδὴ ὑπῆρξε ἀληθινὸς ποιμένας τῶν λογικῶν προβάτων ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστὸς διὰ τῆς Ἐκκλησίας, γνήσιος ἀθλητὴς τοῦ πνευματικοῦ στίβου, ἀλλὰ καὶ ὁμολογητὴς τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ μάρτυρας «τὴ προαιρέσει».
Ὁ ἀληθινὸς ποιμένας εἶναι μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ, τοῦ «καλοῦ ποιμένος», καὶ συμπεριφέρεται ὅπως Ἐκεῖνος. Δηλαδή, δὲν θυσιάζει τὸ ποίμνιό του γιὰ νὰ ζήση καὶ νὰ περνᾶ καλὰ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ ἀγαπᾶ ἀληθινὰ τὸ ποίμνιό του καὶ ἐργάζεται, κοπιᾶ καὶ θυσιάζεται γι’ αὐτό. Ἄλλωστε τὸ ἔργο τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ τῶν Πρεσβυτέρων ποὺ ἐργάζονται μὲ τὴν εὐλογία τους, εἶναι το νὰ ποιμαίνουν θυσιαστικὰ τὰ λογικὰ πρόβατα ποὺ τοὺς ἐμπιστεύθηκε ἡ Ἐκκλησία, νὰ τὰ στηρίζουν, νὰ τὰ παρηγοροῦν καὶ νὰ ἀγωνίζονται νὰ διατηροῦν τὴν μεταξύ τους ἑνότητα. Ἑπομένως, ὁ λόγος τῶν ποιμένων δὲν πρέπει νὰ εἶναι προκλητικὸς καὶ διχαστικός, ἀλλὰ ἐκκλησιαστικός, ἤτοι ἐνισχυτικός, ἑνωτικὸς καὶ κυρίως παρηγορητικός.
Ἡ διακονία τοῦ θείου λόγου εἶναι ἱερουργία καὶ πρέπει νὰ γίνεται μὲ τὴν πρέπουσα σοβαρότητα ἐκ μέρους τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ ἔχουν τὴν εὐλογία τους νὰ καθοδηγοῦν καὶ νὰ διδάσκουν. Ἀλλὰ καὶ ἐκ μέρους τοῦ λογικοῦ ποιμνίου, τῶν πιστῶν, ἀπαιτεῖται ὑπακοὴ στοὺς πνευματικοὺς πατέρες, ἐπειδὴ αὐτοὶ ἔχουν εὐθύνην μόνον γιὰ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τοὺς ὑπακούουν, ὅταν, ἐννοεῖται, τοὺς συμβουλεύουν κατὰ Θεόν. Ἀπὸ τοὺς ποιμένες ἀπαιτεῖται σοβαρότητα καὶ εὐθύνη καὶ ἀπὸ τοὺς ποιμαινομένους ὑπακοὴ καὶ σύνεση. Ἄλλωστε, συνετὸς ἄνθρωπος εἶναι «ὁ συμβουλῆς ἀνεχόμενος καὶ μάλιστα πνευματικοῦ πατρὸς κατὰ Θεὸν συμβουλεύοντος» (Ὅσιος Θαλάσσιος).
Τὸ ὀρθόδοξο κήρυγμα πρέπει νὰ εἶναι ὁμολογιακὸ καὶ παρακλητικό. Δηλαδή, νὰ ὁμολογῇ τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεως, νὰ κατηχῇ, ἀλλὰ καὶ νὰ παρηγορῇ τὶς καρδιὲς τῶν πιστῶν. Οἱ πιστοὶ θὰ πρέπη νὰ γνωρίζουν τὶς ἀλήθειες τῆς πίστεώς τους, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ προφυλάσσονται ἀπὸ τὶς ποικίλες αἱρέσεις, ποὺ ἀλλοιώνουν τὸν τρόπο ζωῆς καὶ σωτηρίας καὶ ποὺ κατακλύζουν καὶ σήμερα τὴν κοινωνία. Ὅπως δηλαδὴ μαθαίνουμε ἀπὸ τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη νὰ προφυλασσόμεθα, ἀλλὰ καὶ νὰ θεραπευόμαστε, ἀπὸ τὶς λοιμώδεις ἀσθένειες. Ἔχουν ὅμως καὶ ἀνάγκη παρηγοριᾶς, ἐπειδὴ στὶς μέρες μας ὑπάρχει πολὺς πόνος. Οἱ ἄνθρωποι εἶναι τραυματισμένοι ψυχικά, πονεμένοι καὶ γι’ αὐτὸ πολὺ εὐαίσθητοι.
Δεύτερον. Ὁ ἅγιος Αἰμιλιανὸς διώχθηκε ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπή του καὶ τελείωσε τὴν ἐπίγεια ζωή του στὴν ἐξορία. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν ἦταν σπάνιο καὶ παράδοξο γιὰ τοὺς ἀληθινοὺς ποιμένες, ποὺ ἀγωνίζονται θυσιαστικὰ γιὰ τὴν προκοπὴ τοῦ ποιμνίου τους. Ἄλλωστε, τὸ προεῖπε Χριστός, «εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσιν ἡ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσωσιν». Καὶ ὑπάρχουν πολλὰ τέτοια παραδείγματα στὴν Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία. Μεταξὺ τῶν Ἐπισκόπων ποὺ ὑπέστησαν διωγμοὺς καὶ ἐξορίες συγκαταλέγονται: ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἱερὸς Χρυσόστομος, ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης καὶ πολλοὶ ἄλλοι.
Ὁ πολὺς κόσμος τοὺς Ἁγίους δὲν τοὺς καταλαβαίνει καὶ δὲν τοὺς θέλει. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ καθ' ἑαυτό, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἀποτελεῖ γι’ αὐτοὺς ἕνα εἶδος μαρτυρίου. Τοὺς ἁγίους τοὺς καταλαβαίνουν μόνον οἱ ἅγιοι, ἀλλά, σὲ κάποιο βαθμό, καὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐντάξει τὸν ἑαυτό τους στὴν προοπτικὴ τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ προσωπικοῦ τους ἁγιασμοῦ. Οἱ ἅγιοι, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ἐπιγείου βίου τους, ἐδοκίμασαν καὶ δοκιμάζουν, ἄλλος λιγότερο καὶ ἄλλος περισσότερο, τὴν περιφρόνηση τῶν ἀνθρώπων ἡ ἀκόμη τὸν διωγμὸ καὶ τὴν ἐξορία, μὲ τὸν ἕναν ἡ τὸν ἄλλον τρόπο. Ἄλλωστε, δὲν πρέπει νὰ ξεχνᾶμε ὅτι ὁ διάβολος, «διὰ διαφόρων μέσων καὶ δι’ ἀνθρώπων» πολεμᾶ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται νὰ ἐπιτύχουν τὸν προσωπικό τους ἁγιασμὸ καὶ κυρίως τοὺς ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει νὰ συμβαίνη αὐτό, ἐπειδὴ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἐνισχύεται τὸ φρόνημα καὶ χαλυβδώνεται ἡ θέλησή τους. Παράλληλα, δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου ταπεινώνονται, μαθαίνουν νὰ προσεύχονται καὶ γενικῶς προοδεύουν πνευματικὰ καὶ ἁγιάζονται, ἀφοῦ ὅταν ὑπομένουν τὰ πάντα ἀγόγγυστα δοξολογῶντας τὸν Ἅγιο Τριαδικὸ Θεό, τοὺς ἐπισκιάζει ἡ ἄκτιστη θεία Χάρις.
Χαρακτηριστικὸ γνώρισμα τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν πρέπει νὰ εἶναι ὄχι ἡ ἄνεση καὶ ἡ τρυφηλὴ ζωή, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη γιὰ τὴν ἄσκηση, τὸν πόνο καὶ τὸν κόπο καὶ κυρίως ἡ διακονία του «πλησίον» μέχρις αὐτοθυσίας. Δυστυχῶς, στὶς μέρες μας, ἡ ἐκκοσμίκευση ἔχει ἀλλοιώσει τὸν τρόπο ζωῆς πολλῶν Χριστιανῶν, ἀκόμη δὲ καὶ πολλῶν πνευματικῶν πατέρων, ποιμένων καὶ διδασκάλων, μὲ ἀποτέλεσμα, οἱ πιστοὶ νὰ μὴ βοηθοῦνται οὐσιαστικὰ στὸ νὰ θεραπευθοῦν πνευματικά, ἀλλὰ καὶ νὰ προκαλοῦνται καὶ νὰ σκανδαλίζονται οἱ ἀσθενεῖς στὴν πίστη.
Ὁ βίος καὶ ἡ πολιτεία τῶν Χριστιανῶν τῶν πρώτων αἰώνων πρέπει νὰ μᾶς προβληματίζη καὶ ταυτόχρονα νὰ μᾶς παρακινῇ νὰ ἀνανήψουμε πνευματικὰ καὶ νὰ πάρουμε στὰ σοβαρὰ τὸ θέμα τῆς πνευματικῆς μας προόδου καὶ τῆς σωτηρίας μας.–
- Προβολές: 3078