Skip to main content

Ἱερὰ ἀγρυπνία στὸ Μοναστῆρι τῆς Ἀμπελακιώτισσας

Κώστα Παπαδημητρίου

Ἀμπελακιώτισσα

Ψαχουλεύοντας ἀπόψε μὲ συγκινημένα χέρια τὸ καλάθι τῆς μνήμης, θέλησα νὰ συλλάβω ἐκείνη τὴν πύρινη πνοὴ ποὺ μὲ συνεπαίρνει σὲ κάποιες ξεχωριστὲς ὧρες, ὅταν στὴν καρδιά μου βασιλεύη γαλήνη. Νὰ βρῶ ἐκεῖνο ποὺ μοῦ ταιριάζει πέρα ἀπὸ τὶς καθημερινές μου ἔγνοιες. Καὶ εἶναι ὁ πόθος μου ἀψύς. Ἡ νύχτα δημιουργεῖ τὸ κατάλληλο κλίμα, αὐτὴ σπρώχνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀναζητῇ τὸν μύχιο ἑαυτό του σὲ τολμηρὲς καταδύσεις καὶ ἀνασέρνει πλῆθος ἀναμνήσεων ποὺ συνθέτουν ἀρκετὰ καθαρὰ τὸ προσωπικὸ ἐσωτερικὸ προφίλ του.

Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω διέσχισα νοερὰ βουνὰ καὶ λαγκάδια κι ἔφτασα σ’ ἕνα ἐξαίσιο καὶ καλοδιαλεγμένο τοπίο τῆς ἀνθρώπινης περισυλλογῆς. Ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς μὲ τὰ ὑπέρτατα παλεύει, «ὅταν κάτι πανάθλιο μᾶς κρατᾶ καὶ μᾶς μολεύει». Ἐκεῖ σφιχταγκαλιάζεται γῆ κι οὐρανὸς στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Ἐκεῖ σπάζει ἡ ἀνεμελιὰ κι ἡ δυστροπία καὶ βγαίνει ὁ ἄνθρωπος σὰν ἀπὸ φυλακὴ στὸν ἐλεύθερο ἀέρα καὶ μὲ ἄλλα μάτια βλέπει τὸν κόσμο. Ναί, ἦταν ὁ ἱερὸς τόπος τοῦ μοναστηριοῦ «Παναγία Ἀμπελακιώτισσα-Ἅγιος Πολύκαρπος».

Ἐκεῖ ἔζησα κάποιες στιγμὲς μεγάλες, θεόρατες καὶ ἀλησμόνητες. Ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ ζοῦν καὶ μεγαλώνουν ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴ φύση. Καὶ δὲν χρειάζεται νὰ τὶς λὲς καὶ νὰ τὶς ὡραιοποιῇς. Φωλιάζουν μέσα στὴν καρδιά σου, ξεσποῦν δάκρυα στὴν ψυχή σου, ξυπνοῦν τὴ συνείδησή σου. Καὶ τότε ψάχνεις νὰ βρῇς τὸν ἑαυτό σου στὰ γκρεμισμένα ἐρείπια τῆς ψυχῆς σου. Σὲ κεῖνες τὶς στιγμὲς μὲ σπρώχνουν ἀπόψε οἱ ζωντανές τους ἀναμνήσεις.

Ὁ μῆνας Αὔγουστος ἦταν καὶ τότε ὁ κατανυκτικὸς τῆς Παναγίας μὲ τὰ σιγαλὰ βραδιάσματα καὶ τὶς διάφανες νύχτες. Ὁ ἥλιος μόλις εἶχε χαθῇ κι ἄφηνε πίσω του ἐκείνη τὴ φανταστικὴ γλυκόχρωμη ἀνταύγεια τοῦ ὁρίζοντα. Τὸ γέρμα του ἐκεῖνο σου καθήλωνε τὴ ματιὰ ἔτσι ποὺ νὰ νιώθης πὼς εἶσαι χαμένος μέσα στὸ θάμβος, μέσα στὴ μαγεία τῆς πιὸ ὄμορφης συναυλίας χρωμάτων.

Σούρουπο ἔφτασε στὸ μοναστήρι κι ὁ τελευταῖος προσκυνητῆς, ποὺ θὰ παρακολουθοῦσε τὴν ἱερὴ νυχτερινὴ ἀκολουθία. Ἡ μέρα ἄρχισε νὰ ξεφτίζη καὶ ἡ φτερούγα τῆς νύχτας ξάνοιγε, σκέπαζε τὰ πάντα. Ποτισμένο φῶς τὸ αἰωνόβιο μοναστήρι ἀντανακλοῦσε φῶς καὶ εἰρήνη. Ἡ ἐσωτερική του αὐλὴ χορταριασμένη κι ἔρημη. Ἀκίνητος κι ἀγέρωχος ὁ πλάτανος στὴ μέση τῆς αὐλῆς ἔριχνε ὁλόγυρα τὸν ἴσκιο του καὶ πάνω στὴν ἐκκλησία. Ἀεράκι δὲν ἀνάσαινε καθόλου, φύλλο δὲν κουνιόταν. Νεκρίλα ἀπέραντη. Καὶ μόνο ὁ λογισμός μας πετοῦσε ἐλεύθερος, ἀνεμπόδιστος καὶ γοργὸς στοῦ ἀπείρου τὸ ψήλωμα καὶ δροσολογιόταν μέσα στὰ μυστηριακὰ κάλλη τῆς σεληνόφωτης νύχτας. Ὅλοι οἱ προσκυνητὲς φαίνονταν σὰν δοσμένοι σὲ μιὰ μυστικὴ σκέψη, σὰν ὑποταγμένοι σὲ μιὰ καρτερία, σὲ μιὰ ἐλπίδα, σὲ μιὰ βουβὴ προσευχή. Ἡ ἴδια ἡ νύχτα εἶχε πάρει μιλιά. Ἦταν ἴσως ἡ Παναγία ποὺ μιλοῦσε στὶς καρδιές μας. Καὶ μόνο ποὺ δὲν τὴν βλέπαμε. Θὰ ἦταν κρυμμένη πίσω ἀπὸ κάθε δεντράκι, μέσα σὲ κάποιο αὐλάκι, σιμὰ σὲ κάθε ψυχὴ ποὺ ἔνιωθε ἀνάλαφρη τὴν πατημασιά της στὸν ἄγρυπνο στοχασμό της. Κι ὅλοι προσπαθούσαμε νὰ ξεχωρίσουμε τὸ πραγματικό της πρόσωπο.

Ξαφνικὰ μέσα στὴ γαλήνη τῆς νύχτας ἀκούστηκε ἡ καμπάνα τῆς ἐκκλησιᾶς. Ὁ γλυκός της ἦχος διαχύθηκε στὶς γύρω βουνοπλαγιές, γέμισε βιβλικότητα τὴ σιγὴ καὶ τὸ σκοτάδι. Καὶ σὲ λίγο ἕνας δεύτερος, παράξενος, ξύλινος καὶ ξηρὸς στὸ ρυθμό του «τὸ τάλαντο, τὸ τάλαντο» ἀντιβούησε καὶ δόνησε τὴν ἀτμόσφαιρα. Ἐπαναλήφθηκε δεύτερη καὶ τρίτη φορά. Μπήκαμε στὴν ἐκκλησιά. Ἔνιωθα τὰ πόδια μου μὲ δυσκολία νὰ σέρνονται. Ἡ ἐκκλησιὰ ζεστὴ καὶ μισοφωτισμένη μύριζε κερί. Στὸ ἡμίφως τῶν καντηλιῶν γυάλιζαν κι ἔλαμπαν μυστικιστικὰ οἱ ἀσημόχρωμες ἐπενδύσεις τοῦ τέμπλου, δημιουργοῦσαν μιὰ ἐξώκοσμη ἀτμόσφαιρα καὶ μιὰ ἀσκητικὴ εὐαγγελικότητα. Φάνταζε ἡ ἐπιχρυσωμένη κληματαριὰ φορτωμένη σταφύλια κι ἀνάμεσά τους θεοφόροι πατέρες καὶ ἀσκητές, ἄγγελοι σγουρομάλληδες καὶ σὲ περίοπτη θέση ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ Παναγία, ποὺ τὸ τρεμάμενο φῶς ἔγλυφε ἁπαλὰ τὸ βασανισμένο της πρόσωπο. Μάτια πικραμένα, στόμα δακτυλιδένιο, πρόσχαρο πηγούνι. Τούτη εἶναι ἡ τέλεια μάνα, σκέφθηκα, ποὺ καὶ στὸν πόνο της δείχνει εὐχαριστημένη. Εἶναι ἱκανοποιημένη γιατί τὸ νιώθει πὼς ἀπὸ τὰ ἐφήμερα σπλάγχνα της βγῆκε ὁ Ἀθάνατος. Μόνο μὲ τὴν ἔκφραση τῆς μορφῆς της μᾶς ἐγκαρδίωνε, γαλήνευε τὶς ψυχές μας. Βυζαντινοὶ ζωγράφοι καὶ ὑμνογράφοι ἔπλασαν σὲ κάποιες φωτισμένες στιγμές τους τὴν μορφή της. Τὴν σμίλεψαν, τὴν ζωγράφισαν, τὴν σκάλισαν, τὴν διακόσμησαν μὲ ἄνθη λατρείας. Μὰ δίχως ἀμφιβολία ἡ πιὸ αὐθεντική, ἡ πιὸ συναρπαστικὴ εἰκόνα της εἶναι ἐκείνη τοῦ Κωστῆ Παλαμᾶ στὴ «Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ»:

«Μοναχική, ξαρμάτωτη...μ’ ἕνα παιδὶ στὴν ἀγκαλιά.
Τὸ χέρι στὴν καρδιά της,
μιὰ σιταράτη, μιὰ γλυκειά, μιὰ ταπεινὴ σὰ χήρα,
σὰν κουρασμένη, σὰ φτωχιά, σὰν ἔρμη, σὰν κλαϋμένη,
μηδὲ κοντή, μηδὲ ψηλή, μὰ σὰ νὰ βρίσκεται ὅλο,
σὲ ψήλωμα ποὺ ξετυλιέται ἀγάλια, ἀγάλια θάμα.
Μόνο ἁπλῶν’ τὰ χέρια της κι ὅσοι μπροστά της πέφτουν
μόνο ἡ ματιά της κοίταζε καὶ κάτω ἀπ' τὴ ματιά της
μάρμαρα, ἀνθρῶποι καὶ θεοὶ ραγίζανε καὶ λιώναν...»

Δὲν ὑπάρχει πιὸ δυνατὴ σύλληψη τῆς πονεμένης καὶ στοργικῆς τῆς ἁπλῆς καὶ τῆς ψυχικὰ ἀκατάβλητης, ἕτοιμης γιὰ κάθε θυσία καὶ κάθε πόνο μάνας. Σὲ σκλαβώνει ἡ ματιά της. Σὲ κοιτάζει στὰ μάτια, ὑψώνει τὸ χέρι της σὰν γιὰ νὰ σὲ βλογήση, σὰν γιὰ νὰ σὲ προστατέψη καὶ σὺ νιώθεις μέσα σου τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ κι ἕνα ἀνθρώπινο τίναγμα, ἐκείνη τὴ μυστικὴ συγκίνηση ποὺ μᾶς ἑνώνει μαζί της μὲ ἄπειρη τρυφερότητα, μὲ ἀνείπωτη χάρη. Μόνο μὲ τὴν ἔκφραση τῆς μορφῆς της μᾶς ἐγκαρδιώνει. Ἄρχισε ἡ λειτουργία. Κι ἔνιωθα ν’ ἀνεβαίνη ἀπὸ τὰ σπλάχνα μου ἡ δίψα τῶν αἴνων. Κι ἅπλωνα νοερὰ χέρια ἱκεσίας πρὸς τὸ Θεὸ κι αἰσθανόμουνα πὼς ἅπλωνε κι Ἐκεῖνος τὰ δικά Του. Κι ἔφερνα τὴ θέση μου σὲ κείνη τοῦ ἀσώτου γιοῦ τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὸν Θεὸ στὴ θέση τοῦ πατέρα ἐκείνου ποὺ δὲν ἔδιωξε τὸν ἄσωτο γιὸ παρὰ τὸν δέχθηκε μὲ καλωσύνη.

Σκεφτόμουνα καὶ τὸν πειρασμὸ ποὺ ἔρχεται μὲ τὴ θύμηση, μὲ τὸ στοχασμό, μὲ τὴ δυνατὴ μαστοριὰ τοῦ σατανᾶ καὶ σοῦ σκλαβώνει τὴν καρδιά. Σοφὸς καὶ γλυκὸς εἶναι ὁ δαίμονας καὶ ὑφαίνει τοὺς δόλους του καὶ σὲ ξεπλανεύει. Ξέρετε τί θὰ πῇ νὰ νηστεύης ὅλη τὴ μέρα καὶ τὸ βράδυ νὰ ξενυχτᾶς καὶ νὰ βασανίζεσαι πὼς θὰ πολλαπλασιάσης τα ὑπάρχοντά σου, ὅταν γύρω σου βασιλεύη ἡ δυστυχία. Καὶ σκεφτόμουνα εἶμαι μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ σκέφτομαι τοὺς δαίμονες ἡ τὸ ἀντίστροφο εἶμαι μὲ τοὺς δαίμονες καὶ σκέφτομαι τοὺς ἀγγέλους; Καὶ τὸ ἔνιωθα.

Ἀπέναντί μου, μπροστὰ στὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας στεκόταν μιὰ μαυροντυμένη γυναῖκα. Πόνος πλανιόταν στὸ πλατὺ πρόσωπό της καὶ στὰ μεγάλα μαῦρα της μάτια. Κατὰ διαστήματα γονάτιζε, κάτι ψιθύριζε, ξανασηκωνόταν. Ἠρεμοῦσε τότε γιὰ λίγο καὶ πάλι κάτι, σὰν τὸ χρυσὸ πουλί, ἐρχόταν μιὰ ἐλπίδα, τῆς φώτιζε τὸ πρόσωπο καὶ τὴν ἔπαιρνε μαζὶ στὸ πέταγμά της. Τοῦτο πάλι γιὰ λίγο. Ὕστερα ξαναρχόταν στὸ πρόσωπό της ὁ πόνος, ἡ θλίψη καὶ τὴν συνέθλιβαν. Τελικὰ ἀναστέναξε βαριὰ σὰν νὰ ἔβγαλε ἀπὸ τὰ στήθια της μιὰ βαριὰ μυλόπετρα ποὺ πλάκωνε τὴν καρδιά της καὶ τὸ πρόσωπό της πῆρε μιὰ γλυκειὰ ἠμεράδα γεμάτη γαλήνη. Ἔχει καὶ ἡ κακοπάθεια τὴν ὀμορφιά της, σκέφθηκα, καὶ ὅτι πουθενὰ δὲν ἀναπαύεται ὁ Θεὸς τόσο ὅσο στὴ θλιμμένη καρδιά, στὴν πονεμένη καὶ βουτηγμένη στὸν πόνο, ἀρκεῖ νὰ κρατάη μὲ ὑπομονὴ τὸ σταυρό της.

Τοὺς λογισμούς μου διέκοψε ἡ ὁμιλία τοῦ Ἡγουμένου. Καὶ ἦταν ὁ λόγος του γλυκός, βελούδινος, γιατί εἶχε τὸ φυσικὸ τοῦτο χάρισμα κι ἔδειχνε κατάπλουτη τὴν ψυχή του ἀπὸ ἀγάπη κι ἀνθοβολοῦσε ἡ καρδιά του καθὼς τὸ ἀνοιξιάτικο περιβόλι. Εἶπε καὶ τοῦτο:

«Ὅσο κρεμιέται ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὶς ἔγνοιες καὶ τὶς σκοτοῦρες μόνο τῆς ὕλης δὲν εἶναι παρὰ μιὰ φούχτα χῶμα, μιὰ λάσπη, ἕνας πολτὸς γεμᾶτος λιμασμένα σκουλήκια. Στὴν οὐσία δὲν ζῆ. Ζωὴ εἶναι ἡ ἀπὸ μέσα αἴσθηση τοῦ κόσμου ποὺ ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Δὲν ζῆ μόνο μὲ τὸν ἐφήμερο δεσμὸ τοῦ κορμιοῦ του μὲ τὴ ζωή, ἂν δὲν τὸν νευρώνη μιὰ δύναμη ἐσωτερική. Ἡ ἁγνὴ πίστη ἀλλάζει τὸν ἄνθρωπο. Τοῦ ψαλιδίζει τὶς ἀδυναμίες, τοῦ χαρίζει ἐσωτερικὴ δύναμη καὶ μιὰ ἐλευθερία ποὺ λυτρώνει ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ὕλης καὶ κάθε μικρότητας...»

Τοῦτα τὰ λόγια περπατοῦσαν μέσα μου κι ἦταν βαριὰ σὰν νάβρισκαν κείνη τὴ στιγμὴ τὸ ἀληθινὸ νόημα κι ἄλλο δὲν μποροῦσα νὰ συλλογιστῶ, ἔνιωθα μιὰ ψυχὴ πονεμένη καὶ ὁ νοῦς μου πετοῦσε στοὺς οὐρανούς. Ἡ ἀνάμνηση τοῦ κόσμου καὶ τῆς ζωῆς μέσα στὸν κόσμο χλώμιανε τώρα, ἔσβηνε. Τὸν ἔβγαζα ἀπὸ τὴ σκέψη μου κι ἔνιωθα τὴν ἴδια ἀνακούφιση, ὅπως ὅταν βγάζης ἕνα λερωμένο ροῦχο ἀπὸ πάνω σου, ὅπως ὅταν βρίσκεσαι στὸ τέρμα μιᾶς μεγάλης πορείας. Ἡ σκέψη μου ἀνέβαινε ψηλὰ καὶ κυκλόφερνε πάνω ἀπ' τὴ ζωή μου σὰν τὰ μεγάλα ὄρνια πάνω ἀπὸ τοὺς βράχους. Ἡ ψυχή μου ἔπαιρνε τὸν ἀνήφορο, ἕναν δρόμο μακρινότερο ἀπ' τ’ ἀστέρια κι ὅλα γύρω μου κέρδιζαν σὲ ἀνάστημα, κέρδιζαν σὲ βάθος. Καὶ μέσα μου γεννιόταν ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, ρόδιζε μιὰ καινούργια αὐγή. «Σιγησάτω πᾶσα σὰρξ βροτεία καὶ μηδὲν τὸ γήϊνον ἐν αὐτῇ λογιζέσθω». Ἕνα ρυάκι μυστικῆς ἀγαλλίασης κυλοῦσε μέσα μου κι ἀπὸ τὰ χείλη μου ἔβγαιναν δεκάδες στίχων ἀπὸ τὴν Παράκληση, ἐνῷ τὸ πνεῦμα μου ἀσίγαστο ὁδοιποροῦσε ἀνάμεσα σὲ δυὸ κόσμους: σ’ αὐτὸν ποὺ βρισκόμουνα καὶ σ’ ἐκεῖνον ποὺ ἀντάμωνε ἐκεῖ ψηλά.

Τέλειωσε ἡ λειτουργία καὶ βγήκαμε. Ἡ νύχτα εὐωδίαζε, ἡ πλάση ριγοῦσε εὐδαιμονικὰ καὶ ραντιζόταν ἀπὸ δροσιὰ καὶ τρυφερότητα. Ἦταν μιὰ ὥρα φεγγαρίσια, τόσο ἐπιβλητική, μυστηριακή, ποὺ νόμιζες πὼς ξετυλιγόταν ἔξω ἀπὸ τὸν γήϊνο κόσμο. Στάθηκα στὴν πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς, κοίταζα τὸν οὐρανό, τὰ αἰώνια ἀστέρια ποὺ ἔλαμπαν ἀρμαθιασμένα σ’ ἕνα ἀπέραντο πολυκάντηλο. Ἡ ἴδια ἡ κτίση, σκέφθηκα, εἶναι τὸ μέσο γιὰ τὴν προσέγγιση τοῦ θείου. Εἶναι ἡ σκάλα ποὺ πάει τὸν ἄνθρωπο στὸν Κτίστη. Κείνη τὴν στιγμὴ μίλησε μ’ ἕναν ἀλλόκοτο τρόπο στὴν ψυχή μου. Δὲν μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὸ στοχασμό μου. Καὶ χωρὶς νὰ συνειδητοποιῶ τί ἔλεγα, ξεστόμιζα τοὺς στίχους τοῦ Βίκτωρα Οὐγκώ:

«Ἐσεῖς ποὺ κλαῖτε, ἐλᾶτε σὲ τοῦτο τὸ Θεὸ ποὺ κλαίει.
Ἐσεῖς ποὺ πάσχετε, ἐλᾶτε σ’ Αὐτὸν γιατί γιατρεύει.
Ἐσεῖς ποὺ τρέμετε, ἐλᾶτε σ’ Αὐτὸν γιατί χαμογελάει.
Ἐσεῖς ποὺ διαβαίνετε, ἐλᾶτε σ’ Αὐτὸν γιατί παραμένει..»

Δὲν ξέρω ἂν ὑπῆρξαν στὴ ζωή μου ἄλλες στιγμὲς τόσο συγκλονιστικὲς καὶ τόσο σπαρακτικὲς σὰν ἐκεῖνες ποὺ ἔζησα ἐκεῖνο τὸ βράδυ μέσα σὲ μιὰ ἄκρα σιωπὴ καὶ γαλήνη. Τὶς ἔζησα ὅμως μὲ τόσο πόνο καὶ ἀγάπη ποὺ τὶς κρατάω μέσα μου μὲ συγκίνηση. Τὶς κρατῶ στὴν καρδιά μου παρηγοριά. Καὶ κάποιες βραδινὲς ὧρες σὰν τὶς ἀποψινές τις ξαναζώ. Θὰ ἤθελα νὰ παραμείνουν ἕνα λουλούδι μοσχομυριστὸ στὰ στήθη μου καὶ νὰ ζοῦνε καὶ τώρα καὶ αὔριο καὶ πάντα ἀκατάλυτες κι ἀμάραντες καὶ νὰ μὴ χάσουν ποτέ την εὐωδιά τους.–

  • Προβολές: 2771