Skip to main content

Ἐπίκαιροι Σχολιασμοὶ: Ἡ ζωὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ἐμπόδιο τοῦ ψυχολογισμοῦ

Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη

Ὁ ἅγιος Κυπριανὸς ἔλεγε: «Ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει σωτηρία». Ὁ π. Γ. Φλορόφσκυ ἔχει πεῖ ὅτι ὅλη ἡ κατηγορηματικὴ δύναμη αὐτοῦ τοῦ ἀφοριστικοῦ λόγου βρίσκεται στὴν ταυτολογία του. Ἔξω ἀπ' τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει σωτηρία, γιατί σωτηρία τοῦ κόσμου εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Μέσα σ’ Αὐτήν, ὡς τὸ πραγματικὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, δωρίζεται ἡ ἀποκάλυψη τῆς ὁδοῦ τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καὶ τῆς ἐνυπόστατης ἀλήθειας. (πρβλ. Ἁγία Γραφή, Ἐκκλησία, Παράδοσις, σελ. 51).

Στὶς μέρες μας αὐτὸς ὁ λόγος εἶναι ἔντονα ἐπίκαιρος, ἀλλὰ καὶ εὔκολα κατανοητός, παρὰ τὶς συναισθηματικὲς ἀντιδράσεις ποὺ μπορεῖ νὰ προκαλέση. Οἱ ἀντιδράσεις δημιουργοῦνται κυρίως ἀπὸ τὴν φιλαυτία μας, ἡ ὁποία ἐνισχύεται στὶς μέρες μας ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ «Νέου Διαφωτισμοῦ», ὁ ὁποῖος δὲν ἀνέχεται ἀποκλεισμοὺς καὶ διακρίσεις, ἔστω καὶ ἂν αὐτὲς γίνονται ἀνάμεσα στὴν ἀλήθεια καὶ τὸ ψέμα, τὸ φυσικὸ καὶ τὸ ἀφύσικο, τὴν ὑπαρξιακὴ ἐλευθερία καὶ τὴν ὑποδούλωση. Μέσα σ’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, λοιπόν, ἕνας τέτοιος ἀφοριστικὸς λόγος δημιουργεῖ εὐεξήγητες δυσαρέσκειες ποὺ τὸν καθιστοῦν σὲ πολλοὺς δυσπαράδεκτο. Ἄλλο, ὅμως, εἶναι τὸ «δυσπαράδεκτο» καὶ ἄλλο τὸ «κατανοητό». Διότι πολλὰ πράγματα κατανοοῦμε ὡς ἀληθῆ, ἀλλὰ δὲν ἀντέχουμε νὰ τὰ παραδεχθοῦμε ὡς ρυθμιστὲς τῆς ζωῆς μας. Κι’ αὐτὸ γιατί, ὅταν ἀπουσιάζη ἡ ψυχολογικὴ καὶ πνευματικὴ ὡριμότητα, συμπεριφερόμαστε σὲ ὅλες τὶς περιπτώσεις σὰν τοὺς μανιακοὺς καπνιστές, οἱ ὁποῖοι ἐνῷ γνωρίζουν τὸ πόσο βλαπτικὸς εἶναι ὁ καπνὸς γιὰ τὴν ὑγεία τους, δὲν μποροῦν νὰ παραδεχθοῦν, ἐν ὅσῳ δὲν ἔχουν αἰσθανθῇ τὰ συμπτώματα κάποιας ἀσθένειας, ὅτι μπορεῖ νὰ τοὺς συμβῇ κάτι κακὸ ἀπὸ αὐτὴ τὴν καταστροφικὴ συνήθεια.

Τὸ ὅτι «ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει σωτηρία» μπορεῖ στὶς μέρες μας νὰ τὸ διαπιστώση κανεὶς καὶ «κοινωνιολογικά», μὲ μιὰ ἁπλὴ ματιὰ στὶς νοοτροπίες ποὺ ἐπικρατοῦν στὶς σύγχρονες δυτικὲς κοινωνίες, οἱ ὁποῖες θέλουν νὰ διακόψουν κάθε σχέση τους μὲ τὸ Χριστιανικὸ παρελθόν τους• αὐτὸ ἐννοεῖται ἰσχύει σὲ κάποιο βαθμὸ καὶ γιὰ τὴν δική μας κοινωνία.

Στὴν Ἐκκλησία ζοῦμε μὲ πρότυπα, ὑποδείγματα ζωῆς. Ἔχουμε τοὺς Προφῆτες, τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς Ἁγίους, τὴν Θεοτόκο καὶ πάνω ἀπ' ὅλους τὸν Χριστό. Ὅλοι αὐτοὶ δὲν εἶναι ἰδέες. Δὲν εἶναι μυθικὲς κατασκευὲς τῆς φαντασίας. Εἶναι πρόσωπα μὲ συγκεκριμένη ἱστορικὴ παρουσία καὶ δράση, μὲ βίο, πολιτεία καὶ λόγο. Μᾶς ἄφησαν κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς πορεία τους «ὑπογραμμὸν» τὴν ζωὴ καὶ τὸν λόγο τους. Ἐκτός, ὅμως, ἀπὸ τοὺς βίους καὶ τοὺς λόγους των «ἀπ' αἰῶνος» ἁγίων, ἔχουμε καὶ τὴν δύναμη τῶν μυστηρίων ποὺ μᾶς μεταδίδουν τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μᾶς δωρίζουν, δηλαδή, «αὐτό το εἶναι καὶ ὑποστῆναι μηδὲν ὄντας» μὲ τὸ Βάπτισμα, τὸ «μύρον» τῆς πνευματικῆς γνώσεως, μὲ τὸ Χρῖσμα καὶ τὸ «φάρμακο τῆς ἀθανασίας», μὲ τὴν κοινωνία τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι, ἡ ζωή μας μέσα στὴν Ἐκκλησία παίρνει μορφή. Καθαρίζεται τὸ ἀμαυρωμένο «κατ’ εἰκόνα» καὶ «ἰχνογραφεῖται» πάνω σ’ αὐτὸ τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν». Ἔχουμε δύναμη ζωῆς καὶ προοπτικὴ• μιὰ ἀνοδικὴ πορεία χωρὶς τέλος. Εἴμαστε σὲ μιὰ «στράτα», στὴν ὁποία, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Νικόδημο τὸν ἁγιορείτη, πρέπει διαρκῶς νὰ κινούμαστε πρὸς τὰ ἐμπρός, διότι ἡ στάση σ’ αὐτὴν τὴν πορεία εἶναι ὀπισθοδρόμηση. Ἡ ὕπαρξή μας συνεχῶς ἀναβαθμίζεται, ὁ ἄνθρωπος στὴν πορεία αὐτὴν θεώνεται.

Αὐτὴ εἶναι (ἡ μᾶλλον πρέπει νὰ εἶναι), σὲ μιὰ ἐλλειπτικὴ σύντομη περιγραφή, ἡ ζωή μας μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴν τὰ πράγματα δὲν ἀκολουθοῦν τὴν ἴδια ἐξέλιξη, εἶναι τελείως διαφορετικὴ ἡ φορά τους. Εἰδικὰ στὴν ἐποχή μας βλέπουμε τὴν παντελῆ ἀπουσία ἀνοδικῆς πορείας καὶ μορφῆς ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Ὀρθόδοξος πιστὸς ἐπιθυμεῖ νὰ ἀποκτήση τὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, νὰ εἰκονίζη μέσα στὸν κόσμο τὸ ἀρχέτυπό του, τὸν Χριστό. Στὶς σύγχρονες κοινωνίες ὅλα εἶναι ἐπίπεδα καὶ ρευστά. Δὲν ἔχουν μορφή, δὲν ἔχουν σχῆμα. Δὲν εἰκονίζουν κανένα ἀρχέτυπο. Ἔχει ἐγκαταλειφθῇ τὸ ὀντολογικὸ θεμέλιο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἔχει χαθῇ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο σ’ ἕναν ἀνερμάτιστο ψυχολογισμό. Δὲν ἐνδιαφέρει τὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἡ ἡδυπαθὴς ἐπιφάνειά του. Δὲν ἐνδιαφέρει ἡ ψυχή του, οἱ δυνάμεις της, οἱ αἰσθήσεις της, ἀλλὰ μόνο τὸ σῶμα του καὶ τὰ συναισθήματά του. Χάνεται ὁ ἄνθρωπος στὰ συναισθήματα. Τὸν ἐνδιαφέρει μόνο τὸ τί αἰσθάνεται, τὸ τί εὐχαριστεῖ τὶς σωματικές του αἰσθήσεις. Ταυτίζει τὸν ἑαυτό του μὲ τὰ ἀνεξέλεγκτα συναισθήματα καὶ τὶς ἀχαλίνωτες ἐπιθυμίες. Ἔτσι, νομίζει ὅτι εἶναι αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ ἡ αὐτὸ ποὺ αἰσθάνεται. Ἀγνοεῖ τὸ βάθος του, τὴν πραγματική του φύση. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ εὔκολα φθάνει ἀκόμη καὶ σὲ «πάθη ἀτιμίας». Κι’ αὐτὸ γιατί δὲν ἔχει κριτήριο ἀλήθειας, σημεῖο ἀναφορᾶς, πρότυπο, οὔτε δύναμη γιὰ νὰ ξεδιαλύνη τὶς ἐπιθυμίες του, οὔτε τὸ σθένος νὰ ἀρνῆται τὶς ἰδέες ποὺ σφηνώνουν στὸ μυαλό του καὶ νὰ ἀποκαθιστᾶ μέσα του τὴν στρεβλὴ εἰκόνα ποὺ ἔχει γιὰ τὸν ἑαυτό του, τοὺς ἄλλους καὶ τὸν κόσμο. Ἐγκαταλελειμμένος ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, «καθὼς οὐκ ἐδοκίμασεν τὸν Θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει», ἀφήνεται ἀπὸ τὸν Θεὸ στὸν «ἀδόκιμο» νοῦ τοῦ «ποιεῖν τὰ μὴ καθήκοντα». Ἀγνοῶντας τὸν Θεὸ καὶ τὸ θέλημά Του παίρνει τὸν εὔκολο δρόμο τῆς ζωῆς, τὴν «πλατεῖα ὁδό», ἡ ὁποία ὁδηγεῖ τὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη στὸν ἀτιμωτικὸ ἐγκλωβισμό της στὸ ζωικὸ βασίλειο.

Τὰ σχετικὰ μὲ τὸν ψυχολογισμὸ τὰ ἔχει ἐπισημάνει πρὶν ἀπὸ τριανταπέντε χρόνια ὁ Β. Ν. Τατάκης σ’ ἕνα μικρό του βιβλίο, μὲ τίτλο: «Ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου» (Ἐκδόσεις τῶν Φίλων, 1973). Ἐκεῖ γράφει: «Θὰ περιοριστῶ σ’ ἕνα ἐμπόδιο [τῆς πνευματικῆς πορείας τοῦ ἀνθρώπου] ποὺ κατὰ τὴ γνώμη μου ἔχει ἰδιαίτερη ἔνταση στὴν ἐποχή μας. Μιλῶ γιὰ τὸ πνεῦμα του ψυχολογισμοῦ ποὺ ἐπικρατεῖ, καὶ κυριαρχεῖ στὴ ζωή μας. Λέγοντας ψυχολογισμὸ ἐννοῶ τὴν διαρκῆ ἀπασχόληση –ποὺ σὲ πόσους γίνεται σωστὸ πάθος– μὲ τὸ τί αἰσθάνονται, μὲ τὸ τὶ τοὺς συμβαίνει, μὲ τὰ αἰσθήματα καὶ τὶς ἀντιδράσεις σ’ αὐτά, ὅπως λέει ἡ ψυχολογία, καὶ μὲ τὶς ἐπιθυμίες καὶ τὴν ἱκανοποίησή τους. Εἶναι τόση ἡ στροφὴ πρὸς αὐτὰ καὶ ἡ προσοχὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον γι’ αὐτὰ τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου, ὥστε ξεχνιέται καὶ πάει θαρρεῖς νὰ πιστέψη ὅτι αὐτὸς εἶναι ὅλος ὅλος ὁ ἄνθρωπος, αὐτὸ τὸ ἐπιφανειακό, τὸ ψυχολογικὸ τοῦ ἐγώ, ποὺ εἶναι πολὺ κοντὰ στὶς ζωϊκὲς ἐκδηλώσεις μὲ τὴν τρέχουσα σημασία».

Καταλαβαίνει, λοιπόν, κανεὶς τὸν πολὺ σημαντικὸ ρόλο τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὴν σύγχρονη κοινωνία. Ρόλος της εἶναι νὰ προσελκύη τοὺς ἀνθρώπους στὴν ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τοὺς προσφέρη τοὺς τρόπους τῆς ἐμπειρικῆς γνώσης Του. Νὰ τοὺς φωτίζη μὲ τὸ θεολογικὸ νόημα τῆς ζωῆς τους καὶ νὰ τοὺς ἀπεγκλωβίζη ἀπὸ τὸ ζωϊκὸ βασίλειο τῶν ἐνστίκτων.

Καταλαβαίνει πολὺ εὔκολα, ἐπίσης, καὶ μιὰ ἁπλὴ κοινωνιολογικὴ ματιὰ νὰ δὴ κανεὶς τὰ πράγματα, χωρὶς δηλαδὴ νὰ ἀναφερθῇ στὸ μυστήριο τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων καὶ στὴν θεολογία τῆς «γεννήσεως» τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τὴν Πεντηκοστὴ ὡς Σώματος Χριστοῦ, ὅτι «ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει σωτηρία». Κι’ αὐτὸ γιατί μέσα στὴν Ἐκκλησία συνεχίζουμε νὰ ἔχουμε ὑψηλοὺς στόχους, πρότυπα ζωῆς καὶ μορφὴ ποὺ καλλωπίζεται «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», ἐνῷ ἔξω ἀπὸ αὐτὴν ἔχουμε συντήρηση τῆς ἀμορφίας τῶν ἐνστίκτων, τὴν ἐπίπεδη χωρὶς ὑψηλοὺς στόχους ζωή, τὴν ἐγκλωβισμένη στὸ πολιτισμικὰ ἀνεξέλικτο ζωϊκὸ βασίλειο.–

ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΙ

  • Προβολές: 3047