Ἀφιέρωμα: ἐκλογὴ νέου Ἀρχιεπισκόπου - Σχολιασμὸς Ἐπιβατηρίου λόγου Ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου
Μητροπολίτου Ναυπάκτου & Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
(Δημοσιεύθηκε στὴν Ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Κόσμος», 18-2-2008)
Ὁ ἐπιβατήριος-ἐνθρονιστήριος λόγος εἶναι πάντοτε τὸ ἀπαύγασμα τῆς προσωπικότητος τοῦ ἐνθρονιζομένου Ἀρχιερέως. Ὅταν μελετᾶ κανεὶς τὸν λόγο τοῦ ἐνθρονιζομένου, μπορεῖ νὰ ἐρμηνεύση τὴν ὅλη ἀτμόσφαιρα ἀπὸ τὴν ὁποία ἐμπνέεται ὁ συντάκτης του. Αὐτὸ ἰσχύει καὶ γιὰ τὸν ἐπιβατήριο λόγο τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου. Θὰ παραθέσω μερικὰ στοιχεῖα ποὺ χαρακτηρίζουν τὸν λόγον αὐτό.
1. Θεολογικὸς καὶ ποιμαντικός
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος στὸν ἐπιβατήριο λόγο του συνέδεσε θεολογία καὶ ποιμαντική, ποὺ εἶναι φανέρωση ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ λόγου.
Ἡ θεολογία εἶναι ἡ φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πάντοτε θεολογεῖ. Μὲ τὴν ἀπόλυτη σημασία τοῦ ὅρου, θεολογία εἶναι ὁ λόγος περὶ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔχουν ὅσοι ἔχουν πεῖρα Θεοῦ. Μὲ τὴν σχετικὴ σημασία τοῦ ὅρου, θεολογία εἶναι ἡ ἀνάλυση καὶ χρησιμοποίηση τοῦ λόγου τῶν πραγματικῶν θεολόγων. Ἔτσι, ὁ θεολογικὸς λόγος ξεχωρίζει ἀπὸ τὸν στοχαστικὸ καὶ ἠθικιστικὸ λόγο, ἀκουμπάει τὰ ὑπαρξιακὰ καὶ πνευματικὰ προβλήματα τῶν ἀνθρώπων, εἶναι προφητικὸς λόγος.
Ἡ ποιμαντικὴ εἶναι ἡ καθημερινὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἐνασχόληση μὲ τὸν πονεμένο, βασανισμένο καὶ τραυματισμένο ἄνθρωπο ποὺ βρίσκεται μεταξὺ τῆς γῆς καὶ τοῦ οὐρανοῦ, μεταξὺ τοῦ ἅδη τῆς ἀπελπισίας καὶ τῆς προσδοκίας τοῦ Παραδείσου. Τόσο ἡ θεολογία, ὅσο καὶ ἡ ποιμαντικὴ εἶναι μιὰ προφητεία καὶ δὲν γίνεται μέσα στὰ πλαίσια τοῦ ἐκκοσμικευμένου λόγου καὶ τοῦ ἀνούσιου ἀκτιβισμοῦ.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμος ὑπῆρξε καλὸς ποιμὴν τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας τῶν Θηβῶν καὶ τῆς Λεβαδείας καὶ γνώριζε ἀπὸ τὴν πεῖρα του τί σημαίνει νὰ θεολογὴ κανεὶς ποιμαίνοντας καὶ νὰ ποιμαίνη θεολογῶντας. Αὐτὸ φάνηκε καὶ ἀπὸ τὸν λόγο του. Ἔδωσε βαρύτητα στὴν διοργάνωση τῆς Ἐνορίας ὡς οἰκογενείας καὶ ὡς θεραπευτικῆς κοινότητας, διότι ἐκεῖ ἐξασκεῖται ἡ θεολογία καὶ ἡ ποιμαντική.
2. Συνοδικὸ καὶ ἱεραρχικὸ πολίτευμα
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ἐκήρυξε τὴν ἀρχὴ τῆς συνοδικότητος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως τὸ ἔκανε καὶ ἄλλη φορά, ποὺ εἶναι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὠμέγα τῆς διοικήσεως τῆς Ἐκκλησίας. Διέκρινε μεταξὺ τῆς ποιμαντικῆς τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς καὶ τῆς διοικήσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Ἡ Ἐκκλησία στὸ βάθος τῆς ζῆ συνοδικά, ἀφοῦ κανένας δὲν εἶναι μόνος του στὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ συνεργάζεται μὲ τὰ ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι συν-ὀδος (συμπόρευση) οὐρανοῦ καὶ γῆς, ζώντων καὶ κεκοιμημένων, Κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, μοναχῶν καὶ ἐγγάμων, ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν.
Κάθε μέλος μέσα στὴν Ἐκκλησία πορεύεται «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις», δὲν κινεῖται ἀτομικά, ἀλλὰ προσωπικὰ καὶ συλλογικά.
Τὴν συνοδικότητα βλέπουμε στὴν θεία Εὐχαριστία, καθὼς ἐπίσης καὶ στὴν διοίκηση. Ἡ συνοδικότητα βιώνεται σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, ἤτοι στὴν Σύνοδο τῶν Ἐπισκόπων, τὴν διοίκηση τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, τὴν διοίκηση καὶ ποιμαντικὴ τῶν Ἐνοριῶν καὶ τὴν διοίκηση τῶν Ἱερῶν Μονῶν.
Ἀλλὰ ἡ συνοδικότητα πρέπει νὰ συνδέεται μὲ τὴν ἰεραρχικότητα. Τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι δημοκρατικό, μὲ τὴν συνηθισμένη ἔννοια τοῦ ὅρου, ὅτι εἴμασε ὅλοι ἴσοι, ἀλλὰ εἶναι συνοδικὸ καὶ ἱεραρχικό, μὲ τὴν ἔννοια ὅτι ὑπάρχει ἱεράρχηση τῶν χαρισμάτων μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ἄλλο εἶναι τὸ ἔργο τῶν Ἐπισκόπων, ἄλλο τὸ ἔργο τῶν Πρεσβυτέρων, ἄλλο τὸ ἔργο τῶν μοναχῶν καὶ τῶν λαϊκῶν.
Οἱ Κληρικοὶ ἔχουν τὸ προνόμιο τοῦ ποιμαίνειν, οἱ λαϊκοὶ ἔχουν τὸ χάρισμα τοῦ ποιμαίνεσθαι.
Ἔτσι, τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συνοδικό, ἀλλὰ καὶ ἱεραρχικό. Ἂν δοῦμε τὴν συνοδικότητα χωριστὰ ἀπὸ τὴν Ἰεραρχικότητα, διαστρεβλώνουμε τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος γνωρίζει καὶ ἐφήρμοσε τὸ συνοδικὸ καὶ ἱεραρχικὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας, διότι ὑπηρέτησε στὴν Ἀρχιγραμματεία τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ στὰ Συνοδικὰ Ὄργανα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἱερὰ Μητρόπολή του, ὅπου διηκόνησε τὸν λαὸ (Κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς) σεβόμενος τὰ χαρίσματα τῶν ἄλλων. Αὐτὸ φάνηκε καὶ στὸν ἐπιβατήριο λόγο του.
3. Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο καὶ Ἑλληνικὴ Πολιτεία
Ὁ Μακαριώτατος Ἀρχιεπίσκοπος ἐξέφρασε τὸν σεβασμό του στοὺς θεσμοὺς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καὶ τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας.
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι Σῶμα Χριστοῦ καὶ κοινωνία θεώσεως, ἀλλὰ ταυτόχρονα κινεῖται σὲ ἱστορικὰ πλαίσια, χωρὶς ὅμως νὰ ἀλλοιώνεται καὶ νὰ ἐκκοσμικεύεται.
Τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο δὲν εἶναι ἕνας κοσμικὸς θεσμός, ἀλλὰ τόσο ἡ παρουσία του, ὅσο καὶ ἡ πρωτοκαθεδρία του ἔχει καθιερωθῇ ἀπὸ τοὺς θεοπνεύστους Πατέρας τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἔλλειψη σεβασμοῦ σὲ αὐτὸ καὶ πολὺ περισσότερο ἡ ἀντιπαλότητα μαζί του ἔρχεται σὲ ἀντίθεση μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ποὺ συγκροτεῖ τὸν θεσμὸ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ φοβερὲς συνέπειες γιὰ τὸν ἀμφισβητία τοῦ εὐλογημένου αὐτοῦ θεσμοῦ. Ἑπομένως, ὁ ὀφειλόμενος σεβασμὸς στὸν ρόλο τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶναι ἔκφραση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος καὶ πρόξενος πνευματικῆς εὐλογίας.
Καὶ ὁ σεβασμὸς πρὸς τὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία εἶναι ἀπόρροια τοῦ σεβασμοῦ τῆς ἐτυμηγορίας τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ. Δὲν εἶναι δυνατὸν κανεὶς νὰ ζῆ σὲ μιὰ συγκεκριμένη Πολιτεία καὶ νὰ μὴ σέβεται ὄχι μόνον τὸν θεσμό, ἀλλὰ καὶ τὰ πρόσωπα ποὺ τὸν ὑπηρετοῦν.
Βέβαια, καὶ τοὺς δύο αὐτοὺς θεσμούς τους εἶδε μέσα ἀπὸ τὴν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία σέβεται τοὺς θεσμούς, χωρὶς νὰ ἀλλοιώνεται ἡ ἴδια, συνεργάζεται μὲ ὅλους χωρὶς νὰ ἐκκοσμικεύεται, ἀγαπᾶ τοὺς πάντας, χωρὶς νὰ κομματίζεται.
4. Οἰκουμενικὸ πνεῦμα
Ὁ ἐπιβατήριος λόγος ἦταν ἀνοικτὸς πρὸς ὅλους, οἰκουμενικός. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀνοικτὴ καὶ δέχεται τοὺς πάντες, νεοποιεῖ τοὺς γηγενεῖς. Δὲν εἶναι Ἐκκλησία τῶν νέων ἡ τῶν ἡλικιωμένων, τῶν Κληρικῶν ἡ τῶν λαϊκῶν, τῶν μοναχῶν ἡ τῶν ἐγγάμων, τῶν δικῶν μας ἡ τῶν ξένων, ἀλλὰ Ἐκκλησία ὅλου τοῦ πληρώματος. Στὴν Ἐκκλησία δὲν χωροῦν οἱ ἀποκλεισμοὶ καὶ οἱ ἀπολυτότητες. Δέχεται τοὺς πάντες μὲ προοπτικὴ τὴν ἀναγέννησή τους. Δὲν ἔγινε ἡ Ἐκκλησία γιὰ νὰ βοηθήση τὸν κόσμο, ἀλλὰ γιὰ νὰ γίνη ὁ κόσμος Ἐκκλησία. Ὁπότε, δὲν ἀποβλέπουμε στὴν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὴν ἐκκλησιοποίηση τοῦ κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία, καίτοι ζῆ καὶ ἐργάζεται σὲ μιὰ συγκεκριμένη κοινωνία καὶ ἕνα συγκεκριμένο Ἔθνος, ἐν τούτοις ὑπερβαίνει τὰ κλειστὰ ὅρια τῶν Ἐθνῶν, εἶναι παγκόσμια, οἰκουμενική.
Αὐτὸ τὸ «πνεῦμα» διακρίνει κανεὶς στὴν σκέψη τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου, ὅπως φάνηκε καὶ στὸν ἐπιβατήριο λόγο του. Δὲν ἀφίσταται τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας, ἀλλὰ καὶ δὲν κλείνεται σὲ καιρικὰ σχήματα καὶ σὲ ἀποσπασματικές, ἀτομικὲς θεωρήσεις.
5. Ὀρθόδοξος ἐκκλησιαστικὸς λόγος
Ἦταν λόγος ἀπηλλαγμένος θεωρητικῶν-σοφιστικῶν λόγων καὶ ἐλευθερωμένος ἀπὸ λαϊκισμό.
Ὁ θεωρητικὸς λόγος ποὺ ἀναφέρεται σὲ φιλοσοφικὲς καὶ θεολογικὲς ἔννοιες, καίτοι πολλὲς φορὲς εἶναι ἀπαραίτητος, ἐν τούτοις εὔκολα ἐκφράζεται μὲ μιὰ ξύλινη γλῶσσα ποὺ δὲν ἔχει οὐσία καὶ περιεχόμενο, γίνεται ἰδεολογία. Ὁ νέος Ἀρχιεπίσκοπος ἀποφεύγει τὴν ξύλινη θεολογικὴ γλῶσσα, μιὰ γλῶσσα ποὺ δὲν εἶναι καρδιακὴ καὶ δὲν ἀγγίζει τὴν καρδιὰ τοῦ πονεμένου ἀνθρώπου.
Ὁ λαϊκίστικος λόγος εἶναι βερμπαλιστικὸς καὶ δημαγωγικός, δὲν παράγει οὐσιαστικὰ ἀποτελέσματα, ἀλλὰ «κνήθει» τὶς ἀκοές, χωρὶς νὰ μετατρέπεται σὲ πράξη ποὺ θεραπεύει τὰ προβλήματα τοῦ λαοῦ.
Ὁ ὀρθόδοξος-ἐκκλησιαστικὸς λόγος, ὅπως εἶπε ὁ Ἀρχιεπίσκοπος, ἔχει τὸ στοιχεῖο τῆς προφητείας, εἶναι μαρτυρία τοῦ ἱδρῶτα τοῦ κήπου της Γεθσημανῆς, ἀποβλέπει στὴν δημιουργία πνευματικῶν ἀντισωμάτων γιὰ τὴν ἀναγέννηση τῶν ἀνθρώπων.
6. Περιεχόμενο, ἦθος καὶ ὕφος
Ὁ ἐπιβατήριος λόγος ἔθιξε πολλὰ ζητήματα ποὺ ἀπασχολοῦν τὸν ἄνθρωπο τῆς ἐποχῆς μας, τοὺς νέους, τὸ πολιτιστικὸ γίγνεσθαι τῆς χώρας, τὴν παιδεία, τὴν διοργάνωση τῆς Ἐκκλησίας, τὶς σχέσεις τῶν ποιμένων μὲ τὶς Θεολογικὲς Σχολές, τὴν ἀξιοποίηση τῶν οἰκονομικῶν πόρων, τοὺς μετανάστες καὶ τοὺς ἐνδεεῖς, τοὺς ἀρρώστους καὶ τοὺς κατάκοιτους κλπ., καὶ ὅλα αὐτὰ ἐξετάσθηκαν μέσα ἀπὸ τὴν θεολογικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ προοπτική.
Τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος δὲν ἔκανε προγραμματικὲς δηλώσεις, αἰσθανόταν ὡς Ποιμένας καὶ ὄχι ὡς κοσμικὸς ἄρχοντας καὶ τὸ ἀκόμη σπουδαιότερο, ξεκίνησε τὸν λόγο τοῦ ἀπὸ τὴν Θεολογία τοῦ Σταυροῦ, καὶ πρὸς τὸ τέλος συνέδεσε τὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο μὲ τὸ σκαμνὶ τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ ἐκφράζει τὸν τάφο, καὶ τελείωσε μὲ τὴν αἴσθηση ὅτι θὰ λογοδοτήση στὸν Ἀρχιποίμενα Χριστό. Ἦταν ἕνας λόγος ποὺ μέσα του εἶχε εὐαισθησία, μνήμη θανάτου καὶ αἴσθηση ἀπολογίας στὸν Χριστό. Ἦταν πράγματι λόγος βιωματικός, ὀρθόδοξος, ἐκκλησιαστικός. Παράλληλα ἦταν ἕνας ἰσορροπημένος, καρδιακός, ποιμαντικός, σεμνὸς καὶ νηφάλιος λόγος ποὺ ἄγγιζε τὴν οὐσία τῶν πραγμάτων.
Ἐὰν αὐτὸ συνδυασθῇ καὶ μὲ τὸν τρόπο τῆς ἐκφορᾶς, ποὺ δείχνει ἄνθρωπο σώφρονα, μετρημένο, νηφάλιο, ποὺ βδελύσσεται τὸν σοφιστικὸ καὶ ρητορικὸ λόγο, τότε βλέπει κανεὶς καὶ τὰ πλαίσια στὰ ὁποῖα κινεῖται.
Ἐπὶ πλέον ἡ ἀπόφαση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου νὰ μὴν ἀκολουθήση ὑπερβολικὲς ἐκδηλώσεις, ὅπως τὴν ὑποδοχή του στὴν πλατεῖα Συντάγματος καὶ τὴν μετάβασή του ἐν πομπῇ στὸν Μητροπολιτικὸ Ναό, συμπληρώνει τὸ ἕτερον ὕφος καὶ ἦθος τοῦ νέου Ἀρχιεπισκόπου.
Τὸ ὅτι ὁ ἐπιβατήριος λόγος κράτησε ἀμείωτη τὴν προσοχὴ καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τῶν Κληρικῶν καὶ τῶν λαϊκῶν, τῶν Ἀρχόντων καὶ τοῦ λαοῦ, καθὼς ἐπίσης ὅτι μετὰ τὸ τέλος του ἐπικράτησε μιὰ εἰρήνη, γαλήνη, ἠρεμία, αἴσθηση παρηγοριᾶς, ἦταν ἔνδειξη ἑνὸς ἐκκλησιαστικοῦ λόγου.
Ἀπὸ τὸν ἐπιβατήριο λόγο τοῦ Ἀρχιεπισκόπου
(ἀποσπάσματα)
Ἰδοὺ ἐγὼ ἀνάμεσά σας, στὴν ἐποχὴ τῶν μεγαλόστομων διακηρύξεων, τοῦ πληθωρισμοῦ τῆς κενολογίας καὶ τῆς ξύλινης γλώσσας, ἀπρόθυμος νὰ διατυπώσω ὑψιπετεῖς διακηρύξεις.
Δὲν ἔχω νὰ καταθέσω προγραμματικὲς δηλώσεις. Ἄλλωστε αὐτὲς εἶναι ἤδη διατυπωμένες ἅπαξ καὶ μὲ περισσὴ σαφήνεια ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ.
Ἡ Ἐκκλησία πορεύεται μέσα στὴν ἱστορία καὶ τὸν κόσμο, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ ἀντιπαρατεθῇ πρὸς κάτι ἡ κάποιον, ἀλλὰ νὰ προσλάβη τὸν κόσμο καὶ νὰ τὸν μεταμορφώση. Δὲν καλεῖται νὰ εἶναι τὸ λίπασμα γιὰ τὰ διακοσμητικὰ φυτὰ αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλὰ γίνεται συνεχῶς ἕνας πνευματικὸς ἐκρηκτικὸς μηχανισμὸς ποὺ ἀνατινάζει τὸν κόσμο καὶ τὸν κάνει Ἐκκλησία.
Κι ἐμεῖς, οἱ διάκονοι τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ὑπάρχουμε γιὰ νὰ ἀντιπαραθέτουμε σὲ ἐπί μέρους ἀπόψεις ἐναντίον ἄλλων ἀπόψεων ἡ ἰδεολογικὲς ἀντιλήψεις ἔναντι ἄλλων ἰδεολογιῶν, οὔτε δικαιούμαστε νὰ στρατευτοῦμε σὲ μιὰ ἰδεολογικοπολιτικὴ ἐπιλογὴ ἐναντιούμενοι σὲ κάποιαν ἄλλη.
Διότι τότε δὲν θὰ εἴμαστε Ἐκκλησία ἀλλὰ μιὰ θρησκευτικὴ παράταξη, αὐτοπεριορισμένη στὴν στενωπὸ τῶν ἰδεῶν της, ἀφοῦ λησμόνησε ὅτι ὁ δρόμος ποὺ ἔχουμε νὰ δείξουμε στοὺς ἀνθρώπους καὶ ἡ ἀλήθεια ποὺ ἔχουμε χρέος νὰ μαρτυροῦμε δὲν εἶναι μιὰ ἰδεολογία ἀλλὰ ἕνα πρόσωπο. Ὁ Χριστὸς εἶναι «ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ Ζωὴ» (Ἰωάν. 14, 6).
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ Οἰκουμένη παρουσιάζεται κατακερματισμένη καὶ ὡς λύση προβάλλεται ἡ παγκοσμιοποίηση, οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ὀφείλουν νὰ διασφαλίσουν καὶ νὰ προβάλλουν τὴν μεταξύ τους ἑνότητα. Σήμερα, ὅσο ποτὲ ἄλλοτε πρέπει νὰ γίνη κατανοητὴ ἡ σημασία καὶ ὁ ρόλος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου γιὰ τὴν πορεία σύνολης τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ χάραξη τῆς πορείας τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας, ἡ λήψη τῶν ἀποφάσεων, ἡ ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων ποὺ κατὰ καιροὺς προκύπτουν καὶ ἡ ἀντιμετώπιση ὅλων τῶν ἄλλων ζητημάτων, γιὰ τὰ ὁποῖα ἔχει ἁρμοδιότητα ἡ Ἱεραρχία, ὀφείλουν νὰ εἶναι καρπὸς συνεργασίας τῶν μελῶν της, οἱ ὁποῖοι συναποφασίζουν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι μὲ ἦθος συνοδικό. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὡς πρόεδρος ἔχει καθῆκον νὰ διασφαλίζη τὴν λειτουργία τοῦ συνοδικοῦ συστήματος καί, ὡς πρῶτος μεταξὺ ἴσων, νὰ εἶναι ὁ ἐγγυητὴς τῆς εὔρυθμης λειτουργίας του.
Ἀπευθύνω λοιπὸν θερμὴ παράκληση καὶ ἱκεσία πρὸς τὸν ἱερὸ Κλῆρο καὶ τὰ στελέχη τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ ἔργου: Σταθεῖτε στὸ πλευρό μου. Υἱοθετῆστε τὶς ἀγωνίες μου. Ἀφουγκραστεῖτε τὶς προσδοκίες τοῦ λαοῦ μας. Συμμεριστεῖτε τὶς κοινές μας εὐθύνες.
Ἡ ἑνότητα τῶν ὀρθοδόξων εἶναι σήμερα τὸ μεγάλο ζητούμενο. Ἰδιαίτερα καθὼς ἡ παγκόσμια κοινότητα στρέφει τὸ βλέμμα πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία καὶ προσδοκᾶ λόγο καινούριο καὶ διαφορετικό, μαρτυρία καὶ ἔμπρακτη συμβολὴ στὴν ἀντιμετώπιση τῆς προκλητικῆς σύγχρονης πραγματικότητας.
Ἡ Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία, ἔχουσα ἐπίγνωση τῆς ἱστορίας τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων, τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας καὶ τῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησιολογίας φέρει βαριὰ τὴν εὐθύνη ἐπὶ τῶν ὤμων της γιὰ τὸν τρόπο ποὺ θὰ διαφυλάξη τα παραδεδομένα ὅσον ἀφορᾶ τὴν σχέση της καὶ τὴν συνεργασία της μὲ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
- Προβολές: 2845