Ἀπὸ τὸ Ἁγιολόγιο τοῦ Μηνός: Ἅγιος Κύριλλος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, 9 Ιουνίου
Πρωτοπρεσβύερου π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα
Ὁ ἅγιος Κύριλλος γεννήθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ ἐπίσημη οἰκογένεια, γύρω στὸ 380 μ. Χ., σύμφωνα μὲ ὅσα ἀναφέρουν ὁ ἅγιος Ἰσίδωρος ὁ Πηλουσιώτης καὶ ὁ ἱστορικὸς Σωκράτης, καὶ ἦταν γιὸς τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου. Συγκαταλέγεται μεταξὺ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸν τρόπο τῆς ζωῆς τους καὶ μὲ τὴν διδασκαλία τους ἐπέδρασαν οὐσιαστικὰ στὴν διατύπωση τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας καὶ τὴν διαφύλαξή της ἀπὸ τὶς αἱρέσεις, ποὺ ἀπειλοῦσαν νὰ τὴν νοθεύσουν.
Ἔτυχε λαμπρᾶς ἐκπαιδεύσεως, μετὰ τὸ τέλος τῆς ὁποίας ἀσκήτευσε στὴν Νιτρία κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση τοῦ Σεραπίωνα. Εἶναι πιθανὸν ὅμως νὰ μόνασε γιὰ κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ στὸ Πηλούσιο, κοντὰ στὸν ἅγιο Ἰσίδωρο τὸν Πηλουσιώτη, πρὸς τὸν ὁποῖον ἔτρεφε βαθύτατο σεβασμό. Μετὰ τὴν ἐπάνοδό του στὴν Ἀλεξάνδρεια χειροτονήθηκε Διάκονος καὶ Πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν θεῖο του Θεόφιλο. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ θείου τοῦ ἀνῆλθε στὸν ἱστορικὸ θρόνο της Ἀλεξάνδρειας, στὶς 18 Ὀκτωβρίου τοῦ 412. Ὡς Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ τεράστιο συγγραφικό του ἔργο, ἀνέπτυξε καὶ ἀξιόλογο κοινωνικὸ ἔργο. Ὀργάνωσε κατὰ τρόπον ὑποδειγματικὸ τὴν κοινωνικὴ πρόνοια καὶ ἀλληλεγγύη, καθὼς καὶ τὴν νοσοκομειακὴ περίθαλψη.
Ἡ πατριαρχεῖα τοῦ ἁγίου Κυρίλλου διήρκεσε 32 χρόνια καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἔντονους ἀγῶνες κατὰ τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν εἰδωλολατρῶν. Προήδρευσε τῶν ἐργασιῶν τῆς Γ Ὁ?κουμενικ?ς Συνόδου, τὸ 431, καὶ συνέβαλε τὰ μέγιστα στὸ γκρέμισμα τῶν κακοδοξιῶν του Νεστορίου, ὁ ὁποῖος δίδασκε ὅτι στὸν Χριστὸ ἔγινε «ἕνωση προσώπων κατ’ εὐδοκίαν» καὶ ὅτι «ἡ Μαρία δὲν γέννησε Θεόν, ἀλλὰ ἄνθρωπο θεοφόρο, ἐφ’ ὅσον μὲ αὐτὸν ἑνώθηκε ἐξωτερικὰ ὁ Θεὸς» καὶ γι’ αὐτὸ ὀνόμαζε τὴν Θεοτόκο Χριστοτόκο. Ὁ ἅγιος Κύριλλος διετύπωσε τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅτι ὁ Θεὸς Λόγος ἐνοίκησε στὴν μήτρα τῆς Παναγίας, σαρκώθηκε «ἐκ τῶν ἁγνῶν αἱμάτων της» καὶ ἐνῷ εἶναι τέλειος Θεὸς ἔγινε καὶ τέλειος ἄνθρωπος, ἤτοι Θεάνθρωπος. Στὸ πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις -θεία καὶ ἀνθρωπίνη- ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀχωρίστως καὶ ἀδιαιρέτως καὶ ἑπομένως ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος.
Ἐκοιμήθη στὶς 27 Ἰουνίου τοῦ 444, ἀλλὰ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 9 Ἰουνίου, καθὼς καὶ στὶς 18 Ἰανουαρίου, μαζὶ μὲ τὴν μνήμη τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου.
Ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, μὲ θαυμάσιο τρόπο, συνοψίζει καὶ ἀποδίδει ποιητικὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου περὶ τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων καὶ περὶ τοῦ ὅτι ἡ Παναγία εἶναι Θεοτόκος: «Ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν διὰ φιλανθρωπίαν ἐπὶ τῆς γῆς ὤφθη καὶ τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη. Ἐκ Παρθένου γὰρ ἁγνῆς σάρκα προσλαβόμενος καὶ ἐκ ταύτης προελθὼν μετὰ τῆς προσλήψεως. Εἰς ἐστὶν Υἱός, διπλοῦς τὴν φύσιν, ἀλλ’ οὐ τὴν ὑπόστασιν• διο τέλειον αὐτὸν Θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον ἀληθῶς κηρύττοντες, ὁμολογοῦμεν Χριστὸν τὸ Θεὸν ἡμῶν. Ὀν ἱκέτευε μῆτερ ἀνύμφευτε, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν» (Δογματικὸ Θεοτοκίο, ἤχου πλ. δ ).
Ἐπίσης, στὸ Ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου τονίζεται ἡ ἀξία τῆς Θεολογίας του: «Ὡς κῦρος οὐράνιον, θεολογία ἡ σή, βραβεύει ἐν Πνεύματι, τὴ Ἐκκλησία Χριστοῦ, τὴν χάριν τὴν ἔνθεον• σὺ γὰρ καθυπογράψας, τῆς Τριάδος τὴν δόξαν, μύστης τῆς Θεοτόκου καὶ ὑπέρμαχος ὤφθης, παρ’ ᾖς λαμπρῶς δεδόξασαι, Ἱεράρχα Κύριλλε».
Στὴν συνέχεια, θὰ τονισθοῦν μὲ συντομία τὰ ἀκόλουθα:
«Ὡς κῦρος οὐράνιον, θεολογία ἡ σή»
Ἡ θεολογία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου εἶναι περιβεβλημένη μὲ οὐράνιο κῦρος, ἀφοῦ δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ὡραίων σκέψεων καὶ εὐσεβῶν στοχασμῶν, ἀλλὰ καρπὸς θεοπτίας. Οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δὲν στοχάζονται γύρω ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ δόγματα τῆς πίστεως, ἀλλὰ διηγοῦνται τὴν ἐμπειρία τους, δηλαδὴ περιγράφουν αὐτὰ ποὺ εἶδαν, ἄκουσαν καὶ ψηλάφισαν.
Ἐδῶ θὰ πρέπη νὰ τονισθῇ ὅτι οἱ αἱρετικοὶ δὲν ἦσαν ἄνθρωποι ἀσεβεῖς ἡ ἀνήθικοι. Ἀντίθετα μάλιστα, πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦσαν αὐστηροὶ ἀσκητές, ἀλλὰ καὶ κάποιοι, ὅπως ὁ Ἄρειος καὶ ὁ Νεστόριος, εἶχαν σημαντικὲς θέσεις καὶ ἀξιώματα μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὁ πρῶτος ἦταν Ἱερέας καὶ ὁ δεύτερος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Δὲν εἶχαν ὅμως ἐμπειρικὴ γνώση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ δὲν δέχονταν τὴν ἐμπειρία τῶν θεοπτὼν Ἁγίων καὶ ἀντὶ νὰ κάνουν ὑπακοὴ στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ θεολογοῦν βάσει τῆς διδασκαλίας της, φιλοσοφοῦσαν καὶ στοχάζονταν γύρω ἀπὸ τὸ μυστήριο τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, κατέληξαν στὴν αἵρεση καὶ βρέθηκαν ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ παρέσυραν καὶ πολλοὺς ἄλλους στὴν ἀπώλεια.
Βέβαια, στὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία «ὑπάρχει καὶ στοχασμός, ὅπως ἀκριβῶς ὑπάρχει στοχασμὸς καὶ στὶς θετικὲς ἐπιστῆμες. Στὶς θετικὲς ἐπιστῆμες ὁ κάθε ἐρευνητής, γιὰ νὰ προχωρήση στὴν ἔρευνά του, προβάλλει συνεχῶς ὑποθέσεις καὶ δὲν τολμάει νὰ ὑιοθετήση τὶς ὑποθέσεις αὐτὲς καὶ νὰ τὶς μεταβάλη σὲ ἀξιώματα, πρὶν ἐλεγχθῇ ἡ ὀρθότητά τους ἀπὸ τὴν ἐμπειρία, δηλαδὴ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση μὲ βάση τὶς ἐπιστημονικὲς μεθόδους. Στὶς θετικὲς ἐπιστῆμες δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξη πρόοδος, ἂν δὲν ὑπῆρχε ὁ στοχασμὸς ἐπάνω στὶς κτηθεῖσες γνώσεις. Μὲ βάση αὐτὸν τὸν στοχασμὸ οἱ ἐπιστήμονες δημιουργοῦν θεωρίες καὶ προβάλλουν ὑποθέσεις, τὶς ὁποῖες ἐν συνεχείᾳ ἐλέγχουν μὲ τὴν παρατήρηση καὶ τὸ πείραμα ἂν εἶναι ὀρθές. Ὁ στοχασμὸς ὅμως ποὺ ὑπάρχει στὴν Ὀρθόδοξο Θεολογία, συνεχῶς λιγοστεύει ὅσο κανεὶς προχωρεῖ στὴν θεογνωσία, διότι ὁ στοχασμὸς ἐλέγχεται καὶ περιορίζεται συνεχῶς ὑπό το φῶς τῆς ἀποκαλύψεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ. Οἱ στοχασμοὶ καὶ οἱ ὑποθέσεις ἀντικαθίστανται ἀπὸ τὴν γνώση. Προχωρῶντας κανεὶς ἀπὸ τὴν κάθαρση στὸν φωτισμό, ὁ στοχασμὸς μειώνεται. Πλήρης κατάργησις τοῦ στοχασμοῦ συμβαίνει ὅταν ὁ ἄνθρωπος φθάση στὴν θέωση, ὅταν δηλαδή, ἀντικρύση τὴν ἴδια τήν Ἀλήθεια, ἡ ὁποία τοῦ ἀποκαλύπτεται καὶ ἡ ὁποία εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς» (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης).
Ὅταν ἀκολουθοῦμε τὴν διδασκαλία τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτέλεσμα ἐμπειρικῆς γνώσεως, ἀποφεύγουμε τὰ θεολογικὰ λάθη, τὰ ὁποῖα δημιουργοῦν πολλὰ προβλήματα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τῆς κοινωνίας γενικότερα.
Ἡ ταπείνωση εἶναι πηγὴ εὐλογίας, ἐπειδὴ δι’ αὐτῆς θεραπεύονται τὰ λάθη καὶ τὰ πάθη καὶ ὁ ἄνθρωπος τοποθετεῖται στὴν προοπτικὴ τῆς προκοπῆς καὶ τῆς σωτηρίας.–
- Προβολές: 3207