Ἐπίκαιροι Σχολιασμοί: «Τὸ μυστήριο τῆς Θεολογίας» μπροστὰ σὲ ἀργυροχοεῖο
Πρωτοπρεσβύτερου π. Θωμᾶ Βαμβίνη
Πρὶν ἀπὸ λίγες μέρες –πρῶτες μέρες τοῦ Ἰουνίου– οἱ Ἐκκλησιαστικοὶ Σύμβουλοι καὶ οἱ Ἱερεῖς τῆς Ἐνορίας μας σταθήκαμε μπροστὰ στὴν προθήκη ἑνὸς ἀργυροχοείου. Θέλαμε νὰ ἐπιλέξουμε ἀργυρᾶ χειροποίητα καντήλια γιὰ τὸν Ναό μας. Στὴν προθήκη ὑπῆρχαν πολλὰ σχέδια. Ὅλα ἦταν ὡραία. Συνδύαζαν πολυτέλεια, τέχνη, λαμπρότητα, καὶ ὅλα αὐτὰ σὲ τέτοιο βαθμὸ ὥστε νὰ «συμφωνοῦν» μὲ τὸ κατανυκτικὸ μέλος τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς καὶ μὲ τὴν σεμνότητα ποὺ πρέπει νὰ διακρίνη τὸν ὀρθόδοξο Ἱερὸ Ναό.
Τὴν ὥρα ποὺ θαυμάζαμε τὰ ἀργυρᾶ ἐκθέματα τῆς προθήκης μας πλησίασε ἕνας σχετικὰ φτωχοντυμένος κύριος, περασμένης ἡλικίας, ἀνάπηρος στὸ δεξί του χέρι, ὁ ὁποῖος μᾶς χαιρέτησε καὶ θέλησε ν’ ἀνοίξη συζήτηση μαζί μας. Ἡ πρώτη μου σκέψη ἦταν ὅτι ἤθελε νὰ μᾶς ζητήση κάποια βοήθεια. Τὰ πρῶτα λόγια τῆς συζήτησης, ἄσχετα μὲ τὸ «πνεῦμα» τῆς ἐπαιτείας, θεώρησα ὅτι ἦταν τὰ «ἄλλα λόγια», τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς βοηθοῦσαν νὰ φθάσουμε στὸ οὐσιῶδες αἴτημα τῆς προσέγγισης, ποὺ ὑπέθετα ὅτι ἦταν ἡ «ἐκζήτηση ἐλέους...». Ὅμως, ἀποδείχθηκε πολὺ πονηρὸς καὶ ψευδὴς αὐτὸς ὁ λογισμός μου.
Κάποια στιγμή, λοιπόν, χωρὶς νὰ θυμᾶμαι τί εἰπώθηκε πιὸ μπροστά, μας ἔθεσε ὁ ἄγνωστος συνομιλητής μας τὸ ἐρώτημα: «Εἶναι ἡ θεολογία μυστήριο;». Ξαφνιάστηκα ἀπὸ τὴν τροπὴ ποὺ ἔπαιρνε ἡ συζήτησή μας καὶ μᾶλλον ἄργησα λιγάκι νὰ τὴν συνειδητοποιήσω. Αὐτὸς ὡστόσο ἐπανέλαβε τὴν ἐρώτηση: «Εἶναι ἡ θεολογία μυστήριο;». Καὶ συνέχισε: «...Γιατί ρώτησα κάποιον –ἀπ’ ὅ,τι κατάλαβα ἐννοοῦσε ἱερωμένο ἡ θεολόγο– καὶ μοῦ εἶπε ὅτι δὲν εἶναι μυστήριο». Προσπάθησα νὰ τοῦ πῶ, γιὰ νὰ τοῦ «κάνω τὴν καρδιά», ὅτι ἡ θεολογία γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους εἶναι μυστήριο, ἀλλὰ αὐτὸς συνέχισε συμπληρώνοντας τὴν θέση του: «Ἡ θεολογία εἶναι μυστήριο, δὲν εἶναι μπαλκόνι...». Ἡ προσθήκη του ἦταν ἐκπληκτική. Ἀφήνοντας, ὅμως, χωρὶς διασάφηση τὴν καυτερὴ ἀπόφανσή του, ὅτι «ἡ θεολογία... δὲν εἶναι μπαλκόνι», προχώρησε στὴν τεκμηρίωση τῆς ἀπόψεώς του γιὰ τὸν μυστηριακὸ χαρακτῆρα τῆς θεολογίας. Μᾶς εἶπε: «Ἐγὼ ἤμουν ψάλτης...». Αὐτό, ὅπως φαίνεται, θεώρησε ἀπαραίτητο νὰ τὸ πῇ γιὰ νὰ δείξη τὴν οἰκειότητά του μὲ τὴν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας, στὴν ὁποία στὴ συνέχεια στήριξε τὴν ἄποψή του, παραπέμποντας στὸ δοξαστικὸ τῶν αἴνων τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πατέρων. «Ἐκεῖ δὲν ψάλλουμε, εἶπε, ... καὶ τὸ μυστήριον τῆς θεολογίας τρανῶς παρέδωκε τὴ Ἐκκλησία»;
Μὲ τὸν τρόπο του ὁ ἀπρόσκλητος συζητητής μας ἤθελε νὰ πῇ, ὅτι κάθε φορὰ ποὺ τιμοῦμε τοὺς ἁγίους Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ψάλλουμε, ὅτι αὐτοὶ παρέδωσαν στὴν Ἐκκλησία –σὲ ὅλους ἐμᾶς ποὺ ἀποτελοῦμε διαχρονικὰ τὸ σῶμα της– τὸ μυστήριο τῆς θεολογίας. Δὲν μᾶς παρέδωσαν, δηλαδή, κάποια λόγια, κάποιες φιλοσοφίες ἡ ἀνθρωποκεντρικὲς ἠθικὲς ἐπιταγές. Μᾶς παρέδωσαν μυστήριο καὶ μάλιστα «τρανῶς», δηλαδὴ μὲ καθαρότητα, διαύγεια καὶ σαφήνεια. Βέβαια, τὸ μυστήριο τῆς θεολογίας παρὰ τὴν σαφήνεια καὶ τὴν καθαρότητα ποὺ ἔχει ἡ διατύπωση τῶν δογμάτων του, παραμένει πάντοτε μυστήριο, ἀφοῦ δὲν μποροῦμε νὰ τὸ κατανοήσουμε λογικά, ἀλλὰ μόνο νὰ μετέχουμε ὑπαρξιακὰ στὴν ἀλήθεια ποὺ ἐκφράζει.
Μετὰ ἀπὸ τὴν ἐπιχειρηματολογία του, τὴν παραπομπή του στὴν ὑμνολογία, μᾶς ξαναρώτησε: «Ἐσεῖς τί λέτε, εἶναι ἡ θεολογία μυστήριο;».
Δὲν ξέρω ἂν πρόκειται γιὰ κάποιον ἰδιόρρυθμο Χριστιανό, κάποιον φανατικὸ τῆς παράδοσης τῶν ἁγίων Πατέρων, ἄνθρωπο μικρολόγο μὲ ἐμμονὲς σὲ ἐπουσιώδη θεολογικὰ θέματα ἡ, πάλι, γιὰ ἀσθενῆ ποὺ τυραννεῖται ἀπὸ τὸ θρησκευτικὸ παραλήρημα ἡ, ἀκόμη, γιὰ ἐπηρμένο ὀλιγογράμματο ποὺ θέλει νὰ κάνη τὸν ἔξυπνο σὲ ὅλους τοὺς θεωρούμενους ἀπὸ αὐτὸν ὡς εἰδήμονες. Πάντως, τὸ πρόσωπό του δὲν πρόδιδε κάτι τέτοιο. Ἔδειχνε, ἀντίθετα, ἄνθρωπο φυσιολογικό, ἁπλό, μὲ πίστη, χωρὶς ἔπαρση, χωρίς, ἀκόμη, ἐπικριτικὴ διάθεση. Ἐκ τῶν ὑστέρων θεωρῶ ὡς πιθανότερο κίνητρο τῆς συζήτησης ποὺ ἄνοιξε μαζί μας τὴν ἐπιθυμία του νὰ ἐπιβεβαιωθῇ γιὰ τὴν ἀπόψή του, τὴν ὁποία σχηματοποίησε κατὰ τὴν ψαλτική του διακονία, στὴν διάρκεια τῆς ὁποίας ἔμαθε νὰ διασαλπίζη σὲ ἦχο πλάγιο τοῦ τετάρτου, ὅτι «τῶν ἁγίων Πατέρων ὁ χορός... τὸ μυστήριον τῆς θεολογίας τρανῶς παρέδωκε τὴ Ἐκκλησία».
Ὀφείλω νὰ πῶ ὅτι μέχρι τὴν στιγμὴ ἐκείνη, παρὰ τὴν ἔκπληξή μου γιὰ τὴν τροπὴ ποὺ εἶχε πάρει ἡ συζήτησή μας, δὲν εἶχε φύγει τελείως ἀπὸ τὸν νοῦ μου ἡ ἰδέα ὅτι πρόκειται γιὰ ἕναν ἰδιόρρυθμο ζητιάνο. Παρὰ ταῦτα, ὅταν μοῦ ἔδωσε τὸν λόγο, τοῦ ἀπάντησα, ὅτι γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους ἡ θεολογία εἶναι μυστήριο. Δὲν χρειάστηκε νὰ κάνουμε ἐπιπλέον τεκμηριώσεις καὶ ἀναλύσεις. Αὐτὸς χάρηκε πολὺ ἀπὸ τὴν ἀπάντησή μου. Μοῦ ἔδωσε εὐχὲς καὶ ἐπανέλαβε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ὅτι «ἡ θεολογία εἶναι μυστήριο, δὲν εἶναι μπαλκόνι...».
Ξαφνικὰ σταμάτησε ἡ συζήτηση πάνω στὸ θέμα αὐτό. Ἄλλαξε τὸν τόνο τῆς ὁμιλίας του καὶ μὲ παρακλητικὸ ὕφος μου εἶπε: «Θέλω νὰ σοῦ ζητήσω κάτι». Τότε θεώρησα ὅτι φθάσαμε ἐπί τέλους στὸ «οὐσιῶδες». Φθάσαμε στὴν «ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους...», στὴν αἴτηση τῆς ἐξ ἀρχῆς ἐπιδιωκόμενης «βοήθειας». Ἀλλὰ ἐκεῖνος μοῦ ἀνέτρεψε καὶ πάλι τὶς ἐσωτερικὲς κρίσεις μου, λέγοντάς μου: «Ἐκεῖ στὴν προσκομιδὴ ποὺ μνημονεύεις θυμήσου τὸ ὄνομα Δημήτριος» –τὸ ὄνομά του ἦταν Δημήτριος. Ὅταν τοῦ εἶπα ὅτι ὑπηρετῶ σὲ Ναὸ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, ὁπότε εὔκολα θὰ τὸν θυμᾶμαι, χάρηκε πολὺ καὶ δίνοντάς μας πολλὲς εὐχές μας χαιρέτησε.
Προσπαθῶντας νὰ ἀφομοιώσουμε τὴν ἔκπληξη ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη «πεζοδρομιακὴ» θεολογικὴ συζήτηση, ἀλλὰ ἔχοντας ὡστόσο κυκλωθῇ ἀπὸ τὴν κατάλληλη θεολογικὴ ἀτμόσφαιρα, περάσαμε μέσα στὸ ἀργυροχοεῖο μὲ τὰ περίτεχνα, πολυτελῆ λειτουργικὰ σκεύη, γιὰ νὰ ἐπιλέξουμε τὰ «ἀρμοδιώτερα» γιὰ τὴν ὀρθόδοξη λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Κλείνοντας τὴν περιγραφὴ αὐτῆς τῆς συζήτησης νομίζω ὅτι εἶναι χρήσιμο νὰ ἐξηγήσουμε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐπιγραμματικά, ὑπὸ ποία ἔννοια ἡ θεολογία εἶναι μυστήριο, ὥστε νὰ ἀποκρυπτογραφηθῇ καὶ ὁ σκοτεινὸς λόγος τοῦ συνομιλητῆ μας, ὅτι «ἡ θεολογία δὲν εἶναι μπαλκόνι...».
Μιὰ ἀρχικὴ διευκρίνιση ποὺ πρέπει νὰ γίνη εἶναι ὅτι ἡ θεολογία εἶναι μυστήριο μόνο γιὰ μᾶς τοὺς Ὀρθοδόξους, διότι στὴν αἵρεση, ἡ ὁποία εἶναι ἐπιλογὴ καὶ ἀπολυτοποίηση μέρους τῆς ἀλήθειας ἡ διαστρέβλωσή της ἀπὸ φτωχοὺς ἀνθρώπινους στοχασμούς, ἡ θεολογία δὲν εἶναι μυστήριο. Ἡ αἱρετικὴ θεολογία δὲν εἶναι ἀπαύγασμα τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ «ἐν μυστηρίῳ». Ἡ διδασκαλία της δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν θεολογία του ἀπ. Παύλου, ὁ ὁποῖος ἔλεγε ὅτι στοὺς τελείους «λαλοῦμεν σοφίαν Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ την ἀποκεκρυμμένην» (Α Κόρ. 2, 7). Ἡ αἱρετικὴ θεολογία δὲν εἶναι ἐμπειρικὸς ἀποκαλυπτικὸς λόγος. Εἶναι σύστημα σκέψεως, ἰδεολογία, μεταφυσικὸς στοχασμός.
Στὴν Ἐκκλησία μας ὁ Θεολόγος ταυτίζεται μὲ τὸν Θεόπτη, μὲ αὐτὸν ποὺ γνωρίζει «τὸ μυστήριον τοῦ εὐαγγελίου» (Ἔφεσ. 6, 19) καὶ ἔχει «τὸ μυστήριον τῆς πίστεως ἐν καθαρὰ συνειδήσει» (Α Τιμοθ. 3, 9). Γνωρίζει τὸν Θεὸ καὶ μπορεῖ νὰ μιλᾶ αὐθεντικὰ γι’ Αὐτόν. Ἔτσι τὰ κείμενα τῶν θεοπτὼν ἁγίων εἶναι τὰ «ὁρατὰ στοιχεῖα» τοῦ μυστηρίου τῆς θεολογίας. Μέσῳ αὐτῶν οἱ εὐαίσθητοι δέκτες, οἱ ἔμπρακτοι ἀναγνῶστες, περνοῦν ἀπὸ τὸ γράμμα στὸ πνεῦμα τῶν κειμένων καὶ προσλαμβάνουν την χάρη τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Τὰ μυστήρια γενικῶς εἶναι ἀγωγοὶ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ἡ θεολογία εἰδικὰ εἶναι ἀγωγὸς τῆς χάριτος τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ ἡ θεολογία προφανῶς δὲν μπορεῖ νὰ «εἶναι μπαλκόνι...». Δηλαδή, δὲν μπορεῖ –ἂν θέλη νὰ παραμένη ὀρθόδοξη– νὰ ἐκφυλίζεται σὲ πολιτικὸ λόγο, δὲν μπορεῖ νὰ κλείνεται σὲ κοντόφθαλμες ταξικὲς ἡ ἐθνικὲς ἐπιδιώξεις, δὲν μπορεῖ νὰ ἐξαντλῆται σὲ «ἰδανικὰ» τοῦ παρόντος αἰῶνος.
Εἶναι μιὰ διαρκὴς ἠχηρὴ πρόσκληση στὴν γόνιμη σιωπὴ τῆς «ἐν μυστηρίῳ» γνώσεως τοῦ Θεοῦ.
- Προβολές: 3564