Κύριο θέμα: Τὸ «κλείσιμο» τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν τὸ 529 μ.Χ. Μιὰ ἐπιστημονικὴ ματιὰ σὲ ἕνα ἀμφιλεγόμενο ἰστορικὸ ζήτημα
Ἡ Ἀνατολικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία, ἡ Ρωμανία, τὸ λεγόμενο Βυζάντιο, ἀποτελεῖ μιὰ ἔνδοξη καὶ δημιουργικὴ σελίδα ὄχι μόνον τῆς ἑλληνικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς παγκοσμίου Ἱστορίας.
Ἡ Ἀνατολικὴ Αὐτοκρατορία γνώρισε στὴν ἱστορία της δύο ἁλώσεις. Ἡ πρώτη ἀπὸ τοὺς Φράγκους Σταυροφόρους, ἡ δεύτερη ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς Τούρκους. Μποροῦμε νὰ ποῦμε μεταφορικὰ ὅτι ὑπῆρξε καὶ μιὰ τρίτη «ἅλωση» ἀπὸ τοὺς διαφωτιστὲς καὶ ἀρχαιολάτρες ποὺ διαστρέβλωσαν τὴν ἱστορικὴ εἰκόνα τῆς Ἀνατολικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἡ προκατειλημμένη ἀρνητικὴ ἄποψή τους μπορεῖ νὰ συνοψισθῇ στὴν λέξη «βυζαντινισμός». Βεβαίως, ἡ λέξη αὐτὴ καὶ συκοφαντεῖ ἀλλὰ καὶ ἀποκαλύπτει συγχρόνως τὴν συκοφαντία• ἀποδίδει μὲν ἀρνητικὰ χαρακτηριστικὰ στοὺς Ρωμηούς, ἀλλὰ τὸ κάνει αὐτὸ ἐνῷ εἶναι μιὰ κατασκευασμένη λέξη ποὺ δὲν ἀνταποκρίνεται στὰ ἱστορικὰ δεδομένα καὶ τὴν αὐτοσυνειδησία τῶν κατοίκων τῆς αὐτοκρατορίας, δηλώνοντας ἔτσι ἄθελά της τὴν ἀπάτη.
Ἡ μελέτη τοῦ Ἀναστασίου Φιλιππίδη ποὺ δημοσιεύεται κατωτέρω, ἐντάσσεται στὴν κατεύθυνση τῆς ἀνασκευῆς τῶν λανθασμένων ἀπόψεων γιὰ τὴν Αὐτοκρατορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Στὴν ἴδια προοπτικὴ ἄλλωστε κινοῦνται καὶ ἄλλες μελέτες ἔγκριτων καὶ σοβαρῶν ἐπιστημόνων ἀπὸ ὅλους τοὺς χώρους καὶ ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, οἱ ὁποῖοι μὲ μελέτες, ἄρθρα καὶ βιβλία ποὺ δημοσιεύουν ἀρνοῦνται, ἂν μή τι ἄλλο, νὰ συμπράξουν πλέον στὴν τρίτη «ἅλωση» τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς ἱστορίας της.
Τὸ «κλείσιμο» τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν τὸ 529 μ.Χ.
τοῦ Ἀναστασίου Φιλιππίδη
Ἕνα ἀπὸ τὰ γνωστότερα γεγονότα τῆς Βυζαντινῆς Ἱστορίας εἶναι τὸ κλείσιμο τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ τὸ 529 μ.Χ. Ἀκόμη καὶ στὰ νέα σχολικὰ βιβλία, μὲ τὸ διακηρυγμένο σκοπὸ τῆς ἐλάφρυνσης τῶν μαθητῶν ἀπὸ τὴν ἐκμάθηση πολλῶν γεγονότων καὶ ἡμερομηνιῶν, τὸ 529 ἀποτελεῖ ἀναπόσπαστο τμῆμα τῆς διδασκαλίας. Στὴν ἐκλαϊκευμένη ἐκδοχὴ τῆς Ἱστορίας, ποὺ εἶναι καὶ ἡ εὐρύτερα διαδεδομένη, ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἰουστινιανοῦ συμβολίζει τὸ θρίαμβο τοῦ «χριστιανικοῦ σκοταδισμοῦ» καὶ τὸν ὁριστικὸ θάνατο τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος.
Στὸ ἄρθρο μας αὐτὸ θὰ ἀσχοληθοῦμε διεξοδικὰ μὲ τὸ τί ἀκριβῶς συνέβη τὸ 529 καί, κυρίως, μὲ τὴ σημασία τὴν ὁποία εἶχε αὐτὸ ποὺ συνέβη. Τὶς τελευταῖες δεκαετίες μεγάλος ἀριθμὸς ξένων ἐπιστημονικῶν δημοσιεύσεων ἔχει ἐπικεντρωθῇ σὲ αὐτὸ τὸ θέμα – ἀπόδειξη ὅτι ὑπάρχουν ἀκόμη ἀμφιβολίες γιὰ τὴν ὀρθὴ ἑρμηνεία τῶν γεγονότων, ἴσως καὶ γιὰ τὰ ἴδια τὰ γεγονότα. Μὲ βάση τὶς πρωτογενεῖς πηγὲς καὶ τὴν ἐκτενῆ σύγχρονη βιβλιογραφία θὰ προσπαθήσουμε νὰ ἀνασυνθέσουμε τὰ γεγονότα καὶ νὰ ἀξιολογήσουμε τὴ σημασία τους.
Τὸ πρῶτο ποὺ θὰ πρέπη νὰ διευκρινισθῇ εἶναι ὅτι ἡ Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τῆς Ἀθήνας τοῦ 6ου αἰῶνα δὲν ἦταν ἡ Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνος. Ἦταν μιὰ νεοπλατωνικὴ σχολή, ἡ ὁποία εἶχε ἱδρυθεῖ περίπου 750 χρόνια μετὰ τὸν Πλάτωνα, ἀπὸ κάποιον Πλούταρχο. Ἄλλωστε ἡ Ἀκαδημία τοῦ Πλάτωνος ἔχει βρεθεῖ καὶ ἀνασκαφεῖ καὶ εἶναι γνωστὸ ὅτι βρισκόταν στὸν Κολωνό, ἐνῷ ἡ σχολὴ τοῦ 6ου αἰῶνα βρισκόταν στοὺς πρόποδες τῆς Ἀκρόπολης.
Ἕνα δεύτερο σημεῖο ποὺ πρέπει νὰ τονισθῇ εἶναι ὅτι ἡ μοναδικὴ πηγὴ ποὺ ἀναφέρει ἀπαγόρευση τῆς διδασκαλίας τῆς φιλοσοφίας στὴν Ἀθήνα εἶναι ἕνα χωρίο τοῦ χρονογράφου Μαλάλα, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν ὑπατεία τοῦ Δεκίου (529) ὁ αὐτοκράτορας ἐξέδωσε διάταγμα καὶ τὸ ἔστειλε στὴν Ἀθήνα, προστάζοντας κανεὶς νὰ μὴ διδάσκη φιλοσοφία ἡ νὰ ἐρμηνεύη ἀστρονομία ἤ νὰ τραβάη κλῆρο μὲ ζάρια. Ἐπὶ δὲ τῆς ὑπατείας τοῦ αὐτοῦ Δεκίου ὁ αὐτὸς βασιλεὺς θεσπίσας πρόσταξιν ἔπεμψεν ἐν Ἀθήναις, κελεύσας μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν μήτε ἀστρονομίαν ἐξηγεῖσθαι μήτε κόττον ἐν μιὰ τῶν πόλεων γίνεσθαι» Μαλάλας 18,47). Ὅπως ἔχει διαπιστώσει ἡ σύγχρονη ἔρευνα, αὐτὴ ἡ πληροφορία δὲν ἀναφέρεται σὲ καμιὰ ἄλλη ἑλληνόγλωση, συριακὴ ἡ ἀραβικὴ πηγή, (Βλ. V. Erhart, 1998).
Τὴν ἑρμηνεία αὐτοῦ τοῦ προβληματικοῦ χωρίου ἔχει περιπλέξει ἡ ἐπὶ 300 χρόνια λαθεμένη ἀπόδοσή του στὶς τυπωμένες ἐκδόσεις. Μέχρι τὸ ἔτος 2000, ἀντὶ τῆς λέξης «ἀστρονομία», ὅλοι οἱ ἀναγνῶστες του Μαλάλα διάβαζαν «τὰ νόμιμα», δηλαδὴ διδασκαλία τῶν νόμων, Νομικὴ Σχολή. Καμιά, ὅμως, πηγὴ δὲν ἀναφέρει τὴν ὕπαρξη Νομικῆς Σχολῆς στὴν Ἀθήνα μετὰ τὴν Ρωμαϊκὴ κατάκτηση. Τὸ λάθος εἶχε προέλθει ἀπὸ τὸ μοναδικὸ χειρόγραφο τὸ ὁποῖο χρησιμοποίησε ἡ πρώτη ἔκδοση τοῦ Μαλάλα (Chilmead, 1691) καὶ ἐπανέλαβε ἡ ἔκδοση τῆς Βόννης (Dindorf, 1831). Ἡ κριτικὴ ἔκδοση τοῦ Thurn (Βερολῖνο, 2000) ποὺ ἔλαβε ὑπόψη τὸ σύνολο τῶν χειρογράφων ἀποκατέστησε αὐτὸ τὸ σφάλμα, ὅπως καὶ πολλὰ ἄλλα (βλ. σχετικά, Watts, 2004, σελ. 171). Ὁ Ἀθ. Μαρκόπουλος στὴ βιβλιοκριτικὴ τῆς ἔκδοσης Thurn γράφει ὅτι «ὁ ἀναθεωρημένος Μαλάλας ἔχει πολὺ μακρινὴ σχέση μὲ τὸ κείμενο ποὺ ἦταν ὡς σήμερα γνωστὸ» (βλ. Ἑλληνικά, τόμ. 52, τεῦχος 2, Θεσσαλονίκη, 2002, σελ. 389).
Ἡ πληροφορία τοῦ Μαλάλα συνήθως συνδυάζεται μὲ μιὰ διάταξη τοῦ Ἰουστινιάνειου Κώδικα (Codex I.5.18.4) κατὰ παγανιστῶν, Μανιχαίων καὶ Σαμαριτῶν, ἡ ὁποία ὁρίζει ὅτι ὅλοι αὐτοὶ ἀπαγορεύεται νὰ διδάσκουν καί, συνεπῶς, νὰ μισθοδοτοῦνται ἀπὸ τὸ κράτος, νὰ ὑπηρετοῦν στὸ στρατὸ ἡ νὰ κατέχουν δημόσιο ἀξίωμα (Wildberg, σελ. 331). Ὁ προσεκτικὸς ἀναγνώστης θὰ παρατηρήση ὅτι αὐτὲς οἱ δυὸ πηγὲς μιλᾶνε γιὰ διαφορετικὰ πράγματα: σύμφωνα μὲ τὴν πρώτη ἀπαγορεύεται γενικὰ ἡ διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας στὴν Ἀθήνα, ἐνῷ σύμφωνα μὲ τὴν δεύτερη ἀπαγορεύεται στοὺς παγανιστὲς νὰ διδάσκουν ὁπουδήποτε. Τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι δὲν ἀπαγορεύτηκε γενικὰ ἡ διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας, ὁπότε τὸ εὔλογο ἐρώτημα ποὺ προκύπτει εἶναι: «τί πρόβλημα ὑπῆρχε μὲ τὴ διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας εἰδικὰ στὴν Ἀθήνα;» Θὰ ἐπανέλθουμε σὲ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα λίγο πιὸ κάτω.
Πάντως, ἀπὸ αὐτὲς τὶς πηγές, ποὺ εἶναι οἱ μόνες διαθέσιμες, δὲν προκύπτει τὸ «κλείσιμο» τῆς Σχολῆς στὴν Ἀθήνα. Ὅπως τονίζει ὁ Wildberg, στὸ πολὺ πρόσφατο (2005) συλλογικὸ ἔργο τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Κέμπριτζ γιὰ τὴν ἐποχή του Ἰουστινιανοῦ, «τὸ σημαντικὸ εἶναι ὅτι οὔτε ὁ γενικὸς νόμος Ι.5.18 οὔτε τὸ διάταγμα ποὺ στάλθηκε εἰδικὰ στὴν Ἀθήνα θὰ μποροῦσε νὰ ἰσοδυναμεῖ μὲ «κλείσιμο» τῆς Νεοπλατωνικῆς Ἀκαδημίας» (σελ. 331). Ὁ λόγος ἦταν ὅτι ἡ Ἀκαδημία εἶχε τεράστια περιουσία, ὅπως ἀναφέρει τόσο ὁ τελευταῖος διδάσκαλός της, ὁ Δαμάσκιος, ὅσο καὶ μεταγένεστερα ὁ παγανιστὴς διδάσκαλος τῆς Ἀλεξάνδρειας Ὀλυμπιόδωρος. Σύμφωνα μὲ ὑπολογισμούς, ἡ περιουσία αὐτὴ ἀρκοῦσε γιὰ τὴ μισθοδοσία ἕως δεκαπέντε διδασκάλων (βλ. Watts, 2005, ὑποσημ. 51). Ἐπιπλέον, εἶναι σχεδὸν βέβαιο ὅτι ἡ διδασκαλία τους δὲν γινόταν δημοσίως ἀλλὰ ἰδιωτικὰ στὸ σπίτι τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς Σχολῆς (βλ. Wildberg, σέλ.331). Ἄρα τὸ συμπέρασμα εἶναι ὅτι τὸ 529 διακόπηκε ἡ κρατικὴ μισθοδοσία στοὺς παγανιστὲς διδασκάλους καὶ ὄχι ὅτι σταμάτησε ἡ λειτουργία τῆς Ἀκαδημίας στὴν Ἀθήνα. Σύμφωνα μὲ τὰ πλέον πρόσφατα πορίσματα τῆς ἔρευνας οἱ φιλόσοφοι τῆς Ἀθήνας παρέμειναν ἐκεῖ μετὰ τὸ 529 (Watts, 2005).
Ἡ κατάσταση, ὅμως, φαίνεται ὅτι ἐπιδεινώθηκε γύρω στὸ 531, ὅταν ἐκδόθηκε ἡ διάταξη I.11.10.1 τοῦ Ἰουστινιάνειου Κώδικα ἡ ὁποία προέβλεπε ὅτι ὅσοι δὲν θέλουν νὰ βαπτιστοῦν Χριστιανοὶ θὰ ὑποστοῦν κατάσχεση τῆς περιουσίας τους. Ἡ ἑπόμενη διάταξη (Ι.11.10.2) ἐπαναλάμβανε τὴν ἀπαγόρευση διδασκαλίας καὶ τὴν διακοπὴ τῆς κρατικῆς μισθοδοσίας στοὺς παγανιστὲς διδασκάλους: «Πᾶν δὲ μάθημα παρὰ τῶν νοσούντων τὴν τῶν ἀνοσίων Ἑλλήνων μανίαν διδάσκεσθαι κωλύομεν, ὥστε μὴ κατὰ τοῦτο προσποιεῖσθαι αὐτοὺς παιδεύειν τοὺς εἰς αὐτοὺς ἀθλίως φοιτῶντας, ταῖς δὲ ἀληθείαις τῶν δῆθεν παιδευομένων διαφθείρειν ψυχὰς• ἀλλὰ μηδὲ ἐκ τοῦ δημοσίου σιτήσεως ἀπολαύειν αὐτούς,...» (βλ. Καρπόζηλος, σελ. 391). Εἶναι σαφὲς ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς ἐδῶ δὲν ἀπαγορεύει τὴν διδασκαλία τῆς φιλοσοφίας πουθενά. Ἐμποδίζει, διακόπτοντας τὴν κρατικὴ μισθοδοσία, τὴ διδασκαλία σὲ ὅσους ἀσπάζονται τὴν εἰδωλολατρικὴ «μανία».
Ὡστόσο, ἀκόμη καὶ ἡ δήμευση τῆς περιουσίας τῆς Σχολῆς, ἂν τελικὰ πραγματοποιήθηκε, δὲν σήμαινε κλείσιμο τῆς Σχολῆς. Σήμαινε ἁπλῶς ὅτι οἱ φοιτητές, ποὺ μέχρι τότε σπούδαζαν δωρεάν, θὰ ἔπρεπε νὰ πληρώνουν πλέον δίδακτρα. Ἐξάλλου, παραμένει ἀμφίβολη ἡ πλήρης ἐφαρμογὴ αὐτῶν τῶν διατάξεων. Καμιὰ μαζικὴ δίωξη κατὰ εἰδωλολατρῶν, ποὺ θὰ ἦταν ἀναμενόμενη ὡς συνέπεια τοῦ νόμου, δὲν μαρτυρεῖται πρὶν τὸ 545 (βλ. Watts, 2004, σ. 180). Ὁ ἴδιος ὁ ἐπί κεφαλῆς τῆς γιγαντιαίας νομοθετικῆς προσπάθειας τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ὁ Τριβωνιανός, ἦταν παγανιστής. Ὁ κορυφαῖος φιλόσοφος τῆς ἄλλης διάσημης Φιλοσοφικῆς Σχολῆς, τῆς Σχολῆς της Ἀλεξάνδρειας, ὁ Ὀλυμπιόδωρος ἦταν παγανιστής. Πάντως, οἱ ἑπτὰ τελευταῖοι παγανιστὲς φιλόσοφοι τῆς Ἀθήνας, μὲ ἐπί κεφαλῆς τον Δαμάσκιο, ἀποφάσισαν ἀπὸ μόνοι τους νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλη καὶ τὸ κράτος καὶ νὰ καταφύγουν στὴν περσικὴ αὐλὴ τὴν ὁποία εἶχαν ἐξιδανικεύσει. Πίστευαν ὅτι στὸ περσικὸ κράτος εἶχε γίνει πραγματικότητα ὁ λόγος τοῦ Πλάτωνα, μὲ τὴ σύζευξη φιλοσοφίας καὶ βασιλείας, καὶ ὅτι ἐκεῖ οἱ ὑπήκοοι ἦταν σώφρονες καὶ κόσμιοι καὶ δὲν ὑπῆρχαν κλέφτες καὶ ἅρπαγες («...ὁποῖον εἶναι ὁ Πλάτωνος βούλεται λόγος, φιλοσοφίας τε καὶ βασιλείας ἐς ταυτὸ ξυνελθούσης, σῶφρον δὲ ἐς τα μάλιστα καὶ κόσμιον τὸ κατήκοον, καὶ οὔτε φῶρες χρημάτων οὔτε ἅρπαγες ἀναφύονται,...» Ἀγαθίας, «Ἱστορίαι», 80.14 - 80.17).
Τὸ ταξίδι αὐτὸ δὲν ἦταν κάτι πρωτόγνωρο γιὰ φιλοσόφους τοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους. Τὸ 242 μ.Χ. εἶχε ἐπισκεφθεῖ την Περσία ὁ Πλωτῖνος, τὸ 337 ὁ Μητρόδωρος, τὸ 358 ὁ Εὐστάθιος, κλπ. (βλ. Erhart, 1998), ἐνῷ κάποιος Οὐράνιος εἶχε ἐντυπωσιάσει τὸν ἴδιο τόν Χοσρόη. Ἄλλωστε, ἡ ζωροαστρικὴ Περσία ἐθεωρεῖτο ἀνέκαθεν ἡ πηγὴ τῆς Χαλδαϊκῆς μαγείας καὶ τῆς ἀστρολογίας, θέματα ποὺ κατ’ ἐξοχὴν ἐνδιέφεραν τοὺς νεοπλατωνικοὺς φιλοσόφους τοῦ 6ου αἰῶνα.
Στὴν αὐλή τοῦ Χοσρόη οἱ φιλόσοφοι συμμετεῖχαν σὲ συζητήσεις μὲ σοφοὺς ἀπὸ τὴν Περσία καὶ ἀλλοῦ, ἀπὸ τὶς ὁποῖες σώζεται σὲ λατινικὴ μετάφραση τὸ ἔργο του Πρισκιανοῦ «Solutionum ad Chosroem». Σύντομα, ὅμως, ἀπογοητεύτηκαν. Τοὺς Πέρσες «ἀλαζόνας μάλα εὑρόντες καὶ πέρα τοῦ δέοντος ἐξωγκωμένους ἐβδελύττοντό γὲ αὐτοὺς καὶ ἐκάκιζον» γράφει ὁ Ἀγαθίας. Διαπίστωσαν ὅτι ἐκεῖ «ἅπαν τε εἶδος ἀδικίας ἠμαρτάνετο. καὶ γὰρ οἱ δυνατοὶ τοὺς ἐλάττονας λυμαίνονται ὠμότητί τε πολλὴ χρῶνται κατ' ἀλλήλων καὶ ἀπανθρωπία» (Ἱστορίαι, 80, 5-6). Μετὰ ἀπὸ ἕνα χρόνο ἀποφάσισαν νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ρωμαϊκὴ ἐπικράτεια. Τὰ ἴχνη τους χάνονται στὴν συνέχεια καὶ ἔχουν ἀναπτυχθεῖ διάφορες θεωρίες γιὰ τὸν τόπο ἐγκατάστασής τους, ἀλλὰ εἶναι σίγουρο ὅτι συνέχισαν νὰ συγγράφουν ἀνενόχλητοι.
Αὐτὰ περίπου εἶναι τὰ κυριότερα γεγονότα γύρω ἀπὸ τὸ 529. Πῶς πρέπει νὰ τὰ ἀξιολογήσουμε σήμερα; Ἀποτελοῦν πράγματι τὸ κύκνειο ἆσμα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σκέψης καὶ τὴν ὁριστικὴ ἐπικράτηση τοῦ μεσαιωνικοῦ σκοταδισμοῦ;
Μιὰ πρώτη ἀπάντηση δίνεται ἀπὸ τὴν διαπίστωση ὅτι κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ συγγράφηκε τὸ ἕνα τρίτο τῶν συνολικῶν ἑλληνικῶν σχολίων στὸν Ἀριστοτέλη, τὰ ὁποῖα σώζονται μέχρι σήμερα (20 ἀπὸ τὰ 60 ἔργα τῆς ἔκδοσης τοῦ Βερολίνου, βλ. Wildberg, σελ. 316). Ἂν μή τι ἄλλο, ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι δύσκολα θὰ ὀνομάζαμε αὐτὰ τὰ χρόνια «ἐποχὴ σκοταδισμοῦ καὶ διώξεων κατὰ τῆς ἀρχαιοελληνικῆς φιλοσοφίας».
Μιὰ δεύτερη ἀπάντηση μᾶς τὴ δίνει ἡ τύχη τῶν ἔργων τῶν συγκεκριμένων παγανιστῶν φιλοσόφων τῆς ἐποχῆς. Θὰ περίμενε κάποιος ὅτι ὁ Ἰουστινιανὸς (τὸν ὁποῖο παρομοίασε μὲ τὸν Πὸλ Πὸτ νεαρὴ ἑλληνοαμερικάνα κατὰ τὴ φετινὴ ἑορτὴ τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὸ Σικάγο) θὰ ἐξαφάνιζε τὰ ἔργα των παγανιστῶν. Ἀντίθετα, πολλὰ ἀπὸ αὐτὰ σώζονται μέχρι σήμερα, ὅπως τὰ ἔργα τοῦ Δαμάσκιου μὲ σχόλια στὸν «Παρμενίδη» καὶ στὸν «Φαίδωνα» τοῦ Πλάτωνα, ὁ «Βίος Ἰσιδώρου» (ἀποσπασματικά), τὸ «Ἀπορίαι καὶ λύσεις περὶ τῶν πρώτων ἀρχῶν», κλπ. Ἀκόμη καὶ ὅσα χάθηκαν, χάθηκαν πολὺ μεταγενέστερα. Γιὰ παράδειγμα, τριακόσια χρόνια ἀργότερα, τὸ ἔργο του Δαμάσκιου «Παράδοξα» σωζόταν (τὸ εἶχε διαβάσει ὁ Φώτιος καὶ τὸ σχολιάζει στὴ «Βιβλιοθήκη» του). Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὄχι μόνον δὲν ἦταν «ἀπαγορευμένο», ἀλλὰ καὶ ὅτι κάποιοι τὸ θεώρησαν χρήσιμο γιὰ ἀντιγραφή. Ἂν λάβουμε ὑπόψη τὸ μεγάλο κόστος ἀναπαραγωγῆς ἑνὸς βιβλίου, λόγῳ τῆς ἀπαιτούμενης χειρόγραφης ἀντιγραφῆς, συμπεραίνουμε ὅτι διασώζονταν μόνον ἔργα γιὰ τὰ ὁποῖα ὑπῆρχε ζήτηση ἀπὸ ἀναγνῶστες. Βεβαίως, ἡ ζήτηση δὲν διατηρήθηκε γιὰ πολύ. Τὰ «Παράδοξα» ἔχουν χαθεῖ σήμερα, καθὼς ἀσχολοῦνταν μὲ ἀλλόκοτες διηγήσεις τὶς ὁποῖες ὁ Φώτιος χαρακτηρίζει «ἀδύνατά τε καὶ ἀπίθανα καὶ κακόπλαστα τερατολογήματα καὶ μωρὰ καὶ ὡς ἀληθῶς ἄξια τῆς ἀθεότητος καὶ δυσσεβείας Δαμασκίου, ὀς καὶ τοῦ φωτὸς τῆς εὐσεβείας τὸν κόσμον πληρώσαντος, αὐτὸς ὑπὸ βαθεῖ σκότῳ της εἰδωλολατρείας ἐκάθευδε» (Βιβλιοθήκη, 130. 97).
Μετὰ τὸ Δαμάσκιο σώζονται ἔργα τῶν μαθητῶν του Σιμπλίκιου καὶ Πρισκιανοῦ. Γιὰ τὸν δεύτερο ἀναφερθήκαμε παραπάνω. Ἂς προσθέσουμε ἐπίσης ὅτι διασώζεται μέχρι σήμερα τὸ ἔργο του «Μετάφρασις τῶν Θεοφράστου περὶ αἰσθήσεως». Ὁ σημαντικότερος μαθητής τοῦ Δαμάσκιου ἦταν ὁ Σιμπλίκιος, ὁ ὁποῖος ἔγραψε τὰ περισσότερα ἔργα του μετὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὴν Περσία καὶ πέντε ἀπὸ αὐτὰ σώζονται. Δυὸ σχόλιά του γιὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη («Περὶ οὐρανοῦ», «Περὶ Φυσικῶν») θεωροῦνται σημαντικὰ στὴν ἱστορία τῶν μαθηματικῶν. Στὸ πρῶτο περιγράφει ἀναλυτικὰ τὴν θεωρία τῶν ὁμόκεντρων σφαιρῶν τοῦ Εὐδόξου καὶ τὶς τροποποιήσεις της ἀπὸ τὸν Κάλλιππο. Στὸ δεύτερο περιλαμβάνει ἐκτενῆ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν «Ἱστορία τῆς Γεωμετρίας» τοῦ Εὐδήμου, ἡ ὁποία δὲν ἔχει διασωθεῖ σήμερα.
Ἡ πιὸ ἐντυπωσιακή, ὡστόσο, ἀπάντηση στά περί διώξεων τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ πνεύματος ἔρχεται ἀπὸ τὴν ἄλλη σπουδαία φιλοσοφικὴ σχολὴ τῆς ἐποχῆς, τὴ Σχολή τῆς Ἀλεξάνδρειας. Παρὰ τοὺς νόμους ποὺ προαναφέρθηκαν, ἡ Σχολὴ αὐτὴ συνέχισε ἀνενόχλητη τὴ λειτουργία της καὶ μάλιστα διδάσκαλος στὰ χρόνια τοῦ Ἰουστινιανοῦ ἦταν ὁ παγανιστὴς Ὀλυμπιόδωρος (505-570). Σώζονται τὰ σχόλια του σὲ δυὸ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλη καὶ σὲ τρία ἔργα τοῦ Πλάτωνα (Wildberg, σέλ.321). Περίπου σύγχρονός του εἶναι ὁ Ἰωάννης Φιλόπονος (490-570) ὁ ὁποῖος «χίλια χρόνια πρὶν τὸν Γαλιλαῖο κατέρριψε πολλὰ σεβάσμια δόγματα τῆς Ἀριστοτελικῆς παράδοσης» καὶ τοῦ ὁποίου «ἡ ἐπίδραση στὴν Ἀναγέννηση βοήθησε νὰ ἀνοίξει ὁ δρόμος γιὰ τὴν τελικὴ πτώση τοῦ Ἀριστοτελισμοῦ στὶς φυσικὲς ἐπιστῆμες» (Wildberg, σ.321). Ὁ Φιλόπονος διατύπωσε τὴν ὑπόθεση τῆς ροπῆς ἀδράνειας γιὰ τὴν κίνηση τῶν σωμάτων, ἡ ὁποία υἱοθετήθηκε ἀπὸ τὴ δυτικὴ ἐπιστήμη πολλοὺς αἰῶνες ἀργότερα, καὶ γι’ αὐτὸ θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς προδρόμους τῆς νεώτερης μηχανικῆς (Τατάκης, σέλ.61). Ὅπως σημειώνει ὁ Τατάκης, ὅλα τὰ συγγράμματα τοῦ Φιλόπονου μεταφράστηκαν στὰ συριακά, πρᾶγμα ποὺ συνετέλεσε ἀσφαλῶς στὴν ἄνθηση τῆς ἀραβικῆς σκέψης (σελ. 62).
Καὶ μετά τον Ὀλυμπιόδωρο, ποὺ δίδασκε τοὐλάχιστον ὡς τὸ 565, ἔχουμε στοιχεῖα γιὰ μιὰ ἀνθηρὴ φιλοσοφικὴ παράδοση στὴν Ἀλεξάνδρεια. Σώζονται Εἰσαγωγὲς στὴ Φιλοσοφία καὶ σχόλια στὸν Πορφύριο καὶ στὸν Ἀριστοτέλη, τὰ ὁποῖα ἐνσωματώνουν τὰ ἔργα τοῦ Ὀλυμπιόδωρου, ἀλλὰ δὲν εἶναι γνωστὰ τὰ ὀνόματα τῶν συγγραφέων τους (Wildberg, σέλ.322). Ὁ Wildberg συμπεραίνει ὅτι «παρ’ ὅλο ποὺ μοιάζει σωστὸ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ φιγούρα τοῦ παγανιστὴ σοφοῦ ὁλοένα καὶ περιθωριοποιεῖτο στὴν αὐτοκρατορικὴ κοινωνία τοῦ 5ου καὶ 6ου αἰῶνα, εἶναι ἐξίσου ἀληθινὸ ὅτι ἡ φιλοσοφικὴ ἀναζήτηση καὶ ὁ διάλογος, ἂν κατανοηθοῦν ὡς ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, ποτὲ δὲν ἔπαυσαν νὰ ἀποτελοῦν κεντρικὸ μέλημα» (σελ. 324).
Ἀξίζει, τέλος, νὰ σημειωθῇ ὅτι μόλις ὁλοκληρώθηκε ἡ ἀνάκτηση τῆς Ἰταλίας ὁ Ἰουστινιανὸς ἐξέδωσε διάταξη (τὸ 554 μ.Χ.) μὲ τὴν ὁποία καθιέρωσε τὴν ἐπιδότηση τῆς διδασκαλίας στὴ γραμματική, ρητορική, ἰατρικὴ καὶ νομικὴ στὴν Ἰταλία (βλ. Maas, σελ. 21).
Μὲ λίγα λόγια, ἡ διδασκαλία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σοφίας διατηρήθηκε ἀδιάκοπη τὸν 6ο αἰῶνα, τὸν ὁποῖο σχολιάζουμε. Ἄρα, αὐτὸ ποὺ ἀπαγορεύτηκε στὴ Σχολὴ τῆς Ἀθήνας ἦταν κάτι διαφορετικό. Ποιά ἦταν ἡ διαφορετικότητα τῆς Ἀθήνας; Τὴν ἀπάντηση θὰ τὴ βροῦμε στὸ περιβόητο χωρίο τοῦ Μαλάλα. Μέσα στὴν ἴδια πρόταση βλέπουμε νὰ ἀπαγορεύονται ἡ φιλοσοφία, ἡ ἀστρονομία καὶ ἡ οἰωνοσκοπεία μὲ τὴ χρήση ζαριῶν. Τὸ ἐρώτημα εἶναι τί κοινὸ μπορεῖ νὰ ἔχουν ἡ φιλοσοφία καὶ ἡ ἀστρονομία μὲ τὴ μαντική; Ὅπως ἀπέδειξε ὁ Watts στὴν πρόσφατη διδακτορικὴ διατριβή του στὸ Πανεπιστήμιο Γέηλ, τὸ κοινὸ σημεῖο ἦταν ὅτι χρησιμοποιοῦνταν καὶ τὰ τρία γιὰ νὰ προβλέψουν τὸ μέλλον. Ὁ Δαμάσκιος τιμοῦσε στὸ ἔργο του μιὰ γυναῖκα ποὺ εἶχε ἐφεύρει μιὰ μέθοδο νὰ μαντεύη τὸ μέλλον καὶ νὰ ἐρμηνεύη τὰ ὄνειρα ἀπὸ τὸ σχῆμα ποὺ ἔπαιρναν τὰ σύννεφα, ἐνῷ ἡ βιογραφία τοῦ Πρόκλου κλείνει μὲ τὸ ὡροσκόπιό του (βλ. Watts, 2004, σ. 173). Στὴν πράξη, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ τὰ «Παράδοξα» τοῦ Δαμάσκιου, στὴ σχολὴ τῆς Ἀθήνας, «φιλοσοφία», ἀστρολογία καὶ μαντικὴ ἀποτελοῦσαν ἕνα ἑνιαῖο σύνολο ἀνορθολογικῶν δεισιδαιμονιῶν, τὸ ὁποῖο ὁ Ἰουστινιανὸς προσπάθησε νὰ ἀποβάλη ἀπὸ τὴν κρατικὰ μισθοδοτούμενη ἐκπαίδευση.
Τελικά, ὅπως σημειώνει ὁ Watts, «ὁ ρόλος τῆς ἐκπαίδευσης σὲ ὅλη τὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία ἦταν νὰ ἐξοικειώση τοὺς νέους μὲ τὸν διανοητικὸ καὶ φιλολογικὸ κόσμο στὸν ὁποῖο ζοῦσαν. Τὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα δὲν ἀποσκοποῦσε στὸ νὰ ἐπηρεάση τὴ θρησκευτικὴ πίστη. Φαίνεται ὅμως ὅτι στὴν Ἀθήνα ἔγινε μιὰ ἀληθινὴ προσπάθεια ἀπὸ τοὺς διδασκάλους νὰ χρησιμοποιήσουν τὴ φιλοσοφία ὡς τρόπο νὰ ἐγχαράξουν θρησκευτικὲς ἀντιλήψεις. Δίδασκαν στοὺς μαθητὲς θέματα ὅπως ἡ ἀφοσίωση στοὺς θεοὺς καὶ μαντεῖες γιὰ τὸ μέλλον. Αὐτὸ ὑπερέβαινε κατὰ πολὺ τὰ ὅρια τοῦ καθιερωμένου ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος» (Watts, 2006).
Ἀντίθετα, στὴν Ἀλεξάνδρεια οἱ παγανιστὲς φιλόσοφοι ἔπεισαν τοὺς Χριστιανοὺς ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν μιὰ δογματικὰ ἀνόθευτη ἐκπαίδευση, χωρὶς νὰ διακινδυνεύουν τὴν πίστη τους. Οἱ φιλόσοφοι τῆς Ἀθήνας ἀπέτυχαν σὲ αὐτό. Ἑπομένως, ὑποστηρίζει ὁ Watts, τὸ πρόβλημα μὲ τὴν Σχολὴ τῆς Ἀθήνας δὲν ἦταν ὅτι ἐκεῖ διδασκόταν κάποια ἀντίθετη πρὸς τὸ Χριστιανισμὸ φιλοσοφία, ἀλλὰ ὅτι ἡ Σχολὴ «προσπαθοῦσε νὰ ἐπηρεάση εὐθέως τὴν ἐκτέλεση θρησκευτικῶν πράξεων. Σὲ ἄλλα μέρη ἡ παγανιστικὴ διδασκαλία συνέχισε νὰ πληροφορῇ χωρὶς νὰ προσηλυτίζη καὶ ἦταν εὐρέως δεκτὴ ὡς μιὰ λειτουργία ἐντελῶς χωριστὴ ἀπὸ τὴν θρησκευτικὴ πίστη». Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ πολιτικὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ διασφάλιζε τὸ διακριτὸ ρόλο Κράτους καὶ Θρησκείας, μὴ ἐπιτρέποντας σὲ θρησκευτικὲς ὁμάδες νὰ ἐπεμβαίνουν στὸ ἐκπαιδευτικὸ πρόγραμμα. Στάση ποὺ ἀσφαλῶς θὰ χειροκροτοῦσαν καὶ οἱ πιὸ ἀκραιφνεῖς διαφωτιστὲς στὴν Ἑλλάδα σήμερα!
Παραπομπές
- Α. Καρπόζηλος, (1997) «Βυζαντινοὶ Ἱστορικοὶ καὶ Χρονογράφοι, τόμος Α 4ος-7ος αἰῶνας», ἐκδόσεις Κανάκη, Ἀθήνα.
- Β. Τατάκης, (1977) «Ἡ βυζαντινὴ φιλοσοφία», Ἀθήνα.
- V. Erhart, (1998) "The Context and Contents of Priscianus of Lydia's Solutionum ad Chosroem", World Congress of Philosophy, Βοστώνη.
- M. Maas, (2005) «Roman Questions, Byzantine Answers», στὸ συλλογικὸ ἔργο "The Cambridge Companion to the Age of Justinian", ἐπιμ. Michael Maas, Cambridge Univ. Press.
- E.Watts, (2004), "Justinian, Malalas and the end of Athenian Philosophical Teaching in A.D. 529", Journal of Roman Studies, vol.94, 168-182.
- E.Watts, (2005) "Where to Live the Philosophical Life in the Sixth Century? Damascius, Simplicius, and the Return from Persia", Greek, Roman and Byzantine Studies, Autumn.
- E.Watts, (2006) "City and School in Late Antique Athens and Alexandria", Berkeley, University of California Press.
- C. Wildberg, (2005) "Philosophy in the Age of Justinian" στὸ συλλογικὸ ἔργο "The Cambridge Companion to the Age of Justinian", Cambridge Univ. Press.
- Προβολές: 3168